Πέμπτη, Απριλίου 17, 2008

Αύγουστος

Φορούσε άσπρα, τη συμπάθησα μόλις την αντίκρισα. Το λευκό ταίριαζε με το μαυρισμένο από τον ήλιο δέρμα της και κολάκευε το τέλειο κορμί της. Τα μαλλιά της κόκκινα ήταν πάντα δεμένα για να αναδεικνύουν το πρόσωπό της. Τα μάτια της γαλάζια ήταν τα μόνα που μαρτυρούσαν την χαμένη της ομορφιά.
O Άλλος ήταν καραφλός. Τα λιγοστά μαλλιά που του είχαν απομείνει τα είχε ξυρίσει. Δεν είχε τίποτα άσχημο και τίποτα όμορφο στο πρόσωπό του. Η παντελής απουσία τριχοφυΐας ήταν το χαρακτηριστικό του. Τα μεγάλα του μάτια ανέκφραστα, άδεια. Στο στόμα ένα διάπλατο χαμόγελο απέμενε ξεχασμένο όση ώρα χρειαζόταν. Το σώμα πλαδαρό. Δεν τον συμπάθησα ποτέ.
Κατά τη διάρκεια του δείπνου έφερε το μεγάλο σουγιά του για να κόψει το σκληρό τοπικό τυρί. Πλησίασε τον πατέρα που ένιωσε την απειλή του μαχαιριού και απομακρύνθηκε. Tο θεώρησε τυχαίο γεγονός. Πίστεψε ότι συνέβη κατά λάθος.
Παρακάλεσε τον πατέρα να κρατήσει το τυρί για να το τεμαχίσει. Σκόνταψε στο τραπέζι και η αιχμηρή μύτη του μαχαιριού διαπέρασε τον πατέρα μου και τον κάρφωσε απευθείας στην καρδιά. Ξεψύχησε μέσα σε δευτερόλεπτα. Ο Άλλος τον σκότωσε………………………..
Πέντε δευτερόλεπτα προπορεύθηκα του γεγονότος. Μόλις τώρα ο ξένος ζητούσε τη βοήθεια από τον γονιό μου. Βρισκόμουν στην αγκαλιά της μητέρας. Έπρεπε να τον σώσω. Δεν μπορούσα να φωνάξω. Κανείς δεν θα με άκουγε. Δεν μπορούσα να τον προλάβω, δεν περπατούσα ακόμη. Δάγκωσα τη μητέρα με όλη τη δύναμή μου στον ώμο. Μάτωσε. Φώναξε. Με πέταξε κάτω. Όλοι πάγωσαν. Ο πατέρας με άρπαξε από το έδαφος που κειτόμουν ανάσκελα και πήρε τη μητέρα από το χέρι. Καθώς εισερχόμαστε στο σπίτι γελούσα ασταμάτητα. Ήμουν ευτυχισμένος. Το δείπνο τελείωσε. Το αίμα σταμάτησε να τρέχει από τον ώμο της μητέρας.
Το βράδυ της ιδίας ημέρας, το ξενοδοχείο διαμονής των ξένων οργάνωσε δείπνο. Είμαστε καλεσμένοι. Όταν έφτασα στο δείπνο εγώ με τον πατέρα ήταν όλοι παρόντες εκτός από την υπέρτατη οικεία. Ήμουν στην αγκαλιά του πατέρα νυσταγμένος όταν έφτασε εκείνη. Ήταν σκοτάδι. Απαίτησε επιτακτικά να με πάρει και να με πάει μια βόλτα στο σκοτάδι. Επέμενε να με πάρει μακριά από το τραπέζι. Ο πατέρας ενέδωσε στην πίεση των δειπνούντων και με άφησε στην αγκαλιά της. Χαθήκαμε στο σκοτάδι. Ένα βρεγμένο ύφασμα κάλυψε βίαια το πρόσωπό μου. Δεν μπορούσα να ανασάνω. Δεν μπορούσα να φωνάξω. Ζαλιζόμουν, έσβηνα. Πέθανα…………….
Συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν στη χρονική στιγμή όπου τα χέρια του πατέρα με εγκατέλειπαν στην δολοφονική αγκαλιά. Δεν προλάβαινα, θα πέθαινα. Έπρεπε να τη σταματήσω. Έσπρωξα τον αντίχειρά μου στη βάση του δεξιού οφθαλμού της. Τα χέρια της παρέλυσαν από τον πόνο με εγκατέλειψαν και βρέθηκα να κείτομαι στο έδαφος. Είχα επιζήσει.
Η παραλία ήταν δυο ώρες δρόμος. Στο δρόμο η παρέα γέλαγε λέγοντας αστεία ενώ κάθε τόσο σταματούσαν να φωτογραφήσουν το τοπίο. Ένα όμορφο ξωκλήσι φάνηκε μπροστά μας, το προσπεράσαμε. Ο Άλλος είπε ότι θα επιχειρούσε μια μανούβρα αναστροφής για να το προσεγγίσουμε ξανά. Ήμασταν δεμένοι με τις ζώνες ασφαλείας στο πίσω κάθισμα. Οι ξένοι δεν ήταν καθηλωμένοι με τις ζώνες τους. Το πλάτος του δρόμου ήταν μικρότερο από το μήκος του αυτοκινήτου. Βρεθήκαμε κάθετα στο στενό δρόμο με το πρόσθιο τμήμα του αυτοκινήτου στα όρια του αχανούς γκρεμού. Οι πόρτες των ξένων άνοιξαν και εκείνοι πήδησαν απόλυτα συγχρονισμένοι μακριά από το όχημα που συνέχισε να κινείται. Τα σώματά μας άρχισαν να αιωρούνται στο εσωτερικό του αυτοκινήτου που έπεφτε με ελεύθερη πτώση στο αχανές βάραθρο. Η βαρύτητα μας είχε εγκαταλείψει για λίγα δευτερόλεπτα. Πεθάναμε..........................
Βρισκόμασταν ακόμη κάθετα στo στενό δρόμο. Σε λίγο θα συνέβαινε το μοιραίο. Δεν προλάβαινα. Όλα ήταν προ-αποφασισμένα. Ανοίγοντας το στόμα μου όσο πιο διάπλατα μπορούσα εκτόξευσα στο λαιμό και το άτριχο κρανίο του οδηγού την τεράστια ποσότητα ακάθαρτου μίγματος που ενυπήρχε στο βάθος του στομαχιού μου. Το τιμόνι περιστράφηκε ακαριαία και το αυτοκίνητο ντεραπάρισε στη μέση του στενού δρόμου. Όλοι βρεθήκαμε ανάποδα αλλά ζωντανοί. Είχαμε σωθεί.

Στο δρόμο της επιστροφής ο πατέρας για πρώτη φορά πρόβαλε αντίρρηση για την επίσκεψη στην παλαιοχριστιανική εκκλησία, σε λίγο θα σκοτείνιαζε άλλωστε, όμως η μητέρα συμφώνησε. Εξήλθαμε από το αμάξι και κατευθυνθήκαμε προς το ναό. Ο πατέρας και εγώ παίζαμε στο προαύλιο όταν η Αλλη τον παρότρυνε να επισκεφθεί την πίσω πλευρά του κτίσματος για να θαυμάσει την αρχιτεκτονική. Ο Άλλος ακολούθησε τον πατέρα. Ήταν οι δύο τους ολομόναχοι πίσω από την εκκλησία. Ο πατέρας αναρριχήθηκε στη μεγάλη μάντρα για να έχει αμφιθεατρική εικόνα του κτίσματος. Εκείνος πάντα πίσω του. Τον γονέα μου είχε συνεπάρει η ομορφιά του βυζαντινού ναού. Είχε φθάσει πια στην κορυφή της μάντρας. Εκεί από δέκα μέτρα ύψος έπεσε και το κεφάλι του διέλυσε στο λιθόστρωτο………………………………….
Ο πατέρας θα πέθαινε. Είχε σκαρφαλώσει στην μάντρα με τον Άλλο. Δεν μπορούσα να τον σώσω αυτή τη φορά. Ήξερα αλλά δεν μπορούσα. Βρισκόμουν σε λάθος μέρος. Ο γονιός μου στην πίσω όψη, εγώ στην πρόσοψη μπροστά στο καμπαναριό. Έπαιζα εδώ και ώρα με το σκοινί της καμπάνας. Αν την χτυπούσα. Πως. Δεν μπορούσα. Δεν είχα τη δύναμη. Κρατούσα το σκοινί. Με κρατούσε η μητέρα στην αγκαλιά της. Ένα ζευγάρι επισκεπτών ήρθε στην εκκλησία. Κατευθύνθηκε εκεί που βρισκόταν ο πατέρας. Δεν μπορούσε πια να φωτογραφήσει. Κατέβηκαν από τον τοίχο και ήρθαν κοντά μας. Τίποτα δεν συνέβη. Ο από μηχανής θεός του βυζαντινού ξωκλησιού μας είχε σώσει.
Οι γονείς μου άρχισαν να προβλέπουν τις κινήσεις των δολοφόνων. Είχαν και αυτοί πια το χάρισμα. Η μάλλον έβλεπαν την αλήθεια καθαρά όπως εγώ και πίστευαν σε αυτή χωρίς υποχωρήσεις και ενδοιασμούς. Οι υποθέσεις επαληθευόταν. 'Τώρα θα ζητήσουν τριπλασιασμό της αμοιβής, επειδή είπα ότι το τηλέφωνό καταγράφει τα πάντα άρα και τις προσωπικές εγκληματικές προτάσεις του, έχει εκτεθεί.' 'Αύριο θα πάνε στην τράπεζα να επιβεβαιώσουν την κατάθεση και την άλλη μέρα θα πάνε δήθεν για μπάνιο για να αγοράσουν εισιτήρια επιστροφής.' «Αύριο θα μας καλέσουν σε γεύμα» «Θα μας δώσουν ένα ακριβό δώρο» Οι προβλέψεις ακόμα και της πιο μικρή τους κίνησης επαληθεύονταν.
Μέρα με τη μέρα οι δυο δολοφόνοι μετατρέπονταν στα ανδρείκελα αυτών. Η συνεχής αναβολή του εγκλήματος τούς έκανε να χάνουν το φοβιστικό τους πρόσωπο.
Και ότι έμενε ήταν το τίποτα που τους αντιπροσώπευε. Ο Άλλος από αψυχολόγητος εκτελεστής είχε γίνει ένας λιμοκοντόρος με βερμούδα και σανδάλια. Η Άλλη όσο και να προσπαθούσε να κρατήσει το ύφος της είχε ήδη μετατραπεί στο αντικείμενο του πόθου όλων των εργένηδων του χωριού.
Έπρεπε να τελειώσουν τη δουλειά τους. Είχαν ανάγκη τα χρήματα. Η πελάτης πίεζε. Τους μίλαγε όλη την ώρα στο τηλέφωνο. ………………………………….

Όμως η δουλειά τους δεν ολοκληρώθηκε εκείνο το καλοκαίρι. Φύγανε από το νησί με την υπόσχεση να τελειώσουν αυτό που άρχισαν πίσω στην πρωτεύουσα…………

Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τον Άλλο και την Άλλη για κάτι που δεν έκαναν. Κανείς δεν πίστεψε ποτέ τον πατέρα και τη μητέρα. Ακόμα και αυτοί που βλέπανε την αλήθεια σώπαιναν. Οι υπέρτατοι οικείοι θα συνέχιζαν τις δολοφονικές απόπειρες. 'Το κακό δεν έχει πάτο' έλεγαν. Όλες τους οι πράξεις όλα τους τα λόγια εξυπηρετούσαν τον ένα και μοναδικό στόχο, το τέλος μας. Δεν μπόρεσα να καταλάβω ποτέ το γιατί. Ήταν οι κυνηγοί μας και ήμασταν τα θηράματα. Άκακοι και αβλαβείς ήμασταν τα πιο εύκολα θύματα. Σαν χορτοφάγα, άκακα ζώα βιώναμε την κάθε στιγμή έχοντας τις αισθήσεις μας σε εγρήγορση. Ζούσαμε ειρηνικά μέσα στο πεδίο της μάχης.

2 Comments:

  1. Count_Zero said...
    Και η συνωμοσιολογία συνεχίζεται...
    !!!
    Ανώνυμος said...
    Πολύ καλό

Post a Comment