Δευτέρα, Μαρτίου 10, 2008

ΗΜΕΡΑ ΠΡΩΤΗ

Εκείνη τη περίοδο της ζωής μου βίωνα μεταφυσικές εμπειρίες. Βρισκόμουν σε μια κατάσταση ημιύπνωσης και το μυαλό μου ή η ψυχή μου αν θέλετε, ταξίδευε σε ξένες συνειδήσεις. Όταν αναδυόμουν από τον πνευματικό βυθό ήμουν αποπροσανατολισμένος και δυσκολευόμουν πολύ να προσαρμοστώ στη πραγματικότητα. Αυτό συνεχίστηκε για καιρό. Αργότερα, ήμουν σε θέση να επαναφέρομαι αμέσως μετά τη λήξη της εμπειρίας. Αυτήν την εμπειρία τότε την ονομάσαμε ανταλλαγή υποσυνειδήτων μα τώρα πια δεν είμαι και τόσο σίγουρος αν αυτός ο τίτλος ήταν αντιπροσωπευτικός. Βρισκόμουν αλήθεια μέσα σε ξένα υποσυνείδητα όμως δεν μπορούσα να ελέγχω τα λόγια ή τις πράξεις του “οικοδεσπότη” μου. Ήμουν ένας απλός παρατηρητής. Μπορούσα μόνο να σκέπτομαι και να βλέπω πράξεις και λόγια βγαλμένα από άγνωστα στόματα. Να κρίνω, να επικροτώ, να χαίρομαι και να θλίβομαι, ανήμπορος να κάνω το παραμικρό. Τη πρώτη ημέρα βρέθηκα στο μυαλό ενός δικαστή

Μια μεγαλοπρεπής συγκυρία συγκέντρωσε όλους εμάς -τους επιφανείς λυγμούς- σε τούτο το μέγαρο.
Ο μπάτσος με το γουνάκι μου ζήτησε να λογικευτώ. Είχα μια χλένη να σκεπάζει τη γύμνια μου. Μια λοχαγός της αεροπορίας πήρε το όργανο μου στο χέρι. Είχα στύση γρήγορα στα απαλά της χάδια και τα φιλιά της γλυκά, σα καλοφτιαγμένο ρυζόγαλο. Έχυσα, στο όμορφο στόμα και στο λευκό πρόσωπο. Ο μπάτσος με το γουνάκι ήταν έξω φρενών -μια συνυφασμένη απογοήτευση πλανιόταν στο μέγαρο. Με τράβηξαν βίαια στο διάδρομο, μου έδωσαν μαύρα, γελοία ρούχα κι ένα γουνάκι για τον ζωώδη λαιμό μου. Με οδήγησαν στην έδρα της ντροπής. Κάθισαν.
“Είμαι πρόεδρος σε τούτο το μπουρδέλο” αναφώνησα. Κτύπησα ένα καμπανάκι και κάποιος άρχισε να λεει ανοησίες. Από την πόρτα στο βάθος της αίθουσας εμφανίζονταν διάφοροι. Έτρωγα τα νύχια μου με βουλιμία κι άκουγα τον παφλασμό των κυμάτων. Άνθρωποι έρχονταν κι έφευγαν. Κάποιοι ρωτούσαν, κάποιοι απαντούσαν ενώ εγώ, αφηρημένος, κουνούσα που και που το καμπανάκι γιατί θορυβούσαν και δεν μπορούσα να ακούσω τα κύματα. Κάτι μου είπαν, κάτι είπα και η αίθουσα άδειασε. Σκεπτόμουν τη λοχαγό και μου σηκώθηκε ξανά. “Φωνάξτε μου την λοχαγό” είπα σε έναν μπάτσο.
Η λοχαγός με έγλυφε εξαιρετικά. Όταν τελείωσα για δεύτερη φορά στο στόμα της, την έγδυσα βιαστικά και είδα, τα λαχταριστά της στήθη και το προκλητικό κορμί. Ήμουν έτοιμος ξανά. Την ακούμπησα στην έδρα της ντροπής, της τράβηξα τα μαλλιά και ύγρανα το μεσαίο μου δάχτυλο στο μισάνοιχτο στόμα για να το τρίψω στην υπέροχη ήβη. Έπαιξα για λίγο με τη κλειτορίδα -που είχε ανοίξει πανιά σαν καικάκι έτοιμο για αναχώρηση- και έβρεξε χυμούς το υπέροχο μουνάκι. Έβγαλε μια μικρή φωνή -σιωπηλή προσευχή στον άγνωστο θεό- και άνοιξε το στόμα το παθιασμένο. Ήθελα να είχα κι άλλο όργανο, να το χώσω σε αυτό το θαυμάσιο στόμα κι ένα ακόμη, για τον εξαίσιο κώλο. Στα χέρια μου μεστά τα στήθη τα άγια. Θεέ μου, κράτησε για πάντα ετούτη τη στιγμή στη σαθρή μου μνήμη. Έφυγε.
Μπερδεύτηκα στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του Μεγάρου της Ανοησίας. Ξάνοιξε ο πόνος και η ζαλάδα της ώριμης σκέψης. Στάθηκα σε μια γωνιά και στοχάστηκα, μια περασμένη οντότητα κούρνιασε στις πτυχές της νόησης. Φορούσα την χλαίνη. Έκανε κρύο ανακατεμένο με ψέματα που ειπώθηκαν και θα ειπωθούν ακόμη περισσότερα. Είμαι ανοικτή πληγή συναισθημάτων.
Ένας μπάτσος με γραβάτα ψευδοραγούσε. Είχε ένα ανοικτό τραύμα στο δεξιό μέρος του κρανίου του. Οι αναλήθειες που ξεχύνονταν με απίστευτη ταχύτητα (τα ψέματα κινούνται με τη ταχύτητα του φωτός) είχαν σχηματίσει ένα μυθικό σωρό πλάι στο τσακισμένο κεφάλι. Έπεσε στο πάτωμα με το στόμα γεμάτο αφρούς και το κορμί να συσπάται. Προχώρησα.
Ένα πελώριο φίδι έκρυβε στο πλαδαρό του κόρφο μιαν ειλλημένη απόφαση. Ήταν ένας Βόας διανόησης που ζούσε μυστικά, πίσω από τις κλειστές πόρτες του Μεγάρου της Ανοησίας. Μια μορφή ανέμου σφυροκοπούσε τα εκτεθειμένα συναισθήματα. Γλιστρούσα τις κυκλικές σκάλες βιώνοντας σμικρύνσεις καταστάσεων. Είχα μια διαρροή σκέψεων. Μικρά, αδειανά περιβλήματα που έπεφταν κάτω και φούσκωναν ώσπου έσκαζαν, κάνοντας έναν υπόκωφο κρότο. Είχα και μία διαρροή μνήμης, μια μικρή, ύπουλη τρυπίτσα στο κέντρο του μετώπου μου. Είδα, τον ελέφαντα του τρόμου -τη ψυχή μου χωρισμένη στο φόβο και τον σαδισμό-, ένα ισχνό σώμα να κρύβεται κι ένα άλλο να ποδοπατάει συνειδήσεις. Είδα, ένα κόσμο πνιγμένο στο αίμα, είδα ζωντανές καρδιές σκορπισμένες, είδα λεπρούς να κομματιάζονται από τον αγέρα, είδα κορίτσια να πεθαίνουν από έρωτα και σάλια επιληπτικών να με σκεπάζουν. Έφτασα σε ένα πλάτωμα.
“Είμαι κόμπος στο λαιμό της δικαιοσύνης” φώναξα. Κάτω αριστερά, το ξεχασμένο όνειρο του εγγυητή χαράς. Ο χορός των φωνών απεφάνθη γι αυτόν “να σταλεί για πάντα στο ίδρυμα της βίας” και το ξεχασμένο όνειρο ξεψυχούσε, με ένα καρκίνο να πληροί την ύπαρξη του και τα σκονισμένα του μάτια, καταρράκτες δροσιάς, ακόμα. Άδραξα το λεύχαιμα, το εξάμβλωμα θανάτου στη χούφτα μου και το σύντριψα. Το ξεχασμένο όνειρο χαμογέλασε ανακουφισμένο και χώθηκε βιαστικά στη ψυχή μου. Ένα μειδίαμα σκέψης. Σε λίγο όμως χάθηκε πίσω από τους αρμυρούς εφιάλτες και το μειδίαμα έλιωσε.
Είχα ένα μικρό χώρο και βημάτιζα διαρκώς. Επτά πατημένες σκέψεις αναστήθηκαν ταυτόχρονα κι έστησαν χορό στο ρυθμό των βημάτων μου. Τέσσερα σαπισμένα όνειρα -που κοιμόντουσαν στις σκάλες παρακάτω- ξύπνησαν και κοιτούσαν. Το ένα είχε το χρώμα της χλόης και μάτια γαλανά σαν ανοιξιάτικο ουρανό. Ένα άλλο είχε δυο δελφίνια ανάμεσα στα αφτιά του και κρουνούς ανέμου στη καρδιά. Τα άλλα δύο όνειρα ήσαν εφιάλτες. Οι σκέψεις σταμάτησαν τον χορό τους και περίμεναν να ξαναδώσω τον ρυθμό, κρεμασμένες θαρρείς από αόρατους γάντζους, η προσμονή του καλοκαιριού, η αρχή της Άπληξης, το ταξίδι της φαντασίας, μια τυχαία γνωριμία, ένας ανεκπλήρωτος πόθος, η τέχνη της ψευτιάς και ο μόνιμος “φύλακας” φόβος. Έκοψα ένα κομμάτι κρέας από το στήθος μου κι έκλεισα τη τρύπα των ονείρων. Αν είναι να χάσω τα όνειρα μου, καλύτερα το ‘χω να πεθάνω. Όσο για τις σκέψεις, τις εφήμερες σκέψεις, ας ξεχυθούν -βίαιος στρατός ερωτημάτων- κι ας κατακλύσουν τους διαδρόμους του Μεγάρου της Ανοησίας.
Κατέβηκα τις σκάλες προσπερνώντας τα σαπισμένα όνειρα που ξεψυχούσαν. Βρέθηκα σε μια μεσαιωνική αίθουσα με δρύινα τραπέζια. Τα τραπέζια ήταν γεμάτα μπάτσους που καταβρόχθιζαν μεγάλες ποσότητες χρημάτων. Παράδες κάθε λογής κι εθνικότητας. Οι πιο εκλεκτοί για τα γουνάκια και τις γραβάτες και οι πιο παρακατιανοί για τους υπολοίπους. Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε ένα κρότος και το κτίριο τραντάχτηκε συθέμελα. Η έκρηξη έκανε τους μπάτσους να σηκωθούν συγχρονισμένα -σα μπαλέτο ρυθμικής γυμναστικής- ενώ τα γουνάκια και οι γραβάτες, αφού ξεκοκάλισαν ότι είχε απομείνει, κρύφτηκαν γρήγορα κάτω από τα τραπέζια.
Δεν φαινόταν τίποτα στο μισοσκόταδο του μεσαίωνα. Έκανα μια βόλτα στο επεξεργασμένο δρύινο δάσος. Τα βήματα μου ακούγονταν ολοκάθαρα στην ησυχία της αίθουσας. Έσκυψα για να τους δω να κρύβονται -με τις ποντικίσιες ψυχές τους γιομάτες φόβο- μα δεν υπήρχε τίποτα κάτω από τους δρυς. Αναρωτιόμουν που να κρύφτηκαν και μπουσουλώντας, χώθηκα κάτω από ένα αιωνόβιο δέντρο. Ξάπλωσα για λίγο στη σκιά του νεκρού δάσους. Μια κρυφή καταπακτή άνοιξε κάτω από το σώμα μου, κάνοντας με να χάσω την ισορροπία μου και να πέσω στο κενό. Βρέθηκα σε ένα μικρό δωμάτιο. Από πάνω μου η σκάλα, κατέληγε στο δρύινο δάσος. Η καταπακτή έκλεισε αυτόματα. Γούρλωσα τα μάτια μου. Κάτω από τη πόρτα αχνόφεγγε μια σχισμή φωτός. Βγήκα. Στο τέλος του διαδρόμου βρήκα μια ταμπέλα που έγραφε “ΑΙΘΟΥΣΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΕΩΣ”. Όλοι οι μπάτσοι με τα γουνάκια ήταν εκεί όπως και πολλοί μπάτσοι με μικρόφωνα. Ήταν αγανακτισμένοι και θορυβούσαν. Μόλις με είδαν έπεσαν πάνω μου σα πεινασμένα κοράκια. Κόντεψαν να με πνίξουν με τα μικρόφωνα και τα στόματα τα χυδαία που εκσφεντόντιζαν σάλια κι αηδίες προς το μέρος μου. Κατάφερα να φτάσω στο βήμα. “Καθίστε” γάβγισε κάποιος δεξιά μου. Μπροστά μου αραδιασμένα τα μικρόφωνα της λοβοτομημένης αλήθειας, τα εργαλεία του αρρωστιάρικου φόβου. “Είμαι πρόεδρος σε τούτο το μπουρδέλο” αναφώνησα
“Γράφε, καταδικάζω την τρομοκρατική ενέργεια”
“Σας σιχαίνομαι όλους. Είστε η πανούκλα του ανθρώπινου πνεύματος”
“Γράφε, τη στυγερή δολοφονική επίθεση που στρέφεται ενάντια στη δικαιοσύνη”
“Είστε σκουλήκια που τρέφεστε με φόβο, τον φόβο που οι ίδιοι σπέρνετε στις ψυχές μας”
“Γράφε, και ενάντια στον ίδιο το λαό. Όμως”
“Μόνο όταν εκτελεστείτε θα γλιτώσει ο κόσμος από το σινάφι σας καριόληδες”
“Γράφε, η δικαιοσύνη θα μείνει ανεπηρέαστη στο έργο της”
“Πουτάνες της ψευτιάς, γαμημένοι.”
“Γράφε, υπέρμαχος της δημοκρατίας και του Συντάγματος’
Ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. “Άντε γαμηθείτε καραγκιόζηδες” είπα και κίνησα να φύγω. Το σμήνος των χειροκροτημάτων με ακολούθησε και αχόρταγα χέρια απλώθηκαν να με αγγίξουν. “Γαμημένοι καραγκιόζηδες” ούρλιαζα ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσα να ξεφορτωθώ τα γελοία μαύρα ρούχα και το γουνάκι.

0 Comments:

Post a Comment