Τρίτη, Απριλίου 17, 2007

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΓΑΛΗΝΗ

Ήτανε τρεις το πρωί όταν ιδρωμένος πετάχτηκα από το κρεβάτι μου.
Έπιασα με τα δυο μου χέρια τους κροτάφους μου και πίεσα με δύναμη.
Ο πόνος στο κεφάλι μου δεν έλεγε να σταματήσει. Έσπρωξα τα σκεπάσματα από πάνω μου και με δυσκολία κατέβασα τα πόδια από το στρώμα. Ο πόνος συνεχιζότανε και δεν τον άντεχα άλλο.
Ο πανικός άρχισε να εισχωρεί στο εύθραυστο μυαλό μου και κρύος ιδρώτας άρχισε να κάνει την εμφάνισή του στο μέτωπό μου.
Τα μάτια μου εστιάστηκαν πάνω στο άδειο μπουκάλι από ουίσκι που βρισκότανε στο πάτωμα ακριβώς μπροστά στα πόδια μου.
Το σήκωσα και έφερα το στόμιο του μπουκαλιού στο στόμα μου μα δεν υπήρχε σταλιά από αυτό το αναθεματισμένο υγρό μέσα.
Σηκώθηκα από το κρεβάτι και τρεκλίζοντας πήγα στην κουζίνα, ο θεός να την κάνει κουζίνα μ’ αυτά τα χάλια που είχε. Άνοιξα την πόρτα του ψυγείου και έβγαλα έξω ένα κουτάκι μπύρα.
Το άνοιξα με τα τρεμάμενα χέρια μου και άρχισα να αδειάζω το περιεχόμενο της κονσέρβας στο στομάχι μου.
Μετά από λίγο ένοιωθα καλύτερα. Πήρα και το δεύτερο κουτάκι της μπύρας και μέσα σε λίγα λεπτά το ήπια κι αυτό.
Σχεδόν τα χέρια μου σταματήσανε να τρέμουν όταν ήπια και το τρίτο κουτί της μπύρας που υπήρχε στο βάθος του ταλαίπωρου ψυγείου.
Η ώρα είχε πάει τρεις τα ξημερώματα.
Άνοιξα για λίγο την τηλεόραση αλλά την έκλεισα αμέσως μετά από λίγο καθώς το μυαλό μου βρισκότανε αλλού.
Αναπόλησα ξανά τα προηγούμενα χρόνια της ζωής μου με τέτοια γρηγοράδα που με τάραξε και δάκρυσα όταν για πολλοστή φορά ένοιωσα την αποτυχία να τσακίζει ότι είχα κάνει μέχρι και σήμερα στα πενήντα δύο μου.
Σκούπισα τα δακρυσμένα μου μάτια και βγήκα στην πίσω αυλή του σπιτιού μου. Κατευθύνθηκα προς την ετοιμόρροπη αποθηκούλα που βρισκότανε στο βάθος του κήπου και που πολλές φορές φιλοξένησε εμένα και την τύφλα μου.
Ο αέρας δεν έλεγε να σταματήσει εδώ και πολλές μέρες τώρα.
Τα φύλλα των δέντρων θρόιζαν με τέτοιο τρόπο λες και βρισκόσουν στη μέση ενός μισοτελειωμένου θρίλερ του Χίτσκοκ, μα εγώ είχα πάψει από καιρό τώρα να φοβάμαι τους ανθρώπους κι αυτά που μπορούν να προκαλέσουν με το μίσος τους και την κακία.
Το μόνο πράγμα που φοβόμουν ήταν μήπως δεν βρω αυτό που είχα κρύψει την προηγουμένη μέρα.
Δεν ήμουν απ’ τους ανθρώπους που φοβούνται χωρίς αυτό να σημαίνει πως απέναντι στο θάνατο λειτουργώ το ίδιο.
Πολύ θα ήθελα όμως να μην δω το πρόσωπό του όταν έρθει να με χαϊδέψει. Θα ‘θελα εκείνη την ύστατη στιγμή να ‘μαι στο κρεβάτι μου και να κοιμάμαι ώστε να μην καταλάβω τον ερχομό του μα αν αυτό δεν γίνει τότε πολύ θα παρακαλούσα να έρθει την ώρα που το μυαλό μου σταματά να σκέφτεται και δεν είναι λίγες οι ώρες της μέρας που συμβαίνει αυτό.
Σχεδόν κάθε μέρα την τελευταία εικοσαετία βρίσκομαι σε τέτοια χαοτική κατάσταση. Σχεδόν κάθε μέρα παύω να σκέφτομαι για πολλές ώρες από κείνη την καταραμένη μέρα που σημάδεψε την ζωή μου εδώ και είκοσι χρόνια.
Δεν περνάει στιγμή που το μυαλό μου ανίκανο να ακολουθήσει τις οδηγίες που του δίνω κάνει μια στάση εκεί που πονάω περισσότερο.
Την ώρα που περνάω το κατώφλι της αποθήκης ένας πόνος στο στομάχι μου με διπλώνει και σκύβοντας μου έρχεται να βγάλω τα έντερά μου.
Αναθεματίζω για μια ακόμη φορά και προσπαθώ μες στο σκοτάδι να βρω από κάπου να πιαστώ.
Στηρίζομαι στη άκρη του παλιού τραπεζιού που θα έχει κλείσει σχεδόν έναν αιώνα μέσα στο δωμάτιο και σηκώνομαι όρθιος. Οι κινήσεις μου μηχανικές γιατί χρόνια τώρα κάνω τα ίδια πράγματα.
Πηγαίνω στο παλιό μπαούλο και σηκώνω το βαρύ καπάκι με θόρυβο.
Βάζω το χέρι μου μέσα και κάτω από τις αχρησιμοποίητες κουβέρτες προσπαθώ να βρω αυτό που μ’ ενδιαφέρει.
Τα δάχτυλά μου αγγίζουν την παλιά φωτογραφία δίπλα από το μπουκάλι με το ουίσκι και τραβώντας τα και τα δυο έξω ένοιωσα την καρδιά μου να χτυπά τόσο δυνατά και γρήγορα που προς στιγμήν νόμισα πως η λύτρωση θα ερχόταν μέσα σ’ αυτή την αποθήκη.
Ένας θάνατος που υποσυνείδητα τον αποζητούσα εδώ και χρόνια μα κείνος φαίνεται πως απαξιεί να με προσέξει ή ίσως με τον δικό του τρόπο να με τιμωρεί κι αυτός όπως κάνουν εδώ και χρόνια τα συναισθήματά μου.
Ανοίγω βιαστικά το μπουκάλι και το φέρνω στο στόμα μου το οποίο έχει ξεραθεί τελείως. Κατεβάζω δυο γενναίες γουλιές και προσπαθώ να συγκρατήσω τον εαυτό μου να μην κλάψει.
Το ξέρω πως είναι μάταιος κόπος.
Αφήνομαι λοιπόν με λυγμούς να σκέφτομαι από τη μια το χάλι μου και από την άλλη την γυναίκα μου με τα δυο παιδιά μας που τώρα είναι νεκροί και πως το πιο δίκαιο θα ήταν να ήμουνα εγώ στη θέση τους.
Στο μεταξύ το υγρό που με σκοτώνει σιγά σιγά έφτασε στη μέση του μπουκαλιού όταν άκουσα τον μεγαλύτερο αδερφό μου να με φωνάζει από το σπίτι.
΄΄Ηλία, Ηλία πάλι πίνεις΄΄ άκουσα να μου λέει.
Σκούπισα βιαστικά τα δάκρυά μου και τοποθέτησα την φωτογραφία της σκοτωμένης οικογένειάς μου μαζί και το μπουκάλι στην αρχική τους θέση στο μπαούλο ελπίζοντας για άλλη μια φορά να μην ξαναδώ το χαμόγελο της γυναίκας μου και των παιδιών μου.
Θυμάμαι ακόμη εκείνη την καταραμένη μέρα που αδύναμος να ελέγξω το πάθος μου έπεισα την γυναίκα μου να με ακολουθήσει ανεβαίνοντας στο αυτοκίνητο που για την υπόλοιπη οικογένειά μου εκτός από μένα αποδείχτηκε φέρετρο.
Ήταν η μέρα που είχα αποφασίσει να μπω στο πρόγραμμα αποτοξίνωσης καταλαβαίνοντας πως ήταν η τελευταία μου ευκαιρία να ενώσω την οικογένεια που εγώ ο ίδιος είχα διαλύσει με την εμμονή μου πως το ποτό δεν μπορεί να με βλάψει. Όταν για πρώτη φορά συνειδητοποίησα πως έγινα αιχμάλωτος του πάθους μου και πως για να λειτουργήσω στην ζωή μου έπρεπε να πίνω από το πρωί τρόμαξα και αντί να αφοσιωθώ στην απεξάρτησή μου η συνειδητοποίηση του προβλήματος μου μ’ έκανε να βυθιστώ ακόμη πιο πολύ μέσα σ’ αυτό και να προκαλώ τόσα πολλά προβλήματα σε ανθρώπους που αγαπούσα.
Η φωνή του αδερφού μου ξανακούστηκε.
΄΄Τώρα έρχομαι΄΄ απαντάω με όσο το δυνατόν πιο σταθερή φωνή.
Γρήγορα, γρήγορα βγήκα από την αποθήκη και με σταθερό πλέον βήμα κατευθύνθηκα προς το σπίτι.
΄΄Άρχισες πάλι τα ίδια΄΄ τον άκουσα να μου λέει.
΄΄Δεν νομίζεις πως είναι πια καιρός να το ξεπεράσεις; Είκοσι χρόνια σχεδόν έχουν περάσει, ακόμη κι ο θεός τους ξέχασε. Ότι και να κάνεις δεν πρόκειται να τους ξαναφέρεις πίσω. Ας ήσουν εσύ σωστός όταν έπρεπε και τώρα θα ζούσαν΄΄.
Οι τελευταίες του λέξεις πάντα με πληγώνουν και από καιρό τώρα πιστεύω πως τις λέει επίτηδες γι αυτό το λόγο.
Το ξέρω πως έφταιξα και γι αυτό τυραννιέμαι τόσα χρόνια τώρα.
Είναι δυνατόν να με καταλάβει αυτός που τα παιδιά του και τη γυναίκα του τα παράτησε έτσι για ένα καπρίτσιο.
Αυτός που με ότι κι αν έχει ασχοληθεί έχει αποτύχει.
Μα και γώ από την άλλη δεν είμαι καλύτερος σκέφτομαι.
Τουλάχιστον δεν έχει πεθάνει κανείς εξαιτίας του, ενώ από μένα …
΄΄Αντώνη σε παρακαλώ άσε με΄΄ του λέω. ΄΄Δεν χρειάζεται να μου τα θυμίζεις. Ξέρω τι έχω κάνει και τι θα έπρεπε να κάνω. Δεν έχω ανάγκη κανένα να μου τα ξαναλέει από την αρχή΄΄. του απαντώ
΄΄Να δούμε πόσο θ’ αντέξεις με το ρυθμό που πίνεις. Δεν ντρέπεσαι λίγο ρε, όλος ο κόσμος για σένα και τα χάλια σου μιλάει. Δεν έχεις τσίπα πάνω σου, λίγο εγωισμό ρε να πεις τι κάνω, που βαδίζω, ή μήπως θα πρέπει να ξαναπέσεις σε κώμα για δεύτερη φορά και μετά να βάλεις μυαλό;΄΄ άρχισε πάλι το γνωστό τροπάρι ο αδερφός μου.
Με δύναμη έκλεισα την πόρτα πίσω μου και έπεσα στο κρεβάτι αφήνοντας τον να τραγουδάει μόνος του.
Η ώρα είχε πάει ήδη τεσσεράμισι το πρωί όταν αποφάσισα να ντυθώ και να βγω να πάρω λίγο αέρα.
Βγήκα από το σπίτι αφήνοντας τον αδερφό μου να μιλάει ακόμη.
Η βροχή που έπεφτε από την προηγούμενη ημέρα συνέχιζε ακάθεκτη και χωρίς να ενοχλείται από τα προβλήματα του καθενός από μας.
Σήκωσα το γιακά του παλτού μου καθώς ο αέρας συνέχιζε κι αυτός το δικό του τραγούδι.
Κατευθύνθηκα προς το πάρκο βόρεια του σπιτιού μου, μια περιοχή γεμάτη με δέντρα ακολουθώντας ένα μονοπάτι ανάμεσα από χαμόσπιτα που δεν βρισκότανε μακριά από το σημείο που έμενα.
Εξαιτίας της ανηφοριάς πολλές φορές σταμάτησα να πάρω μιαν ανάσα καθώς τα πνευμόνια μου είχαν πάρει την κατιούσα εδώ και χρόνια τώρα.
Βυθισμένος στις σκέψεις μου ούτε που κατάλαβα για πότε έφτασα.
Το μέρος είναι γεμάτο αναμνήσεις.
Ζω μ’ αυτές οι οποίες με συντρίβουν χωρίς έλεος και με βομβαρδίζουν με εικόνες από τα χαμόγελα των παιδιών μου που παίζουν ανέμελα και ξέγνοιαστα να τρέχουν εδώ και κει με την αθωότητα ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους, να πέφτουν στο καταπράσινο γρασίδι και τη γυναίκα μου να τα μαλώνει δίνοντας την εντύπωση της αυστηρής μα συνάμα, η τρυφερότητά της να ξεχειλίζει και να παρασέρνει στο διάβα της όλους μας.
Ένοιωθα τέτοια αγάπη που όμοιά της έχω την εντύπωση δεν θα ξανανιώσω ποτές. Αντί όμως αυτό το συναίσθημα να με δυναμώσει, για κάποιο ανεξήγητο λόγο με καταρράκωνε και με έριχνε σαν σε κινούμενη άμμο που όσο κι αν προσπαθούσα να βγω και να απεξαρτηθώ τόσο βυθιζόμουν μέσα σ’ αυτή.
Η γυναίκα μου βλέποντας τον εφιάλτη που βίωνα προσπάθησε στην αρχή να με βοηθήσει στηρίζοντάς με στις υποτιθέμενες προσπάθειες που κατέβαλα για να κόψω το ποτό. Προσπάθειες που πήγαιναν χαμένες.
Μη μπορώντας να κάνει κάτι άλλο πολλές φορές απείλησε να πάρει τα παιδιά μας και να φύγει ελπίζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο να συνετιστώ καταβάλλοντας αληθινή προσπάθεια.
Το ‘χα σχεδόν καταφέρει όταν παρασυρμένος από την σιγουριά μου ξανάβαλα τον θάνατο στα χείλη μου έπειτα από διάστημα πολλών μηνών θέλοντας να δείξω στον εαυτό μου πως χαλιναγώγησα το πάθος μου και δεν μ’ αγγίζει πλέον.
Από τότε και μέχρι και σήμερα δεν υπήρξε μέρα που να μην πιω εκτός των ημερών που βρισκόμουν στο νοσοκομείο όταν έπειτα από υπερβολική κατανάλωση έπεσα σε κώμα για δυο μέρες.
Ούτε αυτό με συνέτισε και δεν πήρα σοβαρά υπόψη τον κίνδυνο που διέτρεξα ρίχνοντας αλλού τις αιτίες της κατάστασης μου.
Άρχισα με τον καιρό να απομακρύνομαι από την οικογένεια μου και η ζωή της γυναίκας μου να γίνεται κόλαση.
Δυο φορές έπεσα στα γόνατά της και την εκλιπαρούσα να γυρίσει κοντά μου δίνοντας της ψεύτικες υποσχέσεις πως θα γινόμουν αυτός που ήθελε, κι εκείνη πιστεύοντάς με να μου δίνει παρατάσεις οι οποίες δεν διαρκούσαν ποτέ πάνω από ένα μήνα.
Ήταν την τρίτη φορά που παρακαλώντας την να γυρίσει της υποσχέθηκα πως θα πήγαινα επιτέλους στην κλινική για αποτοξίνωση όταν την έπεισα να ανέβει στο αυτοκίνητο με τα παιδιά τραβώντας προς το σπίτι μας.
Τα μάτια μου βάραιναν από την ποσότητα του αλκοόλ που κυκλοφορούσε ακόμη στο αίμα μου από την προηγούμενη μέρα όταν ξαφνικά και χωρίς να το καταλάβω η σχεδόν διαλυμένη ζωή μου διαλύθηκε μια και έξω όταν το αυτοκίνητο που οδηγούσα έπεσε με δύναμη στο δέντρο στην άκρη του δρόμου και μαζί με τον θάνατο της οικογένειάς μου πέθανε και η τελευταία ελπίδα μου.
Εγώ τους οδήγησα στο θάνατο. Εγώ θα έπρεπε να πληρώσω για όλα.
Είχε ήδη ξημερώσει όταν σηκώθηκα να φύγω από το πάρκο. Πήγα στο μπαρ που συνήθως συχνάζω.
Η καθαρίστρια με χαιρέτησε κουνώντας το κεφάλι και διέκρινα τον οίκτο για το πρόσωπό μου στα μάτια της.
Σταμάτησε να σφουγγαρίζει και χωρίς να με ρωτήσει μου έβαλε να πιω.
Κάθισα στη γωνία πίνοντας το θάνατο ακουμπώντας το κεφάλι μου στο τοίχο πίσω μου σκεφτόμενος ξανά και ξανά όσα με πληγώνουν.
΄΄Ηλία ξύπνα έρχεται κόσμος΄΄ άκουσα να μου μιλάει κουνώντας με ο σερβιτόρος που στο μεταξύ είχε έρθει για δουλειά.
΄΄Τι ώρα πήγε΄΄ τον ρώτησα.
΄΄Έχει πάει δέκα και μισή΄΄ απάντησε.
΄΄Βάλε μου ένα ακόμη΄΄ του λέω δίνοντάς του το ποτήρι μου.
΄΄Άστο ρε Ηλία αφού ξέρεις πως σε σκοτώνει. Τι το πίνεις το γαμημένο;΄΄ μου λέει.
΄΄Κοίτα τη δουλειά σου κι άσε με εμένα΄΄ του επιτέθηκα.
΄΄Εγώ φταίω που σε λυπάμαι, δεν φταίει κανείς άλλος΄΄ τον άκουσα να μουρμουρίζει καθώς έφευγε παίρνοντας και το ποτήρι μαζί του.
΄΄Ποιος τους ζητάει να με λυπούνται΄΄ σκέφτηκα.
΄΄Γιατί δεν κοιτάει ο καθένας τη δουλειά του και να με αφήσουν ήσυχο.
Μήπως τον είπε τίποτα ο αδερφός μου;
Μήπως πηγαίνει στα μαγαζιά που συχνάζω και τους λέει να μη μου βάζουν να πιω;΄΄ αναρωτήθηκα αγριεμένος.
΄΄Ο αδερφός μου σου είπε να μου λες αυτά;΄΄ ρώτησα τον σερβιτόρο οργισμένος την ώρα που ακουμπούσε το ποτήρι με το ουίσκυ στο τραπέζι.
΄΄Μου φαίνετε πως όσο πίνεις και γερνάς τόσο το χάνεις.
Πατάς καλά ρε Ηλία;
Ποιος αδερφός και πράσινα άλογα; Χρειάζεται να μου πει ο αδερφός σου για να δω τα χάλια σου;
Έχεις την εντύπωση πως δεν φαίνονται;΄΄ απάντησε τσαντισμένος.
Κούνησα το κεφάλι μου απογοητευμένος και βυθίστηκα ξανά στην μοναξιά μου. Έχω μπει σε τέτοιο κανάλι που με τίποτα δεν θα μπορέσω να το ξεπεράσω.
Σηκώθηκα απότομα και αφού κατέβασα με μια γουλιά το ποτό βγήκα έξω. Περιπλανήθηκα πολλές ώρες στους δρόμους μην έχοντας κάποιο σκοπό μέχρι που μούσκεψα μέχρι το κόκαλο. Πέρασα από το σούπερ μάρκετ της γειτονιάς και αγόρασα ένα ακόμη μπουκάλι θανάτου.
Δεν τρώω παρά ελάχιστα. Όταν τρώω πολύ τις περισσότερες φορές το στομάχι μου τα ξερνάει. Πήρα τον περιφερειακό που βγάζει στο δασάκι και κάθισα στο πρώτο παγκάκι που βρήκα. Η πόλη που γεννήθηκα απλωνόταν μπροστά στα μάτια μου και σκέφτηκα πως θα ‘τανε ο κόσμος χιλιάδες χρόνια πριν. Σίγουρα καλύτερος έδωσα την απάντηση που με βόλευε.
Άδειασα το μπουκάλι μέχρι και την τελευταία σταγόνα που υπήρχε μέσα του και όταν σιγουρεύτηκα πως άδειασε το πέταξα στο δρόμο που βρισκότανε μπροστά μου.
Έβγαλα με τρεμάμενα χέρια και με δάκρυα στα μάτια, το ξυράφι που είχα αγοράσει από το σούπερ μάρκετ για να ξυριστώ και κοιτάω την λεπίδα του.
Σκεφτόμενος όμως τη μιζέρια μου και φέρνοντας στο μυαλό μου εικόνες της γυναίκας μου και των παιδιών μου με αποφασιστικές πλέον κινήσεις το έπιασα και σηκώνοντας τα μανίκια του παλτού μου έκοψα τις φλέβες του αριστερού μου καρπού πρώτα.
Έβλεπα το αίμα να τρέχει και δεν ένοιωσα τρόμο ούτε και φόβο.
Αποφασιστικά πήρα το ξυράφι με το αριστερό μου χέρι και με μια κίνηση έκοψα και τις φλέβες του δεξιού μου καρπού.
Άφησα το ξυράφι να πέσει από τα χέρια μου και χαμογέλασα για την δύναμη που έδειχνα μπροστά στο θάνατο που με περίμενε.
΄΄Θα χρειαστεί να με κοιτάξεις και να μου δώσεις την προσοχή που αξίζω αγύρτη΄΄ φώναξα εκστασιασμένος.
΄΄Τώρα πλέον δεν μπορείς να μου ξεφύγεις. Θα σε χρησιμοποιήσω σαν άρμα για να με πας στον προορισμό μου.
Εσύ θα μου δώσεις την αποτοξίνωση που ζητάω χρόνια τώρα. Θα καβαλήσω την άγρια ράχη σου και θα σε μαστιγώνω αλύπητα με τις εικόνες που μόνο εγώ βλέπω και τις αναμνήσεις που μόνο εγώ βιώνω.
Άνανδρε τόσα χρόνια δεν γύρισες ποτέ να με κοιτάξεις.΄΄ συνεχίζω φωνάζοντας.
Το αίμα συνεχίζει να αναβλύζει από τις πηγές των χεριών μου και ένα γλυκό μούδιασμα αρχίζει να νιώθει το σώμα μου μα εγώ δεν δίνω σημασία.
Με έκπληξη βλέπω τη γυναίκα μου να με περιμένει στην άκρη του φωτισμένου δρόμου κρατώντας στα χέρια της τα παιδιά μας.
Τα βλέπω να μου χαμογελάνε την ώρα που προσπαθώ να αποχαιρετήσω τον κόσμο που διάλεξαν άλλοι να ζήσω.
Τα μάτια μου δάκρυσαν από ευτυχία και το χαμόγελο δεν έλεγε να φύγει από το πρόσωπό μου.
Μια γλυκιά έξαψη νιώθω να με κυριεύει και κλείνοντας τα μάτια μου έγειρα το κεφάλι μου στο πλάι.
Την βλέπω να με περιμένει εκεί στο τέλος του δρόμου και γω τρέχοντας να απλώνω τα χέρια μου για να την φτάσω.
Την ώρα που την αγκάλιασα, της ζήτησα συγνώμη και κείνη μου χάιδεψε το μάγουλό μου ψιθυρίζοντάς με πως με συγχωρεί και γω κλαίγοντας με λυγμούς να αισθάνομαι για πρώτη φορά λυτρωμένος από τις αναμνήσεις της.
Ο θάνατος με τύλιξε και γω γαλήνιος αφέθηκα στα χέρια του να με οδηγήσει εκεί που μόνο αυτός μπορεί.
Τώρα πλέον οι τύψεις σταμάτησαν να υπάρχουν.
Τώρα πλέον αποτοξινώθηκα αιώνια.
Τώρα πλέον βρίσκομαι εκεί που θα έπρεπε να ήμουν εδώ και είκοσι χρόνια.

0 Comments:

Post a Comment