Σάββατο, Μαρτίου 20, 2010

11.05 Ψηλαφώντας το κομοδίνο του ο Μπομπ συνειδητοποίησε με έκπληξη πως το ξυπνητήρι Τουίτι δε βρισκόταν στη θέση του και το ανεξήγητο αυτό γεγονός τον προβλημάτισε πολύ. Σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι του, έτριψε τα μάτια κι άνοιξε το κινητό του. Μόλις είδε την ώρα έβγαλε μια κραυγή που πρέπει ν’ ακούστηκε αρκετά τετράγωνα πιο πέρα. Έβαλε αμέσως τα σπορτέξ του και πετάχτηκε σα σίφουνας έξω.
Στο δρόμο όλοι τον κοίταζαν σαν εξωγήινο κι ο Μπόμπ υπέθεσε πως ήταν όλοι μαλάκες. Μόνο όταν μπήκε στη “Γνώση” κατάλαβε πως ήταν ακόμα με τις πιτζάμες. Μόλις το αφεντικό του τον είδε άρχισε να φωνάζει κρατώντας μια παγοκύστη στο κεφάλι του «Τι ώρα είναι αυτή ρε σκατόπουστρα; Πώς ήρθες έτσι μωρέ μπάσταρδε; Απολύεσαι ρε παλιομαλάκα!». Και μερικά άλλα τέτοια.

08.20 Του ’χαν γαμηθεί τα γόνατα. Στην ηλικία του δεν ήταν για πολλά. Ο μπαρμπά Μήτσος ήταν κρυμμένος πίσω από έναν κάδο και περίμενε κοιτώντας συνεχώς το ρολόι του. Ο φαλακρός είχε αργήσει, πράγμα ασυνήθιστο, κάθε πρωί στις οχτώ το άνοιγε το γαμήδι. Αλλά όσο άντεχε, ο μπαρμπά Μήτσος, θα τον περίμενε. Και μόλις τον έβλεπε θα πατούσε τη σκανδάλη. Μετά η σφαίρα θα ’κανε τα υπόλοιπα. Γιατί ο φαλακρός για ένα καφέ του ’χε γαμήσει τη ζωή. Κι ο μπάρμπας ήθελε μόνο ένα μήνα ακόμα. Μα η αρθρίτιδα τον πρόδωσε. Σηκώθηκε λίγο απ’ την κρυψώνα του να ξεπιαστεί, η καραμπίνα βγήκε σε κοινή θέα κι ένας αστυνομικός που περνούσε τον συνέλαβε χωρίς ομολογουμένως ιδιαίτερο κόπο. Γιατί ο μπαρμπά Μήτσος δεν πρόβαλε καμιά αντίσταση, δεν ήθελε να πειράξει κανέναν άλλο. Ήθελε μόνο να γαμήσει τον φαλακρό.

08.16 Ο αστυνόμος Θεοπάρης έτρωγε το πρωινό τού ντόνατ κι έπινε καφέ από πλαστικό κυπελάκι καθώς χάζευε τις εφημερίδες που κρεμόταν στο περίπτερο. Ο ασύρματός του έβγαλε έναν τσιριχτό ήχο και μια φωνή τίγκα στα παράσιτα τον ειδοποίησε πως στην οδό Αγωνίας κάποιος, χωρίς προφανή λόγο, σωριάστηκε στο έδαφος. Ο αστυνόμος πέταξε το ντόνατ του ( τον καφέ τον είχε πιει όλο ) και άρχισε να προχωράει προς τον τόπο τού παράξενου συμβάντος. Δυο στενά πιο κάτω, έξω από την “Γνώση”, είδε ένα γέρο με μια καραμπίνα. Έβγαλε το περίστροφό του, τον σημάδεψε και του φώναξε «ΑΚΙΝΗΤΟΣ!!». Ο γέρος σήκωσε αμέσως τα χέρια του ψηλά.

07.59 Ο Ροδόλφος δεν μπορούσε να διακρίνει τον Ρεμπώ από τον Ράμπο γεγονός που δεν τον εμπόδιζε να έχει βιβλιοπωλείο. Κληρονόμησε τη “Γνώση” από τον πατέρα του κι έχωσε μέσα έναν υπάλληλο που τον γαμούσε και τον έδερνε. Κι ένα πρωί τον απέλυσε γιατί δεν του ’φερε καφέ. Κι ο τύπος ήταν εξηντακάτι., ένα μήνα ήθελε να βγει στη σύνταξη. Ο Ροδόλφος ήξερε πως του ’χε γαμήσει όση ζωή του έμενε. Μετά βέβαια πήρε άλλο υπάλληλο τον οποίο επίσης γαμούσε κι έδερνε. Γιατί ο Ροδόλφος Μπράουν ήταν κακός άνθρωπος. Και το απολάμβανε. Πηγαίνοντας να ανοίξει το μαγαζί άκουσε ένα εκκωφαντικό «ντριρρρρνννν». Σχεδόν αμέσως κάτι τον χτύπησε στο φαλακρό του κεφάλι. Κάποιος περαστικός που τον είδε κάλεσε τους μπάτσους.

07.58 Το ξυπνητήρι Τουίτι χτύπησε μ’ ένα δυνατό ντρρρρρινννννν που θα ’κανε τον Σιλβέστρο να χεστεί πάνω του. Ο Μπομπ χωρίς να ξυπνήσει τέντωσε το χέρι του, άρπαξε τον Τουίτι και χωρίς να τον κλείσει τον εκσφενδόνισε έξω από το ανοιχτό του παράθυρο. Μετά συνέχισε να ονειρεύεται.

Ο μεγάλος Διδάσκαλος Ζάο Ζου τελειώνει την αφήγησή του, ανάβει ένα μάλμπορο λάιτ και κοιτά τους μαθητές του. Ο φύτουλας μαθητής Τσογκ Λη σηκώνει διστακτικά το χέρι του και λέει «Ενδιαφέρουσα η παραβολή σας μεγάλε Διδάσκαλε αλλά δεν μπόρεσα να κατανοήσω το βαθύτερό της νόημα». Από την τελευταία σειρά ο ρέμπελος μαθητής Γου Τσαν αφήνει για λίγο το κουπόνι του στοιχήματος και ουρλιάζει «Πίπες παντού! Να παν να γαμηθούν τα νοήματα!». Ο Ζάο Ζου τον κοιτάζει επιδοκιμαστικά και λέει « Το βαθύτερο νόημα είναι πως δεν υπάρχει βαθύτερο νόημα. Εύγε Γου Τσαν. Συ θα κληρονομήσεις τη βασιλεία τών ουρανών». Τραβάει μια τζούρα ακόμα και φεύγει από την τάξη σφυρίζοντας το “Some velvet morning”.

0 Comments:

Post a Comment