Δευτέρα, Απριλίου 16, 2007

7 ΗΜΕΡΕΣ ΨΕΜΑΤΑ (ΗΜΕΡΑ ΔΕΥΤΕΡΗ) - ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΙΔΕΡΗΣ

ΗΜΕΡΑ ΔΕΥΤΕΡΗ
Κρυβόταν η νύχτα πίσω απ’ τον ήλιο
Και ήρθε το σκοτάδι ...
Είμαι σκιά
τζιτζίκι σκέψης
Ένα γουρούνι που φωλιάζει στις ψυχές θα είναι ο φόβος.
Κρυβόταν ο ήλιος πίσω απ’ τη γη
και χανόταν το φεγγάρι σε σκιά μίσους
Είμαι μια αράχνη θυμού,
μια τροφαντή αγελάδα καλοσύνης.
Κάτω από εμένα
σκοτεινές υπάρξεις
εξυφαίνουν σχέδιο θανάτου.
Μερικές φορές, τα ταξίδια μου σε άλλες συνειδήσεις δεν θύμιζαν ταξίδια, μα περασμένες μνήμες. Θύμησες που θάφτηκαν κάτω από το βάρος των αιώνων που πέρασαν. Όπως τότε, που έγινα ο θεός της θάλασσας και αποφάσισα να ζήσω, άνθρωπος ανάμεσα σε ανθρώπους.
Η ΠΛΗΞΗ
Γύρω νερό. Ένας άντρας με γένια στο βασίλειο του, ένας αρχαίος θεός. Η ατέρμονη σιωπή των εσωτερικών βουνών μυρμηγκιάζει τις αισθήσεις. Εκείνος στοχάζεται, στηριγμένος σε σύμβολα δύναμης, περιτριγυρισμένος από αμέτρητες ποσότητες στοιχείου κι αντίστοιχους μοναχούς. Η ντροπή του ξεγυμνωμένου βασιλιά που ξέρει: πως είναι ο πιο ποταπός στο δικό του βασίλειο, ο πιο άνθρωπος σε μια επικράτεια σοφών. Η ντροπή του υδάτινου θεού κατ’ εικόνα κι ομοίωση της ντροπής των ανθρώπων. Μια ημέρα ηλιόλουστη βγήκε στη στεριά, γυμνός, μα όμοιος ανάμεσα σε ομοίους.
Η ΧΑΡΑ
Ο ήλιος λούζει τα μαλλιά των εφήβων με τα μαργαριταρένια χαμόγελα, που τρέχουν ανέμελα στην ακροθαλασσιά. Στεφανώνει με ανθούς τις πλάτες τους. Ο Μάης χωρίζει τις σκιές στο πιο περίτεχνο παιχνίδι της φύσης. Η θάλασσα λαμπυρίζει. Στα ήσυχα νερά της, πλέουν τα όνειρα μας και η ελπίδα της επαναφοράς “μια φορά κι ένα καιρό” στον θάνατο. Ο θάνατος, σαν όλους τους θανάτους, ξεψύχησε την αυγή. Μα μήπως κι αυτό δεν είναι λυπηρό; Ένας τεύχος σιωπής διαβάζεται από τα χείλη των λουλουδιών. Οι κόκκοι της άμμου χορεύουν απαλά, λικνίζοντας τα μαγευτικά κορμιά τους στο τραγούδι του ανέμου. Καμπάνα γιορτινή κτυπά, στο χωριό που διασχίζεται από το ομορφότερο ποίημα του κόσμου. Είναι έρωτας η ζωή, έρωτας φυλακισμένος στην ελευθερία. Τόσα πολλά χαμένα χρόνια, ξεχασμένε θεέ, κι άλλα τόσα, εκείνα που θα ακολουθήσουν.
Η ΑΛΗΘΕΙΑ
Προσπερνούσαν οι ψυχές μα μήτε άκουσαν μήτε είδαν τον έκπτωτο μονάρχη. «Υπάρχω» ούρλιαξε και ξέσπασε σε λυγμούς.
Έβρεξε. Μια μανιασμένη βροχή θαλασσινού νερού. Τα δάκρυα ενός θεού. Τα δάκρυα του, δέσανε κόμπους στη γη τον πόνο. Κοίταξε τον καθρέπτη. Μια ασαφής ύπαρξη σε λανθάλουσα μοριακή κατάσταση. Ένα τρένο πέρασε προς άγνωστη κατεύθυνση.
Κρύψανε τον ήλιο από τον αναγεννημένο θεό και χαθήκαν τα χρώματα. Ένας άνθρωπος χωρίς ήλιο στην χώρα του ήλιου. Μια μοναχική χίμαιρα που αγαπούσε την Άνοιξη και τριβόταν στο μπατζάκι του παντελονιού της. Ο γιος του Κρόνου και της Ρέας, ο βασιλιάς της θάλασσας, ένας ξεπεσμένος θεός, ένας αόρατος άνθρωπος. Κάθισε να ξαποστάσει πάνω στα κλήματα της αρχέγονης μήτρας.
Ο Αίολος ψιθύρισε: «Δεν θα φαίνονται τα πλάσματα που γκρέμισαν την αλήθεια. Αυτοί που δεν ζυμώθηκαν στο αλέτρι του θανάτου, εκείνοι που αναζητούν να είναι ταυτόχρονα αυτό που έφυγε κι εκείνο που ήρθε. Για να ξαναγεννηθείς, πρέπει πρώτα να πεθάνεις» είπε και χάθηκε
“Έλα στο γλέντι μας άγνωστε” είπε ο χορός του θανάτου.
Η ΕΛΠΙΔΑ
Περάσαν ημέρες
Μια υποψία περιγράμματος άρχισε να σχηματίζεται. Ένα υπερήλικο έμβρυο γεννιέται από την θλίψη και την αγωνία της ανυπαρξίας. Ένα αφηρημένο σκίτσο παρατημένο από χρόνια σε κάποιο παιδικό συρτάρι. Νερό, νερό που μέσα του έζησε. Διάφανο, κρυστάλλινο, καθάριο νερό, στο στάδιο της ολικής ανταύγειας του φωτός. Δέχεται την ελπίδα με τη σκωπτική μελαγχολία των ηλιαχτίδων που τον διαπερνούν. Ο νέος παράδεισος –από τη κόλαση ξεφύτρωναν βίαια χιλιάδες κεριά-
«Πως νιώθεις;»
«Νιώθω όμορφα και στολίζω τη διάφανη ντροπή μου με κοσμήματα χαράς κι ανταύγειες τελειότητας. Είμαι πλασμένος για να ζήσω, είμαι το όραμα της πρωτογενούς λαχτάρας για ζωή»
Ο χορός του θανάτου σιώπησε
Η ΑΗΔΙΑ
Πέρασαν μήνες
Στο νερό φύτρωναν βρύα, μικρές χαιρέκακες τριχούλες, φαντάσματα εφηβικών πόθων. Λιώνει η λαχτάρα του λησμονημένου θεού, σβήνει η κρυστάλλινη λαμπρότητα του θαύματος της αναγέννησης. Καθώς θεριεύει ο κάμπος του σώματος κι ο άνθρωπος γίνεται πίθηκος γεμίζει βρωμιά η νερένια ύπαρξη. Ψηλά στο κρανίο τα ανθρώπινα στάχια μεγάλωναν. Από κάτω δύο βολβοί θολού νερού, ιδέες ματιών. Πίσω από την αόρατη μύτη λίμναζαν φλέματα , ένας πρασινοκίτρινος πολτός αηδίας. Στο σημείο που θα έπρεπε να βρίσκονται τα αφτιά του έβλεπε μια κρούστα κίτρινης γλίτσας ενώ και το σώμα του ήταν διάσπαρτο από μικρές συγκεντρώσεις πεθαμένου αίματος. Φαινόταν ακόμα το περίγραμμα των πνευμόνων, σα σκοτεινός τάφος, ένα παρατημένο ορυχείο λιγνίτη. Πίσω από τη πίσσα, πρασινογάλαζο πύον φώλιαζε στις βρωμερές κοιλάδες της ανάσας. Συγκεντρώσεις κοπράνων στα έντερα και μικρά κομματάκια άχρηστης τροφής στην απόφυση συμπλήρωναν το εφιαλτικό τοπίο. Το δόντια κιτρίνισαν και βακτηρίδια τα σκέπασαν. Μια σιχαμερή οδοντοστοιχία σαπισμένων τροφών και μικροοργανισμών. Κι όλα αυτά μέσα από την εκνευριστικά διαφάνεια του ανθρώπινου πλαγκτόν.
«Πώς νιώθεις;»
«Είμαι η προσωποποίηση της αηδίας. Πες μου, είναι η αλήθεια αηδιαστική;»
«Έλα στο γλέντι μας άγνωστε» είπε ο χορός του θανάτου.
Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ
Πέρασαν χρόνια….
Τα όργανα εμφανίστηκαν πίσω από τη ζωογόνα δυσοσμία. Πρώτα διαγράφηκε το νευρικό σύστημα, έπειτα το αίμα που κόχλαζε αγριεμένο μέσα σε φλέβες και αρτηρίες. Σάλεψε η καρδιά ανάμεσα στους λιγνίτες της ανάσας, κατακόκκινη, ολόϊδια η ζωή. Ύστερα το συκώτι, η σπλήνα και τα έντερα. Όλη η γεωγραφία του ανθρώπινου σώματος συμπληρωνόταν δειλά δειλά. Χανόταν η βρωμιά, σκεπαζόταν το δέρμα κυτταρικούς ασκούς. Μονάχα τα κοκκάλινα μέρη του ανθρώπινου παζλ παρέμεναν αόρατα και ο λαβύρινθος της αμάθειας.
Πέρασαν 7 χρόνια, 7 αιώνες σιωπής, 7 χιλιετηρίδες θλίψης.
«Πώς νιώθεις;» τον ρώτησε ο Αίολος
«Έκλεισα τα μάτια μου για 7 χρόνια με αόρατα βλέφαρα»
Η ΑΠΟΓΝΩΣΗ
«Αυτό που βλέπεις είναι αυτό που περιμένεις να δεις» είπε ο Αίολος και τα μάτια του γύρισαν έτσι που φαινόταν μοναχά το ασπράδι τους.
Ο απονεκρωμένος βασιλιάς σηκώθηκε με δυσκολία. Έσυρε τα πόδια του στο διάδρομο, βρήκε ψηλαφιστά το φως και το άναψε. Άδραξε ένα από τα κομμάτια του σπασμένου καθρέπτη. Τα αραχνιασμένα του μάτια πλημμυρισμένα αίμα, τα θολά πρησμένα μάτια του γέρου της θάλασσας, της ύπαρξης που αρνήθηκε την λαμπρή αιωνιότητα της ανυπαρξίας και την φυσική ομορφιά του θανάτου. Τα κρέατα κρέμονταν άχαρα από το αποστεωμένο πρόσωπο μαζί με γένια και μαλλιά 7 ετών. Ένα ζαρωμένο τομάρι σκέπαζε το άχαρο σώμα.
«Τι είναι η ζωή;»
«Έλα στο γλέντι μας άγνωστε» είπε ο χορός του θανάτου.







Είχα περίπου τετρακόσια γραμμάρια Heineken στο αριστερό χέρι, το υπόλοιπο στο στομάχι και μια ενοχλητική αίσθηση ανυπαρξίας. Ήμουν απλωμένος πάνω στη μισοδιαλυμένη ντιβανοκασέλα και ρουφούσα με τη πρέπουσα ηδονή την πρώτη μπύρα της ημέρας. Βασικά, ψιλό έπληττα
Κάποια στιγμή, κι ενώ η Χάινεκεν αναπαυόταν στο στομάχι μου (λίγο πριν ξεκινήσει το ταξίδι της προς την Ψυτάλλεια) αποφάσισα να πεταχτώ μέχρι το Τάκη να-πούμε-καμμία-μαλακία-να-περάσει-η-ώρα.
Ο Τάκης μένει απέναντι ή σχεδόν απέναντι, στον δεύτερο όροφο μιας εντελώς ξενέρωτης οικογενειακής πολυκατοικίας μαζί με τον Στέργιο. Ο Στέργιος είναι κατοικίδιο. Κάποια εποχή, ο Τάκης είχε ψωνίσει μια πολύ κυριλέ γκόμενα –από κείνες που πληρώνεις πολύ ακριβά για να τις γαμήσεις- και αγόρασε τον Στέργιο, και καλά, για να της τον μαγειρέψει ψητό με αβγολέμονο (συνταγή της μαμάς). Όταν όμως άνοιξε την κατάψυξη και είδε τα θλιμμένα μάτια του, τις κεραίες του να γέρνουν μελαγχολικά και το υπέροχο καφέ κόκκινο χρώμα του, το μετάνιωσε. Όταν δε, του κτύπησε προσοχή και του παρουσιάστηκε, ε τότε, έκλασε τη γκόμενα, αγόρασε γαρίδες κι έφτιαξε στο Στέργιο το πιο πλουσιοπάροχο γεύμα για αστακό που μπορούσε να σκεφτεί. Βέβαια ο Στέργιος προτιμούσε άλλες λιχουδιές αλλά αυτό δεν το μάθαμε παρά αργότερα. Έτσι, από διακριτικότητα δεν είπε τίποτα κι έφαγε τις κακοψημένες γαρίδες βγάζοντας αρχαία Γερμανικά επιφωνήματα, για να ευχαριστήσει το σωτήρα του. Ότι δηλαδή ότι φοβόταν να πεθάνει. Απλά δεν του πολυάρεσε η ιδέα να τον βράσουν ζωντανό.
Ο Στέργιος αποφάσισε να μείνει στη κατάψυξη. Έτσι πίστευε πως θα ζήσει περισσότερο. Ήταν ήδη τεσσάρων ετών και οι αστακοί ζουν μέχρι δέκα, το πολύ, χρόνια. Έτσι ο Τάκης αναγκάστηκε να προσαρμόσει δύο τρία από τα μάλλινα πουλόβερ της μαμάς, σκούφο και πέντε ζευγάρια δερμάτινα παπουτσάκια με κρεπ, ειδική παραγγελία. Φυσικά δεν έμενε συνέχεια στη κατάψυξη. Κατά τη διάρκεια της μέρας, του άρεσε να κόβει βόλτες στη γκαρσονιέρα προσπαθώντας, μάταια, να σκαρφαλώσει στα έπιπλα, μέχρι κάποιος να τον λυπηθεί και να τον βοηθήσει. Επίσης του άρεσαν πολύ τα βιβλία. Είχε καταβροχθίσει, στη κυριολεξία, όλη την πράγματι ισχνή βιβλιοθήκη του Τάκη. Διάβαζε και μετά έτρωγε τα βιβλία με τρομακτική ταχύτητα, ο συμπαθής πολύποδας, κι όταν ο Τάκης τον επέπληττε –όχι πως τον ένοιαζε και ιδιαίτερα, έτσι κι αλλιώς τα βιβλία του ήταν κάτι κλασικά Ελληνικά μυθιστορήματα (κληρονομιά της μαμάς), εννοείται αδιάβαστα, που σάπιζαν στη βιβλιοθήκη τα τελευταία, τουλάχιστον, πενήντα χρόνια. Που είχα μείνει; Α ναι. Όταν του έβαζε χέρι λοιπόν, συνήθιζε να διατείνεται πως με αυτό τον τρόπο αφομοιώνει καλύτερα τη γνώση. Πολλές νύχτες, έπαιρνε βιβλία στη κατάψυξη, άφηνε τη πόρτα ανοικτή για να έχει φως και διάβαζε μέχρι νωρίς το πρωί, για να ξυπνήσει αργότερα και να φαει για πρωινό τα διαβασμένα. Εννοείτε πως δεν δανείζαμε με τίποτα βιβλία στον Τάκη. Για να μη σας τα πολυλογώ, ο Στέργιος είναι ένας πολύ, πολύ συμπαθητικός αστακός και όλη η παρέα τον γούσταρε ή τουλάχιστον όλα τα αντρικά μέλη της παρέας. Με τις γυναίκες δεν τα πήγαινε και πολύ καλά, πράγμα φυσικό, αφού εξαιτίας μιας γυναίκας παραλίγο να γίνει βραστός. Γενικά, γίνονταν φοβεροί χαβαλέδες είτε μαζί του, είτε εξαιτίας του.
Με τον Τάκη είχε μια ιδιαίτερη σχέση. Από τότε που γνωρίστηκαν ο Τάκης είχε αλλάξει σε ένα μεγάλο βαθμό τη ζωή του. Στη προηγούμενη ζωή του, ο Τάκης ήταν οδοντοτεχνίτης. Τώρα, το μόνο που θύμιζε την επαγγελματική του σταδιοδρομία ήταν μια μικρή μασέλα που είχε φτιάξει για τον Στέργιο, για να κάνουμε πλάκα σε φίλους. Οι δυο τους, συνήθιζαν να πραγματοποιούν ατελείωτες συζητήσεις –επί παντός επιστητού- και ο Τάκης, ήταν βαθιά εντυπωσιασμένος με τη σοφία του οστρακόδερμου φίλου του. Ήταν θρήσκος –με ένα τρόπο πρωτόγνωρο- πιστός σε μια αρχαία θρησκεία με κεντρικό θεό μια ύπαρξη που έφερε το όνομα ΝΟΤΚ-ΓΑΛΠ. Το ΝΟΤΚ-ΓΑΛΠ ήταν μια ουδέτερη θεότητα, μη προσωποποιημένη κι ο Στέργιος ισχυριζόταν πως λατρευόταν κι από ορισμένους ανθρώπους. Υποστήριζε πως υπάρχει μια υποθαλάσσια κοινωνία προανθρώπων –όπως τους ονόμαζε- που κατείχαν –όπως κι αυτός- μερικά από τα θεμελιακά μυστικά του σύμπαντος. Όταν του ζητούσαμε να μας εξηγήσει, μας κοιτούσε με κατανόηση κι έλεγε πως εάν τα εξηγούσε θα παύανε να είναι μυστικά και θα χάνανε τη σπουδαιότητα τους. Πάντως μας εξήγησε το θρησκευτικό σύστημα ΝΟΤΚ-ΓΑΛΠ. Ήταν αρκετά απλό και πολύπλοκο συγχρόνως, αν δεν μπορούσες να κατανοήσεις την θεμελιώδη αρχή του η οποία περικλειόταν στη φράση “Τίποτα δεν έχει σημασία”. Αυτό σήμαινε πως τίποτε δεν είναι τυχαίο αλλά και πως τίποτε δεν είναι προβλέψιμο. Σήμαινε πως τίποτε δεν χάνεται αλλά σήμαινε επίσης πως υπάρχει αρχή και τέλος. Ήταν μια φιλοσοφία γεμάτη αντιθέσεις σαν Ινδουιστικές θεότητες καλού κακού, άρρηκτα συνδεδεμένες, σε μια αέναη πάλη και εναλλαγή.
Το Φόρτε του Στέργιου ήταν οι υπολογιστές. Ο Τάκης εκείνη τη περίοδο είχε μπει σε ένα τριπ με τους υπολογιστές και σπαταλούσε αρκετή από την -ούτως ή άλλως- ελεύθερη ώρα του, καρφωμένος στην οθόνη, εγκλωβισμένος σε αυτή τη μαλακία που ονομάζουνε διαδίκτυο. Στην αρχή, ο Στέργιος την άραζε δίπλα στο πληκτρολόγιο κοιτώντας με θολά μάτια τις εναλλασσόμενες εικόνες ώσπου κουραζόταν και έτρεχε γρήγορα στη κατάψυξη να φαει κάνα βιβλίο. Αργότερα όμως έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον και ο Τάκης –με μεγάλη του χαρά- του έδειξε δύο τρία βασικά πράγματα για να εντρυφήσει στο δίκτυο. Μέρα με τη μέρα απέκτησε εξαιρετική δεξιότητα. Ανέβαινε στο πληκτρολόγιο –κυριολεκτικά ένας καβαλάρης της κονσόλας- και σε χρόνο μηδέν έδινε εντολές που σε λίγο καιρό έγιναν τόσο επικίνδυνες όσο μια γκόμενα σε κλιμακτήριο. Κατασκεύασε μόνος του ένα πρόγραμμα-θωρηκτό που ονόμασε δικτυοπόντικα. Είχε ένα ενστικτώδη τρόπο να μαντεύει τις λέξεις-κλειδιά που χρησιμοποιούσαν οι διάφοροι χρήστες για να διασφαλίσουν τα πολύτιμα προγράμματα τους, είτε αυτοί ήταν χάκερς, οργανισμοί, κράτη ή τράπεζες. Αυτό το τελευταίο, τον βοήθησε να μεταφέρει περίπου ένα εκατομμύριο δολάρια από ένα Ελβετικό λογαριασμό στον δικό τους που μέχρι τότε είχε 379 δραχμές. Με λίγα λόγια, ο Στέργιος ήταν ένας εξαιρετικά επιδέξιος χρήστης, αν όχι ο επιδεξιότερος. Για τον Στέργιο ο υπολογιστής ήταν ένα ηλίθιο κουτάβι που έκανε ότι του ζητούσες. Παραλές τις δεξιότητες του δεν προσπαθούσε να αποκτήσει υπόσταση μέσω του δικτύου –αν και ήταν πολύ γνωστός στους κύκλους των μυημένων με το όνομα Ποσειδώνας-, ούτε και επιζητούσε δύναμη και χρήματα –τουλάχιστον περισσότερα από όσα χρειάζονταν για να ζουν άνετα-. Δεν ήθελε να κατανοήσει τα νοήματα της ζωής, ούτε και να βιώσει την εικονική πραγματικότητα. Γι αυτόν ήταν απλώς ένα καινούργιο παιχνίδι που αργότερα βαρέθηκε. Την ίδια περίοδο πάντως είχε πέσει με τα μούτρα στο διάβασμα βιβλίων του William Gibson τα γραπτά του οποίου διάβαζε τουλάχιστον πέντε φορές πριν τα καταβροχθίσει.
Πάντως με τα λεφτά που βούτηξαν, εκτός του ότι κατάφεραν να πληρώσουν κάτι τρομερούς λογαριασμούς στον ΟΤΕ, τους έδωσαν τη δυνατότητα να αγοράσουν ένα καινούργιο σπίτι για τον Στέργιο, ένα μεγάλο καταψύκτη κι έτσι λύθηκε μία από τις μεγάλες παρεξηγήσεις που είχαν δημιουργηθεί ανάμεσα τους, όταν ο Τάκης επιχείρησε να βάλει στη κατάψυξη του παλιού ψυγείου ένα παγωμένο χταποδάκι. Ο νέος καταψύκτης είχε φωτιστικό ρυθμιζόμενο από μέσα κι έτσι ο Στέργιος είχε τη δυνατότητα να ξεκοκαλίζει μερικά από τα χιλιάδες βιβλία που είxαν αγοράσει, ακόμα κι όταν ήταν μισοκοιμισμένος. Από την άλλη, Τάκης έλυσε το πρόβλημα του ύπνου του γιατί στο προηγούμενο ψυγείο, ο συμπαθής κατά τα άλλα πολύπους, κοιμόταν με τη πόρτα ανοικτή ροχαλίζοντας με τέτοιο τρόπο που άφηνε ρητά να εννοηθεί ότι υπέφερε από κρεατάκια. Τόσο μεγάλο ήταν το πρόβλημα ύπνου που αντιμετώπιζε ο Τάκης, ώστε ήθελε να τον πάει σε γιατρό για να του τα αφαιρέσει. Ευτυχώς τον έπεισα να μην το κάνει διότι είναι αμφίβολο το αν οι αστακοί έχουν κρεατάκια κι αν έχουν, μάλλον τρώγονται…..







Μου πήρε λιγότερο από πέντε λεπτά να βγω από το σπίτι και να φτάσω στη εξώπορτα της πολυκατοικίας και άλλα δύο μέχρι τη πόρτα του διαμερίσματος. Πήρα δύο λεπτά ρέστα, τα έχωσα στη δεξιά μου τσέπη –μήπως χρειαστούν αργότερα- και κτύπησα το κουδούνι.
Άνοιξε ο Στέργιος μαγκώνοντας το πόμολο με τις δαγκάνες του. Είχε μεγαλώσει από τη τελευταία φορά που τον είδα, θα πρέπει να ήταν τουλάχιστον ογδόντα εκατοστά, χωρίς σε αυτά να υπολογίσουμε τις δαγκάνες και τις κεραίες του. Μόλις με είδε, κούνησε χαρούμενα τις κεραίες του, στάθηκε στο τελευταίο ζευγάρι πόδια και μου έτεινε την δεξιά δαγκάνα. Την έσφιξα, προσεκτικά μη μου κόψει κάνα δάχτυλο από τη χαρά του, και πέρασα μέσα.
Το διαμέρισμα ήταν ανάστατο. Ένας τύπος με μπλε εργατική φόρμα ήταν πεσμένος φαρδύς πλατύς στο πάτωμα. Όπως μου εξήγησε ο Στέργιος είχε χαλάσει ο καταψύκτης και φώναξαν τον μάστορα, που όμως λιποθύμησε με το που μπήκε, γιατί ο Στέργιος –εντελώς αφηρημένος- (αρνείται να θεωρήσει τον εαυτό του αφύσικο), βάλθηκε μόλις τον είδε να του εξηγήσει ποιο ακριβώς ήταν το πρόβλημα. Ο μάστορας είχε ρίξει ένα βλέμμα θα-το-κόψω-το-ρημάδι-το-ποτό και άφησε τον νόμο της βαρύτητας να τον παρκάρει άβολα στο πάτωμα.
Ο Τάκης βγήκε να φωνάξει τον γαμπρό του που μένει στο ισόγειο και είναι γιατρός. Κι ενώ ο Στέργιος μου διαμαρτυρόταν –σε ήπιο τόνο είναι αλήθεια- επειδή τον θεωρούσαν αφύσικο, πρόσεξα πως ο μάστορας είχε αρχίσει να σαλεύει βγάζοντας μικρούς αναστεναγμούς. Παρά τις διαμαρτυρίες του έπεισα τον Στέργιο να κρυφτεί στο μπάνιο κι έτρεξα κοντά του. Εκείνη τη στιγμή μπήκε και ο Τάκης φουριόζος με τον Παναγιώτη.
Μετά από κάμποσες περιττές εξηγήσεις του μάστρο-Κώστα για κάτι που νόμιζε ότι είχε δει και ακούσει, κρυφά γελάκια δικά μας και φαινομενική έκπληξη “μα τι λετε;”, “Σοβαρά;”, “Μα πως είναι δυνατόν;”, έφτιαξε ο άνθρωπος τον καταψύκτη –καμώνοντας πως δεν βλέπει το πορτατίφ, τα πουλοβεράκια και το μικρό στρώμα νερού που είχαμε ξεχάσει μέσα- κι έφυγε αφού πληρώθηκε αδρά για την αληθινά μεγάλη ταλαιπωρία του.
Έφυγε κι ο Παναγιώτης κι απομείναμε οι τρεις μας, καθισμένοι στον πέτσινο καναπέ, εμείς σταυροπόδι καπνίζοντας και ο Στέργιος –καπνίζοντας κι αυτός- καθισμένος με τον μοναδικό του τρόπο (η κοιλιά κάτω, τα πόδια χυμένα σε στάση “είμαι ανάπηρος” ή έστω “ έχω μουδιάσει γάμησε τα”, η ουρά γυρτή να κτυπάει νευρικά το κάθισμα και τις κεραίες να περιφέρονται νωχελικά αναλόγως με το ποιος μιλάει).
Ακολουθούσαμε κατά γράμμα το σχέδιο που είχα συλλάβει στο σπίτι (λέγαμε-καμμιά-μαλακία-να-περάσει-η-ώρα). Μετά από αρκετή ώρα, ο Στέργιος χαμογέλασα ικανοποιημένος πίσω από το μισοκαπνισμένο πούρο που ήταν φυτεμένο στο στόμα του και δήλωσε περιχαρής πως αρχίζουμε να μπαίνουμε στο νόημα και πως σε λίγο καιρό θα ήμασταν έτοιμοι να προσηλυτιστούμε στη λατρεία του ΝΟΤΚ-ΓΑΛΠ. Όχι ότι μας ενθουσίαζε ιδιαίτερα η προοπτική αυτή όμως δεν είπαμε τίποτα γιατί ήταν πολύ χαρούμενος και είχε ήδη κάνει κομματάκια το ένα από τα μαξιλάρια με τις δαγκάνες του.
Συνεχίσαμε να καπνίζουμε και να πίνουμε τον καφέ που επέμενε να φτιάξει ο Στέργιος. Αυτός ο καφές ήταν ιδανικός για να πλύνεις τον πούτσο σου, ιδανικός για να βάψεις τις πόρτες, για να ψοφήσουν τα αγριόχορτα στον λαχανόκηπο –μαζί με τα λαχανικά- και για πολλές άλλες ανάλογες χρήσεις όμως δεν ήταν πόσιμος. Αν υπήρχε κάτι που δεν μπορούσε να κάνει ήταν ένας καφές της προκοπής, αν και ο ίδιος είχε εντελώς διαφορετική άποψη. Θεωρούσε τον εαυτό του εξπέρ του καλού καφέ. Εμείς από διακριτικότητα δεν του λέγαμε τίποτα ελπίζοντας ότι με τον καιρό θα βελτιωθεί η κατάσταση αλλά πλέον είχαμε εγκαταλείψει κάθε ελπίδα. Είχα επιστρατεύσει κάθε ίχνος γευστικής ανοχής που διέθετα πρόχειρα μαζί με όποιες εφεδρείες μπόρεσα να ανακαλέσω με λίγο ενεργό διαλογισμό και κατάφερα –διότι περί κατορθώματος πρόκειται- να πιω δυο τζούρες, συν μία που έφτυσα όταν δεν κοιτούσε.
Ευτυχώς αποφάσιζαν να φάνε κι έτσι βρήκα την ευκαιρία να φύγω χωρίς να υποστώ μέχρι τέλος το γευστικό μαρτύριο. “Δεν θα πιεις τον καφέ σου;” με ρώτησε μόλις σηκώθηκα. “Όχι μωρέ, δεν σας πειράζει να τον πάρω σπίτι, έτσι;”. Αυτό φάνηκε να τον καθησύχασε. “Φυσικά και όχι” μου είπε. Αποφάσισα να τον δουλέψω λιγάκι οπότε του λεω “πάντως, πρέπει οπωσδήποτε να μου δώσεις τη συνταγή”. Ο Τάκης μέσα από τη κουζίνα κράταγε με το ζόρι τα γέλια του. Με κοίταξε με ένα βλέμμα “αυτό δεν μπορεί να γίνει” ή “πρόκειται για φοβερό μυστικό από πάππου εις πάππο” κι έστρεψε τη προσοχή του στον Τάκη που ετοίμαζε το τραπέζι.
Πριν φύγω πρόλαβα να δω πάνω στο τραπέζι δύο σάντουιτς με τυρί σαλάμι και την πλήρη βιβλιογραφία του Tom Robins.








Ανέβηκα γρήγορα τις σκάλες και μπήκα φουριόζος στο σπίτι γιατί το τηλέφωνο κτυπούσε. Ο περίεργος επισκέπτης, Κόμης Μοντεχρήστος, είχε ξυπνήσει νωρίς –παραδόξως- και έκοβε βόλτες στη κουζίνα αλλά δεν φαινόταν διατεθειμένος να το σηκώσει. Μόλις με είδε έτρεξε γρήγορα στο δωμάτιο του. Το σήκωσα.
Ήταν ο Γιώργος. Με τον Γιώργο ήμασταν μαζί στο στρατό και βασικά ήταν ο μόνος από τους συστρατιώτες που διατηρούσα επαφές. Ήταν μέλος μιας προεπαναστατικής οργάνωσης της ΣΕΟΠ (Σοσιαλιστική Επαναστατική Οργάνωση ΠΑΡΤΙ). είxαν μία παράξενη ιδεολογία, ένα μίγμα ζαμανφουτισμού και μαρξισμού. Πίστευαν πως με τη συνεχή διοργάνωση ΠΑΡΤΙ ο κόσμος θα μπει σε ένα τριπ διασκέδασης, θα φορτώσει στον κόκορα τα κοινωνικά καθήκοντα για να περάσει στην πλήρη ελαφρότητα. Πλήρης ελαφρότητα, όπως συνήθιζαν να λένε τα παιδιά στην οργάνωση, είναι ένας λευκός καμβάς που περιμένει να ζωγραφιστεί. Έτσι, συνέχιζαν (ήταν μέρος της κατήχησης τους αυτό) το παιδί των ΠΑΡΤΙ θα είναι έτοιμο να δεχτεί στο καθαρό μυαλό του τα σοσιαλιστικά ιδεώδη και θα μπορεί να γίνει ένας συνειδητός άνθρωπος. Εμένα πάντως όλα αυτά μου φαίνονταν πολύ ρομαντικά και αρκετά Ρουσωικά τότε. Αργότερα άλλαξα γνώμη αλλά "το κάθε πράγμα στον καιρό του"
είxαν τα άτομα συνεργασία με συνεταιρισμούς και προμηθεύονταν κρασί, ούζο, ρακί αλλά και ξενόφερτα ποτά που όμως παράγονταν στην Ελλάδα. Επειδή η κλίμακα των ΠΑΡΤΙ ολοένα κι αυξανόταν –ήταν και γερά ποτήρια- είxαν τη δυνατότητα να απορροφούν ένα μεγάλος μέρος της εγχώριας παραγωγής. Προέτρεπαν του συνεταιρισμούς να στρέψουν τη προσοχή τους –αντίθετα με τις οδηγίες της Κοινότητας- σε οινοπνευματώδη. Τους εξασφάλιζαν την απορρόφηση μιας μίνιμουμ ποσότητας παραγωγής κι έτσι τους έδιναν τη δυνατότητα να ασχοληθούν με την παραγωγή προϊόντων που γνώριζαν πολύ καλά, έχοντας σίγουρη τη διάθεση εκ των προτέρων. Προέτρεπαν τους συνεταιρισμούς να επεκταθούν καθετοποιώντας της διαδικασία από τη παραγωγή μέχρι και τη διάθεση στήνοντας αποστακτήρες και εμφιαλωτήρια για κάθε λογής ποτά. Εννοείται βέβαια πως όλα αυτά είxαν ως άμεσο αποτέλεσμα την ισχυροποίηση των συνεταιρισμός που πλέον λειτουργούσαν σαν μεγάλες επιχειρήσεις με λειτουργίες όχι μόνο σε επίπεδο παραγωγής αλλά και με πιστωτικές, πολιτισμικές κ.λπ.
Εντωμεταξύ, οι μεγαλοκαπιταλιστές των κρασοβιομηχανιών είχαν έρθει σε απόγνωση. Δεν είxαν πρώτη ύλη για τα ξύδια του και η παραγωγή παρέμενε στάσιμη. Οι μηχανές υποαπασχολούνταν, οι εργαζόμενοι είxαν αρχίσει απεργίες για τις αναγκαστικές περικοπές και γενικά ήταν έτοιμοι να βαρέσουν κανόνι. Δεν μπορούσαν καλά καλά να καλύψουν τις εξαγωγές. Τα παιδιά στην οργάνωση πίστευαν ότι οι συνεταιρισμοί θα ήταν σε λίγο σε θέση να εξαγοράσουν τις βιομηχανίες οινοπνευματωδών με καλούς διακανονισμούς και ίσως με λίγη βοήθεια από τις κρατικές τράπεζες που -άθελα τους- θα έπαιζαν το παιχνίδι της διοργάνωσης.
Όπως είναι φυσικό, όλη αυτή η κατάσταση είχε δημιουργήσει ένα πολύ θετικό κλίμα για την οργάνωση στην ύπαιθρο και πολλοί αγρότες είxαν γίνει ήδη μέλη και ακόμα και αυτοί που δεν είxαν γίνει έβλεπαν με καλό μάτι την επέμβαση των παιδιών. Η ΣΕΟΠ, εκείνη τη περίοδο, ήταν πολύ πιο ισχυρή στην επαρχία από ότι στα αστικά κέντρα και αυτό είναι ένα από τα παράδοξα γιατί μέχρι τότε λεγόταν διάφορα για τους αγρότες ότι δηλαδή είναι συντηρητικοί, οπισθοδρομικοί, φοβούνταν την αλλαγή και άλλα. Τελικά αποδείχτηκε ότι οι αγρότες ήταν δεκτικοί σε οτιδήποτε καινούργιο μπορούσε να βελτιώσει την κατάσταση τους και όπως φάνηκε από τα νέα ήθη που είχαν επικρατήσει, δεν ήταν καθόλου μα καθόλου συντηρητικοί.
Μόλις εξαγοράζονταν οι κρασοβιομηχανίες και οι άλλες επιχειρήσεις του κλάδου, θα χρειάζονταν εργατικό δυναμικό. Δεν χρειαζόταν να ψάξουν και πολύ μακριά. Το υπάρχων εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό των επιχειρήσεων θα στελέχωνε τα εργοστάσια και υπό τη διεύθυνση των συνεταιρισμών. Η καινοτομία βρίσκονταν όμως στη σταδιακή εγγραφή όλων των εργατών στους συνεταιρισμούς που θα αποτελούσαν “τη ράγα πάνω στην οποία θα κυλούσε το τραίνο της επανάστασης” (έκφραση ΣΕΟΠ). Σταδιακά οι εργάτες θα αποκτούσαν ίσα δικαιώματα στους συνεταιρισμούς. Μιλάμε για επιχειρήσεις στα χέρια των εργαζομένων. Η οργάνωση θα αποκτούσε νέα μέλη και θα ισχυροποιούταν περαιτέρω.
Από την άλλη, με όλη αυτή τη δραστηριότητα και τα ΠΑΡΤΙ –σου λεω στην επαρχία γινόταν της πουτάνας, κάθε μέρα Πάρτι- τονωνόταν η περιφερειακή οικονομία που είναι ένας αξιόλογος μοχλός ανάπτυξης, αν όχι ο σπουδαιότερος. Το μαράζι δεκάδων κυβερνήσεων είχε γίνει επιτέλους πραγματικότητα από την οργάνωση. Ο πληθυσμός για πρώτη φορά στην ιστορία της νεώτερης Ελλάδας παρουσίαζε σημαντικές τάσεις μετακίνησης προς την ύπαιθρο όπου υπήρχαν δουλειές και -πλέον -δυνατότητες για έντονη κοινωνική ζωή. Οι νέοι έμεναν στον τόπο τους και δεν υπήρχε καμία διάθεση για μετακίνησης προς τα τελματωμένα αστικά κέντρα. Τα πρότυπα ζωής άλλαζαν. Τα αστικά κέντρα άρχισαν να αποσυμφορούνται. Η ανεργία μειώθηκε και το ΑΕΠ είχε έντονες αυξητικές τάσεις που προκλήθηκαν από την αυξημένη παραγωγική προσφορά της υπαίθρου. Η ισορροπημένη ανάπτυξη των παραγωγικών τομέων είχε γίνει πραγματικότητα.
Και δεν ήταν μόνο αυτά. Η διαδικασία αυτή είχε και ορισμένα πολύ σημαντικά επιφαινόμενα. Τα κέντρα διασκέδασης που μας έπιναν το αίμα με το μπουρί της σόμπας και που κατά καιρούς μας επέβαλαν σε διάφορους εξευτελισμούς, βάραγαν μύγες. Τους είχε φύγει η ψυχή, σου λεω. Η ΣΕΟΠ είχε τη δυνατότητα να τα κλείσει τα μπουρδέλα τους και να τα μετατρέψει σε μανάβικα. Όπου να `ταν, θα βάραγαν κανόνι. Ξέρεις τι σημαίνει να ελέγχεις τη διασκέδαση, ειδικά στην Ελλάδα; Είναι σαν να αναλαμβάνεις την πολιτισμική καθοδήγηση ενός ολόκληρου λαού. Που θα πάει, τι θα ακούσει, πως θα φέρεται κ.λπ. Η τηλεόραση δε, πήγαινε για φασόλια καθώς ο κόσμος είχε τη δυνατότητα για πραγματική και φθηνή διασκέδαση. Άλλωστε τα παιδιά είxαν το δικό τους κανάλι και ευελπιστούσαν ότι σε λίγο καιρό θα ήταν οι κυρίαρχοι και σε αυτόν τον τομέα. Η οργάνωση αποκτούσε τρομακτική δύναμη. Σε λίγο θα είχε τη δυνατότητα να διεκδικήσει –και γιατί Ότι- να πάρει την εξουσία. Τώρα το τι θα την έκανε είναι μια άλλη ιστορία.
«Έλα ρε Γιώργο. Που είσαι ρε φίλε;. Χάθηκες. Τι έγινε, παίζει κάνα ΠΑΡΤΙ;».
Τελικά γινόταν όντως ΠΑΡΤΙ και μάλιστα την ίδια εκείνη νύχτα, στο Γκάζι το παλιό εργοστάσιο στο κέντρο της πόλης. Μιλάμε για καταπληκτικό χώρο. χωράει πάνω από δέκα χιλιάδες άτομα τρελαμένα για χώρο και ξύδια.
«Και από μουσική, ποιος θα παίξει μουσική; Ότι τίποτε άλλο μη μας ξενερώσουν τίποτα μαλάκες με σκυλάδικα; ( η οργάνωση δεν επέβαλε τη μουσική και έτσι γίνονταν με μουσική για όλα τα γούστα) “Τι εμείς;”, “εγώ κι εσύ;”, “γουστάρω, θα του γαμήσουμε τη μάνα απόψε. Μάγκα μου, μιλάμε για πολύ ροκ εν ρολ ΠΑΡΤΙ, άγριες καταστάσεις" ΟΚ».
Αφού κανονίσαμε τις λεπτομέρειες επισκέφτηκα το ψιλικατζίδικο που βρίσκεται ακριβώς κάτω από το σπίτι (τι τρομερή ευκολία!) και αγόρασα ένα μεγάλο μπουκάλι κρασί (Ε τι, έτσι θα σκάσω στο ΠΑΡΤΙ, ξενέρωτος; Δεν επιτρέπεται) και άρχισα τα τηλέφωνα.
Έτσι γίνονταν τα ΠΑΡΤΙ της οργάνωσης, μαθαίνονταν από στόμα σε στόμα. Τα παιδιά δεν χρησιμοποιούσαν καθόλου τα ΓΜΜΕ (γαμημένα μέσα μαζικής ενημέρωσης). είxαν βέβαια μια εφημερίδα, αλλά ποιος τη διάβαζε" Τηλεφωνάκια φίλε μου, τηλεφωνάκια. ΤΙΜΗΜΕΝΕ ΓΚΡΑΧΑΜ ΜΠΕΛ. Αυτό ήταν, μάζεψα, το λιγότερο, καμία τριανταριά κολητούς. Ώσπου να φτάσει η ώρα Είχα ρουφήξει και το κρασί και ήμουν τζαμάτος, πήγαινα δεν πήγαινα. Δεν ρώτησα τον Κόμη Μοντεχρήστο αν ήθελε να έρθει γιατί δεν τον εξέφραζαν τέτοιου είδους διασκεδάσεις. Μόνο στα ΠΑΡΤΙ στο σπίτι –αναγκαστικά- παρευρισκόταν και μπορώ να πω ότι, παρόλο που δεν το είχαμε συζητήσει, θα πρέπει να ήταν οι πιο εφιαλτικές στιγμές της ζωής του.









Το ταξί σταμάτησε στη Χαμοστέρνας. Κουβαλούσα εκατό από τα καλύτερα δισκάκια μου σε μια πρόχειρη κούτα. Άνοιξα και κάθισα δίπλα στον Γιώργο.
Ο ταρίφας μας άφησε στη Πειραιώς, κοντά στην είσοδο του παλιού δολοφόνου των Πετραλώνων. Μπήκαμε στο εργοστάσιο. Πάνω από πεντακόσιες μηχανές ήταν αραγμένες στη περίβολο. Κόσμος πολύς, άλλοι σε πηγαδάκια, άλλοι πηγαινοέρχοναν με προσμονή. Φάτσες ήρεμες, γελαστές, ξέγνοιαστες. Μια μπύρα ή ένα ποτήρι σε κάθε χέρι. Ιδανικές συνθήκες για Ροκ εν Ρολ.
Το ΠΑΡΤΙ ξεκίνησε χαλαρά, με Αγγλική ποπ. Ο κόσμος είχε πιάσει τις γωνίες και έριχνε φευγαλέες ματιές στα πλατό. είxαν πιάσει ψιλοκουβέντα και ρουφούσαν το ένα ποτήρι μετά το άλλο, δόξα νά ‘χουν οι συνεταιρισμοί. Στις δώδεκα είxαν ήδη τσακίσει είκοσι βαρέλια κρασί και δύο βότκα. Ο κόσμος εξακολουθούσε να πληθαίνει γεμίζοντας όλους τους κενούς χώρους. Ο Γιώργος έκανε πρώτος πρόγραμμα κι έτσι Είχα τη δυνατότητα να περιφέρομαι –χωρίς ακόμα να παραφέρομαι- να κόβω καταστάσεις και να κοζάρω τα πιπίνια που είχαν ντυθεί με τα πιο καυλιάρικα ρούχα. Είχα σαλτάρει τελείως, τα παπούτσια τους γαμούσαν κι έδερναν.
Σε λίγο ήρθαν και τα παιδιά. Την είχαμε πέσει σε μια άκρη και γελούσαμε με κάτι περίεργες φάτσες που σκάσανε ξεκάρφωτα. Μιλούσαμε, ψιθυρίζαμε, κουνιόμασταν στον ρυθμό της μουσικής και τα κρασιά μας χύνονταν στο πάτωμα, που είχε ήδη γίνει υγρό και κολλώδες. Τα ποτά, δόξα νά ‘χουν οι συνεταιρισμοί, ήταν φθηνά και με ελάχιστα φράγκα έπινες όσο άντεχες. Φαντάσου ότι ο παραγωγός πούλαγε τότε το καλύτερο κρασί τριακόσια φράγκα το λίτρο.
Στις δώδεκα και μισή ανέβηκα στα πλατά (που έλεγε και ο πως-τον-λένε). Ξεκίνησα με Smashing Pumpkins. Από κάτω αναβρασμός. Κάποιοι άρχισαν να ψιλοχορεύουν δίνοντας τα πρώτα δείγματα γι αυτό που επρόκειτο να επακολουθήσει. Όταν έπεσαν οι Silverchair έγινε ο χαμός! Το ΠΑΡΤΙ είχε απογειωθεί. Εγώ ήμουν λιώμα και μόλις και μετά βίας συγκρατιόμουν να μην ξεράσω πάνω στα πολύτιμα βινίλια της συλλογής μου. Μόλις μπορούσα να διακρίνω τους τίτλους των τραγουδιών που ήθελα να παίξω. Τα ακουστικά ήταν, ως συνήθως, χαλασμένα και τα λάθη μου αρκετά αλλά είχα ανοίξει επικοινωνία με το κοινό. Κανένας δεν φάνηκε να ενοχλείται.
Έπινα το όγδοο νεροπότηρο και στα ηχεία ακούγονταν οι Green day. Ο Γιώργος είχε πάρει επιτέλους τη θέση μου κι εγώ καθόμουν μισοσαστισμένος-μισολιώμα μπροστά από το ηχείο. Μια γκομενίτσα μικρή και λαχταριστή με πλησίασε και με ρώτησε αν-μπορούσαμε-να-βάλουμε-ένα-κομμάτι. “Εντάξει” της είπα, “αν με φιλήσεις”. Με φίλησε. Το πιο όμορφο φιλί που μου έχουν χαρίσει. Ώσπου να γυρίσω στον Γιώργο να του πω για το κομμάτι είχε φύγει.
Το ΠΑΡΤΙ συνεχιζόταν και το αλκοόλ έρεε άφθονο. Στη πλατεία είχε στηθεί ένα ξέφρενο πανηγύρι. Ο Γιώργος έδινε ρέστα με τους Dog eat dog. Τα παιδιά από κάτω είxαν αφηνιάσει. Αυτοί είναι οι δικοί μας άνθρωποι. Κατέβηκα στη πλατεία και συγχρωτίστηκα με τον κόσμο. άρχισα να πηδάω πάνω κάτω, άνω κάτω, κάτω, πιο κάτω. Ο ιδρώτας έκανε τα σώματα μας να γυαλίζουν. Πιανόμασταν και χοροπηδούσαμε όλοι μαζί μέχρι να σωριαστούμε στο πάτωμα ή να χαθούμε σε μια άλλη παρέα. Θυμάμαι τον εαυτό μου να φιλιέται με άγνωστες γυναίκες, έπειτα χορός, κρασί και πάλι χορός, ξέφρενο σεξ στις τουαλέτες, χορός, κρασί κι άλλο κρασί......
Με φώναξαν να συνεχίσω το πρόγραμμα. Συγκρατούσα τα πόδια μου μην αρχίσουν και παίζουν κλακέτες. Κατάφερα να μην σωριαστώ στο βρεγμένο πάτωμα. Έφτασα στη τουαλέτα. Έβγαλα τον πούτσο μου να κατουρήσω και κάποια το πήρε στο στόμα της. Κατούρησα.
Έριξα λίγο νερό στο πρόσωπο και συνήλθα. Κάπως.
Το πρώτο κομμάτι ήταν το Vietnow από τους Rage against the machine. Δεν έμεινε τίποτα όρθιο. Δεν χόρευαν πια, δεν μπορούσαν. είxαν ξαπλώσει όλοι κάτω και παραληρούσαν σαν να είxαν πάθει κρίση επιληψίας. Μερικοί μάλλον είxαν πάθει. Πως θα ήθελα να βρισκόμουν μαζί τους. Άντ’’ αυτού κοπάναγα το κεφάλι μου στο τραπέζι και η βελόνα έκοβε βόλτες στο βινίλιο. Επέδειξα ψυχραιμία και την έβαλα στη θέση της. Κάτω άρχισαν να γδύνονται. Κουβάδες με δροσιστικό νερό έπεφταν σωρηδόν.
Έπινα το δέκατοτέταρτο νεροπότηρο (με ένα ποτηράκι γίνομαι λιώμα, δεν θυμάμαι αν είναι το δέκατοτέταρτο ή το δέκατοπέμπτο). Το κεφάλι μου άρχισε να χορεύει τον χορό των επτά πέπλων. Τα μυαλά μου ήταν πνιγμένα στο κρασί και μόνο ένας μικρός φεγγίτης στη κορφή, μια νησίδα σε ένα ωκεανό αλκοόλ, με κρατούσε όρθιο.
Ειλικρινά δεν ξέρω πως κατάφερα να τελειώσω το πρόγραμμα μου. Ο δίσκος των Rage (μαζί με πολλούς ακόμα όπως διαπίστωσα την άλλη μέρα) ήταν σε άθλια κατάσταση. Αλώβητος, κατά τα άλλα, προχώρησα αφήνοντας ένα Γιώργο σε ημιάθλια κατάσταση να συνεχίσει μέχρι το τέλος. Κάπου μες τον πανικό –τον δικό μου και τον γενικό- κατάφερα να ανακαλύψω τα παιδιά. Ο Τάκης κοιμότανε στο πάτωμα. Απάνω του χόρευαν δύο μικροσκοπικές γιαπωνεζούλες που είδαν φως και μπήκαν. Ο Κώστας κοιμόταν κι αυτός, όρθιος. Ο Νίκος χοροπηδούσε (ντούρασελ) πάνω σε πεσμένα σώματα γνωστών κι αγνώστων. Άκουσα την εισαγωγή του You shook me all night long. Πήδηξα στο κέντρο της πίστας κι άρχισα τον ξέφρενο αφρικανικό χορό μου υπό τους ήχους των ACDC. Έπεσα κάτω. Ξανασηκώθηκα μα δεν μπορούσα πλέον να κουνήσω τα πόδια μου. Ακούμπησα λαχανιασμένος σε μία κολώνα που βρήκα πρόχειρη (από μηχανής θεός). Πρώτα είδα τα παπούτσια της, δύο μικροσκοπικά μαύρα μποτίνια. Σήκωσα το κεφάλι αργά. Δικτυωτές κάλτσες, ζαρτιέρες, κοντή καυλιάρικη φουστίτσα κι ένα μαύρο μπουστάκι που άφηνε να διαγράφονται καθαρά δύο θεσπέσιοι λοφίσκοι. μέχρι εκεί μπορούσα να σηκώσω το κεφάλι μου. Το άφησα να ξαναπέσει. Στάθηκε κοντά, πέρασε το χέρι μου γύρω από τη μέση της και με φίλησε. έχωσα το άλλο χέρι μου κάτω από τη φούστα για να διαπιστώσω πως είτε είχε καυλώσει αγρίως, είτε κάποιοι την είχαν γαμήσει πρόσφατα. Μάλλον το δεύτερο. Μου έχωσε ένα ποτήρι με άγνωστο περιεχόμενο στο χέρι. Από τη μέση εκείνου του μοιραίου ποτηριού (τελικά είναι το δέκατο πέμπτο), ειλικρινά δεν θυμάμαι τίποτα. έχω την αίσθηση πως γυρίσαμε μαζί σπίτι και κοιμηθήκαμε εκεί. Πάντως το πρωί ήμουν μόνος στο κρεβάτι.
Ήπιαμε 182 βαρέλια κρασί και 35 βότκα εκείνη τη νύχτα, χωρίς να υπολογίσουμε τις χιλιάδες μπύρες και τα άλλα ποτά. Πουλήθηκαν 3453 κουτάκια προφυλακτικά, 132 μαστίγια, 87 χειροπέδες κι ένα δονητής μεσαίου μεγέθους με μπαταρίες (τον οποίο αγόρασε η Δήμητρα).
Δεν πέθανε κανείς, τουλάχιστον από αυτούς που θα τους αναζητούσαν και γενικά ήταν ένα πολύ καλό Πάρτι.
Περίπου το 40% κοιμήθηκε επί τόπου –στον χώρο μέσα ή γύρω από το Γκάζι. Άλλο ένα 40% περιπλανιόταν μέχρι και τρεις μέρες ωσότου συνειδητοποιήσει που ήθελε να πάει και μόνο ένα 20% του κόσμου προσγειώθηκε στο κρεβάτι του το ίδιο εκείνο πρωί.














“ΟΝΕΙΡΟ”
Ήμουν λέει σε ένα δωμάτιο όταν φάνηκες με πράγματα στα χέρια. Έκπληκτος, έτρεξα να σε προϋπαντήσω και αγκαλιαστήκαμε, όπως ποτέ δεν έχουμε κάνει, ούτε καν σαν φίλοι. Γλίστρησα τη γλώσσα μου στο σώμα σου. Ανταποκρίθηκες μωρό μου κι ένιωσα τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια μου. Ήμουν κρεμασμένος στα χείλη σου, με μάτια ορθάνοικτα, για να μην χάσω ούτε μια έκφραση του λατρεμένου προσώπου. Μέναμε στο ίδιο δωμάτιο και κάναμε έρωτα μέρα και νύχτα. Μου άρεσε να σε κοιτώ, εσύ να κοιτάς αλλού αν και ξέρεις πως σε παρατηρώ, μέχρι να γυρίσεις και να με αφήσεις επιτέλους να χαθώ στην όαση των ματιών σου, να αυτομολήσω στον κόσμο του μυστηρίου, στο βασίλειο του παράξενου, της Ηράκλειας δύναμης δύο φανών που λαμπερά διαπερνούν τις αισθήσεις μου. χάνομαι σε κύματα δύναμης, η ενέργεια λιώνει τις ικανότητες κι εγώ, ο στρατιώτης, ο ατρόμητος πολεμιστής των “πρέπει”, ΠΡΕΠΕΙ να κρυφτώ στην αγκαλιά σου, να με σφίξεις δυνατά, να ακούσω την καρδιά σου να κτυπά εντονότερα, να βρεθώ μέσα σου, ατενίζοντας τις πύλες του ορμέφυτου παραδείσου της επιθυμίας.

0 Comments:

Post a Comment