Δευτέρα, Ιουλίου 02, 2007

Τι είπε το σαλιγκάρι;

Ξύπνα δέντρο. Άκουσε τα ίδια σου τα φύλλα. Μια γρήγορη ματιά τριγύρω και έπειτα ένας κρότος δυνατός, σα χίλιες αστραπές ταυτόχρονες. Άλλο να ακούς την αστραπή να πέφτει, κάπου μακριά από 'σένα, κι άλλο να πέφτει στο ψηλότερό σου κλαδί. Σκίστηκες στη μέση και το ουρλιαχτό σου ήταν δυνατότερο κι απ’ τη βροντή που έπεσε επάνω σου.

Η υπόλοιπη βλάστηση τριγύρω σώπασε. Τα ταπεινά χόρτα που τόση ώρα χασκογελούσαν με τις βραδυνές στάλες της βροχής σάστισαν και σοβάρεψαν. Το δέντρο που είχαν για όλη τους την μικρή ζωή από πάνω τους, τώρα έτριζε από τον πόνο. Μερικές μαργαρίτες άρχισαν να σιγοκλαίνε, φοβούμενες οτι η βροχή θα ρίξει τον ουρανό στα λουλούδια τους. Το μόνο που δεν έδειχνε να λυπάται ήταν ένα μοναχικό αγκάθι που την κορυφή του στόλιζε ένα μοβ λουλούδι. Το αγκάθι συνέχιζε να κοιτά με ενδιαφέρον την εξέλιξη των πραγμάτων. Ένας κεραυνός λοιπόν και το δέντρο άρπαξε φωτιά που η βροχή δεν έδειχε ικανή να την σταματήσει. Το τεράστιο δέντρο πέθαινε αργά, με έναν θάνατο που έμοιαζε παγανιστική τελετή μέσα στην νύχτα. Συνέχιζε να πονά, όμως τώρα πια απλά έκλαιγε μουρμουρίζοντας. Το αγκάθι έβγαλε μια τσιριχτή κραυγή προς τα υπόλοιπα χαμόφυτα γύρω απ’ το δέντρο: «τι κλαίτε όλοι σας; τώρα ο ήλιος θα είναι όλος δικός μας, ηλίθιοι!». Οι μαργαρίτες σταμάτησαν το κλάμα. Τα χόρτα άρχισαν πάλι να χασκογελούν, κάνοντας μπάνιο τα γεμάτα χώμα φύλλα τους πλάι στην θεαματική φωτιά. «Ηλίθιοι!» επανέλαβε το αγκάθι. «Τίποτα δεν καταλαβαίνετε. Τόσο καιρό παρακαλούσα να πάθει κάτι το δέντρο. Κάποιος με καταράστηκε, δεν εξηγείται αλλιώς! Ήρθα κι έπεσα σ’ αυτό το σημείο. Μα που να το ‘ξερα πως ήταν το πιο ψηλό δέντρο του δάσους; Ένας μικρός σπόρος ήμουν μονάχα και δεν είχα καν μάτια για να βλέπω. Ο άνεμος με παρέσυρε όπου ήθελε. Εγώ είμαι αγκάθι, έχω ανάγκη από αγάπη! Το δέντρο αυτό, δεν με καλημέρισε ποτέ. Κι όταν έβγαλα τα πρώτα μου φύλλα, ανάγκη από ήλιο είχα κι όμως, εκείνο στεκόταν πάντοτε ψηλά και δεν ενδιαφερόταν για τίποτε άλλο, παρά μόνο πως θα μαζεύει όλο τον ήλιο για τον εαυτό του. Καταραμένος είμαι και κατάρα λοιπόν του έριξα και εγώ τότε». Και πρόσθεσε γελώντας: «Να λοιπόν που έγινε. Να λοιπόν που έζησα για να το δω κι αυτό.» Οι μαργαρίτες άνοιξαν τα λουλούδια όσο μπορούσαν περισσότερο. «Επιτέλους, ηλίθιοι φίλοι μου, η μητέρα μας... τιμωρεί πάντοτε τους υπερόπτες του δάσους!»

Καθώς η φωτιά άφηνε πίσω της έναν κορμό από στάχτη, όσο κατέβαινε προς τα κάτω, ένα τεράστιο κλαδί έμεινε ανήμπορο να σταθεί από τον καρβουνιασμένο κορμό. Πέφτοντας έκανε τόσο θόρυβο που διέκοψε το χαχανητό του. Το αγκάθι γύρισε και κοίταξε προς τα πάνω. Δεν πρόλαβε ούτε καν να δει τι ερχόταν. Το μεγάλο κλαδί έπεσε μονοκόμματα και τσάκισε το αγκάθι στα δύο, συνθλίβοντας το μοβ του λουλούδι. Το αγκάθι έβγαλε μια τελευταία τσιριχτή κραυγή.

«Δεν θα χαρείς ποτέ τον ήλιο!» του είπε πεθαίνοντας το δέντρο.

Τα υπόλοιπα φυτά βρέθηκαν σαστισμένα για άλλη μια φορά. Και πριν προλάβουν να σχολιάσουν μεταξύ τους τι έγινε, ήρθαν κάτι πλάσματα που έμοιαζαν σαν κάφροι, ήταν όμως ντυμένοι πυροσβέστες και μάλιστα έδειχναν βιαστικοί. Πάτησαν όλα τα φυτά και τα βύθισαν με τις μπότες τους στην λάσπη και την στάχτη που έπεφτε, συνθλίβοντας τα λιγοστά φύλλα που είχαν. Και σέρνοντας τις μάνικές τους στο χώμα, ξερίζωσαν όλες τις μαργαρίτες που μία-μία πέθαινε και έτσι σταματούσε το κλάμα και η μουρμούρα τους που βύθιζε το δάσος σε πένθος.

Η βροχή σταμάτησε, η φωτιά έσβησε και οι πυροσβέστες πήραν τον πούλο. Δεν έμεινε τίποτε πίσω για να γελάει, να κλαίει ή έστω να μουρμουρίζει. Μονάχα μια νεκρική σιγή που ακολουθούσε τον θάνατο των φυτών, ίσως και να ακουγόταν το ανέμελο σφύριγμα ενός μύκητα που έπιανε δουλειά στην στάχτη, ίσως και όχι, όλοι θα περιμένουν μέχρι την γέννηση των επόμενων σπόρων στο ίδιο σημείο. Για να πιάσει και πάλι πυρκαγιά, να έρθουν οι κάφροι να την σβήσουν και να πατήσουν τις κουτές μαργαρίτες.

Την ιστορία μου την διηγήθηκε ένα σαλιγκάρι που βρίσκονταν στο περιστατικό και έδωσε κατάθεση στους πυροσβέστες την ίδια κιόλας νύχτα. Έπειτα σύρθηκε αργά αργά για έναν γειτονικό κήπο και μέχρι να φτάσει είχε κιόλας ξημερώσει. Άραξε σε ένα μαρούλι να απολαύσει τον ήλιο, χωρίς να φοβάται τα πουλιά που καραδωκούσαν πετώντας σε κύκλους από πάνω του και το κοιτούσαν με λαιμαργία. Κανένα όμως δεν τολμούσε να επιτεθεί, διότι το σαλιγκάρι είχε μόλις μπει σε πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων.

4 Comments:

  1. maltim said...
    Μηνά σου βγάζω το καπέλο.
    Φοβερό, μ' άρεσε πάρα πολύ.
    Αυτό το γράψιμο μ' αρέσει.


    Τον πούλο όμως τι τον ήθελες;;;; ;)
    +ma said...
    ένας πούλος είναι πάντοτε χρήσιμος. κανονικά έπρεπε να πει "αντε γαμήσου".

    το καλύτερο σημείο για μένα είναι εκεί που έρχονται οι κάφροι...

    +ma
    Count_Zero said...
    Ρε συ Μηνά, σε όλους αρέσει αυτό το στιλάκι σου μετάξυ άλλων και ο Σταθμάρχης και εσύ είσαι αλλού!
    1st Omet Iklan said...
    Thaaaaat's +ma

    Keep going where U want
    yhe ones that matter WILL follow

Post a Comment