Τρίτη, Ιανουαρίου 29, 2008

Die ewige Wiederkehr des Gleichen

Θα σου διηγηθώ μία ιστορία για έναν άνθρωπο που δεν γνώρισα ποτέ. Μόνο άκουσα γι’ αυτόν. Βρήκα μια μέρα το ημερολόγιό του μέσα στο λεωφορείο πηγαίνοντας στη δουλειά μου κι άρχισα να το ξεφυλλίζω. Αυτόν δεν τον συνάντησα ποτέ ως τώρα για να του το δώσω, αλλά μίλησα με τους φίλους του κι έμαθα πολλά για τη ζωή του.

[Η μοίρα δεν είναι το γυάλινο τούβλο του Cortazar. Είναι ένα μεγάλο μπουκάλι με τοιχώματα ελαστικά. Ποτέ δεν ξέρουμε αν είμαστε μέσα ή έξω απ’ αυτό. Πολλές φορές όταν νομίζουμε ότι είμαστε έξω, στην πραγματικότητα είμαστε μέσα. Μέσα ή έξω. Έξω και πάλι μέσα.]

– «Είμαι ένας άνθρωπος που έχει αλλάξει τη μοίρα του».
Ο Χουάν Άλμπαρεθ Μέτα για χρόνια σκεφτόταν κάπως έτσι. Μερικές φορές η σκέψη αυτή εντείνονταν. Μια μέρα εκεί που περπατούσε ήρεμα, ένας εργάτης με φόρμα σκονισμένη και λερωμένη από τις μπογιές γύρισε και κάρφωσε το βλέμμα πάνω του.
– «Ήμουν κι εγώ σαν εσένα», του απάντησε ο Χουάν άμεσα, σχεδόν αυτόματα, μες ‘το μυαλό του.
Ο Χουάν ξεκίνησε τη ζωή του πεπεισμένος ότι το σχέδιο ήταν σωστό. Είχε ακολουθήσει με σύνεση, όπως κάθε σωστό παιδί της ηλικίας του, τις συμβουλές των δικών του ανθρώπων. Ο πρώτος στόχος ήταν να γίνει ο καλύτερος εργάτης.
– «Γιατί μόνο αυτός που εργάζεται σκληρά πηγαίνει μπροστά σ’ αυτή τη ζωή».
Μόνο γνωρίζοντας τη δουλειά από τη βάση, μπορείς να φτάσεις μία μέρα ψηλά, να έχεις επιχειρήσεις και να βγάζεις λεφτά. Κι αυτός δούλεψε. Δούλεψε σκληρά. Έβαλε όλες του τις δυνάμεις και μέσα σε λίγο καιρό έγινε ο καλύτερος. Μπορούσε να βγάζει πέρα κάθε δουλειά σε χρόνο περιορισμένο και με ποιότητα επαγγελματική.
Και μια μέρα βαρέθηκε. Ξύπνησε και είπε: «Αυτή η ζωή. Το κουστούμι που μου έραψαν. Δεν μου ταιριάζει». Και αποφάσισε να την αλλάξει. Άρχισε σκληρό διάβασμα, να μπει στο πανεπιστήμιο, ‘ν’ αλλάξει τη ζωή του’. Άρχισε σπουδές και μεταπτυχιακά. Άκουγε μουσική μανιωδώς, ψάχνοντας κάτι. Έτρωγε τους δίσκους της jazz, καταβρόχθιζε βιβλία και απολάμβανε ποιήματα. Έγινε ποιητής.
Στην πραγματικότητα ήταν Έλληνας. Γιάννη Μίχα τον έλεγαν, αλλά αυτός ένιωθε Ισπανός. Είχε πείσει τον εαυτό του ότι ήταν Ισπανός που έχει απλά ελληνικό διαβατήριο. Ήθελε να τ’ αλλάξει όλα. Ένιωθε την οικογένειά του και το περιβάλλον του να τον δένει. Να τον κρατάει σ’ ένα κουτί πλαστικό που δεν ήταν γι’ αυτόν. Έφυγε από την Ελλάδα να ζήσει μόνος του στην Ισπανία. Ήθελε να γίνει ποιητής αληθινός.

[Τι εννοούμε στα ελληνικά όταν χρησιμοποιούμε τη φράση : «Μη δίνεις σημασία» ή «Πολλή σημασία έδωσες»; Αυτό που κρύβεται πίσω απ’ αυτές τις εκφράσεις δεν είναι τίποτε άλλο παρά η «προσοχή» που θα δώσουμε σε ένα πράγμα. «Μη δίνεις σημασία» σημαίνει «Μη δίνεις προσοχή». Φαίνεται να υπάρχει κάτι κρυμμένο πίσω από αυτή την αθώα σύνδεση που κάνουμε καθημερινά μεταξύ προσοχής και σημασίας. Μοιάζει να παραδεχόμαστε σιωπηρά πως ανάλογα με την προσοχή που δίνεις στα πράγματα, αλλάζει και η σημασία τους. Κάτι τέτοιο σημαίνει πως δεν είναι απίθανο δίνοντας άλλη κατεύθυνση στην προσοχή σου ή δίνοντας απλά περισσότερο προσοχή, να μετασχηματιστεί ολοκληρωτικά η σημασία των πραγμάτων που βρίσκονται γύρω σου. Να αλλάξει το νόημα τους. Να γίνουν άλλα.]

Στην Ισπανία ο Χουάν πέρασε στην αρχή δύσκολα, με πολύ μοναξιά. Τόση μοναξιά που πολλές φορές ένιωθε να βγαίνει από τον εαυτό του. Να βγαίνει ‘εκτός εαυτού’. Αυτό δεν τον πτόησε. Ο ‘ποιητικός’ του στόχος ήταν εκεί, παρόν γι’ αυτόν. Έβγαλε όλη του τη δημιουργικότητα. Σημείωνε παντού και συνεχώς τις σκέψεις του. Ξυπνούσε τα βράδια και σημείωνε τους εφιάλτες του, με ημερομηνία και ώρα και όλα.

Μαδρίτη, Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2006 *(Ένα μήνα μετά.)
Χθες το βράδυ είδα ένα όνειρο.
Ήμουνα με τον Σωτήρη από το Stereo Επιλογές στη Βαρκελώνη.
Έξω, σ’ ένα μικρό νησάκι μέσα στη θάλασσα.
Εκεί, λέει, ήταν μία εκκλησία με τρύπες, σαν τη Sangrada Familia.
Ήμουν ευτυχισμένος, ή απλά χαρούμενος, δεν θυμάμαι.
Το μέρος ήταν φοβερό και μιλούσαμε με τον Σωτήρη κάνοντας αστεία.
Αυτό που δεν είχα καταλάβει ήταν ότι το νησάκι ήταν κάτω από τη στάθμη της θάλασσας.
Όταν η λειτουργία τελείωνε, αυτό πλημμύριζε και χανόταν κάτω από το νερό.
Ο Σωτήρης δεν ξέρω αν το ήξερε, αλλά δεν μου είπε τίποτα.
Η λειτουργία τελείωσε, τα νερά άρχισαν να ανεβαίνουν, κι εγώ έτρεξα να φύγω.
Δεν πρόλαβα.
Σκάλωσα σε μια καμάρα της εκκλησίας και δεν μπορούσα να ανέβω στην επιφάνεια.
Ξύπνησα για να μην πνιγώ.


Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2007
Χτες είδα κι άλλο τρελό όνειρο.
Μου είχαν βάλει μέσα στο στομάχι μου ένα ζωντανό ποντίκι.
Αυτό ζούσε και δεν πέθαινε.
Έτρωγε κι έχεζε μέσα στο στομάχι μου.
Πήγα να ξεράσω και δεν μπορούσα.
Ξύπνησα.

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2007
Κάθε βράδυ κατεβαίνω μια σκάλα
που δεν την κατέβηκε κανείς.
Με υγρασία και λίγο φως,
και τις ανάσες των γύρω ν’ ακούγονται από μακριά.

Και η δική μου να δυναμώνει και να πιέζεται.
Κι εσύ να μην είσαι εδώ και να λείπεις.


Ο Χουάν για όλους εκείνους τους μήνες ζούσε μέσα σε μια βόμβα νοήματος. Πρόσεχε το κάθε τι και κρατούσε σημειώσεις. Γρήγορα συνειδητοποίησε ότι όλα γύρω του τού άφηναν ένα στίγμα διαφορετικό τώρα από πριν. Καταλάβαινε ότι δεν ήταν τόσο τα ίδια τα πράγματα που άλλαζαν, αλλά το πώς αυτός τα ένιωθε. Κάτι που όμως σε τελική ανάλυση ήταν το ίδιο.
Τώρα ένιωθε πραγματικά. Σε κάθε σημείο του κορμιού του και με κάθε νευρώνα του μυαλού του. Ένιωθε σε σημείο που ερωτευόταν τυχαίες περαστικές και τους έγραφε γράμματα.

Μαδρίτη, Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2006
Μιλάς και τα μάτια σου γυαλίζουν μες ‘το σκοτάδι. Σε ακούω. Σε βλέπω μπροστά μου. Τα μάτια μου είναι κολλημένα πάνω σου και σε χαϊδεύουν ολόκληρη. Κοιτάζω τα πόδια σου. Φαντάζομαι πως θα είναι γυμνά. Σκέφτομαι το σχήμα του μουνιού σου. Γλυκιά μου, νιώθω τέτοια έλξη που με κάνει να θέλω να κολλήσω πάνω σου.
Κι εσύ μιλάς, και σ’ ακούω. Δεν ξέρω αν αυτά που μου λες είναι ακατανόητα επειδή είσαι εσύ έτσι ή επειδή είναι όλα εδώ τόσο ακατανόητα. Όλα είναι μπερδεμένα εδώ. Εμείς. Οι άλλοι.
Και σ’ ακούω, και δεν ξέρω τι να κάνω. Γιατί δεν ξέρω που βρίσκεσαι, σε ποιο κουτάκι να σε βάλω, ούτε εσένα ούτε τους άλλους. Το μόνο που ξέρω είναι πως θέλω να πέσω πάνω σου. Ν’ ακουμπήσει το σώμα μου το δικό σου και να κολλήσει πάνω του. Θέλω να φιλήσω σιγά σιγά όλο το κορμί σου και να σ’ αφήσω να φύγεις μετά.
Αυτό που με δυσκολεύει είναι ότι τώρα το βλέπω καθαρά. Όπως τις άλλες φορές, έτσι και τώρα. Θέλω να μπω μέσα σου και να σ’ αφήσω να φύγεις. Θέλω να σε ρουφήξω και να σ’ αφήσω ελεύθερη. Όχι για σένα, και για μένα.
Και σ’ ακούω και θέλω να μπω μέσα σου ολόκληρος. Να μπω από πάνω μέχρι κάτω, ολόκληρος μέσα στο σώμα σου. Να σε βρω, να σε χαϊδέψω, να σε κοιτάξω από ‘κει. Να δω τι είναι αυτό που θέλεις, που σου λείπει. Τι σε βασανίζει και τι σε στεναχωρεί. Να σε δω να χαίρεσαι, να γελάς. Να σ’ ακουμπήσω, να σου μιλήσω από ‘κει μέσα. Να σου ψιθυρίσω γλυκόλογα και ένα νανούρισμα της μαμάς. Να στριφογυρίσω, να ουρλιάξω. Να σου πω τι σκέφτομαι για όλα αυτά που λες, και πως νιώθω πιεσμένος και εξόριστος σ’ έναν άγνωστο τόπο. Να κλάψω. Να σου πω για τους φόβους μου και τις χαρές μου. Και όλα αυτά όχι με λόγια. Αλλά από μέσα, με όλες τις αισθήσεις, χωρίς σκέψη.
Θέλω να σε γαμήσω. Να μπω μέσα σου ολόκληρος και να κολλήσω πάνω σου, για μια στιγμή. Αυτός είναι ο έρωτάς μου για σένα.

Δεν έμεινε όμως εκεί. Δεν μπορούσε να αφήσει ανεκμετάλλευτο όλο αυτό το κύμα ερεθισμάτων και νοημάτων που ερχόταν από μέσα του. Έκανε ακόμα πιο έντονη την παρατήρηση. Σταμάτησε να κοιτάζει προς τα έξω και έστρεψε το βλέμμα του προς τα μέσα. Άρχισε να παρατηρεί έντονα τα συναισθήματά του, τι ένιωθε με το κάθε τι που του συνέβαινε. Άρχισε να παρατηρεί τον εαυτό του. Έκανε μία βουτιά στο Εγώ του.
Η μοναξιά του εντάθηκε κι άλλο. Βρισκόταν σε ένα πηγάδι, αυτός και ο εαυτός του. Τότε ήταν που ξεκίνησε να γράφει ακατάληπτους διαλόγους και να σχεδιάζει παράξενα ποιήματα.


Μαδρίτη, Δευτέρα 15 Μαΐου 2007 *
Και ήμουν και μιλούσα με τη Σοφία.
Κύκλος, παύση, Σοφία, Μαδρίτη, θάνατος, γένια, μαλλιά, δωμάτιο 2×3, μικρό, και είπα «Α! για να δω κάτι…»



Παύση, ησυχία.



– Μπαμπά, ποια γυναίκα αγαπάς πιο πολύ;
– Εσένα, αγάπη μου.
– Όχι, εμένα μπαμπά, από τις άλλες…
– Α, ο μπαμπάς αγαπάει πολλές γυναίκες, αγάπη μου.
Αλλά πιο πολύ αγαπάει τη μαμά σου.
Γιατί η μαμά σου αγαπάει εσένα.
– Εμένα μπαμπά, πόσο μ’ αγαπάς;
– Από ‘δω μέχρι τ’ αστέρια και πάλι πίσω…


Θέλω μια μεγάλη αγκαλιά
και κατανόηση για να πάρω δύναμη.

Θέλω να σηκωθώ όρθιος,
να σταθώ γερά σαν στήριγμα.

Θέλω να γυρίσω γύρω και
να τα σπάσω όλα σαν άγριος.

Θέλω να κουλουριαστώ στη γωνιά μου
να πάρω δύναμη και
να σηκωθώ γερά στα πόδια μου,
να γίνω στήριγμα για τους άλλους.

Και μέχρι τότε κουλουριάζομαι.
Και το φιλί σου λείπει να δροσίσει το κούτελό μου.

Φόβος, φόβος, φόβος,
φόβος, φόβος, τρέμω,
φόβος, φόβος, φόβος,

σήκω, φόβος, σήκω,
φόβος, φόβος, φόβος,
τρέμεις, φόβος, φόβος,

φόβος, έλα, φόβος,
φόβος, φόβος,
σήκωσέ με, φόβος,

φόβος, φόβος,
τρέμω, φόβος, φόβος, φόβος,
φόβος, φοβάμαι.




Άγνωστη ημερομηνία

Πολλές φορές τις νύχτες ξυπνάω
μ’ ένα σκοινί να κρέμεται απ’ τα χέρια μου.

Και μετά το βρήκε.
Αυτό ήταν. Ξύπνησε μια μέρα και κατάλαβε. Μια μέρα μέσα στο πηγάδι της μοναξιάς έπιασε τα τοιχώματα και κατάλαβε. Κατάλαβε πόσο πολύ του έλειπε ‘Αυτή’. ‘Αυτή’ που θα ήταν για πάντα μαζί. Σε ένα ‘πάντα’ όπου θα ενώνονταν όλοι οι χρόνοι, παρελθόν, παρόν και μέλλον. Σε ένα ‘μαζί’, με όλη τη σημασία της λέξης. ‘Αυτή’ που θα την άφηνε να έρθει κοντά του και να τον ακουμπήσει, όπως ποτέ δεν είχε κάνει ως τότε. ‘Αυτή’ στην οποία θα άφηνε ολοκληρωτικά τον εαυτό του να πέσει στα χέρια της.

Πέμπτη 11 Ιανουαρίου 2007
Χθες το βράδυ στον ύπνο μου ξύπνησα,
και σου φίλησα τα μάτια.

Ο Χουάν Άλμπαρεθ Μέτα ένιωθε τώρα μισός. Όλη αυτή η προσπάθεια να ξεφύγει από τη μοίρα που έπεφτε βαριά πάνω του, είχε αποδειχτεί άκαρπη. Ως Γιάννης Μίχας φορούσε τόσα χρόνια ένα ρόλο που του πήγαινε τόσο καλά που ούτε ο ίδιος είχε συνειδητοποιήσει την παρουσία του. Ένα ρόλο που του είχε γίνει δεύτερη φύση. Είχε γίνει ένα με το δέρμα του.
Τώρα φαίνονταν καθαρά. Όλα αυτά τα χρόνια έπαιζε το ρόλο του ζεν πρεμιέ, του νέου ωραίου εραστή, του Δον Ζουάν, αυτού που προσπαθεί να κάνει κάθε γυναίκα να τον ερωτευτεί. Ο ίδιος ξεγλιστρούσε συνέχεια, πηδώντας από λουλούδι σε λουλούδι, και έμενε μόνο εκεί που ήθελε. Ενώ και πάλι δεν έμενε για πολύ. Συνήθιζε ν’ ανάβει και να σβήνει σαν πυροτέχνημα αφήνοντας μια αχνή λάμψη για λίγα δευτερόλεπτα.
Όλη αυτή η αναζήτηση, η μποέμ διάθεση και η ενασχόληση με τη ποίηση, ακόμα και αυτή, φάνηκε να μην αποτελεί τελικά τίποτα παραπάνω παρά ένα διάνθισμα του παλιού ρόλου. Του ρόλου που είχε από πάντα. Ο τέλειος εραστής δεν μπορεί να είναι ρηχός, ένας απλός εργάτης.
– «Ο τέλειος εραστής. Ένας μπογιατζής που μπορεί για ώρες να μιλάει για ποίηση. Αυτός που γαμάει σαν ψαράς και μιλάει σαν τον Βέλτσο.»
Άρχισε να τινάζεται, να ξεσκίζει το δέρμα του προσπαθώντας να πετάξει το ρόλο που ήταν καλά κολλημένος πάνω του. Το έκανε για μήνες. Έσκισε και κάποιες από τις ποιητικές του απόπειρες που τώρα δεν τις έβλεπε παρά ως εφηβικές ανοησίες. Μάταια. Πάντα επέστρεφε σε αυτό που είχε μάθει καλύτερα να κάνει. Στον καλοφορεμένο ρόλο.
Και το χειρότερο, άρχισε να υποψιάζεται ότι ακόμη κι αν έβγαζε το ρόλο αυτόν από πάνω του, σε κάποιον άλλον θα έμπαινε και θα τον φορούσε το ίδιο καλά. Δεν θα ήξερε και πάλι αν είναι δικός του ή του τον ψιθύρισε κάποιος στο αυτί μια μέρα που δεν θυμάται.
Και τότε κουράστηκε και παραιτήθηκε και είπε: «Δεν θα κόψω τα σκοινιά που με κρατάνε, γιατί αυτό δεν γίνεται.» Και άρχισε να στριφογυρνάει δεξιά κι αριστερά σ’ έναν τρελό ακατανόητο χορό με τα σκοινιά να του κάνουν παρέα. Ψάχνοντας να βρει ενδιαφέρον.

Άγνωστη ημερομηνία
Όταν γδυθείς και δεις τον εαυτό σου γυμνό,
θα τρομάξεις.
Όταν δεις την ακρούλα που κρέμεσαι,
κι αυτήν που ζητάς απ’ τον άλλον να σε πιάσει,
θα τρομάξεις.

Κλείσε τα μάτια
κι άσε τον πόνο να μπει μέσα σου.
Ρίγος και ξέβρασμα
από μια κλωστή.



Η αιώνια επιστροφή του ίδιου.

2 Comments:

  1. Count_Zero said...
    Τα κείμενα του Γιώργου χρήζουν πολλαπλών αναγνώσεων γι αυτό δεν θα προβώ σε κρίσεις πριν ολοκληρώσω την ανάγνωση περισσότερες φορές. Με μια πρώτη ματιά,το κείμενο είναι διαφορετικό από αυτό που μας έχει συνηθίσει (με το ένα και μοναδικό του διήγημα που έχει συμπεριληφθεί στο FORTUNE COOKIES και ορισμένες φορές, αμυδρά, μου θύμισε λίγο Τόμας Μαν (είπα αμυδρά) αλλά χωρίς την απαραίτητα πολλαπλότητα που χαρακτηρίζει τον μεγάλο δημιουργό. Θα έλεγε κανείς ότι ο Φιλιππόπουλος έχει περάσει σε μία διαφορετικά φάση της ζωής του και αυτό αντικατοπτρίζεται στο κείμενο.
    Αυτά με την πρώτη ματιά, επιφυλάσσομαι να επαινέσω ή τι άλλο,το κείμενο εν ελθέτω χρόνο.
    ΥΓ: Το κακό με τον Γιώργο είναι ότι έχει βάλει πολύ ψηλά τον πήχη!
    Ανώνυμος said...
    Ρίγη συγκίνησης...

Post a Comment