Δευτέρα, Απριλίου 16, 2007

ΒΡΟΥΚΟΛΑΚΕΣ

Οι Βρουκόλακες
Σύμφωνα με την Ελληνική παράδοση, ο Βρουκόλακας, δεν πίνει αίμα, δεν μετατρέπεται σε νυκτερίδα και δεν μεταφέρει τις ιδιότητες του με το δάγκωμα σε άλλους ανθρώπους. Ο Έλληνας βρουκόλακας είναι ένας άνθρωπος του οποίου το πτώμα δεν έχει λιώσει και δεν έχει λιώσει διότι προφανώς ο θεός δεν τον θέλει ούτε στον παράδεισο ούτε στην κόλαση. Το ξέθαμα του πτώματος τρία χρόνια μετά τον θάνατο που συνοδεύεται από το πλύσιμο των οστών, οριστικοποιεί τον θάνατο του ανθρώπου γιατί τότε και μόνο τότε, οι συγγενείς του μπορούν να είναι σίγουροι ότι ο άνθρωπος τους έχει όντως περάσει στην βασιλεία των ουρανών και δεν έχει μετατραπεί σε ανίερο βρουκόλακα. Ο μύθος που συνόδευε τον «αφορισμό» που κάνουν οι ιερείς (ότι δηλαδή τα πτώματα δεν λιώνουν όταν ο άνθρωπος έχει αφοριστεί) έλκει τις ρίζες του σε αυτή ακριβώς τη παράδοση. Όμως, δεν είναι σαφές γιατί κάποιος γίνεται βρουκόλακας. Πολλές παραδόσεις θέλουν οι βρουκόλακες να είναι άνθρωποι ανίεροι, βαρυμένοι με πολλές αμαρτίες από την πραγματική τους ζωή αν και, αν ανατρέξει κανείς στις αφηγήσεις, φαίνεται ότι οποιοσδήποτε μπορούσε να γίνει βρουκόλακας.
Πέρα όμως από τις «κλασικές» αφηγήσεις, σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδος, η τοπική παράδοση θέλει τον βρουκόλακα περισσότερο ακραίο και πολλές φορές ανατριχιαστικό, όπως στο μικρό νησί του Αιγαίου στο οποίο εκτυλίσσεται η ιστορία που ακολουθεί. Το κείμενο αυτό έπεσε στα χέρια μου σαν ένα μάτσο παλιόχαρτα που μου πέρασε ένας καταρρακωμένος τρόφιμος γνωστού Αθηναϊκού ψυχιατρείου, όταν είχα πάει να επισκεφτώ ένα φίλο μου που νοσηλευόταν εκεί. Μετά από αυτό το περιστατικό και αφού διάβασα και εξωράισα όπως μπορούσα τις πρόχειρες σημειώσεις μου κινήθηκε το ενδιαφέρον και την επόμενη φορά που επισκέφτηκα τον φίλο μου, έψαξα και βρήκα αυτόν τον άνθρωπο. Δεν είπαμε πολλά, αλλά μου έδωσε να καταλάβω ότι ήθελε να δημοσιεύσω το κείμενο και αυτό κάνω. Λόγω της φύσης των γεγονότων δεν χρησιμοποιήθηκαν τα πραγματικά ονόματα όσων συμμετείχαν σε αυτή την ιστορία, ούτε προδίδεται η τοποθεσία που εκτυλίσσεται.

Εκείνο τον χειμώνα είχα κατορθώσει το ακατόρθωτο, να είμαι άνεργος χωρίς να είμαι άφραγκος. Από τις 1.000.000 δραχμές του βραβείου για τον καλύτερο νέο συγγραφέα οι 800.000 αναπαύονταν στον τραπεζικό μου λογαριασμό ενώ ο νεαρός φίλος που μου δάνεισε το όνομα του κόστισε μόνο 200.000. Σύντομα το σύνολο του ποσού θα κατατίθονταν στα διάφορα δισκάδικα και στα μπαρ που στέγαζαν τις χειμερινές μου εξόδους. Η ευκαιρία που μου έδωσε ο Κώστας να ξεφύγουμε με ένα σύντομο ταξιδάκι στο νησί του παππού του ήταν ιδανική. Ο Κώστας ήταν αυτό που λέγαμε παλιοροκάς, μετρίου αναστήματος, αδύνατος, γύρω στα σαράντα με μακριά γκρίζα μαλλιά. Φορούσε γυαλιά με χοντρό κοκάλινο σκελετό και ντυνόταν σαν Αμερικάνος που έλειπε καμιά σαρανταριά χρόνια στο διάστημα. Είχαμε γνωριστεί στην Αντίπαρο όπου κάναμε διακοπές το καλοκαίρι του 2001. Εκεί είχα γνωρίσει και τα υπόλοιπα μέλη της παρέας που θα μας συνόδευε στο ταξίδι, την Σοφία και τον Τρύφωνα. Η Σοφία μου άρεσε από τη πρώτη στιγμή που την γνώρισα αλλά, παρότι συναντηθήκαμε μερικές φορές στην Αθήνα, δεν είχα καταφέρει να την .. ρίξω στο κρεβάτι. Η μύτη της ήταν υπέροχη, ίσια και σουβλερή, σαν αρχαίας θεάς της Κνωσού. Καστανά ζεστά μάτια και υπέροχο γυμνασμένο σώμα. Το τέταρτο μέλος της συντροφιάς, ο Τρύφωνας, ήταν ένας αφασιακός τύπος πάντα στον κόσμο του, πάντα φορώντας φαρδιά κοτλέ παντελόνια, στενά ψυχεδελικά φανελάκια και χοντροκομμένες παππουτσάρες (Σημ: συγ: αυτές που όλοι οι νέοι φοράνε σήμερα επειδή βαριούνται να δένουν τα κορδόνια τους ή επειδή απλά δεν ξέρουν να τα δένουν).
Το πρωί του ταξιδιού ο ουρανός ήταν σκεπασμένος με γκρίζα σύννεφα. Έκανε τσουχτερό κρύο. Φορούσα σκούφο, στρατιωτικές αρβύλες, τζιν παντελόνι και το μπουφάν που μου δάνεισε ο Τάκης πριν από 4-5 χρόνια. Συναντηθήκαμε στο σταθμό του Πειραιά και αφού ανταλλάξαμε μερικά πειράγματα και κοινοτυπίες για το πόσο κρύο έκανε, περάσαμε τη λεωφόρο και μπήκαμε στο πλοίο που ήταν δεμένο ακριβώς απέναντι από τον σταθμό του ηλεκτρικού. Για κατάστρωμα δεν γινόταν ούτε λόγος, έτσι πιάσαμε με τα μπαγκάζια μας μια σειρά καθίσματα στην τουριστική και καθίσαμε στο κυλικείο όπου επιτρεπόταν το κάπνισμα. Τα αεροπορικά καθίσματα δεν χρειάστηκαν διόλου, η προνοητικότατη Σοφία είχε κουβαλήσει δύο τράπουλες μαζί της και το στρώσαμε στην μπιρίμπα. Είχα την εντύπωση ότι τις δύο τράπουλες θα αποδεικνύονταν ιδιαίτερα χρήσιμες και στο νησί, ειδικά σε περίπτωση που η Σοφία δεν ενέδιδε στο φλερτάρισμα μου.
Παίξαμε μπιρίμπα μέχρι που τα μεγάφωνα φώναξαν ότι φτάνουμε στη Κ. Το πλοίο αποτελείωσε τις τελευταίες μανούβρες και πλησίασε την αποβάθρα του δύσβατου λιμανιού. Περιμέναμε στο γκαράζ να ανοίξουν οι μπουκαπόρτες εμείς και πέντε έξι επιβάτες ιδιαίτερα μεγάλης ηλικίας. Μια γκρίζα γραμμή ουρανού έκανε την εμφάνιση της. Ο καιρός δεν ήταν διόλου καλύτερος από ότι στην Αθήνα. Βγήκαμε στην έρημη αποβάθρα και προχωρήσαμε προς το σπίτι ακολουθώντας τον Κώστα. Προσπεράσαμε την μεγάλη εκκλησία, το δημαρχείο, πολλές σφαλιστές πόρτες και κάμποσους υπερήλικες που απέστρεφαν το βλέμμα του όταν αναγνώριζαν τον φίλο μας. Συμπέρανα ότι δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στο νησί.
Μια απότομη σκάλα οδηγούσε στο σπίτι που ήταν δίπατο. Στη βάση της υπήρχε ένας στάβλος γεμάτος άχυρα, αλλά δεν είδαμε κανένα ζώο μέσα. Ο Κώστας είπε ότι κανονικά δεν επιτρέπονταν τα ζώα μέσα στο χωριό αλλά τον χειμώνα χαλάρωναν οι κανόνες και όλο και κάποιος έφερνε κοντά στο σπίτι το οικόσιτο του, κυρίως τα μόνοπλα. Το σπίτι ήταν δίπατο, στερεωμένο θαρρείς στους πρόποδες ενός λοφίσκου, δύο δρόμους μακριά από την αποβάθρα. Μαζί με άλλα παρόμοια σπίτια, ακολουθώντας την φυσική άνοδο του εδάφους σχημάτιζαν ένα λόφο από σπίτια. Στη κορυφή του λόφου δέσποζε ένα παλιό, ερειπωμένο αρχοντικό.
Τα 2/3 του κάτω σπιτιού αποτελούνταν από μία μεγάλη κάμαρα με τέσσερα κρεβάτια και ένα τραπέζι στην μέση, ενώ ένα παραδοσιακό βόλτο οδηγούσε στο υπόλοιπο 1/3 που ήταν η κουζίνα. Μύριζε έντονα, κλεισούρα και μούστο. Το κρασί ψηνόταν στο κελάρι που βρισκόταν ακριβώς κάτω από το πάτωμα. Μία καταπακτή οδηγούσε σε αυτό. Η τουαλέτα βρίσκονταν στην αυλή, δίπλα σε μία σκάλα που κατέληγε στον πάνω όροφο του σπιτιού που αποτελούνταν από δύο μικρά υπνοδωμάτια. Καθώς στον επάνω όροφο δεν υπήρχε καθόλου θέρμανση. Προτιμήσαμε τα κρεβάτια του κάτω ορόφου που θερμαινόταν από μια ξυλόσομπα που περίμενε να την παραγεμίσουμε με ξύλα. Δυστυχώς έκανε πολύ κρύο για να αερίσουμε το σπίτι, αλλά σε λίγη ώρα είχαμε σχεδόν συνηθίσει την πολύ έντονη μυρωδιά που έγινε ακόμα χειρότερη καθώς ανοίξαμε τη καταπακτή για να δοκιμάσουμε το φετινό κρασί. Δεν τόλμησα να ακολουθήσω τον Κώστα στο κελάρι, ήταν πολύ σκοτεινό για τα γούστα μου. Ήπιαμε μια πήλινη κανάτα κρασί πριν κάνουμε οτιδήποτε άλλο και έπειτα διαλέξαμε κρεβάτια.
Αφήσαμε στη Σοφία και τον Τρύφωνα τα κρεβάτια κοντά στη σόμπα και εγώ με τον Κώστα πήραμε τα κρεβάτια που βρίσκονταν κοντύτερα στην πόρτα. Η Σοφία ανέλαβε να μαγειρέψει με τη βοήθεια του Τρύφωνα. Ευτυχώς στα ντουλάπια του σπιτιού είχαν αφήσει ένα σωρό τροφές από το καλοκαίρι. Εγώ θα συνόδευα τον Κώστα σε μία επίσκεψη στον θείο του που έμενε πολύ κοντά για το «Καλώς σας βρήκαμε» και κυρίως για να δανειστούμε μερικά ξύλα.
Ο θείος Βασίλης και η θεία Ειρήνη μας καλοδέχτηκαν και αφού έκαναν μερικές ερωτήσεις για την υγεία των γονέων του Κώστα και μερικά ειρωνικά σχόλια για την επαγγελματική του κατάσταση, μας κέρασαν ζεστό ρακόμελο που έφτιαξε εκείνη τη στιγμή η θεία. Το σπίτι του θείου έμοιαζε κάπως με το σπίτι του Κώστα, αν και πιο μικρό. Η μικρή κουζίνα στην οποία καθόμασταν ήταν το δωμάτιο υποδοχής. Μια μικρή καμάρα χώριζε μια υπερυψωμένη κρεβατοκάμαρα από τη κουζίνα ενώ δεξιά μια πόρτα που φαινόταν πιο μοντέρνας εποχής οδηγούσε σε ένα μεγάλο δωμάτιο με κρεβάτια και ένα μεγάλο τραπέζι. Η τουαλέτα ήταν μέσα στο σπίτι στη δεξιά μεριά του μεγάλου δωματίου, που κάποτε πρέπει να ήταν αυλή που έγινε δωμάτιο λόγω των αυξανομένων αναγκών της οικογένειας του θείου. Τα παιδιά όμως μετακόμισαν, άλλος στην Αθήνα, άλλος στο μεγάλο νησί και έτσι ο θείος και η θεία απόμειναν ολομόναχοι στο χωριό περιμένοντας τον ερχομό του καλοκαιριού, τις φωνές των παιδιών και των εγγονών. Ρώτησα τον κυρ-Βασίλη πόσους κατοίκους έχει το χωριό και εκείνος μου είπε ότι ένα πρωί που δεν είχε ύπνο κάθισε και τους μέτρησε από την Ταβέρνα του Λ. μέχρι τα τελευταία σπίτια στην άλλη μεριά του λόφου και του βγήκανε 360, αλλά μου επισήμανε ότι μπορεί να του ξέφυγαν και κάνας δυο.
Μια ωρίτσα αργότερα, εγκαταλείψαμε το σπίτι ζαβλακωμένοι από το ρακόμελο. Παρότι επέμεναν να φωνάξουμε και τους άλλους να μας φιλέψουν δεν θέλαμε να βάλουμε τους ανθρώπους σε κόπο παρά την πολύ καλή τους διάθεση και όπως φαινόταν είχαν ήδη φαει, αν και νωρίς. Τελικά συμβιβαστήκαμε με ένα μπουκάλι ρακί και το υπόλοιπο του βραδινού φαγητού τους, που για καλή μας τύχη ήταν φρικασέ. Παρά το ρακί που είχαμε καταναλώσει μόλις ξεμυτίσαμε κόντεψαν να μας πέσουν οι μύτες. Στον ουρανό είχαν συγκεντρωθεί μαύρα σύννεφα. Ανεβήκαμε φουριόζοι τις σκάλες και μπήκαμε στο κυρίως δωμάτιο. Είχαν τελειώσει το μαγείρεμα και κάθονταν εκνευρισμένοι στο τραπέζι περιμένοντας. Είχαν βέβαια δίκιο, έκανε πολύ κρύο. Συνειδητοποιήσαμε ότι είχαμε ξεχάσει να πάρουμε ξύλα και πριν ακούσουμε τις δικαιολογημένες βρισιές τους πεταχτήκαμε δίπλα, ξεσηκώνοντας τους ανθρώπους από το κρεβάτι τους. Ευτυχώς η υπομονή τους ήταν παροιμιώδης και μας έδωσαν τα ξύλα και τις ευχές τους για ένα καλό βράδυ.
Επιτέλους η ξυλόσομπα άναψε και μαζευτήκαμε γύρω της. Μόλις ζεστάθηκε λίγο το κοκαλάκι μας ο Κώστας κατέβηκε στο κελάρι και γέμισε ένα εικοσάκιλο μπιτόνι από το περυσινό κρασί γιατί το φετινό μας φάνηκε κάπως άψητο. Βάλαμε να φαμε, τελικά η Σοφία δεν μαγείρευε και άσχημα, αλλά δεν προλάβαμε καθόλου φρικασέ γιατί το περίλαβε ο Τρύφωνας. Ήταν δεν ήταν έντεκα όταν πέσαμε στα κρεβάτια εξουθενωμένοι, φροντίζοντας να τροφοδοτήσουμε την σόμπα με μία χοντρή κουτσούρα. Ξαγρύπνησα για λίγο παρατηρώντας τα μαλλιά της Σοφίας που αιωρούνταν έξω από το κρεβάτι.
Το επόμενο πρωί μας ξύπνησαν πένθιμες καμπάνες. Ο Κώστας είπε ότι πιθανότατα κάποιος είχε πεθάνει εδώ ή στην Αθήνα. Μόλις σταμάτησαν οι καμπάνες ξανακοιμήθηκα. Ξύπνησα κατά τις δώδεκα το μεσημέρι. Ο Κώστας και η Σοφία έλειπαν ενώ ο Τρύφωνας είχε «πιάσει» σόμπα και διάβαζε Tery Brooks. Κατάφερα να πλύνω τα δόντια μου στο νεροχύτη αλλά όχι και να κατουρήσω, αν και πολύ θα το `θελα. Έξω έκανε τρομερό κρύο, τα σύννεφα όμως είχαν διαλυθεί και ο ήλιος έκανε σταδιακά την εμφάνιση του. Παρόλο που η κουζίνα δούλευε με γκάζι δεν δυσκολεύτηκα καθόλου να φτιάξω καφέ και μία κούπα ρακί με μέλι. Ο Τρύφωνας με κοίταξε επιτιμητικά. Δεν του έδωσα σημασία.
Πένθιμες καμπάνες κτύπησαν εκ νέου. Ταυτόχρονα η εξώπορτα άνοιξε και ο Κώστας με την Σοφία μπήκαν μέσα. Μας είπαν ότι είχε πεθάνει κάποιος γέρος στο παλιό αρχοντικό και η γυναίκα του ειδοποίησε να έρθουν να τον πάρουν. Το πτώμα όμως, καθώς έλεγαν οι φήμες, βρωμούσε αφόρητα. Έτσι τουλάχιστον ισχυριζόταν ο χωρικός που έκανε περιοδικά τον νεκροθάφτη και πήγε να πάρει το πτώμα. Πάραυτα δεν υπήρχαν ενδείξεις ότι είχε πεθάνει μέρες τώρα γιατί, όπως μας είπαν, το πτώμα δεν είχε νεκρική ακαμψία. Η γριά δεν έλεγε κουβέντα. Τελικά αναγκάστηκαν να το βγάλουν από μέσα κρατώντας τις μύτες τους και πακετάροντας το κατευθείαν στο πρόχειρο φέρετρο. Η κηδεία μάλιστα, παρότι σύμφωνα με
το έθιμο οι νεκροί θάβονταν την επομένη του θανάτου, θα γινόταν εκείνη την ίδια ημέρα. Όλο το χωριό θα παραβρισκόταν στην τελετή. Όχι επειδή ο νεκρός ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής. Ο θείος του Κώστα είπε ότι ήταν τοκογλύφος και δεν τον συμπαθούσε κανείς, αν και αυτό δεν συνάδει με ότι είχε διατελέσει δήμαρχος για σχεδόν 16 χρόνια. Όπως και να `χει όμως, στα μικρά χωριά οι κηδείες είναι κοινωνικά γεγονότα, μια ευκαιρία να συναντηθούν όλοι μαζί κάπου
Κανείς μας δεν είχε διάθεση να παρευρεθεί στη κηδεία. Δεν είχαμε καμία σχέση με τους χωρικούς και τον μακαρίτη και ο καθαρός ουρανός μας έφτιαχνε την διάθεση. Αποφασίσαμε να βγούμε μια βόλτα στο έρημο χωριό. ]
Στα σοκάκια επικρατούσε νεκρική ησυχία και μόνο το περιοδικό γκάρισμα των γαϊδάρων έσπαγε την σιωπή. Ο ήλιος είχε πια κυριέψει ολότελα τον ουρανό και το σκληρό κρύο μετριαζόταν από τις ακτίνες του. Προχωρήσαμε κατά μήκος της αποβάθρας παρατηρώντας μικρές ψαρόβαρκες με γυναικεία ονόματα και δύο τρία μεγαλύτερα καίκια με ανδρικά. Φτάσαμε στην μεγάλη αποβάθρα. Ένας γέρος ξαπόσταινε πλάι στο ξύλινο καροτσάκι του. Ο Κώστας πρότεινε να περπατήσουμε μέχρι τη κορυφή του λόφου και έτσι κάναμε τον κύκλο περνώντας πίσω από το δημαρχείο και την μεγάλη εκκλησία με τον γαλάζιο τρούλο και βγήκαμε στα αριστερά του παλιού αρχοντικού. Όλα τα παράθυρα του σπιτιού ήταν σφαλιστά, σαν να μην είχαν ανοίξει εδώ και αιώνες, αλλά η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Πλησιάσαμε. Μια δυσάρεστη μπόχα μας κτύπησε τα ρουθούνια. Υποθέσαμε ότι την είχαν ξεχάσει ανοιχτή λόγω της κηδείας και ο Κώστας επιχείρησε να χώσει το κεφάλι του μέσα από το άνοιγμα αλλά το έβγαλε ξαφνιασμένος. Περπάτησε βιαστικά προς το μέρος μας. Η μαύρη φιγούρα της σταφιδιασμένης γριάς φάνηκε στο κατώφλι. Μας περιεργάστηκε για λίγο αμίλητη. «Γεια σου κυρά-Καλή» έκανε μία προσπάθεια ο Κώστας αλλά από τη μεριά της δεν ακούστηκε τίποτα. Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω καθαρά το πρόσωπο της γιατί ένα μαύρο μαντίλι σκέπαζε τα μαλλιά και τα μάτια της. Μόλις δύο λευκά δόντια έκαναν την εμφάνιση τους από το μισάνοικτο στόμα. Η γριά μας κοίταξε για λίγο ακόμα δυσοίωνα αμίλητη και έπειτα κρύφτηκε μέσα στο δυσώδες σπίτι. Η Σοφία κουλουριάστηκε πάνω στον Κώστα. Κανείς μας δεν αισθάνθηκε όμορφα και κανείς δεν απόρησε γιατί δεν είχε πάει η γριά στην κηδεία. Προχωρήσαμε σιωπηλοί προς την αλέα της Πλάτσα (Σημ συγ. Οι πλατείες του νησιού ονομάζονταν Πλάτσα λόγω της παρατεταμένης Φράγκικης κατοχής). Τα δύο καφενεία που λειτουργούσαν και τον χειμώνα ήταν κλειστά. Σε λίγο όμως θα πλημμύριζαν κόσμο για το παραδοσιακό καφεδάκι και το κονιάκ, μιας και το σπίτι του νεκρού δεν ήταν το κατάλληλο μέρος για κοινωνικοποίηση. Προχωρήσαμε λίγο ακόμα προς τη μεριά του νεκροταφείου φτάνοντας στην «γαμπράδα» το μέρος που όπως μας εξήγησε ο Κώστας συναντιούνται οι νέοι με τις νέες, μακριά από τα αδιάκριτα μάτια των μεγαλυτέρων. Από τη στροφή φάνηκε μα ομάδα ανθρώπων. Φαίνεται πως η κηδεία είχε σχολάσει άρον άρον. Αποφασίσαμε να μην πέσουμε πάνω τους και πήραμε τον δρόμο του γυρισμού.
Το μεσημέρι πέρασε εύκολα. Φάγαμε, παίξαμε λίγο χαρτιά και έπειτα πήραμε έναν υπνάκο για δυο ωρίτσες. Γύρω στις τέσσερις αποφασίσαμε να κάνουμε μια σύντομη επίσκεψη στον θείο Βασίλη να μάθουμε τα κουτσομπολιά για την κηδεία. Η θεία είχε ανοικτή την κουρτίνα της διπλής, ξύλινης πόρτας και μας είδε πριν προλάβουμε να κτυπήσουμε. Μας καλοδέχτηκαν για μια ακόμα φορά παρόλο που μετά βίας χωρούσαμε στην μικρή κουζινίτσα.
Από ότι μας είπαν ήταν μια πολύ άσχημη κηδεία διότι η μυρωδιά του νεκρού δεν επέτρεψε σε κανένα να πλησιάσει πολύ κοντά στο φέρετρο. Η λειτουργία έγινε από σχετική απόσταση και πολύ σύντομα οι νεκροθάφτες σκέπασαν το ξύλινο φέρετρο που είχαν πολύ πρόχειρα ανασκευάσει για να χωρέσει το μεγάλο μήκος του νεκρού. Η μπόχα του πτώματος έγινε αντικείμενο πολλών χλευασμών, όχι μόνο από την ομάδα των αριστερών χωρικών αλλά και από τους ομοϊδεάτες του νεκρού. Ο θείος του Κώστα ήταν αριστερός, όσο αριστερός μπορεί να είναι κάποιος που ψηφίζει ΠΑΣΟΚ. Αφού ακούσαμε πολλά και διόλου κολακευτικά σχόλια για τον νεκρό και τις ατιμίες που είχε κάνει ενόσω ζούσε, με αποκορύφωμα την περίοδο που πούλησε μία βραχονησίδα στον δήμαρχο του διπλανού νησιού.
Αποφασίσαμε να φύγουμε για να μην φορτωθούμε στους ανθρώπους να μαγειρεύουν και για μας, αν και η θεία δεν ήθελε με κανένα τρόπο να μας αφήσει να φύγουμε έτσι χωρίς να μας φιλέψει τίποτα. Μας έδωσαν ένα μπουκάλι φετινό κρασί και ο Κώστας υποσχέθηκε στον θείο να του φέρει από το δικό του μεθύρι να δοκιμάσει. Έξω άρχισε ήδη να σκοτεινιάζει και το κρύο ήταν μάλλον υπερβολικό. Τρέξαμε τα πενήντα μέτρα που μας χώριζαν από το σπίτι ευχόμενοι να μην έχει σβήσει η σόμπα.
Ήταν η σειρά μου να μαγειρέψω. Άνοιξα μερικές κονσέρβες ντολμαδάκια και τόνο και νομίζω ότι τελικά φάγαμε καλά, παρά τις γκρίνιες. Παίξαμε μπιρίμπα, ήπιαμε πολύ κρασί και πέσαμε στα κρεβάτια μας πολύ κουρασμένοι.
Και πάλι μας ξύπνησαν καμπάνες. Αυτή τη φορά ο ήχος τους ήταν επίμονος μα όχι χαρούμενος. «Τι στο διάολο, αναρωτήθηκα. Μέχρι να φύγουμε θα είχε φλιπάρει όλο το χωριό» είπα στους αγουροξυπνημένους φίλους μου και όλοι γέλασαν με το αστείο. Προσπάθησα να συνεχίσω τον ύπνο μου αλλά η καμπάνα επέμενε να κτυπά δαιμονισμένα. Σηκωθήκαμε και φτιάξαμε το αγαπητό σε όλους μας πρωινό. Καφές και ρακί με μέλι. Ακούγαμε φωνές από τον δρόμο και βιαστικά βήματα από και προς την κορυφή. Αποφασίσαμε να δούμε τι συνέβη. Κινήσαμε προς την Πλάτσα. Στο δρόμο πολλοί σταυροκοπιόνταν στρέφοντας το απορημένα πρόσωπα τους προς τον ουρανό. Η Πλάτσα ήταν γεμάτη χωρικούς. Πολλές γριές ντυμένες στα μαύρα, γέροι με χοντρά πουλόβερ τους και μεγάλα μουστάκια, ενώ είδαμε και δύο οικογένειες που έσερναν μαζί τους και μερικά παιδάκια με τροφαντά ροδοκόκκινα μάγουλα.
Πήραμε μέρος σε ένα από τα πηγαδάκια που συμμετείχε και ο θείος Βασίλης. «Κρεμάστηκε η γριά» μας είπε. Προχωρήσαμε άκεφα προς το αρχοντικό στην κορυφή του λόφου, ακολουθούμενοι από άλλες ομάδες χωρικών.
Μπροστά από το σπίτι και σε μικρή απόσταση από τη πόρτα ήταν λίγοι συγκεντρωμένοι που συζητούσαν με σκυφτά κεφάλια. Μαζί τους ήταν και ο παπάς, που συχνά πυκνά σταυροκοπιόταν ακολουθούμενος από όλες τις γυναίκες της ομήγυρης. Προχωρήσαμε προς το μέρος τους. Η δυσοσμία του σκοτεινού σπιτιού δεν έλεγε να σβήσει. Αντίθετα, θά `λεγε κανείς ότι από εχθές είχε ενισχυθεί ακόμα περισσότερο, παρότι ο νεκρός ήταν πια θαμμένος βαθιά κάτω από τη γη.
Προσωπικά δεν είχα καμία περιέργεια να δω την γριά αλλά ο Τρύφωνας κράτησε την ανάσα του και έχωσε το κεφάλι του μέσα από τη πόρτα. Πολλοί παριστάμενοι τον κοίταξαν. Το ίδιο και εμείς. Ήρθε προς το μέρος μας αναψοκοκκινισμένος. Η γριά αιωρούταν στην μέση περίπου της κάμαρας. Είχε περάσει ένα σχοινί από το κεντρικό δοκάρι της οροφής. Από εκεί κρεμάστηκε. Ο Τρύφωνας μας είπε ότι μία καρέκλα ήταν πεσμένη παραδίπλα και κάτουρο λίμναζε κάτω από τα πόδια της. Απόρησα που η γριά είχε την δύναμη να ανεβεί σε καρέκλα. Την προηγούμενη μου έδωσε την εντύπωση ότι μετά βίας θα μπορούσε να διαβεί το μικρό σκαλοπατάκι στο κατώφλι του σπιτιού. Δεν είχα καμία όρεξη να δω την κρεμασμένη αλλά ο Κώστας, ο θείος Βασίλης και η Σοφία, έριξαν μία ματιά μέσα από την ανοικτή πόρτα επιβεβαιώνοντας τα λεγόμενα του Τρύφωνα. Πολλοί παριστάμενοι συγκεντρώθηκαν γύρω μας ανταλλάσσοντας απόψεις για το συμβάν. Δεν είχα καμία όρεξη να πάρω μέρος στις συζητήσεις. Τους είπα ότι θα πήγαινα μια βόλτα και ασυναίσθητα πήρα τον δρόμο για το νεκροταφείο. Όταν πέρασα από την «γαμπράδα» συνειδητοποίησα που κατευθυνόμουν και αποφάσισα να ακολουθήσω το μονοπάτι που οδηγούσε σε ένα μικρό παρεκκλήσι περιτριγυρισμένο από αμπέλια, και ποτιστικά. Εκεί κάθισα για λίγο στο πεζούλι, έξω από την εκκλησία. Ήταν μια αλκυονίδα μέρα. Ο ήλιος μεσουρανούσε, κάνοντας το κρύο υποφερτό. Τα δραματικά γεγονότα όμως, δεν με άφηναν να απολαύσω τον απίστευτο Ελληνικό ουρανό. Ο ήλιος άρχισε να γέρνει προς τους λόφους που έκλειναν τη δυτική μεριά του χωριού. Άρχισα να κρυώνω και τα τσιγάρα τελείωσαν.
Στο σπίτι τα παιδιά συζητούσαν ακόμα για την γριά, ενώ παράλληλα ο Κώστας ετοίμαζε φαγητό. Φάγαμε κάτι καλύτερο από κονσέρβες. Δεν είχα καμία όρεξη για ύπνο. Έπιασα ένα από τα βιβλία που είχα φέρει μαζί μου αλλά δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ και «συνέλαβα» τον εαυτό μου να ξεχνιέται και να σκέφτεται την γριά αλλά και το δυσώδες πτώμα του γέρου που τον φανταζόμουν ψηλό, αποστεωμένο με ψαρά ίσια μαλλιά και μουστάκι.
Το μεσημέρι πάντως κύλησε γοργά, τα βιαστικά βήματα και οι φωνές σταμάτησαν να ακούγονται έξω από το σπίτι και το χωριό βυθίστηκε στη μεσημεριανή του άχλη. Προς το απόγευμα μας τελείωσαν τα κούτσουρα. Με όλη αυτή την ανακατωσούρα ξεχάσαμε να μαζέψουμε. Ο Κώστας με τον Τρύφωνα ανέλαβαν να φέρουν προμήθειες από το λαγκάδι. Δεν ήταν εύκολη δουλειά, έπρεπε να κόψουν τα ξύλα με ένα μικρό πριονάκι που βρήκαμε στα εργαλεία. Ήμουν μάλλον χαρούμενος που δεν πήγα μαζί τους, αν και το μάζεμα των ξύλων μπορεί να μου αποσπούσε το μυαλό από την κρεμασμένη γριά. Βοήθησα την Σοφία να πλύνει τα πιάτα. Το νερό ήταν κρύο και τα χέρια μου κοκκίνισαν. Ευτυχώς τελειώσαμε γρήγορα και κατάφερα να απομακρυνθώ εγκαίρως πριν την χουφτώσω. Αυτή έμοιαζε να μην καταλαβαίνει τίποτα.
Έφεραν κάμποσα ξύλα και έκαναν άλλο ένα δρόμο να φέρουν όσα δεν χώρεσαν στο ζεμπίλι. Η ζέστη μέσα στο μεγάλο δωμάτιο ήταν ευεργετική. Σύντομα δκοτείνιασε. Αρχίσαμε να ξεχνιόμαστε με τις φωνές και τις συζητήσεις. Η μπιρίμπα ήταν, όπως πάντα, καταστροφική για μένα και τον Κώστα. Μας κέρδισαν με μεγάλη ευκολία.
Ήπιαμε αρκετές πήλινες κανάτες κρασί και κουτσομπολέψαμε ουκ ολίγους κοινούς γνωστούς. Τι ώρα ήταν δεν γνωρίζαμε. Τα κινητά που αναπαύονταν μέσα σε τσάντες και τσαντάκια είχαν αρκετή ώρα να κτυπήσουν. Δεν μας ένοιαζε καθόλου όμως. Πέσαμε στα κρεβάτια σχεδόν εξουθενωμένοι. Το μάλλινο στρώμα ήταν κάπως σκληρό αλλά όταν το συνήθιζες λιγάκι κοιμόσουν πολύ ευχάριστα. Φανταζόμουν ότι το μαλλί πρέπει να είχε χρόνια από τότε που ξανοίχτηκε για τελευταία φορά.
Ποδοβολητά και στριγκιές φωνές μας ξύπνησαν στη μέση της νύχτας. Ανάψαμε ένα φως και κοιταχτήκαμε αλαφιασμένοι. Φασαρία και ομιλίες ακούγονταν από το σοκάκι και σε λίγο κάποιος ανέβηκε τις σκάλες και βρόντηξε τη πόρτα. Ο Κώστας σηκώθηκε και άνοιξε. Ήταν ο θείος Βασίλης. Το συνήθως αναψοκοκκινισμένο από τον ήλιο πρόσωπο του είχε κάπως χλομιάσει. Μας ζήτησε να πάμε σπίτι του χωρίς να μας δώσει εξηγήσεις. Ντυθήκαμε βιαστικά και κατεβήκαμε τα απότομα σκαλοπάτια. Η νυχτερινή ξαστεριά και ο πανικός των ανθρώπων που περιφέρονταν σαν κότες με κομμένο λαιμό έκαναν μία περίεργη αντίθεση. Συγκεντρωθήκαμε στην μικρή κουζίνα και η κυρά-Ρήνη ανέλαβε να μας φτιάξει λίγο ρακόμελο. Ήταν πολύ τρομαγμένη και έκανε διαρκώς τον σταυρό της, ενώ ταυτόχρονα ψιθύριζε ξόρκια που θύμιζαν ξεμάτιασμα. «Τι έγινε θείε;» ρώτησε ο Κώστας επιτέλους. Κοιτάξαμε όλοι τον κυρ-Βασίλη «Βρουκόλακας» μας είπε, «βρουκολάκιασε ο νεκρός» κατέληξε και έμεινε για λίγο αμίλητος κοιτώντας το κενό. «Τι εννοείς μπάρμπα;» ρώτησε ο Κώστας αλλά η ερώτηση έπεσε στο κενό. Από τα μισόλογα που καταφέραμε να εκμαιεύσουμε από τον θείο καταλάβαμε ότι κάποιος είχε δει τον πεθαμένο να περιφέρεται στα σοκάκια του χωριού και έβαλε τις φωνές ξυπνώντας και ειδοποιώντας τους συγχωριανούς. Μια γριά φάνηκε στο κατώφλι και αφού ψιθύρισε κάτι στο αφτί της κυρά-Ρήνης το πάνω μέρος της πόρτας σφαλίσε και το σκοτάδι πλημμύρισε το δωμάτιο.
Δεν ήξερα τι να πω. Αν και έτοιμος να βάλω τα γέλια δεν ήθελα να προσβάλω τον κυρ-Βασίλη και αφού ανταλλάξαμε μερικές ματιές με τους άλλους αποφασίσαμε να μείνουμε, έστω για λίγο. Η θεία συνέχισε να σταυροκοπιέται, ενώ ο θείος παρέμεινε αμίλητος με τα χέρια του περασμένα στο μέτωπο και το πρόσωπο να κοιτάει το τραπέζι. Σε λίγο οι τρεχάλες και τα ουρλιαχτά σταμάτησαν και το χωριό επανήρθε στην γνωστή του ησυχία.
Μας είχε πάρει ο ύπνος στις καρέκλες όταν μας ξύπνησαν επιμένοντας ότι πρέπει να τους ακολουθήσουμε στην εκκλησία. Είχε ξημερώσει. Ο Κώστας ανέλαβε να τους εξηγήσει ότι εφόσον δεν συνέτρεχε πλέον κανένας κίνδυνος και αφού ήμασταν όλοι πολύ κουρασμένοι θα πηγαίναμε για ύπνο. Μας άφησαν με μεγάλη δυσκολία. Αν και πραγματικά είχαμε πολύ μεγάλη περιέργεια να δούμε τι και αν είχε γίνει κάτι που να δικαιολογούσε όλη τη φασαρία ανεβήκαμε τα σκαλοπάτια και πέσαμε στα κρεβάτια μας. Ο ύπνος ήρθε πολύ γρήγορα.
Όταν ξυπνήσαμε είχε ήδη μεσημεριάσει. Φάγαμε πρωινό συζητώντας για την προηγούμενη νύχτα και ο Κώστας μας εξήγησε ότι στο χωριό του οι άνθρωποι είχαν την φήμη ότι έβλεπαν οράματα και μάλιστα μία περίοδο ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού είχε πέσει σε ομαδικό θρησκευτικό παραλήρημα. Αυτός ήταν και ο χαρακτηρισμός που είχε δώσει ο ψυχίατρος που στάλθηκε στη περιοχή, καθώς το κράτος είχε ειδικό συμφέρον λόγω των παράπλευρων ορυχείων. Μια βουή φάνηκε να έρχεται απέξω και βγήκαμε στο κατώφλι. Αποδείχτηκε ότι είχε οργανωθεί μία έκτακτη λιτανεία με την εικόνα της Αγίας Μαρίνας. Βγήκαμε στον δρόμο και ακολουθήσαμε την αντίθετη κατεύθυνση. Ο μόλος ήταν ιδιαίτερα ήσυχος, μόνο λίγοι ψαράδες ξενετάριζαν τα δίκτυα τους από την χθεσινή ψαριά. Τους προσπεράσαμε και ούτε εκείνοι έδειξαν να μας προσέχουν. Καθίσαμε σε ένα υγρό ακόμα παγκάκι.
«Βρικόλακας» !!!! είπε ο Τρύφωνας και ξέσπασε σε δυνατά αμήχανα γέλια. «Λες να μας πιει το αίμα;». Ο Κώστας μας εξήγησε ότι ο Βρουκόλακας στον οποίο πιστεύανε οι νησιώτες δεν είχε σχέση με τον Βρικόλακα των Καρπαθίων. Ο νησιώτης Βρουκόλακας δεν έγινε Βρικόλακας επειδή τον δάγκωσε ένας άλλος βρικόλακας αλλά επειδή όσο ήταν ζωντανός έκανε ανίερες πράξεις. Ο θεός δεν αφήνει τη ψύχη του να αναπαυτεί και έτσι το σώμα του παραμένει αναλλοίωτο. Δεν λιώνει ποτέ στον τάφο το σώμα του Βρουκόλακα. Τις νύχτες βγαίνει από τον τάφο επιδιδόμενος σε ανίερες πράξεις. Μας είπε ακόμα ότι τα παλιά χρόνια πολλοί νέοι παρίσταναν τους βρουκόλακες για να ενωθούν με τις αγαπημένες τους ή ακόμα και με κοπέλες που διαφορετικά δεν θα τους κάθονταν. Έτσι όταν έμπαιναν στα ξένα σπίτια οι γονείς κρύβονταν τρομαγμένοι και αυτοί έκαναν με την ησυχία τους ότι ήθελαν με τα κορίτσια. Οι διηγήσεις των ξένων περιηγητών για το νησί έβριθαν τέτοιων περιστατικών και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις οι ντόπιοι ξέθαβαν τα πτώματα των ύποπτων και αν έβλεπαν ότι δεν είχαν λιώσει μετά από τρία χρόνια τότε τα έκαιγαν και υπήρξαν αρκετές περιπτώσεις που χρειάστηκε να τους καρφώσουν ένα ξύλινο παλούκι στη καρδιά.
Η κηδεία της γριάς δεν έγινε αμέσως μετά το εκκλησίασμα και προλάβαμε την πομπή την ώρα που περνούσε έξω από το σπίτι. Οι χωρικοί βάδιζαν σκυφτοί και αμίλητοι. Δεν δυσκολευτήκαμε διόλου να εντοπίσουμε τον θείο του Κώστα και τα παιδιά χώθηκαν στην πομπή δίπλα του. Το φέρετρο μεταφερόταν από συγγενείς και γείτονες της γριάς. Προσωπικά δεν είχα σκοπό να παρευρεθώ στην κηδεία. Άλλωστε είχα πάει μόνο σε μία κηδεία και σε αυτή όχι με τη θέληση μου. Από τότε, υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι η επόμενη που θα πάω θα ήταν η δική μου.
Κατέβηκα στον μόλο να τσεκάρω τις αναχωρήσεις των πλοίων στο μοναδικό ταξιδιωτικό γραφείο που λειτουργούσε εκείνη τη περίοδο. Είχαμε βέβαια κανονίσει να μείνουμε μία εβδομάδα αλλά τα πράγματα μάλλον δεν εξελίσσονταν όπως τα είχαμε υπολογίσει. Το γραφείο ήταν κλειστό αλλά είδα ότι υπήρχε ένα δρομολόγιο την επομένη το απόγευμα. και το επόμενο μετά από τρεις ημέρες. Γύρισα σπίτι και κάθισα στην αυλή να διαβάσω το περίφημο βιβλίο του Brooks. Αυτά που είχα φέρει δεν μου πολυάρεσαν. Παρόλη την ηλιοφάνεια έκανε τσουχτερό κρύο που σου περόνιαζε τα κόκαλα. Μπήκα μέσα, άναψα τη σόμπα και επέτρεψα στον εαυτό μου την πολυτέλεια ενός ζεστού ρακόμελου.
Όταν άκουσα τη πόρτα να ανοίγει ομολογώ ότι τρόμαξα, αν και ήταν ακόμα μέρα, αν και ήξερα ότι τα παιδιά θα ερχόντουσαν σύντομα. Παρότι η γριά δεν ήταν μισητή όπως ο γέρος η κηδεία σχόλασε γρήγορα. Μόλις ο παπάς τελείωσε το μικρό λογύδριο του. Οι χωρικοί χώθηκαν στα σπίτια τους και σφάλισαν πόρτες και παράθυρα. Άλλωστε τα σούρουπο πλησίαζε. Το συζητήσαμε λιγάκι και πραγματικά δεν βρίσκαμε ότι υπήρχαν αρκετά αποδεικτικά για να επικρατήσει τέτοιος πανικός. Ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να ξεγελαστεί μέσα στη νύχτα και να περάσει κάποιον περαστικό για τον νεκρό, πόσο μάλιστα όταν επρόκειτο για χωριό δεισιδαιμόνων. Φυσικά ο μάρτυρας είπε ότι το άτομο αυτό μύριζε τόσο άσχημα όσο ο νεκρός και μάλιστα ο κυρ-Βασίλης ισχυρίστηκε ότι ήταν πολύ τυχερός που δεν κοίταξε στα μάτια τον βρουκόλακα αλλιώς θα είχε εντελώς τρελαθεί και τα μαλλιά του θα είχαν ασπρίσει σε μία νύχτα. Αυτά συζητούσαμε όταν κτύπησε επιτακτικά η πόρτα. Πεταχτήκαμε τρομαγμένοι αλλά σύντομα ανακτήσαμε την αυτοκυριαρχία μας. «Ποιος είναι;» ρώτησε ο Κώστας χωρίς να σηκωθεί να ανοίξει.
Τελικά ήταν ο κυρ-Βασίλης ο οποίος επέμενε ότι πρέπει να πάμε να περάσουμε τη νύχτα μαζί του. Προσωπικά πολύ θα το ήθελα και πιστεύω ότι το ίδιο σκέπτονταν και οι άλλοι αλλά δεν μπορούσαμε να δείξουμε σε αυτούς τους απλοϊκούς χωρικούς ότι φοβόμασταν τις δεισιδαιμονίες τους. Αρνηθήκαμε παρά την επιμονή του θείου, ο οποίος έφυγε μόνο αφού βάλαμε και τους δύο σύρτες στη πόρτα και αφού τον διαβεβαιώσαμε ότι δεν επρόκειτο να το κουνήσουμε από εκεί όλη τη νύχτα.
Ανοίξαμε μερικές κονσέρβες γιατί κανείς δεν είχε όρεξη να μαγειρέψει και φάγαμε αμίλητοι. Απέξω ο γνώριμος ήχος του κούκου μας έκανε να γελάσουμε περισσότερο από ανακούφιση. Σε λίγο άρχισε να φυσάει και ο κούκος έφυγε. Η Σοφία ήθελε να επισκεφτεί την τουαλέτα και ζήτησε συνοδεία. Κανείς δεν διανοήθηκε να την κοροϊδέψει. Πήγα μαζί της. Ανοίξαμε την πόρτα και βγήκαμε στην αυλή. Ο ξάστερος ουρανός έδινε αρκετό φως για να βλέπουμε καθαρά όλο το χωριό. Καμία δεκαριά φανοί πάνω στις κολώνες της ΔΕΗ έσπαγαν την ομορφιά της ξαστεριάς και φώτιζαν τα λιγοστά κεντρικά σημεία του χωριού. Μπήκε στο αποχωρητήριο και στάθηκα έξω να τη περιμένω. Ο άνεμος με έκανε να άκουω περίεργους θορύβους από τον δρόμο. Προχώρησα μέχρι το κεφαλόσκαλο και κοίταξα κάτω. Μία σκιά γλίστρησε στην κατηφόρα. Μαζεύτηκα και κτύπησα την πόρτα της τουαλέτας. «Άντε τελείωνε, κρυώνω» είπα ψέματα. Αδημονούσα να επιστρέψω μέσα στην ασφάλεια του σπιτιού.
Συνεχίσαμε το δείπνο μας, ήπιαμε και κάνα δύο κανάτες κρασάκι, ανοίξαμε και το μπουκάλι του θείου. Ο Κώστας και ο Τρύφωνας πήγαν για κατούρημα χωρίς να ζητήσουν συνοδεία. Ίσως φοβόντουσαν και εκείνοι όσο εγώ, πάντως δεν το έδειχναν. Κρατήθηκα .όσο μπορούσα αλλά τελικά δεν άντεχα άλλο. Δεν μου πήγαινε να ζητήσω συνοδεία όπως έκανε η Σοφία και αναγκάστηκα να πάω μόνος μου. Άνοιξα την πόρτα επιφυλακτικά και βγήκα. Κράτησα την ανάσα μου και αφουγκράστηκα στην ησυχία της νύχτας. Μια γάτα νιαούρισε σαν μωρό. Μπήκα στο αποχωρητήριο και κατούρησα κοιτάζοντας ταυτόχρονα πίσω από τον ώμο μου, έτοιμος να τρέξω και να χωθώ μέσα στη πόρτα με τον παραμικρό κίνδυνο. Τίποτα δεν διέκοψε το κατούρημα μου. Βγήκα έξω με περισσότερο θάρρος και έριξα μία ματιά στην τσίγκινη οροφή του σπιτιού που βρισκόταν ακριβώς κάτω από την αυλή μας. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί, ούτε και παρακάτω. Ένιωσα γελοίος. Οι φόβοι μου ήταν αδικαιολόγητοι. Οι δεισιδαιμονίες των χωρικών με είχαν επηρεάσει λες και ήμουν μικρό παιδί. Μπήκα στο σπίτι με περίσσιο θάρρος και τα παιδιά με κοίταξαν κάπως περίεργα. «Τίποτα μωρέ, απλώς έριξα μία ματιά στα πέριξ» είπα και κάθισα με αναπτερωμένο ηθικό. Η Σοφία με κοίταξε με θαυμασμό. Δεν φαινόταν να είχαν καταλάβει ότι στη προηγούμενη έξοδο είχα κατατρομάξει και ήμουν υπερήφανος από τον εαυτό μου. Πιάσαμε εκ νέου συζήτηση για όλα τα γεγονότα και αυτή τη φορά υποστήριξα με θέρμη την άποψη ότι όλα αυτά ήταν τελικά βλακείες και πως θα έπρεπε να ακολουθήσουμε το αρχικό σχέδιο και να μείνουμε άλλες τρεις ημέρες στο νησί. Ο Τρύφωνας και ο Κώστας συμφώνησαν ενώ και η Σοφία δεν έφερε πολλές αντιρρήσεις. Φτιάξαμε ρακόμελο και ήπιαμε από δύο κούπες. Ο Τρύφωνας και η Σοφία έπεσαν για ύπνο ενώ εγώ με τον Κώστα μείναμε λίγο ακόμα συζητώντας για μουσική. Είχε την άποψη ότι η garage psychedelic σκηνή των sixties δεν ήταν ενιαία. Η ψυχεδέλεια ήταν υπόθεση κυρίως της Αγγλίας ενώ το garage της Αμερικής. Διαφώνησα, πίστευα ότι το garage ξεκίνησε πρώτα στην Αγγλία πριν από το 1965 και μεταφέρθηκε στην Αμερική. Αλλά και η ψυχεδέλεια γεννήθηκε στην Αγγλία, άσχετα αν καλλιεργήθηκε στην Αμερική. Το μόνο καθαρά Αμερικάνικο είδος ήταν το surf punk. Δεν βγάζαμε άκρη και εμμείναμε στις διαφωνίες μας με την υπόσχεση να συμβουλευτούμε τους δίσκους και διάφορες ιστοσελίδες για να υποστηρίξουμε τα επιχειρήματα μας.
Πέσαμε και εμείς στα κρεβάτια, τα παιδιά ήδη κοιμόντουσαν παρά την φασαρία της συζήτησης. Σε λίγο άκουσα το γνώριμο ροχαλητό του Κώστα να σκεπάζει κάθε άλλο δυσδιάκριτο ήχο μέσα στο δωμάτιο. Δεν ξέρω πόση ώρα κοιμόμουνα αλλά έβλεπα κάποιο περίεργο όνειρο. Ήμουν σε ένα δωμάτιο περιμένοντας κάποιον με τη πλάτη γυρισμένη σε μία παλιά ξύλινη πόρτα. Η πόρτα στον ύπνο μου έτριξε. Ξύπνησα τρομαγμένος. Γύρισα αυτόματα στην εξώπορτα. Ήταν όπως την αφήσαμε καλά κλειδωμένη και με τους δύο σύρτες στη θέση τους. Σηκώθηκα με κόπο και έβαλα το μάτι μου σε μία μεγάλη χαραμάδα ανάμεσα σε δύο σανίδες. Τίποτα. Γύρισα το βλέμμα μου προς τον ουρανό. Τα αστέρια φώτιζαν τις στέγες του χωριού. Εκείνη τη στιγμή το τρίξιμο ξανακούστηκε από πίσω μου. Μου πήρε μία στιγμή που έμοιαζε με αιωνιότητα να συνειδητοποιήσω ότι προερχόταν από την καταπακτή που έβγαζε στο κελάρι. Γύρισα αργά. Κοκαλωμένος από τρόμο παρακολούθησα την καταπακτή να ανοίγει και από μέσα να βγαίνει ένας ανείπωτος τρόμος, ένα πλάσμα που κάποτε ήταν ανθρώπινο αλλά τώρα δεν είχε τίποτα το ανθρώπινο πάνω του. Προσπάθησα να ουρλιάξω αλλά δεν βγήκε ήχος σαν να μην είχα στόμα. Το πλάσμα με κοίταξε με μοχθηρά μάτια. Ένιωσα να χάνω την ανάσα μου και προσπάθησα να βγάλω μια στριγκιά φωνή. Ίσως τα κατάφερα. Έπεσα με δύναμη πάνω στην παλιά ξύλινη πόρτα και σωριάστηκα στην αυλή πάνω της. Άρχισα να σέρνομαι προς τις σκάλες. Κουτρουβάλησα μέχρι το στενό σοκάκι. Τα πόδια και οι αγκώνες μου είχαν κτυπηθεί άσχημα και παρόλο που προσπάθησα ασυναίσθητα να προφυλάξω το κεφάλι μου ένιωσα ένα δυνατό πόνο. Σύρθηκα μέχρι την εξώπορτα του κυρ-Βασίλη και άρχισα να κτυπάω την πόρτα μανιασμένα. Κραυγές αγωνίας, τρόμου και πανικού ακούστηκαν από το σπίτι. Έπειτα, κραυγές πόνου, το πλάσμα είχε ξεκινήσει το μεγάλο του φαγοπότι. Κτύπησα την δίφυλλη πόρτα μανιασμένα αλλά δεν υποχωρούσε κάτω από το βάρος μου.
Δεν ξέρω πόση ώρα απόμεινα εκεί να κλαιω και να ουρλιάζω εκλιπαρώντας να μου ανοίξουν. Με βρήκαν το πρωί να κοιμάμαι εξουθενωμένος. Τα μαλλιά μου ήταν λευκά και το πρόσωπο μου είχε ζαρώσει από τον τρόμο. Δεν άντεξα να πάω μέχρι το σπίτι. Από ότι μου είπα το μεγαλύτερο μέρος των φίλων μου είχε γίνει τροφή για το τέρας, τον βρουκόλακα. Είχε καταβροχθίσει το εσωτερικό τους και είχε αφήσει το πετσί άθικτο. Τα αίματα είχαν βάψει τους τοίχους και το πάτωμα. Ότι είχε απομείνει από τα πρόσωπα τους έδειχνε ότι πριν γνωρίσουν τον υπέρτατο πόνο: να σε ανοίγουν και να σε τρωνε ζωντανό, είχαν γνωρίσει τον υπέρτατο τρόμο αντικρύζοντας την απαίσια και ανίερη ματιά του τρομερού τέρατος.
Την ίδια μέρα με έμπασαν σε ένα καράβι. Μισότρελο. Στον Πειραιά με περίμεναν οι νοσοκόμοι του ψυχιατρείου, όπου είμαι έγκλειστος μέχρι και σήμερα. Περιοδικά έχω νέα από το νησί. Ο κυρ-Βασίλης είναι ο μόνος που με θυμάται μιας και οι φίλοι μου και οι συγγενείς με ξέχασαν ολότελα. Δεν ξέρω αν πρέπει να του είμαι ευγνώμων ή να τον καταραστώ. Μου έγραψε ότι έκαψαν το σπίτι και το κελάρι αλλά ο βρουκόλακας είχε φύγει. Από τότε λένε οι χωρικοί ότι στοιχειώνει τις στοές των ορυχείων περιμένοντας το επόμενο θύμα για να χορτάσει την πείνα των σκουληκιών που κρύβει μέσα του.

(Απόσπασμα από εργασία του Κώστα σχετικά με τον μύθο του βρουκόλακα στη νήσο Κ.)
Ο Βρουκόλακας στην τοπική παράδοση της Κ. υπήρξε άνθρωπος ανίερος στην πραγματική του ζωή. Όσο πιο ανίερος ήταν ο νεκρός, τόσο μεγαλύτερες οι πιθανότητες να γίνει βρουκόλακας. Τα παλιά χρόνια όταν κάποιος φεουδάρχης ή τοκογλύφος, πιστός υπηρέτης των πλουσίων ή απλώς ένας κακός χωρικός πέθαινε, οι χωρικοί είχαν το νου τους και έλεγχαν καθημερινά τον τάφο μήπως έχει ανοιχτεί αλλά σήμερα αυτή η παράδοση έχει ατονήσει. Πολλοί χωρικοί μάλιστα αρνούνται ότι κάποτε οι ντόπιοι πίστευαν σε τέτοια πράγματα. Όμως ο βρουκόλακας ης Κ. διαφέρει από τους άλλους ‘Ελληνες» βρουκόλακες γιατί σύμφωνα με την τοπική παράδοση είναι γεμάτος σκουλήκια τα οποία αφού πρώτα καταβροχθίσουν το εσωτερικό του μόλις πεθάνει, τον «ξυπνάνε» γιατί χρειάζονται τροφή και το αγαπημένο του φαγητό είναι άλλοι άνθρωποι. Η ακαδημαϊκή εξήγηση για το συγκεκριμένο μύθο είναι ότι συμβολικά, τα σκουλήκια ταυτίζονταν με τις ανίερες πράξεις και με αυτό τον τρόπο η τοπική κοινότητα σε ένα λειτουργιστικό υποσυνείδητο επίπεδο, προσπαθούσε να αποτρέψει τις αδικίες εις βάρος των χωρικών ή από τον ένα χωρικό στον άλλο.

0 Comments:

Post a Comment