Δευτέρα, Απριλίου 16, 2007

ΟΙ ΣΚΑΤΑΡΡΑΚΤΕΣ Τ' ΑΠΕΡΑΘΟΥ (Δοκίμιο)

Τα συρματοπλέγματα, τα μονοπάτια που γίνονται γκρεμοί… και οι (Σ)καταρράκτες τα` Απεράθου
Δεν θα έλεγα ότι εγώ και οι φίλοι μου είμαστε φανατικοί των περιηγήσεων αλλά εκείνο το αποκαλόκαιρο του 2003 έτυχε να οργανώσουμε κάποιες αναβάσεις και περιηγήσεις σε διάφορα σημεία της ορεινής Νάξου.
Η πρώτη μας προσπάθεια έγινε στο όμορο, ως προς την περιοχή διαμονής μας, βουνό τον Καλόγερο με υψόμετρο 360 περίπου μέτρα που δεσπόζει στην Νότια πλευρά της παραλίας του Απόλλωνα, γνωστού επινείου της Κωμιακής.
Η ανάβαση του Καλόγερου δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση, ειδικά όταν δεν γνωρίζει κανείς τα μονοπάτια. Ακολουθώντας τις οδηγίες ενός Γερμανού, σχεδόν αυτόχθονα, ακολουθήσαμε το συρματόπλεγμα που ξεκινάει είκοσι μέτρα από το χάλασμα και κινούμενοι απαρέγκλιτα δίπλα του φτάσαμε σε ένα πλάτωμα που βρίσκονται ένας γκρεμισμένος μύλος και ένα ακόμα κατεστραμμένο κτίσμα. Από εκεί, ξεκινάει ένα δεύτερο μονοπάτι που κινείται δεξιά και παράλληλα με το βουνό ακολουθώντας ένα δεύτερο συρματόπλεγμα που λειτουργεί και ως προστατευτικός φράκτης, μόλο που είναι σκουριασμένο και άρα επικίνδυνο. Το μονοπάτι ξεπερνάει την πρώτη ορατή κορυφή του βουνού αλλά σε κάποιο σημείο του αρχίζει να κατηφορίζει. Σε εκείνο το σημείο, ο περιηγητής θα πρέπει να χρησιμοποιήσει και τα τέσσερα άκρα του για να σκαρφαλώσει στην κορυφή, πράγμα αρκετά επικίνδυνο ειδικά σε όσους δεν είναι συνηθισμένοι σε αναβάσεις. Μπορεί βέβαια να υπάρχει και ευκολότερη δίοδος για την κορυφή αλλά εμείς δεν την γνωρίζαμε, ούτε και υπήρχε κάποιου είδους σήμανση (παρεμπιπτόντως, αν κανείς σκαρφαλώσει στην κορυφή από τον χαλασμένο μύλο και μετά ακολουθήσει την κορυφογραμμή η διαδρομή διευκολύνεται αισθητά κι αυτό είναι κάτι που ανακαλύψαμε εκ των υστέρων).
Στην πρώτη ορατή κορυφή του βουνού συναντήσαμε και τον υψηλό τράφο που φαίνεται από το χωριό και κινηθήκαμε παράλληλα με τον τράφο προς τα δεξιά όπως βλέπει κανείς το βουνό από κάτω. Στην πορεία ο τράφος αντικαθίσταται από συρματόπλεγμα. Όμως το μονοπάτι αυτό, από την εξωτερική μεριά του φράκτη, είναι αδιέξοδο. Κάποιος που θέλει να φτάσει στο κάστρο πρέπει να περάσει από την άλλη μεριά του συρματοπλέγματος και εφόσον αυτοί που το τοποθέτησαν δεν έχουν αφήσει καμία πύλη, πρέπει είτε να σκαρφαλώσει από πάνω, είτε να αφαιρέσει πέτρες από το κάτω μέρος του πλέγματος και να περάσει κακήν κακώς, πράγμα που κάναμε και εμείς. Από την μέσα μεριά του φράκτη υπάρχει ένα βατό οροπέδιο. Στα αριστερά βρίσκεται η υψηλότερη κορυφή του βουνού, που υποσημειώνεται από τον στρατό με ένα κολωνάκι, ενώ αν κινηθεί κανείς παράλληλα προς την κορυφογραμμή στην ίδια κατεύθυνση σύντομα θα φτάσει στο περίφημο μεσαιωνικό κάστρο του Καλόγερου από το οποίο εντυπωσιάζει το τρίμετρο, σε πάχος προστατευτικό τοίχος και το αδύνατο της αναρρίχησης από τις υπόλοιπες τρεις πλευρές. Αδύνατον; Όχι βέβαια! Στην αριστερή μεριά του κάστρου όπως το αντικρίζει ο περιηγητής που έρχεται από Απόλλωνα υπάρχει μία δίοδος, αρκετά επικίνδυνη, που οδηγεί στον ελιγμό, δηλαδή στο σημείο που διασταυρώνεται ο αμαξωτός Κωμιακής-Απόλλωνα με τον αμαξωτό Μέσης Απόλλωνα. Εμείς πάντως αυτή την δίοδο δεν την βρήκαμε αλλά ακόμα κι αν την βρήκαμε δεν τολμήσαμε να την περάσουμε! Η μη εύρεση του περάσματος προς τον αμαξωτό μας χάλασε τα σχέδια διότι έπρεπε να κάνουμε την ίδια απόσταση από την αρχή και όσοι γνωρίζουν από βουνά ξέρουν ότι η ανάβαση είναι ευκολότερη της καταβάσεως κατά την διάρκεια της οποία ελλοχεύει διαρκώς ο κίνδυνος να γκρεμοτσακιστεί κανείς με την παραμικρή χαλαρότητα. Επιπρόσθετα, στον δρόμο του γυρισμού, χάσαμε και το "κάτι σαν μονοπάτι" που οδηγούσε από την κορυφογραμμή στο μονοπάτι που ξεκινούσε από τον χαλασμένος μύλο και έτσι η κατάβαση αποδείχτηκε ιδιαίτερα κουραστική και εξαιρετικά επικίνδυνη, δεδομένου μάλιστα, ότι κόντεψε να μας πιάσει η νύχτα.
Παρά τις μεγάλες δυσκολίες της ανάβασης και ειδικά της κατάβασης η μικρή ομάδα μας ήταν πολύ ενθουσιασμένη, κυρίως επειδή καταφέραμε να επιστρέψουμε όλοι και μάλιστα σε ένα κομμάτι! Την επομένη κοιτώντας τον χάρτη της Νάξου αποφασίσαμε να επισκεφτούμε την κορυφή Μαυρομάρι του βουνού Κόρωνος, αν και ορισμένοι λένε ότι το Μαυρομάρι είναι άλλο βουνό, ενώ κάποιοι υποστηρίζουν ότι το Μαυρομάρι είναι η Κόρωνος, όπως για παράδειγμα ο Κεφαλληνιάδης ο οποίος δεν αναφέρει καν στον χάρτη που σχηματίστηκε με βάση την έρευνα του, την κορυφή Κόρωνος. Το Μαυρομάρι (Κόρωνος όπως αναφέρεται από εκείνον), σύμφωνα με τον Κεφαλληνιάδη, υπήρξε το βουνό του Διονύσου, δηλαδή το μέρος όπου η Κορωνίδα και οι υπόλοιπες τροφοί του τον ανέθρεψαν, σύμφωνα πάντα με τις τοπικές αφηγήσεις, διότι όπως ξέρουμε πολλές είναι οι περιοχές της Ελλάδος που διεκδικούν την ανατροφή του Διονύσου. Και το πιθανότερο είναι ότι η σπηλιά που ο Κεφαλληνιάδης αναφέρει ως "Η σπηλιά του κακού" ήταν το καταφύγιο του θεού του κρασιού και προφανώς όφειλε το όνομα της στην μεταγενέστερη ταύτιση του Διονύσου και ειδικά της συνέχειας του, του Ρωμαϊκού δηλαδή Βάκχου, με τον διάβολο, μια ταύτιση που επιχείρησε και επέτυχε ο Χριστιανισμός μιας και η εικόνα που επέλεξε για τον θεάνθρωπο ήταν η αντιθετική του Διονύσου, ήτοι ο Απόλλωνας. Η σπηλιά αυτή λογικά έπρεπε να βρίσκεται στο βουνό που υποτίθεται ότι ανατράφηκε ο Διόνυσος είτε το βουνό αυτό ήταν το Μαυρομάρι/Κόρωνος (εφόσον ο Κεφαλληνιάδης ταυτίζει τα δύο βουνά), είτε το βουνό αυτό ήταν η άλλη κορυφή της ίδιας οροσειράς, δηλαδή η Κόρωνος που δεσπόζει πάνω από το ομώνυμο χωριό.
Ο χωματόδρομος που ξεκινάει από το υψηλότερο σημείο του αμαξωτού, ανάμεσα στον Σταυρό Κεραμωτής και την Κόρωνο, αλλά και λίγο μετά τις κεραίες που μεταδίδουν τηλεοπτικό σήμα λίγο μετά το Σκαδό οδηγεί πολύ κοντά στην κορυφή του Μαυρομαρίου. Χρειάστηκε να σκαρφαλώσουμε μόλις πενήντα μέτρα για να κατακτήσουμε την κορυφή που ήταν ένα μικρό οροπέδιο με βραχώδεις σχηματισμούς που σημάδευαν τον ουρανό. Μόλις ξαποστάσαμε λίγο και τσιμπήσαμε κάτι τις, αρχίσαμε να ψάχνουμε για την περίφημη σπηλιά. Είναι περιττό βέβαια να πούμε ότι δεν υπήρχε ούτε σήμανση, ούτε κάποιο μονοπάτι φαινόταν να οδηγεί στην πίσω πλαγιά του βουνού, από την μεριά της Μυκόνου όπου υποθέσαμε ότι θα βρίσκεται η Σπηλιά του Κακού! Το μυστήριο δεν λύθηκε ούτε αργότερα στην Κωμιακή όταν ένας γέροντας ισχυρίστηκε ότι το μονοπάτι που οδηγεί από την κορυφή του Μαυρομαρίου στην σπηλιά υπάρχει αλλά είναι εξαιρετικά δύσβατο και πρέπει να σε οδηγήσει κάποιος που το γνωρίζει καλά. Η σύγχυση πάντως για το βουνό του Διονύσου και την σπηλιά/καταφύγιο συνέτεινε η αναφορά του πατέρα μου ο οποίος ισχυρίστηκε ότι η σπηλιά αυτή δεν βρίσκεται στις πλαγιές του Μαυρομαρίου αλλά στις πλαγιές της κορυφής Κόρωνος και ότι η κορυφή που αναφέρει ο Κεφαλληνιάδης δεν είναι το Μαυρομάρι αλλά η Κόρωνος!
Το πήραμε λοιπόν απόφαση ότι σπηλιά δεν επρόκειτο να δούμε, τουλάχιστον στην συγκεκριμένη περιήγηση. Ρίξαμε λοιπόν μια ματιά στον χάρτη ROAD και είδαμε ότι υπήρχε κάποιος μονοπάτι που οδηγούσε από το Μαυρομάρι στην Κωμιακή και ένα άλλο που οδηγούσε από εκεί στον Απόλλωνα. Το αρχικά ευδιάκριτο μονοπάτι πολύ σύντομα έγινε κάτι σαν μονοπάτι και όπως συνηθίζουν όλα τα μονοπάτια στην Νάξο, πολύ σύντομα έγινε κάτι σαν γκρεμός και μετά γκρεμός κανονικός. Αποφασίσαμε να κόψουμε κάθετα το βουνό για να βγούμε στον αμαξωτό Σκαδού Κωμιακής. Δυστυχώς τα βάτα, που έχουν αγκάθια σαν αγκίστρια, είχαν διαφορετική άποψη αλλά μία ώρα αργότερα γρατσουνισμένοι και ιδρωμένοι και αφού περάσαμε ουκ ολίγες κακοτοπιές, φτάσαμε στον δρόμο και από εκεί στην Κωμιακή. Ευτυχώς για εμάς, το μονοπάτι Κωμιακή Απόλλωνα δεν επιφύλασσε άλλες δυσάρεστες εκπλήξεις και μάλιστα από καιρού εις καιρό κόκκινα σημαδάκια από μπογιά υποδείκνυαν τη σωστή κατεύθυνση με εξαίρεση την πρώτη διασταύρωση όπου ο περιηγητής πρέπει να συνεχίσει ευθεία και όχι να στρίψει δεξιά προς τα κάτω.
Παρά την βάτευση που υποστήκαμε από τα βάτα, την επομένη κιόλας σχεδιάσαμε την επόμενη περιήγηση. Το πρωινό που ακολούθησε μας βρήκε στο λεωφορείο με προορισμό της Κόρωνο. Στο δρόμο, ο εισπράκτορας, ένας μεσήλικας με μουστάκι που ενίοτε εκτελεί και χρέη οδηγού, εκσφεντόνισε με ελαφρά την καρδία ένα πλαστικό μπουκάλι από το παράθυρο. Συγκρατήσαμε τον θυμό μας και κατεβήκαμε στην διασταύρωση προς Αργοκοίλι. Το βάδισμα σε αμαξωτό είναι κάπως βαρετό αλλά ξεπεράσαμε την απροθυμία μας, περάσαμε την είσοδο της βάσης του ναυτικού, οικτιρίσαμε το τοπίο μόλις αντικρίσαμε το τερατούργημα/εκκλησία που κτίζεται στο Αργοκοίλι, θαυμάσαμε τον οικισμό Ατσιπάπη και την Βυζαντινή εκκλησία που βρίσκεται στο Λιοίρι και βγήκαμε στην κορυφή του βουνού μέσα από περιφραγμένα και κλεισμένα με αμπασές μονοπάτια. Ο χάρτης ROAD, που κανονικά δεν έπρεπε να του έχουμε καμία εμπιστοσύνη, έδειχνε δύο μονοπάτια. Το δεξί οδηγούσε ανάμεσα στο Πυργί και την Μέλισσα, δύο θαλάσσιες περιοχές μεταξύ Αγίου Δημητρίου και Λυώνα, και το αριστερό φαινομενικά οδηγούσε στον Άγιο Δημήτρη. Πήραμε το αριστερό αλλά πολύ σύντομα αποδείχτηκε ότι μπορεί και να οδηγούσε Απείρανθο ή σε κάποιο εξίσου άσχετο μέρος και επιστρέψαμε για να ακολουθήσουμε το δεξί μονοπάτι. Σύντομα το μονοπάτι έγινε κάτι σαν μονοπάτι και πολύ γρήγορα γκρεμός. Οι αίγες δεν είχαν καμία δυσκολία να το διασχίζουν αλλά εμείς βρίσκαμε τις πέτρες πολύ γλιστερές και τους θάμνους και τα φρύγανα ιδιαίτερα δύσβατους. Αποφασίσαμε να κατεβούμε κάθετα το βουνό αφού πρώτα περάσαμε πάνω από έναν ψηλό τράφο, προς την παραλία που λέγεται Φυρό Λιμνάρι, πράγμα που καταφέραμε μετά από άπειρα ζιγκ ζαγκ και μεγάλη κόπωση αλλά μπορεί να πει κανείς ότι ανταμειφθήκαμε από μία βουτιά στο Κρυφό Λιμανάκι (ή κρυφοσπηλιά) που βρίσκεται ακριβώς δίπλα στο Φυρό Λιμνάρι. Αλγεινή εντύπωση μου προκάλεσε το ότι το μικρό μητάτο στο οποίο μέχρι το 1968 σύσσωμη η οικογένεια του Μπεοκώστα έκανε τις διακοπές έχει γκρεμιστεί. Βεβαίως προσωπικά δεν έχω ζήσει εκείνες τις εποχές αλλά είναι χαραγμένες στην μνήμη μου από τις παλιές φωτογραφίες που κιτρινίζουν στα οικογενειακά άλμπουμ. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι παρόλο που ο περίφημος χάρτης ROAD, που για άλλα νησιά έχει αποδειχτεί αξιόπιστος, δεν σημειώνει κανένα δρόμο από Αζαλά προς Άγιο Δημήτρη ή και αντίθετα ενώ εμείς μετρήσαμε αρκετά μονοπάτια και χωματόδρομους από Αι Δημήτρη σε Μουτσούνα αλλά και αντίθετα όπου ο δρόμος ξεπερνάει και το Φυρό Λιμνάρι και συνεχίζει προς την περιοχή που οι εντόπιοι αποκαλούν Αλατσόουρνες.
Αφού ξαποστάσαμε λίγο, πήγαμε μια βόλτα στην Μουτσούνα από ένα παλιό μονοπάτι που τώρα έχει γίνει κανονικός δρόμος και το οποίο παλαιότερα οδηγούσε από τον Αζαλά στο τηλεφωνείο της Μουτσούνας, αν κάποιοι θυμούνται την Κυρά-Ρίτα. Το μονοπάτι από Άγιο Δημήτριο προς Αζαλά είναι βατό αλλά αυτό το αυθαίρετο που έχει από την δεκαετία του 1980 περιφράξει παράνομα την παραλία είναι τόσο ενοχλητικό που μου έρχεται να το γκρεμίσω μόνος μου! Γενικά η Μουτσούνα την ώρα που φτάσαμε παρουσίαζε μία ειδυλλιακή εικόνα αλλά σκοτείνιαζε και δεν είχαμε φακό έτσι γυρίσαμε βιαστικά στο εξοχικό των γονιών μου, μαγειρέψαμε και ολοκληρώσαμε μια ευχάριστη ημέρα με την πόση πολυκαιρισμένου κρασιού που κάποιος είχε λησμονήσει σε ένα εικοσάκιλο μπιτόνι.
Είχαμε αποφασίσει ότι το επόμενο πρωί θα παίρναμε το λεωφορείο από Μουτσούνα προς Απείρανθο αλλά όπως αποδείχτηκε στα τέλη Αυγούστου δεν υπάρχει πρωινό δρομολόγιο, χωρίς να είμαι σίγουρος ότι υπάρχει κάποια άλλη περίοδο. Αναγκαστικά η περιπέτεια μας θα συνεχιζόταν μιας και δεν ήμασταν διατεθειμένοι να ακολουθήσουμε τον αμαξωτό. Παραδόξως, ο ROAD έδειχνε ότι το μονοπάτι που οδηγούσε στην Απείρανθο ξεκινούσε από το ρέμα που εκβάλει περίπου διακόσια μέτρα από τον Άγιο Δημήτρη και προς τον Αζαλά σε μία παραλία με άσπρα βότσαλα και περνούσε ανάμεσα από τα βουνά. Συμπεράναμε ότι ο χάρτης εννοούσε τον ρύακα και έτσι ακολουθήσαμε την κοίτη του προς τα πάνω περνώντας από την Σπηλιά που άλλοτε επισκεπτόμασταν για να τηλεφωνήσουμε γιατί ο Λεφτεροβασίλης είχε εκεί ένα τηλέφωνο με μανιβέλα που συνδεόταν με την περίφημη Κυρά-Ρίτα. Φυσικά η κοίτη του ρύακα ήταν εκείνη την εποχή στεγνή και μόνο τα λευκά βότσαλα της επίστρωσης πρόδιδαν ότι τον χειμώνα περνάει από εκεί νερό. Η πρώτη δυσάρεστη έκπληξη μας περίμενε στο σημείο όπου ο δρόμος προς Απείρανθο διασταυρώνεται με τον ρύακα. Εκεί υπάρχει βέβαια μία μικρή γέφυρα κάτω από την οποία κείτονταν δεκάδες ψοφίμια τα οποία ανέδιδαν δυσώδεις μυρωδιές. προσπεράσαμε το σημείο αναρωτώμενοι γιατί δεν είχαν μπει στον κόπο να τα θάψουν αν και θα έπρεπε να φανταστούμε ότι απλά όποιοι τα πέταξαν περίμεναν το νερό που θα κατέβαινε τον χειμώνα να εκβράσει τα πτώματα στην θάλασσα απαλλάσσοντας τους από τον κόπο! Αν και δεν είχαμε πλέον καμία εμπιστοσύνη στον χάρτη μας συνεχίσαμε να ανηφορίζουμε τον ρύακα που περνούσε ανάμεσα από τους λόφους και τα βουνά της περιοχής και που άλλοτε ήταν ευκολοβάδιστος ενώ άλλοτε δύσβατος αλλά ευτυχώς σε λίγα σημεία. Στις όχθες του έβοσκαν κατσίκες και μόνο ένα ακόμα ψοφίμι που συναντήσαμε σχεδόν δύο χιλιόμετρα μακρύτερα μας χάλασε κάπως την διάθεση. Σταδιακά ο ρύακας άρχισε να γίνεται περισσότερο ανηφορικός και απότομος και σε αρκετές περιπτώσεις αναγκαστήκαμε να σκαρφαλώσουμε τεράστιους βράχους που κανείς αναρωτιόταν πως βρέθηκαν εκεί μέσα στην μέση του ποταμού. Θαυμάσαμε ακόμα μια τεράστια βελανιδιά που έστεκε περήφανη και αλύγιστη στη μέση του ποταμού παρά τους τόνους νερό που φαινομενικά δεχόταν κάθε χειμώνα.
Υπολογίζαμε ότι είχαμε πλησιάσει περίπου στα τρία χιλιόμετρα το χωριό όταν ξαφνικά είδαμε λιμνάζων νερό και μιας και δεν είχαμε πολλές προμήθειες στα παγούρια μας μία από τις συντρόφους μου επιχείρησε να συμπληρώσει το νερό του παγουριού της. Της είπα ότι καλύτερα να μην το κάνει γιατί το νερό έμοιαζε κάπως ύποπτο και προσπεράσαμε το σημείο. Μια μυρουδιά πλανιόταν στον αέρα, διόλου ευχάριστη που γινόταν απεχθέστερη όσο ανεβαίναμε τον ρύακα. Συναντήσαμε και άλλα λιμνάζοντα νερά και πλέον δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι επρόκειτο για βοθρόνερα. Η μπόχα ήταν ανυπόφορη. Δεν ξέραμε τι να υποθέσουμε. Σε κάποιο απότομο σημείο που η αναρρίχηση απαιτούσε και τα τέσσερα άκρα και στο οποίο ελλόχευε ο κίνδυνος κανείς να γλιστρήσει, κάτω από τους βράχους υπήρχε μία μεγάλη και βαθιά λίμνη με βοθρόνερα. Αν κάποιος γλιστρούσε θα έπεφτε μέσα. Η δυσωδία μου έφερνε λιγοθυμιά αλλά με μεγάλο κόπο καταφέραμε να διασχίσουμε το σημείο χωρίς να καταλήξουμε στα σκατά της φρικιαστικής λίμνης. Αλλά όσο μεγάλη και αν ήταν η φρίκη που νιώσαμε αυτό που μας περίμενε λίγα μέτρα παρακάτω ήταν τόσο ανείπωτα αηδιαστικό που οτιδήποτε έχω δει μέχρι σήμερα δεν το συναγωνιζόταν σε αηδία. Ένας καταρράκτης σκατά και βοθρόνερα έπεφτε από το φαράγγι και έσκαγε με δύναμη στα λευκά βότσαλα του ρύακα, ένας Σκαταρράκτης!! Η μπόχα ήταν ανυπόφορη, το θέαμα αποκρουστικό! Εφόσον κατάφερα να διασχίσω το σημείο και να σωριαστώ ημιλιπόθυμος εκατό μέτρα παραπάνω θεωρώ ότι υπήρξα τυχερός. Η καρδιά μου χοροπηδούσε έτοιμη να σπάσει, τόσο μεγάλο ήταν το σοκ που έπαθα. Και να φανταστεί κανείς ότι εργαζόμενος ως βοηθός υδραυλικού έχω ανοίξει ένα σωρό βόθρους, αλλά αυτό ήταν το κάτι άλλο! Ζήτησα από τους συντρόφους μου να ανεβούμε κάθετα την πλαγιά και τα καταφέραμε μετά από πολλές στάσεις διότι η καρδιά μου δεν έλεγε να σταματήσει να χοροπηδάει. Ο Σκαταρράκτης του Απεράθου βρίσκεται κάπου στο ύψος του παλιού λατομείου που χρησίμεψε για την κατασκευή του δρόμου Απειράνθου Μουτσούνας. Σε αυτό το σημείο του αμαξωτού καταφέραμε να φτάσουμε από όπου για καλή μας τύχη μας περιμάζεψε ένα αμάξι γνωστών που έτυχε να περνάει εκείνη την ώρα (σαν από μηχανής θεός) και μας μετέφερε στην Απείρανθο.
Μετά από έναν φραπέ και αρκετή συζήτηση για τους (Σ)καταρράκτες τ` Απεράθου ήρθε το λεωφορείο. Δίπλα μας κάθισε ένας γέροντας που ακούγοντας την συζήτηση μας πληροφόρησε ότι οι Απεραθίτες ρίχνουν τους υπονόμους τους στον ρύακα που εκβάλει μεταξύ Αγίου Δημητρίου και Αζαλά, οι Κορωνιδιάτες στον ρύακα που εκβάλει στον Λυώνα, οι Σκαδιώτες σε ένα φαράγγι που λένε ότι κανείς δεν ξέρει που οδηγεί (και που θέλετε να οδηγεί;) και αρχίζω να αναρωτιέμαι που στο διάολο αδειάζουν τα λύματα τους οι Κωμιακίτες γιατί ξέρω πολύ καλά που τα αδειάζουν οι Απολλωνιάτες ενώ φαντάζομαι ότι περίπου τα ίδια συμβαίνουν στον Λυώνα όπως και στα υπόλοιπα χωριά της ορεινής και πεδινής Νάξου.
Ρε παιδιά, εσείς της δημοτικής αρχής: μήπως πρέπει να επανεξετάσετε τις προτεραιότητες σας;
"Άμετε στο γέρο- διάολο" όπως έλεγε και ο αείμνηστος θείος μου ο Μπεοφώτης.....

0 Comments:

Post a Comment