Τρίτη, Απριλίου 17, 2007

Όταν ο Gobineau διατύπωσε στα μέσα του 19ου αιώνα το έργο του «Δοκίμιο για την ανισότητα των ανθρωπίνων φυλών» δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να νομιμοποιήσει θεωρητικά, τον ρατσισμό και την εκμετάλλευση των ιθαγενών από τους αποικιοκράτες. Οι θεωρητικές σχολές του εξελικτισμού και του δομολειτουργισμού που ακολούθησαν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα αντίστοιχα, μπορούν να εκτιμηθούν θετικά διότι απέρριψαν τον ισχυρισμό του Gobineau ότι οι ανθρώπινες φυλές είναι βιολογικά άνισες. Όμως, η παραδοχή αυτή δημιούργησε ένα σημαντικό ζήτημα. Με δεδομένη την ποικιλομορφία των πολιτισμικών μορφωμάτων και εφόσον δεν είναι η βιολογία που καθορίζει την διαφορετική εξέλιξη των κοινωνιών ποιοι είναι εκείνοι οι παράγοντες που καθορίζουν την κοινωνική αλλαγή;
Οι λειτουργιστές-δομολειτουργιστές χρησιμοποίησαν τον όρο «λαοί χωρίς ιστορία» για να περιγράψουν τις «παραδοσιακές» κοινωνίες. Ο όρος αυτός δεν αναφέρεται απλά σε λαούς χωρίς γραπτή παράδοση αλλά, υποδηλώνει ταυτόχρονα, την απουσία μετασχηματισμών. Η κοινωνική αλλαγή –σύμφωνα με τους θεωρητικούς της σχολής αυτής- είναι εξωγενής και αν δεν υπάρχει επικοινωνία με άλλες πολιτισμικές ομάδες οι δομές των κοινωνιών αυτών παραμείνουν σταθερές. Συνεπώς οι λαοί που ζούσαν σε αυτές τις κοινωνίες δεν είχαν ιστορία αφού ως «ιστορία» μπορεί να ονομαστεί μια σειρά μετασχηματισμών. Οι κοινωνίες αυτές βρίσκονταν, σύμφωνα με τους δομολειτουργιστές, σε ένα συνεχές παρόν
Οι εξελικτιστές από τη μεριά τους θεώρησαν ότι όλες οι κοινωνίες βρίσκονται σε ένα διαρκές προτσές μετασχηματισμών που όμως δεν είχε την ίδια ένταση με συνέπεια οι πολιτισμικές διαφορές των κοινωνιών να μην είναι χωρικές ή φυλετικές αλλά χρονικές. Εδώ η κοινωνική μεταβολή είναι ενδογενής, καθώς όλες οι κοινωνίες θα εξελίσσονταν φτάνοντας στο στάδιο της σύγχρονης δυτικής και ταυτόχρονα εξωγενής καθώς και οι εξελικτιστές παραδέχονται ότι η επικοινωνία αυξάνει τον ρυθμό της προόδου. Έτσι, η ανθρωπότητα παρουσιάζεται –από τους εξελικτιστές- ως ένα ομοιογενές γραμμικό-χρονικό σύνολο στο οποίο ιεραρχούνται οι διάφορες κοινωνίες με κορυφαίο κοινωνικό σχηματισμό την σύγχρονη δυτική κοινωνία με τελικό αποτέλεσμα οι περιοχές της «περιφέρειας» να χαρακτηρίζονται καθυστερημένες, δηλαδή ότι σε αυτές τις κοινωνίες η εξέλιξη δεν ήταν τόσο γρήγορη. Δεν αρνούνται λοιπόν οι εξελικτιστές την «ιστορία» στους «λαούς χωρίς ιστορία» απλώς εκτιμούν ότι η ιστορία τους είναι πολύ «μικρή» συγκριτικά με την ιστορία των δυτικών ανεπτυγμένων κοινωνιών.
Όπως βλέπουμε, παρά τις διαφορές τους, οι δύο αυτές σχολές των κοινωνικών επιστημών, παρουσιάζουν μία αξιοθαύμαστη ταύτιση στην αντίληψη της ιστορίας. «Ιστορία» δεν είναι η περιγραφή της στασιμότητας αλλά της μεταβολής. Η ίδια αντίληψη για την ιστορία οδήγησε ορισμένους νεοφιλελεύθερους οικονομολόγους, μετά την πτώση των κρατών του υπαρκτού σοσιαλισμού να μιλήσουν για το «τέλος της ιστορίας», δηλαδή να υποστηρίξουν την άποψη ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός αποτελεί το ανώτερο στάδιο εξέλιξης.
Θεωρητικά και οι δύο κοινωνικές θεωρίες που ακολούθησαν την θεωρία του Gobineau δεν είναι ρατσιστικές διότι δίνουν τη δυνητική δυνατότητα στους «άγριους» να «εξανθρωπιστούν» να φτάσουν δηλαδή στο επίπεδο του δυτικού ανθρώπου. Στην ουσία τους όμως και οι δύο αυτές θεωρίες αναπαράγουν τον ρατσισμό και νομιμοποιούν και ενισχύουν με τη σειρά τους την αποικιοκρατία που με τον μανδύα αυτή τη φορά όχι την βιολογική διαφορά αλλά το εκπολιτιστικό έργο εκμεταλλεύεται τους ιθαγενείς.
Ο Claude Levi Strauss με το δοκίμιο του «Φυλές και ιστορία» που εκδόθηκε το 1952 έχει δύο στόχους. Πρώτον επιχειρεί να αντιταχθεί στον συγκεκαλυμμένο ρατσισμό που προάγουν οι θεωρίες του εξελικτισμού και του δομολειτουργισμού και –δεύτερον- να τεκμηριώσει την υπόθεση ότι τα πολιτισμικά μορφώματα δεν είναι αποτέλεσμα των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της κάθε φυλής αλλά ακριβώς το αντίθετο, να αποδείξει δηλαδή ότι η ποικιλομορφία που χαρακτηρίζει τις διάφορες φυλές της Αφρικής, της Αμερικής και της Ασίας δεν προέρχεται από κάποια βιολογικά χαρακτηριστικά αλλά από ιστορικούς, γεωγραφικούς και κοινωνιολογικούς παράγοντες. Όπως εύστοχα επισημαίνει, «αντί αυτή η ποικιλομορφία να παρουσιάζεται όπως είναι, δηλαδή ως φυσικό φαινόμενο, παρουσιάζεται ως κάποιου είδους τερατούργημα».
Σε αυτά τα πλαίσια, επιτίθεται με σφοδρότητα στην νομοτελειακότητα των σταδίων που προβλέπει ο εξελικτισμός, τον οποίο αποκαλεί ψευδοεξελικτισμό. Το τεχνολογικό επίπεδο των κοινωνικών σχηματισμών δεν είναι ενδεικτικό για την κατάταξη τους στην εξελικτική πυραμίδα και μία σύγκρισης μεταξύ των αρχαϊκών δυτικών κοινωνιών και των «σύγχρονων πρωτόγονων» είναι ανεδαφική διότι δεν υποστηρίζεται από αντίστοιχες ομοιότητες σε επίπεδα θεσμών. Η διαφωνία του με τους εξελικτιστές επεκτείνεται και στο μείζον ζήτημα της κοινωνικής μεταβολής. Φαίνεται ότι στο ερώτημα αν η κοινωνική μεταβολή είναι ενδογενής ή εξωγενής ο Levi-Strauss είναι κατηγορηματικός «η ιδιαίτερη μοίρα και η μοναδική κατάρα που μπορεί να συνθλίψει ένα ανθρώπινο σύνολο και να το εμποδίσει να πραγματοποιήσει όλες τις επιθυμίες του είναι να είναι απομονωμένο».
Αν και όχι ρητά, ο Levi-Strauss αναγνωρίζει στον δομολειτουργισμό την αντιμετώπιση των πολιτισμικών μορφωμάτων ως μοναδικών, την απεμπλοκή δηλαδή των πολιτισμικών ομάδων από την εξελικτική πυραμίδα εξέλιξης. Ταυτόχρονα, φαίνεται να συμφωνεί μαζί τους στο ζήτημα της κοινωνικής μεταβολής καθώς παραδέχεται ότι η κοινωνική μεταβολή είναι εξωγενής. Ως πλέον πρόσφορος τρόπος να επιτευχθεί ένα υψηλό επίπεδο πολιτισμού αναδεικνύεται η επικοινωνία μεταξύ των πολιτισμικών μορφωμάτων. Η διαφωνία του με τους δομολειτουργιστές εστιάζεται κυρίως στην αντιμετώπιση από τη μεριά τους των κοινωνιών, ως κοινωνίες σε ισορροπία, κοινωνίες δηλαδή με σταθερές δομές, δηλαδή ως «λαούς χωρίς ιστορία». Ο Levi-Strauss θεωρεί ότι οι κοινωνίες βρίσκονται σε συνεχή μετασχηματισμό καθώς καμιά κοινωνία δεν είναι αποκομμένη από όλες τις άλλες. Κάνοντας μία σαφή αναφορά στον ιστορικό μερικισμό, αναφέρει ότι αν και οι πολιτισμοί της Αμερικάνικης ηπείρου είχαν μείνει απομονωμένες από τον υπόλοιπο κόσμο για μια περίοδο 10 ως 25 χιλιάδων ετών αλλά διατηρούσαν πολύ στενές σχέσεις μεταξύ τους. Μέσω της επικοινωνίας και της ετερότητας αυτές οι κοινωνίες διαμόρφωσαν διαφορετικούς πολιτισμούς. Αυτό που ονομάζεται «Ιστορία της ανθρωπότητας», δηλαδή η Χεγκελιανή ιστορία, είναι ένας δυτικός μύθος. Υπάρχουν εναλλακτικά ιστορικά προτσές και όχι μία και μόνη αντικειμενική ιστορία που καταβροχθίζει ετερότητες. Έτσι, σύμφωνα με τον συγγραφέα, κάθε πολιτισμική ομάδα
Βρίσκεται σε διαρκή επικοινωνία με άλλες πολιτισμικές ομάδες
Μετασχηματίζεται συνεχώς
Διαμορφώνει έναν ιδιαίτερο πολιτισμό ανεξάρτητα από την βιολογική ταυτότητα των μελών της
Ο πολιτισμός της κάθε ομάδας είναι δυνάμει επισωρευτικός
Η πολιτισμική ποικιλομορφία των ομάδων σε επικοινωνία αυξάνει τις πιθανότητες για επισωρευτική ιστορία
Η επισωρευτική ιστορία σύμφωνα με τον Levi-Strauss -και με τον όρο αυτό εννοείται μια τεχνολογική συσσώρευση και γρήγοροι κοινωνικοί μετασχηματισμοί- δεν είναι προνόμιο της δυτικής κοινωνίας «Όλοι οι λαοί κατέχουν, μετασχηματίζουν, βελτιώνουν ή λησμονούν τεχνικές αρκετά σύνθετες για να τους επιτρέψουν να κυριαρχήσουν στη περιοχή τους. Κάθε ιστορία είναι επισωρευτική με διαφορά βαθμών». Εφόσον όμως όλοι οι πολιτισμοί εμφανίζουν επισωρευτικότητα εγείρεται το ερώτημα γιατί λοιπόν ορισμένοι πολιτισμοί εμφανίζουν μεγαλύτερη τεχνολογική συσσώρευση από άλλους πολιτισμούς. Γιατί αναπτύχθηκε στο μεγαλύτερο βαθμό ο δυτικός πολιτισμός. Η απάντηση που δίνει ο Levi-Strauss σε αυτό το ερώτημα έχει δύο παραμέτρους: η πρώτη είναι η μεγαλύτερη επικοινωνία ποικίλων πολιτισμικών ομάδων και η δεύτερη είναι η τύχη. Έχουμε την αίσθηση ότι παρά την επιθετική του στον εξελικτισμό, ο συγγραφέας πιστεύει στον τεχνολογικό εξελικτισμό δηλαδή ότι θεωρεί πως οι κοινωνίες αργά η γρήγορα θα έφταναν στο τεχνολογικό επίπεδο του δυτικού κόσμου. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά εάν η βιομηχανική επανάσταση δεν είχε γίνει στην Ευρώπη θα είχε γίνει σε κάποιο άλλο μέρος του κόσμου έστω και με χρονική καθυστέρηση ενός ή δύο αιώνων. Αυτή η νομοτελειακότητα στην τεχνολογική πρόοδο όμως δεν θα συνοδεύεται από μία αντίστοιχη νομοτελειακότητα στην εξέλιξη του εποικοδομήματος, το πέρασμα δηλαδή σε μία φεουδαλικού ή καπιταλιστικού τύπου κοινωνία ανάλογα με το επίπεδο τεχνολογικής συσσώρευσης, δηλαδή έχουμε μία κάθετη διαφωνία με τον Μαρξ που υποστήριξε ότι μια αλλαγή στα μέσα παραγωγής θα έχει σαν συνέπεια μία προδιαγεγραμμένη αλλαγή στις σχέσεις παραγωγής. Ως κυρίαρχη λοιπόν δομή αναδεικνύεται ο πολιτισμός ή, ας πούμε, το «πνεύμα» της κάθε κοινωνίας όπως το ονόμασε ο Boas που έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τον Levi-Strauss.
Φαίνεται λοιπόν πως ο συγγραφέας δεν παραγνωρίζει την τεχνολογική ανισότητα που χαρακτηρίζει τις διάφορες πολιτισμικές ομάδες του πλανήτη η οποία συνοδεύεται από μία ακόμα μεγαλύτερη πολιτισμική ποικιλομορφία αλλά επιχειρεί να την ερμηνεύσει με έναν διαφορετικό τρόπο. Σε αυτά τα πλαίσια, το επόμενο ζήτημα που τον απασχολεί είναι η αντίληψη ότι ο προσαρμοσμένος στον καπιταλισμό, Σωκρατικός ορθολογισμός, ένας ορθολογισμός δηλαδή βασισμένος στον Homo economicus αποτελεί το μέτρο σύγκρισης για την κατάταξή και την ιεράρχηση συμπεριφορών από διαφορετικές πολιτισμικές ομάδες. Η αναλογική δηλαδή εφαρμογή ενός δυτικού ερμηνευτικού εργαλείου για την κατανόηση πολιτισμών που απέχουν παρασσάγγας από τον δυτικό. Οι μεταφορές που επιχειρεί από τον χώρο των φυσικών επιστημών και την θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν για να αποδείξει ότι ο τρόπος που βλέπουμε τον κάθε πολιτισμό εξαρτάται από την θέση μας είναι μάλλον ατυχείς ενώ μία στοιχειώδης γνώση και αναλογική εφαρμογή της αρχής της αβεβαιότητας του Χάϊζεμπεργκ θα ήταν αρκετή. Έτσι, και πάντα σύμφωνα με τον Χάϊζεμπεργκ, είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε είτε την θέση ενός σωματιδίου είτε την κατεύθυνση του αλλά ποτέ και τα δύο. Οι κοινωνίες, όπως και τα σωματίδια, δεν κινούνται ούτε γραμμικά αλλά και ούτε υπάρχει μία σχέση αιτιότητας που εμείς τουλάχιστον να μπορούμε να ανακαλύψουμε. Σε αυτό το σημείο, στην σχέση δηλαδή αιτιότητας, οι φυσικές επιστήμες σηκώνουν τα χέρια και εκτιμώ ότι και οι κοινωνικές επιστήμες θα πρέπει να κάνουν το ίδιο. Αυτή η αβεβαιότητα μας οδηγεί στην διατύπωση δύο βασικών αντιφατικών αρχών που θεωρούμε ότι αποτελούν θεωρήματα:
Τίποτα δεν είναι τυχαίο
Τίποτα δεν είναι προβλέψιμο
Σταχυολογώντας τα βασικά συμπεράσματα του συγγραφέα με τα οποία επιχειρεί να αντικρούσει τις ρατσιστικές αντιλήψεις της εποχής, καταλήγουμε στα εξής: Η συμβολή της κάθε πολιτισμικής ομάδας δεν μπορεί να αποτιμηθεί διότι ο παγκόσμιος πολιτισμός είναι ένα είδος οριακής αντίληψης ή ένας σύντομος τρόπος να προσδιοριστεί ένα πολυσύνθετο προτσές. Διότι αν οι αποδείξεις που μας παρέθεσε ισχύουν, δεν υπάρχει, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ένας παγκόσμιος πολιτισμός με την απόλυτη έννοια που δίνουμε σε αυτήν την έκφραση, εφόσον ο παγκόσμιος πολιτισμός υπονοεί την συνύπαρξη πολιτισμών που παρουσιάζουν ανάμεσα τους τη μεγαλύτερη διαφορά και συνίσταται κατά βάθος από αυτή την συνύπαρξη. Ο παγκόσμιος πολιτισμός δεν μπορεί να είναι άλλο πράγμα από τη συμμαχία, σε παγκόσμια κλίμακα, πολιτισμών που ο καθένας διατηρεί την πρωτοτυπία του. Η διαφορά αυτή των πολιτισμών δεν εξαρτάται τόσο από την απομόνωση των λαών όσο από τις σχέσεις που τους συνδέουν. Δεν υπάρχουν έξυπνοι και λιγότερο έξυπνοι λαοί, κάθε κοινωνία έχει τους δικούς της «σοφούς» που δεν μπορούν να αποτιμηθούν με τα δυτικά αναλυτικά εργαλεία. Δεν υπάρχουν «ανώτεροι» και «κατώτεροι» πολιτισμοί, δεν υπάρχουν «ανώτεροι» και «κατώτεροι» άνθρωποι. Το ότι ο δυτικός πολιτισμός παγκοσμιοποιείται δεν σημαίνει ότι αυτό γίνεται επειδή είναι ανώτερος αλλά επειδή λειτουργεί διαλυτικά στους θεσμούς των κοινωνιών στις οποίες επιβάλλεται με την χρήση ή με την οιονεί χρήση βίας.
Όμως, καθώς -σύμφωνα με την θεωρία του- αυτό που γεννάει την κοινωνική μεταβολή και την πρόοδο είναι η πολιτισμική ποικιλομορφία που μετατρέπεται σε κάποιου είδους πολιτισμική συμμαχία και καθώς το κείμενο αυτό γράφτηκε για την UNESCO ο Levi-Strauss θα αγνοήσει την επιτάχυνση της εκμετάλλευσης των αποικιών που ο ίδιος επισημαίνει και θα επιχειρήσει να τελειώσει το κείμενο με ένα ευχολογικό συμπέρασμα που θα μπορούσε να είχε γράψει και ο Adam Smith και στο οποίο κάνει διάκριση ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομική εξάρτηση. Η θεραπεία –γράφει- συνίσταται στο να διευρύνεται η συμμαχία, είτε με εσωτερική διαφοροποίηση είτε με την εισδοχή νέων συμμάχων: τελικά χρειάζεται πάντοτε να αυξάνεται ο αριθμός των παικτών, δηλαδή να επανέλθουμε στο πολυσύνθετο και στην ποικιλία της αρχικής κατάστασης. Αλλά βλέπουμε ότι αυτές οι λύσεις δεν μπορούν παρά μόνο να επιβραδύνουν προσωρινά το προτσές. Μπορεί να υπάρχει εκμετάλλευση μόνο στους κόλπους μιας συμμαχίας, δηλαδή ανάμεσα σε δύο ομάδες, δυναστεύουσα και δυναστευόμενη, υπάρχουν σχέσεις και πραγματοποιούνται συναλλαγές. Στην συνέχεια, και παρόλη την μονόπλευρη σχέση που τους ενώνει φαινομενικά, πρέπει συνειδητά ή ασυνείδητα, να βάλουν μαζί το ποντάρισμα τους και βαθμιαία οι διαφορές που τους φέρνουν σε αντίθεση τείνουν να μειωθούν. Από τη μία οι κοινωνικές βελτιώσεις και από την άλλη η προοδευτική άνοδος στην ανεξαρτησία των λαών που βρέθηκαν κάτω από αποικιοκρατικό ζυγό, μας παρουσιάζουν την εξέλιξη αυτού του φαινομένου: αν και υπάρχει ακόμα πολύς δρόμος να διανυθεί προς αυτές τις δύο κατευθύνσεις, ξέρουμε (!!!!) ότι τα πράγματα αναπόφευκτα (!!!!!) θα πάνε προς αυτή τη κατεύθυνση.
Αντί για απάντηση σε αυτό το ευχολόγιο θα παραθέσουμε ένα τμήμα από την μελέτη -βασισμένη στην έκθεση του ΟΗΕ για την αύξηση των ανισοτήτων σε παγκόσμια κλίμακα- που κατέθεσα στο Εμπορικό και Βιομηχανικό επιμελητήριο .
Ο Αμερικανός ιστορικός της οικονομίας Ανγκους Μάντισον υπολόγισε ότι το 1700 περίπου όλες οι περιοχές του πλανήτη είχαν το ίδιο κατά κεφαλήν εισόδημα. Οι διαφορές στο εισόδημα μεταξύ της τότε βρετανικής αποικίας Βόρειας Αμερικής, της Κίνας και της Ινδίας ήταν απειροελάχιστες. Μόνο η Ευρώπη προπορευόταν ελαφρά με ένα ποσοστό +20% από τον υπόλοιπο κόσμο. Από το 1700 μέχρι το 1800 τα πράγματα άλλαξαν -αν και με αργούς ρυθμούς-. Το 1820 η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες απέκτησαν το διπλάσιο κατά κεφαλήν εισόδημα από την Κίνα, την Ιαπωνία ή τη Ρωσία, οι οποίες δεν σημείωσαν σχεδόν καμία πρόοδο. Το πρώτο μεγάλο άλμα έγινε τον προηγούμενο αιώνα: Το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ευρώπη τριπλασιάστηκε, ενώ στις ΗΠΑ τετραπλασιάστηκε. Κινητήριες δυνάμεις η τεχνολογική πρόοδος, ο νέος καταμερισμός της εργασίας και η διεθνοποίηση στη διακίνηση κεφαλαίων και αγαθών. Ωστόσο, αν και οι ρυθμοί ανάπτυξης του 19ου αιώνα ήταν εντυπωσιακοί δεν συγκρίνονται με αυτούς του 20ού αιώνα, και ακόμη περισσότερο του δεύτερου μισού του. Ποια ήταν όμως τα αποτελέσματα αυτής της «προόδου» ;
Στη τελευταία έκδοση των Ηνωμένων Εθνών, "Human Development Report 1998", την οποία επεξεργάστηκε η επιστημονική ομάδα του Αναπτυξιακού Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών (UNDP) ήρθε να επιβεβαιώσει αυτό που γνώριζαν όλοι. Ότι δηλαδή στο νέο περιβάλλον της “παγκοσμιοποίησης” οι ανισότητες αντί να μειώνονται αυξάνονται. Έτσι, αν και από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 μέχρι σήμερα δημιουργούνται συνεχώς αναπτυξιακές θεωρίες, έχουν προταθεί και εφαρμοστεί προγράμματα αναπτυξιακής βοήθειας, έχουν διατυπωθεί σοφές υποδείξεις από εξαιρετικές ομάδες και λαμπρούς εμπειρογνώμονες, έχουν συνταχθεί καταπληκτικές επίσημες εκθέσεις και έχουν δημοσιευθεί χιλιάδες βιβλία, άρθρα και ομιλίες σε περιοδικά, σήμερα:
Το 20% του πληθυσμού της Γης στα ευπορότερα κράτη καταναλώνει το 86% του συνολικού αποθέματος αγαθών, ενώ το 20% του πληθυσμού των φτωχότερων κρατών καταναλώνει μόνο το 1,3%. Το παραπάνω 20% του πληθυσμού των ευπορότερων κρατών καταναλώνει το 45% της παραγωγής ιχθύων και κρέατος, το 58% της ενέργειας και το 84% της παγκόσμιας παραγωγής τυπογραφικού χαρτιού. Επιπλέον, κατέχει το 74% των τηλεφωνικών συνδέσεων και το 87% των αυτοκινήτων. Το πλουσιότερο 20% ευθύνεται για το 53% της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, ενώ το φτωχότερο 20% μόνο για το 3%. Τέλος σύμφωνα με τον Αμερικάνο αναλυτή Τόνι Κόρντεσμαν το 20% του παγκόσμιου πληθυσμού ελέγχει το 86% της παγκόσμιας παραγωγής. Φαίνεται λοιπόν ότι η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού οι ανοιχτές αγορές, η ανεξέλεγκτη δράση του χρηματιστικού κεφαλαίου και η παντοδυναμία των πολυεθνικών εταιρειών, όλα αυτά που χαρακτηρίζουν κατά γενική ομολογία αυτό που αποκαλούμε παγκοσμιοποίηση, έχουν διαμορφώσει έναν νέο κόσμο, πιο δυναμικό, πιο παραγωγικό, πιο αλληλεξαρτώμενο, αλλά προπαντός πιο άνισο, άδικο και καταπιεστικό. Και μόνο το γεγονός ότι οι τρεις πλουσιότεροι άνθρωποι του κόσμου (ο Μπιλ Γκέιτς, ο Γουόρεν Μπάρετ και ο Πολ Αλεν) έχουν περιουσία 156 δισ. δολαρίων, μεγαλύτερη του ΑΕΠ 43 αναπτυσσόμενων χωρών με πληθυσμό που αγγίζει το 1 δισ. άτομα, είναι αποκαλυπτικό για τις εφιαλτικές και τερατώδεις ανισότητες στις οποίες ώθησαν τον κόσμο οι περίφημοι νόμοι της αγοράς.
Η άνιση κατανομή των αγαθών πάνω στη Γη δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Η διαίρεση ανάμεσα στους πλούσιους και στους φτωχούς, κατά τη Ρουσωική αντίληψη, ξεκίνησε όταν κάποιος περιέφραξε ένα κομμάτι γης και είπε: “είναι δικό μου” και βρέθηκε κάποιος ηλίθιος που τον πίστεψε. Η τρομακτική ανάπτυξη της τεχνολογίας όμως μαζί με την παγκοσμιοποίηση των αγορών απελευθέρωσαν τις τυφλές δυνάμεις του ανταγωνισμού, που διευρύνουν τις ανισότητες σε εκρηκτικά επίπεδα. Σύμφωνα με την έκθεση του ΟΗΕ, το 1960 τα εισοδήματα των πλουσίων ήταν 30 φορές περισσότερα από εκείνα των φτωχών. Σήμερα το 20% των πλουσιότερων χωρών κερδίζει 74 φορές περισσότερα από το 20% των φτωχότερων. Δηλαδή μέσα σε λιγότερο από 40 χρόνια η ανισότητα διπλασιάστηκε! Και ενώ οι λαοί λιμοκτονούν, το ΔΝΤ θεωρεί πως έχει "επιλύσει" τα οικονομικά προβλήματα με νομισματικές, περιοριστικές πολιτικές! Τα κεφάλαια όμως αντί να επενδύονται σε παραγωγικές επενδύσεις μεταφέρονται από το ένα χρηματιστήριο στο άλλο για να επωφεληθούν από τις ευκαιρίες αγοράς μετοχών και συναλλάγματος.

0 Comments:

Post a Comment