Τετάρτη, Μαΐου 09, 2007

Η Υπόσχεση Ενός Άντρα

Ήταν την ημέρα που τα παιδιά έπαιζαν στο γρασίδι.
Ένας καβαλάρης έκανε την εμφάνισή του ξαφνικά κι απρόσμενα και τα κεφάλια των παιδιών γύρισαν προς το μέρος του κοιτάζοντάς τον.
Το κάτασπρο άλογο σηκώθηκε χλιμιντρίζοντας στα πίσω πόδια του χαιρετώντας ίσως μ’ αυτό τον τρόπο τους μικρούς που το κοίταζαν με θαυμασμό.
Ο αναβάτης ήταν ένα όμορφο παλικάρι που δεν ξεπερνούσε τα εικοσιπέντε του χρόνια με τα μακριά του μαλλιά να χορεύουν στον ρυθμό του αγέρα που δρόσιζε εκείνο το ζεστό καλοκαίρι τους κατοίκους της περιοχής.

Χαμογέλασε στα παιδιά και κείνα με θαυμασμό μαζεύτηκαν γύρω του όταν ξεπέζεψε. Οι ερωτήσεις των παιδιών άρχισαν να πέφτουν σαν τη βροχή.
‘’Πως σε λένε, ποιο το όνομα του αλόγου, είσαι πολεμιστής, που πας, που είναι τα όπλα σου, ποιος ο βασιλιάς σου’’, και άλλες πολλές ερωτήσεις στις οποίες το παλικάρι άρχισε να απαντά.

‘’Με λένε Έντο και κατάγομαι από μια χώρα πολύ μακριά από δω. Είναι πίσω από κείνα τα χιονισμένα βουνά κι ακόμα μακρύτερα απ’ όσο μπορείτε να φανταστείτε.
Ζω στην ψηλότερη κορφή των βουνών της πατρίδας μου μέσα στο μεγάλο κι επιβλητικό κάστρο το οποίο οι πρόγονοί μου το φτιάξανε χιλιάδες χρόνια πριν. Τον περισσότερο καιρό του χρόνου αν επισκεπτόσασταν το μέρος που ζω θα νομίζατε πως το περικλείει η θάλασσα καθώς τα σύννεφα τα οποία βρίσκονται χαμηλότερα από την κορυφή του αγαπημένου βουνού αυτήν την εικόνα σου δίνουν, πως βρίσκεσαι σε νησάκι καταμεσής στον ωκεανό.’’

Τα παιδιά κρεμόντουσαν από τα χείλη του Έντο όση ώρα εκείνος μίλαγε και πολλές φορές μπήκανε στον πειρασμό να τον ρωτήσουν για τα μέρη που ζούσε και για το κάστρο που φαινόταν τόσο παραμυθένιο, δε το κάνανε όμως από φόβο μήπως τον ενοχλήσουν κι εξαφανιστεί ξαφνικά όπως είχε έρθει. Έτσι τον άφησαν να μιλάει και μόνο επιφωνήματα θαυμασμού έβγαιναν συχνά πυκνά από τα στόματά τους.
Ο Έντο λοιπόν συνέχισε την ιστορία του.

‘’Ζούσαμε πολύ ειρηνικά για πάρα πολλά χρόνια, χωρίς να πειράξουμε κανέναν, μιας και οι επαφές μας με τον υπόλοιπο κόσμο δεν ήταν πολύ συχνές, παρά μόνο όταν χρειαζόμασταν κάτι το οποίο δεν μπορούσε να μας το δώσει η γη μας.
Αραιά και που, μας επισκεπτόταν ταξιδευτές και γυρολόγοι, τους οποίους φιλοξενούσαμε στα δωμάτια των ξένων που οι αρχιτέκτονές μας τα είχαν φτιάξει ακριβώς γι αυτό το λόγο.

Οι πρόγονοί μου βασίλευαν δίκαια και με σύνεση χιλιάδες χρόνια και κοιτούσαν το καλό του λαού μας και έτσι ποτέ οι υπήκοοί μας δεν είχαν εξεγερθεί εναντίον μας, γιατί δεν είχαν λόγο να το κάνουν. Συμμετείχαν στις χαρές της βασιλικής οικογένειάς μου με τον ίδιο τρόπο, που κι εμείς συμμετείχαμε στις δικές τους χαρές.
Οι γάμοι όλων των ανθρώπων του λαού μας γινόταν πάντα μέσα στο παλάτι της οικογενείας μας και τα έξοδα του γάμου βάρυναν πάντα τον βασιλιά και πατέρα μου γενναίο Ντερκ. Ο πατέρας μου αμέσως μετά τον γάμο, φρόντιζε έτσι ώστε το ζευγάρι να έχει το δικό του σπίτι στα πόδια του παλατιού, για να μπορεί να ζει με ευπρέπεια.
Έτσι γινόταν πάντα κι έτσι γίνεται ακόμη και σήμερα.

Μ’ αυτό τον τρόπο οι πρόγονοί μου κατάφεραν να είναι αξιαγάπητοι στο λαό τους, καθώς η ευημερία του λαού ήταν το πρώτο μέλημά τους.
Κατάφεραν ακόμη κι εξάλειψαν κάθε είδους αδικία και βία, ώστε δεν υπήρχαν παρά ελάχιστοι πολεμιστές κι αυτοί χρησιμοποιούσαν τα ξίφη τους, μόνο όταν κάνανε την καθημερινή τους εκπαίδευση και πουθενά αλλού, μα σας λέω, πως μπορεί να είναι λίγοι, αλλά φτάνουν και περισσεύουν, γιατί έχουν αναπτύξει μια τεχνική, που δύσκολα μπορεί κάποιος να τα βάλει μαζί τους.
Αυτή την τεχνική μου διδάξανε και μένα, όταν έγινα άνδρας.

Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα στην αυλή του παλατιού και στους δρόμους της πόλης μου, μαζί με τα παιδιά των υπηκόων του βασιλείου.
Παίζαμε ξέγνοιαστα κι ανέμελα χωρίς να ξέρουμε τι θα πει φόβος.
Όταν έγινα δεκαπέντε ετών και πέρασα τη δοκιμασία του άγριου αλόγου μου, αυτό που βλέπετε τώρα μπροστά σας και το όνομά της είναι Εντόρα, πέρασα δικαιωματικά στην κατηγορία των αντρών και ανάλογη ήταν και η εκπαίδευσή μου.

Εκείνο το βράδυ ένα παράξενο όραμα είχα την ώρα που κοιμόμουν.
Έβλεπα εκατοντάδες πουλιά να έρχονται και να τσιμπάνε το κεφάλι μου και γω ουρλιάζοντας και προσπαθώντας να ξεφύγω, να πέφτω από τα τεράστια και ψηλά τείχη του κάστρου στον μεγάλο γκρεμό, ώσπου την ώρα που νόμιζα πως θα συγκρουόμουν με τους κοφτερούς και απότομους βράχους, ένα λευκό σύννεφο να έρχεται με ορμή από κάτω μου και να με παίρνει στη μαλακή αγκαλιά του, να με σηκώνει ψηλά πολύ, τόσο, ώστε οι άνθρωποι που έβλεπα κάτω μου φαινόταν μικρότεροι κι από τα μυρμήγκια και έπειτα να με αφήνει στο αγαπημένο μου γρασίδι μπροστά ακριβώς από την είσοδο του παλατιού.’’

Εκείνη την ώρα ένας αναστεναγμός ανακούφισης βγήκε από τα στόματα όλων των μικρών παιδιών και σιγοψιθυρίσματα ικανοποίησης ακουστήκανε από τα χείλη τους.
Ο νεαρός πρίγκιπας Έντο χαμογέλασε ικανοποιημένος για την προσήλωση που δείχνανε τα παιδιά στην ιστορία του και συνέχισε.

‘’Την επόμενη μέρα είπα το όραμά μου στον μεγαλύτερο σε ηλικία σοφό του παλατιού και κείνος μου είπε πως κάτι άσχημο θα συμβεί στη ζωή μου, το οποίο όμως δε πρέπει να με φοβίζει, καθώς θα ‘ναι προσωρινό και ανώδυνο.
Τα λόγια οφείλω να ομολογήσω πως ενώ στην αρχή με φόβισαν, στο τέλος μου άφησαν μια γλυκιά γεύση.

Έτσι λοιπόν περίμενα πολλά χρόνια να μου συμβεί κάτι άσχημο, ώσπου τελικά μια μέρα κάτι άσχημο συνέβη, αλλά όχι σε μένα που περίμενα, μα στην αγαπημένη μου Ανέλια.

Την Ανέλια τη γνώρισα μια μέρα όπου είχα πάει για κυνήγι στο μεγάλο και πυκνό δάσος, έξω από τα τείχη του κάστρου.
Στήναμε με τους φίλους μου παγίδες στα δέντρα για να πιάσουμε πουλιά, όταν μια γλυκιά μελωδία ακούστηκε κάπου κοντά μας, την οποία συνόδευε μια πολύ ευγενική, εξαίσια και τρυφερή φωνή.
Αμέσως ξέχασα τις παγίδες και μαζί με τους φίλους μου πλησιάσαμε στο σημείο από όπου ακουγόταν αυτή η θαυμάσια μουσική με την θεϊκή φωνή να την πλαισιώνει.

Κρυφτήκαμε πίσω από τις φυλλωσιές των δέντρων και στα μάτια μας ήρθε η προσωποποίηση της ομορφιάς. Όμοια με συλφίδα, βγαλμένη λες μέσα απ’ τα κρυφά όνειρα κάθε αρσενικού, σου ‘δινε την εικόνα της τελειότητας μέσα στο λευκό της φόρεμα, με τα κατάξανθα μαλλιά της να ανεμίζουν στο ρυθμό της μελωδίας, λες και κάποιος θεός φρόντιζε ώστε ο άνεμος να χορεύει μαζί τους.

Δεν μπόρεσα να μείνω για πολύ ώρα κρυμμένος, καθώς φοβήθηκα πως θα εξαφανιζόταν χωρίς να προλάβω να της μιλήσω. Έτσι με τόλμη που ακόμη και τώρα με εκπλήσσει μα που δε μετανιώνω, εμφανίστηκα μπροστά της χαιρετώντας την. Εκείνη με έκπληξη θαρρώ με κοίταξε, σταμάτησε το τραγούδι και μου μίλησε.
Πως βρέθηκα σε τούτη την πλευρά του δάσους ήταν τα πρώτα της λόγια κι αφού της εξήγησα της είπα το όνομά μου. ΄΄Με λένε Ανέλια΄΄ μου είπε και το όνομά της χαράχτηκε σαν πύρινη ανεξίτηλη γραφή στην καρδιά μου.

Μου είπε πως μένει εκεί κοντά με την οικογένειά της και για να μη σας ταλαιπωρώ με την πολυλογία μου μικροί μου φίλοι γνώρισα την ζεστή οικογένειά της. Από κείνη την ημέρα οι επισκέψεις μου στο σπίτι της έγιναν καθημερινές και η έλξη που νιώθαμε μεταξύ μας μετατράπηκε σε συμπάθεια η οποία με τη σειρά της άφησε τη θέση της στην αγάπη. Μια αγάπη ανείπωτη όπου μόνο άνθρωποι που την έχουν ζήσει μπορούν να καταλάβουν.

Την ημέρα της ένωσης μας με τα δεσμά του γάμου στο παλάτι του πατέρα μου εκείνη τη μέρα έγινε πραγματικότητα το όραμα που ο σοφός του βασιλείου μου είχε προβλέψει.
Αντί να εμφανιστεί η αγαπημένη μου Ανέλια να περνά τις πόρτες του κάστρου την οικογένειά της είδα με τα μάτια βουρκωμένα και αμέσως το μυαλό μου πήγε στο κακό.
Μου είπαν μέσα στα αναφιλητά τους πως ένας απάνθρωπος μάγος έκανε την εμφάνισή του ξημερώματα στο σπίτι τους και χωρίς να πει τίποτα άρπαξε την Ανέλια και εξαφανίστηκε μέσα στο δάσος.

Ο γεροντότερος σοφός του παλατιού αμέσως ρώτησε τους γονείς της να του πουν τα χαρακτηριστικά του μάγου που άρπαξε την αγαπημένη μου.
Αυτοί του είπαν πως φόραγε ένα λευκό ρούχο από πάνω ως κάτω. Τα μαλλιά είχανε το χρώμα που έχουν τα στάχυα όταν ωριμάζουν μα το χρώμα του δέρματός του ήταν σαν του βρεγμένου χώματος, βρώμικο και μαύρο. Ένας πορφυρός μανδύας συμπλήρωνε την ένδυσή του κι ένα ξύλινο ραβδί κράταγε στα χέρια του.

Ο σοφός αφού τους άκουσε με προσοχή με πήρε παράμερα και άρχισε να μου λέει ποιος είναι τούτος ο παράξενος μάγος και τι ζήταγε από μένα κλέβοντας την αγαπημένη μου την ημέρα του γάμου μας.
΄΄Παιδί μου Έντο η ιστορία που θα ακούσεις έχει διάρκεια χιλιάδες χρόνια όταν ακόμη το βασίλειό μας δεν υπήρχε. Ο πρώτος πρόγονός σου και υπεύθυνος για την ίδρυση τούτης της πόλης και του βασιλείου που απολαμβάνουμε αιώνες τώρα Λάντο τόλμησε πάνω στον ενθουσιασμό του να τα βάλει με την φυλή των μάγων που ζουν στα έγκατα τούτου του βουνού για μια γυναίκα.
Με περίεργο τρόπο βρέθηκε στις υπόγειες πόλεις των μάγων και κατάφερε να ξεγελάσει όλους τους φρουρούς που φυλάνε τις εισόδους των πόλεων τους και να κλέψει την αγαπημένη όλων των μάγων που κρατούσαν φυλακισμένη την ψυχή της σε έναν λαβύρινθο από στοές.
Λένε πως ένα παιδί που δεν ξεπερνούσε τα οκτώ του χρόνια τον βοήθησε άγνωστο πως και κατάφερε αυτό που κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει.

Οι μάγοι εξαπέλυσαν κυνηγητό για να τον πιάσουν μα το μόνο που κατάφεραν ήταν να σκοτώσουν για πάντα την αγαπημένη του Λάντο όταν αυτή αδύναμη από τη γέννα του γιου της σε μια στιγμή αδυναμίας όταν οι πόνοι του τοκετού γίνανε ανυπόφοροι επικαλέστηκε τη βοήθεια μιας γριάς μαίας η οποία κατευθυνόμενη από τους μάγους θανάτωσε την ψυχή της κρυφά και ξέρεις πως όταν η ψυχή κατευθυνθεί προς τα σκοτάδια της αβύσσου τότε και το σώμα φθείρεται και πεθαίνει πολύ σύντομα.

Ο Λάντο τότε εξαπέλυσε έναν άγριο πόλεμο εναντίον των μάγων και σε σύντομο χρονικό διάστημα θανάτωσε αρκετούς από δαύτους μα όχι όλους. Εκείνοι φοβισμένοι σταμάτησαν να κάνουν την εμφάνισή τους στο βασίλειό μας κι έτσι ένα είδος ανακωχής υπήρξε μεταξύ μας για εκατοντάδες χρόνια. Μέχρι που σήμερα εμφανιστήκανε και δεν ξέρω για ποιο λόγο διάλεξαν εσένα για να κάνουν τόσο κακό. Ίσως η ομορφιά της Ανέλια να έπαιξε το δικό της ρόλο στην απόφαση να την κλέψουν.

Θα σου δώσω ένα φυλαχτό γιατί ξέρω πως θα τρέξεις στο κατόπι τους για να μπορέσεις να την ελευθερώσεις. Τούτο το φυλαχτό κρατάει από γενιά σε γενιά και αυτό ήταν που έδωσε δύναμη στον Λάντο να τα βάλει μαζί τους εκτός από το παράξενο αγόρι που συνάντησε και τον βοήθησε.΄΄
Αυτά τα λόγια μου είπε ο σοφός της παλατιού μου κι ευθύς αμέσως με πήρε στα υπόγεια του ανακτόρου για να μου το δώσει.’’

Τα παιδιά όλη αυτή την ώρα δεν έβγαζαν κιχ και ανυπόμονα, το ‘βλεπες στα μάτια τους, περίμεναν την συνέχεια της ιστορίας του Έντο, ο οποίος αργά και σταθερά συνέχισε.

‘’Παραξενεύτηκα όταν είδα να παίρνει ένα βιβλίο το οποίο πρέπει να είχε γραφεί αιώνες πριν και να βγάζει από μέσα του ένα κομμάτι γαλάζιο ύφασμα και να μου το δίνει.
Δεν πρόλαβα καλά καλά να τον ρωτήσω τι βοήθεια μπορεί τούτο το ύφασμα να μου προσφέρει όταν μου είπε πως αυτό το ύφασμα ανήκε στον μανδύα του Λάντο όταν άρχισε τη μάχη εναντίον των μάγων. Τον μανδύα του τον είχε δώσει ο Γκέρκο φημισμένος μάγος και τελευταίος της φυλής των Ακάμ που ζούσαν σε έναν τελείως διαφορετικό κόσμο από τον δικό μας. Το ύφασμα του μανδύα είχε μεγάλες μαγικές ιδιότητες καθώς θα τον προστάτευε από τα μαγικά κόλπα που οι εχθροί μάγοι θα του έκαναν. Ακόμη λειτουργεί και σαν ασπίδα για τα φονικά όπλα των πολεμιστών φυλάκων των εισόδων της πόλης τους.

Αφού μου είπε αυτά τα λόγια καβάλησα το άλογό μου την Εντόρα και ξεκίνησα να βρω την αγαπημένη μου Ανέλια.

Στο δρόμο και πριν το πυκνό δάσος συνάντησα μέσα στην ομίχλη ένα παράξενο αγόρι να στέκεται στη μέση του δρόμου μου και να κοιτά με τα παράξενα γαλάζια μάτια του κατευθείαν μέσα στα δικά μου.
Μου έκανε νόημα να σταματήσω και γω σταμάτησα.
΄΄Τι θέλεις;΄΄ τον ρώτησα.
΄΄Να μ’ ανεβάσεις στην Εντόρα και να μου κάνεις μια βόλτα΄΄ είπε.
Δεν παραξενεύτηκα που γνώριζε το όνομα του αλόγου μου γιατί όλοι στο βασίλειο γνωρίζανε τη μάχη που έδωσα για να μπορέσω να το καβαλικέψω μα βιαζόμουν να βρω την Ανέλια και υποσχέθηκα πως δε θα αργήσω και πως θα γυρίσω να του κάνω βόλτα με το άλογό μου σύντομα.
Το παιδί με κοίταξε θλιμμένα και εξαφανίστηκε μέσα στην ομίχλη πριν προλάβω να τον ρωτήσω τίποτα άλλο και πριν τον χαιρετήσω.
Δεν έδωσα όμως μεγάλη σημασία σε τούτη τη συνάντηση καθώς το μυαλό μου βρισκόταν κοντά στην αγαπημένη μου.

Όσο κι αν έτρεξα όσο κι αν έψαξα δεν μπόρεσα να βρω ούτε ένα ίχνος από την Ανέλια ή από την πόλη των μάγων. Σπιθαμή προς σπιθαμή έψαξα όλο το πυκνό δάσος και αμέτρητα χιλιόμετρα κάθε μέρα έκανα χωρίς να βρω κάτι που να μου δείχνει τι δρόμο πρέπει να ακολουθήσω ώσπου μια μέρα απογοητευμένος καθώς ήμουν είχα σκύψει σ’ ένα ρυάκι για να πιω νερό όταν είδα στα ήσυχα νερά του ρυακιού ένα γνωστό πρόσωπο να με κοιτά θλιμμένα.

Σήκωσα τα μάτια μου και είδα ξανά το παράξενο αγόρι που είχα συναντήσει μήνες πριν όταν ξεκίνησα το ταξίδι μου.
΄΄Μου υποσχέθηκες πως θα με πας βόλτα με την Εντόρα και δεν κράτησες την υπόσχεσή σου΄΄ μου είπε με δακρυσμένα σχεδόν μάτια.
Ήταν η δεύτερη φορά στη ζωή μου που ένιωσα τόσο άσχημα μετά την αρπαγή της Ανέλια, γιατί πράγματι είχα υποσχεθεί στο νεαρό μου φίλο αυτό που ζητούσε, μα εγώ εγκλωβισμένος στις δικές μου σκέψεις, ενώ θα μπορούσα να είχα δώσει λίγη χαρά στα όμορφα τούτα γαλάζια μάτια που με κοίταζαν, αθέτησα την υπόσχεσή μου, λες και θα μου ήταν πολύ δύσκολο να διαθέσω μια ώρα από το κυνήγι, για να δώσω την ικανοποίηση σε τούτη την αθώα ψυχή.
Θυμάμαι ακόμη και τώρα τα λόγια ενός σοφού της φυλής μου ‘’ δεν υπάρχει κανείς λόγος να κάνεις ένα παιδί να κλάψει για κάτι που θα σου ζητήσει και εσύ μπορείς να του το δώσεις. Όταν μεγαλώσει να είσαι σίγουρος πως θα κλάψει για πολύ πιο σημαντικά πράγματα’’.

Αμέσως τον πήρα στην αγκαλιά μου και τον έβαλα να καθίσει στα καπούλια της Εντόρας η οποία με χαρά σχεδόν άρχισε στην αρχή να βηματίζει με χάρη και έπειτα ξεκίνησε έναν αργό καλπασμό ο οποίος άρχισε να γίνεται όλο και πιο γρήγορος ώσπου τότε κάτι παράξενο και μαγικό άρχισε να συμβαίνει.
Η Εντόρα λες κι είχε βγάλει φτερά μπορούσε να πετάει και έτσι είδα να αιωρούμαστε από το έδαφος και το μόνο που άκουγα ήταν τα γέλια του μικρού μου φίλου ο οποίος δεν τρόμαξε καθόλου απ’ αυτή την εξέλιξη παρά απολάμβανε τούτη τη βόλτα.

Στην αρχή φοβήθηκα μήπως κάποιο τέχνασμα των μάγων ήταν και το χέρι μου έπιασε το κίτρινο ύφασμα του μανδύα του προγόνου μου μα ο νεαρός φίλος βλέποντας το μου είπε πως δε μας χρειάζεται ακόμη.
Ταράχτηκα στα λόγια του και καθώς περνούσαμε πάνω από τα βουνά με τις γεμάτες δέντρα πλαγιές τον ρώτησα ποιος ήταν.
Μου είπε πως δεν έχει σημασία ποιος είναι και πως το μόνο που έχει σημασία είναι να με οδηγήσει στην Ανέλια.

Οδήγησε την Εντόρα σε ένα σημείο του κόσμου όπου δεν είχα ταξιδέψει ποτέ και δε θα μου άρεσε καθόλου να το κάνω. Ήταν μια άγονη γη με το χώμα να είναι κόκκινο και δεν έβλεπες τίποτα άλλο παρά μόνο μαύροι βράχοι τεράστιοι να χαλάνε τη μονοτονία του κόκκινου άνυδρου τοπίου. Με οδήγησε χαμηλά και η Εντόρα πάτησε ξανά τα πόδια της στο έδαφος και άρχισε σιγά σιγά να ξαναβρίσκει το χαμηλό ρυθμό και να με κατευθύνει σε ένα λείο βράχο ανατολικά λες και το άλογό μου ήξερε που έπρεπε να πάμε.

Όλη αυτή την ώρα το αγόρι δεν έβγαλε μιλιά και παραξενεμένος κοίταξα στην πλάτη του αλόγου για να τον δω μα έκπληκτος διαπίστωσα πως είχε εξαφανιστεί. Κοίταξα δεξιά κι αριστερά μήπως τον δω μα δεν παρατήρησα καμιά κίνηση.
Έστρεψα το βλέμμα μου προς τον μεγάλο λείο βράχο μπροστά μου. Λίγο πριν φτάσουμε παράξενα πουλιά εμφανίστηκαν στον ουρανό και άρχισαν να πετάνε από πάνω από το κεφάλι μου κάνοντας κύκλους λες και μυρίστηκαν φαγητό.
Έπιασα τούτη την ώρα το ύφασμα όπου ο σοφός της φυλής μου έδωσε και με θάρρος πίεσα την Εντόρα να καλπάσει γρήγορα ώσπου έφτασα στον λείο βράχο.

Μια σχισμή είδα απ’ όπου ένα πορφυρό φως έβγαινε από μέσα και έκανα προς τα κει.
Μπήκα μέσα στο βράχο με προσοχή και είδα μια λίμνη με καθαρό νερό στη μέση της σπηλιάς. Πλησίασα και έσκυψα να δοκιμάσω το νερό μα τρόμαξα και πισωπάτησα καθώς είδα μια παράξενη μορφή να μου χαμογελά και να μου λέει.
΄΄Επειδή η καρδιά σου είναι ατόφια και αγνή σαν τούτα δω τα νερά θα σε βοηθήσω να φτάσεις στο σκοπό σου. Είμαι ο Γκέρκο ο τελευταίος της φυλής των Ακάμ και αιώνιος εχθρός των υποχθόνιων μάγων που και συ κυνηγάς. Στηρίξου στις δυνάμεις του υφάσματος που κρατάς στα χέρια σου και μπες στο νερό.΄΄
Αυτά ήταν τα λόγια του και ακολούθησα τις οδηγίες του. Αμέσως μόλις μπήκα στο νερό παφλασμοί ακούστηκαν και έβγαλα το ξίφος μου.’’

Τα μάτια των παιδιών αμέσως έπεσαν στο μεγάλο σπαθί που κρεμόταν στην πλάτη του Έντο και ανατρίχιασαν περιμένοντας να ακούσουν τη συνέχεια της ιστορίας του η οποία γινόταν τώρα τρομακτική. Τα χείλη τους σφίχτηκαν καθώς ο Έντο ξανάρχισε να μιλάει.

‘’Τύλιξα με το ύφασμα τη λαβή του σπαθιού μου και περίμενα έτοιμος να αντιμετωπίσω τους μάγους και όποια δαιμόνια αποφάσιζαν να σταθούν εμπόδιο στο δρόμο μου.
Τίποτα όμως δεν έγινε παρά μόνο η εικόνα της αγαπημένης μου Ανέλια ήρθε στα μάτια μου. Την είδα να κάθεται σε ένα δωμάτιο και να κοιτά θλιμμένα απ’ το παράθυρο τα σύννεφα στον μαυρισμένο ουρανό.

Αμέσως η εικόνα της εξαφανίστηκε και τη θέση της πήρε η μορφή του απάνθρωπου μάγου που μου την έκλεψε. Άρχισε να γελάει με κακία όταν ξαφνικά σήκωσε το ραβδί του και μια πύρινη φλόγα εκτόξευσε προς το μέρος μου. Χωρίς να καταλάβω για πότε, το σπαθί μου σηκώθηκε και σαν ασπίδα όχι μόνο απέκρουσε την πύρινη φλόγα μα την έστρεψε εναντίον του μάγου και την είδα να καρφώνεται ανάμεσα στα μάτια του και να εξαφανίζεται μεμιάς.

Έπειτα είδα το πρόσωπο του Γκέρκο να με κοιτά χαμογελώντας και να μου δείχνει την Εντόρα. Τα νερά σίγησαν καθώς βγήκα έξω από τη λιμνούλα και από τη σπηλιά. Καβάλησα με μια κίνηση το άλογό μου όταν ξαφνικά είδα το μικρό αγόρι να στέκεται μπροστά μου και να με ρωτά κοιτώντας με, με κείνα τα όμορφα γαλάζια μάτια του.
΄΄Μπορείς να μου κάνεις μια βόλτα με την Εντόρα;΄΄
Γέλασα και σκύβοντας τον άρπαξα και τον έβαλα για μια ακόμη φορά στα καπούλια του αλόγου μου.

Ξεκινήσαμε και πάλι καλπάζοντας αργά, αλλά έπειτα από λίγο το καθαρό γέλιο του μικρού ακούστηκε την ώρα που αφήναμε το έδαφος και πετούσαμε σαν πουλιά προς την αγαπημένη μου. Περάσαμε πάνω από τα ίδια βουνά και θαυμάσαμε το μεγαλείο της φύσης που ξεδιπλωνόταν από κάτω μας ώσπου αρχίσαμε να κατεβαίνουμε πριν το μεγάλο πυκνό δάσος το οποίο βρισκότανε κοντά στην πόλη μου.

Γύρισα να δω το μικρό μου φίλο αμέσως μόλις πατήσαμε στο έδαφος μα κείνος είχε εξαφανιστεί για μια ακόμη φορά. Δεν παραξενεύτηκα καθόλου και ήσυχος άφησα την Εντόρα να με οδηγήσει εκεί όπου αυτή ήξερε. Με οδήγησε στο σπίτι της αγαπημένης μου και αμέσως την είδα να στέκεται στο παράθυρο και να κοιτά τον ουρανό. Τα μαύρα σύννεφα εξαφανίστηκαν μεμιάς και ένας μικρός κόκκινος ήλιος έκανε την εμφάνισή του ρίχνοντας το φως του πάνω στην αγαπημένη μου Ανέλια κάνοντάς την να φαίνεται σαν την πιο όμορφη συλφίδα που έχουν δει τα μάτια μου.

Αμέσως γελώντας έτρεξε προς το μέρος μου ανοίγοντας τα χέρια της για να με αγκαλιάσει. Πήδησα από τη ράχη του αλόγου μου κι αγκαλιαστήκαμε με δάκρυα ευτυχίας στα μάτια μας μη μπορώντας να πιστέψουμε πως παραλίγο θα χανόμασταν.
Ευχαρίστησα σιωπηλά το μικρό μου φίλο γιατί χωρίς αυτόν ποτέ δε θα ‘βρισκα την χαμένη μου αγάπη.

Αυτή μικροί μου φίλοι ήταν η ιστορία μου.
Ελπίζω να την απολαύσατε και σας λέγω τούτο.
Όταν κάποτε θα γίνετε και σεις άντρες και εμφανιστεί στο δρόμο σας κάποιο μικρό αγόρι να σας ζητήσει κάτι μη του το αρνηθείτε, κι αν κάποτε πάλι υποσχεθείτε σε μικρό παιδί κάτι φροντίστε να πραγματοποιήσετε την υπόσχεση που δώσατε γιατί τα μικρά παιδιά δεν ξεχνούν ποτέ την υπόσχεση ενός άντρα.’’

Τα παιδιά γέλασαν με την τελευταία παρατήρηση του Έντο γιατί αυτό το ‘ξεραν καλύτερα απ’ τον καθένα.

0 Comments:

Post a Comment