Δευτέρα, Μαρτίου 02, 2009

Πaρaφρaση

Πaρaφρaση

Γράμματα 

Κοιτάζω πίσω. Δεν υπάρχει κανείς να με κυνηγά. Για πρώτη φορά, έπειτα από τόσο χρόνο, είμαι μονάχος μου. Αισθάνομαι ελεύθερος και οι πρώτες μου σκέψεις είναι αναπόφευκτες αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας. Μα όλα αυτά δεν διαρκούν πολύ. Γυρίζω και πάλι πίσω το κεφάλι και κοιτάζω, για να εξακριβώσω το προφανές. Δεν υπάρχει κανείς.
 Ο δρόμος είναι σχετικά σκοτεινός. Ο αέρας φέρνει την βρώμα από έναν κάδο δίπλα μου, στον οποίον κάνουν επιδρομή δυο γάτες. Αυτοκίνητα. Νεκρά σφραγισμένα κουτιά, παρκαρισμένα παντού, ακόμη και πάνω στα λιγοστά δέντρα. Η σκέψη μου να φλυαρήσει δεν έχει χρόνο και επιστρέφει στον κυνηγό μου, που εξαφανίστηκε αναπάντεχα. Κι εγώ παραμένω ακίνητος εδώ. Γυρίζω απότομα και πάλι το κεφάλι. Πίσω μου σίγουρα δεν είναι κανείς. 
Ένα ζευγάρι χασκογελά ενώ το αγόρι βγάζει κλειδιά από την τσέπη. Ας μην έχουν παρκάρει εδώ, εύχομαι. Πλησιάζουν. Δεν θέλω να τους κοιτώ, να μην δώσω δικαίωμα. Με κοιτούν όμως εκείνοι, απορούν και το κορίτσι σταματά να γελά. Πλησιάζουν κι άλλο. Εγώ ακίνητος, με το βλέμμα στο άπειρο. Με προσπερνούν. Δεν γυρίζω να κοιτάξω πίσω, περιμένω μέχρι να μην ακούω τους ψίθυρους και τα βήματά τους άλλο. Τώρα το κορίτσι χασκογελά και πάλι αλλά ακούγεται αρκετά μακριά. Με μια μονοκόμματη κίνηση κοιτάζω πίσω. Δεν υπάρχει κανείς, μόνο δύο κακοφωτισμένες φιγούρες στο βάθος, που ερωτεύονται. Κανείς δεν με κυνηγά και μένω ακίνητος. 
Η γάτα με την μαύρη ουρά, μου αποσπά την προσοχή και κοιτάζω τον κάδο. Προσπαθεί να σκίσει μια νάυλον σακούλα. Η άλλη γάτα, καφέ. Σκέφτομαι πως είναι η πρώτη καφέ γάτα που βλέπω στο γκάζι μετά από 19 μήνες και αυτό, θα μπορούσε να είναι ακόμα και είδηση. Όσο η φιλενάδα της διαλύει σακούλες, εκείνη στέκεται ακίνητη και με κοιτά στα μάτια. Όσο της μιλώ, κουνά την ουρά της νευρικά. Νοιώθω αμήχανα. Γυρίζω και κοιτάζω πίσω, δεν με παρακολουθεί κανείς. 
Μόνο η καφέ γάτα στον κάδο. Μα αυτό δεν είναι αρκετό για να λειτουργήσει. Το βλέμμα της μόνο αλλόκοτο είναι, τίποτε περισσότερο. Δεν με σπρώχνει μπροστά, να κάνω ένα βήμα, να ξεκινήσω να περπατώ, να φύγω μακριά από το εδώ. Να πάω επιτέλους κάπου, παραπέρα, πιο μακριά, εκεί που δεν ξέρω πως είναι. Δεν με διώχνει αυτό το βλέμμα της γάτας. Δεν μπορεί να με σπρώξει. Δεν κρύβει λέξεις που αποδεικνύουν ενοχές, ανομολόγητες προτάσεις γεμάτες σφάλματα, φράσεις που χάνονται σε ανεξερεύνητα πάθη, παραγράφους με όρκους στον εαυτό μου, από τους οποίους να θέλω να ξεφύγω. Είναι απλώς παράξενο, επειδή είναι κενά επίμονο. Κοιτάζω πίσω, με μια τελευταία ελπίδα να με απειλεί ο κυνηγός μου. Μα δεν είναι κανείς. 
Τώρα πια τι; Άραγε, αυτό να είναι ο θάνατος; Η στασιμότητα;
  

Κορώνα

Υποβασταζόμενος, προσπαθώ να σηκωθώ. Το δεξί μου πόδι έχει χτυπήσει. Δεν μπορώ να το πατήσω, να τρέξω, να προλάβω. Τρέχει πολύ αίμα. Η οδηγός του αυτοκινήτου, ένα νεαρό, πολύ όμορφο κορίτσι, με ρωτά αν είμαι καλά και με ρωτά ξανά και ξανά, με μια φωνή γεμάτη πανικό. Τελικά είμαι εγώ και πάλι αυτός που αντί να αρχίσει να βρίζει, προσπαθεί να ηρεμήσει τους άλλους. 
Είμαι καλά, απλώς το πόδι μου πονάει, επαναλαμβάνω. Αλλά θα μου περάσει ο πόνος. Δεν θα επιτρέψω να τον θυμάμαι για μια ζωή, αυτό είναι σίγουρο. Θα έρθει η μέρα που θα τα ξεχάσω όλα, σαν να μην συνέβησαν ποτέ ή σαν να μην είχαν τελικά τόσο μεγάλη σημασία. Με αυτήν μου την σκέψη στο μυαλό, μπορώ σχεδόν να νοιώσω ότι δεν πονάω τώρα. Σχεδόν. Όχι, ευχαριστώ, για πολλοστή φορά λέω πως δεν θέλω να με δει γιατρός διότι δεν τον χρειάζομαι και ναι - φταις, αλλά ήδη έχεις βουρκώσει και να σε στεναχωρήσω άλλο – δεν βρίσκω ποιό το νόημα. Πρέπει να ασχοληθώ με το δικό μου τραύμα. 
Ξεκινώ μια προσπάθεια να φτάσω στο πεζοδρόμιο. Δίπλα στο κορίτσι είναι ένας εκνευριστικά αδιάφορος νέος που τον λένε πράσινα μάτια - πότε βρέθηκε αυτός εδώ και από ποιο σύμπαν, δεν γνωρίζω και δεν με ενδιαφέρει. Το μόνο που με στεναχωρεί είναι πως με κοιτάζουν άβουλα μαζί χωρίς να με βοηθούν, ενώ εγώ βασανίζομαι να περπατήσω, αφήνοντας μια γραμμή από αίμα πίσω μου στην άσφαλτο. 
Είναι φανερό πως δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι. Το δεξί μου πόδι με καθυστερεί. Τρέχει αίμα και πονά, όσο και αν θέλω να μην το δέχομαι. Δεν μπορώ καν να το σηκώσω, είμαι αναγκασμένος να το σέρνω πίσω μου, να μοιάζω κακόμοιρος, να αποζητώ άθελά μου τον οίκτο. Και το κυριότερο, να είμαι εξαιρετικά αργός. 
Φτάνω επιτέλους στο πεζοδρόμιο. Αγχώνομαι, πρέπει να τρέξω, να προλάβω. Αλλά το πόδι δεν πρόκειται να μου το επιτρέψει, είμαι πλέον εντελώς σίγουρος γι’ αυτό. Δεν έχω λοιπόν παρά μονάχα μία επιλογή. Πιάνω με τα δύο μου χέρια το πόδι περίπου στο γόνατο, σφίγγω τα δόντια και το τραβώ με όση δύναμη έχω, ώσπου αποκολλείται από το σώμα μου. Το πετάω στην άσφαλτο μπροστά. Ένα κρεσέντο βωβού πόνου για μένα που κορυφώνεται και εξαφανίζεται, ένα ουρλιαχτό στον αέρα για το κορίτσι, που για ακόμα λίγο συνεχίζει να μου τρυπά τα αυτιά. Ο πράσινα μάτια δεν είδε τίποτε, κοιτούσε αλλού. Τώρα χαζοκοιτά το κομμένο μου πόδι, και δακρύζει χωρίς να γνωρίζει γιατί. 
Σπρώχνοντας την πλάτη στον τοίχο πίσω μου, στάθηκα πάλι όρθιος, αυτή την φορά και για πρώτη, στο αριστερό μου πόδι μόνο. Κοιτάζω κάτω, το άλλο μου πόδι παρατημένο, αιμορραγεί και μοιάζει να πονά ακόμα. Εγώ όμως όχι. Καμία απολύτως ενόχληση. Χοροπηδώ μερικές φορές για να ζυγίσω το σώμα μου στη νέα αυτή κατάσταση. Αποφασίζω οτι μπορώ.
Χαμογελώ επιτέλους ξανά και αρχίζω να προχωρώ, χοροπηδώντας. Ίσως είναι μια από τις πλέον γελοίες σκηνές αποχώρησης από τον τόπο ενός ατυχήματος, όμως είναι αλήθεια πως είμαι αναγκασμένος να φύγω με αυτόν τον τρόπο. 
Κοιτάζω μπροστά, οι δρόμοι δεν είναι ιδιαίτερα φωτισμένοι, αλλά δεν διακρίνω κανέναν και συνεχίζω να χοροπηδώ. Πίσω μου, δεν κοιτώ ποτέ. Φτάνω σε μια διασταύρωση με ένα σκοτεινό στενό και το χοροπηδητό μου τρομάζει μια γάτα με μαύρη ουρά που ανακατεύει σακούλες σκουπιδιών. 
Δίπλα στον κάδο, βρίσκεται κάποιος ακίνητος. Τον παρατηρώ. Είναι πράγματι, εντελώς ακίνητος, έχει μαρμαρώσει. Γυρίζει απότομα και με κοιτά. Τον αναγνωρίζω: αυτός είναι, τον βρήκα επιτέλους. Είχε κρυφτεί στο στενό. Σκέφτομαι πως τώρα πια, με το ένα μου πόδι να λείπει, μοιάζω ακόμα πιο τρομακτικός και γελάω με σαρκασμό για το ωφέλιμο του ατυχήματος. 
Παίρνω μια ανάσα και ξεκινώ να χοροπηδώ κυνηγώντας τον. Εκείνος, όπως τόσο χρόνο τώρα, φεύγει τρομαγμένος μακριά μου, οδηγώντας και τους δύο στο κοινό μας άγνωστο.

μηνάς ν. μηλιαράς
23/2/2009

8 Comments:

  1. Ανώνυμος said...
    Μου άρεσε αν και με ξένισε η αναφορά στο γκάζι (στο σημείο με την καφέ γάτα)
    +ma said...
    anomyme, i anafora stin kafe gata sto gkazi einai ena "inside joke" to opoio ek prwtis moiazei na periorizei to keimeno.

    kapoioi syggrafeis me briskoun symfwno, oti ena logotexniko keimeno den prepei na periorizetai ws pros ton "pragmatiko" xrono kai ton topo.

    einai omws safes oti den exw dyo ylikes ypostaseis, aplws anakateyw ton fysiko me ton eswteriko mou kosmo san na itan enas.

    prokeitai dld gia mia xwroxroniki parafrasi tou arxikou anekdotou keimenou. opote oi anafores ston fysiko kosmo ofeiloun na deixnoun se ayto pou onomazoume "pragmatikotita" i opoia perigrafetai se sygkekrimeno xroniko kai xwriko plaisio.

    minas
    Ανώνυμος said...
    sygxaritiria, mou arese poly
    (leonidas apo to forum)
    Su ki said...
    moy aresei para poly, eniwsa oti evlepa oneiro, eyxaristw!
    Ανώνυμος said...
    cool!!
    Ανώνυμος said...
    Η 4η & η 5η παράγραφος με απογείωσαν. Εύγε!!!
    Ανώνυμος said...
    kalo!vrikes fos sto skotadi vlepo....
    +ma said...
    προς Thouluaga: σκάψε σκάψε, στο τέλος κάτι βρίσκεις :) lol

Post a Comment