tag:blogger.com,1999:blog-70426820700448864272024-03-13T13:40:36.789+02:00Εκδόσεις Αμόνι+mahttp://www.blogger.com/profile/12866957447499681685noreply@blogger.comBlogger210125tag:blogger.com,1999:blog-7042682070044886427.post-62238149187874287542010-04-13T17:24:00.002+02:002010-04-13T17:26:44.490+02:00ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="http://4.bp.blogspot.com/__lZzdn4igus/S8SM-z8O08I/AAAAAAAAA5Y/-zLj5vLXyTg/s1600/afisa.jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 221px; height: 320px;" src="http://4.bp.blogspot.com/__lZzdn4igus/S8SM-z8O08I/AAAAAAAAA5Y/-zLj5vLXyTg/s320/afisa.jpg" border="0" alt=""id="BLOGGER_PHOTO_ID_5459643659002500034" /></a>Count_Zerohttp://www.blogger.com/profile/03143148160516456901noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7042682070044886427.post-24013660056487487492010-04-13T14:35:00.001+02:002010-04-13T14:38:45.409+02:00FORTUNE COOKIES II - ΕΞΩΦΥΛΛΟ<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="http://4.bp.blogspot.com/__lZzdn4igus/S8RloO2dqhI/AAAAAAAAA5Q/gcakT3z6lwE/s1600/fortune+cookies+ii.jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 320px; height: 155px;" src="http://4.bp.blogspot.com/__lZzdn4igus/S8RloO2dqhI/AAAAAAAAA5Q/gcakT3z6lwE/s320/fortune+cookies+ii.jpg" border="0" alt=""id="BLOGGER_PHOTO_ID_5459600390135589394" /></a>Count_Zerohttp://www.blogger.com/profile/03143148160516456901noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7042682070044886427.post-15447557592601992392010-04-11T15:01:00.000+02:002010-04-11T15:02:04.622+02:00Φώτης Βασιλείου - ΚαβάτζεςΤο γραφείο μου κοιτάζει τον τοίχο, το ανυπόφορο αποτέλεσμα της πιο βλακώδους συμβουλής που έχω ακολουθήσει. Θα με βοηθούσε υποτίθεται να συγκεντρώνομαι καλύτερα, όμως το μόνο που πετυχαίνει είναι να χρειάζομαι όλο το εικοσιτετράωρο τη λάμπα αναμμένη, αφού έχω το παράθυρο στην πλάτη μου και η σκιά μου πέφτει στα χαρτιά.<br />Άει σιχτίρ πια!<br />Έσβησα τη λάμπα και σηκώθηκα. Αισθανόμουν το κορμί μου, το μυαλό μου, την ψυχή μου, μουδιασμένα. Κάτι έπρεπε να κάνω. Κάτι.<br />Πήγα και κατούρησα.<br />Ένα μακρό, πλούσιο, απολαυστικό κατούρημα –μα πού χωρούσε τόσο υγρό;<br />Από την τουαλέτα στο μπαλκόνι. Στην απέναντι πολυκατοικία μένει ένας μπάτσος με τη γυναίκα του. Φάτσα-κάρτα έχω το καθιστικό και το σαλόνι τους. Η κουρτίνα στο σαλόνι είναι μισάνοιχτη και φαίνεται ο μπάτσος να κάθεται όλο το απόγευμα στον καναπέ και να βλέπει τηλεόραση. Δίπλα του φορτωμένα τασάκια, ποτήρι τού φραπέ, κουτιά μπύρας. Στην κουζίνα οι πόρτες είναι εντελώς ανοιχτές. Η γυναίκα τού μπάτσου τριγυρίζει από το νεροχύτη στο ψυγείο, γύρω από μια τηλεόραση που παίζει μονίμως σαπουνόπερες. Τριανταεφτά με τριανταοχτώ, καλοφτιαγμένη γυναίκα, απ’ αυτές που κάποτε λέγανε νταρντάνες. Μ’ αρέσει να τη χαζεύω. Ξεμουδιάζω.<br />Όμως εκείνη τη μέρα αυτό δεν μου ήταν αρκετό. Σήμερα χρειαζόμουν κάτι παραπάνω.<br />Έπιασα το κινητό για να τηλεφωνήσω σε μια απ’ τις καβάτζες μου. Δεν το σκέφτηκα καθόλου: η Αλεξία ήταν η αυτονόητη επιλογή.<br />«Θάνο; Πώς και με θυμήθηκες, ρε μαλακισμένο;»<br />«Σε σκεφτόμουν… Μου έλειψες νομίζω…»<br />Γέλασε. Και ήταν ένα αυθόρμητο, πηγαίο γέλιο. Καθόλου προσποιητό –τουλάχιστον απ’ όσο μπορούσα να καταλάβω.<br />«Αν σου έλειπα, θα με σκεφτόσουν και καμιά φορά ενδιάμεσα, κι όχι μόνο όταν είσαι καυλωμένος».<br />«Είδα μια παλιά μας συμφοιτήτρια σήμερα».<br />«Α, ναι; Ποια; Εκείνη τη μαλακισμένη την Κατερίνα;»<br />«Όχι, όχι… Δεν μπόρεσα να θυμηθώ το όνομά της… Μια χοντρούλα με ΠΟΛΥ μακριά μαλλιά από την Καλαμάτα. Η κολλητή εκείνης της Αντωνίας που παντρεύτηκε τον Γιάννη».<br /><br />Σκηνή μοντάζ: Η Αντωνία να ανοίγει τα πόδια της πάρα πολύ και με ρωτάει αν μου αρέσει το στήθος της. <br /><br />«Μια με πλακουτσωτή μύτη; Που είναι σαν ινδιάνα πόρνη;»<br />«Ναι… Πιθανόν, δηλαδή…»<br />«Η Βάλια είναι, ρε Θάνο. Που τα ’χε με τον Θεοδόση και γαμιόταν και με τον Νίκο από τα Γρεβενά».<br /><br />Σκηνή μοντάζ: Η Αντωνία είχε πραγματικά ωραίο στήθος. Μεγάλα και στρογγυλά βυζιά. Ναι, μου άρεσαν πολύ. Πάρα πολύ.<br /><br />«Είχα ακούσει ότι παντρεύτηκε έναν στρατιωτικό η τουρκομπαρόκ βλαχάρα κι έμενε στη Λήμνο. Τι σκατά γύρευε εδώ; Σου είπε;»<br />«Κάτι για ΑΣΕΠ ανέφερε. Πέρασε στη Νομαρχία μας και μπλα-μπλα-μπλα. Είπε και κάτι για Ξάνθη, ίσως ο καραβανάς της να είναι εκεί τώρα».<br /><br />Σκηνή μοντάζ: Και απαλά. Τόσο απαλά, που νόμιζα ότι η γλώσσα μου θα τα καταστρέψει. Και κάτι ρόγες! Παίζει να είναι οι πιο τεράστιες που έχω δει.<br /><br />«Δεν πιστεύω να της είπες τίποτα για μένα;»<br />«Όχι, όχι. Δυο λεπτά μιλήσαμε στο όρθιο –τι να της έλεγα;»<br />«Ανταλλάξατε τηλέφωνα και τέτοια;»<br />«Είσαι τρελή!»<br /><br />Σκηνή μοντάζ: Η Χριστίνα να κλαίει. Η μύτη της να τρέχει. Σάλιο να στάζει από την αριστερή άκρη των χειλιών της. Κόκκινα μάτια, κόκκινη μύτη, κόκκινα λόγια. Η Αντωνία της τα είχε πει όλα με το νι και με το σίγμα. Με μια μικρή απόκλιση: Ότι εγώ της την έπεσα. <br /><br />«Δε νομίζω ότι σε συμφέρει να μου μιλάς άσχημα σήμερα…»<br />«Μα είσαι τρελή με την καλή έννοια. Σαν τον Βαν Γκογκ!»<br />Γελάει. Και είναι πηγαίο και αυθόρμητο. Το ξέρω.<br />«Γι’ αυτό ακριβώς θέλω να μοιραστούμε ένα εξαιρετικό Pinot που μου έφερε προχτές ο Παναγιώτης από το Παρίσι. Έχω και κάτι μπριζόλες. Μέχρι να έρθεις, θα είναι έτοιμες».<br />Γελάει ακόμα.<br />«Θα πάρω και παγωτό για επιδόρπιο».<br />«Το μόνο που ελπίζω είναι να μην φοράς πάλι εκείνο το ηλίθιο βρακάκι-σούπερμαν».<br />«Μα είναι το αγαπημένο μου! Μεταδίδει ένα υπόγειο, υποσυνείδητο μήνυμα».<br />«Ναι πολύ υπόγειο, τι να σου πω… Βάλε τις μπριζόλες και άναψε τον θερμοσίφωνα. Θα κάνω ντους σε ’σένα. Και μην Τ-Ο-Λ-Μ-Η-Σ-Ε-Ι-Σ να φορέσεις το βρακάκι-σούπερμαν».Count_Zerohttp://www.blogger.com/profile/03143148160516456901noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7042682070044886427.post-84925821099106819062010-04-11T13:36:00.000+02:002010-04-11T13:38:16.473+02:00Μπάμπης Κονταράκης - 41Οι ψυχολόγοι και όλο το σινάφι τους που ασχολείται με άρρωστες ψυχές είχαν καταφέρει σε κάτι παραπάνω από έναν αιώνα ματαιοδοξίας να αποκαλούνται επιστήμονες. Επί εκατό χρόνια πίστευαν πως μόνο έτσι θα αποκτούσαν την εξουσία που τους άρμοζε και ήταν τόσο μαλάκες που συνέχιζαν να πιστεύουν πως αυτό θα εκπληρωνόταν σαν αλλοτινή προφητεία σε μια μεταμοντέρνα αποκάλυψη τού τέλους της ιστορίας. Από τη στιγμή που όλοι οι άλλοι θα τους παραδέχονταν σαν «επιστήμονες» η ανθρώπινη ιστορία θα γύριζε σελίδα. Ίσως αυτό να ήταν αλήθεια αν τα κατάφερναν λίγο νωρίτερα, αλλά αυτοί εξακολουθούσαν να πιστεύουν σε μια τέτοια φαντασιακή ονείρωξη ακόμα κι όταν οι επιστήμονες είχαν ξεφτιλιστεί τόσο πολύ που συχνά έβλεπες σε τοίχους το κλασσικό πλέον σύνθημα “ρουφιάνοι επιστήμονες θα πεθάνετε”. Τόσο πολύ που όταν κάποιος πετύχαινε κάναν επιστήμονα στο δρόμο, φρόντιζε κι ας είχε κι άλλες δουλειές, πρώτα να τον φτύσει στα μούτρα και μετά να ξεράσει στα μούτρα του.<br />Τα προηγούμενα χρόνια, οι ψυχολόγοι είχαν καταλάβει πως δεν μπορούσαν να λύσουν τα προβλήματα που εκείνοι αποκαλούσαν «ψυχολογικά προβλήματα», με συνεδρίες και άλλα τέτοια αδελφίστικα. Ταυτόχρονα, είχαν πλέον βεβαιωθεί πως τα όποια προβλήματα μιας ψυχής οφείλονταν σε ένα και μόνο γεγονός από το παρελθόν, κάτι που συμβατικά το έλεγαν «Τραύμα». Αλλά καταλάβαιναν κιόλας πως παρόλο που εντόπιζαν το πρόβλημα, δεν μπορούσαν να το λύσουν κι από πάνω. Ενώ, θα περίμενε κανείς πως αυτή η μονοσήμαντη αιτιακή συσχέτιση που εφηύραν θα τους καθιέρωνε στο πάνθεον των κατάπτυστων επιστημών, κάτι τέτοιο δε συνέβη. Αλλά θα γινόταν σύντομα. <br />Και έτσι ψάχνανε οι ψυχολόγοι να βρούνε λύση για να εξιλεωθούν. Βρήκανε λοιπόν χορηγούς –κάτι γυναίκες πλούσιων Αμερικάνων με χρόνια εμπειρίας διαλογισμού και παρτούζας στην Γκόα– για να φτιάξουν μια μηχανή που θα επίλυε οριστικά το Τραύμα της άτυχης άρρωστης ψυχής. Το Τραύμα πήγαζε πάντα από ένα φαινομενικά αθώο γεγονός του παρελθόντος που παραμόνευε και καραδοκούσε σαν ξεχασμένο πηγάδι και τελικά κατάπινε την ψυχή. <br />Και τα κατάφεραν! Έφτιαξαν μια τεράστια ροζ μηχανή που έμοιαζε με κοντέινερ, αλλά δεν ήταν στα αλήθεια κοντέινερ. τη μηχανή τη βάφτισαν “Μιχάλη”. Ήταν το όνομα της πρώτης ψυχής που σα μάρτυρας τελικά θυσιάστηκε άτυχα μέσα στη μηχανή αφού μέσα της είχε τρυπώσει ένας καναπές-δολοφόνος που κατάπιε την ανήσυχη ψυχή που την έλεγαν “Μιχάλη”. Πήγε δηλαδή ο Μιχάλης για ψυχανάλυση και τον έφαγε ένας καναπές. <br />Αυτή η μηχανή λοιπόν, δημιουργούσε τεχνητά τις ίδιες συνθήκες με εκείνες της ημέρας του παρελθόντος που η άτυχη και αθώα ψυχή είχε συναντήσει το Τραύμα της. Με άλλα λόγια, η μηχανή γαμούσε. Γιατί έμπαινες εσύ μέσα στον “Μιχάλη” και αντιμετώπιζες το Τραύμα σου κατάματα και τέτατετ και αποκτούσες επιτέλους μια δεύτερη ευκαιρία να σκοτώσεις οριστικά τους εφιάλτες του παρελθόντος σου.<br /><br /><br />Ο Τάκης ήταν ένα όμορφο και δροσερό αγόρι. Ήταν μια φάση που για πρώτη φορά στη ζωή του είχε ταυτόχρονα και μηχανή και γκόμενα. Δηλαδή όλα ήταν τέλεια και έτσι ήταν χαρούμενος, καυλωμένος και τέτοια. Ώσπου μια μέρα η μοίρα συνάντησε τον άτυχο Τάκη. Εντελώς ανεξήγητα πέρασε κάμποσες εφιαλτικές μέρες. Ήταν η τρίτη συνεχόμενη μέρα που ξυπνούσε νωρίς το πρωί. Κατάλαβε πως ότι και να ήταν αυτό που του συνέβαινε δεν είχε τελειώσει. Και είχε δίκιο. <br />Έφτιαξε φραπέ και με την πρώτη ρουφηξιά τον έφτυσε στο πάτωμα. Έβαλε κι άλλο γάλα και τράβηξε άλλη μια, αλλά έφτυσε πάλι. Κατάλαβε πως δεν του άρεσε ο φραπέ. Τραγικό. Έστριψε ένα τσιγάρο, τράβηξε την πρώτη τζούρα και του βρωμούσε το τσιγάρο και δεν το ήθελε, και με τα κίτρινα δάχτυλα του το έσβησε γρήγορα. Ήθελε να βάλει τα κλάματα. Κάθε του βεβαιότητά κατέρρεε. Κάποιος του έπαιρνε τη ζωή του. <br />Πήγε για δουλειά και γούσταρε τόσο πολύ που δούλευε που έφυγε τελικά μόνο όταν ήρθαν οι νυχτοφύλακες και τον διώξανε από το κτίριο. Άφησε το μηχανάκι του και γύρισε σπίτι με τα πόδια και το βρήκε υπέροχο που περπάτησε. Όταν κάποια στιγμή έφτασε σπίτι του πήγε γρήγορα γρήγορα και έβαλε τις πιτζάμες του! Και μετά έβαλε ένα ποτήρι λικέρ κεράσι, πήρε τηλέφωνο την γκόμενα του να της πει πως την αγαπάει, και διάβασε ένα βιβλίο. Τελικά έπεσε με τις βυσσινί πιτζάμες του για ύπνο νωρίς. <br />Κυρία, ο Τάκης! Μιλάμε δηλαδή για αδύνατες καταστάσεις για τον αληθινό Τάκη, και όσοι τον ήξεραν το παραδέχονταν αυτό. Ο Τάκης έβλεπε το κορμί του αποκομμένο από τον εαυτό του. Αργότερα, μπροστά στην επιτροπή των επιστημόνων των ψυχών είχε περιγράψει τα συμπτώματα του ως εξής:<br /><br />«Ήμουν σαν τα ζόμπι μιας φυλής του Αμαζονίου, που μελετήθηκε κάποτε από έναν ανθρωπολόγο –που αργότερα βρέθηκε ημίτρελος και με πολλά μούσια, χαμένος στη ζούγκλα από τις αποικιακές αρχές και έτσι ποτέ δε γράφτηκε τίποτα για τη φυλή που μελέτησε, και που λίγο χρόνια μετά θα εξαφανιζόταν μαγικά από τον πλανήτη, και ούτε μίλησε ποτέ ξανά για εκείνο το θέμα. Εκείνα τα ζόμπι, ή καλύτερα οι άνθρωποι που οι μάγοι τους έλεγαν ζόμπι περιέγραφαν την κατάστασή τους στους μάγους σα να ήταν φυλακισμένοι σε σώματα άλλων. Εκείνα τα άλλα σώματα έκαναν τα αντίθετα από αυτά που συνήθιζαν οι ψυχές να κάνουν, και επιπλέον έπαιρναν και ευχαρίστηση από αυτά. Φυλακισμένοι δηλαδή σε σώματα ξένων, σε σώματα απομεινάρια άλλων ψυχών που μόνο ίχνη τους μπορούσε κανείς να βρει πάνω τους. Ίχνη που όμως ήταν αρκετά για να τους αφήσουν μια γνώση που την επιτελούσαν αέναα και χωρίς την ψυχή των που είχε δραπετεύσει καιρό. Τρέχανε λοιπόν τότε τα άψυχα σώματα μέσα στην ζούγκλα και κυλιόνταν στα γρασίδια χαρούμενα και ωραία και συνέχιζαν να ζουν από κεκτημένη ταχύτητα ή απλά από συνήθεια μέχρι να βρουν μια οποιαδήποτε ψυχή. Τότε την άρπαζαν και τη φυλάκιζαν μέσα τους για να νοιώθουν καλύτερα και να έχουν παρέα».<br /><br />Έτσι ένοιωθε ο Τάκης μας και δεν την πάλευε, και μετά από πολλαπλές ενδοσκοπήσεις κατάλαβε πως είχε ψυχολογικό πρόβλημα. Και πήγε στους επιστήμονες και τους μαρτύρησε όλα αυτά. θα προτιμούσε να πάει στους μάγους, αλλά αυτοί δεν υπήρχαν πια. Είχαν εξαφανιστεί. Μαγικά!<br /><br />«Κυριε Τάκη μας», είπε ο αρχηγός των επιστημόνων ψυχολόγων, «έχετε ψυχολογικό πρόβλημα. Μην ανησυχείτε όμως γιατί είσαστε πλέον σε χέρια της επιστήμης». Οι υπόλοιποι χειροκροτήσανε με πάθος. Ακόμα γούσταραν με τον νέο τους αυτοπροσδιορισμό. Και συνέχισε ο αρχηγός της φυλής που είχε αλλάξει χαρακτήρα, λέγοντας του Τάκη πως μετά από τις τρεις χιλιάδες ώρες ψυχοθεραπείας είχαν επιτέλους εντοπίσει το προσωπικό του Τραύμα και μετά από αυτό έπεσε σιωπή στην αίθουσα και ο Τάκης άρχισε να ιδρώνει από αγωνία. Ο αρχηγός τότε είπε:<br /> «41»<br />Πάγωσε ο Τάκης. Όλοι χειροκροτούσαν και ήταν χαρούμενοι με τη νέα επιτυχία της επιστήμης τους και μια ψυχολόγα με μεγάλα βυζιά που πολύ τον γούσταρε τον Τάκη και που ο Τάκης την είχε κοζάρει από πριν στο διάδρομο, τον αγκάλιασε, του ’πιασε και τον πούτσο και τον φίλησε στο στόμα με γλώσσα. Και γενικά όλοι ήταν χαρούμενοι, αλλά ο Τάκης τα είχε χαμένα και κάποια στιγμή φώναξε:<br />«Τι;».<br /> Κανείς δεν τον άκουσε, όλοι γιορτάζανε και σκέφτηκε και ο Τάκης, «δεν πάει στο διάολο, τουλάχιστον θα γαμήσουμε σήμερα». Έτσι σκέφτηκε. Αλλά λίγο πριν ακολουθήσει την ψυχολόγα στην τουαλέτα ένας άλλος κύριος του είπε να πάει αύριο στη Σόλωνος που κρατάγανε τον ροζ “Μιχάλη” για να σκοτώσει το Τραύμα του. Ο Τάκης δεν είχε καταλάβει ποιο ήταν αυτό, αλλά βιαζόταν να πάει στην τουαλέτα και γρήγορα συμφώνησε.<br /><br />Η επόμενη μέρα ήταν η τελευταία καταραμένη μέρα του Τάκη. Πήγε στη Σόλωνος και μόνο λίγο πριν μπει στον ροζ “Μιχάλη” κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει. Λοιπόν, καταρχάς να πούμε πως κάθε ασθενής που έμπαινε στον “Μιχάλη” είχε δικαίωμα να πάρει ένα και μόνο αντικείμενο μαζί του, στιλ σουρβάιβορ και έτσι. Ο Τάκης πολύ αποφασιστικά ζήτησε το μοναδικό αντικείμενο που από παιδί ήξερε πως πάντα σε βγάζει καθαρό. Θα έπαιρνε μαζί του την τσάντα του Σπορ-Μπίλι. Αφού πήρε την τσάντα του Σπορ-Μπίλι, είπε να μάθει κιόλας ποιο είναι το Τραύμα του γιατί θα έμπαινε σε πέντε λεπτά μέσα και δεν ήξερε τι είχε να κάνει, ούτε που στο παρελθόν του θα τον πηγαίνανε. Και τότε του είπε ένας κύριος που έμοιαζε με επιστήμονα πως το προσωπικό του Τραύμα είχε εντοπιστεί σε μια από τις μέρες του σχολείου. <br />Θα τον μετέφερε ο ροζ “Μιχάλης” στο παρελθόν αυτό και ο Τάκης θα έπρεπε να λύσει τους λογαριασμούς του με τα πράγματα που γίνανε εκείνη τη μέρα, αυτά που περάσανε και που τώρα τα έλεγαν Τραύμα. Και ο Τάκης χτύπησε νευρώνα και θυμήθηκε τότε ποια ήταν εκείνη η μέρα που πήγαινε ακόμα στο σχολείο του, το 41ο λύκειο, πρώην Τυχοπούλου, ένα κτίριο σαν πολυκατοικία. Θυμήθηκε λοιπόν ο Τάκης και ετοιμαζόταν να ξαναζήσει έξι ώρες από τα παλιά. <br />Όταν βγήκε από τον “Μιχάλη” ήταν μέσα στα αίματα και ένοιωθε υγιής. Συνήθιζε να ακούει ο Τάκης το σιντί που του δώσανε οι ψυχολόγοι για αναμνηστικό και που είχαν καταγραφεί, και ακούγονταν όλα αυτά που γίνανε μέσα στον “Μιχάλη”. Άκουγε τη μάχη που έδωσε με το Τραύμα του και η έκρηξη στο τέλος έσπαγε τα ηχεία κάθε φορά.<br /><br />[...]<br />Πάλι πρέπει να ξυπνήσω. Ξύπνησα παρά πέντε και πήγα στο 41. Πάλι έχασα την προσευχή. Μαλακία…σήμερα θα έπρεπε να την προλάβω να τελειώσουμε μια ώρα αρχύτερα με το Τραύμα. Μπαίνω μέσα και βλέπω κάνα-δυο καθηγητές και μερικούς συμμαθητές μου. Με έχει πιάσει ήδη αναγούλα και αηδία. Σκέφτομαι πως δεν πρέπει να ξαναπεράσω ποτέ ξανά αυτή την ηλίθια φάση, πρέπει να καθαρίσω με το Τραύμα μου σήμερα και για πάντα, και σφίγγω την τσάντα Σπορ-Μπίλι που κανείς δεν την προσέχει γιατί όλοι την περνάνε για μια απλή σχολική τσάντα. Ανεβαίνω στον τρίτο όροφο που είναι το Β3 και μπαίνω. Όλοι αγουροξυπνημένοι είναι και μόνο ο Κατσιμπάρος κάνει μαλακίες πρωί-πρωί. δε δίνω σημασία. Κάθομαι στο θρανίο μου. Εκείνη τη χρονιά καθόμουνα μόνος μου μπροστά αριστερή γωνία. <br /><br />Χτυπάει το κουδούνι. Πρώτη ώρα. Μπαίνει ο Νάκος για θρησκευτικά. Με το που μπαίνει, και σα να ήμουν έτοιμος από πάντα, ανοίγω την τσάντα μου. Πριν προλάβω να βγάλω αυτό που χρειάζεται για να την παλέψεις στα θρησκευτικά, ο Νάκος έχει ήδη αρχίζει να ουρλιάζει σαν υστερική κακιά αδελφή –οχτώ η ώρα το πρωί έτσι;– στον Καποκάκη και μετά σε δυο-τρεις ακόμα επειδή μασούσανε τσίχλα. Ε, στο πεντάλεπτο που συνεχίζει και φωνάζει σαν κραγμένη πούστρα βγάζω το αλυσοπρίονο από την τσάντα μου. Δε με έχει πάρει χαμπάρι κανείς και το βάζω μπροστά. Την ώρα που έσκουζε να φτύσουν οι άλλοι τις τσίχλες, το αλυσοπρίονο παίρνει μπρος και τρέχω κατά πάνω του και του κόβω το αριστερό χέρι που σκάει στο πάτωμα και καπάκι το δεξί. Με το στόμα ανοιχτό κοιτάει μία εμένα και μια αριστερά, και μια δεξιά τα αίματα του να ψεκάζουνε τον πίνακα και να πιτσιλάνε την απουσιολόγο. Η απουσιολόγα με κοίταζει έντρομη την ώρα που ξεκινάω να σφάζω και τα δύο πόδια του Νάκου, και που δεν αντιστέκονται καθόλου στο αιματοβαμμένο αλυσοπρίονό μου. Με αίματα πάνω στα μούτρα μου και με ήρεμη δύναμη της λέω: «Εσένα θα σε φάω τελευταία!». Ο Νάκος, άφωνος στο αιματοκυλισμένο μωσαϊκό χωρίς πόδια και χωρίς χέρια, δεν μπορεί ούτε να κάνει το σταυρό του! Τον ρωτάω αν μπορώ να πάω τουαλέτα να πλύνω λίγο το πρόσωπο μου γιατί είχε μπει λίγο αίμα στα μάτια μου και τσούζει. Γυρνάω και τον ρωτάω τι γεύση τσίχλα θέλει, αλλά αυτός κλαίει χωρίς να ακούγεται. Ε, και του λέω να μην ανησυχεί γιατί δε θα τον σκοτώσω πριν τον εξορκίσω. Βγάζω από την τσάντα το κοράνι και αρχίζω και ξορκίζω, και ο Νάκος κλαίει, να τρέμει και να ψήνεται και να βγάζει καπνούς. Φωνάζω: «Αλαχού Ακμπάρ!», και ο Νάκος σκοτώνεται μέσα στο αίματα και τεμαχισμένος. Κρύβω τότε το αλυσοπρίονο στην τσάντα μου, και αρχίζω να τα ψιλολέω με τα παιδιά. Είχα και καιρό να τα δω.<br /><br />Χτυπάει το κουδούνι για τη δεύτερη ώρα και είναι ώρα για γυμναστική με την καργίολα τη στεργίου. Έρχεται φωνάζοντας γιατί παίζαμε μπάσκετ. Αποβάλλει πέντε-έξι γιατί φορούσανε τζιν, μας παίρνει και την μπάλα και μας αρχίζει με διατάσεις και τέτοια. Όπως πάντα η πουτάνα μας ξέσκιζε στη γυμναστική και δε μας άφηνε να παίζουμε μπάσκετ, παρά μόνο μας κορόιδευε, και στο τελευταίο τρίλεπτο μας πετούσε την μπάλα να παίξουμε και μέχρι να χωρίσουμε ομάδες είχε χτυπήσει κουδούνι για διάλειμμα και σκάγανε όλοι στην αυλή και δεν μπορούσαμε να παίξουμε. Και πάνω από όλα μας έλεγε πως θα την ευγνωμονούσαμε στο μέλλον για την αληθινή γυμναστική που μας έκανε, κάτι το οποίο ήταν τραβηγμένο από τα μαλλιά. Καθώς ερχόμουνα κατευθείαν από το μέλλον καμία, μα καμία μέρα δε σκέφτηκα κάτι τόσο ηλίθιο. Με τη σφυρίχτρα στο στόμα να μας σφυράει συνέχεια για τις ασκήσεις δίνει εντολή να πέσουμε κατάχαμα να κάνουμε κοιλιακούς και πουσάπς και τέτοια. Σηκώνεται ο Σπύρος και της λέει: «Κάτω είναι βρώμικα, και εγώ δεν κάθομαι να λερωθώ…να μας φέρεις στρωματάκια», και αποχώρησε από το μάθημα καταγγέλλοντας την όλη διαδικασία. Χαμογελάω εγώ, πάω και τον πιάνω και κάτι του λέω που δεν ακουγόταν στο σιντί. Όταν την είχαμε ήδη κρεμάσει από την μπασκέτα με τη σφυρίχτρα της και δεν μπορούσε πλέον ούτε να σφυράει ούτε να ουρλιάζει, παρά μόνο ζητούσε συγνώμη, άρχισα να την παροτρύνω: «Σφύρα τώρα καργιόλα, σφύρα!». Πριν την πνίξει η σφυρίχτρα της, παίξαμε και λίγο μπασκετάκι και πριν χτυπήσει κουδούνι για διάλλειμμα, έβγαλα είκοσι πέντε ρόπαλα από την τσάντα και τα έδωσα στους συμμαθητές μου για να τη χτυπήσουμε όλοι μαζί για να σπάσουμε όλα της τα κόκκαλα. Την τσακίσαμε τόσο πολύ, που στο τέλος άρχισαν να πετάγονται πάνω μας έντερα, αίματα, συκώτια και τέτοια, και γίναμε χάλια. Παρ’ όλα αυτά, είχε περισσότερη πλάκα κι από μπάσκετ. <br /><br />Χτυπάει το κουδούνι, αλλά αργώ λίγο να μπω. Δε θυμόμουνα ότι είχαμε καλλιτεχνικά και έτσι όταν μπήκα μέσα ήταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη. Δεν κάθομαι καν στη θέση μου. Ανοίγω την τσάντα μου και βγάζω ένα σπαθί σαμουράι. Πάω στον Δημητρόπουλο με το σπαθί στο χέρι και τον ρωτάω: «Γιατί μου έβαλες δεκαπέντε στο τρίμηνο;», και του δείχνω τις ζωγραφιές μου. Και μου απαντάει: «έτσι, στην τύχη τους βάζω τους βαθμούς». Ε, και χάνω την ψυχραιμία μου και βγάζω το γιαπωνέζικο σπαθί από τη σκαλιστή θήκη του και με μια μονοκόμματη και ψαγμένη κίνηση, που την είχα δει σε μία ταινία, του κόβω το κεφάλι. Στην αρχή δεν το κατάλαβε ο Δημητρόπουλος και όντως έτρεχε σιγανά το αίμα από την αδιόρατη τομή στο λαιμό του. Ήμουν γυρισμένος πλάτη στον Δημητρόπουλο σα νίντζα που περιμένει, και γύρισα να τον ξαναδώ μόνο όταν άκουσα το κεφάλι του να πέφτει στο πάτωμα. Λέω: «είδες τι έκανες τώρα; αλλά πού να το δεις; τα μάτια σου είναι στο κομμένο κεφάλι σου, μαλακάκο, ε μαλακάκο». Βλέπω το ακέφαλο σώμα του γονατισμένο και την κορυφή του να ξερνάει αίμα σα σιντριβάνι και να λερώνει το ταβάνι και το πράσινο μπλοκάκι με τους βαθμούς. Το ματωμένο μπλοκάκι με ηρέμησε κάπως. Έσπρωξα το κορμί του στη γωνία και το πέταξα μαζί με αυτό του ψημένου Θρησκευτικού. Έστειλα ένα φιλάκι στην απουσιολόγο μας και κάθισα στο θρανίο μου ήσυχος. Δε βγήκα για διάλειμμα. <br /><br />Χτυπάει το κουδούνι και έχουμε αρχαία. Έρχεται και ο σιχαμένος και ευγενικός σα φίδι χουντόσπορος, ο Μανάβης. Γράφει στον πίνακα τη λέξη «σημάνον». Κοντοστέκεται, τα χάνει και ξεφεύγει και παραμιλάει: «σημάνον! Όπως σημάνον... όπως σημαία... σημαία!... σημαία!» και παραληρεί: «έθνος! Πατρίδα! Σημαία! Ζήτω!», και τρελαίνεται, και τα μάτια του γυαλίζουν και είναι πλέον ένας τρομακτικός μπάσταρδος. Τον πρόλαβα λίγο πριν βγάλει αφρούς από περηφάνια που ήταν Έλληνας. Κρατάω σταθερά το φλογοβόλο που είχα ξετρυπώσει από την κομψή τσάντα μου και πατάω το κουμπί και τον πυρπολώ τον πούστη. Οι φλόγες τον καίνε γρήγορα. Μα του σαλεύει και νομίζει πως του επιτίθενται κομμουνιστές και φλεγόμενος τρέχει πέρα δώθε στην τάξη. Αρχίζω και του ρίχνω τη φωτιά Νο 3 που είναι και η πιο δυνατή. Ενώ έλιωνε το κρανίο του, ξεχείλιζαν τα μυαλά του και έσταζε το δέρμα του έκανε ένα σάλτο στην πόρτα και φλεγόμενος πήδηξε από τον τρίτο όροφο που ήμασταν νομίζοντας πως έτσι θα γλίτωνε από τους Τούρκους.<br />Βγήκαμε όλοι έξω να δούμε αν γλίτωσε και γι αυτό είχα βγάλει και ένα ούζι για να ’μαστε σίγουροι: τζαστ ιν κέης, που λένε. Αλλά, δεν υπήρχε λόγος να τον γαζώσω. Τα μαύρα απομεινάρια του καίγονταν στη σέντρα του γηπέδου τού μπάσκετ και ένας μαύρος καπνός αηδίας από τα καμένα σωθικά του γέμισε τη γειτονιά. Και επειδή δεν είχαμε άλλο διάλειμμα και περνούσε τυχαία ο Κατσάτος ο μαθηματικός και αποφάσισε να μπει νωρίτερα, μπήκαμε όλοι μέσα στην τάξη γελώντας και χαχανίζοντας. <br />Ο Κατσάτος ήταν μεγάλο αρχίδι. Μου λέει: «πουλάκι... έλα να λύσεις μια άσκηση εσύ που είσαι τόσο έξυπνος και μάγκας». Σηκώνομαι πάλι, γιατί κατά βάθος δεν μπορούσα να αποδεχτώ την ήττα μου κάθε φορά στον πίνακα, ούτε μετά από τόσα χρόνια. Λύνω, λύνω, και περνάει πολύ ώρα, και γεμίζω όλον τον πίνακα, και του λέω πως κοντεύω και ο Κατσάτος γελάει. Με σταματάει, σβήνει μια γωνίτσα πάνω δεξιά του πίνακα και λύνει την εξίσωση σε τρεις γραμμές και σκάει στα γέλια. Και του λέω: «Γαμώ την παναγία σου πούστη!», και του ρίχνω και με τα δυο μου χέρια δύο αστεράκια νίντζα που του κόβουν τα αυτιά και γεμίζει με αίματα. «νιώσε το ατσάλι μου!» ουρλιάζω. Την ώρα που έχει πιάσει και με τα δυο του χέρια τα αυτιά του για να συγκρατήσει το αίμα που πετάγεται όπου να ’ναι, εγώ αρπάζω την τσάντα μου και ξαναβγάζω το σπαθί σαμουράι, γιατί με είχαν πιάσει τα νεύρα μου και δεν είχα φαντασία, και του τραβάω μία από το κεφάλι μέχρι κάτω και τον σκίζω στα δύο, και του λέω: «Σε έσκισα στα δύο σκατομαλάκα». Όλα αυτά πριν καν χτυπήσει το κουδούνι. <br /><br />Είχα κουραστεί τόσην ώρα μόνος μου να σκοτώνω αρχίδια. Πήρα λοιπόν την κατάσταση στα χέρια μου και δεν περίμενα άλλο για κουδούνια και σχολικά ωράρια και πειθαρχίες. Βγάζω το καλύτερό μου όπλο από την τσάντα και λέω στους συμμαθητές μου να ανέβουν όλοι στο γυμναστήριο του σχολείου που κάναμε τις γιορτές και να φέρουν και όλους τους υπόλοιπους συμμαθητές και δασκάλους και να ρίξουνε μια γιορτή για την εικοστή πέμπτη Μαρτίου. Με το σπαθί των τζεντάι στο ένα χέρι και με την τσάντα του Σπορ-Μπίλι στο άλλο άνοιξα αποφασιστικό βήμα στο διάδρομο και άρχισα να κατευθύνομαι προς το γραφείο των καθηγητών. Εκεί με πετυχαίνει η αγαπημένη μου καθηγήτρια που με ρωτάει πού πάω. Διστάζω για λίγο, αλλά της μπήγω το φωτεινό σπαθί τζεντάι στο στομάχι και με δύο αστραπιαίες κινήσεις την κόβω σε δώδεκα φέτες. Μονολογώ: «είναι αργά πλέον για δάκρυα, Στέλλα». Αίματα παντού πάνω μου πάλι, αλλά δεν πειράζει πια. <br />Μπαίνω στο γραφείο των καθηγητών και είναι όλοι χαρούμενοι και τρώνε. Βγάζω από την τσάντα τριάντα χειροβομβίδες και τις πετάω. Τρέχω να απομακρυνθώ μη με πάρουν ξώφαλτσα τα κομμάτια της χειροβομβίδας. Παίρνω το ασανσέρ και πάω στη σχολική γιορτή. Έπρεπε να τους σκοτώσω όλους. Διακόπτω το ποίημα που απαγγέλανε για τις Σουλιώτισες και φωνάζω την απουσιολόγο να έρθει δίπλα μου. Σα σε αργή κίνηση, εν είδει Ούμα Θέρμαν, πετάχτηκα πολύ ψηλά στον αέρα και στάθηκα εκεί πολύ ώρα και έριξα χίλια εφτακόσια αστεράκια νίντζα στο δόξα πατρί όλων των συμμαθητών μου. Μέχρι να ξαναγγίξουν τα πόδια μου το πάτωμα, χίλια εφτακόσια μαθητικά κορμιά ήταν νεκρά, και η αίθουσα έσταζε αίμα. Τους σκότωσα με σεβασμό. δε γινόταν αλλιώς, έπρεπε να σιγουρευτώ πως θα το αφανίσω το Τραύμα μου. <br />Παίρνω την απουσιολόγο και της λέω «κοίταξε να δεις, για να μη σε σκοτώσω πρέπει να μου τον πιάσεις». Χωρίς δεύτερη κουβέντα, μου τον πιάνει. Τη βουτάω και παίρνουμε το ασανσέρ. Στο ισόγειο με πετυχαίνει την ώρα που ανοίγω την πόρτα του ασανσέρ ο Φωτόπουλος. Μα πώς γλίτωσε αυτός σκέφτομαι. «Τάκη! Γρήγορα στο γραφείο για αποβολή... απαγορεύεται μαθητές να παίρνουν τον ανελκυστήρα». Ήταν πολύ τσαντισμένος και του λέω πως το είχα ξεχάσει. Εκεί που αποσπάστηκε λίγο η προσοχή του, βγάζω ένα μικρό παγοκόφτη και αστραπιαία του τον μπήγω στο λαιμό. «Φάε την πούτσα του βρικόλακα» του λέω με ψυχρή φωνή την ώρα που πέθαινε αιμορραγώντας. <br />Η Σοφία η απουσιολόγος είχε πάλι πιτσιλιστεί με αίματα. Με καύλωνε πολύ με τα αίματα πάνω στην άσχημη και στριμμένη φάτσα της. Είχαν αιματοκυλιστεί λίγο και τα τεράστια βυζιά της που πρόβαλλαν μέσα από το βαθύ ντεκολτέ της και δεν ήμουνα καλά. Τότε της είπα πως για να μην τη σκοτώσω πρέπει να με βοηθήσει με τους δυναμίτες και μετά να μου τον ψιλοπαίξει έτσι λίγο. Αφού ζώσαμε το κτίριο με χίλιους δυναμίτες και κρατούσα στα χέρια μου τον ασύρματο πυροκροτητή, την έσπρωξα στη γωνία αριστερά από την πόρτα και άρχισε να κάνει αυτό που έπρεπε. Μόλις κόντευα να τελειώσω πάνω της ακούστηκε ένα βουητό. Ακουγόταν σαν κύματα θάλασσας να σκάνε στους ορόφους. Ήταν σαν το τρέιλερ της Λάμψης του Κιούμπρικ. Δύο μεγάλα κύματα ατελείωτου αίματος έσκασαν και από τις δύο σκάλες και έπεσαν να μας πνίξουν. Η πόρτα ήταν κλειστή και γρήγορα βρέθηκα με τη Σοφία κάτω από το αίμα. Κατάφερα τελευταία στιγμή να ανοίξω την πόρτα. Τότε μας ξεβράζει το κύμα αίματος στο δρόμο. <br />Βήχουμε και φτύνουμε αίμα. Η Σοφία μου λέει πόσο ερωτευμένη είναι μαζί μου. Εγώ τότε τη φιλάω χυδαία, βγάζω το περίστροφο και την πυροβολώ στο κεφάλι. Ανάβω ένα τσιγάρο που γίνεται κι αυτό κατακόκκινο και κατηφορίζω προς τη λευκωσίας. Πριν τη γωνία πατάω το κουμπί. <br />Αμπαλαέα.<br /><br />[Bristol 2007]Count_Zerohttp://www.blogger.com/profile/03143148160516456901noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7042682070044886427.post-26395225124895444702010-04-11T02:16:00.003+02:002010-04-11T02:19:35.613+02:00Φώτης Βασιλείου - Ο ΓέροςΦώτης Βασιλείου<br />Ο Γέρος<br /><br />Η Πώλυ χάιδεψε την φαλάκρα του Γέρου με τ’ αριστερό χέρι και με μια ανάλαφρη, χορευτική σχεδόν, κίνηση κάθισε στα πόδια του. Έσφιξε το λαιμό του στην αγκαλιά της και πλησίασε τα χείλια της στ’ αυτί του. Χείλια μεγάλα, παστωμένα με πορφυρό κραγιόν. Χείλια, που ανοιγόκλειναν ανεπαίσθητα καθώς η ανάσα της έβγαινε ζεστή από μέσα τους και χτυπούσε τον λοβό του αυτιού του. Τα χέρια της σφίχτηκαν, ανατρίχιασε, μούδιασε, ο κόσμος εξαφανίστηκε από γύρω του. Κι ύστερα τα χείλη της έπαψαν να κινούνται, στάθηκαν μισάνοιχτα, η ανάσα δεν έβγαινε απ’ το στόμα, αλλά τα ρουθούνια, τα χέρια της χαλάρωσαν. Ήταν η σειρά του. Προσπάθησε να μιλήσει, αλλά του ήταν αδύνατον να προφέρει τα σύμφωνα· δυο – τρία φωνήεντα ξέφυγαν από τον λάρυγγά του, σ’ έναν τόνο περίεργο. Έτσι κούνησε το κεφάλι μπρος – πίσω συγκατανεύοντας. Η Πώλυ τον κοίταξε. Ο Γέρος έμενε ανέκφραστος με τα μάτια να απλώνονται πάνω στο πρόσωπο της. Ήταν μια ωραία στιγμή, μια σημαντική στιγμή, μια τρυφερή στιγμή για τους δυο τους. Ήταν σαν να πέρασε η σχέση τους σε άλλο επίπεδο. Μ’ ένα ανάλαφρο πηδηματάκι η Πώλυ σηκώθηκε από την ποδιά του Γέρου κι επέστρεψε στην πραγματικότητα του μικρού μπαρ, κουνώντας τους ώμους και τους γοφούς προς τους πέντε – έξι βαρεμένους που κάθονταν στον πάγκο. Ο Γέρος ανακάθισε στην καρέκλα και τελείωσε το ποτό του με μια ρουφηξιά, ακούγοντας τις μαλακίες τους. Κατάφερναν και τσακώνονταν, παρότι λέγανε όλοι τα ίδια πάνω-κάτω. Σε άλλη περίπτωση ο Γέρος μπορεί και να θύμωνε με την βλακεία του, σε άλλη μπορεί και να συμμετείχε. Τώρα άδειαζε το ποτήρι του μονορούφι. Το άφησε στο τραπέζι με χέρι που έτρεμε ελαφρά. Κόντευε μία. <br /><br />----------------------------------------------------------<br /><br />Εκείνο το βράδυ ο Θάνος είχε τον πρώτο μεγάλο καυγά με την Αλεξία. Ήταν κι οι δυο τους θυμωμένοι, φώναξαν, βρίστηκαν, είπαν απίθανα πράγματα ο ένας στον άλλο, κόντεψαν να ’ρθουν στα χέρια: Ο Θάνος της πέταξε το μαξιλάρι που έσφιγγε στα χέρια του καθώς πήγαινε πάνω – κάτω. Της το πέταξε με δύναμη, γιατί ένιωθε ισχυρότατη μέσα του την επιθυμία, την ανάγκη να την σκοτώσει. Να ορμήσει πάνω της, να την χτυπήσει, να της σπάσει τα δόντια, να της βουλώσει τα μάτια, να της ραγίσει τα παΐδια κι ύστερα να σφίξει τον λαιμό της μέχρι να ψοφήσει. Της πέταξε το μαξιλάρι. Η Αλεξία καθόταν σταυροπόδι στο κρεβάτι με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο. Το μαξιλάρι την βρήκε στο κεφάλι, της χτύπησε την μύτη κι έσπρωξε το κεφάλι της στον τοίχο. Η μύτη την πόνεσε πολύ, το κεφάλι δεν την πόνεσε. Το κεφάλι την εξόργισε. Άρπαξε την μυγοσκοτώστρα που είχε δίπλα της κι έπεσε πάνω του. Τον χτύπησε στα μπούτια, στον κώλο, στα χέρια, στην πλάτη. Ο Θάνος φόραγε μόνο βερμούδα κι αμάνικο φανελάκι και το πλαστικό άφηνε πάνω στην σάρκα του έντονο το αποτύπωμά του, άσπρο στην αρχή, κατακόκκινο μετά. Τον χτύπησε γύρω στις δέκα φορές, όρθια και φωνάζοντας «βλαμμένο, ηλίθιο» κι αυτός γονατιστός να προσπαθεί να της πιάσει τα χέρια. Την έβριζε με όση ψυχή είχε. Ύστερα η Αλεξία πέταξε την σκοτώστρα πάνω του, φόρεσε βιαστικά τα παπούτσια της κι έφυγε από το σπίτι. Αυτός έμεινε στο πάτωμα για μερικά λεπτά, ξεστομίζοντας απίστευτες βρισιές κι ύστερα σύρθηκε ως το κρεβάτι τους. Πονούσε πάρα πολύ. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του. Το κορμί του ήταν γεμάτο ακριβή αποτυπώματα του διχτυωτού της μυγοσκοτώστρας που είχαν μπλαβιάσει και πονούσαν σαν εγκαύματα. Ξαφνικά η υπόθεση του φάνηκε αστεία. Όλος αυτός ο θυμός, το πάθος ―μια κωμωδία. Σχεδόν γέλασε μέσα στον πόνο και τα δάκρυά του. Κι ύστερα τα μάτια του στέριωσαν στο ταβάνι κι άρχισαν να διαστέλλονται αργά. Έμεινε ακίνητος, η ανάσα του βάρυνε κι ήταν σαν να βυθιζόταν μέσα στους πόνους του. Έμεινε για λίγο έτσι κι όταν συνήρθε αισθανόταν καλλίτερα. Πονούσε πολύ και προτιμούσε να μην κοιτάζει την μαστιγωμένη σάρκα του, το μίσος όμως του ’χε φύγει. Του απέμενε ο θυμός και το παράπονο για τον πόνο που του προκάλεσε. Κυλίστηκε στα σεντόνια τους. Άσπρα σεντόνια με κιτρινωπούς λεκέδες από σάλιο κι άλλα υγρά. Γύρισε πλευρό για να βολευτεί καλλίτερα. Και το βλέμμα του έπεσε σε μια μουνότριχά της. Καστανή, σκληρή, ελαφρά κατσαρή, με λευκό κεφαλάκι και λεπτή απόληξη. Την έπιασε χαμογελώντας. Την κοίταξε. Την μύρισε, χωρίς να μπορεί να εντοπίσει τη μυρουδιά της. Την έβαλε στα χείλια του και την έκοψε σε μικρά κομματάκια, κριτς, κριτς, κριτς, κριτς, που τα γυρόφερνε για ώρα στο στόμα του. Κι ο θυμός του ’χε περάσει πια. Μόνο εγωισμός απέμενε. Πριν κλείσει μια ώρα από τη στιγμή που έκλεισε η Αλεξία την πόρτα πίσω της βρίζοντάς τον, ο Θάνος επιθυμούσε να την γαμήσει. Σηκώθηκε και φόρεσε μια μπλούζα. Η ώρα κόντευε δύο τη νύχτα. Πού να τριγυρνούσε. Περπάτησε για λίγο πάνω κάτω στο δωμάτιο κι ύστερα βγήκε για καραούλι στο μπαλκόνι. Στεκόταν εκεί, έξω, κρυμμένος πίσω από τα κάγκελα, μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι, κι έψαχνε τον δρόμο. Ησυχία. <br />Τότε πρόσεξε στο απέναντι πεζοδρόμιο, πίσω από τον σκουπιδοτενεκέ, που ήταν απέναντι από την πολυκατοικία τους, έναν φαλακρό τύπο να κοιτάει πότε δεξιά και πότε αριστερά. Ο δρόμος ήταν έρημος, σπάνια περνούσε αυτοκίνητο ή πεζός, και τότε ο φαλάκρας λούφαζε πίσω από τον σκουπιδοτενεκέ. Η Αλεξία δεν φαινόταν κι ο Θάνος περνούσε την ώρα του χαζεύοντας τον φαλακρό. Ήταν ψηλός και λεπτός, με φαρδύ στήθος. Φορούσε σακάκι απροσδιορίστου χρώματος και κάπνιζε συνεχώς. Ήταν φως φανάρι ότι κι ο φαλάκρας γκόμενα περίμενε, κι ο Θάνος ένιωσε συμπάθεια για τον συνάδελφο που τρωγόταν στο πεζοδρόμιο. <br />Κι ύστερα ήρθε ένα γκρι Χιουντάι, που πάρκαρε λίγο πιο κάτω από τον σκουπιδοτενεκέ. Ο οδηγός του βγήκε, έφτιαξε το πουκάμισο και το σακάκι του, και κατευθύνθηκε προς την πολυκατοικία που ήταν πίσω από τον κάδο. Τότε ο φαλακρός πήδησε μπροστά του και ακούστηκαν δυο συνεχόμενοι πυροβολισμοί. <br />Ο Θάνος, όταν πήδηξε ο Φαλακρός μπροστά στον άλλον, έπιανε με τα δυο του δάχτυλα το τσιγάρο από τα χείλη. Κοίταζε την καύτρα, που άγγιζε σχεδόν το φίλτρο, κι ετοιμαζόταν να το πετάξει. Όταν ακούστηκαν οι πυροβολισμοί άδειαζε τα πνευμόνια του από την τελευταία τζούρα φτιάχνοντας κυκλάκια. Μπαμ, μπαμ. Το χέρι του έμεινε μετέωρο με την γόπα στο χέρι, τα μάτια του καρφωμένα στα κυκλάκια που διαστέλλονταν πάνω από το κεφάλι του, και η ανάσα του σταμάτησε να βγαίνει. Κούρνιασε φοβούμενος μη φάει καμιά αδέσποτη. Άκουσε βήματα τρεχαλητού να μακραίνουν. Ουσιαστικά δεν είδε τίποτα. <br /><br />------------------------------<br /><br />Τέσσερις παρά δέκα η Πώλυ χαιρέτησε τους τελευταίους πελάτες και μάζεψε τα ποτήρια τους. Η Σωτηρία, η άλλη κοπέλα που δούλευε στο μπαρ, είχε ήδη ξεκινήσει το πλύσιμο. Η Πώλυ άφησε τα ποτήρια στο νεροχύτη χωρίς να πει τίποτα. Ούτε και η Σωτηρία δεν είπε. Δεν μιλούσαν πολύ μεταξύ τους, χωρίς να είναι τσακωμένες. Η Σωτηρία ήταν φοιτήτρια σε κάποια σχολή και δούλευε ορισμένες μέρες για να συμπληρώνει το χαρτζιλίκι που της έδιναν οι γονείς της. Η Πώλυ ήταν μόνιμη. Η πρώτη προτιμούσε να κάθεται στο μπαρ και να ετοιμάζει τα ποτά, σπάνια έπαιρνε παραγγελίες, σχεδόν ποτέ δεν μιλούσε στην πελατεία και δεν την είδε κανείς να χαμογελά. Η Πώλυ ήταν η ψυχή του μαγαζιού, αστειευόταν με τους πελάτες, γελούσε, χόρευε, χαριεντίζονταν, ανέβαινε στα τραπέζια. Του Free Time, ενός συνοικιακού μπαρ, που μαζεύονταν οι ίδιοι και οι ίδιοι χαμένοι. <br />Η Σωτηρία τελείωσε με το πλύσιμο και τα κορίτσια έσβησαν τα φώτα, κλείδωσαν και καληνυχτίστηκαν. Η Σωτηρία είχε ένα μηχανάκι, που το άφηνε κάθε φορά πάνω στο πεζοδρόμιο ακριβώς μπροστά από το μαγαζί, συνήθεια που εξόργιζε την Πώλυ κι ας μην έλεγε τίποτα. Η Πώλυ πήγαινε με τα πόδια στο σπίτι της. Έτσι κι αλλιώς έμενε δυο τετράγωνα παρακάτω. <br />Περπάτησε διώχνοντας κάθε σκέψη για τον Γέρο και τα σημερινά. Τα σημερινά φέρνουν στο νου τα χτεσινά και τα χτεσινά τα προχτεσινά κι αυτά τα ακόμα πιο παλιά. Προσπάθησε να ρίξει την έγνοια της στα ψώνια που θα έκανε την επόμενη: ρύζι, κριθαράκι, ζάχαρη, κοκακόλα… Όλα είχαν τελειώσει ή κόντευαν. Μπήκε στο ασανσέρ κάνοντας λογαριασμούς. <br />Γρήγορο ντουζ για να διώξει τον ιδρώτα και την καπνιά. Έφερε το χέρι της στην κοιλιά, πάνω στην χαλασμένη της μήτρα και ξέσπασε σε κλάματα. Γονάτισε στην μπανιέρα κι έκλαψε με λυγμούς, καθώς το νερό έπεφτε στους ώμους και την πλάτη της διαλύοντας τα δάκρυά της κι οδηγώντας τα στον βόθρο. Κι ήθελε να μην σταματήσει το κλάμα. <br /><br />-----------------------------------------------------<br /><br />Όταν είδε το λευκό Χιουντάι, το μυαλό του Γέρου άδειασε. Ούτε η ψύχρα τον ένοιαζε πια, ούτε η πράξη καθεαυτή, ούτε οι συνέπειες, ούτε το μέλλον. Έβγαλε το πιστόλι από την τζέπη και το έσφιξε πάνω στην κοιλιά του. Είχε προσπαθήσει να βοηθήσει την Πώλυ με κάθε τρόπο: Της πρόσφερε ασφάλεια, θαλπωρή, ενίσχυση, την πήγε σε γιατρούς, κι όμως κείνη την προ-προηγούμενη μέρα κλειδώθηκε στο μπάνιο και κατάπιε μια χούφτα χάπια. Όταν είδε ότι αργούσε, έπεσε πάνω στην πόρτα, της προκάλεσε εμετό, την ξάπλωσε στο κρεβάτι και της το υποσχέθηκε. Δεν είχαν συμπληρώσει ούτε χρόνο μαζί κι ήταν η έκτη απόπειρα που έκανε. Τις νύχτες δεν μπορούσε να κοιμηθεί, πάλευε με το μαξιλάρι της, αγωνιζόταν, έκλαιγε, ίδρωνε, ξεφώνιζε. Δεν μπορούσε ούτε φίλους να κάνει, όταν την πλησίαζε κάποιος, άντρας ή γυναίκα, εκείνη υποχωρούσε πανικόβλητη. Στο σχολείο ήταν η πουτάνα. Κοιμόταν με φαντάρους και τον φοιτητή που της έκανε ιδιαίτερα στα μαθηματικά, αλλά ούτε κι αυτό την βοήθησε. Δεκαέξι χρονών έφυγε από το σπίτι και περιπλανιόταν στα πάρκα, ώσπου η αστυνομία την γύρισε πίσω. Την επόμενη χρονιά παράτησε το σχολείο κι έπιασε δουλειά σαν πωλήτρια σε ένα κατάστημα ρούχων. Μόλις έπιασε χρήματα στα χέρια της άφησε το σπίτι των γονιών της κι άρχισε να ζει μόνη. Δεν άντεχε πλέον τους δικούς της κι εκείνοι είχαν κουραστεί. Δεν ήξεραν τι να κάνουν, πώς να την αντιμετωπίσουν, κι είχαν κι άλλη μια κόρη, μικρότερη, που έπρεπε να προφυλάξουν. Τότε άρχισε τις απόπειρες. Μια φορά έπεσε απ’ το μπαλκόνι κι έσπασε και τα δυο της πόδια. Μετά ρίχτηκε πάνω σ’ ένα αυτοκίνητο, αλλά ο χριστιανός που οδηγούσε πρόλαβε και πάτησε φρένο. Συχνά χρησιμοποιούσε ξυράφι και χάπια, αλλά πάντα – πάντα κάτι τύχαινε κι η Πώλυ σωζόταν. Αλλά μέχρι πότε και τι ζωή είναι αυτή; Το κάθαρμα της είχε καταστρέψει την πριν καλά – καλά πατήσει τα δέκα. <br />Πετάχτηκε μπροστά του κρατώντας προτεταμένο το πιστόλι και με τα δύο χέρια. Πίεσε την σκανδάλη δυο φορές. Το πιστόλι κλώτσησε στις χούφτες του. Είδε τον εχθρό να πέφτει στην άσφαλτο προσπαθώντας να αναπνεύσει. Γύρισε την πλάτη κι άρχισε να τρέχει. Να τρέχει. Να στρίβει στα στενά. Να αποφεύγει τα φωτεινά μέρη. Ο αέρας εισέβαλε στις κυψελίδες του βίαια, τα πόδια του χτύπαγαν με δύναμη την άσφαλτο. Έτρεχε. Κι όταν δεν άντεχε να τρέχει άλλο, κάθισε σε μια υποφωτισμένη γωνιά, έβαλε το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατά του κι έδωσε δυο λεπτά στον εαυτό του για να ηρεμήσει. <br /><br />--------------------------------------<br /><br />Ο Θάνος κινήθηκε όταν συνειδητοποίησε ότι από τα γύρω διαμερίσματα τα φώτα άναβαν τα στόρια σηκώνονταν κι οι ένοικοι έβγαιναν στα μπαλκόνια. Εκείνος μπήκε μέσα. Έφτιαξε μια βότκα πορτοκάλι κι ένα CD του Chet Baker να παίζει για να κρύψει τις φωνές που ερχόταν από τον δρόμο. Εικόνες σπασμένες εισέβαλλαν μπερδεμένα στο μυαλό του, ο φαλακρός, το τσιγάρο, το γκρι Χιουντάι, οι πυροβολισμοί, και παντού, πάντα η Αλεξία. Σε λίγο ακούστηκαν σειρήνες και φωνές και κλάματα κι η μοναξιά του θέριευε. Έφτιαξε και δεύτερη βότκα. Έκλεισε θυμωμένος την μουσική, γιατί δεν μεταμόρφωνε την πραγματικότητα, αλλά αμέσως την ξανάβαλε, γιατί διαπίστωσε ότι χωρίς αυτή, τα πράγματα ήταν ακόμα χειρότερα. Και έπεσε στο κρεβάτι να ψάχνει κάποια άλλη τρίχα της, να μυρίζει το μαξιλάρι και το νυχτικό της, να κουλουριάζεται ανήμπορος ανάμεσα στα σεντόνια. Κι ο πόνος της πληγωμένης του σάρκας γινόταν σιγά – σιγά η παρηγοριά του. <br /><br />----------------------------<br /><br />Ήχος από σίδερο να εισχωρεί σε άλλο σίδερο. Ένας ξερός ήχος. Η πόρτα άνοιξε. Η Αλεξία μπήκε τρέχοντας, χωρίς να κλείσει την πόρτα έπεσε πάνω του, τον αγκάλιασε και τον φίλησε, ψιθυρίζοντας «αγάπη μου, αγάπη μου». Κι είδε πως τα μάτια της ήταν πρησμένα απ’ το κλάμα κι ένιωσε και τα δικά του να υγραίνουν. Ύστερα κλειδώσανε την πόρτα και κουκουλώθηκαν στα λευκά, μα λεκιασμένα σεντόνια τους. <br />Ήταν ώρα να θριαμβεύσει κι ο έρωτας.Count_Zerohttp://www.blogger.com/profile/03143148160516456901noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7042682070044886427.post-28059620711369695892010-04-10T12:17:00.001+02:002010-04-10T12:19:18.613+02:00Χρήστος Σιδερής - ΆλλυδιςΜε λένε Ηλία Χατζηγεωργάκη! Να θυμάστε, Ηλία Χατζηγεωργάκη!<br /><br />Η νύχτα ξεψύχησε με θόρυβο. Βοήθησε λίγο και η χειροβομβίδα που έσκασε στα μούτρα μας. Δεν προλάβαμε να σκεφτούμε τίποτα. Eγώ τουλάχιστον! Οι οθόνες δεν πρόβαλαν το έργο “Η Ζωή Μου σε ένα μικρο-Δευτερόλεπτο”. Η μόνη φράση που πρόλαβα να σχηματοποιήσω, όχι όμως και να αρθρώσω ήταν: «είμαι νεκρός».<br />Έπειτα ξύπνησα. Όχι. Αφυπνίστηκα. Αναστήθηκα. Επανήλθα. Διάβολε, πρέπει να βρω τη σωστή λέξη! Άλλυδις! Αυτή ήταν η σωστή λέξη, δεν την ήξερα τότε, την έμαθα αργότερα από τον Πρωταγόρα. Όμως τώρα πρέπει να την αποσαφηνίσω και σε εσάς. Ας πούμε ότι μετέβηκα σε ένα άλλο επίπεδο ύπαρξης. Ήμουν στο «εδώ» αν «εκεί» ήταν το μέρος που βρισκόμουν πριν ή στο «εκεί» αν ίσχυε το αντίθετο. Για τις ανάγκες της επικοινωνίας ας πούμε ότι βρισκόμουν στο «εδώ» ενώ εσείς βρίσκεστε στο «εκεί». Αλλά πού ήταν το «εδώ»; Πού στην ευχή βρισκόμουν; <br />Μήπως ήμουν στον παράδεισο ή, ακόμα χειρότερα, στην κόλαση; Δεν ήξερα! Ψέματα! Αναγνώριζα ότι βρισκόμουν στη Γή, στην πόλη μου, στο σπίτι μου. Αλλά ούτε η γυναίκα, ούτε τα παιδιά μου ήταν «εδώ». <br />Οι δρόμοι της πόλης έμοιαζαν με τους δρόμους τής πόλης που έζησα αλλά οι άνθρωποι, οι σκιές και οι λάμψεις, η συνεχής ροή φωτός, η σιωπή και οι κουβέντες, οι ετερόκλητες συντροφιές παράξενων ανθρώπων δεν ομοίαζαν σε τίποτα από όσα είχα δει μέχρι τότε! Και οι άνθρωποι εξαφανίζονταν! Μα την Παναγία, σας λέω! Μία που υπήρχαν μία που χάνονταν. Άλλοτε επανέρχονταν, άλλοτε όχι. Οι ίδιοι δε θυμούνταν γιατί ή πώς εξαφανίστηκαν. Δε θυμούνταν πού πήγαν! Αναρωτιόμουν μήπως συνέβαινε και σε εμένα. Ήταν πολύ περίεργο!<br />Όχι, δεν ήμουν στον παράδεισο, δε φανταζόμουν ότι ο Θεός θα επεδείκνυε τόσο μεγάλη στέρηση φαντασίας, αλλά δεν ήμουν και στην κόλαση και αυτό μπορώ να σας το βεβαιώσω.<br />Ίσως αναρωτιέστε γιατί εξέφρασα τη βεβαιότητα ότι δε βρισκόμουν στην κόλαση. Η απάντηση είναι απλή. «Εδώ» δεν ήταν η κόλαση γιατί σε έναν από τους περιπάτους μου συνάντησα τον Χριστό! Φυσικά αναφέρομαι στο γιο του μαραγκού, τον Ιησού, τον θεάνθρωπο. Ξέρω ίσως φαίνεται ότι γράφω υπερβολές αλλά δεν πρόκειται για φανφαρονισμούς, συνάντησα όντως έναν τύπο που έμοιαζε με τον Ιησού όπως τον φανταζόμουν, μίλαγε σαν τον Ιησού και μου συστήθηκε ως Ιησούς. Εγώ βέβαια τον ρώτησα: «Όλα τα κακά νικά και όλα τα κακά σκορπά;», αυτός δεν εκνευρίστηκε, με κοίταξε μισοέκπληκτος, μισογελαστός και είπε «Ναι, κατά μία εκδοχή, Ναι»! <br />Αυτό πρέπει να το πω: είναι παράξενος ο Ιησούς! Αναβοσβήνει σα φάρος και η εικόνα του δεν είναι ποτέ σταθερή! Άλλοτε η μύτη του είναι γαμψή, άλλοτε ίσια, άλλοτε τα μαλλιά του ξανθά, άλλοτε καστανά. Τη μία φαίνεται λιπόσαρκός την άλλη κανονικός! <br />Πάντως μπορώ να σας επιβεβαιώσω ότι αυτός ο άντρας ήταν πράγματι ο Ναζωραίος. Το επικύρωσαν όσοι ρώτησα, μεταξύ αυτών ο Ιούδας και ο Πόντιος Πιλάτος που μοιράζονταν το τραπέζι του! Μου είπαν ακόμα ότι «εδώ» ζούσαν και άλλοι θεοί και άλλοι προφήτες όπως ο Μωάμεθ, ο Σολωμόντας, ο Ζωροάστρης, ο Δίας και όλοι οι θεοί του ελληνικού πανθέου μολονότι εγώ προσωπικά και μέχρι τότε δεν είχα συναντήσει κανέναν από δαύτους.<br />Έμαθα επίσης ότι η συνεχής ροή φωτός, οι σκιές και οι λάμψεις που με παραξένεψαν αρχικά δεν είναι παρά οι δικές σας δραστηριότητες, η ατελεύτητη κίνησή σας. Επίσης γνωρίζω ότι δεν είμαι στα αλήθεια νεκρός. Γιατί τι άραγε σημαίνει θάνατος αν όχι την απώλεια της υλικής υπόστασης;<br />Έχω υλική υπόσταση! Τρώω, πίνω, αφοδεύω, αισθάνομαι, κάνω σεξ... Ψέματα δεν έχω κάνει σεξ ακόμα αλλά φαντάζομαι ότι και οι άνθρωποι «εδώ» το εξασκούν.<br /><br />Δε γνωρίζα τον πληθυσμό του «εδώ» ούτε αν υπήρχαν αστικές και αγροτικές περιοχές όπως στο «εκεί», αν ο πληθυσμός μας ήταν διασκορπισμένος σε πόλεις και εξοχές όπως συμβαίνει στο «εκεί» ή αν υπήρχε μία και μοναδική πόλη, αυτή που ζούσα, η Αθήνα. <br />Τούτο έμελλε να το μάθω γιατί δεν πέρασαν παρά λίγες ώρες και βρήκα τον εαυτό μου να περιδιαβαίνει τα Φιλιατρά, την Καλαμάτα και άλλες πόλεις και εξοχές που θυμόμουν από τη ζωή μου στο «εκεί». Μια άλλη φορά ένιωσα πολύ παράξενα, σα να βρίσκομαι σε δύο μέρη ταυτόχρονα. Ίσως ονειρευόμουν Θαρρώ ότι τα όνειρα «εδώ» κρατούν λιγότερο αλλά είναι πολύ πιο έντονα από ότι «εκεί»!<br />Ίσως τώρα αναρωτιέστε πώς πρόλαβα σε λίγες ώρες να κάνω τα ταξίδια που μόλις ανάφερα. «Εδώ» κινούμαστε με μικρότερες ταχύτητες. Μάλλον... ας το θέσω αλλιώς. Εμείς κινούμαστε με κανονικές ταχύτητες ενώ εσείς βιάζετε το χρόνο-κόσμο σας. Ζείτε ανάμεσα μας αλλά η ταχύτητα ανέλιξης του κόσμου σας απέχει πόρρω από τη δική μας.<br /><br />Δεν είχα αντιληφθεί τη χρονική υστέρηση του «εδώ» από το «εκεί» μέχρι που με επισκέφτηκε ο Βασίλης, ο πρωτότοκός μου. Όταν τον πρωτοείδα να έρχεται προς το μέρος μου, είχαν δεν είχαν περάσει μερικές ώρες από τη στιγμή που ξεψυχούσα από τα θραύσματα της χειροβομβίδας στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα ότι όλα αυτά δεν ήταν παρά ένα απαίσιο όνειρο και ότι όπου και να ’ταν θα ξυπνούσα και δε θα θυμόμουν τίποτα. Αλλά δεν ήταν όνειρο. Ήμουν οριστικά νεκρός… (όχι όχι νεκρός άλλυδις), και ο Βασίλης με ακολούθησε στον τάφο. Πώς ήταν δυνατόν, ήταν μόλις δεκαπέντε ετών παιδί, από τι πέθανε, πώς;<br />Με πλησίασε, με αγκάλιασε, ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο μου. «Πατέρα! Είσαι... είσαι όπως ακριβώς σε θυμόμουν! Δεν πίστευα ποτέ ότι θα σε ξανάβλεπα» είπε. <br />«Κι εσύ!», είπα και με κοίταξε έκπληκτος. Δεν του έδωσα χρόνο. «Τι συνέβη;» ρώτησα <br />Δεν απάντησε. «Πού βρισκόμαστε;» ρώτησε.<br />«Εδώ παιδί μου είναι το «εδώ»!» είπα.<br />«Δεν ακούγεσαι λογικός, μπαμπά».<br />«Πάμε έναν περίπατο και θα σου εξηγήσω» πρότεινα.<br />Άρχισα να σταχυολογώ όσα ήξερα για το «εδώ» και παρότι δεν ήταν και πολλά ήταν υπερβολικά πολλά για να τα αφομοιώσει κανείς με το που βιώνει τη μετάβαση. <br /><br />Περάσαμε από το γνωστό στέκι του Ιησού κοντά στην πλατεία Κάνιγγος. Ήταν όπως πάντα εκεί, τα έπινε με τον Πιλάτο, τον Ιούδα και εκείνο το κυκλοθυμικό κορίτσι, τη Μαγδαληνή. Τους χαιρετίσαμε. Αυτή τη φορά δεν άντεξα και τους ρώτησα. <br />«Συμπαθάτε με, μα δε θα ’πρεπε να ήσασταν εχθροί εσείς, πώς είναι δυνατόν να κάθεστε και να συντρώγετε σα να μη συνέβη τίποτα;»<br />Παρότι η ερώτησή μου ενείχε μομφή, οι τρεις συνδαιτυμόνες με κοίταξαν με ειλικρινά φιλική διάθεση. Το λόγο πήρε ο Πόντιος Πιλάτος όντας μεγαλύτερος από τους τρεις.<br />«Άκουσε να σου πω παλικάρι μου, μπορεί εκείνοι να μας σκέφτονται με έναν τρόπο αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είμαστε αυτό που σκέφτονται. Είμαστε αυτό που αποφασίζουμε ότι θέλουμε να είμαστε. Είμαστε αυτόβουλοι!»<br />«Ναι, άλλωστε», είπε συμβιβαστικά ο Ιησούς, «η ιστορία όπως έχει καταγραφεί, δεν είναι και πολύ ακριβής... δηλαδή», έριξε μια ματιά στον Ιούδα, «δεν είναι καθόλου ακριβής!»<br />«Δηλαδή;» απόρησα.<br />«Ας τα αφήσουμε αυτά τώρα, κοπιάστε» προσπάθησε να αποφύγει το σκόπελο η Μαρία δείχνοντας δύο άδειες καρέκλες.<br />«Λυπάμαι, ξεναγώ τον...»<br />«Τον πατέρα σου;» ρώτησε με πραγματικό ενδιαφέρον ο Ιησούς.<br />«Τον μπαμπά μου!» απόρησα δυνατά και κοίταξα τον δεκαπεντάχρονο γιο μου που ήταν ένας γέρος εβδομήντα πέντε ετών!<br />Ο Βασίλης είχε πεθάνει από καρκίνο, εξήντα χρόνια μετά το δικό μου θάνατο. Οι λιγοστές ώρες που είχαν περάσει «εδώ» αντιστοιχούσαν σε εξήντα χρόνια «εκεί». Είχε παιδιά και εγγόνια. Μου φαινόταν απίστευτο. Παρόλο που δεν ήμουν θρήσκος, παρόλο που ήξερα ότι ο Χριστός και οι υπόλοιποι σαλτιμπάγκοι των μονοθεϊστικών ή ετέρων θρησκειών με συντρόφευαν στο «εδώ», σταυροκοπήθηκα! Αυτό προκάλεσε μειδιάματα στους παρισταμένους με εξαίρεση τον Ιούδα που δεν αρκέστηκε να χαμογελάσει. Είχε ξεραθεί στα γέλια ο άτιμος.<br />Απευθύνθηκα στο γέρο που ήταν γιος μου. Ψιθύρισα: «Και η Μαρία έφτασε να θάψει και το παιδί της!» έψεξα τη γυναίκα μου και μητέρα του.<br />«Τι είπες πατέρα;» ρώτησε ο Βασίλης.<br />«Τίποτα. Τίποτα!» μάσησα τα λόγια μου.<br /><br />Αφήσαμε τους ψευδοπροφήτες στο τραπεζάκι του οινοπωλείου να μεστώσουν τα ποτήρια με μπρούσκο κρασί και στρίψαμε στην Αιόλου. Προχωρούσαμε αμίλητοι. Με απασχολούσε πολύ εκείνο που είχε πει ο Πιλάτος.<br />«Μπορεί εκείνοι να μας σκέφτονται με έναν τρόπο αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είμαστε αυτό που σκέφτονται εκείνοι. Είμαστε αυτό που αποφασίζουμε ότι θέλουμε να είμαστε. Είμαστε αυτόβουλοι!» <br />Το ένοιωθα με όλο μου το είναι. Δεν ήμουν μήτε πατέρας, μήτε σύζυγος πια. Δεν είχα συγγενείς και φίλους, είχα μόνο προσδοκίες για το μέλλον, είχα ολάκερη ζωή μπροστά μου να τη ζήσω όπως αποφάσιζα. Ήμουν λεύτερος. Τούτη εδώ δεν ήταν βαρετή επανάληψη της ζωής τού «εκεί» μα μια νέα αρχή. Και θα ζούσα για πάντα. Τούτα σκεφτόμουνα με μεγάλη χαρά. Θα ζούσα για πάντα κατά πως ήθελα. Δε θα επαναλάμβανα τα λάθη του παρελθόντος.<br /><br />Εξηγούσα στον Βασίλη ότι αυτά τα χρώματα και οι γραμμές που αλλοίωναν τη φυσική εικόνα του δρόμου οφείλονταν στους άλλους, τους ζωντανούς που κινούνταν με πολύ μεγαλύτερες ταχύτητες από ό,τι εμείς, ίσως βέβαια και να κινούνταν σε άλλη διάσταση γιατί λογικά αν κινούνταν αυτοί και εμείς μαζί με αυτούς δε θα έπρεπε κάποιες στιγμές να συγκρουόμαστε; <br />Πιθανολογούσα ότι στο σπίτι μου ζούσαν περισσότερες από δύο γενιές αποθαμένων και τουλάχιστον τρεις γενιές ζωντανών. Τον πατέρα και τη μητέρα μου τους είχα δει φευγαλέα μερικές φορές αλλά εξαφανίζονταν ευθύς αμέσως. «Ηλία!» προλάβαιναν να φωνάξουν αλλά τι να τους κάνω; Γιατί όμως οι άνθρωποι εξαφανίζονταν και πού πήγαιναν; <br />Τη στιγμή που έκανα το συγκεκριμένο συλλογισμό ο Βασίλης εξαφανίστηκε. Καλύτερα, σκεφτόταν ένα μέρος του μυαλού μου. Ένοιωθα πολύ άβολα να συνοδεύω αυτό το πρεσβύτερο παιδί μου. Όχι ότι δεν αγαπούσα τον Βασίλη, απλά δεν τον έβλεπα σαν παιδί μου. «Εδώ» οι συγγενικές σχέσεις δεν είχαν μεγάλη σημασία.<br />Φαντάσματα! Αυτό είναι! Πρέπει να εξαφανίζονται από το «εδώ» και να εμφανίζονται στο «εκεί» σα φαντάσματα. Γιατί όμως και πότε; Γιατί εγώ δεν είχα γίνει ακόμη φάντασμα. Ή μήπως ήμασταν φαντάσματα στο «εδώ» και όσοι εξαφανίζονταν υλοποιούνταν αλλού!<br /><br />Βυθισμένος σε τέτοιες σκέψεις έφτασα στον εθνικό κήπο και κάθισα σε ένα παγκάκι να φουμάρω ένα από τα τσιγάρα μου. Τα παιδιά κυνηγιόνταν και φωνασκούσαν, σα μικροί καλικάτζαροι, στριφογύριζαν το παγκάκι και δε με άφηναν να ησυχάσω λεπτό. Σκέφτηκα να τους κάνω παρατήρηση αλλά φευ, ήμασταν όλοι νεκροί. Και εγώ και τα μπασμένα. Όχι, όχι νεκροί. Άλλυδις. Αλήθεια, πόσο τυχερά ήταν τα παιδάκια που υπέστησαν τη μετάβαση τόσο νωρίς και θα ζούσαν όλη τη ζωή τους στο «εδώ»! Ίσως τελικά βρισκόμουν στον παράδεισο, όχι στον παράδεισο του χριστιανισμού αλλά στη χώρα των μακάρων.<br />Ένα κοκκινομάλλικο κοριτσάκι με κοτσιδάκια και φακίδες στρίγγλισε. Ένα από τα παιδάκια αίφνης είχε εξαφανιστεί. Τα δύο μελαχρινά αγοράκια πισωπάτησαν τρομαγμένα και άρχισαν να απομακρύνονται τρέχοντας. Ο γέροντας από το απέναντι παγκάκι σηκώθηκε και με πλησίασε.<br />«Ηλία!» είπε<br />Τον κοίταξα παραξενεμένος, δε θυμόμουν να τον ήξερα από πουθενά αλλά το πρόσωπό του αναμόχλευε λησμονημένες μνήμες.<br />«Είναι απίστευτο!» είπε. «Είσαι καιρό εδώ;»<br />«Όχι πολύ γέροντα» είπα σεβόμενος τα χρόνια του. Άλλωστε ο χρόνος «εκεί» ήταν πολύ σχετική έννοια.<br />«Δε με θυμάσαι ρε Λουλάκι;»<br />Ξεσκόνισα λίγο το μυαλό μου. Αυτό το «Λουλάκι» μωρέ; Ναι, έτσι με αποκαλούσαν οι συστρατιώτες μου γιατί λέγανε πως είχα μανία με την καθαριότητα. «Ρε συ, Γιάνγκο!» είπα ασυναίσθητα.<br />Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε ατενίσαμε ο ένας την κατάντια του αλλουνού, δηλαδή εγώ ατένισα την κατάντια του Γιάνγκου γιατί προσωπικά ένοιωθα μια χαρά. Ή έτσι νόμιζα μέχρι που μου είπε ότι με είχε κάνει σκατά εκείνη η χειροβομβίδα. «Ναι βέβαια με είχε κάνει σκατά αλλά τώρα είμαι εντάξει» είπα. Αλλά ο Γιάνγκος επέμενε, με είχε δει εκείνος πετσοκομμένο από τα θραύσματα και έτσι ήμουν ακόμα, είπε. <br />Και γιατί δεν το βλέπω εγώ ρε Γιάνγκο, γιατί δεν το είδε κανείς «εδώ»;, αναρωτήθηκα. «Δηλαδή είμαι όπως ήμουν στο χαράκωμα;» ρώτησα<br />«Ναι, σου λέω!»<br />«Περίεργο! Πολύ περίεργο! Πολλά ανεξήγητα συμβαίνουν «εδώ»!», μονολόγησα.<br />«Τι είναι «εδώ»;» αναρωτήθηκε. <br /><br />Είχα ήδη αφηγηθεί την ίδια ιστορία τουλάχιστον τρεις φορές μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Καταντούσε βαρετό. Ο Γιάνγκος, σα να διαισθάνθηκε την κόπωσή μου, πήρε τον ομάτιον του και έφυγε χωρίς περιττές χαιρετούρες. Σαν απόμεινα μονάχος άρχισα να συλλογιέμαι: ένα και ένα κάνουν δυο.<br />Το «εδώ» ταυτοποιούνταν χωρικά με το «εκεί» μα όχι χρονικά. Το «εδώ» κινούταν με απειροστή χρονική υστέρηση. Μέσα σε ελάχιστες ώρες οι άνθρωποι «εκεί» γερνούσαν και πέθαιναν. Όμως οι κάτοικοι του «εδώ» ήταν τρόπο τίνοι μεταβλητοί! Καθένας τούς έβλεπε κατά πως νόμισε. Όταν πρωτόδα τον Γιωργάκη μού φαινόταν όπως τον θυμόμουνα, δεκαπέντε χρονών παλικαράκι. Αλλά, στην πραγματικότητα, ήταν γέροντας, πολύ μεγαλύτερος από εμένα! Εγώ πάλι ήμουν αρτιμελής για όλους, εκτός από τον Γιάνγκο, τον συστρατιώτη, τον μοναδικό άνθρωπο που με είχε δει σε θανάσιμη κατάσταση. Αλλά γιατί εγώ δεν είδα τον Γιάγκο όπως τον θυμόμουν και είδα πρώτα τον γέροντα και έπειτα εκλάμψεις του παλαίου Γιάνγκου; <br />Αν οι άνθρωποι ήταν μεταβλητοί για τους υπόλοιπους ανθρώπους ποια ήταν η πραγματική εικόνα τους; Πώς ήμουν τελικά, όπως με θυμόταν ο Γιάνγκος ο μοναδικός επιζών της περιπόλου ή όπως με έβλεπαν όλοι οι υπόλοιποι; Πολλές απορίες και ελάχιστες απαντήσεις, ίσως έπρεπε να ρωτήσω κάποιον;<br /><br />Αφού πείστηκα ότι δεν μπορούσα να βρω απαντήσεις άρχισα να ψαχουλεύω τις επίλοιπες ερωτήσεις. Πιο συγκεκριμένα, τη δεύτερη παραδοξότητα του «εδώ», τις εξαφανίσεις. Είχαν άραγε σχέση οι εξαφανίσεις με το φαινόμενο της μεταβλητότητας; Δύσκολα. Τουλάχιστον όπως το έβλεπα εκείνη τη στιγμή. Είχα ήδη συσχετίσει τις εξαφανίσεις με τα φαντάσματα του «εκεί». Γιατί όμως, στα καλά του καθουμένου, εξαφανίζονταν οι άνθρωποι και γινόντουσαν φαντάσματα, ήταν με τη δική τους θέληση ή κάποιος τους καλούσε; Και αν κάποιος τους καλούσε, ποιος ήταν αυτός και για ποιο λόγο; <br />Φυσικά είχα ήδη σκεφτεί την πιθανότητα να πέθαιναν οι αποθαμένοι αλλά πώς γινόταν να ήταν αλήθεια κάτι τέτοιο όταν ζούσαν άτομα όπως ο Ιησούς, ο Ιούδας και ο Πόντιος Πιλάτος. Αυτοί έπρεπε να βρίσκονταν «εδώ» γύρω στα χίλια εννιακόσια χρόνια του «εκεί», ίσως και παραπάνω! Για να μη μιλήσω για τους αρχαίους θεούς που θα πρέπει να ήτανε πολλών χιλιετηρίδων, τουλάχιστο δέκα αιώνες παλαιότεροι του Ιησού. Συνεπώς ήταν αδύνατον να εξαφανίζονταν οι άνθρωποι από το «εδώ» επειδή έληξε ο χρόνος παραμονής τους ή επειδή τους συνέβη κάποιο ατύχημα. <br />Είχα παρακολουθήσει εξαφανίσεις. Συνεβαίναναν στα καλά του καθουμένου και μάλιστα υπήρξα αυτόπτης μάρτυς περιπτώσεων που ο εξαφανισθής αρχικά αναβόσβηνε σαν κάτι φώτα σε μια ταινία του βωβού κινηματόγραφου που είχα δει με τη γυναίκα μου στο Παλλάς πριν τον πόλεμο. Καημένη Μαρία, σκέφτηκα ασυναίσθητα, ελπίζω να μη θάψεις και τα εγγόνια σου!<br />Εγκατέλειψα περίλυπος το παγκάκι και κατηφόρισα την Ερμού ποδαράτη. Είχα άφθονο χρόνο να ξοδέψω και σκόπευα να περπατήσω μέχρι το σπίτι μου που βρίσκεται μεταξύ Θησείου και Πετραλώνων κοντά στη γέφυρα του ηλεκτρικού.<br /><br />Τελικά η Μαρία δεν τα κατάφερε να τους θάψει όλους. Με περίμενε στο σπίτι, αποπροσανατολισμένη, συμπαγής σαν πέτρα, σταφιδιασμένη, σα ξεραμένο σύκο! Με κοίταξε σα να έβλεπε διαόλι. Μπορεί και να ’μουν. Ανέκτησα τον έλεγχο τής κατάστασης και κατάφερα να δω τη Μαρία όπως ήτανε κάποτε, όπως την είχα αφήσει τριάντα χρονών κοπελούδα και τα κατάφερα. Έλπιζα η ψευδαίσθηση, αν επρόκειτο για ψευδαίσθηση και όχι για διαμόρφωση των άλλων κατά τη βούληση του καθενός, να διαρκέσει, την έσφιξα στη αγκαλιά μου, ένιωσα τα στητά βυζιά της στα στήθη μου και, μισή αμαρτία δική μου, μισή δική σας, μου σηκώθηκε! Σκέφτηκα το λοιπόν, κάτσε πρώτα να κάνουμε τη δουλειά μας και μετά της εξηγώ τι είναι το «εδώ! Έτσι κι έγινε. <br /><br />Φυσικά μόλις ολοκληρώσαμε την πράξη που δεν ήταν, μα την Παναγία, διόλου σύντομη και ουδόλως δυσάρεστη, επιχείρησα να αποσαφηνίσω για πολλοστή φορά τα καθέκαστα αλλά δεν πρόλαβα γιατί.…δε θυμάμαι γιατί δεν πρόλαβα... Άξαφνα όλα χάθηκαν και δε θυμάμαι πού ήμουν και μετά που ξαναθυμόμουν ξανακοίταγα τη Μαρία που με θωρούσε σκιαγμένη. «Εξαφανίστηκες. Στα καλά του καθουμένου καλέ μου!» είπε. <br />'Άλλο πάλι και τούτο! Τελικά εξαφανιζόμουν και εγώ, που να πάρει και να σηκώσει. Δε μου άρεσε καθόλου αυτό παρότι δεν πίστευα ότι οι αποθαμένοι ξαναπεθαίνουν. Τι να υπήρχε μετά; Το επέκεινα; <br />Αν είχα γίνει φάντασμα και τρόμαζα τους ζωντανούς δεν το θυμόμουν καθόλου! Έπειτα ένιωσα τη Μαρία που με χάδευε και μου ξαναήρθαν ορέξεις και η Μαρία δεν έλεγε ποτέ όχι, από τότε που ήμασταν ακόμα ζωντανοί, σε ένα καλό γαμήσι! Πόσοι πέθαναν μέχρι να αποκάμουμε αυτά που κάμαμε ούτε ήθελα να ξέρω…<br /><br />Την άφησα να αναπαυτεί στο κρεβάτι και πήρα και πάλι τους δρόμους. Τα βήματα μου με οδήγησαν στο γιουσουρούμ και από εκεί κίνησα προς Θησείο να πιω ένα καφεδάκι γλυκύ βραστό όπως μου άρεσε από παλαιόθεν. <br />Όπως όμως βάδισα σκυφτός και σκεφτικός παρατήρησα ότι η αρχαία αγορά ήταν κάπως διαφορετική από ό,τι τη θυμόμουν. Πολλοί άνθρωποι ήσαν συνωστισμένοι. Κάποιοι ρητόρευαν σα να ήταν τα αρχαία χρόνια που μας δίδασκαν στο εξατάξιο ότι ο Σωκράτης και ο μαθητής του ο Πλάτωνας ρητόρευαν και οι Αθηναίοι συναθροισμένοι στην αγορά τους άκουγαν. Αυτοί και πολλοί άλλοι σοφοί. Μα, δεν αποκλείεται να ζουν και τούτοι «εδώ»!, σκέφτηκα. Ανενδοίαστα, κίνησα προς την αγορά να παρακολουθήσω τους αρχαίους φιλοσόφους.<br /><br />Πραγματικά, υπήρχαν πολλοί ντυμένοι με χλαμύδες και σανδάλια αλλά και με φουστανέλες και κοστούμια, ακόμα και στρατιώτες, σαν και του λόγου μου, άκουγαν τους ρήτορες. Στάθηκα στη γαλαρία και άκουσα ένα δυο από δαύτους αλλά -μα το Χριστό!-, (εν τη ρύμη του λόγου δηλαδή), δεν κατάλαβα ούτε τι λέγανε ούτε γιατί οι ακροατές άλλοτε άκουγαν έκθαμβοι, άλλοτε γιούχαραν, άλλοτε ποδοκροτούσαν και άλλοτε φωνασκούσαν καλύπτοντας τους ρήτορες. <br />Ρώτησα ένα γέροντα με ψαρά μαλλιά και αφύσικα πλατύ μέτωπο που παρακολουθούσε σιωπηλός τις λογομαχίες. «Για πες μου γέροντα, τι λένε τούτοι δω οι ρήτορες και για τι πράγμα μιλούνε ρώτησα;»<br />Ο ψαρομάλλης γέρος με κοίταξε με συμπάθεια. Έστρεψε το ροζιασμένο χέρι του προς τον έναν από τους ομιλητές. <br />«Αυτός», είπε, «είναι ο Σωκράτης και διδάσκει ότι υπάρχει αντικειμενικός κόσμος, υπάρχει ορθότητα, υπάρχει σωστό και λάθος».<br />Τον θυμόμουν τον Σωκράτη από το σχολείο! Αυτός που είχε πιει το κώνειο για να μην προδώσει τις ιδέες του. «Και ο άλλος;» ρώτησα.<br />«Αυτό το ξόανο είναι ο Πρωταγόρας, είναι αναρχικός, δεν πιστεύει σε τίποτα ιερό και όσιο, είναι Θερσίτης, κνώδαλον, βλαμμένος και διαόλι. Τζιζ, κακό! Κατάλαβες;»<br />«Πώς, κατάλαβα! Ήταν να μη καταλάβω γέροντα. Αλλά για πες μου εσύ που ξέρεις τόσα και μπορεί και να ξέρεις άλλα τόσα! Τι είμαστε τάχα όλοι εμείς «εδώ»; Είμαστε έτσι όπως νομίζουμε πως είμαστε για είμαστε όπως νομίζουνε κάποιοι άλλοι πως είμαστε; Είμαστε όντως μεταβλητοί για οι άλλοι δε βλέπουνε δίχως γυαλιά και πρέπει να τρέξουν στο ΙΚΑ να τους γράψει μια συνταγή ο οφθαλμίατρος;»<br />«Να μια καλή ερώτηση!» είπε ο γέρο Πλάτωνας. «Εδώ», είμαστε εμείς, αποστασιοποιημένοι ακόμα και από τις δικές μας απόψεις για εμάς, είμαστε καθαρά εμείς χωρίς σε αυτό να υπεισέρχεται η υποκειμενικότητά μας. Έτσι…», γκάζωσε ο γέροντας, «είμαστε αυτό που είμαστε, είμαστε αυτό που πιστεύουμε ότι είμαστε και είμαστε αυτό που πιστεύουν οι άλλοι ότι είμαστε! Όλα αυτά μαζί, το σημαίνον, το σημαινόμενο και το σύμβολο μαζί, Ορφικοί και Ελευσίνιοι!»<br />«Δηλαδή γέροντα είμαστε όλες οι διαφορετικές εκδοχές του εαυτού μας; Ακόμα και η δική μας εκδοχή δεν είναι παρά μία ακόμα εκδοχή, δεν είμαστε αυτό που νοίωθουμε ότι είμαστε;»<br />«Μολονότι κωθώνι της μετανεωτερικότητας, αντελήφθης άριστα το συλλογισμό! Εύγε!» είπε ο Πλάτωνας και έστρεψε αλλού την προσοχή του.<br />«Δάσκαλε!» φώναξα αλλά ο όχλος με έσπρωξε μακριά του.<br />Δεν ήθελα να συμφυρθώ με άσχετους και παρατρεχάμενους έτσι εντόπισα τον Σωκράτη περικυκλωμένο από θαυμαστές της παλαιάς και της νεότερης εποχής. Αν είχε κατατροπώσει τον Πρωταγόρα δεν το γνώριζα γιατί δεν παρακολούθησα τη συζήτηση, όχι πως αν τη παρακολουθούσα θα καταλάβαινα. Μετά βίας έβγαζα από τα συμφραζόμενα τα νοήματα όσων ήθελε να μου πει ο Πλάτωνας. Στάθηκε αδύνατον να πλησιάσω τον Σωκράτη. Με απώθησαν βίαια και δέχτηκα και μία ξεγυρισμένη σφαλιάρα από κάποιον. Απογοητευμένος σκέφτηκα να συνεχίσω το περίπατο μου όταν εντόπισα τον Πρωταγόρα που είχε λουφάξει πίσω από έναν κύωνα ο οποίος, όλως παραδόξως, στήριζε ένα αέτωμα!. <br /><br />Ο Πρωταγόρας ήταν ωραίο παλικάρι και νεαρός, περίπου στη ηλικία μου, δηλαδή… τότε που πέθανα… η μέρα με τη νύχτα συγκρινόμενος με τον Σωκράτη που ήταν γέρος, εξαιρετικά άσχημος και η μύτη του συγκρινόταν αβασάνιστα με μελιτζάνα: σε μέγεθος και σε χρώμα! <br />Πλησίασα το παλικάρι που μπορεί να ήταν νεότερος του Πλάτωνα και του Σωκράτη αλλά είχε ζήσει «εδώ» τουλάχιστον διόμισυ χιλιετίες. Αμφέβαλα αν η σωφροσύνη εξαρτιόταν από τα σαράντα ή πενήντα παραπάνω χρόνια που είχε ζήσει στο «εκεί» ο Σωκράτης. Άγγιξα τον ώμο του φιλικά και εκείνος στράφηκε προς το μέρος μου. Περιεργάστηκε τη στολή μου και μετά χωρίς να προλάβω να πω τίποτα είπε: «Για ποιον πολέμησες και γιατί;»<br />«Πολέμησα για την πατρίδα μου, τη Ελλάδα!» αποκρίθηκα περήφανος. <br />«Εύγε», είπε ο Πρωταγόρας, που μπορεί να ήταν υποκειμενιστής ήταν και φιλόπατρις, π’ ανάθεμα τον! «Θαύμασες το λόγο μου λοιπόν;»<br />Πήρα όσο πιο κακομοίρικο ύφος μπορούσα. «Να με συγχωρά η χάρη σου, τώρα δα ήρθα στα μέρη σας αλλά έχω ακούσει ότι βάζεις κάτω και πέντε Σωκράτηδες και είκοσι Πλάτωνες!»<br />«Έτσι λένε στα μέρη σου σύντροφε;!», έλαμψε το πρόσωπό του, «Και πού βρίσκονται τα μέρη σου;»<br />«Να... Πετράλωνα, Θησείο, ολίγον από Ταύρο και Καλλιθέα μέγιστε» είπα.<br />«Μπα; Δεν τα ξέρω αυτά τα μέρη!... Μα, πες μου, θες να σου επαναλάβω τον λόγο μου μιας και τον έχασες;»<br />«Θα ήμουν ευγνώμων», είπα, «μα τώρα είμαι κάπως βιαστικός γιατί… έχω ξεχάσει ανοικτό το θερμοσίφωνο και ήθελα κάτι επείγον να σε ρωτήσω…»<br />«Έχεις μία ερώτηση δυσνόητε φίλε μου! Εμπρός λοιπόν, πες μου, προκάλεσέ με» πρόσταξε.<br />«Να, παρατήρησα πάνσοφε, ότι εδώ οι άνθρωποι εξαφανίζονται στα καλά καθούμενα, εκεί που είναι εδώ, πουφ, δεν είναι πια! Μπας και ξέρεις γιατί εξαφανίζονται και κατά πού τραβάνε;»<br />«Αχ, αυτό ήταν! Και εγώ που νόμιζα ότι θα κάνεις καμία σημαντική ερώτηση! Μπας σε καλό σου. Είμαστε «εδώ» αθώε μου άνθρωπε γιατί κάποιος «εκεί» μας σκέπτεται, είμαστε «εδώ» επειδή μας θυμούνται, εξαφανιζόμαστε επειδή μας ξεχνούν, παύουμε να υπάρχουμε χωρίς όμως να χανόμαστε, πάντα είμαστε έτοιμοι να ανακληθούμε, ενωνόμαστε με το σύνολο υπερκεράτουμε την ύλη και γινόμαστε πνεύμα και ενωνόμαστε με όλα τα άλλα πνεύματα και είμαστε παντού και πάντα, είμαστε ο αέρας που αναπνέουν είμαστε η σκέψη η δράση και τα πάθη τους είμαστε τα πάντα!»<br />«Τι μου λες, πάνσοφε», τον κολάκευσα λίγο ακόμα. «Θες να πεις πως εσύ ο Σωκράτης και ο Πλάτωνας είστε εδώ επειδή σας θυμούνται ενώ εμείς, οι λαϊκοί άνθρωποι, είμαστε εδώ επειδή μας θυμάται μόνο η οικογένειά μας και όλοι όσοι μας ήξεραν στη ζωή μας «εκεί»;»<br />«Ορθόν!» είπε.<br />«Και δε μου λες πάνσοφε, όταν χανόμαστε και είμαστε όλοι μαζί... τα πνεύματα εννοώ, σκεφτόμαστε; Υπάρχουμε; Αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας;»<br />«Ζαμέ!» είπε ο φιλόσοφος.<br /><br />Ευτυχώς είχα μάθει πέντε Γαλλικά του λιμανιού και κατάλαβα «Σε ευχαριστώ πάνσοφε», είπα αλλά μέσα σκεφτόμουν ότι την είχα πατήσει. Δηλαδή την είχα πατήσει άσχημα. Πρώτον δεν είχα αποχαιρετίσει τους γονείς μου και δεν ήμουν διόλου σίγουρος ότι είχε απομείνει κανένας πια να τους θυμάται. Δεύτερον, δεύτερον, θεέ μου, πόσος χρόνος μού απέμενε; Μπορεί μεν να με θυμόνταν τα εγγόνια μου αλλά πόσο διάστημα θα συνέβαινε αυτό. Μετά τι θα γινόμουν, ένα με το όλον; Ανεμομαζέματα, διαβολοσκορπίσματα!<br /><br />Δε μου άρεσε καθόλου η ιδέα της ανυπαρξίας. «Μα πεθαίνουν οι αποθαμένοι;», απορούσα αλλά φαίνεται ότι οι αποθαμένοι όντως πέθαιναν! Μήπως μετά από το «εδώ» και το «εκεί» υπήρχε και τρίτη πραγματικότητα, μία άλλη ζωή σε ένα άλλο μέρος όπου δεν είχε βρεθεί κανείς για να επιβεβαιώσει ή και να περιγράψει. Μήπως υπήρχε ζωή μετά τη ζωή του θανάτου; Κι αν όχι, τι θα συνέβαινε στον δύσμοιρο Ηλία. Σε εμένα! <br /><br />Άξαφνα το περιβάλλον άλλαξε σα σκηνικό θεάτρου και ήμουν στα πατρογονικά μου, στη Νάξο. Το γνώριμο χωριό, με τις εκατοντάδες σκάλες. Μετά κάποιος με συλλογίστηκε σε ένα διπλανό χωριό και εκεί ήταν και ένας άλλος, ξερακιανός άντρας, ένας μαυριδερός και κοτσονάτος βρακάς! Καθόταν στη ξερολιθιά και έστριβε τη μουστάκα του. Κάτι μου θύμιζε το μούτρο του. <br />«Ποιος είσαι και πούθε έρχεσαι φίλε;» τον ρώτησα.<br />«Με λένε Χατζηγεωργάκη», είπε αυτός, «από την Κρήτη έρχομαι και πιο παλιά τη Σμύρνη». <br />Αποδείχτηκε ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν ο προπάτορας, ο πρώ τος Νάξιος της οικογένειάς μου! Εκείνος που είχε ξοδέψει μεγάλο μέρος της ύπαρξης του στο επέκεινα έπρεπε να ξέρει. <br />«Μα, πώς είναι στο πουθενά;» τον ρώτησα.<br />«Δε θυμάμαι τίποτα παλικάρι μου» είπε, εντείνοντας τις ανησυχίες μου.<br />Έπειτα προστέθηκαν κι άλλοι στη συντροφιά μας. Πρόγονοί μου κι αυτοί, το δίχως άλλο! <br />«Κάποιος μελετάει το πατρογραμμικό γενεαλογικό μας δέντρο!» είπα.<br />«Ίντα ’ναι ευτό;» ρώτησε ένας αλλά πριν προφτάσω να απαντήσω βρέθηκα αίφνης στην Αθήνα. <br /><br />Εκεί με περίμεναν νέες εκπλήξεις, η αγαπημένη μου κόρη, η Βάσω και εγγόνια, ακόμα και δισεγγόνα είχαν υποστεί τη μετάβαση. Ήταν «εδώ», όντες, οιονεί απόντες. <br />Ποιοι απέμεναν; Ένας γιος, εγγόνια, δισέγγονα; Πόσος χρόνος μου απέμενε; Η λήθη ήταν κοντά. Έπρεπε να βρω ένα τρόπο να επικοινωνήσω με τους συγγενείς μου να τους εξορκίσω να μη με ξεχάσουνε, να τους πείσω να με θυμούνται αλλά πώς; <br />Αποφάσισα να συμβουλευτώ έναν παλαιότερο.<br /><br />Ο Ιησούς απόρησε. «Και γιατί να θέλεις να μείνεις για πάντα «εδώ», γνωρίζεις πόσο βαρετά είναι;»<br />«Το λες εσύ, του ανταπάντησα, που θα υπάρχεις για πάντα «εδώ»».<br />«Έχεις δίκιο, μπορεί να είναι διαφορετικά για σένα» παραδέχτηκε. «Το σημαντικότερο είναι να μεταφέρεις αυτό που θα γράψεις στο «εκεί» και εκείνοι να παραδεχτούν ότι το κείμενο γράφτηκε «εδώ». Αν γίνει αυτό, αν οι άνθρωποι συνειδητοποιήσουν ότι υπάρχει το «εδώ» θα σε θυμούνται εσαεί! Εσύ θα είσαι που θα τους καλωσορίζεις και όχι εγώ, πιθανά θα σχηματιστεί μία νέα θρησκεία τής οποίας θα γίνεις ο προφήτης». Γέλασε... «Ή μπορεί και να γίνεις θεάνθρωπος!» <br />Δε μου φαινόταν καθόλου αστεία όλα αυτά. «Και δε μου λες βρε Ιησού, πώς θα περάσω την ιστορία μου από το «εδώ» στο «εκεί»;»<br />«Αυτό, φίλε Ιλάι, προϋποθέτει Μεταμαθηματική υπέρβαση και δεν έχει γίνει ποτέ! Εξ’ όσων γνωρίζω δηλαδή. Εξ’ ου και η δυσκολία του εγχειρήματος».<br />«Δώρον άδωρον» μουρμούρισα και απομακρύνθηκα κακοδιάθετος.<br />«Καλή σου τύχη Ιλάι» είπε ο Ιησούς.<br /><br />Εκείνο που χρειαζόμουν ήταν διαβολεμένη τύχη, όχι απλώς τύχη. Μεταμαθηματικά! Δεν τα θυμόμουν από το εξατάξιο! Δεν ήξερα πώς να αρχίσω και έτσι άρχισα να ρωτάω τους περαστικούς μπας και ήξεραν κάναν τύπο να ασχολείται με τα Μεταμαθηματικά.<br />Προσέκρουσα σε διάφορες αρνήσεις, ανοησίες και υπεκφυγές ώσπου έπεσα πάνω σε έναν ύποπτο υποκείμενο που τον έλεγαν Πλήνειο.<br />«Ξέρω», είπε, «ένα ξαδελφάκι μου που ασχολείται με τα μαθηματικά του «εδώ»! Τον λένε Ζόχα».<br />«Ζάχο;» προσπάθησα να διευκρινίσω το όνομα.<br />«Όχι, Ζόχα γιατί ζοχαδιάζεται πολύ εύκολα. Γι’ αυτό», με έδειξε με το δάχτυλό του, «πρόσεχε μην τον ζοχαδιάσεις!»<br />Αφού μου εξήγησε ότι ο Ζόχας έμενε στο Κεραμικό πήρα βιαστικά τους δρόμους και μετά από αρκετές θεαματικές εικόνες και πολλαπλές εξαφανίσεις μπροστά στα μάτια μου έφτασα έξω από το σπίτι του διαβόητου Ζόχα ο οποίος κατοικοέδρευε σε μία παλιά μονοκατοικία και εκείνη τη στιγμή πότιζε τις γλάστρες του. Μόλις με αντιλήφθηκε ξύνισε τα μούτρα του.<br />Του εξήγησα με λίγα λόγια τι ζητούσα, δεν του είπα βέβαια για ποιο λόγο ήθελα να «περάσω» ένα κείμενό μου από το «εδώ» στο «εκεί». Ήμουν πολύ επιφυλακτικός ως προς αυτό και ο Ζόχας δε με ρώτησε γιατί ήθελα να επιτύχω κάτι τέτοιο. Αρκέστηκε στα μαθηματικά.<br />«Αχά!», ξεφώνησε αλλάζοντας στάση, «Να ένα ενδιαφέρον ζήτημα!»<br />«Δε θέλω να περιαυτολογήσω αλλά ήρθες στον κατάλληλο άνθρωπο. Άκου λοιπόν.<br />»Ο Χρόνος «εκεί» σε σχέση με το χρόνο «εδώ» κινείται σαφώς ταχύτερα. Ο χρόνος «εδώ» όμως δεν κινείται σταθερά ούτε με την ίδια ταχύτητα. Συνεπώς ο χρόνος «εδώ» είναι σχετικός. Μάλιστα, σε κοινωνίες ανιμιστών ο χρόνος του «εδώ» και του «εκεί» συμπίπτει γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσαν οι πρόγονοι να φροντίζουν τους ζωντανούς. Καταλαβαίνεις;»<br />«Δεν καταλαβαίνω γρι Πάνσοφε!» παραδέχτηκα.<br />«Μάλιστα! Κνώδαλον!» είπε διφορούμενα. «Τέλος πάντων ανιμισμός είναι η λατρεία των ψυχών των προγόνων είναι ένα θρησκευτικό σύστημα βρε παιδί μου όπως εμείς είμαστε δωδεκαθειστές εσείς Χριστιανοί-τι-διάολο-είστε(;), αυτοί είναι ανιμιστές. Κατάλαβες;»<br />Έγνεψα πως καταλαβαίνω μπας και ακούσω και κάτι κατανοητό. <br />«Εντάξει», είπε κάπως ανακουφισμένος, «Πρόσεξε τώρα! Για να μεταφέρεις κάτι από μία χρονική συνέχεια σε μία άλλη δε διαφέρει σχεδόν καθόλου από το να μεταφέρεις κάτι από έναν τόπο σε έναν άλλο τόπο. μη βλέπεις που φαινομενικά βρισκόμαστε στον ίδιο τόπο με εκείνους. Απέχουμε χωρικά. Η χρονική υστέρηση ισούται με χωρική διαφοροποίηση. Το ερώτημα που εγκύπτει είναι ποια είναι η απόσταση ανάμεσα στο «εδώ» και το «εκεί» και πώς γίνεται να διανυθεί; Σωστά;»<br />«Σωστά…» είπα μουδιασμένα.<br />«Ωραία, δε φαντάζομαι να έχεις υπόψη σου τη μαθηματική θεωρία του Αριστόβουλου;... Ξαδελφάκι μου!» επεσήμανε.<br />«Όχι», επιβεβαίωσα τις αρχικές του εκτιμήσεις.<br />«Λοιπόν σύμφωνα με τον Αριστόβουλο στο «εκεί» αν Α=Β και Β=Γ τότε Α=Γ.<br />Στο «εδώ» όμως, αν Α=Β και Β=Γ τότε Α είναι διάφορο του Γ … μάλλον…».<br />«Μάλιστα!», είπα για να τον ενθαρρύνω.<br />«Ωραία, συνεπώς είναι απίθανο να προβλέψουμε πώς μπορείς να μετακινήσεις κάτι ή να μετακινηθείς εσύ ο ίδιος από το σημείο Α στο σημείο Γ διότι μόλις το επιχειρήσουμε η θέση μας αλλάζει!<br />«Δηλαδή;», ρώτησα τρομαγμένος.<br />«Δηλαδή δεν μπορείς να μεταφέρεις τίποτα από το «εδώ» στο «εκεί»!»<br />«Μνησθητί μου κύριε όταν έλθεις εκ της βασιλείας σου, είπα ασυναίσθητα. Και αυτό Χριστιανέ μου έκανες τόσην ώρα με τις μπερδεψοδουλειές σου να μου πεις;»<br />«Πρώτον», είπε ο Αριστόβουλος, «δεν είμαι Χριστιανός, είμαι εθνικός, δεύτερον αυτό που σου είπα ήταν πολύ σημαντικό αλλά είναι σαφές ότι εσύ είσαι κωθώνι και εγώ πάω να ποτίσω τις γλάστρες μου που έχουν πολύ μεγαλύτερη διανοητική ικανότητα και ευστροφία από εσένα».<br />«Το αυτό επιθυμώ και διά εσέ», αποκρίθηκα.<br /><br />Κάθισα σε ένα παγκάκι που είχε ξεφυτρώσει ξαφνικά και προσπάθησα να συλλογιστώ όσα μου είπε ο αφιλότιμος μαθηματικός της συφοράς. Δεν έβγαζα άκρη. Καταλάβαινα ότι το «εκεί» ήταν σταθερό… Όχι! Σταθερά μεταβαλλόμενο. Αλλά το «εδώ» ήταν μεταβλητά μεταβαλλόμενο! Γιατί όμως δεν μπορούσαμε να στείλουμε ένα μήνυμα «εκεί» αφού ήταν γνωστή η οιονεί πορεία του; Και τότε μου ήρθε. Θυμήθηκα την μπαλαρίνα τού Λούνα-Παρκ και τις απότομες κινήσεις που έκανε τραντάζοντας εμένα και τη μαρία. Αν ήθελα να πυροβολήσω έναν άνθρωπο από τη μπαλαρίνα δε θα τον πετύχαινα ακόμα και αν ήμουν ο καλύτερος σκοπευτής του κόσμου γιατί ενώ θα είχα σημαδεύσει από μία θέση σωστά, τη στιγμή που θα πυροβολούσα θα βρισκόμουν σε άλλη θέση. Είχε δίκιο. Το μήνυμά μου δε θα έφτανε ποτέ «εκεί» γιατί το «εκεί» θα είχε μετακινηθεί σε σχέση με το «εδώ» και δεν υπήρχε ούτε πρόβλεψη ούτε ένδειξη για τον τρόπο με τον οποίο θα μετακινούνταν.<br />Έκλεισα το κεφάλι μου ανάμεσα στα χέρια μου.<br /><br />Σε αυτή τη στάση με βρήκε ο Πρωταγόρας. «Τι συμβαίνει; Γιατί μηρυκάζεις φίλε μου;»<br />«Πάνσοφε», βαυκάλισα τα αφτιά του, «πες μου σε παρακαλώ, πώς θα μπορούσα να στείλω ένα μήνυμα στο «εκεί» ώστε οι άνθρωποι να μη με ξεχάσουν ώστε να μην εξαφανιστώ από το «εδώ» για το μη-τόπο, τη χώρα τού πότε-ποτέ;»<br />Με έπιασε τρυφερά από τον ώμο. «Καλέ μου φίλε», είπε ο Πρωταγόρας, «φαντάσου αν ήσουν εσύ «εκεί» και κάποιος σου έλεγε ότι υπάρχει το «εδώ», ότι οι άνθρωποι συνεχίζουν τις ζωές τους άλλυδις, σε άλλους τόπους, ότι συνεχίζουμε να ζούμε μέσα στις σκέψεις των άλλων και μόλις λησμονηθούμε εξαφανιζόμαστε, πες μου λοιπόν, τι θα έλεγες αν κάποιος σου εξιστορούσε μια τόσο ευφάνταστη ιστορία;»<br />«Θα έλεγα ότι είναι ντιπ για ντιπ μουρλός, Πάνσοφε! Αλλά τι μπορώ να κάνω;»<br />«Σημασία δεν έχει τι....» πήγε να πει ο Πρωταγόρας αλλά δεν άκουσα τη συνέχεια της φράσης.<br />Εξαφανίστηκα! Μετά υπήρχε κενό και μετά ήμουν σπίτι. Με περίμενε ο Κώστας, ο τρίτος μου γιος, άρτι αφιχθείς από το «εκεί». Θυμήθηκα ότι τα εγγόνια μου, τα παιδιά του Βασίλη, της Χρυσούλας και του Κώστα δε με γνώρισαν ποτέ. Πέθανα, όχι μετέβηκα προτού γεννηθούν. Πώς διάολο θα με ανακαλούσαν σαν ανάμνηση; Το τέταρτο παιδί μου, η Χρυσούλα ήταν το αποκούμπι μου, η μοναδική αιτία ύπαρξής μου στο «εδώ». Άξαφνα ο χρόνος άρχισε να κυλά γρηγορότερα. Δεν είχα καθόλου καιρό στη διάθεση μου για να πραγματοποιήσω τα σχέδια μου. Ό,τι και αν υπονοούσε ο Πρωταγόρας ο διαθέσιμος χρόνος εξέλιπε. Έπρεπε, κατεπειγόντως, να βρω έναν τρόπο να μεταφέρω το μήνυμά μου «εκεί». Βγήκα από το σπίτι και άρχισα να τρέχω δεξιά-αριστερά να ρωτώ άσχετες ερωτήσεις τον κόσμο στην αγορά και βέβαια σε ανόητες ερωτήσεις αντιστοιχούν βλακώδεις απαντήσεις. <br />Έχοντας φτάσει στα όρια της απόγνωσης παρατήρησα έναν τύπο που με είχε πάρει στο κατόπι! Έφερνε σε ζωγραφιές του Οδυσσέα Ανδρούτσου που θυμόμουνα απ’ το δημοτικό. Αλλά δε φορούσε φουστανέλα! Δε συστήθηκε. Με πλησίασε αποφασιστικά και με γράπωσε από τον ώμο. Μαύροι κύκλοι σκίαζαν τα μάτια του και η πρώτη σκέψη μου ήταν πως ήταν ρεμπέτης αλλά τούτος εδώ είχε μακριά, ατημέλητα μαλλιά και μουστάκα σα ρωμιός κλέφτης της Τουρκοκρατίας!<br />«Έμαθα.ότι θες να στείλεις ένα πακέτο στο «εκεί»» είπε.<br />«Όχι πακέτο καλέ, ένα γραπτό μου θέλω να στείλω!»<br />Με έπιασε σφιχτά από τον ώμο και με ύφος τρελού είπε «Εγώ! Είμαι ο άνθρωπός σου! Μπορεί να μπορώ… μπορεί και να μη μπορώ… αλλά αν μπορεί κάποιος… τότε εγώ μπορώ!»<br />«Θα πιάσει καμία μπόρα παλικάρι μου» είπα.<br />Γέλασε. «Καλό, μάστορα. Αλλά κοίτα, ξέρεις τι είναι το διαδίκτυο».<br />«Δεν ξέρω παλικάρι μου», παραδέχτηκα, «είναι κάτι για ψάρεμα;»<br />«Ψάρεμα!» είπε διατηρώντας το ύφος τρελού. «Καλό!» (αλλά δε γέλασε αυτή τη φορά) «Όχι! Όχι ψάρεμα, διαδίκτυο είναι ένας τόπος έξω από το «εδώ» και το «εκεί», ένας τόπος που περιέχει πληροφορίες».<br />«Και πώς με εξυπηρετεί αυτό γιόκα μου;»<br />Κοίτα, Μπάρμπα… ελπίζω όχι Βάνα Μπάρμπα (με κοίταξε)… όχι, όχι Βάνα μπάρμπα, σκέτο μπάρμπα…<br />Ούτε ήξερε τι έλεγε ετούτος!<br />«Λοιπόν Μπάρμπα», συνέχισε ακάθεκτος, «μπορούμε να ρίξουμε το γραπτό σου στο διαδίκτυο και να ελπίσουμε ότι…. Όχι όχι όχι, είναι σα να ρίχνουμε μία πέτρα στον ωκεανό τυχαία και να περιμένουμε να προσγειωθεί στον Τιτανικό!»<br />«Μη σώσει και προσγειωθεί πάνω στον Τιτανικό!» ξόρκισα το κακό.<br />Γέλασε. «Τελικά Μπάρμπα έχεις φάση!» <br />Αυτή τη λέξη κάπου την είχα ξανακούσει αλλά για κάποιον άλλο λόγο. Δεν έβγαζα νόημα από όσα έλεγε αλλά δεν είχα και τι άλλο να κάνω.<br />«Επειδή σε συμπαθώ και επειδή διαβλέπω ότι είσαι κωθώνι…<br />Εντάξει, εδώ ησύχασα κάπως, είχε αρχίσει να ακούγεται κάπως πιο λογικός, δεν ήξερα τι σήμαινε αλλά όσοι μου είχαν δώσει σωστές πληροφορίες κωθώνι με ανέβαζαν κωθώνι με κατέβαζαν. Ήμασταν σε σωστό δρόμο. <br />»θα σου εξηγήσω αναλυτικά. Τήρα! Το διαδίκτυο είναι σαν τον πλανήτη Γη με τη διαφορά ότι μόνο ελάχιστο μέρος του είναι στεριά, σχεδόν το σύνολο του είναι ωκεανός. Στις στεριές, που είναι σα νησιά και συνδέονται αναμεταξύ τους με αεροπλάνα και βαπόρια, υπάρχουν πληροφορίες που είναι γραπτά σαν και αυτό που θέλεις να βάλεις ή άλλα γραπτά ή φωτογραφίες ή βίντεο ή μουσική κ.λπ.»<br />«Κατάλαβα!» είπα, «είναι σαν το Λούνα Παρκ».<br />«Μπράβο»<br />«Έχει και γυναίκες με γένια;» ρώτησα<br />«Standard!»<br />«Έχει και αρκούδες που χορεύουν;»<br />«Απ’ όλα! Εμείς όμως και επειδή το διαδίκτυο διακινείται, δηλαδή χειραγωγείται από το «εκεί» και το περιεχόμενο του αλλάζει διαρκώς σε μορφή και μέγεθος δεν μπορούμε να ξέρουμε τι θα συμβεί όταν στείλουμε το γραπτό σου. Δηλαδή αν τώρα στοχεύσουμε ένα «νησί» μία τοποθεσία στο διαδίκτυο για να ρίξουμε την πέτρα, το κείμενό σου, αυτή η πέτρα δε θα φτάσει εκεί που πρέπει γιατί μέχρι να προσγειωθεί στον προορισμό της το διαδίκτυο θα έχει μεταβληθεί, και μπορεί, το πιθανότερο δηλαδή, η πέτρα μας να πέσει στο νερό, δηλαδή στο κενό. Με λίγα λόγια, μπορούμε να κάνουμε μία προσπάθεια αλλά δε γνωρίζουμε αν και πότε θα έχει αποτέλεσμα ούτε καν αν θα έχει, μολονότι το πιθανότερο είναι να μην έχει κανένα αποτέλεσμα. Με προσέχεις;»<br />……<br />»Αλλά ακόμα και αν υποθέσουμε ότι η πέτρα σου πέφτει σε στεριά, πράγμα που όπως σου είπα έχει απειροελάχιστες πιθανότητες, ακόμα και τότε δεν μπορούμε να ξέρουμε σε ποια ιστοσελίδα θα αναρτηθεί με τι αναγνωσιμότητα. Πρέπει να έχεις τύχη βουνό για να φτάσει η πέτρα μας στον προορισμό της!» κατέληξε. «Κατάλαβες ή θέλεις να ρωτήσεις κάτι;» με ρώτησε πολύ σοβαρά.<br />Επωφελούμενος από τη σοβαρότητά του, επιτέλους αποφάσισα να σοβαρευτώ κι εγώ. «Κοίτα, παλικάρι μου, εγώ να ξέρεις, είμαι από νησί! Από τη Νάξο αν την έχεις ακουστά!»<br />Σε αυτό το σημείο και χωρίς να υπάρχει κανένας απολύτως λόγος ο συνομιλητής μου ξέσπασε σε δυνατά γέλια έπεσε στο πάτωμα κρατώντας την κοιλιά του. <br />Αποφάσισα ότι είχα ελάχιστο χρόνο για να τον σπαταλώ σε συζητήσεις με σύγχρονους τρελούς και μάλιστα πεθαμένους και έκανα να φύγω.<br />«Περίμενε, περίμενε Μπάρμπα», είπε και έτρεξε προς το μέρος μου. «Μπορούμε να δοκιμάσουμε να αναρτήσουμε το κείμενό σου στο δίκτυο αλλά δε σου υπόσχομαι ότι θα εξυπηρετήσει τους σκοπούς σου. Σύμφωνοι;» <br />«Πόσο πιθανό είναι;» ρώτησα. «Όσο να κερδίσουν τον πόλεμο οι σύμμαχοι;»<br />«Μα, τον πόλεμο τον κέρδισαν οι σύμμαχοι!» είπε.<br />Δεν τον πίστευα. Αλλά γιατί,. Τι συφέρο είχε να μου πει ψέματα. Βέβαια εμείς τότε δεν πιστεύαμε με τίποτα ότι θα μπορούσε να χάσει ο Άξονας. Θα μου πεις γιατί πολεμήσαμε; Πολεμήσαμε γιατί έπρεπε να πολεμήσουμε. Καμιά φορά πρέπει να πολεμάς ακόμα και αν ξέρεις ότι θα χάσεις. <br />«Εντάξει», είπα, «ας το κάνουμε. Δε χάνουμε τίποτε, έτσι δεν είναι;»<br />«Έχεις δίκιο, δε χάνουμε τίποτε και αυτό πρέπει να γίνει προτού εξαφανιστείς εγώ ή εσύ, σωστά;»<br />«Θα εξαφανιστείς και εσύ;» τον συμπόνεσα.<br />«Ίσως» είπε αινιγματικά.<br />Αμφέβαλα αν θα εξαφανιζόταν, ήταν πολύ σίγουρος για τον εαυτό του και έτοιμος να κάνει πειραματισμούς βοηθώντας εμένα. Αν πίστευε ότι θα εξαφανιζόταν ίσως και να φρόντιζε πρώτα το τομάρι του. Με ρώτησε αν είχα έτοιμο το κείμενο και εγώ φυσικά δεν είχα ετοιμάσει ούτε την επικεφαλίδα και έτσι στρωθήκαμε στη δουλειά, αυτός έγραφε πάνω σε ένα παραλληλόγραμμο, κοπανώντας με τα δάχτυλα κάτι τετραγωνάκια και εγώ υπαγόρευα αυτά που διαβάζετε τώρα αλλά δεν είχα αλλάξει δύο παραγράφους όταν εξαφανίστηκα.<br /><br />Την επόμενη στιγμή που θυμάμαι τον εαυτό μου ήμουν στο σπίτι μου. Δεν κοντοστάθηκα στιγμή!<br />Ευτυχώς με περίμενε στην αγορά. Συνέχισα την υπαγόρευση και εκείνος τη δαχτυλογράφηση (μου εξήγησε ότι χρησιμοποιούσε κάποιου είδους γραφομηχανή για να μεταφέρει το κείμενό μου) και μετά εξαφανίστηκα πάλι και όταν επέστρεψα εκείνος είχε φύγει ή μπορεί και να είχε χαθεί για πάντα. Η άμμος της κλεψύδρας μου είχε σωθεί. Έβαλα τα κλάματα.<br /><br /><br /><br /><br />…………….<br />TheJemmHadar<br /><br />«Μπάρμπα, δεν ξέρω αν η προσπάθειά μας θα αποδώσει καρπούς, δεν ξέρω καν αν το κείμενό σου θα αναρτήθει τελικά σε κάποια ιστοσελίδα. Ο χρόνος μου είναι λιγοστός: δεν έχω παιδιά, δεν είμαι διάσημος, δεν έχω τίποτα και κανέναν «εκεί». Ίσως συναντηθούμε στο επέκεινα, στην χώρα του πότε-ποτέ, ίσως πάλι δε συναντηθούμε ποτέ, ίσως το επέκεινα να είναι απλά το τέλος. Όπως και να ’χει προλαβαίνω να πατήσω το κουμπί».<br />…EnterCount_Zerohttp://www.blogger.com/profile/03143148160516456901noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7042682070044886427.post-84567568974738781562010-03-29T03:17:00.001+02:002010-03-29T03:18:59.335+02:00Keyser Soze - Ο Κακομοίρης (το τελευταίο βράδι με τη Σούλα)Ο Κακομοίρης <br />(Το τελευταίο βράδυ με τη Σούλα) <br /><br />03:00 πμ.<br />Γαμώ την κοινωνία δηλαδή! Ιούλιος μήνας, καύσωνας κι εγώ όχι air condition, ούτε καν ανεμιστήρα δεν έχω. Κι ύστερα σου λένε μπήκαμε στην Ο.Ν.Ε. Άντε τώρα να κοιμηθείς λούτσα στον ιδρώτα. Για να γαμήσεις δεν το συζητάμε καν. Κάτι μου μύρισε πριν και λέω τι έγινε, αρχίζω να σαπίζω; Τελικά ήταν η μπόχα απ’ τα μαλλιά της καλής μου. Μα τι στο διάολο; Με το λάδι απ’ τις πατάτες λούστηκε κι αυτή; Σιχάθηκα πια. Και καλά, αν ήταν μόνο η βρώμα απ’ τα μαλλιά της, που τώρα που μιλάμε πολύ πιθανό να έχει φτάσει στην είσοδο της πολυκατοικίας, ίσως και να κοιμόμουν. Αλλά είναι και η ανάσα της που μυρίζει μόνιμα κρεμμυδίλα. Δεν εξηγείται αλλιώς. Κάποιο κρεμμύδι έχει σφηνώσει στο λαιμό της. Τής είπα να το ψάξουμε. <br />Πάλι καλά, δε ροχαλίζει. Έτσι κι αρχίσει, με πήρε και με σήκωσε. Ροχαλίζει σαν ένα μπάρμπα που έχω στη Γαστούνη. Πού την πέτυχα ρε πούστη μου; Ο εκλεκτός είμαι; Κάτι τέτοιες ώρες εύχομαι να ’χε βαλβίδα σαν τα στρώματα θαλάσσης. Καλά, θα μου ’παιρνε ώρα να τη βρω αλλά δε γαμιέται, θα άξιζε τον κόπο. Θα την ξεφούσκωνα σαν τον Άγιο Βασίλη κι ύστερα θα την έχωνα σ’ ένα κουτί από παπούτσια στη ντουλάπα. Θα κοιμόμουν σαν άνθρωπος ρε αδερφέ και το πρωί θα βλέπαμε. Έτσι όπως τα κατάφερα όμως, θα τη φάω και σήμερα στη μάπα. <br />Πάντως για να λέμε και του στραβού το δίκιο, όταν πρωτοείδα στην παραλία τη Σούλα έπαθα πλάκα. Μεγάλος έρωτας μιλάμε. (Σίγουρα κάποιο βουβαλόπαιδο με κάτασπρη φόρμα adidas και ξύλινο τόξο απ’ τους μαύρους με λάβωσε μέρα μεσημέρι.) Έκανε τόπλες στον ήλιο το μωρό μου κι έτρωγε τυρόπιτα. Τα βυζιά της έμοιαζαν με μπάλες του handball. Δε συναντάς κάθε μέρα τέτοια πράμα. Πήγα να θαυμάσω από κοντά το αξιοθέατο και τι να δω; Η μούρη της είχε γεμίσει με φέτα. Αμάν λέω, τι είναι αυτό το κελεπούρι; Θυμάμαι μου χαμογέλασε κιόλας, πανάθεμά τη, και φάνηκε το τυρί που είχε μπλεχτεί στα σιδεράκια. Υπό κανονικές συνθήκες θα ’τρωγε μεγάλο δούλεμα το σούργελο, έλα όμως που ήθελα να το παίξω διανοούμενος ο μαλάκας! <br />Τι έγινε που είναι τροφαντή η κοπέλα; Τι κι αν έχει σιδεράκια; Σημασία έχει ο εσωτερικός της κόσμος. Όλο τέτοιες παπαριές έλεγα στον εαυτό μου και στους φίλους κι ύστερα άκουγα τον εξάψαλμο. <br />Δε ξέρω, ίσως έφταιγαν κάτι κουλτουριάρικα βιβλία που διάβαζα εκείνο τον καιρό, ίσως πάλι έφταιγε το ότι είχα να πηδήξω μήνες ολόκληρους. Εν πάσι περιπτώσει η μαλακία έγινε. Φορτώθηκα το ζώο κι ενώ πέρασαν δυο χρόνια από τότε, συνεχίζω το ίδιο βιολί. Ήθελα να ξέρα τι σκατά κάνω εγώ μαζί της! Αφού δεν είναι της κλάσης μου. Εντάξει, σπίτι δεν έχω, αυτοκίνητο δεν έχω, λεφτά για τσιγάρα δεν έχω, αλλά ούτε και γούστο ρε γαμώτο; Πότε θα τελειώσει αυτή η πλάκα; Υποθέτω μέχρι να βρω δουλειά. Προς το παρόν βλέπω τη μοσχαροκεφαλή της να εξέχει απειλητικά προς τη μεριά μου κι ανατριχιάζω. Κάτω απ ’το λευκό σεντόνι, μοιάζει με χιονισμένο βουνό αυτό το πράγμα. Α, ρε πουτάνα ανάγκη! <br /><br />( H επόμενη μέρα )<br /><br />08.00 π.μ.<br />Πάνω που κοιμήθηκα με ξύπνησε το καζανάκι. Ήταν το ζώο που έχεζε στο μπάνιο. Μου κάνει: «με πείραξε το σουβλάκι».<br />«Ποιο απ’ τα πέντε;» της λέω εγώ.<br />Το βούλωσε και την είδα που ξίνισε τα μούτρα της αλλά χέστηκα. Στο κάτω κάτω, αυτή μου χάλασε τη νύχτα. Για να μου τη σπάσει μετά, έβαλε ηλεκτρική σκούπα. Το ήξερε πως μου τη δίνει ο θόρυβος. Που να πάω κι εγώ με την τσίμπλα στο μάτι; Στο μπαλκόνι θα με τηγάνιζε ο ήλιος, στο μπάνιο θα με σκότωνε το μεθάνιο... Ήταν ολοφάνερο. Ήθελε να με διώξει η πουτάνα. Το πρώτο που σκέφτηκα ήταν να πετάξω τη σκούπα απ’ το μπαλκόνι. Ο λιγούρης ο απέναντι είχε παρκάρει ακριβώς από κάτω. Αλλά λέω, να του δώσω την ευκαιρία τού πούστη να πηδήξει τη Σούλα για μια γούβα στο καπό; Δε λέει.<br />Το μεγαλύτερο πάθος της Σούλας μετά το φαΐ ήταν οι κουρτίνες. Το ψώνιο ξόδευε κάμποσα απ’ τα λεφτά του μπαμπά της για ν’ αλλάζει ταχτικά, χρώματα και σχέδια αν και στο τέλος, πάντα μια μαλακία με φιόγκους κρεμόταν στο σαλόνι. Άμα δεν έχει γούστο ο άνθρωπος... Άνοιξα λοιπόν το κασόνι με τα χρώματα που είχαμε στην αποθήκη κι έπιασα δουλειά.<br />Όρεξη να υπάρχει και με μερικές λαδομπογιές κάνει θαύματα κανείς. Αφηρημένο εξπρεσιονισμό δεν ήθελε; Μια μέρα μ’ έσυρε με το ζόρι σε μια έκθεση δήθεν για να ψυχαγωγηθούμε κι εκεί που χάζευα μια γκόμενα γιατί βαρέθηκα να βλέπω ζωγραφιές από νήπια έρχεται κουνάμενη λυγάμενη και μου λέει με περίοπτο ύφος <br />«Αυτό άσχετε, είναι αφηρημένος εξπρεσιονισμός!»<br />Γι’ αυτό κι εγώ έκανα τις κουρτίνες τρικολόρε. Χάρη της έκανα. Μπόλικο πρασινάκι της τσόχας, λίγο αδερφίστικο ροζ και αρκετό μπλε για να δέσει με τα έπιπλα. Να υπογράψω δεν πρόλαβα, τα τηγάνια έφευγαν σφαίρα απ’ την κουζίνα. <br />Σφαίρα κατέβηκα κι εγώ τη σκάλα. Είπα, αν την ξανανέβω θα ’μαι και πολύ μαλάκας και χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα στο δρόμο άφραγκος κι άπλυτος. Σκεφτόμουν μετά μήπως τελικά είναι μαλακία που φεύγω. Που να τρέχω τώρα μες στο λιοπύρι; Δεν ανεβαίνω καλύτερα επάνω να κάνω το ψόφιο κοριό μέχρι να της περάσει η υστερία, να ξεκρεμάσω και τις γαμημένες τις κουρτίνες και ύστερα όλα μέλι γάλα; Αλλά και πάλι, πως θα συνεχίσω να μετράω μέρες με το κήτος; Τι να κάνω ρε πούστη μου;<br />Δεν πρόλαβα να αποφασίσω. Μια διαπεραστική φωνή μ’ έκοψε στη μέση. Η σκρόφα βγήκε στο μπαλκόνι και γκάριζε ασταμάτητα: «Ο Τάκης την έχει μικρή! Ο Τάκης την έχει μικρή!» <br />Οι συνταξιούχοι πετάχτηκαν έξω σαν αίλουροι λες και ήταν μείζον ζήτημα γι’ αυτούς το μέγεθος της πούτσας μου. Φορούσαν κι εκείνα τα κλασσικά τα φανελάκια τα αμάνικα και μου ’ρθε αναγούλα. Βγήκε κι ο σκατολιγούρης ο απέναντι και χαζογέλασε. Λέω έτσι είσαι ρε καριόλη; Ανέβηκα πάνω στο αμάξι του κι άρχισα να κατουράω. «Τώρα σου φαίνεται μικρή; Παλιαδερφή;» του λέω. Η Σούλα γούσταρε κι έβγαλε το σκασμό. Ο λιγούρης μπήκε μέσα για να τηλεφωνήσει στους μπάτσους. Οι γέροι με κάρφωναν ακόμα απ’ τις βεράντες και μουρμούραγαν. Περίμεναν να στραγγίξω μάλλον.<br />Και εκεί που τέλειωνε το show να πάνε κι οι μαλάκες οι αργόσχολοι στα σπίτια τους, περνάει μια θεια μου κακομούτσουνη που ήταν γεροντοκόρη κι έμενε εκεί πιο κάτω. Έρε πούστη γκαντεμιά! Εσύ μας έλειπες τώρα. Ούτε να κλάσουμε δε μπορούμε με το κωλόσογο!<br />«Φτούσου κερατά!», μου λέει, «δε σκέφτεσαι τη μάνα σου ρε;»<br />Να μην τα πολυλογώ, μου ’συρε τα εξ αμάξης η θεια. Δεν έλεγε να ξεκουμπιστεί. Οι γέροι άρχισαν να βρίζουν κι αυτοί. Δεν άντεξα, τους έριξα μια μούντζα και τράβηξα για την πλατεία. Τα ρούχα μου ήταν μες στη λαδομπογιά, τα δάχτυλά μου μύριζαν κάτουρο κι εγώ ήθελα απεγνωσμένα κάτι να πιω. <br />Στην πλατεία πέτυχα το φίλο μου τον Τσε σε αφασία. Ο Τσε όταν δε ζωγραφίζει πάνω σε χαρτόκουτα, πίνει μέχρι να ξεράσει και διατυμπανίζει ότι είναι η μετενσάρκωση του Caravaggio. Ήπια λίγο απ’ το μπουκάλι του και ξάπλωσα στον ίσκιο. Καλά την έχει ο Τσε. Ποιος ξέρει εγώ, ποιανού μαλάκα είμαι η μετενσάρκωση.Count_Zerohttp://www.blogger.com/profile/03143148160516456901noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7042682070044886427.post-4443808059162869042010-03-29T03:16:00.001+02:002010-03-29T03:16:41.509+02:00Ελένη Κονιδάρη - ΠαρεμβολήΣου μιλάει ο Ίνεκιν, ο ύπατος Διαχειριστής Ανθρώπινης Μνήμης. Θ’ αναρωτιέσαι πώς και κυρίως γιατί, έφτασα ως εδώ. Πριν σου εξηγήσω, πρέπει να καταλάβεις ορισμένα πράγματα γενικά για τους ΔΑΜ και για τη φιλοσοφία της ΔΑΔ – Διαχείρισης Ανθρώπινης Διάνοιας. Το ξέρεις πως ήταν μια αναπόφευκτη εξέλιξη της προόδου των επιστημών, που οδήγησε σε μια εντυπωσιακή ζεύξη. Στις αρχές του 21ου αιώνα οι άνθρωποι είχαν αρχίσει να τρελαίνονται με τον απίστευτο όγκο πληροφοριών που έπρεπε να δεχτούν, να επεξεργαστούν και να διοχετεύσουν με τη σειρά τους. Καθημερινά οι εξελίξεις έτρεχαν παντού, ο πλανήτης χόρευε σε ξέφρενους ρυθμούς. Οι πολιτικοί ήταν διαρκώς εκτεθειμένοι στη ροή των γεγονότων, οι επιστήμονες βίωναν μια καθημερινή απαξίωση του έργου τους, οι εργάτες ζούσαν σε καθεστώς πνευματικής υποδούλωσης και αποστέρησης. <br /><br />Η αλματώδης εξέλιξη της τεχνολογίας των μικροεπεξεργαστών, παράλληλα με τις έρευνες για την ανίχνευση των εγκεφαλικών λειτουργιών, οδήγησαν τελικά σε μια λύση που αποφόρτισε χίλια δυο προβλήματα: η ανθρώπινη μνήμη επιτέλους απομονώθηκε από τις άλλες λειτουργίες. Έγινε εφικτό να αφαιρούμε και να επανεισάγουμε σε έναν εγκέφαλο επιλεγμένα τμήματα της ατομικής του μνήμης δίχως να βλάπτουμε τις λοιπές του ικανότητες, την αντίληψη και τη μάθηση. Το ξέρω πώς αυτό το τελευταίο θα σε εκπλήξει, θα μου πεις ότι τα πράγματα δε λειτουργούν έτσι σήμερα. Έχεις δίκιο. Ξέρεις, πολλές φορές στην ιστορία, τμήματα της τεχνογνωσίας που κατακτάται αποσιωπούνται, θάβονται, στο βαθμό που δεν εξυπηρετούν τους διαχειριστές της. Έτσι έγινε και με τη μνήμη. Η δυνατότητα χρησιμοποιήθηκε με ένα συγκεκριμένο τρόπο, τον τρόπο που θα οδηγούσε σε αμεσότερη αποφόρτιση των οξύτερων προβλημάτων. <br />Έτσι, οι εφαρμογές κατευθύνθηκαν προς την αφαίρεση της μνήμης κι όχι προς την επανεισαγωγή της. Στο κάτω κάτω ο εγκέφαλος δεν μπορούσε να μετατραπεί σε τσίρκο της εκάστοτε διάθεσης του καθένα. Η ανακάλυψη ήταν πολύ σοβαρή για να αφεθεί στα χέρια του λαού. Μπορεί να ακούγομαι αυστηρός, και σίγουρα ξέρεις καλά ότι υπάρχουν και αντίθετες απόψεις, αλλά σκέψου τα αποτελέσματα αυτών των επιλογών. Αφαιρώντας τμήματα μνήμης από ανθρώπους με τραυματικές εμπειρίες, καταφέραμε να τους κρατήσουμε υγιείς, μειώνοντας έτσι δραστικά τα προβλήματα ψυχοπαθολογίας. Αφαιρώντας τμήματα μνήμης από εγκληματίες, ουσιαστικά καταργήσαμε τις φυλακές: για μικρά αδικήματα αφαιρούμε τη γενεσιουργό τους αιτία και έτσι εξαλείφουμε την παραβατικότητα, ενώ για μεγάλα αδικήματα που επιβάλλουν σωφρονισμό, αφαιρούμε τα τμήματα εκείνα που δημιουργούν τα ψυχικά άλλοθι, και έτσι τους καταδικάζουμε να ζουν με τις τύψεις τους. Αφαιρώντας τμήματα μνήμης από τους επαγγελματίες στρατιώτες φτιάξαμε ένα στράτευμα που καλύτερο δεν θα μπορούσε να υπάρξει, κάνοντάς τους απόλυτα ταγμένους στο καθήκον, απαλλαγμένους από κάθε αμφιβολία. Αυτή ακριβώς η εφαρμογή στο στρατιωτικό πεδίο, ήταν η βάση για τη δημιουργία της επιστήμης της Διαχείρισης Ανθρώπινης Διάνοιας που τελικά οδήγησε στα πιο ουσιαστικά και γενικευμένα αποτελέσματα.<br />Αφού βελτιώνεται ο επαγγελματισμός των στρατιωτών, γιατί να μη βελτιώνονται και οι επαγγελματίες κάθε είδους, σκεφτήκαμε. Έτσι, μετά από χρόνια ζυμώσεων, φτάσαμε στο σημερινό μοντέλο: υποχρεωτική επιλεκτική αφαίρεση μνήμης σε τρία στάδια της ζωής, στην ηλικία των 18, των 35 και των 50 χρόνων. Δεν μπορείς να αρνηθείς ότι αυτό οδήγησε σε μια κοινωνία πολύ πιο ανθρώπινη. Η μνήμη βλέπεις είναι μια λειτουργία πολύ ιδιόρρυθμη. Οι άνθρωποι δε συγκρατούν στην ενεργητική μνήμη τις πιο χρήσιμες γι’ αυτούς αναμνήσεις. Πολλές φορές επιμένουν σε ένα περιεχόμενο οδυνηρό, βολικό, ή έστω μη λειτουργικό. Επίσης πολλές φορές οδηγούνται σε αντιφάσεις, γιατί ενεργοποιούν ορισμένες αναμνήσεις κάποιες συγκεκριμένες στιγμές, προκειμένου να αντεπεξέλθουν σε καταστάσεις, και άλλες φορές τις απωθούν στη λανθάνουσα μνήμη. Η ΔΑΔ κατόρθωσε να διαχωρίσει και να ταξινομήσει με μεγάλη ακρίβεια τις κατηγορίες αναμνήσεων και κυρίως την αλληλεπίδρασή τους. Έτσι, ένας άνθρωπος 18 ετών που πρέπει να λάβει επιστημονική κατάρτιση, δεν είναι δυνατόν να απασχολεί το νου του με το ποδήλατο που δεν του αγόρασαν οι γονείς του στα 5 του χρόνια, ούτε με την εικόνα της μητέρας του να κλαίει σιωπηλά στην κουζίνα ένα μεσημέρι που γύρισε νωρίτερα απ’ το σχολείο. Σεβόμαστε ότι όλ’ αυτά είναι οδυνηρά, γι’ αυτό και τα διαγράφουμε, δεν του χρειάζονται, δεν τον κάνουν ευτυχισμένο. Πρόσεξε όμως: αν αυτός ο άνθρωπος έχει δηλώσει ότι ενδιαφέρεται να σπουδάσει νομική, δεν μπορούμε να αφήσουμε στη μνήμη του ούτε ορισμένες ευχάριστες εμπειρίες, όπως για παράδειγμα τη φορά που ο πατέρας του δεν τον μάλωσε για μια ζημιά επειδή κατάλαβε ότι δεν ήταν εμπρόθετη. Κάθε άνθρωπος πρέπει να αφήνεται με τις αναμνήσεις που εξυπηρετούν αυτό για το οποίο προορίζεται. Η αφαίρεση αναμνήσεων στο 35ο έτος της ηλικίας δεν είναι τόσο ουσιώδης, αφορά κυρίως την απελευθέρωση ζωτικής μνήμης από ένα σωρό σκουπίδια που συσσωρεύονται με τα χρόνια: χιλιάδες άχρηστες εικόνες, ιστορίες που άκουσαν, ρουτίνες. Η τελευταία αφαίρεση στο 50ο έτος, έχει ως κύριο στόχο την αντιμετώπιση της φθοράς και της επερχόμενης κούρασης. Δεδομένου ότι ο άνθρωπος πρέπει να μείνει παραγωγικός για αρκετά χρόνια ακόμα, η αφαίρεση αυτή έχει διορθωτικό στόχο. Απαλείφουμε προσεκτικά τα πλέον δυσάρεστα γεγονότα, τις αποτυχημένες ή ημιτελείς προσπάθειες για κάτι, τα παραδείγματα ματαιότητας, τις στιγμές μοναξιάς. <br />Παρ’ ότι οι “τρεις αφαιρέσεις” όπως είναι ευρύτερα γνωστές, έχουν αρκετούς πολέμιους, δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι ένα άδικο ή ισοπεδωτικό σύστημα. Ασφαλώς είναι απόλυτα υποχρεωτικές και καθώς είναι συνδεδεμένες με το ασφαλιστικό σύστημα, είναι πολύ δύσκολο να τις αποφύγει κανείς. Αυτό γίνεται όμως κυρίως για λόγους ισονομίας. Από μια τέτοια δραστική επέμβαση στη ζωή των ανθρώπων δε θα μπορούσε να εξαιρεθεί κανείς, απόδειξη το ότι ακόμα και οι ανώτατοι αξιωματούχοι, πολιτικοί και επιχειρηματίες είναι υποχρεωμένοι να τις υποστούν. Όμως το ξέρεις ότι και πάλι υπάρχουν πολλά παράθυρα στο νόμο. Για παράδειγμα, αρκεί μια μόνο υπεύθυνη δήλωση για να υποστεί κάποιος μια ελαφρότερη μορφή της διαδικασίας, την αφαίρεση δηλαδή μόνο των ΔΕΑ (Δυνάμει Επικίνδυνων Αναμνήσεων), φτάνει να αποδεχτεί το γεγονός ότι θα προσαχθεί βίαια για αφαίρεση εάν παρανομήσει έστω και μία φορά καθώς και το ότι θα είναι αποκλεισμένος από μια σειρά επαγγελμάτων και δραστηριοτήτων. Επίσης, το γνωρίζεις ότι υπάρχει ειδικό καθεστώς αντιμετώπισης για συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων, όπως είναι για παράδειγμα οι καλλιτέχνες. Η κοινωνία μας τιμά τους ανθρώπους εκείνους που δέχονται να ξοδέψουν τη ζωή τους μέσα σε μια εν ζωή κόλαση, την κόλαση των αναμνήσεων, προκειμένου να μας δώσουν ιδέες, απόλαυση, ελπίδα αλλά και διδάγματα. Έτσι, οι άνθρωποι αυτοί μπορούν να ενταχθούν σε καθεστώς ΔΕΑ άνευ ειδικών περιορισμών κατ’ επιλογήν τους. <br />Έχεις δίκιο να ανυπομονείς τώρα. Ποτέ δε σου εξήγησα πραγματικά ποιο ήταν το έργο μου. Η εισαγωγή αυτή που έκανα όμως, ήταν επιβεβλημένη για να καταλάβεις τα επόμενα. Τώρα λοιπόν σου μιλάει ο Ίνεκιν, ο διευθυντής ενός από τα παλαιότερα Κέντρα ΔΑΔ στον κόσμο. Οι μακρόχρονες σπουδές μου στο σύνθετο αυτό αντικείμενο, που περιλάμβαναν τον πυρήνα παραδοσιακών επιστημών όπως η Ιατρική, η Ψυχολογία, η Τεχνολογία Υπολογιστών, οι Νευροεπιστήμες, η Βιοτεχνολογία και η Φιλοσοφία, σε συνδυασμό με το σφοδρό μου ενδιαφέρον γι’ αυτό, με έκαναν να θεωρούμαι αυθεντία του χώρου. Τα ερευνητικά μου ενδιαφέροντα δεν ήταν πρωτότυπα αλλά διεξοδικά, πράγμα που οδήγησε σε άριστα αποτελέσματα. Ασχολήθηκα κυρίως με την περαιτέρω διερεύνηση των αλληλεπιδραστικών ιδιοτήτων της μνήμης. Για να στο πω πιο απλά, το πώς μια συγκεκριμένη ανάμνηση εμπλέκεται με άλλες, φαινομενικά άσχετες. Είμαι ο πρώτος που εντόπισε ότι οι σχέσεις μεταξύ αναμνήσεων, βασίζονται κυρίως στο χρόνο. Όχι τόσο στο χρόνο που οι αναμνήσεις υπήρξαν ως βιώματα, αλλά στη χρονική στιγμή της σύνδεσής τους. Ένα παροντικό βίωμα, μπορεί να ενεργοποιήσει δύο ή και περισσότερες άσχετες μεταξύ τους αναμνήσεις και να δημιουργήσει αυτό που ονομάζω «παρεμβολή στο παρόν». Θα το καταλάβεις αυτό καλύτερα αν σκεφτείς πώς βλέπουμε μέσα από ένα τζάμι πάνω στο οποίο κυλάει νερό. Δεν βλέπουμε καθαρά αυτό που είναι απ’ έξω αλλά σύμφωνα με την παραμόρφωση που ορίζει η ροή του νερού. Η παρεμβολή στο παρόν είναι τις περισσότερες φορές καταστροφική καθώς οδηγεί σε ανορθολογικές αντιδράσεις. Έτσι, το ουσιαστικότερο συμπέρασμα που εξάγεται από αυτό είναι ότι αν θέλουμε να μάθουμε ποιες είναι οι δυνάμει επικίνδυνες αναμνήσεις, τότε θα πρέπει πρώτα να αναρωτηθούμε ποια είναι τα δυνάμει παρόντα, ποιες είναι οι πιθανές συνθήκες στις οποίες αν βρεθούμε εκτεθειμένοι, θα έρθουμε αντιμέτωποι με το παρελθόν.<br />Με τις ανακαλύψεις αυτές, αναδιαρθρώθηκε όλη η διαδικασία της αφαίρεσης μνήμης. Έως τότε, το υποκείμενο απλώς ερχόταν στο κέντρο, βγάζαμε ένα αναλυτικό αντίγραφο της μνήμης του, δημιουργούσαμε το σχέδιο αφαίρεσης και τέλος το εφαρμόζαμε εντός πολύ αυστηρών πρωτοκόλλων. Το ξέρω πως όλα αυτά τα τεχνικά που σου λέω δεν τα ξέρεις, έξω απ’ τον επιστημονικό μας κύκλο κανείς δεν τα ξέρει γιατί δε θα ήταν σκόπιμο. Πρωτόκολλο λέμε το μοντέλο που καθορίζει μια διαδικασία. Για παράδειγμα, στην κατηγορία «ευχάριστες παιδικές αναμνήσεις» μπορεί σε έναν άνθρωπο να έχουμε πολλές οικογενειακές εκδρομές στην εξοχή. Τα περιεχόμενά τους παραμετροποιούνται και ανασυντάσσονται ώσπου να αφαιρεθούν οι επαναλήψεις και να μείνει ένας μικρός αριθμός περιστάσεων που διαφοροποιούνται μεταξύ τους. Αυτές περνάνε από δεύτερο έλεγχο και απορρίπτονται αυτές που περιλαμβάνουν προβληματικές αναμνήσεις. Ο τρίτος έλεγχος αφορά στις σχέσεις των αναμνήσεων που περιέχονται σε όσες εκδρομές απόμειναν, με προηγούμενες αναμνήσεις. Απορρίπτοντας κι από εκεί ορισμένες, μας μένουν λίγες μα απόλυτα κατάλληλες εκδρομές στην εξοχή, και αυτές κρατάμε. Τα πρωτόκολλα είναι πολλά και σύνθετα και φυσικά θα ήταν αδύνατο να εφαρμοστούν δίχως τη βοήθεια υπολογιστών. Οι σχέσεις που παρουσιάζονται είναι τόσο περίπλοκες που κανένας ανθρώπινος νους δε θα μπορούσε να τις συλλάβει. Έτσι εν τέλει εμείς σαν Διαχειριστές Ανθρώπινων Αναμνήσεων δεν αξιολογούμε τις αναμνήσεις αυτές καθαυτές, αλλά τις συντάσσουμε σε αφηρημένες κατηγορίες, δίνοντας έτσι τα κατάλληλα στοιχεία στον υπολογιστή για να δημιουργήσει το σχέδιο αφαίρεσης. <br />Το πρόβλημα ήταν τα ποσοστά αποδοτικότητας, τα οποία άγγιζαν το 78%. Σε λειτουργικό επίπεδο αυτό ήταν πολύ ικανοποιητικό, όμως παράμεναν ανοιχτές οι πιθανότητες ένας άνθρωπος να αντιδράσει ακατάλληλα σε μια εντελώς απροσδιόριστη χρονική στιγμή, ακόμα και με τις αναμνήσεις που του είχαν απομείνει. <br />Η ανακάλυψή μου για την παρεμβολή του παρόντος ανέβασε την αποδοτικότητα στο 92%. Τα υποκείμενα πλέον δεν υφίστανται μια μηχανιστική διαδικασία, αλλά ερευνούνται πρώτα σε βάθος και για ικανό χρονικό διάστημα. Επειδή ο πειραματισμός σε πραγματικές συνθήκες είναι ανέφικτος, δημιουργήσαμε μια σειρά εργαστηριακών καταστάσεων, με τον γενικό τίτλο Προσομοιωτής Συνθηκών Ζωής με Επιτάχυνση. Έτσι τώρα το υποκείμενο πριν υποστεί την αφαίρεση αναμνήσεων, περνάει από μια σειρά προσομοιωμένων κρίσιμων εμπειριών έτσι ώστε να καταγραφούν οι αντιδράσεις του και να εντοπιστούν ποιες ακριβώς αναμνήσεις ενεργοποιούνται κάθε φορά. Οι εμπειρίες αυτές έχουν επίσης κατηγοριοποιηθεί σύμφωνα με το μοντέλο Κυρίαρχης Δομής Αναμνήσεων, καθώς είναι σαφές ότι κάθε πιθανό μέλλον θα μετατραπεί σε μνημονικό παρελθόν ακολουθώντας ταυτόσημο δομικό μονοπάτι για κάθε άνθρωπο. <br />Όλα πήγαιναν καλά, ώσπου ήρθες εσύ στο Κέντρο. Ήσουν 18 χρονών και ερχόσουν για την πρώτη σου αφαίρεση, αλλά έδειχνες αρκετά μικρότερη, σχεδόν κοριτσάκι. Εντάχθηκες στην τρέχουσα ερευνητική ομάδα 5 που την είχα αναλάβει εγώ. Οι ερευνητικές ομάδες τρέχουν παράλληλα με τις αφαιρέσεις. Αυτό σημαίνει ότι χρησιμοποιούμε τους ανθρώπους που έρχονται για να εμπλουτίσουμε τις ήδη υπάρχουσες γνώσεις και να βελτιώσουμε περαιτέρω τα πρωτόκολλα. Έτσι, έτρεξα το αδρό αντίγραφο των αναμνήσεών σου ο ίδιος, μια δουλειά ρουτίνας που σπανίως πια έκανα. Εδώ πρέπει να σου μιλήσω για τη διαδικασία Αποκατάστασης της Υποκειμενικότητας. Οι αναμνήσεις των ανθρώπων δεν είναι αντικειμενικές, δηλαδή δεν αναπαριστούν πιστά τη βιωμένη πραγματικότητα, ούτε συνεπείς μεταξύ τους, δηλαδή αναπαριστούν με διαφορετικό τρόπο δύο ταυτόσημα συμβάντα. Για παράδειγμα, ο πατέρας ενός ανθρώπου μπορεί να παριστάνεται κάποτε σαν σκύλος, άλλοτε να έχει μόνο κεφάλι σκύλου, άλλοτε να φαίνεται σαν κενό της εικόνας, άλλοτε σαν φωνή μόνο, άλλοτε σα γραπτό κείμενο, και ότι βάλει ο νους σου. Αυτές οι αναπαραστάσεις περιέχουν και τα πιο επικίνδυνα τμήματα των αναμνήσεων και πρέπει οπωσδήποτε να αντικαθίστανται από την πραγματικότητα. Ευτυχώς αυτή η διαδικασία είναι από τις πλέον τελειοποιημένες. Ο υπολογιστής, καθώς έχει στη διάθεσή του ανά πάσα στιγμή το σύνολο των δεδομένων μιας μνήμης, κάνει χιλιάδες διασταυρώσεις ώσπου την «καθαρίζει» με μεγάλη επιτυχία.<br />Έτρεχα τις αναμνήσεις σου και ετοιμαζόμουν να αρχίσω τη διαδικασία καθαρισμού. Ήταν μια τρέλα. Όλα ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστα κι όλα έτρεχαν με απίστευτη ταχύτητα, σαν εκατομμύρια σουρεαλιστικοί πίνακες που κάλπαζαν ξέφρενα σε λεωφόρο. Δεν υπήρχαν καν παύσεις, όπως στους περισσότερους ανθρώπους που μπορεί ένα πλάνο να διαρκέσει ώρες, ακόμα και μέρες σ’ όσους πάσχουν. Ανέτρεξα στο φάκελό σου, για να δω τα στοιχεία σου. Τέτοιες διαταραχές στις αναμνήσεις παρουσιάζονται συνήθως σε ανθρώπους με αισθητηριακά προβλήματα, κωφούς και τυφλούς, και με κάποιες παραλλαγές σε αυτιστικούς και καθυστερημένους. Δε βρήκα τίποτα. Είχες ένα τυπικό προφίλ, μέσοι όροι σε όλα. Έφτιαξα ένα αντίγραφο και πάτησα με ένταση το πλήκτρο Αποκατάστασης. Η διαδικασία ολοκληρώθηκε σε 5 μόλις λεπτά. Τίποτα, λες και δεν είχε γίνει καθόλου. Επανέλαβα τη διαδικασία απανωτές φορές, έκανα έλεγχο αξιοπιστίας, μα και πάλι τίποτα. Οι αναμνήσεις σου αντιστεκόταν στο καθάρισμα. Για μια στιγμή ένιωσα μια άγρια χαρά. Σκέφτηκα ότι έπεσα πάνω σε ένα σπάνιο περιστατικό, μια μοναδική ευκαιρία για μελέτη περίπτωσης. Αν εντόπιζα τι ήταν αυτό που είχε φορμάρει τη μνήμη σου με τέτοιο τρόπο, μπορεί να έβρισκα την απάντηση σε χίλια δυο ζητήματα. Όμως αμέσως μετά κατάλαβα ότι αυτό δεν ήταν παρά ευσεβής πόθος. Είχα δει χιλιάδες μνήμες, ήξερα όλο το φάσμα των αποκλίσεων. Η περίπτωσή σου άρχισε να φαίνεται σαν εξαιρετικά επικίνδυνη. <br />Ζήτησα μια προσωπική συνέντευξη μαζί σου, κατά παράβαση των διαδικασιών. Ήσουν δειλή και μαζεμένη, μια τυπική περίπτωση εφήβου. Σ’ όλες μου τις ερωτήσεις απάντησες με εξοργιστικά συνηθισμένο τρόπο. Τι θες να σπουδάσεις Όσελε; Κοσμητική μικροτεχνία, Γιατί το επέλεξες αυτό; Γιατί είναι η δουλειά του πατέρα μου και θα την αναλάβω εγώ, Αν δεν ήταν αυτή η δουλειά του πατέρα σου θα επέλεγες κάτι άλλο; Δεν ξέρω, δεν το ‘χω σκεφτεί ποτέ, Σου αρέσουν τα κοσμήματα; Αρκετά, Όχι πολύ; Μ’ αρέσει πιο πολύ να τα φοράω, Τότε γιατί να μάθεις και να τα φτιάχνεις; Δεν θα τα φτιάχνω εγώ αλλά οι εργαζόμενοι, πρέπει όμως να μάθω για να γίνω μια καλή επιχειρηματίας, Σου αρέσει να γίνεις επιχειρηματίας; Μου αρέσει να ζω όπως μου αρέσει, Τι άλλο σου αρέσει; Η μουσική, η διασκέδαση... Τ’ αγόρια; Ναι, και τα αγόρια, Τι θα ‘θελες να ‘χεις που δεν έχεις; Μια μάινα, Γιατί θέλεις μια μάινα; Για να δω αν μιλά πραγματικά, την είδα στην τηλεόραση και μου άρεσε, Τι σε δυσαρεστεί; Να είμαι άρρωστη, Με τι λυπήθηκες περισσότερο απ’ όλα; Όταν πέθανε ο Φοξ, ο γάτος μου, Πέθανε κανείς άλλος που ήταν κοντά σου; Όχι...<br />Αδιέξοδο, η συζήτηση δεν έβγαζε πουθενά. Ήσουν ένα απολύτως συνηθισμένο κορίτσι, από εκείνα που κυκλοφορούν κατά χιλιάδες στους δρόμους των μητροπόλεων. «Σαν τη Γιάντι» σκέφτηκα. Όμως όχι, δεν ήσουν σαν τη Γιάντι. Η κόρη μου, μόλις λίγους μήνες μικρότερή σου, ήταν πολύ πιο ενδιαφέρουσα. Μη σε πληγώνει αυτό, δε θέλω να πω ότι εσύ ήσουν ανόητη. Αντιθέτως, είχες μια μοναδική στον κόσμο μνήμη, μέσα στο καλύτερο καμουφλάρισμα: την κοινοτοπία της έκφρασής της. Η κρίση μου για τη Γιάντι δεν ήταν πατρικός κομπασμός. Είμαι αρκετά έμπειρος για να μπορώ να διακρίνω πότε ένας άνθρωπος είναι εξαιρετικός. Η Γιάντι ήταν χαρισματική από μικρή, πάντα με εξέπληττε ο τρόπος που σκεφτόταν. Με έκανε όμως να νιώθω κάτι τρομερό, κάτι που δεν ομολόγησα ποτέ σε κανέναν Όσελε, μόνο σε σένα το λέω. Κάθε φορά που ήμασταν μαζί και της έδειχνα ή της μάθαινα κάτι, κι εκείνη ανταποκρινόταν με τον γλυκύτατο και πανέξυπνό της τρόπο, η ίδια σκέψη στριφογύριζε πάντα στο μυαλό μου: αυτές οι αναμνήσεις κάποτε θα αφαιρεθούν. Ήξερα ότι τα περισσότερα από τα μοναδικά πράγματα που μοιραζόμασταν, στα 18 της χρόνια θα αποθηκευόταν στο δίσκο ενός υπολογιστή και θα κρατιόταν μακριά της για πάντα. Και τότε η αγάπη της για μένα με πλήγωνε περισσότερο, γιατί μετά την αφαίρεση σίγουρα θα μετριαζόταν, θα ερχόταν σε αυτό που ονομάζουμε «φυσιολογικά επίπεδα». Τι είναι η αγάπη αν όχι το σύνολο των αναμνήσεων από τις όμορφες στιγμές που περάσαμε με κάποιον; Δεν ήθελα η Γιάντι, η μονάκριβή μου να με αγαπά σε «φυσιολογικό επίπεδο», ήθελα να με λατρεύει για πάντα, όπως τη λάτρευα κι εγώ. Κι όμως σε μερικούς μήνες θα βρισκόταν κι εκείνη στη θέση σου. Δε γινόταν αλλιώς...<br />Ή μήπως γινόταν; Σαν αστραπή πέρασε απ’ το νου μου μια πιθανότητα, που κάποια άλλη στιγμή θα μου είχε φανεί ως η πλέον απαράδεκτη σκέψη. Κι όμως το σκέφτηκα, πέρασε απ’ το μυαλό μου, και δεν μπορούσα πια με τίποτα να το αρνηθώ... Η μνήμη σου Όσελε ήταν μη Αποκαταστάσιμη. Δεν ήξερα τι στην ευχή είχε συμβεί, μα είχες μια μνήμη ανερμήνευτη, ακατανόητη, και γι’ αυτό μη αφαιρέσιμη. Η λύση ήταν μονόδρομος: αντικατάσταση της μνήμης με κολάζ άλλων. Η μέθοδος αυτή είναι αποτελεσματική, ειδικά σε περιπτώσεις νοητικής υστέρησης και συναφών προβλημάτων, αλλά έχει ένα βασικό μειονέκτημα: το υποκείμενο γίνεται ένας άλλος. Ο εγκέφαλός σου δε θα είχε πλέον καμιά δική σου ανάμνηση, αλλά θα αποκτούσες μια συνολικά νέα συνείδηση. Αυτό θα σήμαινε ότι θα ήσουν ένα άτομο ικανό και με ένα εύρος επιθυμητών γνώσεων, αλλά θα έπρεπε να ξαναδιδαχτείς τα πάντα για τη ζωή σου, να γνωρίσεις απ’ την αρχή τους γονείς και τους φίλους σου κι αυτοί να γνωρίσουν εσένα. <br />Δεν ήσουν καθυστερημένη, ούτε έδειχνες να έχεις προβλήματα που να καλούν στη δραστική αυτή λύση, κι έτσι το συμβούλιο συνεδρίασε και αποφάσισε να σου δώσει μερικούς μήνες διορία προκειμένου να προετοιμαστείς ψυχολογικά. Αυτό με βόλευε αφάνταστα. Κανόνισα να συμπέσεις με την αφαίρεση της Γιάντι. Και δρομολόγησα το σχέδιό μου. Ναι Όσελε, σου αποκαλύπτω το μεγάλο μου μυστικό τώρα. Αφαίρεσα τις αναμνήσεις της Γιάντι ως όφειλα, με απόλυτο επαγγελματισμό. Όλοι οι έλεγχοι έδειξαν ότι πέρασε με επιτυχία όλη τη διαδικασία. Παραποίησα τους κωδικούς της μνήμης που είχα αφαιρέσει από κείνη, ώστε να δείχνουν ότι προέρχονται από διάφορα άτομα. Αφαίρεσα ολοκληρωτικά τη δική σου μνήμη και σου πέρασα τη μνήμη της Γιάντι ατόφια. Σε έκανα ένα ζωντανό δοχείο που πλέον εμπεριέχει όλα όσα δεν είναι πια η κόρη μου Όσελε. Φυσικά, αμέσως μετά τη διαδικασία ζήτησες να με δεις. Μου είπες πόσο πολύ με συμπαθείς. Πέτυχε! Η Γιάντι συνέχιζε να με λατρεύει μέσα από σένα Όσελε, και θα συνέχιζε για πάντα. Φυσικά σε κράτησα πολύ κοντά μου. Φρόντισα να γνωριστώ με το περιβάλλον σου, έγινα ο καλύτερος φίλος σου. Κι από τότε Όσελε έγινα ο δεύτερος πατέρας σου, σε έβλεπα να κάνεις τόσα όμορφα πράγματα και ένιωθα περήφανος για σένα, εκπλήρωνες όλα όσα δε θα μπορούσε να κάνει ποτέ το κοριτσάκι μου.<br />Κι όμως, θα μου πεις ότι όλα όσα λέω είναι προϊόντα τρέλας, αναιρούν όλα όσα υποστήριξα παραπάνω, αναιρούν όλη μου τη ζωή. Έκανα κάτι απολύτως ενάντιο με αυτό που υπηρέτησα με πάθος μια ολόκληρη ζωή, θα μου πεις. Μα δεν ξέρεις το χειρότερο Όσελε, κανείς έξω απ’ τον κύκλο δεν το ξέρει, δεν επιτρέπεται να το μάθει. Θα έχεις ακούσει τις φήμες για τους Προνομιούχους. Ο κόσμος λέει ότι υπάρχουν κάποιοι στον κόσμο που δεν υφίστανται αφαίρεση μνήμης κι όχι μόνο δεν τους επιβάλλονται κυρώσεις, αλλά ανήκουν στα ανώτατα κλιμάκια της ιεραρχίας. Λένε πως αυτοί είναι που κινούν τα πάντα, ένα κλειστό λόμπι με σχεδόν θεϊκές ιδιότητες, καθώς είναι οι μοναδικοί με άθικτη μνήμη αλλά και εξουσία. Η επιλογή γίνεται από τη νηπιακή ηλικία, σε παιδιά που επιδεικνύουν εξαιρετικές ικανότητες. Μεγαλώνουν σε περιβάλλον με πολύ αυστηρές προδιαγραφές και προορίζονται αποκλειστικά για διευθυντές των Κέντρων Διαχείρισης Ανθρώπινης Διάνοιας που διαθέτουν και ερευνητικό τμήμα. Ναι Όσελε, είμαι ένας από αυτούς, είμαι ένας από τους πέντε Προνομιούχους στον κόσμο. Ζω με τη μνήμη μου άθικτη, με τις πληγές, τις πλάνες και τις χαρές μου διάπλατες μέσα μου. Το τίμημα που πληρώνουν οι Προνομιούχοι είναι η κόλαση της διαρκούς εγρήγορσης, της αιώνιας αγρύπνιας. Δεν έχω χαρεί ποτέ το δώρο του ύπνου, δεν έχω δικαίωμα στη λήθη, ούτε στην παροδική. Για να έχω πλήρη πρόσβαση στη μνήμη, στερήθηκα για πάντα τα όνειρα.<br />Η Γιάντι άξιζε να γίνει σαν κι εμένα, είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Όμως υπάρχει ο όρος της μη κληρονομικής διαδοχής: ποτέ τα παιδιά των Προνομιούχων δεν γίνονται κι αυτά Προνομιούχοι. Είχα δεκαοκτώ χρόνια μπροστά μου να το αποδεχτώ και νόμιζα πως τα είχα καταφέρει, η αφοσίωσή μου στη δουλειά μου έδινε πολύ κουράγιο. Όμως όταν έφτασε η στιγμή όλα κατέρρευσαν μέσα μου, τίποτα δεν είχε πια σημασία παρά η διάσωση της Γιάντι. Και το έκανα, τουλάχιστον με τον τρόπο που μπορούσα, κι ας είμαι καταραμένος στους αιώνες, κι ας γίνω η νέα ενσάρκωση του Δαίμονα επί γης.<br />Όσελε θέλω να προσέξεις πολύ αυτά που θα σου πω τώρα. Αν όλος μου αυτός ο λόγος περνά αυτή τη στιγμή από τη συνείδησή σου, σημαίνει ότι έφτασε η ώρα. Σου εμφύτευσα την ανάμνηση αυτών των σκέψεων μου σε ένα αυτοεκλυόμενο κέλυφος. Είναι προγραμματισμένο να απελευθερωθεί μέσα σου μόλις ακυρωθεί από μένα αυτή η ανάμνηση της σκέψης που κάνω τώρα. Δηλαδή, τη στιγμή που θα πεθάνω. Μη με πενθείς Όσελε, όχι μην κλαις γλυκιά μου, σου έκανα το πιο σκληρό πράγμα που μπορεί να κάνει άνθρωπος σε άνθρωπο, σου όρισα μοίρα. Άκουσέ με. Πρέπει να βρεις τη Γιάντι. Φρόντισα να εκπαιδευτεί κατάλληλα και να εργάζεται τώρα στο Κέντρο. Έχει πρόσβαση στα αρχεία. Θέλω να ενώσετε τη συνείδησή της πάλι, θέλω να ενοποιήσετε τις αναμνήσεις της. Δε με ενδιαφέρει ποια από τις δυο θα το αναλάβει, είστε και οι δυο πολυαγαπημένες μου και το Έργο ανήκει και στις δυο. Η παλιά σου μνήμη Όσελε, βρίσκεται κι αυτή αποθηκευμένη άθικτη. Είναι κι αυτή εξίσου μοναδική και πιστεύω ότι ο λόγος που αντιστάθηκε τόσο, ήταν για να συναντηθεί με τη μνήμη της Γιάντι. Η μια σας λοιπόν να γίνει η παλιά Γιάντι και η άλλη η παλιά Όσελε. Στο τέλος της ανάμνησης αυτής θα βρεις όλους τους κωδικούς για να ολοκληρώσετε τη διαδικασία δίχως να σας υποπτευθεί κανείς. Μετά δε θα γίνετε ο παλιός σας εαυτός - δεν υπάρχει πια περιθώριο για κάτι τέτοιο. Η κλωστή που σας ενώνει είναι αιώνια και η Ακέραια Μνήμη θα βαραίνει εξίσου και τις δυο.<br />Μοναδική κληρονομιά αφήνω πίσω δυο Απόκρυφες Προνομιούχες. Πολεμήστε.Count_Zerohttp://www.blogger.com/profile/03143148160516456901noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7042682070044886427.post-64966106202123996122010-03-29T03:14:00.000+02:002010-03-29T03:15:29.677+02:00Θουλουάγα - Fortune CookiesΑπόλυτο σκοτάδι, η σιωπή δίνει το δικό της ρεσιτάλ σε ένα μέρος που δεν είχε συχνά επισκέπτες, ο αέρας ήταν στοργικός και το έδαφος φιλόξενο, το μαύρο ήταν το μόνο χρώμα που υπήρχε.<br />Ο Χένρικ ήταν ανάσκελα στο έδαφος με τα χέρια και τα πόδια μαζεμένα και μόνο ο σταθερός χτύπος της καρδιάς του μαρτυρούσε ότι ήταν ζωντανός. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν άλλος ένας άστεγος ή ένας μπεκρής που βρήκε ένα προσωρινό καταφύγιο για να περάσει τη βραδιά του αλλά δεν ήταν έτσι. Τα ρούχα του και το παρουσιαστικό του έδειχναν άνθρωπο που προσέχει τον εαυτό του. Τα μαλλιά του ήταν καλοχτενισμένα, τα ρούχα του μοδάτα και ατσαλάκωτα, το πρόσωπο του φρεσκοξυρισμένο και η αύρα του καλοσυνάτη. <br />Η ανάλαφρη ανάσα του Χένρικ έγινε πιο βαριά, η καρδιά του ανέβασε στροφές, το σώμα του άρχισε να αντιδρά στην ακινησία. Το κεφάλι του κουνήθηκε πέρα δώθε, άναρθρες κραυγές βγήκαν από το στόμα του, κούνησε τα χέρια και τα πόδια σα να βλέπει τον πλέον τρομακτικό εφιάλτη.<br />«Ααααααργκ!» ήταν η τελευταία κραυγή που έβγαλε πριν αφυπνιστεί. Ήταν τόσο δυνατή που τον έκανε να σηκωθεί ο μισός πάνω. Η καρδιά του χτυπούσε τόσο γρήγορα που θύμιζε μηχανή σε αγώνα ταχύτητας. Εξανάγκασε το μυαλό του να τιθασεύσει τις σωματικές του λειτουργίες. Αφουγκράστηκε τη σιωπή και κοίταξε ολόγυρα. Δεν του θύμιζε τίποτα αυτό το μέρος.<br />« Πού βρίσκομαι; Είναι κανείς εδώ; ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΔΩ;» φώναξε αλλά απάντηση δεν πήρε. Σηκώθηκε, έκανε μια βόλτα να ανιχνεύσει τον χώρο. Δεν σκόνταψε πουθενά αλλά δεν έβλεπε σχεδόν τίποτα, έψαξε τον αναπτήρα του, μάταια.<br />« Φτού ! Βρήκα την ώρα να κόψω το κάπνισμα, γαμώτο δεν βλέπω, που βρίσκομαι ; Κανένα φως ρε παιδιά! Δεν πληρώσατε τον λογαριασμό; Τί είναι εδώ; ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΔΩ;», και πάλι απάντηση δεν πήρε.<br />Είναι μερικές φορές, που όταν δεν παίρνεις απαντήσεις σε ερωτήματα που βασανίζουν το μυαλό σου παρασύρεσαι σε μια δίνη συναισθημάτων που για τους ψυχολόγους είναι μια αναμενόμενη διαδρομή. Έτσι και ο Χένρικ, στην αρχή εκνευρίστηκε, η οργή του ήταν τόσο μεγάλη που έψαχνε ένα αντικείμενο να σπάσει ή κάποιον να γρονθοκοπήσει. Αφού δεν βρήκε τίποτα από τα δύο μετέβηκε στην απογοήτευση και μετά στην θλίψη. Ήταν ολομόναχος σε ένα άγνωστο, ζοφερό μέρος χωρίς να θυμάται το παρελθόν, χωρίς να ξέρει το παρών, χωρίς να μπορεί να φανταστεί το μέλλον. Κάθισε κάτω, λύγισε τα γόνατα του, τα έσφιξε όσο περισσότερο μπορούσε με τα χέρια του και προσπάθησε να αμυνθεί όσο καλύτερα μπορούσε απέναντι στη θλίψη.<br />Ένα φτερούγισμα που άκουσε τον έκανε να αναθαρρήσει. Σηκώθηκε πάνω, έκανε κάποια βήματα τριγύρω με το κεφάλι ψηλά αλλά δεν έβλεπε τίποτα. Θα ήταν γι’ αυτόν μια παρηγοριά αν υπήρχε ένα σημάδι ζωής σε αυτό το μέρος. Σταμάτησε να προχωρά, σταμάτησε και το φτερούγισμα. <br />«Άκουσα φτερούγισμα ή το φαντάστηκα;» αναρωτήθηκε ο Χένρικ και ξάφνου αισθάνθηκε κάτι πάνω στο κεφάλι του. Πριν προλάβει να αντιδράσει μια δέσμη φωτός έπεσε πάνω του και είδε ένα περιστέρι να προσγειώνεται μπροστά του.<br />«Εσύ ήσουνα βρε;» είπε χαμογελώντας από ικανοποίηση και ασυναίσθητα έπιασε το κεφάλι του. Κοίταξε το χέρι του και είδε ότι το περιστέρι τον είχε κουτσουλίσει, το χαμόγελο της ικανοποίησης έγινε θυμός και η πρώτη του σκέψη ήταν να το πνίξει με τα ίδια του τα χέρια. <br />Κοιτάζοντάς το να κάθεται απέναντι του – χωρίς κανένα ίχνος φόβου – παρατήρησε ότι στο λαιμό του είχε ένα ραβασάκι. Αφού υποσχέθηκε στο περιστέρι ότι θα το πνίξει αργότερα, διάβασε το ραβασάκι που έλεγε :<br />“Είσαι ο εκλεκτός. Καλώς ήρθες” <br />Ο εκλεκτός ; Καλώς ήρθα ; Πού ήρθα ; Ποιος μου στέλνει ραβασάκια ; Είναι κανείς εδώ;<br />Το περιστέρι φτερούγισε και εξαφανίστηκε, το φως έσβησε, ο Χένρικ κοίταξε ψηλά να δει από πού ήρθε το φώς και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου όλα έγιναν όπως πριν. Μόνο που τώρα είχε στα χέρια του ένα σημείωμα από άγνωστο αποστολέα και μια κουτσουλιά στο κεφάλι. Προσπάθησε να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις του. Εις μάτην. <br />Ένας μικρός σεισμός διέκοψε τους ανώφελους συλλογισμούς. Η βοή του σεισμού που συνοδεύτηκε από τυμπανοκρουσίες πρόσθεσε την απαραίτητη ένταση και αγωνία στο σκηνικό. Ο Χένρικ είδε με έκπληξη το σκοτάδι μπροστά του να ανοίγει σαν μια τεράστια δίφυλλη πόρτα και να αποκαλύπτει ένα τοπίο που θύμιζε παράδεισο. Ένα τεράστιο κόκκινο χαλί απλώθηκε μπροστά του και άρχισε να κινείται σαν διάδρομος γυμναστικής με φορά προς το μέρος του, αιωρούμενες σάλπιγγες σάλπισαν επιβλητικά και όλα άξαφνα έγιναν φως. <br />Ο Χένρικ παρότι είχε μείνει ενεός, προσπάθησε να ανακτήσει την ψυχραιμία του. Διέκρινε ότι η άλλη άκρη του χαλιού μετέφερε ένα επιβλητικό γραφείο στην πίσω πλευρά του οποίου κάθονταν τρεις φιγούρες. Όταν το γραφείο έφτασε σε μια αρκετά κοντινή απόσταση είδε πλέον καθαρά ότι στη μία άκρη καθόταν ένας γέροντας ντυμένος στα άσπρα, στην άλλη άκρη ένας άλλος γέροντας ντυμένος στα μαύρα και στη μέση μια κυρία, κατά τι νεότερη, ντυμένη στα γκρίζα.<br />« Ποιοι είστε εσείς;» απαίτησε να μάθει ο Χένρικ με άγριο ύφος.<br />« Οι κριτές», αποκρίθηκε ο γέροντας ντυμένος στα άσπρα.<br />« Πού βρίσκομαι;» ξαναρώτησε ο Χένρικ με το ίδιο ύφος.<br />« Στα όρια», απάντησε αυτή τη φορά ο γέροντας που ήταν ντυμένος στα μαύρα. <br />« Κριτές; Όρια; Tι στο διάολο συμβαίνει εδώ; Γιατί δεν μού λέτε;», φώναξε αγανακτισμένος ο Χένρικ. Όλο το σκηνικό με την κριτική επιτροπή μπροστά του ,τις μουσικές και τα φώτα τού έμοιαζε σαν κάποιο τηλεπαιχνίδι αναζήτησης ταλέντων, μόνο που αυτός δεν είχε λάβει μέρος με την θέληση του και αυτό τον εξόργιζε. <br />« Σας το είπα, είναι στόκος ο άνθρωπος, δεν έχει καταλάβει τίποτα. Ή μήπως έχει καταλάβει και μάς δουλεύει; Το γραφείο πάντα έτσι ήταν; Ναι μάλλον. Τί ώρα θα τελειώσουμε; Έχω δουλειές να κάνω», είπε η κυρία κοιτάζοντας τους γέροντες δεξιά και αριστερά.<br />Ο γέροντας με τα άσπρα ανέλαβε τη πρωτοβουλία να εξηγήσει. « Κοιμάσαι καιρό και μας ανέθεσαν να αξιολογήσουμε το άτομο σου και να πάρουμε μια απόφαση για σένα»<br />«Σταμάτησα να κοιμάμαι τώρα, οπότε δεν χρειάζεται να πάρετε καμία απόφαση. Κοιτάξτε, είμαι εδώ μπροστά σας, όρθιος, σας μιλάω, με βλέπετε, χορεύω κιόλας», είπε ο Χένρικ και προσπάθησε να κάνει μια χορευτική φιγούρα. Έφαγε τα μούτρα του, πήγαινε καιρός από τότε που χόρεψε για τελευταία φορά.<br />«Δεν σταμάτησες να κοιμάσαι», είπε ο γέροντας με τα μαύρα αφήνοντας ένα υποχθόνιο χαμόγελο.<br />«Δεν σταμάτησα να κοιμάμαι; Δηλαδή … είναι όνειρο αυτό που ζω τώρα;»<br />«Στα όρια είσαι και εμείς θα αποφασίσουμε αν θα πας πίσω ή μπροστά», είπε πάλι ο γέροντας με τα μαύρα.<br />Ο Χένρικ μπλόκαρε, δεν κοιμόταν και ταυτόχρονα δεν ήταν ξύπνιος, δεν ζούσε την πραγματικότητα αλλά ούτε και το όνειρο, μια μπερδεμένη κατάσταση που δεν ήταν στο χέρι του να ξεδιαλύνει.<br />Τα τύμπανα άρχισαν πάλι να ηχούν, οι αιωρούμενες σάλπιγγες έκαναν πάλι την εμφάνιση τους αυτή τη φορά με ένα σμήνος πουλιών απ’ το ράμφος των οποίων κρεμόταν ένα τεράστιο πανό. Τα πουλιά πήραν θέση πάνω από τα κεφάλια των γερόντων και της κυρίας και απλώσανε το πανό να φαίνεται, έτσι ο Χένρικ μπόρεσε να δει τι έγραφε:<br /><br />“Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ”<br /><br />Ο γέροντας που ήταν ντυμένος στα άσπρα σηκώθηκε, έβηξε λιγάκι για να καθαρίσει η φωνή του και είπε: «Σε όλη σου τη ζωή ήσουν καλούλης, απέφυγες τα μεγάλα λάθη, δεν έκανες μεγάλο κακό σε κανέναν και οι προθέσεις σου ήταν συνήθως καλές. Γι αυτό προτείνω να γυρίσεις πίσω».<br />« Σάς ευχαριστώ κύριε πρόεδρε» είπε ειρωνικά ο Χένρικ.<br />Ο γέροντας με τα μαύρα πήρε το λόγο. «Σε όλη σου τη ζωή ήσουν μαλακούλης, γεμάτος από πολλά μικρά λάθη, δεν προσπάθησες καν να κάνεις ένα μεγάλο καλό σε κανέναν και συχνά οι προθέσεις σου ήταν κακές. Γι’ αυτό προτείνω να πας μπροστά».<br />Οι πιθανότητες για το πού θα πήγαινε ο Χένρικ ήταν μοιρασμένες. Όλα έδειχναν ότι η κρίση της κυρίας με τα γκρίζα θα ήταν καθοριστική.<br />« Εεεε λοιπόν, πώς τα καταφέρατε έτσι; Εγώ θα βγάλω το φίδι από την τρύπα; Λοιπόν, ήσουν και καλός και κακός, θα μπορούσες να είσαι και καλύτερος και χειρότερος, θα ήθελα να σε σώσω, θα ήθελα και να μην σε σώσω… Πάντα αναρωτιόμουν, τι δουλειά έχω εδώ, αφού δεν τα μπορώ αυτά. Δεν μπορώ να αποφασίσω, ποτέ δεν μπορούσα να αποφασίσω και δεν θα το κάνω ούτε τώρα!», είπε και έφυγε κλαίγοντας από ντροπή που δεν μπόρεσε να φανεί αντάξια των καθηκόντων που της είχαν αναθέσει. Οι δύο γέροντες σάστισαν με την τροπή που πήρε η διαδικασία.<br />Ο Χένρικ γέλασε με την όλη κατάσταση και φώναξε «ΓΙΑ ΤΑ ΜΠΑΖΑ ΕΙΣΤΕ! Τώρα; Τι θα γίνει τώρα;»<br />« Σύμφωνα με το πρωτόκολλο θα περάσουμε στη διαδικασία … fortune cookies » είπε ο γέροντας με τα άσπρα εμφανώς ενοχλημένος από την τροπή που πήραν τα πράγματα.<br />«Φότσου τι;», ρώτησε ο Χένρικ που δεν άκουσε τον γέροντα γιατί γελούσε. <br />«Τυχερά κουλουράκια ανόητε!», φώναξε ο γέροντας με τα μαύρα τσαντισμένος. Το να μην εξαρτάτε από αυτόν η τύχη του κάθε εκλεκτού ήταν κάτι που τον εκνεύριζε. Σπάνια συνέβαινε κάτι τέτοιο, αλλά όταν γινόταν εκνευριζόταν πολύ.<br />Μια αέρινη γυναικεία μορφή πέρασε μπροστά από τους γέροντες κρατώντας τον δίσκο με τα κουλουράκια και με χορευτικές σχεδόν κινήσεις έφτασε μπροστά στον Χένρικ, ακούμπησε τον δίσκο και με τις ίδιες ακριβώς κινήσεις εξαφανίστηκε.<br />Η τελευταία φορά που έφαγε “τυχερά κουλουράκια” ήταν πριν από τρείς εβδομάδες περίπου σε ένα εστιατόριο τέσσερα τετράγωνα πιο κάτω από το σπίτι του που είχε πάει με την γυναίκα του Έλεν. <br />Κοίταξε τον δίσκο και διάλεξε ένα. Το μέλλον του θα κρινόταν απ’ αυτό το κουλουράκι. Στην αρχή το δάγκωσε για να το σπάσει και στη συνέχεια έβγαλε και ξεδίπλωσε το χαρτάκι.<br /><br />“Το φάρδος σου εσφύριξε<br /> την τύχη να καλέσει<br /> σε μονοπάτια γκαντεμιάς<br /> ποτέ του να μην πέσει<br /><br /> η τύχη αποκρίθηκε <br /> με βλέμμα όλο νάζι<br /> από το χέρι θα πιαστούν <br /> να διώξουν το μαράζι ”<br /><br />Ο Χένρικ σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε τους γέροντες, δεν καταλάβαινε ακριβώς τι σήμαινε αυτό που διάβασε και περίμενε από στωικά την ετυμηγορία. Ο γέροντας με τα μαύρα σηκώθηκε, με αργές κινήσεις έφτασε προς το μέρος του, έσκυψε πήρε το δίσκο με τα “fortune cookies” και με μια αστραπιαία κίνηση τού τον έφερε στο κεφάλι. Ο Χένρικ σωριάστηκε στο έδαφος.<br /><br />Ένα γοερό κλάμα και ένα απλό άγγιγμα στο χέρι ήταν η αιτία να ανοίξει ο Χένρικ τα μάτια του. Είδε την γυναίκα του Έλεν να είναι δίπλα του με τα μάτια κλαμένα, να κρέμεται από τα χείλη του. «Αγάπη μου ξύπνησες;»<br />Έσφιξε στο χέρι του το χέρι της. «Ξύπνησα αγάπη μου, κοιμάμαι καιρό;»<br />«Περίπου τρείς εβδομάδες… », είπε η Έλεν και συνέχισε, «θυμάσαι που γυρίζαμε από το εστιατόριο και … σε χτύπησε αυτοκίνητο; Νόμιζα ότι δεν θα ξυπνούσες ποτέ, τρόμαξα τόσο πολύ». Τον έσφιξε στην αγκαλιά της.<br />Ο Χένρικ κοίταξε γύρω του διαπιστώνοντας ότι βρισκόταν σε δωμάτιο νοσοκομείου, δεν υπήρχαν άλλοι ασθενείς στο δωμάτιο. Ήταν μόνο αυτός και η Έλεν. Τα δάκρυά της ήταν πλέον δάκρυα χαράς! Όλο αυτό το διάστημα ήταν πλάι του και έκλαιγε με τη σκέψη ότι ο Χένρικ μπορεί να μην τα κατάφερνε.<br />«Πίστευα ότι δεν θα ξανάβλεπα τα υπέροχα μάτια σου, πίστευα ότι δεν θα άκουγα ξανά την φωνή σου, Χένρικ πόσο μού έλειψες , η σκέψη ότι μπορεί να πέθαινες με τσάκιζε καθημερινά»<br />«Γλυκιά μου Έλεν δεν θα πεθάνω, μην ανησυχείς όλα θα πάνε καλά, τα fortune cookies είπαν ότι θα τη γλιτώσω…» είπε ο Χένρικ χαρίζοντας ένα κουρασμένο χαμόγελο και μια ζεστή αγκαλιά.Count_Zerohttp://www.blogger.com/profile/03143148160516456901noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7042682070044886427.post-12734403609862879892010-03-29T03:13:00.001+02:002010-04-10T12:42:41.811+02:00Larry Cool - Ο ιππότης Larry και ο ευλογημένος... όφιςLarry Cool<br />O ιππότης Larry και ο ευλογημένος όφις του… <br /><br />Ο ιππότης Λάρρυ, είς ανήρ ευρισκόμενος πάντοτε εν πλήρει ετοιμότητι δι ερωτικάς περιπετείας, ηγέρθη εκ της κλίνης αυτού κατόπιν ύπνου βαθέως και πλήρους ονείρων τε και ονειρώξεων. Τα ενύπνια άτινα επεσκέπτοντο αυτόν κατά την διάρκειαν της νυκτός διήγειρον συνήθως την ευμεγέθη ψωλήν του, ήντινα κατεπράϋνεν με ελαφράς τοπικάς μαλάξεις, άμα τη εγέρσει αυτού.<br />Σήμερον όμως, το όργανον τής ηδονής ηρνείτο επιμόνως να καταπραϋνθή. Ιστατο ως κεντρικόν κατάρτι πλεούσης πλησιστίου ποντοπόρου σκούνας, έχον μεταμορφώσει τα σκεπάσματα τής κλίνης του εις πέλαγος, ούτως ειπείν. Τούτον βεβαίως ωφείλετο εις το ενύπνιον, όν ήτο καλώς εγκατεστημένον εντός του εγκεφάλου του, μη δυνάμενον να εγκαταλείψει την φαιάν ουσίαν εξ ής ετρέφετο. Ηυρίσκετο είς τινα εγκεφαλικήν έλικα εσφηνωμένον, ελλοχεύον επιμόνως, ούτως ώστε να ορμήσει δριμύτερον, εις την παραμικράν χαλάρωσιν των βλεφάρων, επαναφέρον τον ιππότην εις τα χλοερά τοπία μυριάδων ανθισμένων πριγκηπικών αιδοίων.<br />Ισως είπει τις «τι τάχα να έχωσιν τα πριγκηπικά αιδοία, όν εκ τών λοιπών απουσιάζει» αλλά εις την ερώτησιν αύτην μόνον ο ιππότης Λάρρυ δύναται να απαντήσει. Διότι ο Λάρρυ είχεν τεραστίαν γαμιστικήν πείραν. Μυριάδας αιδοίων, καν και καν, είχεν επισκεφθεί ο μεγαλοπρεπής του ψώλος κατά την διάρκειαν του βίου του. Εγνώριζεν λοιπόν πολύ καλώς ότι έν πριγκηπικόν αιδοίον είναι -πρώτον και κύριον- μοσχομυριστόν. Αλλωστε, το δέρμα των πριγκήπων ευωδιάζει ούτως ή άλλως, πόσον μάλλον τα αιδοία των πριγκηπισσών, αι οποίαι άλλο τι δεν κάμνουν από του να τα περιποιούνται ανελλιπώς κατά την διάρκειαν της ημέρας, πολλάκις δε και της νυκτός.<br /><br />Το ενύπνιον όν παρετήρει διαρκούντος του ύπνου του ο Λάρρυ, ήτο είς θαυμαστός τόπος επί του οποίου, αντί ανθέων, ήνθιζον πλείστα όσα αιδοία, άτινα ήσαν πολύχρωμα και διαφόρων μεγεθών. Μικρούτσικα ροδαλά και γαλαζωπά, σε τόνους απαλούς, αλλά και κατακόκκινα και μπλαβιά με τόσον έντονον χρώμα, ώστε να νομίζει τις ότι είναι έτοιμα να εκραγούν. Ταύτα δε όλα ευρίσκοντο εμφυτευμένα εν μέσω μουνοτριχών κυματιστών, ξανθών ως επί το πλείστον αλλά και καστανών και μελανών και χρωματιστών. Το εντελώς παράλογον της υποθέσεως είναι ότι αντί μίσχων τα αιδοία είχον χείρας με λεπτά δάκτυλα, άτινα εκράτουν κτένας πολυχρώμους επίσης και εκτένιζον τας περιβαλλούσας αυτά τρίχας.<br />Εκάστη χείρ εκτένιζεν μετά μεγίστης προσοχής, ουχί μόνον το αυτής αιδοίον, αλλά και τον περίγυρον αυτού, πότε πότε δε ηπλώνετο μακράν, μέχρις ότου φθάσει αιδοίον τι γειτονικόν, το οποίον περιεποιείτο επίσης μετά προσοχής. Ο ιππότης Λάρρυ ίστατο εν τω μέσω του παραμυθένιου, ούτως ειπείν, τούτου αιδοιοκόσμου πιέζων τον ψώλον αυτού, όστις επεθύμει σφόδρα να εκσφενδονισθεί ως πύραυλος. Το μόνον το οποίον τον εμπόδιζεν ήτο η αδυναμία εκλογής συγκεκριμμένης κατευθύνσεως. Δεν ηδύνατο δήλα δή να επιλέξει ποίον αιδοίον να γαμήσει πρώτον, τουτέστιν από ποίον αιδοίον να εκκινήσει τας γαμικάς του ασκήσεις.<br />Ο νους του έφερεν απείρους σπειροειδείς περιστροφάς χωρίς να δύναται να λάβει οριστικήν απόφασιν και, ήτο πλέον ή βέβαιον ότι θα παρεννόει εντελώς εάν δεν έδιδεν την έγκαιρον λύσιν το ξυπνητήρι, το οποίον ήρχισεν να λαλεί μανιωδώς, επί του παρακειμένου κομοδίνου ευρισκόμενον. Η ευώνυμος χείρ του ιππότου ηπλώθει χαλαρώς ως δια να χαϊδέψει αιδοίον τι, συνήντησεν όμως την αδράν επιφάνειαν του ξυπνητηριού ήτις τον επανέφερεν εις την ωμήν πραγματικότητα, όπου τα πριγκηπικά αιδοία σπανίζουν.<br />Προσεπάθησεν, είναι η αλήθεια, να επανέλθει εις την προτέραν κατάστασιν, αυτήν του ύπνου. Ο εγκέφαλός του όμως, όστις επεθύμει σφόδρα να απαλλαγεί του παρασίτου όν είχεν εμπλακεί εις την φαιάν του ουσίαν, τουτέστιν να εκδιώξει το ενύπνιον κακήν κακώς, τον ηγνόησεν επιδεικτικώς. Ούτω, ο Λάρρυ ηναγκάσθη επι τέλους να εγερθεί. Ηρπασεν έν λινόν προσόψιον και κατηυθύνθη προς το λουτρόν ένθα κατεσίγασεν εντός της λεκάνης την πρωϊνήν του έγερσιν, κατά τι πλουσιωτέραν κατά την ποσότητα της συνήθους.<br />Φρεσκολουσμένος και ενδεδυμένος εν ιαπωνικόν ελαφρύ ένδυμα, το και κιμονό επονομαζόμενον, κατηυθύνθη προς την εστίαν ίνα παρασκευάση ρόφημά τι εκ φύλλων τιλιάς, το γνωστόν τοις πάσι φλαμούρι. Το ρόφημα τούτον είναι εξαίρετον καταπραϋντικόν και ο ιππότης το εχρειάζετο αδιαμφιβόλως, κατόπιν του εξόχως διεγερτικού ενυπνίου. Συνήθως απελάμβανε ένα στιγμιαίον καφέν ώστε να διεγείρη την ψωλήν του, σήμερον όμως αύτη απήτει κατευνασμόν αντί διεγέρσεως. Ετοποθέτησεν το ρόφημα εις εν κύπελον εκ λεπτής πορσελάνης και εκάθησεν επί τινος ανακλίντρου και ερέμβαζεν. Η όψις του απέπνεεν μυστηριώδη συναισθήματα, δεδομένου ότι οι οφθαλμοί του ευρίσκοντο σχεδόν εκτός των κογχών των.<br />Εξαίφνης, εξετινάχθη αποτόμως. Το τηλέφωνον ήρχισεν ηχόν εκκωφαντικώς. «Ποίος με ενεθυμήθη πρωΐ πρωΐ» επρόφθασε να σκεφθεί και έλαβεν το ακουστικόν λέγων μετά μεγίστης ευγενείας:<br /><br />- Παρακαλώ...<br />- Ο ιππότης Λάρρυ; Ηκούσθη λεπτής χροιάς φωνούλα.<br />- Ο ίδιος, αυτοπροσώπως. Απήντησεν ο ιππότης.<br />- Εδώ πριγκήπισσα Λενώρα. Θα ηδύνασθο αγαπητέ να έλθετε σήμερον ίνα γευματίσωμεν ομού;<br />- Βεβαίως υψηλοτάτη! Δούλος σας! Απήντησεν ο Λάρρυ, συγκρατών μετά κόπου το δέμας αυτού, ίνα μη σωριασθή επί του τάπητος.<br />- Ω! Δεν γνωρίζετε οποίαν χαράν μου δίδετε ιππότα! Κατά τας δύο είναι καλά; Μήπως επιθυμείτε ενωρίτερον; Ηκούσθη λέγουσα η λεπτή αρωματική φωνούλα -πριγκηπική γαρ.<br />- Ομορφα! Δύο ακριβώς θα ευρίσκομαι εις τα ανάκτορα.<br />- Μη κάμνετε τον κόπον αγαπητέ ιππότα, θα στείλω την προσωπικήν μου άμαξαν να σας μεταφέρει. Να ευρίσκεσθε δύο παρά είκοσιν έμπροσθεν της οικίας υμών.<br />- Ω, υψηλοτάτη! Οποία τιμή δι εμέ τον πτωχόν ιππότην!<br />- Ουδεμία τιμή είναι αρκετή δια το πρόσωπόν σας, πιστέ μου Λάρρυ. Θα ηδυνάμην να στείλω να σας μεταφέρουν και εκ του Βορείου Πόλου... Δύο παρά είκοσιν ακριβώς, έτσι;<br />- Ναι, βεβαίως.. δύο παρά είκοσιν ακριβ...<br /><br />Πριν αποτελειώσει την φράσιν του ο ιππότης, η πριγκήπισσα Λενώρα -κλατς!- έκλεισεν το ακουστικόν. Το κλείσιμο του ακουστικού κατάμουτρα του συνομιλητού είναι το μόνον πριγκηπικόν ελάττωμα, δια τούτο και συγχωρητέον, εσκέφθη πάραυτα ο Λάρρυ, όστις εσχημάτισεν αυτομάτως τον αριθμόν του φενακοποιού του ίνα βελτιώσει την εμφάνισιν της κόμης και του λεπτού μύστακός του.<br />Εις αυτό το σημείον δυνάμεθα να παραλείψωμεν τα του θεσπεσίου γεύματος, άλλωστε, λίγο-πολύ, όλοι γνωρίζουν τι περιλαμβάνει έν πριγκηπικόν γεύμα. Εκείνον το οποίον έχει ενδιαφέρον είναι το επακόλουθον του γεύματος, εκείνον όν διημείφθη κατόπιν δήλα δή, μεταξύ του ιππότου και της πριγκηπίσσης. Αμα τη λήξει του γεύματος και την αποχώρησιν των σερβιτόρων, η πριγκήπισσα Λενώρα απώλεσεν πάσαν αιδημοσύνην και ήρθη κραδαίνουσα τας δαγκάνας του αστακού, του οποίου είχεν μόλις απολαύσει την σάρκαν, και εφώρμησεν επί των γονάτων του ιππότου. Με την μίαν εκ των δαγκανών εγαργάλη το ευώνυμον ούς αυτού και με την ετέραν τον μύστακά του, ψιθυρίζουσα:<br /><br />- Τώρα αγοράκι, οι δυο μας! Τι θα μου κάνεις; Θα παίξεις με το μουνάκι μου; Θα μου το γαργαλίσεις με το μουστακάκι σου;<br />- Ω, αγαπητή.. ω, υψηλοτάτη Λενώρα...<br />- Ω, Λάρρυ, αφήστε τα σεις και τα σας... τώρα είμεθα δύο ανθρώπινα όντα λιμασμένα δια έρωτα... τίποτε περισσότερον...<br />- Μα...<br />- Δεν έχει μα και ξεμά, ορμήστε μου Λάρρυ και ξεσκίστε με! Δικαιώσατε την φήμην υμών. Επί τέλους, φθάνουν αι ευγένειαι. Αρκετά.<br /><br />Ο ιππότης εκράτει ακόμη το ποτήριόν του πλήρες οίνου ξανθού και ευόσμου και ολίγον έλειψεν να καταβρέξει την πανοπλίαν αυτού. Το εγκατέλειψεν με όσην προσοχήν ημπόρει επί της τραπέζης και εφώρμησεν επί των ασθενικών πριγκηπικών βυζιών. Τι να ζουλήξει από αυτά, τα ελαχίστου μεγέθους βυζάκια, χωρίς να φοβείται ότι θα τα βλάψει; Εμπροσθεν όμως της σφοδράς επιθυμίας της μανιώδους πριγκηπίσσης, ήρχισεν μαλάζων ταύτα κατά το δυνατόν.<br />Εφούσκωσαν αι ρόγες και εσκληρύνθησαν ως ώριμαι φράουλαι, εφούσκωσαν και τα βυζάκια ολόκληρα και απέκτησαν χρώμα ρόδινον. Μετεμορφώθησαν ως λοφίσκοι όπισθεν των οποίων χάραζεν ροδόχρους η αυγή. Ο ιππότης εγαργάλιζεν τα όμορφα πρώην καχεκτικά στηθάκια με τον λεπτόν του μύστακα, τον άρτι περιεποιηθέντα υπό του φενακοποιού. Η πριγκήπισσα εξέβαλλεν κάθε τόσον μικράς κραυγάς χαράς καί τινα γελάκια κεχαριτωμένα, λικνίζουσα τον κορμόν αυτής δεξιά και αριστερά ξεφεύγουσα δήθεν του απειλητικού μύστακος. Ο Λάρρυ είχεν τοσούτον καυλώσει ώστε μετά κόπου συνεκρατείτο ίνα μη της τον χώσει αποτόμως. Αι πριγκήπισσαι δεν αγαπούν τα παθιασμένα γαμήσια, αυτό το εγνώριζεν καλώς.<br />Η Λενώρα όμως, αν και ήτο πριγκήπισσα, εξακριβωμένο αυτό, εφαίνετο απολαμβάνουσα την ιπποτικήν ορμήν και ωδήγει την χείρα του ανδρός προς τα χαμηλώτερα σημεία.<br /><br />- Ω, ελάτε Λάρρυ, ελάτε πλέον. Ολο με τα βυζάκια μου θα παίζετε; Παίξτε και με κάτι τι άλλο!<br />- Λενώρα.. ω.. Λενώρα.. Μανάρι μου.. Μουνάρα μου.. Πες μου τι να σου κάνω τώρα..<br />- Να με γαμήσεις επί τέλους αγορίνα μου! Να με γαμήσεις ψωλαρά μου!<br /><br />Εφώναξεν η πριγκήπισσα τόσον, ώστε θα ηδύνατο να ακουσθεί και εκτός του περιβόλου των ανακτόρων. Ο Λάρρυ προσεπάθησεν να φράξει δια της χειρός του τα χείλη αυτής, αλλά κατενόησεν εγκαίρως ότι κατά την διάρκειαν μίας τοιαύτης διεγέρσεως αι αισθήσεις είναι άκρως ωξυμέναι και, ως εκ τούτου, και ο ψίθυρος ομοιάζει με κραυγήν, οπότε εγκατέλειψεν την προσπάθειαν αποφράξεως της φωνητικής οδού της πριγκηπίσσης και, αποβάλλων πάσαν αιδώ, άρπαξεν το κάθυγρον μουνί της πρώτα με τα δάκτυλα της δεξιάς χειρός του και κατόπιν με τα ακονισμένα άκρα των οδόντων του.<br /><br />Η πριγκήπισσα Λενώρα έκειτο τώρα εις υπτίαν στάσιν επί της τραπέζης, όπου ευρίσκοντο ακόμη τα κενά σκεύη του προηγηθέντος γεύματος. Οι ερασταί, εις έν διάλειμμα του επικρατούντος πάθους των, είχον την πρόνοιαν να τραβήξωσι το λινόν κατάλευκον τραπεζομάνδηλον, απελευθερώνοντες ούτωπως το ήμισυ της ξυλίνης εκ δρυός επιφανείας. Η κόμη της πριγκηπίσσης είχεν βυθιστεί εντός της κενής, ευτυχώς, σουπιέρας και τα άκρα των ποδών της εξείχον του πέρατος της τραπέζης από του γόνατος και πέραν. Ακριβώς εις την ακμήν ηυρέθη το μουνί αυτής, όν περιεποιείτο ο ιππότης μετά δακτύλων, μύστακος και γλώττης, χωρίς να καταβάλλει ιδιαιτέραν προσπάθειαν.<br />Μμμμμ... και μμμμ... εμούγκριζεν ούτος, αφήνων την ασθμαίνουσαν αναπνοήν του εκπνέουσαν κατά ριπάς επί του πριγκηπικού μυρωδάτου ροδαλού αιδοίου. Εκόντευε να απωλέσει παντελώς τας φρένας αυτού, δια τούτο απέφευγεν σκοπίμως να σκέπτεται με ποίαν γυνήν τυγχάνει συνευρισκόμενος. Η προτροπή της πριγκηπίσσης, να φερθεί δήλα δή προς αύτην ως εις μίαν τυχούσαν γυναίκα, τον διευκόλυνεν εις την μείωσιν του άγχους του. Τοσούτον απηλευθερωμένος ησθάνετο, ώστε ετόλμησεν να σηκώσει το πριγκηπικόν κορμί δράττων αυτό από την οσφύν και την πλάτην και να το φέρει εις θέσιν καθιστήν επί της τραπέζης. Κατόπιν, κυλίων τούτον αργά και σταθερά, το έφερεν επί των γονάτων αυτού και ύστερον επί του περσικού τάπητος ός εσκέπαζεν το δρύϊνον δάπεδον.<br /><br />Η πριγκήπισσα Λενώρα το λοιπόν, ηυρέθη, δίχως να το πολυκαταλάβει, γονατιστή έμπροσθεν του ιππότου να σμιλεύει με την απαλήν μικράν και αιχμηράν γλώτταν αυτής το υπέροχον θεόρατον όργανον ηδονής του ιππότου, τουτέστιν την ψωλήν του. Ο Λάρρυ εξηκολούθη καθήμενος, σχεδόν αναπαυτικώς. Δεν είχεν πολυμετακινηθεί. Το έπραττεν τούτον σκοπίμως, ίνα μη σπαταλά δυνάμεις αι οποίαι θα του εχρειάζοντο λίαν συντόμως. Πρέπει να αναφερθή οπωσδήποτε ότι οι ερασταί εξηκολούθουν ενδεδυμένοι, αν και κάπως ακατάστατα. Ελαφρώς αναμαλλιασμένοι, με ξεσφιγμένα τα ζωνάρια και ανασηκωμένα μανίκια, ενδεδυμένοι πάντως σχεδόν απολύτως.<br />Αφού αφήκεν την νέαν να παίξει αρκετά με τον υπερμεγέθη πούτσον αυτού, ός είχεν αποκτήσει τοσούτον μέγεθος όν ο ιππότης αντίκρυζεν δια πρώτην μέχρι τούδε φοράν, απεφάσισεν να δράσει με την γνωστήν μέθοδον αυτού. Ανεσηκώθη αποτόμως εκ του επενδεδυμένου μετά δέρματος καθίσματος, ήρπαξεν την κόμην της πριγκηπίσσης με τρόπον ώστε να μη της προξενήσει τον ελάχιστον πόνον, εκατέβασεν με ορμήν το φόρεμα αυτής από των υπερόχων ώμων μέχρι των αστραγάλων χωρίς να το ξεσχίσει, και ανέστρεψε το απαλόν και χαλαρόν σώμα, ούτως ώστε να ευρεθή η νέα με την κεφαλήν κάτω και τα γόνατα επί των ώμων του ιππότου. Η πριγκήπισσα, ακόμη και εις την δυσμενή θέσιν εις ήν απροσμένως ηυρέθη, εξηκολούθη σμιλεύουσα τον ευμεγέθη ψώλον. Ο Λάρρυ, με την μίαν χείρα επί του ενός ώμου της πριγκηπίσσης και με την άλλην στηρίζων την οσφύν της, εδάγκωνεν όπου του εδίδετο ευκολία. Πότε το υπέροχον ροδαλόν αιδοίον της και πότε τα υπέροχα κωλομέρια.<br />Κατόπιν, μετ’ ού πολύ, διότι η στάσις αύτη τυγχάνει λίαν κοπιώδης όσον εξησκημένοι και να είναι οι ερασταί, απέθεσεν την γυναίκα ελαφρώς επί του δαπέδου και ήρχισεν εκδυόμενος την πανοπλίαν αυτού. Η πριγκήπισσα, με το βλέμμα ιλαρόν και γλαρόν συνάμα, παρηκολούθη τον ιππότην εκδυόμενον και εθαύμαζεν την τάξιν μεθ’ ής ετακτοποίει τα διάφορα τεμάχια της στολής αυτού επί ενός εκ των καθισμάτων της τραπεζαρίας. Οταν εξεδύθη την πανοπλίαν και απέμεινεν φορών εν κατάλευκον υποκάμισον και μίαν μακράν περισκελίδα εκ λευκού επίσης ερίου, ηγέρθη αύτη, ώρμησεν ως μαινάς, και εξέσχισεν δια των οδόντων αυτής τα εναπομείναντα εσώρουχα του ιππότου. Γυμνοί λοιπόν και οι δύο ερασταί ήρχισαν να ξιστρίζονται μεταξύ των ως ίπποι, ταλαντευόμενοι και περιστρεφόμενοι. Δεν υπήρχεν το ελάχιστον σημείον επιδερμίδος του ενός, το οποίον να μη είχεν αγγίσει με την επιδερμίδα του ο έτερος των εραστών. Επραττον ωσάν να μη υπήρχεν πλέον χρόνος επί της γης ή ωσάν να ήτο, καθείς εξ αυτών δια τον έτερον, ο τελευταίος επιζών του φύλου του επί του πλανήτου.<br />Είχον τοσούτον διεγερθεί, ώστε ο γάμος, τουτέστιν η είσοδος του πελωρίου πούτσου εντός του λεπτεπιλέπτου μουνιού, να αποτελεί πλέον την μοναδικήν διέξοδον, την μοναδικήν πράξιν η οποία απετέλη σκοπόν και αιτίαν ταυτοχρόνως της υπάρξεώς των. Οποία ευχαρίστησις! Οποία ηδονή! Εξεχύθη το σπέρμα του ιππότου εντός του κόλπου της πριγκηπίσσης και ανερροφήθη ακαριαίως υπ’ αυτού. Ουδεμία σταγών επερίσσεψεν. Τα χείλη των ήσαν ηνωμένα εις περιπαθείς ασπασμούς καθ’ όλην την διάρκειαν των απιθάνων περιπτύξεων και εξηκολούθουν να ευρίσκονται ηνωμένα ακόμη και κατόπιν της μαγνητικής επαφής των δύο νεανικών σωμάτων.<br /><br />Απέμεινον ούτωπως επί του σπανίου εκ Περσίας τάπητος του δαπέδου επί μακρόν, μέχρις ότου ο ιππότης ήρχισεν αναρριγών και ανεσηκώθη λέγων «Σηκωθείτε ωραία Λενώρα, μην αρπάξουμε και καμμιά γρίππη!» Η πριγκήπισσα ανεσηκώθη με την σειράν της, αναζητώσα την μεταξωτήν αυτής εσθήτα. Ενεδύθη τάχιστα και παρετήρη τον ιππότην ενδυόμενο καθήμενη επί ενός χθαμαλού καθίσματος, επονομαζομένου «πουφ». Ο Λάρρυ έλαμπεν ολόκληρος, σχεδόν όσον και η αργυρά πανοπλία αυτού. Η πριγκήπισσα επίσης έλαμπεν από κορυφής μέχρις ονύχων και το βλέμμα της εσπίθιζεν ως αστραπή.<br /><br />Οταν ετελείωσαν με την ένδυσιν, και την υπόδησιν βεβαίως, ετακτοποίησαν το τραπεζομάνδηλον και έκρουσεν η Λενώρα τον κώδωνα ίνα οι υπηρέται συμμαζέψουν τα κενά σκεύη εκ της τραπέζης και σερβίρουν το επιδόρπιον. Πράγματι, ήλθον και έπραξαν ό,τι ακριβώς πράττουν οι υπηρέται υπακούοντες τους ανωτέρους των. Το επιδόρπιον ήτο χαλβάς εκ σιμυγδαλίου, αρκετά γλυκύς αλλά όχι τόσον όσον τα μέλη των νεαρών εραστών, άτινα είχον κορέσει τον έρωτά των. Απεχαιρέτησεν η πριγκήπισσα Λενώρα τον ιππότην Λάρρυ διαβεβαιώνουσα αυτόν ότι θα ενθυμείται καθ’ όλην την διάρκειαν του βίου αυτής την εξαιρέτου ποιότητος περίπτυξίν των, έως του θανάτου της.<br />Ηπόρησεν ο Λάρρυ ερωτών «Τι μας εμποδίζει να το επαναλάβωμεν ωραιοτάτη Λενώρα;» και έμαθεν αμέσως ότι εντός ολίγων ωρών θα απεχαιρέτα την χώραν η πριγκήπισσα ίνα υπάγει εις ξένον τινά τόπον όπως υπανδρευθή ένα γερόντιον αλλά βασιλέα διότι ούτω απαιτούν οι καιροί και οι υποσχέσεις του πατρός της. Εδάκρυσεν η πριγκήπισσα ταύτα λέγουσα μετά μεγίστης ταχύτητος και ο Λάρρυ έσπευσεν και εφυλάκισεν έν δάκρυ αυτής επί της λινής επιφανείας του ρινομάκτρου του. «Τούτο το δάκρυ θα ρέει διαρκώς εντός της εμής καρδίας πανωραία Λενώρα, δεν θα στεγνώσει ποτέ όσον θα σας ενθυμούμαι» είπεν δακρύζων επίσης και σφογγίζων το ιδικόν του δάκρυ με την ξανάστροφη της παλάμης του. Αντήλλαξον απαλούς ασπασμούς και ο ιππότης εισήλθεν εις την άμαξαν της πριγκηπίσσης ίνα επιστρέψει εις το κατάλυμμά αυτού. Εσκέπτετο πολλά και διάφορα, αλλά δεν του επέρασεν από τον νουν, ούτε ξυστά ούτως ειπείν, ότι θα εσυναντούσε μετ’ ολίγων ετών και πάλιν την πριγκήπισσαν υπό εντελώς διαφόρους συνθήκας.Count_Zerohttp://www.blogger.com/profile/03143148160516456901noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7042682070044886427.post-22933716196566968202010-03-29T03:12:00.000+02:002010-03-29T03:13:05.229+02:00Θεόδωρος Πρίντζης - Η πίπα της ΕιρήνηςΣτα 16 μου πήδηξα την κόρη του λυκειάρχη. Μεγαλύτερή μου αλλά με γούσταρε πολύ . Το ίδιο καλοκαίρι πήδηξα την ξαδέρφη της που ήρθε από την Αμερική. Τη Φαίη. Ήταν πιο άνετη. Όποτε ήθελε μου το ζητούσε αμέσως. «Τόνιιι , πλιζ …αϊ γουόντ γιου , αϊ λάικ του κις γιορ μποντι … πλιιιιιζ Τόνι.»<br />Το χειμώνα δεν προλάβαινα πλέον. Πήδηξα μια συμμαθήτρια μου στα αγγλικά . Μετά , την κόρη ενός φίλου του πατέρα μου. Έμειναν μια μέρα πηγαίνοντας για Ιταλία και καταφέραμε να βρούμε μια ολόκληρη ώρα για να το κάνουμε. <br />Μετά πήδηξα δύο αδερφές που με γούσταραν και οι δύο. Τα κορίτσια με βρίσκουν πολύ σέξι. Εγώ; Απλά είμαι ο εαυτός μου. <br />Μέχρι τα 18 έκανα σεξ με πολλές . Τα καλοκαίρια γύριζα συχνά με άλλο κορίτσι τα βράδια. Και τότε , ξαφνικά …γνώρισα τη Νάντια. <br />Πέρασε μία βδομάδα και ήμουν ακόμα μαζί της. Παράξενο σκέφτηκα. Κάτι έπαθε έλεγαν οι γονείς μου. «Κόλλησε» είπαν οι κολλητοί μου. Εγώ εκεί. Νάντια και πάλι Νάντια . Ερχόταν σπίτι . Πήγαινα στο δικό της. Τη γνώρισαν οι γονείς μου . Γνώρισα τους δικούς της. Ο πατέρας της δεν με πάει με τίποτε. Ούτε εγώ τον πάω. <br />Δεν είχα ακόμη το ΤΤ τότε. Είχα ένα εντούρο . Πηγαίναμε παραλία , βγαίναμε τα βράδια , κάναμε σεξ στην αμμουδιά. Γυρνούσαμε μεθυσμένοι . Κοιμόμαστε σπίτι μου , γιατί στο δικό της ο κέρβερος ο πατέρας της άρχιζε τη γκρίνια. Τον φτύνω. Τον έχω γραμμένο. Θέλω μόνο τη Νάντια και τίποτε άλλο. <br />Δεν μου είχε ξανασυμβεί αυτό. Ξυπνάμε και κοιμόμαστε μαζί . Φοράει τα ρούχα μου και εγώ τα εσώρουχά της (κάντο όπως ο Μπέκαμ) . Το κάνουμε στο κρεβάτι και αν βρεθούμε στο πάτωμα μπορεί να μας πάρει ο ύπνος εκεί. Γράφω με το μαρκαδόρο λέξεις στο σουτιέν της και εκείνη στα μπόξερ μου. Κάνουμε μαζί ένα τατουάζ που συνεχίζεται στα δύο κορμιά όταν αγκαλιαστούμε. Έχω γνωρίσει πολλά κορίτσια , όμως αυτό που συμβαίνει με τη Νάντια δεν θα τελειώσει ποτέ. <br />Κι αν χωρίσουμε κάποτε μου λέει πώς θα είναι; Θα παίρνω τον άντρα σου στη δουλειά και θα τον βρίζω . Θα έρχομαι κάτω από το σπίτι σας και θα του κατουράω το αυτοκίνητο. Θα του ξεφουσκώνω τα λάστιχα. Να ,κάτι τέτοια της λέω. Και εγώ μου λέει θα ανεβαίνω στη ταράτσα και θα γράφω βρωμόλογα στα εσώρουχα της γυναίκας σου. Θα είναι μία χοντρή και άσχημη και θα με σκέφτεσαι και θα κλαις. <br />Θα είναι τόσο άσχημη που δεν θα μπορείς να την πηδήξεις . Θα έχει μια φωνή σαν φώκια. Θα κάνετε δύο χοντρά παιδιά κι αυτή θα μαγειρεύει συνέχεια και θα τα μπουκώνει φαγητό. Δεν θα έχουμε ρούχα στη ταράτσα γιατί θα της πάρω στεγνωτήριο. Λέω. Θα είναι τόσο χοντρή που το αυτοκίνητό σου θα γέρνει προς το μέρος της μου λέει. Ο άντρας σου θα κλάνει . Λέω. Και σένα η δικιά σου θα ρεύεται. Μου λέει. Θα μυρίζουν τα πόδια του , πάλι εγώ . Και αυτηνής ο κώλος της. Και βάζει το χέρι στο στόμα για να κάνει ένα ππρρρρούτσσσςς. <br />Όμως … ένα βράδυ , έγινε αυτό που φοβόταν όλοι εκτός από μας. Τρακάραμε μεθυσμένοι. Η Νάντια χτύπησε στο μέτωπο και στο γόνατο. Εγώ έπαθα κάτι σοβαρό στη σπονδυλική στήλη. Με χειρούργησαν. Θα μείνω τρεις μήνες ακίνητος στο κρεβάτι για να κολλήσουν οι σπόνδυλοι στη σωστή θέση. Η Νάντια βγήκε σε δύο βδομάδες. Το γόνατο στο γύψο , πατερίτσες και μόλις σηκώθηκε ήρθε αμέσως να με δει. Τα πήρε ο πατέρας της και την επόμενη μέρα ήρθε κι αυτός στο θάλαμο μου. Εγώ ανάσκελα με καθετήρα στο πουλί , πριν μισή ώρα η αποκλειστική νοσοκόμα μου έβαλε μια πάπια να ….ξέρετε …και μετά με σκούπισε και με έπλυνε με ένα βρεγμένο πανί. <br />Αν την ξανασυναντήσεις ορκίζομαι να σου βγάλω τους ορούς και να σε αφήσω να πεθάνεις. Τον κοίταζα . Τι άλλο να κάνω ; Μόνο κοίταζα. Μη με κοιτάς εμένα έτσι , θα στο κόψω αυτό το ειρωνικό το γελάκι. Ποιο ειρωνικό ; αυτός ξέρει. Τώρα εδώ που είμαι δεν είμαι απλώς ακίνητος είμαι ακινητοποιημένος . Οι γιατροί μου έχουν δέσει τα χέρια και τα πόδια στα κάγκελα του κρεβατιού για να αποφύγουν κάθε πιθανότητα να κινηθώ. Αν έρθει ξανά εδώ η κόρη μου να της πεις ότι χωρίζετε. Καλά τώρα σ’ ακούσαμε . Ναι φίλε μου , ότι πεις , θα χωρίσω . <br />Στην αρχή πίστεψα ότι θα μείνω παράλυτος. Μετά , κάτι άρχισα να νιώθω «εκεί» κάτω. Έχω ένα μήνα στο κρεβάτι. Ένα ολόκληρο μήνα χωρίς σεξ. Οι αποκλειστικές που με πλένουν , αν «επιμείνουν» λίγο περισσότερο μπορεί και να ανακουφιστώ. Ευτυχώς που μου έβγαλαν τον καθετήρα τις τελευταίες μέρες . Όμως είναι από τις λίγες στιγμές στη ζωή μου που δεν μπορώ να διαχειριστώ το πουλί μου. Ειδικά τον τελευταίο καιρό ,που είναι και ο μοναδικός μου φίλος ,που μου κρατάει αναγκαστικά παρέα , νιώθω πολύ άσχημα να μη μπορώ να τον «βοηθήσω». Του μιλάω , του λέω να κάνει υπομονή , θα σηκωθώ σύντομα και θα αρχίσουμε πάλι το σαφάρι κοριτσιών. Όμως είναι ανυπόμονος. Όπως είμαι γυμνός κάτω από το τεντωμένο σεντόνι και μπορεί να έχουν έρθει οι γονείς μου και να μιλάνε με τον ορθοπεδικό που με χειρούργησε τότε μπορεί να σηκωθεί σαν περισκόπιο προσπαθώντας να έχει εικόνα για το τι γίνεται έξω από το σεντόνι. <br />Μια μέρα ο γιατρός σηκώνει το σεντόνι για να ενημερώσει τους γονείς μου για την πορεία της επέμβασης και τι να δει. Ένα «εμπάιρ» λίγο πιο κει από την τομή να υψώνεται αγέρωχο προς τον ουρανό. Κατεβάζει το σεντόνι σαν να μη συμβαίνει τίποτε και συνεχίζει την επιστημονική ανάλυση του προβλήματος .<br />Εγώ όμως υποφέρω. Τι είναι ρε παιδιά; Τίποτε δεν είναι .Τόσες νοσοκόμες, τόσες αποκλειστικές δεν μπορούν να το καταλάβουν ; Με δυο κινήσεις πάνω κάτω και όλα οκ . Είναι τόσο απλό. <br />Δεν έρχεται και η Νάντια. Δεν την αφήνουν οι δικοί της. Δεν θα σηκωθώ όμως ; Θα σηκωθώ. Και τότε θα την πιάσω και … ένα σαββατοκύριακο θα το κάνουμε συνεχώς. Θα το κάνουμε , θα σηκωνόμαστε να τρώμε , θα πίνουμε καφέ και μετά πάλι στο κρεβάτι. Έγκυο θα την αφήσω. Δίδυμα θα της κάνω . Μόνο να σηκωθώ και μετά δεν με κρατάει τίποτε. <br />Μια μέρα η Νάντια το σκάει από τους δικούς της και έρχεται να με δει. Πετάω από τη χαρά μου. Δεν θέλω να μου την «παίξει». Θα θελα μια πιπούλα. Μια τόση δα τρυφερή και απαλή πιπούλα. Δηλαδή δεν θα προλάβει να κάνει και πολλά πράγματα , με το που θα με ακουμπήσει η γλωσσίτσα της θα πλημμυρίσω το νοσοκομείο με το καταπιεσμένο σπέρμα μου. <br />Έρχεται στο κεφάλι μου , με φιλάει με χαϊδεύει , μου πιάνει τα μαλλιά. Νάντια πόσο θα θελα να σε πηδήξω αυτή τη στιγμή. Λύσε μου το ένα χέρι να πιάσω λίγο τον κ..ο σου . Κάτι τέτοια σκέφτομαι τώρα . <br /> «Το ‘σκασα για να σε δω» μου λέει. «Είχα αρχίσει να ανησυχώ» είπα. Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτε άλλο τώρα , μόνο το σεξ. Θέλω να κρυφτούμε κάτω από το κρεβάτι και να το κάνουμε. Τι βασανιστήριο κι αυτό. Λοιπόν θα της πω να έρθει κάποια στιγμή που δεν έχει κόσμο εδώ ναααα … δηλαδή για την ακρίβεια χρειάζομαι επειγόντως μια πίπα.<br /> «Θέλω να σου πω κάτι…» της λέω συνωμοτικά. Πλησιάζει το αυτί της και εκείνη τη στιγμή ανοίγει η πόρτα και μπαίνουν οι γονείς της αναστατωμένοι. «Εδώ είσαι; Γιατί κλείνεις το κινητό; Δεν σου είπαμε να μη ξαναπατήσεις εδώ το πόδι σου; Αυτός ο άνθρωπος είναι επικίνδυνος για σένα.» <br />Να μη μπορώ τώρα να σηκωθώ και να ρίξω μερικές γροθιές στον πατέρα της. Η Νάντια βάζει τα κλάματα . «Είναι άχρηστος …» λέει ο πατέρας της. «Όταν βγει από δω δεν θα μπορεί ούτε να περπατήσει …» και το λέει «κάπως» με ένα ειρωνικό χαμογελάκι σαν να εννοεί ότι δεν θα μπορεί να πηδήξει. Και η Νάντια κλαίει , κλαίει γοερά το μωρό μου , εδώ δίπλα στο μαξιλάρι μου , κι αυτός ο άκαρδος συνεχίζει να της λέει ,ότι θα μπορούσα να την έχω σκοτώσει και είμαι απερίσκεπτος και επικίνδυνος. Την πλησιάζουν και οι δύο και την πιάνουν μαλακά από τους ώμους για την πάρουν μαζί τους μακριά μου.<br /> «Νάντια , Νάντια φωνάζω με όση δύναμη μου απομένει , θέλω να σου πω…» και σκύβει πάνω μου για να της πω ψιθυριστά το ένοχο μυστικό μου , αυτή τη βρώμικη σκέψη που τυραννάει το μυαλό μου , να εκλιπαρήσω για μία πίπα , μια τελευταία πίπα πριν αυτοί οι ημιάγριοι την πάρουν μακριά μου. Κολλάει το αυτάκι της στο στόμα μου και λέω ψιθυριστά : « Μία πιπούλα , δεν αντέχω άλλο …έχουν γεμίσει τα μπαλάκια μου σπέρμα , μια πιπούλα ,όποτε μπορείς , όποια ώρα είναι εύκολο , θα εκραγούν οι αδένες μου …και θα απελευθερωθούν τα σπερματοζωάρια μου και θα επιτεθούν στις νοσοκόμες , στις γιατρίνες , σε όλες τις γυναίκες που βρίσκονται στο κτίριο και δεν θα γλιτώσει καμία.» <br />Σκάει ένα πονηρό χαμόγελο με φιλάει και πάνε να φύγουν. «Πες μας τι σου είπε , πες μας» ωρύεται ο πατέρας της. «Πες μας τώρα …» η Νάντια δεν απαντάει κι αυτός με κοιτάζει και λέει «Φονιά , φονιά , δεν θα την ξαναδείς , σου υπόσχομαι να μη την ξαναδείς» <br />Φεύγουν. <br />Δεν ξέρω τι ελπίδες έχω μετά από όλα αυτά. Τι να κάνω; Να δοκιμάσω να κάνω καμάκι σε καμία από αυτές που με περιποιούνται. Ρε γαμώτο , τώρα όταν η άλλη σε πλένει μετά από σκ..α ,ξέρετε τι εννοώ , πώς να σε σκεφτεί σεξουαλικά όταν το πρώτο πράγμα που γνωρίζει σε σένα είναι τα σκ…. . Μπαααα ….πήρε άσχημη τροπή αυτή η σκέψη. <br />Σε ποιόν να το πω ; στους γονείς μου ; στους κολλητούς; Τώρα τελευταίως τους είχα κι αυτούς λίγο γραμμένους λόγω Νάντιας. Κι αν μου φέρουν εδώ καμία σκύλα , καμία λυσσασμένη πόρνη με μεγάλα βυ..α και κάτι χειλάρες έτοιμες να με αρπάξουν ; Κι αν ξενερώσω και δεν ανταποκριθώ. Και μετά αν καθίσει καμία ώρα εδώ αυτή να με «μεταπείσει»; Ρε γαμώτο , πληρωμένο σεξ εγώ; Δεν γίνονται αυτά. Πρώτος και καλύτερος θα με προδώσει «αυτός». Άντε μετά να μπορέσω «του» δώσω το ο.κ. να σηκωθεί για να τελειώνουμε. <br />Βράδιασε. Κάθομαι στο σκοτάδι και σκέφτομαι. Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Είμαι πιασμένος παντού. Όλο μου το σώμα είναι άκαμπτο από την ακινησία Ακούω κάτι τώρα. Μια σκιά γλιστράει στο δωμάτιο. Μπορεί να έχω και παραισθήσεις . Γυναικεία φιγούρα δείχνει. Πλησιάζει στο κρεβάτι μου. Κάνω ότι κοιμάμαι. Ανασηκώνει το σεντόνι. Δεν αναπνέω. Τα χείλη της με αγγίζουν….<br />Όταν ήμουν έφηβος , δηλαδή για την ακρίβεια κάπου εκεί στα 12 όταν για πρώτη φορά ένιωσα ότι ερωτεύτηκα κάποια (ας μη δώσω περισσότερα στοιχεία εδώ…) είχα αυτό το φτερούγισμα στο στομάχι , έπιανα τον εαυτό μου να μου κόβεται η αναπνοή όταν την πλησίαζα . Πήγαινα σπίτι της και μετρούσα το ανέβασμα του ασανσέρ με τους χτύπους της καρδιάς. Μετά μεγαλώνοντας , τα κορίτσια με λάτρευαν. Πέρασα πολλές νύχτες με φιλιά και εξομολογήσεις και σεξ . Όμως πάντα είχε την πρωτοβουλία «ο φίλος μου» . Έκανα σεξ «με το σπαθί μου» . Ποτέ δεν κατάφερα να έχω τόσο δυνατά συναισθήματα όσο τότε. <br />Τώρα , αυτό το βράδυ , ξαπλωμένος στο κρεβάτι του νοσοκομείου , ίσως περισσότερο μόνος από κάθε άλλη φορά, χωρίς καμία ελπίδα από πουθενά να λυθεί το «πρόβλημά μου» , αυτό το βράδυ , που ούτε να φιλήσω μπορώ , ούτε να χαϊδέψω , ούτε να δω , ούτε να ακούσω τον ψίθυρο , την αναπνοή της γυναίκας , αυτό το βράδυ , εκείνα τα φτερουγίσματα στο στομάχι , εκείνα τα καρδιοχτύπια ξανάρθαν. <br />Είμαι ξαπλωμένος , ανασαίνω βαριά , το …( πώς να το πω τώρα; Εννοώ αυτό το αόρατο πράγμα που πάλλεται στα σπλάχνα σου όταν πονάς , όταν θυμώνεις , όταν γνωρίζεις καινούρια γυναίκα , όταν έρχεσαι σε οργασμό … ) αυτή η πεταλούδα με την ανεξέλεγκτη κίνηση , «τραβάει» τα κρυμμένα συναισθήματα της πρώτης φοράς στην επιφάνεια και είναι ακριβώς όπως τότε. (τελικά «πεταλούδα» το είπα )<br />Θέλω να γνωρίσω αυτή τη «σκιά» που με λύτρωσε. Όταν όλα τελειώνουν ανασηκώνεται και κάνει μια κίνηση προς την πόρτα. ‘Όχι , μη , μη φεύγεις σε παρακαλώ. Φωνάζω σαν μέσα σε όνειρο. Έχω ερωτευτεί αυτή τη σκιά , έχω τρελαθεί , έχω ξεχάσει και τη Νάντια , θέλω «αυτά τα χείλη» για πάντα δικά μου. <br />Στέκεται για λίγο ,με κοιτάζει και τελικά πλησιάζει στο μαξιλάρι μου. Έρχεται πολύ κοντά και ψιθυρίζει ότι ξέρει τον πόνο μου , της το είπε η ίδια η Νάντια και όσο μιλάει , τόσο πονάω και θέλω να κλάψω γιατί είναι …η μητέρα της. (…η καλύτερη μου πίπα μέχρι τότε , για όσους ασχολούνται με στατιστικά ) <br />Θα ήθελε πολύ να μη ξαναδώ την κόρη της . Με παρακαλεί θερμά να μη ψάξω ποτέ να τη βρω. Θα φύγει για σπουδές έξω και όλα θα είναι πιο εύκολα . (μη περιμένετε ερωτήσεις του τύπου «τι θα γίνει με μας όμως;» ) <br />Δεν με ξαναενόχλησαν. Ειδικά ο τρελαμένος ο πατέρας της. Άλλωστε στο θέμα της ειρήνης δόθηκε αυτή η «ινδιάνικη» λύση . Τελικά οι γυναίκες είναι πολύ καλές στην εξωτερική πολιτική. Ξέρουν να σβήνουν φωτιές πριν ακόμα εκδηλωθούν. <br />Βγήκα από το νοσοκομείο κάποτε. Έψαξα τη Νάντια. Είχα συνηθίσει τόσο πολύ μαζί της που δεν αισθανόμουν ότι «σπάω» εγώ πρώτος τη «συμφωνία» . Δεν με νοιάζουν οι συμφωνίες. Θέλω τη Νάντια.<br />Δεν τη βρήκα. Από το σπίτι μετακόμισαν. Στη δουλειά του ντάντι της έμαθα πως ζήτησε πριν λίγες μέρες ετήσια άδεια χωρίς αποδοχές . Τη μητέρα της δεν την ξαναείδα. <br />Μπήκα στη ρουτίνα. Πρώτα πήδηξα μια νοσοκόμα που είχα το κινητό της. Η καλύτερη από τις αποκλειστικές. Μετά μια φίλη της. Στο καφέ που νομίζω πως έχει τον καλύτερο εσπρέσο πήδηξα μια γκαρσόνα με χαμηλοκάβαλο τζιν ως το … ξέρετε τώρα να μη επιμείνω σε περιγραφές. Μια μέρα βρήκα μια συμμαθήτρια από το κολέγιο. Είχε χοντρό κόλλημα μαζί μου και της την έδινε η Νάντια. Με πήδηξε πριν προλάβω να το σκεφτώ. Πήρε σύνταξη ο ταχυδρόμος που πηγαίνει στο γραφείο του ντάντι και τον αντικατέστησε μια νέα κοπέλα . Όταν υπέγραψα το πρώτο συστημένο , μου έδωσε το κινητό της. Μετά μου άρεσε μια κοκκινομάλλα στο τένις. Όταν παντρεύτηκε ο αδερφός μου , ένα κορίτσι στο ντιζάιν προσκλητηρίων μου έδειξε πως τα σχεδιάζει στον υπολογιστή. Ένα πρωί με βλάβη στο αμάξι , η ταξιτζού που με πήγε στο γραφείο με πίεσε να βρεθούμε το βράδυ. Πήγα να αγοράσω πουκάμισο και γραβάτα για το γάμο και η πωλήτρια με στρίμωξε στο δοκιμαστήριο. Πήγα να δω τη μητέρα ενός πελάτη μας στο νοσοκομείο και γνώρισα την κόρη του. <br />Δεν μπορείτε να πείτε , έχω βελτιωθεί κάπως. Έμαθα να χρησιμοποιώ άλλα ρήματα , δεν ξαναείπα «πήδηξα , πηδάω , πηδιόμαστε…» <br />Πέρασαν χρόνια . Σήμερα βλέπω τις γυναίκες όχι σαν κλώνους της Νάντιας αλλά σαν «εκπλήξεις» που ανάλογα με το ρίσκο και την υπομονή σου μπορείς να «δρέψεις» χαρά , να κερδίσεις «μπόνους» σε ένα περιβάλλον αγάμητων , να ζήσεις ακραία όταν το επιδιώξεις. Δεν μ’ αρέσει να τις περιγράφω ομαδικά : οι γυναίκες είναι ύπνοι, οι γυναίκες είναι θύματα της εμφάνισης , οι γυναίκες είναι έντομα που ζουν σε μια πληγή , στην πληγή του έρωτα. Θεωρώ κάθε περίπτωση ξεχωριστή και απρόβλεπτη. <br />Φθάσαμε στο σήμερα. Μια μέρα … συνάντησα τη Νάντια στο δρόμο. Έπεσα πάνω της. Θεέ μου , τι τυχερός που είμαι . Έχουν περάσει μερικά χρόνια όμως. Νάντια ! Μωρό μου. Τόσο καιρό χωρίς εσένα. Νάντια! Την έσφιξα πάνω μου. Αντιστάθηκε για λίγα δευτερόλεπτα. Με αναγνώρισε . Χαλάρωσε. Μετά με έσφιξε και κείνη. Ένα φιλί που δεν φαινόταν να τελειώνει και θα καθυστερούσε περισσότερο … αν η μνήμη μου δεν λειτουργούσε. Μα καλά τι έκανες; Έβαλες γέφυρα στα μπροστινά σου δόντια; Τη ρώτησα. Ναι αλλά δεν το καταλαβαίνει κανείς μου , είπε απορημένα. Εγώ το καταλαβαίνω με τη γλώσσα μου Νάντια. <br />Πες μου τώρα αμέσως τι άλλες αλλαγές έκανες τόσο καιρό; Ήθελε να συνεχίσει να ρουφάει τα χείλη μου και τη διέκοψα τόσο απότομα για μια γέφυρα. Πες μου Νάντια τι άλλο έκανες; Να … εεε είμαι και λίγο …παντρεμένη ξέρεις . Λίγο ; Πόσο λίγο δηλαδή; (Τι ηλίθιες ερωτήσεις κάνει ο άνθρωπος όταν έχει χάσει επαφή με το χρόνο. Γιατί εγώ εκείνη τη στιγμή ζούσα μερικά χρόνια πιο πριν.) <br />Έλα τώρα είμαι παντρεμένη και έχω και παιδί . Δεν περίμενα να σε ξαναδώ. Οι γονείς μου με έστειλαν στην Αγγλία για σπουδές. Άκουσαν ότι θα μείνεις ανάπηρος … ότι δεν θα …Μετά έπνιξε ένα λυγμό που ανέβαινε επικίνδυνα στο λαιμό της και σήκωσε το χέρι και μου έδειξε με το δάχτυλο τη μητέρα της με ένα αγοράκι στο καρότσι. Ήταν αρκετά μακριά για να διακρίνω αν μου μοιάζει το παιδί. (…ήμουν ακόμα εκεί εγώ , σε εκείνη τη μακρινή εποχή ) <br />Εσύ ; με ρώτησε . Τι εγώ ; Να όπως με ξέρεις , δεν άλλαξε τίποτε. Πες μου όμως ,πως είναι ο άντρας σου; Είναι χοντρός ; Είναι μπούλης; Είναι μαμόθρεφτος; Τον ξέρω εγώ; Είναι κάποιος που τον γνωρίζαμε; Όχι . Είναι ένας συμφοιτητής μου από το πανεπιστήμιο. <br />Θέλω το κινητό σου , λέω. Εγώ θα γράψω το δικό σου και δε θα πάρεις , θα σε πάρω εγώ μου λέει. Γυρίσαμε και κοιτάξαμε και οι δύο μαζί τη μητέρα της που δεν μπορούσε να διακρίνει με ποιον μιλούσε η κόρη της. <br />Με πήρε στο τηλέφωνο μετά από δύο μέρες. Συναντηθήκαμε και την πήρα με το αμάξι. Πήγαμε παραλία. Το κάναμε στο αυτοκίνητο. Είχε ρυθμίσει την υπενθύμιση στο κινητό. Μία ώρα και είκοσι λεπτά από τη στιγμή του ραντεβού χτύπησε. Πρέπει να φύγει. Πότε θα ξαναβρεθούμε; Θα με πάρει εκείνη. Με ξαναπήρε σε λίγες μέρες. Είμαστε κάπως αλλιώς ξέρετε . Έχουμε φορτώσει και οι δύο εμπειρίες στο σκληρό μας. Κάνει πολύ καλή πίπα , αν και θα ΄θελε να δοκιμάζαμε κανένα 69 αλλά δεν βολεύει στο αυτοκίνητο. <br /> «69 : η καλύτερη αντισύλληψη για τις γόνιμες μέρες» είπε. Της το έμαθε ένας συμφοιτητής της που μου έμοιαζε . Εγώ πάλι φιλάω κάπως αλλιώς. Ποια μου το ‘μαθε αυτό ; Δεν θυμάμαι. Όταν έχει περίοδο θέλει από …. ξέρετε τώρα , αυτή τη στάση που αν δεν… τότε δεν θεωρείται ολοκληρωμένο κανένα πορνό φιλμ. Τέλος πάντων , λεπτομέρειες τώρα , το θέμα είναι ότι περνάμε καλά. Είναι μια κατάσταση σαν να κάνουμε το χόμπι μας. <br />Πρώτη φορά είμαι με γυναίκα και δεν σκέφτομαι ευθύνες , προοπτικές , σκοπιμότητες. Δεν υπάρχει παράλληλη σκέψη στον επεξεργαστή μου , στη «ραμ» μου τρέχει μόνο η Νάντια και τίποτε άλλο. <br />Δεν με απασχολεί : «τι κάνουμε εδώ τώρα ;» Δεν απαντάω σ’ αυτή την ερώτηση. Μάλλον ενώνουμε το κομμένο νήμα. Και είναι πολύ λεπτή δουλειά σας πληροφορώ. Δεν έχω την αίσθηση της αρπαχτής . Δεν με φτιάχνει η ιδέα μερικών ασφαλών και εξασφαλισμένων πηδημάτων. Δεν ξέρω αν απλά μου αρέσει το σεξ μαζί της ή αν βιώνω και πάλι την εφηβεία μου. Το σίγουρο είναι ότι με καμία γυναίκα δεν έχω περάσει τέτοιες στιγμές όπως με τη Νάντια τώρα. <br />Είναι ας πούμε πολύ «πρωτότυπο» να ξέρεις τόσο καλά μια γυναίκα , να είσαι σίγουρος πως την αγαπάς και σ’ αγαπάει και εκείνη , να τη συναντάς τόσο απλά . Ίσως τώρα που το ξανασκέφτομαι , ίσως λέω να κάνουμε ένα τεστ , αν έχουμε αλλάξει , αν θέλουμε να ζήσουμε μαζί, αν είναι ακόμα τόσο δυνατό αυτό που νιώθαμε κάποτε. <br />Αν θελήσω να μιλήσω για τον έρωτα , να πω αυτά τα ποιητικά που διαβάζω γύρω μου καθημερινά , μάλλον θα «ξεφύγω» για λίγο , για να πω ότι είναι κάτι που το χρωστάς στο εαυτό σου. Ναι , καθένας δικαιούται μια συνάντηση με το παρελθόν. «Θέλω μια συνάντηση με τη γυναίκα που ερωτεύτηκα κάποτε» αυτό πρέπει να υπάρχει στο πίσω μέρος του μυαλού μας, γιατί είναι μια αξεπέραστη εμπειρία . <br />Όμως δεν είναι ακριβώς έτσι. Είμαστε εμείς, είμαστε μαζί , αλλά δεν είμαστε όπως πριν. Αυτό που ζούμε τώρα αρχίζει να γίνεται μια ερωτική παρωδία. Αν δεν είχαμε χαθεί θα είχαμε βαρεθεί; Ίσως. Θα χωρίζαμε κάποια στιγμή; Ή θα είχαμε δύο πιτσιρίκια και θα «τρέχαμε» όπως όλα τα ζευγάρια; Πάντως δέκα χρόνια χωρίς τη Νάντια είναι πολλά . Είμαι 28 . Σκέφτομαι ότι εμείς οι δύο αυτή τη στιγμή βιώνουμε ένα είδωλο του έρωτά μας. Υπάρχει η επιθυμία και το ανεκπλήρωτο που ζητάνε να ικανοποιηθούν. Και μετά ; και μετά τι ; <br />Πώς νοιώθει η Νάντια ; Λέει ότι της αρέσει αυτό που μας συμβαίνει. Πώς νοιώθω εγώ; Είναι αυτό που είπα πριν : το είδωλο. Είναι αυτό που συμβαίνει σήμερα σε όλους τους τομείς : προσπαθούν να σου πουλήσουν την πόρσε που οδηγούσε ο Τζέιμς Ντην για να νιώσεις κάπως … σαν αυτόν ας πούμε . Και εσύ τελικά το καταπίνεις και συμμετέχεις στο ψέμα. Χιλιάδες πράγματα γίνονται γύρω μας και είναι αντίγραφα προτύπων. Πας στο ξενοδοχείο που έμενε η Μαντόνα , κοιμάσαι στο κρεβάτι που κοιμόταν ο Μόρισον , τρως το πρωινό όπως ο Χέμινγουεη . <br />Πώς νοιώθεις Νάντια; Επιμένω . Πες μου πώς με βλέπεις; Δεν ξέρω τι σκέφτεσαι , αλλά εγώ αισθάνομαι μαζί σου σαν να μη άλλαξε τίποτε μεταξύ μας λέει. Θα χωρίσεις μ’ αυτόν; Μα γιατί; δεν περνάμε καλά έτσι; Νάντια σε θέλω κατάδική μου όπως τότε. Δική σου είμαι αλλά δεν μπορώ να χωρίσω. Γιατί , γιατί Νάντια; Μα είναι και το παιδί , δεν καταλαβαίνεις , δεν μπορώ να του στερήσω τον πατέρα του. Το παιδί , το παιδί , γαμώτο το παιδί , γαμώτο μου. <br />Γιατί να μη σε συναντήσω 3 χρόνια νωρίτερα; Δεν θα υπήρχε παιδί , δεν θα καταλαβαίναμε ότι χωρίσαμε για 10 ολόκληρα χρόνια. Νάντια σε θέλω , θέλω το κορμί σου , θέλω τη γλώσσα σου στο στόμα μου , θέλω τα παιχνίδια που κάναμε , θέλω να κοιμάμαι μαζί σου τα βράδια , Νάντια δεν μπορεί να κοιμάσαι μ’ αυτόν. Αυτά σκέφτομαι και θα κάνω καμία μα….α.<br />Τι μ’ έχει πιάσει ρε γαμώτο; Νομίζω πως αυτό που βιώνω είναι ψεύτικο. Τόσες εμπειρίες , τόσα κορίτσια και είμαι κολλημένος εκεί . Στο μυαλό μου υπάρχει καρφωμένο «το είδωλο». Μια πλαστική Νάντια συναντάω , μια Νάντια που την αγόρασα προχθές , από πολυκατάστημα , την έφερα σπίτι μμμμμμ… όχι, όχι φίλε δεν έχει έρθει ακόμα σπίτι, στο αυτοκίνητο την έχω.<br />Το ξέρω πως κάποιοι φίλοι μου θα έκαναν οτιδήποτε για να βιώσουν κάτι τέτοιο. Ιδανικές συνθήκες , μια Ναντια δική σου και ξένη , μια Νάντια για λίγο και για όλα, να λιώνει στα χέρια σου αλλά να «μη σου κολλάει» σα λιωμένο παγωτό . Όμως κάτι λείπει. Θέλω αυτό που έχασα , θέλω το εφηβικό μου «κάρμα»… όχι , όχι δεν θα το πω έτσι , θέλω το κορίτσι μου και όχι μια μητέρα που σκέφτεται τον σύζυγο και το παιδί της.<br />Το αποφάσισα. Νάντια χωρίζουμε. Βρεθήκαμε , μια φορά ακόμη και της το είπα. Χ-ω-ρ-ί-ζ-ου-μ-ε. Έκλαψε , έκλαψε πολύ , ίσως πολύ περισσότερο και από τότε που είχαμε χαθεί. Με κοίταξε κλαίγοντας. Με ρώτησε αν … δηλαδή αν θα μπορούσαμε ποτέ να ξαναβρεθούμε , αν θα μπορούμε να μιλάμε , να πίνουμε ένα καφέ ίσως ; όχι Νάντια , φύγε, δεν θέλω τίποτε από σένα. Μάλλον δεν έπρεπε να σε έχω συναντήσει ξανά. Φύγε Νάντια και ας πούμε ότι δεν έχουμε συναντηθεί ακόμη. Μα ένα τηλέφωνο ίσως , κάτι , μια αναπάντητη για να ξέρεις ότι σε σκέφτομαι ; Όχι , κατηγορηματικά όχι.<br />Κάθομαι μερικές μέρες μόνος. Μετά; Μετά πήδηξα τη μπέιμπι σίτερ ενός φιλικού ζευγαριού. Το σαββατοκύριακο πήγα με το ντάντι για μπριτζ. Εκεί γνώρισα την κόρη ενός άλλου παίκτη που δεν μπορούσε να κρύψει την αβάσταχτη βαρεμάρα της για το μπριτζ. Δεν μπορείς να το κρύψεις της είπα. Γενικά δεν κρύβω αυτό που νιώθω είπε. Θες να μου δείξεις τα … σου; Καταλάβατε τι. Δεν θα σου τα κρύψω , είπε. Πήγα στο τένις , πήγα για ιστιοπλοΐα , πήγα για σκι. Κάθε γυναίκα που γνωρίζω τώρα είναι κλώνος της Νάντιας. Τις μισώ. Νομίζω πως είναι ίδιες. Όλες νομίζουν την αγάπη λούτρινο αρκουδάκι σε θερμοκρασία ανθρώπου. <br />Μου έκανε μια αναπάντητη η Νάντια. Αχώνευτη γκόμενα πώς την πάτησα μαζί σου ,σκέφτηκα. Πάλι αναπάντητη. Δεν με νοιάζει. Τώρα με καλεί και το αφήνω να χτυπάει ώρα. Πατάω γες. Τι θες; Δεν σου είπα να μη με ξαναπάρεις; Θέλω να βρεθούμε. Δεν θέλω εγώ. Θέλω να μιλήσουμε σου λέω. Να πούμε τι Νάντια; Να μιλήσουμε για μας. Οκ . Θα σ ακούσω και μετά κχχχχκκκ …κομμένο , οκ; Γιου νόου ; <br />Βρεθήκαμε . Πολύ κλάμα . Πολλά δάκρυα. Περίμενα αυτή τη στιγμή χρόνια ,είπε. Προσπαθούσα να σε ξεχάσω για να μη υποφέρω ,συνεχίζει κλαίγοντας . Τώρα τι θες Νάντια ; Μίλα μου για τώρα . Τι θες; Είναι δύσκολο να ζήσω χωρίς το παιδί , είναι κομμάτι από τον εαυτό μου. Τον άντρα μου μπορώ να τον χωρίσω αλλά το παιδί … δεν μπορώ χωρίς το παιδί . Εδώ να δείτε δάκρυα. Κατακλυσμός. Μη είσαι τόσο ψυχρός , μη με κοιτάζεις μ αυτό το βλέμμα. Δεν μπορεί να άλλαξες τόσο. Εσύ είσαι , πάντα εσύ θα είσαι. Στο ξαναλέω θα χωρίσω για να ζούμε μαζί ,αλλά δεν μπορώ χωρίς το παιδί μου. Δεν γίνεται ούτε με υαλοκαθαριστήρες , ούτε με κλιματισμό να στεγνώσουμε εδώ μέσα. Πόσο μπορεί να κλάψει μια γυναίκα; Θέλω να τη σπρώξω να βγει από το αυτοκίνητο και να φύγω. Δεν μπορεί να έχω «αντίπαλο» ένα πλασματάκι τόσο δα. Πού να σε πάω τώρα; λέω ανόρεχτα. Δεν θα μου πεις τι θα γίνει με μας; Πρέπει να σκεφτώ ,της είπα κουρασμένα. <br />Σκέφτηκα. Αλλά δεν …αποφάσισα. Με ξαναπήρε. Βρεθήκαμε . Το κάναμε. Βρισκόμαστε μια φορά τη βδομάδα , μπορεί και δύο. Μιλάμε ,κάνουμε σεξ , μου λέει για το παιδί , για τη ζωή της , ακούω ακόμα και τα πανεπιστημιακά γκομενικά της και τις εμπειρίες της . Σκεφτόμαστε ξέρετε να … νοικιάσουμε ένα χώρο για μας. <br />Είμαι με τη Νάντια ξανά και είμαι κάπως αλλιώς. Όταν λέω αλλιώς εννοώ «αλλιώς» και από τις προηγούμενες μέρες. <br />Γνωρίζω κορίτσια . Προχθές πήδηξα τη γραμματέα του οδοντίατρου της μητέρας μου. Τη συνόδευσα ως εκεί γιατί αγχώνεται ακόμα και όταν κάνει τσεκαπ. Βρήκα την ευκαιρία να μιλήσω μαζί της ,όταν ο γιατρός εξέταζε τη μάμι. <br />Δεν ξέρω τι άλλο να σας πω. Νομίζω πως αφομοιώνω αυτή την περίεργη αίσθηση που έχω με τη Νάντια. <br />Αυτά ! Είμαι κάπως …αμήχανος . Θέλει να ρωτήσει κανείς κάτι; <br />Μόνο μη ρωτήσετε για τη μητέρα της. Οκ; Όταν υπογράφονται συνθήκες ειρήνης , οι πρωταγωνιστές παρά την επισημότητα και την τελετουργία , συνήθως στο τέλος σκέφτονται το ίδιο πράγμα : «Ουφ πάει κι αυτό».Count_Zerohttp://www.blogger.com/profile/03143148160516456901noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7042682070044886427.post-39313737771759312242010-03-29T03:11:00.001+02:002010-04-11T13:39:35.851+02:00Παναγιώτης Τούτιος - Hotelloungeγψφγφγφυθευνηργξ,υδτκξυλβηχψγργ,βμφγ<br />ΟΚ. <br />Γράφει!<br /><br />Βρίσκομαι στο μάλλον-πιο-παρακμιακό-κωλόμπαρο-αυτής-της-πόλης. Δεύτερος όροφος παλιού νεοκλασικού με θέα τα μπουρδέλα. Καλή φάση. Κάθομαι στο μπαρ, πίνω comfort μπόμπα και μασουλάω φιστίκια. Σ’ ένα τραπέζι παραδίπλα δυο μελαμψοί τύποι με περίστροφα περασμένα στη μέση τους και ξινισμένες σκατόφατσες παίζουν ιπποποταμάκια. Οι φωνές τους μου σπάνε τα παπάρια και τους λέω να σκάσουν. Ο ψηλός με αγριοκοιτάζει, μουρμουρίζει κάτι που δεν ακούω και τραβάει το όπλο του. Έγω τότε πετάγομαι στον αέρα σαν εκείνον το μαλάκα στο Μάτριξ και του γαμάω τις κουτάλες πριν καλά καλά καταλάβει τι έγινε. Ξύνω τ’ αρχίδια μου και συνεχίζω το ποτό μου.<br />Κάποια φάση χαιρετάω μια καθηγήτρια μου απ’ το γυμνάσιο που κάθεται σε μια γωνιά και τρώει μια κρέπα μερέντα μπανάνα.Ύστερα πλησιάζει ο Γκούφυ χορεύοντας σάμπα, λέει ένα γεια και ψαχουλεύει τα φιστίκια μου. Τρώει ένα, τα μάτια του βγάζουν μπλε φωτιές και πετάει απ’ το παράθυρο. Μετά ανεβαίνει, τσιμπάει 100 ευρώ από ένα κουρούμπελο και του λέει να κάνει το ίδιο. Εκείνος πηδάει, τσακίζεται και τα μυαλά του απλώνονται στο δρόμο. Γαμώ τις πλάκες.<br />Κι ενώ έχουμε κλάσει στο γέλιο σκάει μύτη ο τελειότερος κώλος που είδαν ποτέ ανθρώπινα μάτια. Το στυλ της γκόμενας που σε κάνει να χύσεις στα βρακιά σου. Κάθεται δίπλα. Μου συστήνεται σαν Κάθυ και την κερνάω ένα chivas. Μετά την πηγαίνω σπίτι και γαμιόμαστε. Αφου τελειώσω κάνω τσιγάρο και την πέφτω.<br />Μετά ξυπνάω κι έξω χιονίζει. Κι είναι σαν να πέφτουν κουραμπιέδες απ’ τον ουρανό. <br /><br />Πρέπει να είσαι πολύ μαλάκας για να ξυπνάς κάθε Σάββατο πρωί στις 6.30 να δεις κινούμενα σχέδια. Τι να κάνω; Είμαι πωρωμένος με τα Looney Toons. Ειδικά με το Κογιότ. Αν και διαφωνώ με την όλη του φιλοσοφία.<br />Να εξηγηθώ καλύτερα. Το Κογιότ κυνηγά τον Μπιπ-Μπιπ. Γνωστό αυτό, ωραία; Και κάθε φορά λίγο πριν τον φτάσει κάτι γίνεται. Ένα αμόνι, ένα χρηματοκιβώτιο, τέλος πάντων οτιδήποτε ACME πέφτει στο κεφάλι του. Κι αυτός συνεχίζει να τον κυνηγάει κι ας είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα φάει τα μούτρα του. Μαλακία δεν είναι; Εσύ θα το ‘κανες;<br />Θα προτιμούσα σε ένα επεισόδιο το Κογιότ να σταματήσει σε ένα εστιατόριο, να χτυπήσει πέντε έξι σουβλάκια, να την πέσει στην γκαρσόνα, να την βγάλει για σινεμά-ποτό-κρεβάτι και να αφήσει τον Μπιπ-Μπιπ μαλάκα. Και μετά ο Μπιπ-Μπιπ να πάθει κατάθλιψη και να το ρίξει στα Προζάκ.<br /><br />Μόλις βγει ο Πόρκι και πει «That’s all, folks» πάω και κάνω καφέ. Γαλλικό με δυο κουταλιές ζάχαρη κι ένα γαλατάκι. Οι άλλοι καφέδες με πειράζουν πια το στομάχι. Ανάβω τσιγάρο και κοιτάζω από το παράθυρο. Είναι μια ηλίθια μέρα όχι γιατί χιονίζει αλλά γιατί είναι άνοιξη κι έχει χιόνι ενώ αυτό θα έπρεπε να λιώνει πάνω στα βουνά. Τέλος πάντων, αφού είναι έτσι λέω να αράξω να δω παπαριές στην τηλεόραση και να περιμένω τον Άι-Βασίλη. Μια και δεν ήρθε τα Χριστούγεννα ίσως έρθει τώρα.<br />Κάθομαι εκεί όλη την μέρα. Δεν έχω καμινάδα. Αν έρθει ο Άγιος ας χτυπήσει την πόρτα. Πίπες. Ο μόνος που χτυπάει την πόρτα είναι ο Πιτσαδώρος. Μου φέρνει μια πίτσα μπέικον-μανιτάρια-σαλάμι αέρος. Ό, τι του ζητάω σε ένα τέταρτο το χει φέρει. Θα πρεπε να χαμε τον Άι-Πιτσαδώρο όχι τον άλλο το μαλάκα. Προβληματίζομαι. Φοβάμαι. Φοβάμαι πως αν μείνει από δουλειά ο Άι-Βασίλης και γίνει πιτσαδόρος στη θέση του Πιτσαδώρου, τότε τη γάμησα.<br />Ο Πιτσαδώρος είναι ένα από τα τρία πρόσωπα που μου έχουν δώσει πραγματική χαρά.Τα άλλα δύο είναι ο Βέγγος και ο Δεξεροτάβλης. O Δεξεροτάβλης ήταν συμμαθητής μου στο λύκειο. Φορούσε σιδεράκια κι ήταν χοντρός. Έτρωγε τα πάντα εκτός από μπάμιες και ινδοκάρυδο. Δεν θυμάμαι αν ποτέ τον φώναξα με το πραγματικό του όνομα. Δεξεροτάβλη τον λέγαμε γιατί στο τάβλι δεν μπορούσε να σταυρώσει παιχνίδι. Από ένα σημείο και μετά δεν είχε νόημα να παίζεις μαζί του. Σαν να κλέβεις εκκλησία ήταν. Κι αντί να κερνάει τους καφέδες που έχανε στα στοιχήματα, μας έβριζε λες και φταίγαμε εμείς που ήταν μαλάκας.<br />Μέσα στη μαλακία που τον έδερνε ήταν όμως σοφός. Λίγο. Τουλάχιστον εγώ έτσι το έβλεπα. Θυμάμαι ένα καλοκαίρι που είμασταν αραχτοί και το κωλοβαρούσαμε. Ανακάτεβα αργά με το καλαμάκι το φραπέ μου. Εκείνος έκανε μπουρμπουλήθρες. Κάποια φάση γύρισε και μου πε: «Ρε μαλάκα, τι κάνουμε; Τρομπάρουμε όλη μέρα. Τρώμε, χέζουμε, κοιμόμαστε. Αργοπεθαίνουμε και δεν το παίρνουμε χαμπάρι».<br />«Έχει κι αυτό τη φάση του, είπα τότε λυμένος στα γέλια». <br />Τώρα δεν ξέρω. Τώρα κάθομαι όλη μέρα και περιμένω κάτι που δεν ξέρω αν θα ‘ρθει κι ούτε καν τι ακριβώς είναι. Και δεν βρίσκω ούτε λίγη πλάκα σ’ αυτό. Ρεύομαι και η γεύση του μπέικον ξανανεβαίνει στο στόμα μου. Η φιλοσοφία σε μελαγχολεί και σου γαμά το στομάχι.<br /><br />Το κουδούνι χτυπάει κι εγώ λέω πως είναι η γυναίκα των ονείρων μου που θα με κάνει να νιώσω λίγο καλά. Πούτσες. Είναι ο μαλακοκαύλης ο Διαχειριστής και μου ζητάει 23 ευρώ και 58 λεπτά για ένα ασανσέρ που ποτέ δεν χρησιμοποιώ και για δυο θείες που σφουγγαρίζουν τις σκάλες μια φορά το τρίμηνο παίρνω στο κρανίο. Εσύ δε θα τα ’παιρνες; Και θέλω να του πω «Κάτσε ρε μουνί, δεν έχουμε φράγκα για τσιγάρα, ψάχνουμε με το ζόρι τα ψιλά να παραγγείλουμε μια πίτσα, δεν έχουμε γκόμενα και τέλος πάντων άει γαμήσου γιατί ξύπνησα σκατά από το πρωί και χιόνιζε και δεν ήρθε ο Άη-Βασίλης και έσυ δεν είσαι κανά καλό μουνάκι αλλά ένας μαλακοκαύλης.» Αλλά λέω μόνο «καλά» γιατί βαριέμαι. Κατί μου λέει το αρχίδι να περάσω απ’ το διαμέρισμά του ν’ αφήσω τα λεφτά, ξαναλέω «καλά» και φεύγει. Ο μαλάκας...<br />Ο κόσμος τελικά έχει γεμίσει μαλάκες. Για την ακρίβεια όλοι είναι μαλάκες εκτός από μένα. Και τον Πιτσαδώρο. Και τον Βέγγo. Είμαι τσατισμένος και κατεβάζω χριστοπαναγίες. Αυτή η μέρα ήταν εντελώς γαμημένη. Όχι ότι η χθεσινή ή η προχθεσινή ή όλες οι άλλες δεν ήταν αλλά να σήμερα χιόνιζε. Έχω και την κωλοκαούρα στο στομάχι και φταρνίζομαι. Ακόμα κι η τσόντα που βλέπω είναι σκατά και λέω να κοιμηθώ. Αύριο μπορεί η μέρα να ’ναι λίγο λιγότερο σκατά. Κουκουλώνομαι με το πάπλωμα και ξαναφταρνίζομαι.<br />Είμαι η μύγα που ακουμπάει τα σκατά.<br />Είμαι η μύγα που περπατά στο ταβάνι.<br /><br />Είμαι σε μια μυστική βάση κάπου στη Βόρεια Κορέα. Φοράω μαύρη κολλητή στολή με ένα ασημένιο καυλί στο στήθος. Το όνομα μου είναι Πούτσαμαν και είμαι σούπερ ήρωας. Σκοπός μου είναι να δολοφονήσω τον αρχηγό μιας σατανικής οργάνωσης με το κωδικό όνομα Διαχειριστής. Τον εντοπίζω στις τουαλέτες και τον γρονθοκοπώ μέχρι θανάτου. Το αίμα του κυλάει στη χέστρα σαν αλικό ποτάμι. To κοιτάω και καυλώνω. Χάνομαι σ’ έναν ωκεανό ηδονής μα το αίσθημα μιας κάνης στα πλευρά μου με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Γυρίζω αργά και βλέπω τον Άη-Βασίλη να μου χαμογελάει. Κι ενώ είναι έτοιμος να με στείλει στον τάφο μ’ ένα καλάζνικοφ, εμφανίζεται μέσα από καπνούς ο Θου-Βου σαν από μηχανής θεός και του πετάει τον σουγιά τον θαυματουργό στο μάτι. Ο Άη-Βασίλης σωριάζεται νεκρός , ξεφουσκώνει κι εμείς πηγαίνουμε μπουρδελότσαρκα. Ο Θου-Βου διαλέγει μια μαύρη κι εγώ μια γιαπωνέζα. Τις γαμάμε και την κάνουμε για τζίσμπεργκερ και φουντούνια. Μετά χτυπάει το τηλέφωνο. <br />Το σηκώνω.<br />«Ναι;»<br />«Καλημέρα. Μήπως σας ξύπνησα;»<br />Είναι η πιο αισθησιακή φωνή που έχω ακούσει. Θα ‘ναι το γκομενάκι με κόζαρε σ’ ένα μπαρ προχθές. Πού βρήκε το τηλέφωνό μου η πουτάνα; «Όχι, εντάξει».<br />«Κάνουμε μια έρευνα για...»<br />Το κλείνω. Έρευνες και μαλακίες. Δε γαμιόμαστε να ασπρίσουμε; <br />Θέλω τσιγάρα. Κατεβαίνω στο ψιλικατζίδικο. Συνήθως κάνω PRINCE αλλά όταν πάω στο ψιλικτζίδικο παίρνω πάντα LUCKY STRIKE μαλακό γιατί είναι πίσω χαμηλά κι η ψιλικατζού σκύβει να μου το δώσει κι εγώ πέρνω μάτι τον κώλο της. Έχει ένα ωραίο, τουρλωτό κωλαράκι έτοιμο για τσίμπημα.. Σήμερα, τη φάρα μου, μου δεν είναι εκεί, οπότε παίρνω PRINCE και μια εφημερίδα και πληρώνω τον καργιόλη αδερφό της.<br />Ανεβαίνω σπίτι, κάνω ένα καφεδάκι, παίρνω την εφημερίδα και μπαίνω για χέσιμο. Λένε ότι οι καλύτερες ιδέες σου ‘ρχονται στο χέσιμο. Εμένα πάλι δεν μου ‘ρχεται τίποτα. Τελειώνω και ανοίγω το ράδιο. Πετυχαίνω Leonard Cohen σε μια κλαψομουνιά που δεν ξέρω πώς την λένε. Κάτι με «miracle». Τι μαλακίες είναι αυτές πρωινιάτικα! Το αλλάζω. Παντού πίπες. Είναι συνομωσία για να γαμάνε τις μέρες του κόσμου κι ύστερα όλοι να γίνονται πρεζάκια. <br />Κάνω ένα τσιγάρο κι ανοίγω την τηλεόραση. <br />Έχει ένα πρωινάδικο με μερικά καλά μοντέλα. Το αφήνω λίγο εκεί. Μια από αυτές μοιάζει στη Βούλα. Η Βούλα. Μεγάλος έρωτας. Αγάπη, στεναχώρια.. Αυτά παν μαζί σχεδόν πάντα Τέλος πάντων. Έφυγε κι είναι ήσυχα τώρα. Αλλάζω κανάλι και πετυχαίνω έναν αστρολόγο που μάλλον τον παίρνει από πίσω. Του έχει τηλεφωνήσει μια θεία και της λέει πίπες.<br />Κλικ.<br />Ένα παιδάκι κατουράει.<br />Κλικ. <br />Ο Τσάκωνας παπάς σε βιντεοταινία του ‘80.<br />Κλικ.<br />Ένα σαλαμάκι.<br />Κλικ.<br />Ένας παπάρας μαγειρεύει αρχίδια κόκορα με ρύζι.<br />Κλικ.<br />Ο Δεξεροτάβλης.<br />Στάκα!<br />Ρε το μουνί. Είχα να τον δω πέντε χρόνια και τώρα τον βλέπω να μιλάει σε μια ξανθιά για τα παιδικά του τραύματα. Λέει ότι τον βίασε παλιά ένας κουμπάρος του ή κάτι τέτοιο και τώρα δεν μπορεί να εκσπερματώσει. Έχει βγάλει τα σιδεράκια αλλά είναι ακόμα χοντρός. Παίρνω τηλέφωνο στην εκπομπή να παρέμβω. Τα αρχίδια με βάζουν στην αναμονή και ακούω μισό δίσκο κλασσική μουσική.<br />Κοντεύω να ξεράσω όταν τελικά με βγάζουν στον αέρα. Τους λέω ότι ήμουν συμμαθητής του κι ότι γενικά φερόταν πολύ μαλακομπουκωμένα και πως πάντα πίστευα πως υπήρχε επιστημονικός λόγος γι’ αυτό. Ο Δεξεροτάβλης με καταλαβαίνει κι αρχίζουμε να βριζόμοστε για πλάκα όπως στο σχολείο. Τότε ήταν κατά κάποιο τρόπο μια άσκηση ετοιμολογίας. Έχανε όποιος δεν μπορούσε να απαντήσει στη βρισιά του αλλουνού. Ήμασταν καλοί αλλά δεν φτάσαμε ποτέ στο επίπεδο του Ανανία.<br />Aνανίας: Είμασταν μαζί στη σχολή. Σε μια ερώτηση καθηγητή για μια εργασία απάντησε: «Και πού θέλετε να ξέρω, κύριε; Να μυρίσω το καβλί μου;». Στο πανεπιστήμιο ακόμα το θυμούνται. Αν ποτέ γράψω ένα επιστημονικό εγχειρίδιο με τίτλο «Οι Σωστές Απαντήσεις Σε Οποιαδήποτε Ερώτηση» το «Πού θέλετε να ξέρω; Να μυρίσω το καβλί μου;» θα το έβαζα πρώτο.<br />Φαίνεται ότι το παραγαμήσαμε γιατί κόψαν την εκπομπή στον αέρα και βάλαν τη διαφήμιση ενός απορρυπαντικού για τα πιάτα με άρωμα φρούτα του δάσους. Να δω τι άλλη μαλακία θα βγάλουνε. Πάντως με το Δεξεροτάβλη αλλάζουμε τηλέφωνα και κανονίζουμε να περάσει το απόγευμα από μένα. Φάση θα έχει. Κλείνω το τηλέφωνο και κατεβαίνω στο ψιλικατζίδικο να κάνω προμήθειες γιατί ο Δεξεροτάβλης τρώει πολύ. Mετά ανεβαίνω σπίτι και αράζω στο κρεβάτι κλάνοντας.<br /><br />Είμαστε οι Καβλωμένοι Άγγελοι. Σώζουμε τον κόσμο απ’ τη συνομωσία. Φοράω μόνο ένα τζιν μπουφάν και σταράκια. Παίζω κιθάρα. Δίπλα στο μπάσο είναι ο Δεξεροτάβλης μ’ ένα μποξεράκι με ελεφαντάκια που πηδιούνται. Πίσω στα ντραμς ο Πιτσαδώρος. Δεν βλέπω καθαρά τι φοράει. Μπροστά μου η Βούλα μ’ ένα μικρόφωνο ουρλιάζει και χτυπιέται. Παίζουμε πανκ.<br />Το Πλήθος παραληρεί. Κάποια φάση ανεβαίνει πάνω ο Τσάκωνας-παπάς, κατουράει στη σκηνή και σοδομεί το Δεξεροτάβλη με ένα σαλαμάκι. H Βούλα με πιπώνει και ο Πιτσαδώρος αυνανίζεται. Το Πλήθος μας αποθεώνει και μας ραίνει με αρχίδια κόκορα και ρύζι.<br /><br />Σηκώνομαι από το κρεβάτι κι είναι απόγευμα. Όπου να ‘ναι θα περάσει ο Δεξεροτάβλης. Βάζω στο CD player Julie London και χαζοτραγουδάω. Fly me to the moon and let me play among the stars, let me see what spring is like on Jupiter and Mars. Εκεί πάντως σιγά μη χιόνισε. Κι αφού μου το θυμίζει χτυπάω μια Mars για τη λιγούρα και περιμένω. Ο χοντρός σκάει μύτη κατά τις εφτά.<br />«Πού ’σαι ρε μουνί;»<br />«Χρόνια και ζαμάνια ρε παπαροβιόλη».<br />«Άει γαμήσου ρε φλώρε. Πέρνα μέσα». Τον βάζω να κάτσει στον καναπέ και του φέρνω καφέ και πιτιφούρια. Εγώ πίνω μια πορτοκαλαδίτσα.<br />«Λέγε μωρή μπάσταρδε. Πού χάθηκες;»<br />«Γερμανία. Δούλευα σ’ ένα θείο μου. Εσύ; Τι λέει;»<br />«Εδώ. Τελείωσα τη σχολή και λέω ότι ψάχνω δουλειά».<br />«Λογιστής ε;»<br />«Πούτσες.»<br />Του φαίνεται τρομερό αστείο. Γελάει.<br />«Τι γελάς ρε μαλάκα. Καλά, άφησες τη Γερμανία για το μπουρδέλο;»<br />«Τι να κάνω; Πέθανε ο θείος, μου άφησε καλά φράγκα κι είπα να ’ρθω να βρω καμιά γυναίκα.»<br />«Αφού δεν μπορείς να χύσεις..»<br />«Μαλακίες.»<br />«Τουλάχιστον είσαι ματσό.» <br />«Αρκετά.»<br />«Και τι λες να κάνεις;»<br />«Ν’ ανοίξω κανά μπαράκι. Ψήνεσαι;»<br />«Έλα;»<br />«Ψήνεσαι; Να δουλέψεις για μένα;»<br />«Κοίτα η μόνη σχέση που έχω με τα μπαρ είναι ότι γίνομαι σαύρα αρκετά συχνά.»<br />«Μου φτάνει. Έτσι κι αλλιώς την κάβλα μας θα κάνουμε.»<br />«ΟΚ τότε. Και τι θα κάνω;»<br />«Κοίτα, εγώ δεν σκαμπάζω πολλά από μουσική. Μόνο σκυλάδικα. Και δεν πολυκολλάνε σε μπαράκι. Θα είσαι ο Τιτζέης.»<br />Γαμιέμαι στα γέλια. Πάντως δεν είναι καθόλου κακό. Ο κάθε μαλάκας γίνεται DJ. DJ Poulos και DJ Paretaarhidiamou. To deal έγινε. Παραγγέλνω τρεις πίτσες και κόκα κόλα να το γιορτάσουμε. Μένουν μόνο μερικές λεπτομέρειες. «Και ρε μαλάκα, πώς θα το λέμε το μαγαζί;»<br />«Ο χοντρός έχει μπουκώσει με τα πιτιφούρια.»<br />«Αγκφβκ …»<br />«Κατάπιε πρώτα κι απαντάς μετά.»<br />«Η ερώτηση είναι καλή. Τι λες για το “Γαλάζιο στρείδι”;»<br />«Αυτό ήταν γκέι μπαρ στη Μεγάλη των Μπάτσων Σχολή!»<br />«Καλά λες.»<br />Σιωπή. Σκέψη. Προβληματισμός. Και μια φαγούρα στα αρχίδια. Ξύνομαι και περιμένω τη φλασιά. Κοιταζόμαστε. Το Ζώο πετάγεται σαν κλανιά.<br />«Το βρήκα! Το βρήκα! Studio 69!!!!!!!»<br />Μένω μαλάκας. ... Τι παπαριά πέταξε πάλι! «Ναι ρε καυλιάρη μου. Να πετάξουμε μέσα και τον Ψάλτη, το Γαρδέλη και τον Μπίλια να χορεύουν το Raspoutin.»<br />«Mαλακία ε;»<br />«Μεγάλη.»<br />Ξανακοιταζόμαστε. Με καμιά Παναγία δεν θα βρούμε όνομα της προκοπής. Χρειαζόμαστε ένα θαύμα. Ανοίγουμε τηλεόραση να πάρουμε καμιά ιδέα. Το “Πάρε τηλέφωνο ζωντανά κουκλίτσες” δε μας αρέσει. Ο Δεξεροτάβλης κάνει ζάπιγκ και κάποια στιγμή ρωτάει <br />«Πού να το βάλω;»<br />«Βάλ’ το στον κώλο σου.» <br />«Κάνουμε και χιούμορ;»<br />«Ό,τι μπορούμε κάνουμε.»<br />Ο χοντρός πάει για χέσιμο. Χτυπάει η πόρτα. Ο ΠιτσαΔώρος. θά’ ναι. Ανοίγω. Σκέφτομαι. Δε γαμιέται...<br />«Ρε μαλάκα Πιτσαδώρε πες κανά καλό όνομα για μπαρ.»<br />«Εεεε…ε… Hotellounge;»<br />«Γαμάτο, γαμάτο, φωνάζει το Ζώο απ’το WC, Τι θα πει;»<br />«Χέζε εσύ. Τι χρωστάω;»<br />«Δώδεκα ογδόντα.»<br />«Πάρε δεκατρία και thanks για το όνομα.»<br />Ο ΠιτσαΔώρος φεύγει. Άκουω το χοντρό να σκουπίζεται. Βάζω τους dEUS στο CD player. <br />«Αυτό είναι! Hotellounge. Με γεια το όνομα.»<br />«Κοίτα εγώ Άντζελα Δημητρίου ακούω. Είναι κρύα τα σεντόνια και τέτοια. Αλλά το ονοματάκι δεν με χαλάει.»<br />«ΟΚ. Έκλεισε. Πότε φεύγεις;»<br />«Νύσταξες ε;»<br />«Ε, λίγο.» Τι να του πω; Ότι μου ζάλισε τα αρχίδια; Έχει χαζέψει πολύ από την τελευταία φορά που βρεθήκαμε.<br />«Και οι πίτσες;»<br />«Σωστά.»<br /><br />Είμαι με τα πόδια πάνω στο γραφείο κι ένα ταμπέλακι μπροστά μου γράφει Κος Τσόντος Γενικός Διευθυντής. Είμαι το νούμερο δύο της Ξεπαρθενιασμένης Α.Ε μιας πολυεθνικής εταιρείας που ασχολείται με μια τεράστια γκάμα δραστηριοτήτων μεταξύ των οποίων παροχή υψηλών επενδυτικών υπηρεσιών και παραγωγή σοκοφρετών με φουντούκια. Κάτι ψιλικατζήδες σαν την Virgin μας γλύφουνε τα αρχίδια. Kάποια φάση μπαίνει η Τσέχα γραμματέας μου και μου φέρνει τις παντόφλες μου κι ένα Αστερίξ.<br />«Κύριο Τσόντο ήθελε κάτι άλλο;»<br />«Όχι παιδί μου. Και μη μου περάσεις άλλα τηλέφωνα.»<br />«Μάλιστα κύριο Τσόντο.» <br />Πριν φύγει την παίρνω πάνω στο γραφείο.<br /><br />Σηκώνομαι από το κρεβάτι με καούρες. Ο κύριος Ζονγκ έφυγε τελικά αργά χθες. Κάνω το καφεδάκι μου και σκέφτομαι ότι έχω δουλειές γιατί ο χοντρός δεν ξέρει τίποτα από μπίζνες και πρέπει να τα κάνω όλα εγώ. Πάντως η διάθεσή μου έχει αλλάξει προς το καλύτερο σε σχέση με τις προηγούμενες μέρες. Έχει φτιάξει και ο καιρός και έχει ήλιο και τα μουνάκια αρχίζουν να φοράνε ξώπλατα. <br />Το απόγευμα χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι ο Μπάμιας, πρώην συμφοιτητής. Το Μπάμιας δεν είναι παρατσούκλι. Όσο ηλίθιο κι αν φαίνεται έτσι τον λένε.<br />«Έλα ρε αρχίδι. Τα παρατάς όλα και περνάς από μένα.»<br />«Τι έγινε πάλι;»<br />«Έχουμε μαζευτεί τα μπακούρια και νοικιάσαμε το Fight Club, το High Fidelity και τις Διαστροφές της Αφέντρας...Μεγάλη ταινία...»<br />«Καλή φάση αλλά να έχω δουλειά.»<br />«Χτυπήσαμε γκομενάκι ρε μουνί;»<br />«Όχι ρε. Θα σου τα πω κάποια στιγμή από κοντά.»<br />«Εσύ χάνεις.»<br />«Εντάξει το Fight Club και το High Fidelity τα’ χω δει.»<br />«Τις Διάστροφες τις Αφέντρας όμως;»<br />«Αυτό μου έχει ξεφύγει. Κάντο μια κόπια και για μένα.»<br />«Καυλιάρη! Άντε τα λέμε.»<br />Γαμώ το μπαρ μου. Τέτοιες ευκαιρίες δεν χάνονται. Πρέπει να δω ένα μεσίτη για το μαγαζί κι ένα γιατρό για τις καούρες μου. Το δεύτερο ας περιμένει.. Πιάνω το Χρυσό Οδηγό και ψάχνω. Εδώ είμαστε. Μεσιτικό γραφείο Πίτσου. ‘Έχει κι άλλα, αλλά αυτό μου φαίνεται καλό. Το σημειώνω στην ατζέντα μου κάτω από την Πίτσα Περούτζια. .<br />Παίρνω τηλέφωνο και μου μιλάει μια γκόμενα. Μου λέει να περάσω και τώρα από εκεί αν θέλω οπότε βάζω το παντελονάκι μου και τα παπούτσια μου τα Diesel και είμαι έτοιμος να πάω. Το στομάχι μου έχει γίνει κώλος αλλά θα το αντέξω. Βάζω δυο Riopan στην τσέπη και κατεβαίνω.<br />Τα λεωφορεία έχουν απεργία και περιμένω σαν το μαλάκα δυο ώρες ταξί. Δεν περνάει τίποτα και λέω δε γαμιέται ας το κόψω με τα πόδια. Πάνω στο ένα τέταρτο περπάτημα μου έχει βγει η γλώσσα έξω κι ο Πίτσος είναι ακόμα μακριά. Κάθομαι σε ένα πεζούλι να πάρω καμιά ανάσα. Αρχίζουν να παρελαύνουν μπροστά μου τα πιπίνια με τα ξέκωλά τους που πηγαίνουν για το απογευματινό τους φραπέ. Κάθομαι και τα χαζεύω. Καλή φάση. <br />Τέρμα η ξεκούραση. Συνεχίζω και τα πόδια μου ψιλοπονάνε.<br />Κι ενώ καταριέμαι την ώρα και τη στιγμή που άφησα τον Μπάμια και τις ταινιάρες του και βγήκα στους δρόμους, στο φανάρι μπροστά μου σταματάει ο Πιτσαδώρος με το παπάκι του.<br />«Τι λέει; Πού πάμε;»<br />«Σ’ ένα μεσίτη. Κέντρο.»<br />«Ανέβα.»<br />Κωλοφαρδία μεγάλη. Ο ΠιτσαΔώρος είναι πάντα μπροστά σου στις δύσκολες στιγμές. Ένας άγγελος με πειραγμένο παπάκι και καπελάκι Πίτσα Περούτζια σε μια πόλη γεμάτη μαλάκες, χαζογκόμενες και σκυλιά που γαμιούνται στους δρόμους. Κι εγώ είμαι καβάλα σ’ αυτό το παπάκι κι οδεύω για τον Πίτσο δίχως να ξέρω αν θα σταθώ ποτέ ικανός να του το ανταποδώσω. <br />O ΠιτσαΔώρος μ’ αφήνει ακριβώς μπροστά από το γραφείο. Τον ευχαριστώ, ξύνω με τρόπο τα αρχίδια μου και χώνομαι μέσα. Ο Πίτσος είναι ένας κακόμοιρος τύπος γύρω στα πενήντα. Για την ακρίβεια ο πιο κακόμοιρος τύπος γύρω στα πενήντα που έχω δει ποτέ. Φοράει ένα καρό πουκαμισάκι κι είναι σαν μουνί με ιδρωμένες μασχάλες. Σχεδόν τον λυπάμαι. Μου χαμογελάει και δείχνει τα κίτρινά του δόντια. Σκέτη αηδία. Πολύ άσχημος άνθρωπος.<br />«Καλησπέρα.» <br />Η φωνή του είναι εντελώς γυναικεία. Προσπαθώ να μη γελάσω. «Γεια. Πήρα πριν τηλέφωνο...»<br />«Α, για το μπαρ, αγόρι μου;»<br />Πούστης θα ‘ναι. «Ναι...»<br />«Έχω κάτι που μπορεί να σας ενδιαφέρει». Μου δείχνει μια μοβ πινέζα πάνω στο χάρτη. «Εδώ είναι. Όχι πολύ μεγάλο αλλά χαριτωμένο. Μπορούμε να πάμε να το δείτε τώρα.»<br />«Μισό λεπτό να ενημερώσω τον συνεργάτη μου. Ίσως θέλει να το δει.»<br />«Όπως επιθυμείτε.»<br />Εντάξει, o Δεξεροτάβλης μπορεί να είναι μαλάκας και μάλιστα μεγάλος αλλά αυτός βάζει τα φράγκα οπότε πρέπει να έχει μια κάποια γνώμη και επιπλέον μόνος με τον Πίτσο δεν μένω με τίποτα. Τον παίρνω τηλέφωνο. Είναι σπίτι και τρομπάρει και λέει ότι θα περάσει σε κάνα δεκάλεπτο.<br />«Καφεδάκι; Μέχρι να έρθει ο συνεργάτης σας»<br />«Μπα. Ευχαριστώ πάντως»<br />«Μήπως μια πορτοκαλαδίτσα;»<br />«Ας πιούμε μία». (δε γαμιέται)<br />Η πορτοκαλαδίτσα είναι αρκετά κρύα αλλά δεν μπορώ να την ευχαριστηθώ γιατί ο Πίτσος έχει περάσει το χέρι του στους ώμους μου. Εύχομαι να έρθει σύντομα ο Χοντρός. Πάντα προτιμούσα τους μαλάκες από τους κοντοπούτανους, παπαρδέλες άσχημους που σχεδόν σου την πέφτουν. Αν συνεχίσει έτσι θα φάει μπούφλα, Κάνω πως τον ακούω, λέω συνέχεια «ναι, ναι» και με την άκρη του ματιού μου ψάχνω το γκομενάκι που μιλήσαμε στο τηλέφωνο όμως μάλλον την έχει κάνει.<br />O Δεξεροτάβλης έρχεται σχετικά γρήγορα και με γλιτώνει απ’ τις ορέξεις του κοντού. Γίνονται οι συστάσεις και μπαίνουμε στο αμάξι του Χοντρού ( BMW 516, το γύφτο) με κατεύθυνση τη γειτονιά που είναι το μαγαζί. Ο Πίτσος συνεχίζει το μπλα μπλα κι εμένα μ’ έπιασε κόψιμο αλλά κρατιέμαι. Ελπίζω το μαγαζί να λέει και να μην περνάω άδικα τέτοια σωματική και ψυχική ταλαιπωρία.<br />«Βάλε κάνα λαλά» Ο Δεξεροτάβλης όταν λέει λαλά εννοεί τραγουδάκι.<br />Ανοίγω το ράδιο και πετυχαίνω το Hit the road Jack σε μια πειραγμένη εκτέλεση που την ακούω πρώτη φορά. Μια γκόμενα τραγουδάει στα ισπανικά ή κάτι τέτοιο.<br />«Λαλά είπαμε. Όχι μαλακίες....»<br />Αλλάζω. Καρράς. Νύχτα ξελογιάστρα, νύχτα όμορφη. Ο Δεξεροτάβλης γουστάρει.<br />«Εδώ!»<br />Ο Πίτσος λέει τα δικά του αλλά τον γράφουμε στα αρχίδια μας γιατί ο Δεξεροτάβλης τραγουδάει κι εγώ σφίγγομαι μη χεστώ πάνω μου. Όταν φτάνουμε πετάγομαι έξω και κάνω μερικά βηματάκια πάνω-κάτω να μου φύγει το κόψιμο αλλά άδικος κόπος.<br />Η γειτονιά είναι τελείως παρακμιακή. Ένα καφενείο αρχαίο μπροστά μου λέγεται Ο Τάκης και κάτι παππούδες μέσα παίζουν τάβλι και μπιλότ , τρώνε υποβρύχια και βρίζονται. Κι εγώ όταν γίνω παππούλης υποθέτω έτσι θα ‘μαι. Δίπλα είναι ένα τυρογαλάδικο με την επιγραφή Ο Βουνίσιος. Και παρακάτω το πιο βρώμικο σουβλατζίδικο του κόσμου.<br />«Να χτυπήσουμε κάνα πιτόγυρο πριν δούμε το μαγαζί;»<br />Τι άλλο θα 'λεγε το Ζώο;<br />«Όπως θέλετε»<br />Σιγά μην έλεγε όχι η Αδερφάρα..<br />Πλησιάζουμε και βλέπουμε ότι το σουβλατζίδικο λέγεται “Τα Γαμίδια”. Δεν μπορώ να γελάσω. Αν γελάσω θα μου φύγουν. Ο Πίτσος περιμένει απ’ έξω κι εγώ μπαίνω μέσα μαζί με το Δεξεροτάβλη. Τον ακούω να παραγγέλνει μια διπλή πίτα γύρο απ’ όλα τζατζίκι καθώς χώνομαι στην ο Θεός να την κάνει τουαλέτα. Η μπόχα είναι αφόρητη, τα κωλόχαρτα πεταμένα στην λεκάνη και σκέφτομαι ότι σήμερα θα κολλήσω AIDS, ταινία και όλες τις ηπατίτιδες αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο εκτός ίσως απ’ το να πασαλειφτώ με Betadin όταν φτάσω σπίτι. Τέλος πάντων, όταν βγαίνω έξω νιώθω άλλος άνθρωπος κι ο Δεξεροτάβλης έχει τελειώσει τον πιτόγυρο. <br /><br />Το μαγαζί που μας δείχνει ο Πίτσος είναι για τον πούτσο. Εντελώς. Μόνο ένας μαλάκας θα έλεγε ναι.<br />«Εντάξει, θα το πάρουμε!». Ο Δεξεροτάβλης προσφέρει άλλη μια απόδειξη της μαλακίας που τον έχει βαρέσει στο κεφάλι από... από πάντα.<br />Βασικά όχι ότι εγώ είμαι πολύ καλύτερος από το Δεξεροτάβλη. Έχω πει και έχω κάνει ένα σωρό χοντρές μαλακίες αλλά, ρε πούστη, συνήθως φέρομαι σύμφωνα με τους νόμους της λογικής και της φύσης. Σκοτώνω μια κατσαριδούλα και περιμένω όπου να ‘ναι να έρθουν να μας φαν οι αρουραίοι.<br />«Μα δεν βλέπεις ότι είναι χάλια;»<br />«Με λίγη δουλίτσα μέσα θα είναι υπέροχο», πετάγεται η Κλανιά-μεσίτης-ντιγκιντάγκας.<br />«Ναι, με λίγη δουλειά θα είναι υπέροχο. Εξάλλου απέναντι έχει γαμάτο γύρο».<br />Αυτό ήταν. Ο Χοντρός είχε ερωτευτεί τα Γαμίδια. Ότι και να ‘λεγα δε θα ‘χε νόημα. Παραδέχομαι την ήττα μου.<br />Οπότε σχεδόν συμφωνούμε να αγοράσουμε το στάβλο. Μένουν κάτι νομικά θέματα που θα τα φάω στη μάπα πάλι εγώ. Είμαι ψιλοτσατισμένος και όταν φτάνω το βράδυ σπίτι δεν έχω ούτε την όρεξη να δω καμιά τσοντίτσα.<br />Κάθομαι στο κρεβάτι. Δεν πολυνυστάζω. Βάζω ένα Jack amaretto με λίγο πάγο και ανοίγω το ράδιο. Μόνο μαλακίες πάλι. Θα προτιμούσα να πετάω φελλούς στα βαρέλια παρέα με βλάχους με τρίχες στον σκεμπέ παρά να είμαι εδώ έτσι. Όλα μου φαίνονται σχεδόν γαμημένα. Ό, τι με περιβάλει με κάνει να νιώθω ηλίθια.<br />Εκτός από μερικά πραγματάκια. Αυτά τα πραγματάκια δεν τα ψάχνω. Απλά όταν έρθουν προσπαθώ να κρατηθώ από αυτά. Έτσι νομίζω είναι καλύτερα. Όταν ψάχνεις κάτι και δεν το βρίσκεις νιώθεις μαλάκας. Δε ξέρω αν συμφωνείς.<br />Κλείνω το ράδιο και βάζω Beck στο CD player. She’ll do anything to make you feel like an asshole.<br />Δεν χρειάζεται μια γκόμενα για να σε κάνει να νιώσεις έτσι. Τόσα άλλα πράγματα μπορούν να σε κάνουν να νιώσεις έτσι αν τα αφήσεις. Ένας φαλλός μπορεί να διαπεράσει τα αυτιά σου οποιαδήποτε στιγμή αλλά δεν πρέπει να του επιτρέψεις να σου γαμήσει την ψυχολογία. Σωστός; <br />Εντάξει, πολύ φιλοσόφησα για σήμερα. Σβήνω το φως και την πέφτω για ύπνο. Οι κατσαρίδες περπατάνε στην ψυχή μου. Ελπίζω να υπάρχει μια καλή δικαιολογία που θα με κάνει να πω «δεν πειράζει».<br /><br />Κάθομαι σ’ ένα παγκάκι μ’ ένα μαλάκα που μάλλον είναι ο Beck. Τρώμε μπουγάτσα και μοιράζουμε δίευρα στα πρεζάκια. Μας πλησιάζει ο Πίτσος και μας ρωτάει αν θέλουμε μαύρο. Του λέμε ναι και βγάζει μερικά τσιγαριλίκια. Τότε σηκώνεται ο Beck και του περνάει χειροπέδες ενώ εγώ δείχνω το σήμα μου. Τον αρχίζουμε στις κλωτσιές και τα γαμώσταυρα. Τον χέζω στη μάπα και του βάζω μια πορτοκαλάδα στον κώλο. Μάλλον γουστάρει Μετά τον πηγαίνουμε στο τμήμα και ο αρχηγός Δεξεροτάβλης μας κάνει ταξίαρχους.<br /><br />Το πρωί με ξυπνάει ο Μπάμιας. Μου φέρνει τις «Διαστροφές της αφέντρας» σε κόπια.<br />«Καλή;»<br />«Αρχίδια. Τζάμπα λεφτά. Δύο ώρες και δεν έπεσε ένα γαμήσι. Μόνο ξύλο. Άσε που η αφέντρα ήταν τραβέλι!»<br />«Καλή φάση!». Αυτό το τελευταίο το λέω από την κουζίνα γιατί φτιάχνω καφέδες. Μετά αρχίζω και του λέω για τον Δεξεροτάβλη, το μπαρ, τον Πίτσο και το χέσιμο στα Γαμίδια. Με κοιτά σοβαρός. Δε γελάει και αυτό γενικά μου φαίνεται παράξενο γιατί ο Μπάμιας γελάει συχνά και στη σχολή τον φωνάζαμε και Χαχανούλη. Κάποια φάση με κοιτά και στο πρόσωπό του λίγη αγωνία και κάποια μικρά ίχνη ελπίδας.<br />«Θα με κάνεις μπάρμαν;»<br />«Έλα;»<br />«Είναι το παιδικό μου όνειρο». Και χαμογελάει. Πρώτη φορά τον βλέπω έτσι.<br />Του λέω, φυσικά, και του χαρίζω απλόχερα την ευτυχία. Μετά καθόμαστε λίγο και λέμε διάφορες βλακείες.<br />«Πρέπει να βρεις ένα όνομα. Κάθε σοβαρός dj έχει όνομα». Προτείνει διάφορα αλλά δεν μου αρέσει κανένα. «Τότε θα ανοίξουμε την τηλεόραση και η πρώτη λέξη που θα ακούσουμε θα είναι το όνομά σου»<br />Συμφωνώ με κάποια επιφύλαξη. Φαντάζεσαι να πετύχουμε Χάρυ Κλυν και να πρέπει να με λένε DJ Tarchidiatoukarabela;<br />Ευτυχώς πετυχαίνουμε μια τραγουδίστρια που έχει γενέθλια και σβήνει τα κεράκια.<br />«Αυτό είναι! Θα είσαι ο DJ Φου»<br />«Δεν είναι κακό» <br />«Αν και… δεν σημαίνει τίποτα»<br />«Πώς! Είναι το φύσημα του ανέμου, η θεϊκή πνοή που εμφύσησε ο Θεός στον άνθρωπο, η εκπνοή που απαλλάσσει τον οργανισμό από το διοξείδιο του άνθρακα».<br />Λέω και μερικές άλλες πίπες. <br />Ο Μπάμιας τώρα γελάει. «Εσύ, ρε μαλάκα, χαραμίζεσαι. Έπρεπε να γίνεις ποιητής»<br />Έπρεπε. Και εντάξει μου το ‘πανε κι άλλοι. Είχα γράψει παλιότερα, λύκειο τώρα, κάποια ποιήματα που είχαν μεγάλη επιτυχία. Αλλά ήταν τελείως βλαμμένα και πειραγμένα. Ήταν μια κάποια αντίδραση στα πετυχημένα ποιήματα που μας ανέλυε επί ώρες μια μαλάκω καθηγήτρια. Θυμάμαι ένα ποίημα μου το λέγανε Meritto και είχε μεγάλο σουξέ. Κάποια φάση το γύρισα στα πιο σοβαρά αλλά χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Ειδικά όσα έγραψα για τη Βούλα ήταν για πέταμα. Τα πέταξα.<br />Αποφάσισα να γράφω μόνο βλακείες αφού σ’ αυτό είμαι καλός. Βλακείες χωρίς νόημα. Η πλάκα είναι ότι μερικοί βρίσκουν νόημα. Μου το λένε και λέω «ναι, ναι είναι πολύ ωραίο νόημα» και διαδίδω ότι όντως αυτό είχα στο μυαλό μου πριν γράψω. Αλλιώς δεν πρόκειται να με νομίσουν για σπουδαίο ποιητή. Αν κι εδώ που τα λέμε σιγά μη γίνω σπουδαίος ποιητής. Το σύστημα φταίει. Αγκαλιάζει κάθε παπάρα που έχει τα κονέ, τα φράγκα και το παίζει ψαγμένος και δεν αφήνει χώρο για μας, τα αυθεντικά ταλέντα.<br /><br />Είμαι στη σκηνή σε κάτι που μοιάζει με θέατρο. Φοράω ένα κουστούμι ριγέ εντελώς σικάτο κι από κάτω ένα φανελάκι που γράφει με μεγάλα ροζ γράμματα «Γαμάω και δέρνω». Μπροστά μου κάποιες χιλιάδες παππούδες με μπερέδες και κασκόλ με χειροκροτάνε όρθιοι. Μια γκόμενα έρχεται και με φιλάει. Μου δίνει ένα χαρτί που γράφει ΝΟΜΠΕΛ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΙΑΣ. Λέω «Να ’στε καλά, ρε μαλάκες» και πάω να φύγω. Ο κόσμος δεν μ’ αφήνει. Θέλει να ακούσει από μένα το ποίημα για το οποίο τιμήθηκα. Τους κάνω το χατίρι αν και βαριέμαι λίγο. Βήχω για να κάνω εντύπωση κι αρχίζω.<br /><br />Μ’ ένα μανδύα<br />Λιτό κι απέριττο<br />Κι ένα ραβδί<br />Χάθηκα στ’ άπειρο<br />Να βρω το Meritto<br />Αυτό με τη λαβή.<br /><br />Πανικός κάτω. Ο πρόεδρος της επιτροπής φωνάζει «Τώρα ας πεθάνω ο πούστης» αλλά τα σουηδικά μου είναι χάλια και δεν πολυκαταλαβαίνω. Κάποιοι κλαίνε από συγκίνηση. Άλλοι αυτοκτονούν κόβοντας τις φλέβες τους. <br />Ριγώ.<br />Προσπαθώ να περάσω μέσα από ένα πλήθος που ορμά να μ’ αγκαλιάσει. Δεν μπορώ. Μου φέρνουν κι άλλο χαρτί. Γράφει πάνω ΝΟΜΠΕΛ ΕΙΡΗΝΗΣ. Μου εξηγούν ότι το ποίημα μου γαληνεύει τις ψυχές των ανθρώπων, τους κάνει να αγαπάνε ο ένας τον άλλο, δε θέλουν να πολεμάνε πια μεταξύ τους. Αυτό το ποίημα σταμάτησε τους πολέμους. Αυτό το ποίημα είναι το πιο ιστορικό που γράφτηκε ποτέ. <br /><br />«Ρε μαλάκα, ζεις;»<br />«Ε...»<br />«Τι σκέφτεσαι πάλι;»<br />«Να πάρω κάνα Νόμπελ»<br />«Και δεν παίρνεις; Κανά Grammy θες;»<br />«Δεν με χαλάει»<br />«Και φυσικά ένα Πούλιτζερ. Αυτό κι αν πρέπει να πάρεις»<br />«Ε, ναι αυτό οπωσδήποτε»<br />Το τηλέφωνο διακόπτει τον εποικοδομητικό διάλογο. Είναι λάθος. <br />Καθόμαστε ακόμα λίγο με τον Μπάμια και λέμε κι άλλες βλακείες να περάσει η ώρα. Κατά το μεσημέρι πηγαίνει στη μάνα του να φάει γιουβαρλάκια κι εγώ παραγγέλνω πίτσα πάλι. Αν συνεχίσω έτσι με τις πίτσες γύρω στο φθινόπωρο θα γίνω χελωνονιντζάκι. Ναι, το’ χω σκεφτεί. Στην πλάτη μου θα φυτρώσει ένα καβούκι να, θα γίνω πράσινος και θα παίζω καράτε με μεταλλαγμένους ρινόκερους κι αγριογούρουνα.<br />Αλλά ας σοβαρευτούμε λίγο. Ένας πετυχημένος dj και μελλοντικός νομπελίστας δεν πρέπει να ασχολείται με τα χελωνονιντζάκια. Υπάρχουν ένα σωρό άλλα θέματα όπως για παράδειγμα να κάνουμε το στάβλο που αγόρασε ο Δεξεροτάβλης μαγαζί. Το κόβω να ζοριζόμαστε κάπως...<br />Αν κι αυτό προς το παρόν αυτό δεν με πολυνοιάζει. Τώρα πεινάω κι όταν πεινάω το μόνο που με νοιάζει είναι να φάω. Συνειδητοποιώ ότι ο μαλάκας ξέχασα να παραγγείλω κόκα κόλα οπότε μέχρι να έρθει ο ΠιτσαΔώρος κατεβαίνω στο ψιλικατζίδικο να πάρω μία, να μπανίσω λίγο και την ψιλικατζού.<br />Παίρνω βαθειά ανάσα και μπαίνω στο ψιλικατζίδικο. Είναι εκεί, γυρισμένη πλάτη. Το τζιν της πέφτει χαμηλά και φαίνεται το στρινγκ της. Κόκκινο. Σκίστρα!<br />Τη χαιρετάω, με χαιρετάει. Λέω μια κόκα κόλα, μου τη δίνει. Πληρώνω, λέει ευχαριστώ. Αν ήμουν ο Γκουσγκούνης αυτός ο διάλογος θα ήταν αρκετός για να την γαμήσω. Γιατί, εντάξει, φαίνεται εύκολη γκόμενα. Δηλαδή αν της έλεγα «έχω και κότερο, πάμε μια βόλτα;» μπορεί να έλεγε και ναι, αλλά δεν έχω κότερο… Παίρνω την κόκα κόλα και τα ρέστα και φεύγω.<br />Στην είσοδο της πολυκατοικίας βλέπω τον ΠιτσαΔώρο. Του λέω «άσε, μαλάκα την ανεβάζω μόνος μου». Ένας κοινός πιτσαδόρος θα παρεξηγούνταν σίγουρα. Ο ΠιτσαΔώρος όμως όχι. Γελάει. Είναι γαμάτος τύπος. Θα μπορούσαμε να κάνουμε καλή παρέα.. Ίσως σε μια άλλη ζωή.<br />Μπαίνω στο ασανσέρ και τρώω εκεί ένα κομμάτι. Τα υπόλοιπα μπροστά στην τηλεόραση βλέποντας Θου-Βου για ακόμα μια φορά. Ειδικά στο τέλος είναι σκέτο ποίημα. Θα εισηγηθώ στον χοντρό ένα βράδυ όταν είναι έτοιμο το μαγαζί να πάρουμε τούρτες και να τις πετάμε στους θαμώνες. Έτσι σαν φόρο τιμής στην κορυφαία στιγμή του παγκόσμιου κινηματογράφου. Και γαμώ τα χάπενινγκ δε θα’ ναι;<br />Τι ιδέα έριξα πάλι!<br />Μού έφτιαξα το κέφι. Η αλήθεια είναι ότι και το κόκκινο στρινγκ της ψιλικατζούς συνέβαλε σημαντικά σ’ αυτό. Και γίνομαι τέρμα κεφάτος το απόγευμα όταν ο Δεξεροτάβλης μου λέει ότι βρήκε δικηγόρο να φάει στη μάπα όλα τα διαδικαστικά. Μπράβο το χοντρό. Το πήρε πολύ ζεστά. Λέει να πάμε το βράδυ στα γαμίδια να τα πιούμε. Διστάζω λίγο αλλά δε γαμιέται. Ας τα πιούμε. <br />Παίρνω και τον Μπάμια μαζί. Πρέπει να γνωρίσει τον μελλοντικό του εργοδότη. Αν και τα γαμίδια δεν είναι και το καλύτερο μέρος του κόσμου για επαγγελματικό meeting. <br />Καθόμαστε σε κάτι πλαστικές καρέκλες που κάποτε πρέπει να ήταν άσπρες. Πάνω στο τέταρτο πιάνεται ο κώλος μου. Και του Μπάμια. Ο Δεξεροτάβλης δεν παίρνει χαμπάρι και κατεβάζει μερικά παντσετάκια. Πίνουμε λίγη ρετσίνα που βρωμάει και συζητάμε για το μέλλον του Hotellounge. Τον λόγο τον έχω εγώ.<br />«Το μαγαζί πρέπει να είναι διαφορετικό. Εντελώς τρελό, ελαφρά ψαγμένο και ταυτόχρονα πιασάρικο».<br />«Να είναι σχεδόν σουρεαλιστικό».<br />«Έτσι ακριβώς».<br />«Τι είναι σουρεαλιστικό;». Ο χοντρός είναι εντελώς ανίδεος. Καλά, δεν είχα και την απαίτηση να ξέρει τι είναι σουρεαλιστικό. <br />Ο Μπάμιας αναλαμβάνει το δύσκολο έργο να μυήσει τον Δεξεροτάβλη στο σουρεαλισμό. «Να γίνεται ότι να ‘ναι, όποτε να ‘ναι..Ας πούμε να παίζει τζαζ και καπάκι Τερλέγκα».<br />«Τερλέγκα εγώ δεν βάζω στο μαγαζί. Εγώ είμαι ο dj».<br />«Τι λες ρε μαλάκα; Και γαμώ είναι...». Ο χοντρός υπερασπίζεται με πάθος τις αρχές του. «Θα βάζεις. Εγώ είμαι το κεφάλαιο!»<br />«Καλά αλλά μόνο όταν είμαι πιωμένος».<br />Κι αφού λύνουμε το μείζον αυτό θέμα περί Τερλέγκα και τον συναφών συνεχίζουμε με ρετσίνες. Όσο πάει βρίσκω ότι βρωμάνε όλο και λιγότερο.<br />H συζήτηση ξεφεύγει κι άλλο. Ο Μπάμιας μας αναλύει τα τελευταία πέντε επεισόδια στρουμφάκια που είδε, ο χοντρός έχει πέσει στο τραπέζι φωνάζοντας «Γιατί να μην μπορώ να χύσω ρε πούστη» κι εγώ θυμάμαι λίγο τη Βούλα. Ό, τι να ’ναι.<br />Κάποια φάση ο χόντρος σηκώνει το κεφάλι του. «Μαλάκες, δεν είμαι για να οδηγήσω», και μου πετάει τα κλειδιά της BMW.<br />Στο δόξα πατρί.<br />Βριζόμαστε. Γελάμε. Πληρώνουμε και φεύγουμε γιατί είμαστε λίγο γυαλί όλοι. Πιάνω στο ράδιο το Ain’t no sunshine anymore και οδηγάω σιγά σιγά γιατί κι εγώ είμαι λίγο πέτσα. Σιγά σιγά για τα δικά μου δεδομένα. Ο χοντρός δίπλα κοιμάται. Καλύτερα. Αν ήταν ξύπνιος θα ζητούσε Πανταζή. Ο Μπάμιας πίσω ξερνάει σε μια σακούλα. Σκέφτομαι συνέχεια. Τα πάντα. Δεν ξέρω γιατί. Βλέπω τον Σούπερ Γκούφι να πετάει πάνω από την πόλη. Κρατάει απ’ το χέρι τον ΠιτσαΔώρο. Ο ΠιτσαΔώρος μοιάζει ευτυχισμένος.<br />«Χέι μαδερφάκερ! Θες να 'ρθεις μαζί μας;». Μετά θυμάμαι δυο φώτα και μετά τίποτα.<br /><br />Όταν αποκτώ επαφή με την πραγματικότητα είμαι σκεπασμένος ως το κεφάλι με ένα σεντόνι κι ένα καρτελάκι μου γαργαλάει την πατούσα.<br />«Έτσι είναι. Πίνουν τα κέρατά τους και μετά στουκάρουν σε νταλίκες».<br />«Πολύ δουλειά σήμερα. Πρώτα εκείνος ο πιτσαδόρος , μετά αυτοί....»<br />«Πουτάνα ζωή!»<br />«Χέσε μέσα. Άντε καλή ξεκούραση».<br />«Τα λέμε».<br /><br />Ξυπνάω ιδρωμένος. Η Κάθυ κρατάει δυο φλιτζάνια καφέ και μου χαμογελάει.<br />«Ήσουν υπέροχος χθες... Είσαι ΟΚ;»<br />«Είδα ένα περίεργο όνειρο. Τίποτα άλλο».<br />«Το όνειρό σου είμαι εγώ κούκλε».<br />Πίνουμε τον καφέ, ξαναγαμιόμαστε και φεύγει. Έξω έχει ήλιο κι είναι ωραία και το τηλέφωνο χτυπάει κι εγώ το σηκώνω.<br />«Μαλάκα είδα όνειρο ότι ήμουνα πιτσαδόρος, πήγαινα πίτσες σ’ ένα μαλάκα και μετά τράκαρα και πέθανα. Δεν είναι και γαμώ τα κουφά;»<br />«Και σου ’πα ρε Γκούφυ, γαμώ το φελέκι μου, μη το γαμάμε με τα ξίδια. Κι εγώ κάτι τέτοιες μαλακίες έβλεπα!»Count_Zerohttp://www.blogger.com/profile/03143148160516456901noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7042682070044886427.post-63216580161133882152010-03-29T03:09:00.000+02:002010-03-29T03:10:52.016+02:00Αντώνης Καναβούρας - Ο Βίος εν τω άστειΟ βίος εν τω άστει<br /><br />1. Herr Professor<br />Ο βίος εν άστει ήτο ανέκαθεν χαλεπός. Πλήθος ηλεκροκινητήρων, κινητήρων εσωτερικής καύσεως, ισοσταθμιστών λαμπτήρων φθορισμού παράγουσιν ακατάπαυστον βόμβον, εξαιρόμενον κατά τακτάς ώρας και ημέρας, μηδέποτε όμως εξαλειφόμενον. Ταχυλεωφόροι και κιγκλιδώματα, τρίχρωμοι φανοί ρυθμίζοντες τήν διέλευσιν τροχοφόρων και πεζών κατ' εναλλαγήν καθιστούν την φυσικήν συνάντησιν προσφιλών προσώπων λίαν ακριβήν και σπανίαν, ως εκ τούτου δε αυτά ταύτα τα τελευταία μειούνται βαθμιαίως, υφιστάμενα την αμείλικτον φθοράν υπό της χρονικής αποστάσεως των μεταξύ των διαντιδράσεων. Η συσσώρευσις παραγώγων κεκαυμένων καυσίμων -και δη αερίας μορφής- προκαλεί συχνάκις δακρύρροιαν, ρινόροιαν, ερεθισμόν και σπασμόν των αεροφόρων οδών, ίνα μη αναφέρω τας επί της ηλιοφανείας επιπτώσεις. Η οξυγόνωσις τού εγκεφάλου καθίσταται ούτως πλημμελής. Εις αντιστάθμισμα μάς προσφέρεται πλήθος πολιτιστικών προϊόντων προς κατά μόνας κατανάλωσιν κατά τον μη εργάσιμον χρόνον μας: μουσικαί συναυλίαι, ηλεκτρονικά ψηφιακά παίγνια, προβολαί κινηματογραφικών ταινιών, εικαστικαί εκθέσεις εικόνων, παραστάσεις δραματουργημάτων, τηλεσειραί.<br />Δικαίως αναρωτάσθε: «Προς τι ο μυρηκασμός τετριμμένων κοινοτοπιών, αποκυημάτων σκέψεως παλαιοτέρας γενεάς στοχαστών;», ή, άλλως «Τι μάς λες ρε μεγάλε; Μας τα παν κι άλλοι! Αλλά και να μη μας τα 'λεγαν χαζοί δεν είμαστε!».<br />Ψυχραιμία αγαπητοί! Μετά πλήρους επιγνώσεως πως γλαύκας κομίζω καταχρώμαι τον χρόνον σας ίνα παραθέσω παραδείγματα άτινα υπέπεσαν εις την αντίληψίν μου και, προϊόντος του χρόνου, εδραιώνουν ίσως την υπόθεσιν τού πλήρους πλέον εκτροχιασμού της ανθρωπίνης επικοινωνίας μα και αντιλήψεως των πραγμάτων, αμφότερα απορρέοντα εκ της επιδράσεως τής εγκεφαλικής μα και διυποκειμενικής ανοξίας επί της ψυχοσεξουαλπνευματικής αναπτύξεως τών συμπολιτών αλλά και ημών των ιδίων. Θα παρακαλούσα δια την προσοχήν σας: <br /><br />Παράδειγμα 1ον<br />Βιβλιοπωλείον "ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ"<br />Εισέρχονται δύο υποψήφιοι πελάται.<br /><br />«Ψάχνουμε για...»<br />«Ε! Ε! Για μισό λεπτό... Είστε όλοι;»<br />«Όχι».<br />«Ε, άντε φέρτε και τους άλλους και τότε τα λέμε!»<br />«Μα,...»<br />«Βρε Ουστ από 'δω! Ποιόν εκπροσωπείτε ρε; Άντε φέρτε τους όλους!<br /><br />Οι πελάται εξεδιώχθησαν σκαιώς...<br /><br />Παράδειγμα 2ον<br />Περίπτερον. Πλησιάζει πελάτης.<br /><br />«Θα ήθελα ένα Marlboro».<br />«Αδιαφορώ».<br />«Δεν είναι απάντηση επαγγελματία αυτή».<br />«Μα, δεν είμαι. Κατ' επάγγελμα είμαι ανθρακωρύχος. Αλλά, ξέρετε, μετά από μια κουραστική μέρα στις στοές λίγες ώρες στο περίπτερο με χαλαρώνουν».<br />«Κι, εγώ, μεταξύ μας, δεν καπνίζω επαγγελματικά. Μόνο για χόμπι. Και δίνω κι ένα σωρό λεφτά γι αυτό».<br />«Οπότε με καταλαβαίνετε».<br />«Απολύτως. Μόνο που, ενώ εσείς επιδίδεστε ήδη εις το χόμπι σας, στερείτε από μένα τη δυνατότητα να χαρώ το δικό μου».<br />«Εννοείτε πως η στήριξις μιας ερασιτεχνικής δραστηριότητος απαιτεί την εμπλοκήν επαγγελματιών;»<br />«Ακριβώς! Π.χ: για να λειτουργείτε ερασιτεχνικά το περίπτερό σας δεν απαιτείται η καθημερινή έλευσις ενός επαγγελματία διανομέα ημερησίου τύπου;»<br />«Ενδιαφέρουσα προσέγγισις. Θα έλεγα πως με προβληματίσατε αλλά θα ήμουν ψεύτης. Η αλήθεια είναι πως με αφοπλίσατε. Παρόλα αυτά δεν μπορώ να σας πουλήσω τσιγάρα μια και αυτό θα με καθιστούσε αυτομάτως επαγγελματία πρατηριούχο».<br />«Και, τι έχετε να μου αντιπροτείνετε;»<br />«Να αποταθείτε σε κάποιον επαγγελματία ή να δεχθείτε ένα πακέτο δώρο».<br />«Πόσο απέχει ο πλησιέστερος επαγγελματίας;»<br />«Περίπου 738 μέτρα».<br />«Ε, τότε θα προτιμήσω το δεύτερο».<br />«Ορίστε!»<br />«Ευχαριστώ! Καλή ξεκούραση».<br />«Παρομοίως συνάδελφε. Υγιαίνετε!»<br /><br />Παράδειγμα 3ον<br />Καφενείον “Το Ντίτζιταλ”, κάπου στη Βάρκιζα.<br /><br />«Ένα φραπέ μέτριο με γάλα».<br />«Γίνετε λιγάκι πιο σαφής».<br />«Δεν διαθέτετε μακροεντολές;»<br />«Όχι, μόνο γλώσσα μηχανής».<br />«Ένα σκεύασμα αποτελούμενον εκ 300 κ.ε. ύδατος, τριών γραμμαρίων στιγμιαίου καφέ, ισόποσης σακχάρεως, αναδευθέν υπό του περιστροφικού ηλεκτροκινήτου αναδευτήρος. Προ της προσκομίσεως ενστάλλαξις 7 σταγόνων συμπεπυκνωμένου γάλακτος. Ο αφρός από πάνω. Η ένθεσις, ή, έστω παράθεσις αναρροφητικού καλάμου θα εκτιμηθεί, πιστέψτε με».<br />«Αυτό θα κοστίσει».<br />«Θα πληρώσω!»<br />«Τότε ας δώσουμε τα χέρια. It's a great deal!»<br /><br />Δίνουν τα χέρια επισφραγίζοντας μια ιστορική συμφωνία. <br /><br />Παράδειγμα 4ον<br />Εις το αυτόν καφενείον, επί τη υπηρεσία ετέρου σερβιτόρου, διαθέτοντος προεπεξεργαστή μακροεντολών.<br /><br />«Καλημέρα σας. Θα θέλατε κάτι;»<br />«Μπορώ να έχω έναν νεσκαφέ κρύο;»<br />«Ο νεσκαφέ είναι πάντα ζεστός, κύριε».<br />«Εννοώ έναν καφέ, ακριβώς όπως φτιάχνετε τον νεσκαφέ αλλά με κρύο νερό αντί ζεστού».<br />«Ο νες φτιάχνεται με ζεστό νερό κύριε. Με κρύο φτιάχνεται ο φραπές».<br />«Ναι αλλά ο φραπές έχει αφρό. Θα τον ήθελα χωρίς αφρό».<br />«Δεν υπάρχει αυτό που ζητάτε κύριε. Ο φραπές έχει πάντοτε αφρό. Χωρίς αφρό δεν είναι φραπές».<br />«Μπορείτε τότε να μου φτιάξετε έναν φραπέ αχτύπητο;»<br />«Οτιδήποτε σερβίρουμε είναι αχτύπητο, κύριε. Unbeatable! Δεν είμαστε ερασιτέχνες, κύριε!»<br />«Μα, όχι, όχι, άλλο εννοούσα. Να μην τον χτυπήσετε, αν γίνεται».<br />«Υπαινίσσεστε ότι είμαστε βίαιοι κύριε; Να φωνάξω τον διευθυντή;»<br />«Προς Θεού, δεν είναι ανάγκη! Θα μπορούσα να έχω ένα ποτήρι νερό βρύσης με την προσθήκη μίας κουταλιάς καφέ, μίας κουταλιάς ζάχαρης και, όλο αυτό, αναδευμένο με ένα απλό κουταλάκι αντί της ειδικής συσκευής;»<br />«Εννοείτε αυτό που οι αγγλοσάξονες καλούν " stirred! Not shaken!";»<br />«Ακριβώς!»<br />«Ποιος νομίζετε ότι είστε, κύριε; Ο James Bond;»<br />«Ας αρχίσουμε πάλι απ' την αρχή. Δύνασθε;»<br />«Καλημέρα σας. Θα θέλατε κάτι;»<br />«Ε-Ν-Α-Ν-Ε-Σ-Κ-Α-Φ-Ε-Α-Ν-Ε-Ι-Ν-Α-Ι-Δ-Υ-Ν-Α-Τ-Ο-Ν!»<br />«Μάλιστα».<br /><br />Εντός δεκαλέπτου ο παραγγελθείς εκσκαφεύς έχει ήδη σταθμεύσει έμπροσθεν του καταστήματος. Αποβιβασθείς ο οδηγός παραδίδει τα κλειδιά.<br />«Καλοτάξιδος!»<br /><br />Παράδειγμα 5ον<br />Αλκοολικός νυχτοφύλαξ. Μονολογεί:<br /><br />Αχ, θεούλη μου! Απορώ γιατί με κρατάει ακόμα τ' αφεντικό. Με συμπαθεί φαίνεται. Αλλά ως πότε; Είναι η χιλιοστή πρώτη νύχτα που μ' εμπιστεύτηκε να τη φυλάξω και πάλι τα σκάτωσα! Δραπετεύει κι αυτή όπως κι οι άλλες. Φεύγει μπροστά στα μάτια μου κι εγώ δεν κάνω τίποτα. Και τι να του πω τώρα; θα μου πει «ρε μαλάκα, άντε σου ξεγλίστρησαν χίλιες, είπα να σου δώσω μια τελευταία ευκαιρία, μπας και... Νυχτοφύλακας είσαι εσύ ή μαλάκας;»<br />Αλλοίμονο μου! (Τραβά μια ακόμη γενναία γουλιά αψέντι και τραγουδά παραπονιάρικα κι απελπισμένα):<br />«Όμορφα πού ναι την αυγή, όταν γλυκοχαράζει<br />χαρά σε κείνη την καρδιά που δεν αναστενάζει.» <br /><br />Παράδειγμα 6ον<br />Πλείστοι όσοι συμπολίται κατά τον ελεύθερο χρόνο τους μαθαίνουν πληθώρα ξένων γλωσσών. Εις αυτούς συγκαταλέγονται ο Φρειδερίκος και η Συμέλα, προσφάτως μερικώς ερασταί. Κάθε γλώσσα όμως, αγαπητοί ακροαταί, είναι ένας κώδιξ σημείων, ήτοι σημαινόντων και σημαινομένων, δυνάμει όμως, μια και η πραγμάτωσίς των απαιτεί μια κάποια διυποκειμενικότητα. Η χρόνια απομόνωσις είχε τα κατώθι ολέθρια αποτελέσματα:<br /><br />Ερωτικό καβγαδάκι:<br />«Fuck you bitch!»<br />«Danke, Fritz!»<br />«Muchos besitos!»<br />«Είσαι κήτος!»<br />«You don' t love me any more...»<br />«Adios, senior!»<br /><br />Η Συμέλα απέρχεται φανερά εκνευρισμένη αλλά και αμήχανη. Άλλωστε κινδυνεύει να αργήσει στο μάθημα Ουαλικών. Άμα τη επιστροφή της ίσως η κατάστασις να έχει εξομαλυνθεί. <br /><br />Αγαπητοί ακροαταί, ευχαριστώ διά τον χρόνο σας. Ακολουθεί συζήτησις. Ανοιχτός εις ερωτήσεις, υπόδειξιν ετέρων παραδειγμάτων, αντιρρήσεις.<br />Στο αμφιθέατρο σιωπή. Μόνο ψίθυροι. Zoom στην Πάνω Αριστερή Γωνία (στο εξής Π.Α.Γ.):<br />Ψιθυριστής Α: «Τί πίνει ρε ο προφέσορας;»<br />Ψιθυριστής Β: «Γιατί ρε; Μια χαρά τα λέει!»<br />Ψιθυριστής Α: «Ρε μπας και την πίνετε μαζί;»<br />Ψιθυριστής Β: «Άμα έχεις διαφωνίες ρε στόκε πες τις δημοσίως!»<br />Ψιθυριστής Α: «Ναι, για να με κόψει, όπως πέρυσι. Εγώ ρε ένα πτυχίο θέλω να πάρω, να γλιτώσω από σας, να πάω να δουλέψω σαν άνθρωπος...»<br />Ψιθυριστής Β: «Εμ, καλά σε λέω εγώ στόκο! Με το πτυχίo του Φ.Κ.Σ ρε θα δουλέψεις; Το ντελίβερυ θα σε φάει ρεεεεε, παρ' το χαμπάρι!»<br />Ψιθυριστής Α: «Ναι ρε, αυτό λέω εγώ “σαν άνθρωπος”! Να μοιράζω τις πίτσες μου και μετά να 'μαι ελεύθερος. Όχι να έρχομαι εδώ κάθε πρωί να μου τα ζαλίζετε...»<br />Ψιθυριστής Β: «Άκου τον ρε να ξεστραβωθείς. Δίκιο έχει! Αφού έχουμε λαλήσει ως λαός».<br />Ψιθυριστής Α: «Χέσε με ρε τι κάνουμε ως λαός! Εγώ μια χαρά είμαι. Κι αυτόν τον πληρώνουνε να τα λέει. Εμένα με πληρώνουνε να τον ακούω;»<br />Ψιθυριστής Β: «Σςςςς. Κάποιος σήκωσε το χέρι...»<br /><br />Zoom στον κάποιον:<br />«Κύριε καθηγητά, είναι βέβαιον πως όλα αυτά οφείλονται εις την ανοξίαν; Στη γειτονιά μου, που έχουμε πολλές οξυές, συμβαίνουν ορισμένα παρόμοια, π.χ. τα ταξί είναι δρομολογημένα σε προκαθορισμένες διαδρομές. Σηκώνεις το χέρι, σταματάει κι ενώ ετοιμάζεσαι να ανοίξεις την πόρτα σου λέει «Χαλάνδρι πάω». Τα λεωφορεία, απεναντίας, αν και αναγράφουν εμφανώς τον προορ...<br /><br />Zoom στην Π.Α.Γ:<br />Ψιθυριστής Α: «Άντε γειάαα... Βάλε μου παρουσία».<br />Ψιθυριστής Β: «Ρε, δεν ξέρω την υπογραφή σου».<br />Ψιθυριστής Α: «Σταυρό βάζω ρε βλάκα! Χτεσινός είμαι;»<br />Ψιθυριστής Β: «Πού πάς;»<br />Ψιθυριστής Α: «Φαντάρος...»<br /><br /><br />2. No Name<br />Κάπως έτσι μου τη διηγήθηκε την παραπάνω φάση με το μάθημα στο αμφιθέατρο ο «φίλος» μου ο Κώστας ο Ντελής. Όχι ακριβώς έτσι, πάει καιρός, τα είπα με δικά μου λόγια. Φυσικά και δεν πιστεύω λέξη! Είναι από τις γνωστές γοητευτικές ιστορίες παράνοιας που σκαρώνει και μας τις ξεφουρνίζει τάχα μου για αληθινές στο καφέ μπαρ "No Name". Φροντίζει βέβαια πάντα να κρατά για πάρτη του, τεχνηέντως, τον ρόλο του μόνου άνετου και λογικού. Στην προκειμένη π.χ. αφήνει να εννοηθεί ότι είναι ο ψιθυριστής Α (Ντελής: παρατσούκλι, εκ του ντελίβερυ). Πάντως έχει φαντασία, το καλό να λέγεται! Και μας συνεπαίρνει όλους! Κι όταν λέω «φίλος» εννοώ αυτό που εγώ λέω «Φίλος Ανάγκης - Κολλητός Αυτομάτως». Φ.Α.Κ.Α. Άμα αφεθείς και ξεχάσεις τι είναι ο φίλος πιάστηκες! Τρία χρόνια τώρα τρίτο έτος, του χρόνου παίρνω πτυχίο πλάκα πλάκα- μόνο ΦΑΚες έχω κάνει εδώ πέρα. Όλοι με φωνάζουν «Ο Τουρίστας». Μόνο στο χωριό με λένε Γιάννη. Ναι, στο χωριό έχω φίλους! Κι εδώ, στην αρχή Γιάννη με ξέρανε, το λένε και τα χαρτιά μου, αλλά ποιος θυμάται πια... Τουρίστας επειδή δεν πατάω ποτέ στη σχολή. Άλλος ένας λόγος που δεν την πιστεύω την ιστορία του Κώστα. Αφού δεν παίρνουνε παρουσίες. Αλλιώς πώς περνάω μαθήματα εγώ, ένας Τουρίστας; <br />Λοιπόν, στο χωριό, τυχαίνει καμιά φορά και καθόμαστε με τις ώρες και δε μιλάμε καθόλου. Εδώ σκοτώνονται ποιος θα πάρει αμπάριζα. Άμα πέσει σιωπή λες και θα καταργηθεί ο νόμος της βαρύτητας και θα εκσφενδονιστούν στο υπερπέραν. Μιλάνε για όλα! Ότι βρεθεί πρόχειρο. Εγώ κάνω χάζι να τους ακούω. Μιλάω μόνο για να σώσω την κατάσταση άμα μπλοκάρει η κουβέντα και βλέπω την αγωνία τους να χτυπάει κόκκινο. <br /><br />Καφέ μπαρ No Name.<br /> Δεν είναι όνομα, κυριολεξία είναι. Απλώς έχει μια νταμπέλα που γράφει “Καφέ Μπαρ” σκέτο.<br />«Πού θα πάμε απόψε;»<br />«Πάμε No Name;»<br />Εμένα εδώ είναι το living room μου. Το υπνοδωμάτιό μου είναι 70 μέτρα πιο κάτω, στον 3ο όροφο. Μόλις ξυπνώ έρχομαι για φραπέ. Μετά από λίγο αρχίζουν τα τσιπουράκια. Για το μεσημέρι, απέναντι έχει ένα γυράδικο κι ένα μαγέρικο. Μετά πάλι καφέ, ανοίγω και κάνα βιβλίο. Το βράδυ αρχίζουν οι μπύρες. <br />Το μαγαζί είναι απλό και όμορφο. Όχι κάτι εξεντρίκ. Στρόγγυλα τραπεζάκια τρίποδα μαύρα λακαριστά. Καρέκλες σκηνοθέτη, πορτοκαλί πανί και καρυδί σκελετό. Οι τοίχοι ώχρα σαγρέ. Παράθυρα σκαφτά. Για φωτιστικά λάμπες θυέλλης, το μέταλλο μπλε. Η καλύτερή μου είναι ότι το μαγαζί μαζεύει παρολίγον σκακιστές. Έτσι βγάζω φαί, ποτά και τσιγάρα. Ξεκινώ 5-6 σιμουλτανέ. Με τον έναν βάζω στοίχημα 4 μπύρες, με τον άλλον 2 πακέτα τσιγάρα, με τον άλλον ένα γεύμα απέναντι κλπ. Μετά πάω και κάθομαι σ' ένα τραπέζι, μόνος ή με τους Φ.Α.Κ.Α. μου. Μόλις κάνει κάποιος μια κίνηση έρχεται, με φωνάζει, κάνω τάκα τάκα την δική μου και γυρνάω στο τραπέζι μου. Ξέρω ότι για κάνα μισάωρο θα σκέφτεται και θα μ' αφήσει ήσυχο. Μεγάλη επένδυση το σκάκι! Και όσο χάνουνε τόσο λυσσάνε! Την άλλη μέρα είναι στημένοι εδώ για ρεβάνς. Σίγουρο μεροκάματο!<br />Αλλά δεν είναι μόνο οι σκακιστές. Εδώ όλοι ή «παρολίγον» κάτι θα είναι ή κάτι «οσονούπω». Παρολίγον ίσον loosers. Οσονούπω ίσον πολλά υποσχόμενοι και κατά πάσα πιθανότητα μέλλοντες παρολίγον. Παρολίγον ηθοποιοί, φωτομοντέλα, οσονούπω σκηνοθέτες, συνθέτες, ποδοσφαιριστές, 13ηδες του ΠΡΟ.ΠΟ., ζωγράφοι. Κανείς δεν είναι π.χ. λογιστής. Κανείς δεν είναι οικοδόμος. Οοοοχι! Δουλεύει οικοδομή μέχρι να γυρίσει την πρώτη ταινία του. Κάνει το λογιστή μέχρι να γίνει Χέμινγουεϊ. Και φυσικά οι παρολίγον είναι πλέον φτασμένοι κριτικοί. Και «πατρικοί» συμβουλάτορες των οσονούπω. Αλλά μ' αρέσει που το μαγαζί δεν είναι ούτε αντεργκράουντ, ούτε πανκ, ούτε σελεμπριτοφωλιά, ούτε ελληνάδικο ούτε κάτι ξέρω-γω-τι. Είναι λίγο απ' όλα και όλοι χωράνε. Και μέσα στο παραμύθι τους είναι και λιγάκι αληθινοί. Τους γουστάρω κάπως. Η, μάλλον, δεν τους απεχθάνομαι και τόσο. Απλά είπαμε: Φ.Α.Κ.Α., ήτοι αλάργα. <br /><br />No name, no style λοιπόν. Κι εδώ οφείλουμε ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Νικόλα, τον μεγάλο Νικόλα, τον άνθρωπο-μαγαζί! Μπάρμαν, DJ, γκαρσόνι όλα μαζί. Αλλά τι DJ! Από Cave σε Καρρά, μετά Nirvana, Madonna, Prince και καπάκι Αγγελόπουλο. Με πάθος! Αυτός ναι! Δε λέει μαλακίες. Άμα βάλθει να σου εξηγήσει λέει αλήθεια. «Να ρε συ, ακούω "You don't have to be rich to be my friend" και πάει ο νους μου “είμαι φτωχόπαιδο, τι θέλεις να σου κάνω; Θέλεις να πεθάνω;”. Αφού ρε εκείνο το ριφ του Blοomfield δεν είναι ολόιδιο με το πέρασμα του βιολιού στο “Θα κάνουμε έναν έρωτα όλο τρέλα”;»”<br />Όλα αγορασμένα από Νιγηριανούς. 50 λεπτά το κομμάτι, πώς το φέρνει ο κερατάς και τους τουμπάρει πάντα! «Hey, man, this bro is a rapper and his nickname is “50Cent”. How do ya think he feels if someone pays more than his name for his music? ». Η πειρατεία, λένε, σκοτώνει τη μουσική. Βλακείες! Ποιος έχει λεφτά ρε ν' ακούσει "νόμιμη" μουσική; Αν επιζεί η μουσική είναι γιατί κάτι μαυρούληδες παίζουν κρυφτό με τους μπάτσους. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου κάθε πέρσι και καλύτερα. «Σφίξτε το ζωνάρι» ο ένας, «Διερχόμεθα στενωπό» ο άλλος, «Παραλάβαμε καμένη γη» ο παράλλος. Εγώ ξέρω ότι ο θείος μου κι η θεία μου κάνουν από δύο δουλειές σύνολον τέσσερις- για να πληρώνουνε νοίκι, ψωμί, τυρί και σαλάμι. Και έχουν το θράσος να σου λένε ότι άμα δεν ακουμπήσεις 18 και 20 ευρά για το cd κινδυνεύει η μουσική. Σα δε ντρέπονται λέω εγώ!<br /><br />Αναρωτιέμαι κι εγώ γιατί μου ήρθε να ξεκινήσω με μια από τις δεκάδες ηλίθιες ιστορίες παράνοιας που αράδιαζε ο Ντελής. Και γιατί μ' αυτή ειδικά. Σίγουρα κάποιο λόγο θα έχω αλλά δεν τον ξέρω. Να έχει να κάνει με την Ηρώ; Δε μου φαίνεται, όσο κι αν το ξεψαχνίζω. Άσε που αν και τον ξέρω απ' έξω το Φρόυντ τον βρίσκω λίγο τρόμπα. Να έχει να κάνει με κάποιο σημαίνον του περικειμένου; Ούτε το Λακάν τον πάω, αν και έχω βγάλει φράγκα απ' αυτόν. Πτυχιακές κατά παραγγελίαν. Στην αρχή έπαιρνα 200 ευρώ το κομμάτι. Όταν άρχισαν να πέφτουν τα 10ρια ανέβασα το κασέ μου στα 400. Πουλάει το 10ρι. Ανοίγει μεταπτυχιακά. Τεσπα, εμένα με βολεύουν αυτοί οι ψυχαναλυταράδες, λεφτά βγάζω. Δεν ξέρω τι κάνουν στα ιατρεία τους αλλά όταν γράφουν βιβλία είναι μόνο για προσάναμμα. Μόνο έναν σέβομαι. Τον Βίννικοτ. Δε γράφει ανοησίες. Αλλά πάλι δεν ξέρω, ίσως τον σέβομαι επειδή τον λένε Ντόναλντ. πώς να το κάνουμε, το αίμα νερό δεν γίνεται! Όπως έλεγε κι ο Ντόναλντ «κατάγομαι από την παιδική μου ηλικία». Αλλά πάλι, σκέφτομαι, ένας συνειρμός ήταν κι αυτή η ιστορία με τον προφέσορα οπότε τι να ψάχνω, ψύλλους στ' άχυρα; Ίσως να ναι από καμιά ατάκα σκόρπια... <br /><br />Την Ηρώ δεν θα την έλεγες μελαγχολική. Δεν ξέρω καν αν ήταν παρολίγον ή οσονούπω. Μάλλον τίποτα απ' τα δύο, αυτοί δε βάζουν γλώσσα μέσα. Η Ηρώ ήταν Γυναίκα. Γυ-ναί-κα. Όπως ξέρετε δε λέω πολλά. Όταν έμπαινε στο No Name άστραφτε ολόκληρη. Δηλαδή ερχόταν αστραφτερή. Και δεκάλεπτο το δεκάλεπτο ξεθώριαζε. Μονάχα το βλέμμα της άστραφτε όλο και περισσότερο. Δε μιλούσε ποτέ. Άσε που εκείνη τη μέρα ήταν αλλιώς. Μπουρινιασμένη. Ήπιε; Δε φαινόταν πιωμένη. Πάντως ήταν αλλιώς. Λες και ήταν η Ηρώ Molotov. Ίσως τις άλλες μέρες να ήταν αλλιώς. Δεν ξέρω. Εγώ, είπαμε, μιλούσα μόνο όταν το χάσμα διαρκούσε και πήγαινε για big bang. Κάτι σα σέντερ μπακ. Εκείνη τη βραδιά είχα ρεπό. Πάγκος. Η συζήτηση ήταν έντονη. Έντονη δεν εννοούμε ότι είχε και πάθος. Απλώς ταχυβολία. Ποσότης. Απολάμβανα τη σιωπή μου. Η Ηρώ μάλλον δεν απολάμβανε την κουλτουρορύπανση.<br />«Δηλαδή ρε Γιώργο ο ιταλικός νεορεαλισμός τι παραπάνω έχει από το Φώσκολο του '60; Μην κοιτάς τώρα... Τότε ήταν τραγωδός!»<br />«Τώρα, για να καταλάβω, συγκρίνουμε τη “Μάμα Ρόμα” με το “Χώμα Βάφτηκε Κόκκινο”;»<br />«Αν το θες πες το κι έτσι. Η, ας πούμε, ο Ντε Σίκα κι ο Τζαβέλλας...»<br />Σε τέτοιες φάσεις αν μου απευθύνει κανείς το λόγο απλώς τον κοιτάω, τρώω ένα αμύγδαλο, πίνω μια γουλιά, ώσπου κάποιος άλλος παίρνει αμπάριζα. Αλλά εγώ είμαι ο Γιάννης ο Τουρίστας. Με ξέρουν όλοι. Την Ηρώ πόσο καλά την ξέρουν; Επιπλέον εμένα το μάτι μου δεν αστράφτει, απ' όσο ξέρω. <br />Κώστας: «Ηρώ εσύ τι λες;»<br />Βλέμμα από ποτήρι σε Κώστα, μετά στο βάθος, στάση, μετά πάλι στο ποτήρι. Γουλιά.<br />«Ηρώ;»<br />Τίναγμα μαλλιών με ελαφρό ξεφύσημα, βλέμμα στο ποτήρι, γουλιά.<br />«Ηρούλα, μια δραχμούλα για τη σκέψη σου...»<br />«Άκου, Ντελίβερη: Δεν ξέρω τι σκατά άνθρωπος είσαι αλλ...»<br />«Μα, ρε Ηρώ...»<br />«Με διακόπτεις! Έλεγα: δεν ξέρω από τι είσαι φτιαγμένος, εγώ πάντως σήμερα είμαι από βενζίνη γι' αυτό μίλα με κάναν άλλο μη χαλάσουμε τις καρδιές μας».<br />«Βρε Ηρώ, άκου με να...»<br />«Ντελίβερη, φεύγω πριν πω καμιά βαριά κουβέντα που ξέρω ότι δεν τις αντέχεις».<br />Φόρεσε την καπαρντίνα της. Το πρόσωπό της ξαναέλαμψε σαν μόλις να μπήκε. Περπάτησε αργά, χωρίς να δείχνει ταραγμένη μέχρι την πόρτα. Βγήκε χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει.<br />Αρπάζω μια χούφτα αμύγδαλα απ' το μπολ και τρέχω ξωπίσω.<br />«Ηρώ!»<br />«Τι θες κι εσύ τώρα;»<br />«Τίποτα. Αμύγδαλα. Πάρε για το δρόμο».<br />Χαμογελάει η Ηρώ! Χαμογελάει το Ηράκι!<br />«Ηρώ, πάμε μια βόλτα. Δεν στην πέφτω...»<br />«Κρίμα. Θα ήταν ωραία ρε γαμώ το! Σε γουστάρω ρε Τουρίστα. Και το είχα τόσο ανάγκη! Μου το χάλασες τώρα όμως... Πάει, κάηκε... Σςςς! Μην πεις τίποτα! Πάει. Κάηκε. Πάμε βόλτα όμως. Ακολούθα».<br /><br />Τραβήξαμε προς τα κάτω. Χωρίς να καταλάβουμε βρεθήκαμε στην κρεαταγορά. Η κίνηση είχε αρχίσει. Πακιστανοί ξεφόρτωναν νταλίκες. Διαταγές, βλαστήμιες, αγκομαχητά. Κρεμούσαν τα μοσχάρια σκισμένα στη μέση ένα ένα στα τσιγκέλια. Το αίμα κυλούσε απ' τα ρείθρα στα αυλάκια.<br />«Γιάννη, άνοιξε το στόμα και κλείσε τα μάτια». Μού έβαλε στο στόμα το τελευταίο αμύγδαλο<br />«Τώρα θέλω να περπατήσω μόνη».<br />«Καληνύχτα Ηρώ».<br />«Καλημέρα Γιάννη».<br />«Καλημέρα Ηρώ».<br />«Αντίο Γιάννη».<br />Στάθηκα και την είδα σχεδόν να κολυμπά ανάμεσα στους πάγκους. Νταλικέρηδες και έμποροι στέκονταν σαν σε προσοχή για λίγο πριν γυρίσουν στις δουλειές τους. Ξημέρωνε. Έψαχνα που να κρυφτώ, να μη με βλέπουνε, να μου ρίξω δέκα μούντζες.<br /><br />Το βράδυ στου Νικόλα ήταν ο Ντελίβερης<br />«Ρε, έκανα μαλακία χτες;»<br />«Δε με χέζεις ρε Κώστα..».<br />«Κερνάω ουίσκι».<br />«Άσε, χρωστάει μπουκάλι ο Mr. Kasparov απ το πίσω τραπέζι».<br />«Μα γιατί τα πήρε έτσι;»<br />«Δε θα μάθεις ποτέ Κώστα».<br />«Δε θα μου πεις;»<br />«Δε μου είπε».<br />«Ρώτα την».<br />«Δε θα ξανάρθει ρε βλάκα!»<br />«Τουλάχιστον πέρασες καλά χτες, ε; Κουφαλίτσα!»<br />«Καληνύχτα μαλάκα!»<br />«Πού πας;»<br />«Φαντάρος...»Count_Zerohttp://www.blogger.com/profile/03143148160516456901noreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-7042682070044886427.post-14510667975075129372010-03-29T03:08:00.000+02:002010-03-29T03:09:48.855+02:00Νίκος Κιαχίδης - Οι κριτικοί μπορούν...(Οι κριτικοί μπορούν να 'ρθουν και να μου κλάσουν τ’ αρχίδια)<br /><br />Ο Καρλ ήταν κάτι σαν τον μεγαλύτερο εν ζωή συγγραφέα, μόνο που τον περισσότερο καιρό δεν σταύρωνε ούτε μιαν αράδα της προκοπής. Καθόταν δηλαδή μπροστά στην άδεια κόλλα κι έκανε ένα σωρό άσχετα πράγματα, όπως να καθαρίζει την μύτη του ή να ξύνει τ’ αρχίδια του. Στο τέλος έγινε πραγματικά καλός σ’ αυτό: η μύτη του έλαμπε από καθαριότητα. Όσο για τα αρχίδια του, ήταν μεγάλα σαν κυδώνια. Ναι, ο Καρλ είχε μεγάλα αρχίδια, τα μεγαλύτερα της πόλης. <br /><br />(σκηνή τώρα όπου ο Καρλ τα πίνει στο μπαρ) <br /><br />ΜΠΑΡΜΑΝ: Γιατί διάολο πίνεις τόσο πολύ;<br />ΚΑΡΛ: Έχω πολύ μεγάλα αρχίδια. Θα ’πρεπε να χαίρεσαι.<br />ΜΠΑΡΜΑΝ: Που έχεις μεγάλα αρχίδια;<br />ΚΑΡΛ: Και γι’ αυτό. <br />ΜΠΑΡΜΑΝ: Είσαι μεγάλος μαλάκας.<br />ΚΑΡΛ: Που να δεις τ’ αρχίδια μου. Τεράστια.<br />ΜΠΑΡΜΑΝ(δύσπιστα): Αρχίδια.<br />ΚΑΡΛ: Τα μεγαλύτερα που χεις δει.<br />ΜΠΑΡΜΑΝ: Πρέπει να σταματήσεις να πίνεις.<br />ΚΑΡΛ: Πρέπει να σου δείξω τα αρχίδια μου.<br />ΜΠΑΡΜΑΝ: Άντε γαμήσου εσύ και τ’ αρχίδια σου.<br />ΚΑΡΛ: Βγάλε μια μπίρα.<br />ΜΠΑΡΜΑΝ: Ο-κέι.<br /><br />Ο μπάρμαν φέρνει την μπίρα κι ο Καρλ ξεκουμπώνει το παντελόνι του και πετά ένα αρχίδι στον πάγκο, μεγάλο –όπως είπαμε– σαν κυδώνι. Ο μπάρμαν σκύβει με ζωηρό ενδιαφέρον πάνω από το κτήνος. <br /><br />ΜΠΑΡΜΑΝ: Εσύ είσαι μεγάλο ταλέντο βρε παιδί μου!<br />ΚΑΡΛ: Που να δεις και το άλλο.<br />ΜΠΑΡΜΑΝ: Πω πω!<br />ΚΑΡΛ: Μην αγγίζετε παρακαλώ, θα μου το κατσιάσετε.<br /><br />Ο Καρλ στριμώχνει πάλι το αρχίδι μέσα στο παντελόνι και κουμπώνεται. Κατεβάζει μονομιάς το μισό μπουκάλι.<br /><br />ΜΠΑΡΜΑΝ: Αυτό είναι χάρισμα απ’ τον Θεό μάγκα μου, δεν πρέπει να το κρύβεις.<br />ΚΑΡΛ: Ναι, σκέφτομαι να προωθήσω τη δουλειά μου αλλά δεν έχω τις άκρες. <br />ΜΠΑΡΜΑΝ: Ξέρω τον Κ. που είναι λογοτέχνης και κριτικός, γράφει σε κάτι εφημερίδες. Πρέπει να του δείξεις τ’ αρχίδια σου, θα του αρέσουν.<br />ΚΑΡΛ: Αν είναι να μου τα κλάσει ξέχνα το.<br />ΜΠΑΡΜΑΝ: Έλα μωρέ, δεν θα πάθεις και τίποτα. Στο φινάλε μπορεί και να σ’ αρέσει. Θα τον πάρω τηλέφωνο.<br />ΚΑΡΛ: Άντε καλά. <br /><br />Ο μπάρμαν πάει να τηλεφωνήσει και ο Καρλ κατεβάζει ήρεμα την υπόλοιπη μπίρα. Μασουλάει ένα φιστίκι, κλείνει το μάτι στη μπιγκόνια και ξύνει τα λογοτεχνικά του αρχίδια, τα μεγαλύτερα της πόλης.Count_Zerohttp://www.blogger.com/profile/03143148160516456901noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7042682070044886427.post-38706541786462164602010-03-29T03:07:00.000+02:002010-03-29T03:08:51.888+02:00Albert Levis - Ο ΓεφυροποιόςΜε μεγάλη έκπληξη οι κάτοικοι του χωρίου Πί-Χί-Ψί είδαν ένα ηλιόλουστο πρωϊνό κάποιον κύριο με ένα φτυάρι, έναν κασμά και μία τσάπα να δουλεύει παθιάρικα μέσα εις τα χωράφια. <br />Και η έκπληξή τους μεγάλωσε όταν το μεσημέρι είδαν να υψώνεται ένα μισοτελειωμένο γεφύρι. Παρατυχών αγρότης πλησίασε τον κύριο και τον ηρώτησε: «τι το ήθελε το κτίσμα, αφού ποτάμι ουδαμού εκεί γύρω υπήρχε;»<br />Ο κύριος, παρατήσας τα όργανα είπε: «Ώστε δεν υπάρχει ποτάμι εδώ; Τότε θα φτιάξω ένα, διότι όπου υπάρχει γεφύρι, φτιάχνεται και ποταμός».<br />Εγέλασε ο αγρότης και ο κύριος ανεχώρησε ίνα εξεύρη τα υλικά διά το ποτάμι. Δεν παρήλθε πολλή ώρα και ο κύριος επανήλθεν άπρακτος. <br />«Τι απέγινε;» ηρώτησεν ο χωρικός. <br />«Δεν είναι δυνατόν να κατασκευάσω ποταμόν», απήντησεν ο κύριος, «γιατί το ποτάμι δεν φτιάχνεται, εκπηγάζει μέσα από την Γή». <br />«Είδες λοιπόν», παρατήρησε ο γεωργός, «ότι όλα έχουν μια τάξη σ’ αυτόν τον κόσμο που η ανθρώπινη λογική πολλές φορές δεν την καταλαβαίνει». <br />«Έχεις δίκιο, αγρότα» απήντησε ο κύριος. Και γκρέμισε το γεφύρι, μάζεψε τα καλαμπαλίκια του και εγκατέλειψε το χωριό Πί-Χί-Ψί...Count_Zerohttp://www.blogger.com/profile/03143148160516456901noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-7042682070044886427.post-52379115177831616852010-03-29T03:06:00.000+02:002010-03-29T03:07:47.904+02:00Albert Levis - Λογύδριον Αποχωρούντος ΔιευθυντούΜε την ευκαιρία της αποχωρήσεώς μου θέλω να σας πω αυτά τα ολίγα λόγια, βγαλμένα μέσα από το laptop μου. Είναι δηλαδή ένα αποχωρητήριο μήνυμα. Ήσασταν όλοι πολύτιμοι συνεργάτες και βοηθοί μου, ιδιαίτερα όταν δεν κάνατε τίποτα, οπότε δεν κάνατε και λάθη. Η εργατικότητά σας θα μου μείνει αξέχαστη. Πάντοτε σας έβλεπα κουρασμένους -όποτε σας έβλεπα δηλαδή- γιατί από την πολλή δουλειά όλο άρρωστοι ήσασταν. Η συνέπειά σας υπήρξε απαράμιλλη. Ποτέ δεν ερχόσασταν στο γραφείο πριν από τις δέκα το πρωί και ποτέ δεν φεύγατε μετά τις δύο το μεσημέρι. Η ευπρέπεια και το ήθος σας ήταν χαρακτηριστικά. Κάθε άνθρωπος που συναλλασσόταν μαζί σας έφευγε συγχυσμένος και πολλοί έπαθαν συγκοπή από τον θυμό τους. Η εξωτερική σας εμφάνιση υπήρξε υπέροχη. Αν δεν είχε ταμπέλα το κτίριο απ’ έξω, όποιος έμπαινε εδώ νόμιζε ότι βρισκόταν στο Σίνγκ-Σίνγκ. Αλλά αυτό που με εντυπωσίασε πιο πολύ ήταν η όρεξή σας. Κάθε ώρα και στιγμή, όλο και κάτι μασουλάγατε. Γι' αυτό σας ευχαριστώ όλους που φροντίσατε, φορτώνοντας σε μένα όλες τις δουλειές που έπρεπε να κάνετε, να μη νοιώσω ποτέ πλήξη...Count_Zerohttp://www.blogger.com/profile/03143148160516456901noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7042682070044886427.post-85373976060024585452010-03-21T16:48:00.000+02:002010-03-21T16:49:37.388+02:00Χρήστος Σιδερής - Άλλυδις (Διογένης ο Κύων)ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΝ<br /><br />Το 1940 και κατά την διάρκεια του 2 ΠΠ ο Ηλίας Χατζηγεωργάκης, ένας ελαιοχρωματιστής στο επάγγελμα, εκ Βοτανικού Αθηνών, πεθαίνει όταν μία χειροβομβίδα σκάει στο πρόσωπό του. Επανανακτώντας την συνειδητότητά του, έκπληκτος, διακριβώνει ότι βρίσκεται σε έναν άλλο τόπο (άλλυδις)ο οποίος μοιάζει καταπληκτικά με τον κόσμο που ζούσε πριν το πόλεμο με τη διαφορά ότι σε αυτόν τον κόσμο ζούσαν οι νεκροί.<br />Οι πλειονότητα των εν λόγω αποθανώντων, τα ζόμπις τρόπο τίνι, ήταν διάσημοι και αποκαλούσαν αυτόν το μετά-κόσμο "εδώ" ενώ αναφέρονται στον κόσμο από τον οποίο προέρχονταν ως "εκεί". Ο Ηλίας Χατζηγεωργάκης παρατηρεί ότι στο "εδώ" οι θανώντες συχνά εξαφανίζονταν και συνομιλώντας με ειδήμονες και μη ανακαλύπτει ότι οι άνθρωποι του "εδώ" υπήρχαν γιατί κάποιος τους σκεφτόταν στο "εκεί". Συνειδητοποιεί ότι όταν πεθάνουν τα παιδιά του και ίσως τα εγγόνια του δεν θα υπάρχει κανείς να τον θυμάται και έτσι θα περάσει στην ανυπαρξία ή αλλιώς στο επέκεινα όπως αποκαλούσαν την μετά-μετά-κατάσταση οι κάτοικοι του "εδώ". Για να αποφύγει αυτή την τραγική κατάληξη, ο Ηλίας προσπαθεί να βρει τρόπο να στείλει ένα μήνυμα στο "εκεί" έτσι κάποιοι να τον θυμούνται και να συνεχίσει υπάρχει, ένα πράγμα σαν το άσμα του Καζαντζίδη (Υπάρχεειιιιςς, και όσο υπάρχεις θα υπάρχω!).<br /><br /><br />Επεισόδιο 2<br /><br />Η αγορά ή, πιό ορθά, το τμήμα της αρχαίας αγοράς που τώρα ήταν διάσπαρτο από μάρμαρα αποτελούσε μόνιμο πόλο έλξης για μια ετερόκλητη ομάδα ατόμων, συνήθως νεοφερμένους αλλά και παλαιότερους κατοίκους του "εδώ" που επιθυμούσαν να ακροαστούν τους αρχαίους φιλοσόφους. Ο Ηλίας Χατζηγεωργάκης δεν αποτελούσε εξαίρεση. Ένιωθε ότι ελκόταν από την αγορά,όχι μόνο ένεκα της ανάγκης του να ανακαλύψει κάποιον που θα τον βοηθούσε να ανακαλύψει έναν τρόπο να στείλει να μήνυμά του στο "εκεί".<br />Βάδιζε σκυφτός παρλαλληλα της σιδηροκατασκευής που προστάτευε περιμετρικά την αγορά μασουλώντας ένα σουβλάκι που είχε προμηθευτεί από ένα ταχυφαγείο. Το σουβλάκι ήταν κομμάτια κρέας τυλιγμένα σε λιγδιασμένη πίτα με τζατζίκι, ντομάτα και κρομύδια και δεν θυμόταν να είχε ξαναγευτεί κάτι τέτοιο. Πάντως το έβρισκε νόστιμο και καταβρόχθιζε με βουλιμία. Έφτασε στην κύρια είσοδο και αφού έριξε μια ματιά στο συνωστισμένο πλήθος κίνησε προς το μέρος τους. Κι ενώ ο Ηλίας Χατζηγεωργάκης κοίταζε με λάγνο βλέμμα το μισοφαγωμένο σουβλάκι και ένα ρυάκι τζατζικιού άρχισε να κυλά από την άκρη του στόματός του, μια ομάδα καραφλών κρετίνων με τιράντες αποσπάστηκε από το πλήθος, τον περικύκλωσε και φωνασκώντας "κύνας, κύνας" άρχισαν να τον ραβδοκοπούν. Το σουβλάκι του έφυγε από το χέρι. Καίτοι κινήθηκε ενστικτωδώς να το ανακτήσει πολύ σύντομα εξαναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει τα άνω άκρα για να καλύψει το πρόσωπό του για να προστατευτεί από τους ραβδισμούς και έπεσε κατάχαμα δίπλα σε ένα μεγάλο πιθάρι. Με την άκρη του ματιού του είδε έναν λερό γέροντα με αεικίνητα μάτια να ξεπροβάλει από το πιθάρι. Ο γέροντας κοίταξε τον Ηλία αμφίθυμα και έπειτα έστρεψε τη ματιά του στους επιτιθέμενους που κοντοστάθηκαν.<br />"ΠΡΟΣΟΥΡΗΣΕ ΑΥΤΟΙΣ!"<br />"Τι;" ρώτησε<br />"ΠΡΟΣΟΥΡΗΣΕ ΑΥΤΟΙΣ!" επανέλαβε και βλέποντας ότι ο Ηλίας απομείνει ενεός ξετρύπωσε από το πιθάρι με ασυνήθιστη ενεργητικότητα, σήκωσε το χιτώνιό του και άρχισε να τρέχει πίσω από τους μελανοχιτώνες κατουρώντας τους!<br />Οι επιτιθέμενοι σκόρπισαν τρομαγμένοι και ο λιπόσαρκος γέροντας επέστρεψε δίπλα του φανερά ικανοποιημένος.<br />"ΚΥΩΝ ΚΥΝΑΝ ΠΡΟΜΑΧΕΙ", είπε και κάθισε ανακούρκουδα.<br />"Ευχαριστώ γέροντα" είπε ο Ηλίας αλλά ο σωτήρας του δεν απάντησε.<br />Τον παρατηρούσε με την άκρη του ματιού του, είχε σφαλίσει τα μάτια. Δεν του έδινε καμία σημασία. Κοίταξε το πιθάρι που ήταν τεράστιο και αδειανό. Χωρίς να μπει στον κόπο να τον κοιτάξει είπε:<br />"ΜΕΙΡΑΚΕΙΟΝ, ΒΛΕΠΕ ΜΗ ΕΜΠΕΣΗΣ"<br />Ο Ηλίας Χατζηγεωργάκης δεν ήξερε τι σήμαινε "ΜΕΙΡΑΚΙΟΝ" αλλά κατάλαβε από τα συφραζόμενα ότι ο γέροντας τον προειδοποιούσε να μην πέσει μέσα στο πιθάρι.<br />Πώς μπορούσε να πέσει στο πιθάρι; Κατά πως έβλεπε το πιθάρι ήταν μεν μεγάλο αλλά δεν μπορούσε κανείς να πέσει μέσα!<br />Αλλά τι έκανε ο γέροντας στο πιθάρι;<br />"ΤΟΥΣ ΜΕΝ ΔΙΔΟΝΤΑΣ ΣΑΙΝΩΝ ΤΟΥΣ ΔΕ ΜΗ ΔΙΔΟΝΤΑΣ ΥΛΑΚΤΩΝ ΤΟΥΣ ΔΕ ΠΟΝΗΡΟΥΣ ΔΑΚΝΩΝ" είπε ο γέροντας<br />"Να με συγχωρεί η χάρη σου γέροντα μα δεν καταλαβαίνω τίποτα!" παραδέχτηκε ο Ηλίας.<br />"ΚΝΩΔΑΛΟΝ;"<br />"Κνώδαλον!" επανέλαβε ευχαριστημένος και άπλωσε το χέρι του αποφασισμένος ότι αυτό θα ήταν το όνομα του στο "εδώ". Δεν ήξερε τι σήμαινε κνώδαλον αλλά όποιον είχε συναπαντήσει τον αποκαλούσε έτσι.<br />ΤΑΣ ΧΕΙΡΑΣ ΕΠΙ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΕΚΤΕΙΝΕΙΝ ΜΗ ΣΥΓΚΕΚΑΜΜΕΝΟΙΣ ΤΟΙΣ ΔΑΚΤΥΛΟΙΣ" είπε ο γέροντας και άπλωσε το χέρι του με ανοικτά τα δάχτυλα και αδράχνωντας τον ώμο του Ηλία. Το χέρι του Ηλία έμεινε μετέωρο σε θέση χειραψίας, αδυνατώντας να κατανοήσει ότι και η χειραψία ήταν ένα σχετικά πρόσφατο πολιτισμικό ιδίωμα.<br />Καίτοι κνώδαλον, κατά γενική ομολογία, ο Ηλίας Χατζηγεωργάκης είχε ήδη καταλάβει ότι ο γέροντας ομιλούσε κάποια διάλεκτο της αρχαίας ελληνικής και πιθανά ήταν ένας από τους φιλοσόφους που τους μάθαιναν στο σχολείο. Και κάτι του θύμιζε το πιθάρι του αλλά δεν μπορούσε να το συγκεκριμενοποιήσει.<br />Μάζεψε το χέρι του από την θέση χειραψίας, και έδειξε με το δάκτυλο τον σαρκίο του ηλπίζοντας ότι ο ουνιβερσαλικός τρόπος επικοινωνίας θα έκανε δουλειά.<br />"Ηλίας" είπε.<br />"ΔΙΟΓΕΝΗΣ ο ΚΥΩΝ" είπε ο γέροντας.<br />Διογένης ο Κύων! Βέβαια! Τον θυμήθηκε! Ο Διογένης ο κυνικός έμενε σε ένα πιθάρι στην Αθήνα, ήταν αυτός για τον οποίο έλεγαν ότι είχε ανάψει ένα φανάρι ενώ ο ήλιος σκόρπιζε το φώς του και όταν το είχαν ρωτήσει γιατί το έκανε είχε απαντήσει ότι έψαχνε για ανθρώπους. Επίσης θυμόταν άλλο ένα περιστατικό με τον Αλέξανδρο που είχε σταθεί μπροστά του στο πιθάρι και τον είχε ρωτήσει τι ήθελε να του δώσει και ο Διογένης του είχε ζητήσει να απομακρυνθεί γιατί του έκρυβε τον ήλιο. Αυτά ήταν όλα κι όλα που θυμόταν γι αυτόν τον παράξενο άνθρωπο!<br />Αλλά μπορούσε ο Διογένης να συνδράμει στην προσπάθεια του να περάσει ένα μήνυμα στο "εκεί"; Τον κοίταξε με ελπίδα αλλά δεν πρόλαβε να αρθρώσει λέξη.<br />"ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΕΡΑΝΙΖΕ ΑΠΟ ΔΕ ΕΚΤΟΡΟΣ ΙΣΧΕΟ ΧΕΙΡΑΣ" είπε ο Διογένης χωρίς να ανοίξει τα μάτια<br />Παρότι τα μικρά φαιά κύτταρα του Ηλία Χατζηγεωργάκη δούλευαν υπερωρίες δεν κατάλαβε τίποτα! Τι δουλειά είχε ο Έκτωρας; Μήπως παρομοίαζε τον εαυτό του με τον νεκρό Έκτωρα; Μήπως τον προειδοποιούσε να μην ζητήσει τίποτα από εκείνον; Ίσως.<br />"Δύνασαι ίνα ρητορεύσεις εις την νέαν ελληνικήν δάσκαλε" είπε, "ίνα... δεν καταλαβαίνω τίποτα" έκανε μία προσπάθεια να μιλήσει σε όσο πιο αρχαία διάλεκτο μπορούσε.<br />Αυτή τη φορά άνοιξε τα μάτια του, τον κοίταξε, έδειξε τα δόντια του και μετά άρχισε να περπατάει με τα τέσσερα και να.... γαβγίζει... μάλλον χαρωπά! Ο Ηλίας ήταν απόλυτα βέβαιος ότι αν διέθετε ουρά θα την κουνούσε! Ηταν φανερό ότι τον διασκέδαζε αφάνταστα ο νεαρός ελαιοχρωματιστής!<br />Αυτή η παράξενη συμπεριφορά σύντομα προκάλεσε το ενδιαφέρον του Πλάτωνα, του Πρωταγόρα και έτερων φιλοσόφων, περίεργων και περαστικών.<br />Ο Διογένης βλέποντας τους φιλοσόφους να κινούνται προς την μεριά του απέδειξε ότι όσοι έλεγαν ότι φορούσε μόνο έναν χιτώνα έσφαλαν. Φόρεσε το πιο περιφρονητικό ύφος που είχε στην γκαρνταρόμπα του!<br />Ο Πρωταγόρας κοίταξε έυθυμα τον νεαρό νεοέλληνα αλλά δεν είπε τίποτε. Ο Πλάτωνας έδειξε τον Ηλία. «ΙΔΟΥ», είπε, «ΦΥΣΙ ΚΑΙ ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΠΑΡΑΣΙΤΟΥΣ ΤΡΕΦΕΙ!»<br />Σιγά να μην άφηνε εκείνη την μύγα στο σπαθί του. «ΟΡΩΝ ΙΑΤΡΟΥΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥΣ ΣΥΝΕΤΟΤΑΤΟΝ ΕΙΝΑΙ ΤΩΝ ΖΩΩΝ ΝΟΜΙΖΕΙΝ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ» είπε ο Διογένης και έφτυσε τον Πλάτωνα κατά πρόσωπο.<br />Αυτός παρότι δεν άνηκε στην σχολή των Στωικών, σκούπισε στωικά την ροχάλα.<br />"ΤΗ ΔΥΣΓΕΝΕΙΑΝ ΠΟΝΗΡΟΝ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΟΙΚΟΝ ΤΗ ΠΑΡΡΗΣΙΑ" είπε υπονοώντας κάτι το οποίο ο Ηλίας αδυνατούσε να αντιληφθεί.<br />Ο Διογένης άρπαξε το ραβδί του και έκανε πως σηκωνόταν. Οι παριστάμενοι σκιαγμένοι σκόρπισαν σε διάφορες κατευθύνσεις. Ξανακάθισε ικανοποιημένος και στράφηκε προς το μέρος του Ηλία.<br />«Ηλίας λοιπόν».<br />«Μάλιστα πάνσοφε»<br />«Άσε τις μαλαγανιές μειράκιον», είπε, «ξέρεις τι λέει ο Αντισθένης για τους κόλακες;» και φυσικά επειδή ο Ηλίας δεν ήξερε ούτε ποιος ήταν ο Αντισθένης πόσω μάλλον τι έλεγε απάντησε μόνος του «ΕΙΣ ΚΟΡΑΚΑΣ Η ΕΙΣ ΚΟΛΑΚΑΣ ΕΜΠΕΣΕΙΝ, ΟΙ ΜΕΝ ΓΑΡ ΝΕΚΡΟΥΣ ΟΙ ΔΕ ΖΩΝΤΑΣ ΕΣΘΙΟΥΣΙΝ».<br />Ο Ηλίας δεν κατάλαβε τίποτα. «Κατάλαβα δάσκαλε» είπε.<br />«Κόπρανα κατάλαβες!»<br />Σιώπησε και έκλεισε τα βλέφαρα δίνοντας την ευκαιρία στον Ηλία να τον παρατηρήσει προσεκτικά. Τα μαλλιά του, όσα είχαν απομείνει στην κεφαλή του, ήταν σγουρά και ξανθά. Φορούσε έναν ριχτό χιτώνα και από τους ώμους του κρεμόταν παραγεμισμένο ασκί. Ήταν κοντοστούπης, μετά βίας έφτανε το ένα και εξήντα και ίσως έπασχε από λανθάνουσα οστεοπόρωση.<br />Ο Διογένης έχωσε το χέρι του στο ασκί και έβγαλε μια χούφτα ελιές και ένα ξεροκόματο. Χωρίς να ανοίξει τα μάτια και δίχως να του προσφέρει φαγητό άρχισε να μασουλάει απολαμβάνοντας το λιτό κολατσό, φτύνωντας τα κουκούτσια στους περαστικούς που δεν τολμούσαν να διαμαρτυρηθούν.<br />Αφού απόφαγε με την ησυχία του, ρεύτηκε σαν αμερικάνικη διαφήμιση της Κόκα Κόλα, σκούπισε τα χέρια του στον ήδη λιγδωμένο χιτώνα, ήνοιξε τους οφθαλμούς και κοίταξε τον Ηλία με τα γαλάζια, φωτεινά μάτια του.<br />«Πριν μου ζητήσεις οτιδήποτε θέλω να ικετεύσεις τον αδριάντα του Περικλέους. Προετοιμάσου για το χειρότερο!»<br />«Ποιον αδριάντα δάσκαλε;» ρώτησε ο Ηλίας.<br />Του έδειξε το άγαλμα του Περικλή.<br />Ο Ηλίας είχε έναν συμμαθητή που τον έλεγαν Περικλή αλλά το άγαλμα δεν απεικόνιζε αυτόν. Γιατί τού ζητούσε να προσευχηθεί στον αδριάντα του Περικλέουςμ όποιος κι αν ήταν αυτός, ο Διογένης; Μήπως τον προετοίμαζε για την άρνησή του; Ίσως πάλι δοκίμαζε την καρτερία του ζητώντας του να απαιτήσει το αδιανόητο, ένα άγαλμα να του αποκριθεί και να λύσει το πρόβλημά του; Αποφάσισε να κάνει αυτό του ζήτησε και κίνησε προς τον ανδριάντα του Περικλή όπου παρέστησε ότι μιλούσε και ότι ζητούσε να του πει όσα ήθελε να μάθει και μετά, κάτω από το προσηνές βλέμμα του Διογένη και υπό τους γέλωτες αργόσχολων που παρακολουθούσαν τα τεκταινόμενα, επέστρεψε και κάθισα δίπλα του.<br />«Είσαι επίμονος μειράκιον!» είπε ο Διογένης.<br />«Μάλιστα δάσκαλε» επιβεβαίωσε ο Ηλίας.<br />«Ας βαδίσουμε λοιπόν» είπε ο Διογένης και σηκώθηκε με τη βοήθεια του ραβδιού του. Όπως σηκωνόταν άφησε να του ξεφύγει μία βροντερή κλανιά. Τέσσερα πιτσιρίκια που τους χλέβαζαν από ασφαλή απόσταση άρχισαν να συλλέγουν πέτρες και να τις πετούν. Προσπάθησαν να καλυφθούν.<br />«Θαίδη, πρόσεχε, μην πετύχεις τον πατέρα σου!» είπε απευθυνόμενος σε ένα από τα πιτσιρίκια. Και ενώ τα τρία από τα παιδιά παράτησαν τις πέτρες και έσκασαν στα γέλια ο Θαίδης κατακόκκινος από την προσβολή μάζεψε τις μεγαλύτερες πέτρες που μπορούσε να βρει και ετοιμάστηκε να τις εκσφεντονίσει. Ο Διογένης, με ταχύτητα Ολυμπιονίκη κινήθηκε προς το μέρος τους με το ραβδί του υψωμένο απειλητικά.<br />Τα πιτσιρίκια, συμπεριλαμβανομένου του Θαίδη, έγιναν καπνός.<br />«Ο Θαίδης. Καλό παιδί. Η μητέρα του είναι εταίρα!» είπε.<br />Προχωρούσαν αργά, οι τρεις τους, ο Ηλίας, ο Διογένης και το πιθάρι του.<br />«Φοβάσαι μην σου κλέψουν το πιθάρι;» απόρησε ο Ηλίας<br />«Φοβάμαι μη νυστάξω!» είπε ο γέρων.<br />«Και γιατί μένεις σε πιθάρι δάσκαλε;»<br />«Χαρακτηριστικό των θεών είναι ότι δεν χρειάζονται τίποτε! Γι αυτό, και όσοι τους μοιάζουν αρκούνται στα αναγκαία», είπε χωρίς να δώσει περαιτέρω εξηγήσεις. «Από ποια Ολυμπιάδα μας έρχεσαι;»<br />«Ολυμπιάδά ;», απόρησε ο Ηλίας. Μήπως εννοούσε τις αθλητικές Ολυμπιάδες; Η τελευταία Ολυμπιάδα που θυμόταν είχε γίνει το 1936 στο Βερολίνο λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος!<br />«Αποχώρησα από το "εκεί"» είπε, «το 1940 δάσκαλε».<br />«Τό σαράντα και εννιακόσια και μύρια;»<br />"Ε! Όχι το 1940!"<br />«Αυτό είπα και εγώ μειράκιον! Ολυμπιάδες;!!!»<br />«Ε; Όχι δάσκαλε! Έτη».<br />«Από πότε;»<br />«Από πότε;»<br />«Ναι μειράκιον, από πότε σαράντα και εννιακόσια και μύρια;»<br />«Από την γέννηση του Χριστού δάσκαλε;»<br />«Ποιος είναι πάλι αυτός ο κύων;»<br />Ο Ηλίας Χατζηγεωργάκης αναγκάστηκε να στρώσει και πάλι στην δουλειά τα μικρά φαιά του κύτταρα και όλως παραδόξως θυμήθηκε ότι ο Διογένης ο κυνικός έζησε την κλασική περίοδο, ήταν σύγχρονος του Πλάτωνα, του Σωκράτη στην Αθήνα του Περικλέους! Α, ο Περικλής! Συνειδητοποίησε.<br />«Περίπου 2.400 έτη από την εποχή σου Δάσκαλε!»<br />«Τετρακόσια και μύρια; Δηλαδή, μα τον Μολλοσικό κύων, εξακόσιες και βάλε Ολυμπιάδες στο μέλλον! Και πώς πέθανες;»<br />«Στον πόλεμο, στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο».<br />«Και πέθανες στην μάχη. Εύγε! Μα τον Ηρακλή, δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος! Πολεμήσατε με τους βαρβάρους λοιπόν ή τους Μακεδόνες;»<br />«Οι Μακεδόνες αποτελούν τμήμα της Ελλάδας δάσκαλε», εξήγησε ο Ηλίας, «πολεμήσαμε με τους Ιταλούς και έπειτα τους Γερμανούς. Σύμμαχοί μας ήταν οι Εγγλέζοι, οι Γάλλοι και οι Αμερικάνοι. Μερικοί λέγαν πως στον πόλεμο θα έμπαινε και η Ρωσία μας δεν τους πίστεψα».<br />«Μα την Αθηνά! Ποιες είναι αυτές οι βαρβαρικές φυλές; Καλά είπα στον στον Ξενιάδη να με θάψει με το πρόσωπο προς τα κάτω γιατί σύντομα τα κάτω θα έρθουν πάνω!».<br />«Ποιος είναι ο Ξενιάδης δάσκαλε;»<br />«Ο δούλος μου! Τον διέταξα να με αγοράσει στο σκλαβοπάζαρο της Κρήτης όπου με είχαν πάει πειρατές μετά από ένα τρισκατάρατο ταξίδι στην Αίγινα!»<br />«Μα, πώς είναι δυνατόν να σε αγοράσει ο δούλος σου;» απόρησε ο Ηλίας.<br />«Πώς μπορεί αυτός που αγοράζει ένα λιοντάρι να είναι ο αφέντης του λιονταριού; Με ρώτησαν τι ήξερα να κάνω και τους είπα ότι αυτό που ήξερα καλύτερα ήταν να διατάζω και έπειτα υπέδειξα στον Ξενίδη να με αγοράσει γιατί κατάλαβα ότι χρειαζόταν κάποιον να του δίνει εντολές! Χρειαζόταν κάποιον να δείξει στα παιδιά του πως να γίνουν ανώτερα από εκείνον. Τουλάχιστον του αναγνωρίζω αυτό: ήταν ανδράποδο μα είχε γνώση της ασημαντότητάς του. Έτσι που λες...Αχά!». Μου έδειξε έναν ξερκιανό μελαχροινό άνθρωπο που ερχόταν προς το μέρος μας «Η Αιγυπτιακή κληματόβεργα!»<br />«Ποιος είναι αυτός δάσκαλε;»<br />«Ο Ζήνων ο Κιτιεύς μειράκιον. Γαβγίζει μα δεν δαγκώνει!»<br />«ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ» είπε ο Ζήνων.<br />«Γρουμβ» απάντησε ο Διογένης αποσπώντας το μειδίαμα του Ζήνων.<br />«ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ» είπε ο Ζήνων και απομακρύνθηκε με ελαφρά πηδηματάκια.<br />«Σπιτικός σκύλος!» παρατήρησε. «Διδάσκει ότι πρέπει να κυκλοφορούμε γυμνοί αλλά πάντα είναι ντυμένος, μένει σε σπίτι, συχνάζει σε όλα τα συμπόσια και κλέβει τις ερωμένες των φίλων του! Σπουδαίο παλικάρι! Μπάφιασα με τους θεωρητικούς, μειράκιον!»<br />Ο Ηλίας βέβαια, ποσώς ενδιαφερόταν για όσα του αράδιαζε ο Διογένης για τους άσπονδους φίλους του φιλοσόφους και μη. Μπορούσε να τον βοηθήσει να στείλει ένα μήνυμα στο "εκεί"; Δεν ήξερε. Τι ήταν ο Διογένης, ένας κυνικός φιλόσοφος που από ό,τι είχε καταλάβει πρέσβευε την άποψη ότι ο άνθρωπος δεν χρειαζόταν τίποτα παρά μόνο τα αναγκαία για να ζήσει, λιτό φαγητό, ένα χιτώνα, και ένα... πιθάρι.<br />«Δάσκαλε...» είπε<br />«Όχι τώρα μειράκιον, η φύσις με καλεί» είπε ο Διογένης.<br />Ντυμένη με αραχνούφαντο φόρεμα η νέα γυναίκα πέρασε από μπροστά τους. Ήταν εκθαμβωτικά όμορφη, με καστανούς βόστρυχους, μεγάλα μάτια λυγερή κορμοστασιά. Περπατούσε με ανάλαφρα βήματα, σα νεαρό ελαφάκι. Ο Διογένης γούρλωσε τα μάτια, παράτησε το ραβδί και το πιθάρι, κάθισε ανακούρκουδα, έπιασε το εργαλείο του, που είχε κάνει έγερση, και άρχισε να αυνανίζεται. Το σπέρμα πετάχτηκε σε μια μεγάλη απόσταση και προσγειώθηκε λευκό και παχύ σε έναν θάμνο. Δύο κυρίες του μεσοπολέμου που περνούσαν από το μονοπάτι έκλεισαν τα μάτια τους επιδεικτικά και άρχισαν να τρέχουν και να κρυφογελάνε ρίχνοντας ταυτόχρονα κλεφτές ματιές στον ξεδιάντροπο γέρων!<br />«Δεν ντρέπεσαι καθόλου δάσκαλε;» απόρησε ο Ηλίας. που είχε κοκκινίσει για λογαριασμό του γέροντα, όταν ο Διογένης ολοκλήρωσε το έργο του και κάλυψε με τον χιτώνα τα γεννητικά του όργανα.<br />«Άρτεμις!», μονολόγησε ο γέρων. «Είθε να με άφηνε να ψήσω την φρατζόλα μου στον φούρνο της!» και απευθυνόμενος στον Ηλία παρατήρησε «Μακάρι και η πείνα μου να ικανοποιούνταν τόσο εύκολα».<br /><br />Ο Ηλίας Χατζηγεωργάκης άρχισε να συλλογιέται την κατάσταση. Οι νεκροί ξαναζούσαν. Ένα το κρατούμενο. Ο τόπος που ζούσαν έμοιαζε με την Αθήνα όπως την θυμόταν εκείνος,,, περίπου όπως την θυμόταν. Δύο τα κρατούμενα. Ο τόπος που βρισκόταν το "εδώ" ζωοδοτούνταν, όχι ζωοδοτούνταν, εκπορεύονταν από το "εκεί". Αυτό του θύμισε κάποιες δογματικές διαμάχες μεταξύ καθολικής και ορθόδοξης εκκλησίας. Θυμόταν αμυδρά ότι κάποιο από τα δύο δόγματα υποστήριζε ότι ο πατήρ εκπορεύει αλλά δεν εκπορεύεται του Αγίου Πνεύματος ή μήπως από τον Υιό; Ποια πρακτική διαφορά έφερε αυτό στην πίστη αδυνατούσε να καταλάβει; Μολοντούτο το ζήτημα είχε εφαρμογή στην παρούσα κατάσταση, διότι ήταν βέβαιο, με βάση τα όσα είχε πληροφορηθεί, ότι οι άνθρωποι στο "εδώ" ζούσαν επειδή κάποιοι στο "εκεί" τους σκέπτονταν, συνεπώς το "εδώ" εκπορευόταν από το "εκεί". Ίσχυε άραγε και το αντίθετο; Υπήρχε κάτι το οποίο το "εδώ" προσέφερε στο "εκεί" με τη μία ή την άλλη μορφή και τι θα μπορούσε να ήταν αυτό; Η εξακρίβωση αυτής της υπόθεσης θα συνέβαλε αποφασιστικά στην πρόθεση του να στείλει ένα μήνυμα στο εκεί, διότι αν η επικοινωνία ήταν αμφίδρομη, τότε θα μπορούσε να περάσει και το μήνυμα του. Κάπου γιατί εκεί μπερδεύτηκε λίγο γιατί θυμήθηκε ότι είχε επιχειρήσει να εκλογικεύσει τον συλλογισμό του με κρατούμενα και δεν θυμόταν πόσα είχε ήδη κρατημένα; Ένα το κρατούμενο; Δύο τα κρατούμενα; Τρία τα κρατούμενα;...<br />Αφού συσκέφτηκε διεξοδικά το ζήτημα αποφάσισε ότι η μαθηματική προσέγγιση του ζητήματος τον μπέρδευε χειρότερα!<br />Πραγματικά για τον Ηλία όλοι αυτοί οι συλλογισμοί και τα προβλήματα κατανόησης και εμπέδωσης μεταφυσικών και φυσικών θεμάτων ήταν κάτι το πρωτόγνωρο. Ποτέ δεν φημιζόταν, στο "εκεί" για την πνευματική του διαύγεια. Είχε βέβαια πάει στο σχολείο, δεν ήταν και κάνας χαζός αλλά τέτοια ζητήματα όπως αυτά που αντιμετώπιζε στο "εκεί" δεν είχαν ανακύψει ποτέ στην κανονική ζωή του.<br />Κάποια στιγμή και λίγο πριν απελπιστεί ολοκληρωτικά θυμήθηκε ότι είχε καταλήξει στο ότι οι σκέψεις των ζωντανών κρατούσαν εν ζωή τους αποθαμμένους. Οι σκέψεις! Τί είναι όμως οι σκέψεις;, αναρωτήθηκε εύλογα.<br />Πνεύμα; Τι είναι το πνεύμα; Και πώς γίνεται το πνεύμα να έχει τέτοια αποτελέσματα. Ασυναίσθητα έπιασε το χέρι του και έπειτα ζούληξε το πρόσωπό του μέχρι που πόνεσε για να βεβαιωθεί ότι έφερε σαρκίο. Αλλόκοτο, σκέφτηκε, έχω σώμα, είμαι ύλη αλλά πώς γίνεται το πνεύμα του "εκεί", οι σκέψεις τους, να γεννά ύλη στο "εδώ"; Εμάς!, κατέληξε.<br />Ο Ηλιάς Χατζηγεωργάκης ένιωθε πολύ αλλόκοτα από τότε που είχε αναστήθει. Ποτέ άλλοτε δεν είχε χρειαστεί να κάνει τόσους συσχετισμούς. Ένιωθε κουρασμένος, μπερδεμένος και κυρίως, απογοητευμένος. Και ενώ ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει την "μάχη"...<br />«Κάτι ήθελες να με ρωτήσεις μειράκιον;» είπε αναπάντεχα ο Διογένης ο Κύνας.<br />Ο Ηλίας, ανοιγόκλεισε τα μάτια του για να αποκτήσει επαφή με την τρέχουσα πραγματικότητα στην οποία συμπεριλαμβανόταν ένας ρακένδυτος γέρος φιλόσοφος με έκθετο πέος.<br />«Δάσκαλε, μού καταμαρτύρησαν ότι εδώ είναι ένα μέρος που πάνε οι άνθρωποι σαν πεθαίνουν, πως βρισκόμαστε εδώ γιατί κάποιοι “εκεί” μας σκέπτονται. Πώς γίνεται όμως να μας σκέπτονται κάποιοι και να ανασταινόμαστε ενώ μόλις παύουν να μας συλλογιόνται να διαβαίνουμε το επέκεινα;»<br />«Να ανασταινόμαστε μειράκιον; Και τί είμαστε τάχα, αναστενάρηδες; Άκου να ανασταινόμαστε! Δεν έχεις προσέξει ότι “εδώ”, όπως το ονοματίζεις του λόγου σου, βρίσκονται και κάποιοι που δεν υπήρχαν ποτέ “εκεί”; Πώς ανασταίνεται η αφεντιά τους μειράκιον;»<br />Πράγματι! Και ο Ηλίας Χατζηγεωργάκης είχε παρατηρήσει αυτή την παραμέτρο αλλά είχε προτιμήσει να την αγνοήσει. Ήταν βέβαια ήδη αρκετά μπερδεμένος και η τροπή αυτή σίγουρα θα τού προσέφερε επιπλέον πονοκεφάλους μα δεν μπορούσε να παραβλέψει τα γεγονότα και τα γεγονότα υποδήλωναν ότι έπρεπε να συμπεριλάβει στην εξίσωση την ύπαρξη μυθολογικών χαρακτήρων στο “εδώ”. Κοντολογίς, πώς ήταν δυνατόν να συνυπάρχουν απλοί άνθρωποι, διάσημότητες και θεοί της ελληνικής μυθολογίας και άλλων μυθολογιών, θρησκευτικών και μη όπως και ορισμένοι χαρακτήρες για τους οποίους είχε την υπόνοια ή την εντύπωση ότι αποτελούσαν μυθοστορηματικούς χαρακτήρες. Τί σήμαινε αυτό; Αν οι σκέψεις του "εκεί" δημιουργούσαν υλικές υποστάσεις στο "εδώ" εκ του μη-όντως τότε πόσο μετέβαλλε αυτό την θεωρία που είχε αρχίσει να σχηματοποιεί με την αμείλιτκη εκμετάλλευση των μικρών φαιών κυττάρων του; Βεβαίως, αν το καλοσκεφτόταν κανείς, ένας νεκρός του οποίου η υλική υπόσταση καταναλώνεται από τα σκουλήκια δεν είχε και μεγάλη διαφορά από κάποιον ο οποίος υπήρξε μόνο στην φαντασία κάποιου συγγραφέα ή θεολόγου ή ότι άλλο. Η συλλογιστική αυτή απείχε παρασσάγγες από τις νοητικές ικανότητες του Ηλία Χατζηκυριακάκη και τον οδηγούσε σε νοητικές σφαίρες τις οποίες πέραν της αντιλήψεώς του.<br />«Βλέπω μειράκιον ότι δυσκολεύεσαι να εμπεδώσεις όλες τις συνιστώσες. Θα προσπαθήσω να στο απλοποιήσω. πάρε χαρτί και μολύβο από το κιόσκι. Τι με κοιτάς μειράκιον; Αμόλα!»<br />Υπάκοα ο Ηλίας πήρε χαρτί και μολύβι από ένα περίπτερο και τα έδωσε στο γέροντα.<br />«Φοβερή εφέυρεση το χαρτί» θαύμασε ο Διογένης και σημείωσε<br />ΕΚΕΙ - Σκέψεις (πνεύμα) -(μετατρέπονται στο) ΕΔΩ (ως) Ύλη (όντα που υπήρχαν στο "Εκεί" ως υλικές υποστάσεις και όντα που υπήρχαν στο Εκεί ως σκέψεις)<br />«Μέχρι εδώ καλά;» ρώτησε τον Ηλία αλλά δεν πήρε απάντηση. «Το ερώτημα είναι αν σκέψεις ή, ακόμα καλύτερα, οι υλικές υποστάσεις του "εδώ" μπορούν να επαναπατριστούν στο "εκεί" με κάποιο τρόπο δηλαδή αν η επικοινωνία μεταξύ των δύο κόσμων είναι αμφίδρομη. Απλούστερα, αν η σύνδεση μεταξύ των περιοχών του διαγράμματος γίνεται με μονή η διπλή συνεπαγωγή;»<br />»Και τι συμβαίνει όταν οι σκέψεις περί τινός διακόπτονταν στο "εκεί", όταν μία περσόνα του "εδώ" εξαφανίζεται παντελώς είτε για να διαβεί οριστικά το επέκεινα είτε μέχρι να επανυλοποιηθεί ζωοδοτούμενη από τις σκέψεις των “άλλων”; Τούτο δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι συγκεκριμένες σκέψεις συγκεκριμένων ατόμων στο "εκεί συντηρούν τις περσόνες του εδώ, δεν πρόκειται δηλαδή για μια συνολική, κοινοτική ανταλλαγή, όπου το πνεύμα του "εκεί" συντηρεί συνολικά το "εδώ" αλλά για μια πιο ιδιαίτερη συσχέτιση μεταξύ σκέψεων του "εκεί" και ατόμων στο "εδώ".. Μας σκέπτονται, άρα υπάρχουμε! Και ανακύπτει το εξής ερώτημα. Οι κάτοικοι του "εκεί" υπάρχουν αφ' εαυτού;».<br /><br />Ο Ηλίας Χατζηγεωργάκης κουδούνισε το κεφάλι του αλλά τούτο δεν συνεπικούρησε διόλου στην διαδικασία ανάλυσης των λεγομένων του Διογένη. Πασχίζοντας με όλο το πνευματικό του οπλοστάσιο και εξαναγκάζοντας τα μικρά φαιά του κύτταρα να δώσουν τις τελευταίες ικμάδες των δυνάμεων τους συνέχισε να ακούει τον συλλογισμό του Διογένη.<br /><br />» Ας υποθέσουμε, μειράκιον, ότι κάποιος που διαδραματίζει ζωτικό η επουσιώδη ρόλο στην ζωή άλλων ανθρώπων, οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου, ένας απομονωμένο και αυτάρκες υποκείμενο! Αυτός ο άνθρωπος είναι άραγε υπαρκτός, εφόσον δεν μπαίνει σε διαντίδραση με έτερα υποκείμενα και είναι λησμονημένος ακόμα κι από αυτούς που τον δημιούργησαν; Αν όχι», κατέληξε, «οι άνθρωποι δεν υπάρχουν τεκμαρτά».<br /><br />Ήταν πλέον απόλυτα σαφές ότι ο λογισμός του Διογένη του Κύων οδηγούσε τον Ηλία Χατζηκυριακάκη σε ατραπούς σκέψης που βρίσκονταν σε αναντιστοιχία με το πνευματικό του βεληνεκές!<br /><br />Απτόητος ο αρχαίος φιλόσοφος συνέχισε. «Για παράδειγμα, αν κάτι υπάρχει μόνο όταν εξανθρωπίζεται το μη εξανθρωπισμένο υπάρχει η στερείται νοήματος και άρα υπάρξεως; Μήπως τελικά ο άνθρωπος κατασκευάζει με το μυαλό του τον κόσμο, είναι δηλαδή, ο κόσμος, αποκύημα της σκέψεως και άρα της φαντασίας του ανθρώπου; Και αν τούτα ισχύουν και ο κόσμος τούτος, το "εδώ" εκπηγάζει της φαντασίας των ανθρώπων και ομοίως το "εκεί" εκπηγάζει εξίσου της φαντασίας των ανθρώπων ποια είναι η διαφορά μεταξύ του “εδώ” και του “εκεί”; Γιατί το "εκεί" υπήρξε γεννεσιουργό του "εδώ" και ουχί το αντίθετο. Τι εξέλιπε από το "εδώ" για να καταστεί ισοδύναμο ή και αυτοδύναμο του "εκεί";»<br />»Αυτό που, εν κατακλείδι, πρέπει να αναρωτηθείς μειράκιον είναι το εξής: είναι η ιδέα του ετερόφωτου που δημιουργεί υπαρξιακή εξάρτηση ή υπάρχει όντως φυσική υπεροχή του ενός κόσμου έναντι του άλλου;<br />Αυτή η διατύπωση δεν περιλαμβανόταν στο μενού του λεξιλόγιου του Ηλία Χατζηγεωργάκη αλλά θα μπορούσε, αν συνόψιζε και σύμπτυσε ορθά μία σειρά από δυσνόητες περιφράσεις που διέτρεχαν εγκαρσίως τον εγκέφαλο του. Πλην όμως, τα μικρά φαιά κύτταρα του ελαιοχρωματιστή από τον Βοτανικό είχαν πέσει για ύπνο. Επιπρόσθετα είχαν σβήσει και την τηλεόραση.<br />«Γέροντα», είπε, «μήπως είσαι κομμουνιστής;»<br />«Αισθάνομαι ότι μπορώ να γαβγίσω τώρα, μειράκιον» είπε ο Διογένης ο Κύνας και δίχως να περιμένει την άδεια του Ηλία Χατζηγεωργάκη έπεσε στα τέσσερα και πήρε στο κατόπι δύο τρομοκρατημένα παιδιά αλυχτώντας τρομακτικά.<br /><br />Ο Ηλίας Χατζηγεωργάκης αφού δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τα όσα τραγελαφικά έλεγε ο γέρων, έβαλε τα γέλια με όσα τραγελαφικά έκανε ο Διογένης. Και συνέχισε να γελάει ακόμα και όταν χάθηκε από τα μάτια του κυνηγώντας τα πιτσιρίκια. Σύντομα τα φωνές του Διογένη ακούστηκαν και πάλι. αυτή τη φορά έτρεχε στα δύο πόδια και δεν κυνηγούσε παιδιά. Ο λιτός χιτώνας του ήταν ανασηκωμένος και φαλλός του διογκωμένος, και κόκκινος. Έμπροσθεν αυτού έτρεχαν δύο μαύρες φιγούρες με στρατιωτικές αρβύλες, πανταλόνια και βυζιά! «Γερμανίδες σουφραζέτες στην Αθήνα!» αναφώνησε έκπληκτος ο Ηλίας.<br />Ο γέροντας οδήγησε τις κοπέλες προς τον Ηλία και εκείνες μην έχοντας πως να διαφύγουν του καυλοπυρρέσων γέροντα κρύφτηκαν πίσω από τον νεαρό ελαιοχρωματιστή.<br />«Είναι τρελός ο κωλόγερος!» είπε η μία και τον έδειξε. Το χέρι της ήταν γεμάτο δακτυλίδια και βραχιόλια λογιώ λογιώ!<br />Α! Δεν είναι Γερμανίδες!<br />«Σώσε μας!» είπε η άλλη και βρήκε καταφύγιο πίσω από την πλάτη του Ηλία.<br />«Είναι καλλικατζάρισσες!» είπε ο Διογένης.<br />«Μείνε μακρύα κωλόγερε γιατί θα σου καρφώσω την παραμάνα στο μάτι!» είπε η πρώτη και έβγαλε μια παραμάνα από το μάγουλο της!<br />ο Ηλίας Χατζηγεωργάκης πρόσεξε ότι κοπέλα που απειλούσε τον γέροντα είχε ακόμα δύο παραμάνες περασμένες στο στόμα και σκουλαρίκια σε σημεία που δεν φανταζόταν ότι θα έβλεπε ποτέ. Και ο συγγραφέας τολμά να παρατηρήσει ότι ο δύστυχος Ηλίας δεν είχε την πλήρη εικόνα! «Bitch!» αγρίεψε ο Διογένης και η δεύτερη κοπέλα κόλησε τα στήθη της στην πλάτη του Ηλία.<br />Το άγγιγμά της έκανε τον νεαρό ελαιοχρωματιστή να αισθάνεται παράξενα.<br />«Δάσκαλε! Σε παρακαλώ!» είπε ο παρακλητικά.<br />Ο Διογένης έβαλε τα γέλια. «Εντάξει μειράκιον, αστείζομαι, δεν είναι καλλικατζάρισσες» είπε και σωριάστηκε στο χώμα. «Τι είναι όμως;» αναρωτήθηκε ρητορικά ενόσω προσπαθούσε να ανακτήσει την ανάσα του.<br />Ο Ηλίας ένιωσε ότι η δεύτερη κοπέλα είχε ξεκολήσει το σώμα της από πάνω του. Είχε την παρόρμηση να ζητήσει από τον Διογένη να τους ξαναορμήσει για να την έχει κολημένη πάνω του αλλά ήρθε στα συγκαλά του.<br />«Λέγομαι Ηλίας» είπε. «Απεβίωσα το 1940».<br />«Ρε, μια χαρά φαίνεται για την ηλικία του!» είπε η κοπέλα με τα σκουλαρίκια απευθυνόμενη στην δεύτερη κοπέλα. Ο Ηλίας τής έριξε μια κλεφτή ματιά και η καρδιά του πετάρισε.<br />«Μαρία» είπε με βαριά φωνή η κοπέλα με τα σκουλαρίκια και άπλωσε το χέρι της και ο Ηλίας έκανε μια κίνηση να το φιλήσει. «Να λείπει το βύσσινο!" είπε η Μαρία. «1940 ε; Μπλιαχ!»<br />«Ορίστε; Ποιο βύσσινο;» απόρησε ο Ηλίας Χατζηγεωργάκης.<br />«Άστο μεγάλε...»<br />«Να σου πω καλέ», είπε η δεύτερη κοπέλα, «πώς το είπες αυτό; Απεβίωσες το 1940;»<br />«Ψααααααρούκλες μειράκιον», αναφώνησε ο Διογένης ο Κύων.<br />«Το ονοματάκι σας δεσποινίς;» τόλμησε να ρωτήσει ο Ηλίας. όχι χωρίς να κοκκινίσει από έξαψη.<br />«Μαρίνα καλέ».<br />«Χάρηκα ανυπερθέτως! Ηλίας» είπε ο Ηλίας και της φίλησε το χέρι. Η Μαρίνα τον άφησε.<br />«Είχα μια σόμπα που την έλεγαν Μαρίνα» είπε ο Διογένης.<br />«Είναι τρελός ο πορνόγερος;» ρώτησε ρητορικά η Μαρία.<br />Τι εννοούσατ... εννοούσες λοιπόν Ηλία;» επέμεινε ο Μαρίνα<br />«Ψαρούκλεεεεεεςςςς!!!!»<br />«Να, ξέρετε βέβαια πως είμαστε νεκροί...»<br />«Νεκροί; Τι λες καλέ;»<br />«Νεκρή να πεις τη μάνα σου παλιόπουστα! Αδελφάρα του κερατά! Κωλόμπατσε!!!» πρόσθεσε η Μαρία<br />«ΤΗΔΥΣΓΕΝΕΙΑΝΠΟΝΗΡΟΝΕΙΝΑΙΣΥΝΟΙΚΟΝΤΗΠΑΡΡΗΣΙΑ» είπε ο Διογένης ο Κύνας<br />«Τί είπε ο πορνόγερος;»<br /><br />«Καλέ Μαρία. Πλάκα μας κάνουν, δεν βλέπεις πως είναι ντυμένοι! Ορίστε, το μαντέψαμε, πες μου τώρα, ποιος σας έβαλε να μας κάνετε πλάκα; Ο Σάκης; Όχι; Ο Κώστας; Ο Ανάργυρος; Έλα καλέ, πες μου...»<br />«Τι είναι η πλάκα;» ψέλισσε ο Ηλίας.<br />«Ορίστε! Στο είπα καλέ, αστείο ήταν» είπε η Μαρίνα στην Μαρία<br />Επιτέλους ο Ηλίας Χατζηγεωργάκης κατάλαβε. «Φοβούμαι ότι δεν αστείζομαι! Ποιο είναι το τελευταίο πράγμα που θυμάστε;»<br />«Ε! Ήμασταν στα Εξάρχεια...»<br />«Ναι ρε! Και βρίζαμε εκείνον τον μπάτσο!»<br />«Και μετά το καρακόλι τράβηξε κουμπούρι και αρχίσαμε να τρέχουμε προς την Ακαδημίας...»<br />«Ωχ! Μαρία!» αναφώνησε η Μαρίνα.<br />«Τί είναι ρε μαλάκα;»<br />«Μετά σε πυροβόλησε. Σε είδα να πέφτεις και έτρεξα προς το μέρος σου... Και μετά... δεν θυμάμαι τίποτα! Είμαστε νεκρές!»<br />«Γαμώ τη καταδίκη μου! Και εδώ είναι η κόλαση!» συμπλήρωσε η Μαρία<br />«Όχι! Όχι!» είπε ο Ηλίας. «Εδώ είναι το “εδώ”».<br /><br /><br />Σημειώσεις:<br />Οι αρχαίοι έλληνες γνώριζαν ότι ένα έτος διαρκεί 365 και ¼ ημέρες. Μέτραγαν τον χρόνο διαφορετικά από πόλη σε πόλη αλλά γενικά χώριζαν ένα έτος σε 12 σεληνιακούς μήνες (στην Αττική οι μήνες αυτοί ήταν: Εκατομβαιών 30, Μεταγειτνιών 29, Βοηδρομιών 30, Πυανεψιών 29 Μαιμακτηριών 30, Ποσειδαιών 29, Γαμηλιών 30, Ανθεστηριών 29, Ελαφηβολιών 30, Μουνυχιών 29, Θαργηλιών 30, Σκιροφοριών 29) οποίοι διαρκούσαν 30 και 29 ημέρες διαδοχικά ακολουθώντας την σεληνιακή ακολουθία με εκκίνηση την 16η Ιουλίου. Κάθε τρίτο, πέμπτο και όγδοο έτος προσέθεταν έναν επιπλέον μήνα για να αντιπαρέλθουν το έλλειμα των 90 ημερών που προέκυπτε από τους σεληνιακούς μήνες ανά οκταετία συμπληρώνοντας μία πλήρη οκτωχρονιά (εννεαετηρίς). Ο εμβόλιμος μήν ονομαζόταν Ποσειδαιών ύστερος (30) και τοποτετούνταν μετά τον Ποσειδαιών.<br />Η γενική χρονολόγηση με βάση τους Ολυμπιακούς έγινε αρχικά στην Ηλεία και επεκτάθηκε σε όλη την Ελλάδα. Ως γνωστό οι Ολυμπιακοί αγώνες ιδρύθηκαν από τον Ηρακλή αλλά η πρώτη γνωστή καταχώρηση τους, από τον σοφιστή Ιππία τον Ήλειο, έγινε μόλις τον πέμπτο αιώνα π.Χ. και αφορούσε την Ολυμπιάδα του 776π.Χ. Από εκείνη, την πρώτη καταγεγραμμένη Ολυμπιάδα άρχισε η πιο γνωστή χρονομετρική μέθοδος της αρχαίας Ελλάδας.<br /><br /><br />«Μετά σε πυροβόλησε. Σε είδα να πέφτεις και έτρεξα προς το μέρος σου... Και μετά... δεν θυμάμαι τίποτα! Είμαστε νεκρές!»<br />«Γαμώ τη καταδίκη μου! Και εδώ είναι η κόλαση!» συμπλήρωσε η Μαρία<br />«Όχι! Όχι!» είπε ο Ηλίας. «Εδώ είναι το “εδώ”».Count_Zerohttp://www.blogger.com/profile/03143148160516456901noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7042682070044886427.post-48693857014888241452010-03-20T18:30:00.000+02:002010-03-20T18:31:01.430+02:00Μαρίνα Ροδιά - MetamorphoseΟλα άρχισαν τη μέρα που ο Δημοσθένης παραβίασε τη πόρτα του λουτρού. Μάλλον θα είχε κυλήσει ο σύρτης προς τα κάτω, γιατί ήταν αμπαρωμένη από μέσα. Μπερδεύτηκε στα πόδια του το πενιουάρ της Μπέρτας. Το κλώτσησε. Η Μπέρτα έλειπε, έτσι έφευγε μετά το σεξ τον τελευταίο καιρό, δεν τον αποχαιρετούσε. Μισούσε τους αποχαιρετισμούς, έτσι έλεγε, μα ένα "γεια, φεύγω" τι πείραζε να ειπωθεί; Να ξέρει, να κλειδώνει την εξώπορτα τουλάχιστον.<br /><br />Θυμάται καλά πως εκείνη τη μέρα πρόσεξε την αράχνη που ήταν γραπωμένη στο σιφώνι της μπανιέρας. Ηταν τεράστια για αράχνη, λεία και κάτασπρη σαν το ασπράδι ενός ραγισμένου αυγού που βράζει. Μέτρησε τα πόδια της, όταν αυτή βγήκε εντελώς απο το σιφώνι και άρχισε να περπατά μέσα στη μπανιέρα: ήταν οχτώ, άρα αράχνη.<br /><br />Δεν ήθελε να σκοτώσει ένα τόσο παράξενο πλασματάκι, πήρε ένα μικρό γυάλινο βάζο από μαρμελάδα, την έκλεισε μέσα και τη πήγε στο φίλο του τον Αχιλλέα, το βιολόγο. Εκείνος θα ήξερε τί να κάνει με δαύτην. Ο Αχιλλέας ενθουσιάστηκε με το δωράκι και του είπε ότι θα το εξετάσει και θα τον πάρει τηλέφωνο να του πει λεπτομέρειες.<br /><br />Η Μπέρτα, περπατώντας μια μέρα σε απαγορευμένους δρόμους, δρόμους όπου βρισκόντουσαν μαγαζάκια μεταναστών και όπου κυκλοφορούσαν γυναίκες με μπούρκα, είδε μια επιγραφή που την εντυπωσίασε «ΠΩΛΟΥΝΤΑΙ ΥΛΙΚΑ ΓΙΑ ΝΑ ΑΛΛΑΞΕΙΣ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΟΥ» και μπήκε στο μαγαζί -τι μαγαζι, μια τρύπα ήταν- να ρωτήσει τί υλικά είναι αυτά και ποια εικόνα αφορούν.<br /><br />Μια γυναίκα με μπούρκα ήταν πίσω από το πάγκο. Μπορεί να ήταν και άντρας, η φωνή ήταν καταχθόνια, αλλά με καλή άρθρωση. Της έδειξε μερικές σκόνες χρωματιστές και της είπε ότι, λαβαίνοντας μια μικρή ποσότητα από μια ειδική σκόνη, μπορούσε να αποκτήσει την εικόνα της αρεσκείας της, να μεταμορφωθεί δηλαδή στο πλάσμα που ήθελε. Αν ήθελε π.χ. να γίνει λιοντάρι, αρκούσαν δυο κουταλιές του γλυκού σκόνη πορτοκαλιά σε ένα ποτηράκι με κονιάκ, ενώ, αν ήθελε να γίνει ένα μικρό ζωϋφιο, μισό κουταλάκι άσπρη σκόνη σε νερό έφτανε και περίσσευε κιόλας. Η Μπέρτα ψώνισε την άσπρη σκόνη. Οχι επειδή πίστεψε πως η σκόνη αυτή ήταν ικανή να κάνει αυτά που της είπε η γυναίκα (ή άντρας, άγνωστο αυτό) με τη μπούρκα. Τη ψώνισε επειδή, γενικά, της άρεσε να ψωνίζει για να ενισχύει οικονομικά τους φουκαράδες τους ξένους. Της άρεσε να παραμυθιάζεται κιόλας, κι έτσι, με τη σκονίτσα στη τσάντα της, είχε την ευκαιρία να ζήσει για λίγο μέσα σε ένα ακόμα παραμύθι.<br /><br />Πέρασαν αρκετές μέρες από τότε και η σκόνη έμενε ξεχασμένη στο τσεπάκι της τσάντας της, μέχρι που τη θυμήθηκε το απόγευμα που πήγε στου Δημοσθένη για να γαμηθούν. Ο Δημοσθένης ήταν η αδυναμία της, είχε το καλύτερο εργαλείο, μόνο που της έμενε μια απορία: Τί να έκανε άραγε όταν έμενε με τις ώρες μέσα στο λουτρό, όπου πήγαινε μετά από κείνη, αφού είχαν ξεσκιστεί στο κρεββάτι; Αν έλυνε αυτή την απορία, θα μπορούσε να σκεφτεί ακόμα και το γάμο μαζί του, επειδή δεν ήθελε με τίποτα να παντρευτεί κάποιον που της έκρυβε τα μυστικά του. Αυτή η φάση με το λουτρό την είχε αναγκάσει να φεύγει αμέσως μετά αμίλητη, χωρίς καν να του λέει ένα "γειά".<br /><br />Ετσι, ένα απόγευμα αποφάσισε να καταπιεί την άσπρη σκόνη και να ζήσει το παραμύθι της, ότι δήθεν θα γινόταν ένα μικρό ζουζούνι και θα έβλεπε με τα μάτια της αυτό που εκείνος της έκρυβε. Δυστυχώς, ξέχασε να βγάλει το πενιουάρ της πριν καταπιεί τη σκόνη -μάλλον δεν είχε πιστέψει πως όσα υποσχόταν το μαγικό αυτό ήταν αληθινά- και το πενιουάρ έπεσε στο πάτωμα, όταν εκείνο το απόγευμα η Μπέρτα έγινε ένα άσπρο παχουλό ζωϋφιάκι. Μόλις άκουσε τα χτυπήματα στη πόρτα, έτρεξε να κρυφτεί στη μπανιέρα και, όταν ο Δημοσθένης μπήκε μέσα, μισοχώθηκε στο σιφώνι, όπου εκείνος την είδε και την έχωσε στο μικρό γυάλινο βάζο -μάλλον από μαρμελάδα.<br /><br />Ο Δημοσθένης ακούμπησε το βαζάκι στο ράφι και άρχισε την αγαπημένη του ασχολία. Η Μπερτα με την αλλαγμένη μορφή τον έβλεπε καθαρά με τα τεράστια μάτια της και μάλιστα εις διπλούν, καθρεφτισμένο στο καθρέφτη του λουτρού, μια και ο καθρέφτης έφτανε ίσαμε το πάτωμα. Εβλεπε τον εραστή της, πότε καθισμένο στο μπιντέ και πότε όρθιο, να αυνανίζεται μέχρις αίματος. Χωρίς να κρατά πορνοπεριοδικό, χωρίς να έχει κάποια εικόνα για βοήθημα, ο Δημοσθένης αυνανιζόταν με κλειστά τα μάτια.<br /><br />Κάποια στιγμή, εκείνος έβγαλε ένα υπόκωφο ουρλιαχτό -κάτι σαν βογγητό που έμοιαζε με ψίθυρο- και στράγγιξε τη τελευταία ποσότητα σπέρματος στο νιπτήρα. Μετά, πλύθηκε και βγήκε.<br /><br />Η Μπερτα-ζωϋφιο, ήξερε πως πάει να φτιάξει καφέ και να κάτσει στο καναπέ να τον πιεί διαβάζοντας τα ποδοσφαιρικά νέα. Η ίδια δεν αισθανοταν και τόσο βολικά στο βαζάκι, γλίστραγαν τα πλάγια και μόνο στον πάτο μπορούσε να βρει άνεση, δεν είχε συνηθίσει κιόλας το καινούργιο της περίβλημα. Ανακάλυψε κάτι μικρές βεντούζες στα ποδαράκια της και κατάφερε να κάνει μερικές βόλτες στη περίμετρο του μικρού βάζου. Μα.. δεν έβρισκε κι αυτός ένα μεγαλύτερο βάζο να τη χώσει; Ούτε στιγμή, βέβαια, δεν της πέρασε από το νου πως θα μπορούσε να την είχε στείλει στον άλλο κόσμο -κοινό για ανθρώπους και ζωάκια- με ένα ζούληγμα του δαχτύλου του ή με μια παντοφλιά.<br /><br />Ο Αχιλλέας συνήθιζε επίσης να βολτάρει στις απαγορευμένες συνοικίες και, κάποιες φορές, ανακάλυπτε ένα σωρό μυστήρια πράγματα που τον βοηθούσαν στις έρευνές του. Συνήθως τα μυστήρια υλικά που ψώνιζε ήταν αντίδοτα σε κάτι, όπως π.χ. αντίδοτο σε δάγκωμα φιδιού ή σε τσίμπημα σφήκας. Εχοντας το παράξενο ζωϋφιο, που του είχε φέρει ο φίλος του ο Δημοσθένης στο βάζο, πάνω σε ένα πάγκο του εργαστηρίου του, έψαχνε τρόπο να το κάνει να του αποκαλύψει τα μυστικά του χωρίς να το πληγώσει. Αν δεν τα κατάφερνε, θα προχωρούσε σε τομές με το μικρό του νυστέρι. Είχε προχωρήσει αρκετά στην εξέταση του πλάσματος αυτού και είχε βρει πως μάλλον επρόκειτο για χταπόδι και όχι για αράχνη, θέλοντας όμως να βρει πρόσθετες πληροφορίες αποφάσισε να κάνει μια βόλτα στα παράξενα μαγαζάκια των αλλοδαπών μήπως ανακαλύψει κάτι τι επιπλέον που θα φώτιζε περισσότερο την έρευνά του.<br /><br />Βρέθηκε έξω από το μαγαζάκι με τη ταμπέλα «ΠΩΛΟΥΝΤΑΙ ΥΛΙΚΑ ΓΙΑ ΝΑ ΑΛΛΑΞΕΙΣ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΟΥ» και μπήκε μέσα. Συζητώντας με έναν ωραίο μελαμψό νεαρό, έμαθε ότι για όλες τις μαγικές σκόνες που διέθετε το κατάστημα υπήρχε ένα και μοναδικό αντίδοτο και το ψώνισε. Την ώρα που το αγόραζε δεν είχε καμμιά ιδέα για το πού θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει, το πήρε απο συνήθεια, επειδή τον γοήτευαν γενικά τα αντίδοτα.<br /><br />Ο Δημοσθένης περίμενε μια βδομάδα τηλέφωνο από το φίλο του, τον Αχιλλέα, να μάθει τί έγινε με το ζωϋφιο, τι ράτσα αράχνης ήταν τελοσπάντων, και, μια και δεν τηλεφωνουσε εκείνος, σήκωσε το ακουστικό και σχημάτισε τον αριθμό του. Το θέμα με το ζωϋφιο ήταν το πρόσχημα, ο Δημοσθένης ήθελε να μιλήσει σε κάποιον γιατί ήταν απαρηγόρητος: η Μπέρτα είχε εξαφανιστεί από τη ζωή του μετά από εκείνο το απόγευμα με τη λευκή παχουλή αράχνη.<br /><br />Ο Αχιλλέας ζήτησε να μάθει λεπτομέρειες για το απόγευμα εκείνο και ο Δημοσθένης, αν και δυσανασχετώντας επειδή δεν έβλεπε το λόγο να παίρνει η συζήτησή τους τέτοιες προεκτάσεις, διηγήθηκε στο φίλο του με το νι και με το σίγμα τις κινήσεις του στο λουτρό, την αμπαρωμένη από μέσα πόρτα, πώς τη παραβίασε και μπήκε, το πενιουάρ της Μπέρτας στο πάτωμα, όλα.<br /><br />Ενας καλός βιολόγος οφείλει να διαθέτει άφθονη φαντασία και ο Αχιλλέας ήταν πολύ καλός βιολόγος, αυτό να λέγεται. Μετά το τηλεφώνημα λοιπόν, έτρεξε στο εργαστήριό του, άνοιξε το καπάκι του μικρού βάζου όπου τεμπέλιαζε το ζουδάκι -μπορεί να ήταν και εξαντλημένο από τη πείνα, γιατί δεν ήξερε τι να το ταΐσει. Το ράντισε με λίγο από το αντίδοτο που είχε προμηθευτεί πρόσφατα και πήγε να κάνει ένα φραππέ, να πίνει κάτι περιμένοντας μια πιθανή αντίδραση.<br /><br />Οσο κούναγε το φραππέ του, άκουσε ένα κρότο στο εργαστήριο σαν να σπάνε τζάμια και αμέσως μετά ένα γδούπο. Ετρεξε αλαφιασμένος και βρήκε τη Μπέρτα στο πάτωμα, ξερή, τη συνέφερε με το φραππέ που της έδωσε να πιει, έχοντας στάξει μερικές στάλες δυνατό ποτό μέσα, και την ξάπλωσε στο καναπέ τυλιγμένη με μια στρατιωτική κουβέρτα της αεροπορίας. «Πάω να σου ψήσω μια μπριζόλα, μάτια μου» της είπε και πήγε στη κουζίνα να εκπληρώσει την υπόσχεσή του.<br /><br />Μετά τη μπριζόλα, η Μπέρτα συνήλθε εντελώς και τον ρώτησε αν αυνανίζεται μετά το σεξ. Ο Αχιλλέας απάντησε λίγο πειραγμένος για την ερώτηση αυτή «όχι βέβαια, μαλάκας είμαι;» και της εξομολογήθηκε ατάκα κι επιτόπου ότι τη γουστάριζε τρελλά και αν το ήθελε κι εκείνη να τα φτιάξει μαζί του, αν τον προτιμούσε από το Δημοσθένη φυσικά. Ηξερε καλά ότι δεν φέρονται έτσι οι φίλοι, αλλά ο Δημοσθένης δεν ήταν και τόσο φίλος, μια και μονάχα όταν είχε την ανάγκη του τον πλησίαζε, να του κλαίγεται ή να ζητά να του λύνει απορίες. «Οχι, δεν είναι φιλία αυτό» είπε από μέσα του και αγκάλιασε τη Μπέρτα, που δεν ήταν πλέον ούτε αράχνη ούτε χταπόδι αλλά μια όμορφη κανονική γυναίκα.<br /><br />«Αν δεν ήμουν τόσο ρέστος από χρήμα θα σε ζήταγα σε γάμο» της πέταξε την ατάκα και η Μπέρτα την έπιασε στο φτερό και δέχτηκε, μια και η ίδια είχε τον τρόπο της με τα οικονομικά: είχε κληρονομήσει ένα ρολτόπ τίγκα στις μετοχές και στα ομόλογα. Φυσικά, δεν του αποκάλυψε το έχειν της, τον άφησε να νομίζει ότι ήταν και αυτή μια πτωχή πλην τίμια κόρη -μερικά πράγματα πρέπει να τα κρατούν μυστικά οι γυναίκες, έτσι δεν είναι;<br /><br />Και γίναν γάμοι και χαρές και ξεφάντωσες πολλές<br />Ούτε'γώ ήμουν εκεί, ούτε σεις να το πιστέψετε! :)<br /><br />ΕΠΙΛΟΓΟΣ<br /><br />Πολύ αργότερα, όταν τα ξαναβρήκαν ο Δημοσθένης με τον Αχιλλεα -γιατί "μια γυναίκα δεν μπορεί να καταστρέψει μια αντρική φιλία"- συζητούσαν για τη Μπέρτα, που είχε γίνει εντωμεταξύ μητέρα των παιδιών του Αχιλλεα. Ο Αχιλλέας ρώτησε το φίλο του γιατί αυνανιζόταν μετά το σεξ (η Μπέρτα του τα είχε πει όλα για το Δημοσθένη, χαρτί και καλαμάρι που λένε, επειδή είχε εκδηλώσει επιστημονικό ενδιαφέρον να μάθει πώς και τί ένοιωθε εκείνη ως ζωϋφιο) και ο Δημοσθένης απάντησε ότι με τον τρόπο αυτό είχε τη γυναίκα των ονείρων του με όποιο τρόπο ποθούσε, έκανε με κείνην ό,τι ήθελε, χωρίς να νοιώθει ενοχές και χωρίς να μπαίνει στον κόπο να της ζητά πράγματα για τα οποία πιθανότατα να λάβαινε άρνηση, ίσως και περιφρόνηση. «Α, κατάλαβα» απάντησε ο Αχιλλέας συμπληρώνοντας «αλλά η Μπέρτα τα κάνει όλα, ξέρεις, ηφαίστειο σκέτο η άτιμη, δεν τη προλαβαίνω λέμε!» και τότε ο Δημοσθένης χτύπησε το κεφάλι του στο τοίχο κι έπεσε το ντουβάρι και τρέχαν μετά για χτίστες και σοβατζήδες...Count_Zerohttp://www.blogger.com/profile/03143148160516456901noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7042682070044886427.post-26528448452074687752010-03-20T18:28:00.000+02:002010-03-20T18:29:50.759+02:00Ρεγγίνα Μπούκουρα - Ξενοδοχείο ΕλβετίαΚαι εγώ ήδη ζούσα ξανά θραύσματα μιας μακρινής ζωής. Τα θραύσματα είναι οδυνηρά κάποιες φορές όπως κάθε τι αιχμηρό, όταν το άγγιζα με λάθος τρόπο. Μεταφέρουν την παλιά ζωή κομμένη σε πολλούς μικρούς καθρέφτες. Το γυαλί αντανακλά το μακρινό παιδικό βλέμμα και τις μυστηριώδεις εικόνες της ξένης πόλης. Η μυρωδιά του κατεργασμένου δέρματος έφτανε εύκολα στο χαμηλό μπαλκόνι του ξενοδοχείου. Τύλιγε όλο το δρόμο σαν προστατευτική ανάσα και έμπαινε σε κάθε άνοιγμα της πόρτας, απότομα στα ρουθούνια, τραβώντας μέσα της όλο το αδύναμο σώμα μου. Το ξύλινο παραθυρόφυλλο έτριζε στον παραμικρό αέρα, πίσω από την πλάτη μου και ευγενείς πελάτες που χαιρετούσαν ο ένας τον άλλον με νεύματα, μπαινόβγαιναν από το απέναντι εστιατόριο.<br /><br />Υπνωτισμένος κολλούσα το μικρό μου πρόσωπο στα κάγκελα με τις στριφογυριστές παραστάσεις προσπαθώντας επίμονα να σκεφτώ σε ποιο μακρινό ταξίδι θα μπορούσα να πάρω μαζί μου τις βαλίτσες εξαφανίζοντάς τις για πάντα ή πως θα μπορούσα να μαντέψω καλύτερα την πιο κρυφή, την πιο μύχια σκέψη κάθε ανθρώπου που έστρωνε προσεχτικά τα ρούχα με το χέρι του πριν μπει στο Ελληνικόν ή όταν έβγαινε.. Η οσμή της κόλλας από το εσωτερικό ταρτάν ύφασμα που έντυνε τις βαλίτσες, ο θόρυβος από τα μηχανήματα, οι μοντέρνες ζώνες που τυλίγονταν σαν μαλακές γλώσσες γύρω από τα σώματά τους, ο ηλικιωμένος ιδιοκτήτης που πηγαινοερχόταν ακατάπαυστα, ελέγχοντας την παραγωγή και το χαμόγελο που μου χάρισε ένα απόγευμα , καθώς στάθηκε στην είσοδο του καταστήματος, ανοίγοντας το πακέτο με τα τσιγάρα. Μπήκα στο δωμάτιο γρήγορα, αναποφάσιστος αν θα έπρεπε να κλάψω από ντροπή επειδή είχα συλληφθεί να κρυφοκοιτώ ή να γελάσω μυστικά ικανοποιημένος που είχα επιτέλους δεχτεί το πρώτο χαμόγελο στην πόλη της μητέρας μου. Εφόσον είχε αποφασίσει να μείνει εκεί, έστω ως ασθενής, αυτή ήταν επίσημα πλέον η πόλη της κι εγώ ο μικρός επισκέπτης στον ασθενικό κόσμο της.<br /><br /><br />Καθόταν με γυρισμένη την πλάτη προς τους θορύβους του δρόμου. Είχε το μελαχροινό κεφάλι της ακουμπισμένο μες στην παλάμη της και με το δεξί χέρι γυρνούσε αργά τις ραγισμένες σελίδες ενός παμπάλαιου φυτολόγιου, τόσο γεμάτου από αποξηραμένα λουλούδια και παλιά κλαράκια που έδειχνε έτοιμο να εκραγεί, αφήνοντας τα στεγνά του άνθη να ξεχυθούν σαν άγριες πεταλούδες στο πάτωμα.. Στο εξώφυλλο με καλλιγραφικά γράμματα αναγράφονταν το όνομα του πατέρα της και στο εσώφυλλο υπήρχε η αφιερωση στην αγαπημένη του κόρη. Η μητέρα μου το κουβαλούσε πάντα μαζί της. Τις στιγμές που έφευγε από το σπίτι, είχα την οδυνηρή αίσθηση πως εκείνο το σχεδόν διαλυμένο τετράδιο μού έλειπε περισσότερο από εκείνη. Ανοιγόκλεινα συνεχώς το συρτάρι της τουαλέττας της ελπίζοντας πως ξαφνικα οι σελίδες με τα διάφανα ραγισμένα επικαλύμματα φύλλων και οι ξινόγλυκες μυρωδιές πατημένων τριαντάφυλλων και ισχνών κινέζικων γαρύφαλλων θα εμφανίζονταν στη θέση τους, δίχως να την έχουν ακολουθήσει στριμωγμένα σε μια βαλίτσα στα συχνά ταξίδια της, κάνοντας τον ύπνο μου να τρίζει σα διάφανο χαρτί.<br /><br /><br />Δεν θα μπορούσα να βρω οποιαδήποτε γυναίκα για να πείσω τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου να με αφήσει να ξαναδώ το δωμάτιο. Τα χρήματα βοηθούν πάντα. Είχα ζητήσει τη βοήθεια της Ελισσαβέτε κι εκείνη δέχτηκε. Δεν αμφέβαλα ούτε για ένα λεπτό πως θα δεχόταν. Ανεβήκαμε μαζί ως ζευγάρι τα σκαλιά και η αμήχανη σιωπή γίνονταν συνεχώς πιο αμήχανη ανάμεσα στις βαριές μυρωδιές που σαν κισσός έπνιγαν κάθε βήμα ως την τελική άνοδο στον πρώτο όροφο. Αντρικά και γυναικεία υγρά πότιζαν κάθε χιλιοστό του τοίχου, το στρώμα έπλεε μέσα τους, τα λιγοστά έπιπλα, προσπαθούσαν να αναπνεύσουν, έξω απ’ τον ανθρώπινο ιδρώτα που έρρεε παντού. Μπορούσα να τον φανταστώ, να τον οσμιστώ, τον έβλεπα. Η Ελισσαβέτε τρομαγμένη ή αηδιασμένη μού έσφιξε το μπράτσο μα δεν έδωσα σημασία. Έφτασα στο κεφαλόσκαλο και σταμάτησα αναποφάσιστος. Σπρώχνοντας ελαφρά την πόρτα του δωματίου, πρόλαβα να δω το μελαχροινό κεφάλι γυρτό ευλαβικά στο πλάι και το φυτολόγιο κλειστό σαν ευαγγέλιο κάτω από τα χέρια . Η εικόνα ήταν φευγαλέα κι εγώ ξαφνιασμένος, ανίκανος να ανιχνεύσω γρήγορα την αληθινή φωλιά της, αισθάνθηκα στο στήθος μου το φτερούγισμα της γρήγορης κίνησης που την είχε πάρει κιόλας μακριά κι ένα ανεπαίσθητο τρέμουλο στις παλάμες.<br /><br /><br />Δε θυμόμουν ακριβώς την επίπλωση. Ίσως και τότε να ήταν τόσο φριχτή, ίσως και τότε τα έπιπλα να ήταν γεμάτα με τόσους πολλούς ρόζους, μπορεί και τότε τα δάχτυλα να κολλούσαν στις ραγισματιές τους. Ή μπορεί το διπλό κρεβάτι με τα παράταιρα κομοδίνα να έλαμπαν καινούρια αφήνοντας το ξύλο τους να ευωδιάσει απαλό λούστρο και το αγγιγμά τους να είναι λείο σαν γλυκό νερό. Τη θυμάμαι να δένει τα μαλλιά της με μια κορδέλα μπροστά από τον καθρέφτη του μπάνιου. Έριχνα κλεφτές ματιές καθώς περίμενα υπομονετικά να φύγουμε μαζί για το νοσοκομείο. Ίσως ο θάνατος να είναι πάντα αυτή η εικόνα, μια γυναίκα που χαμογελά γλυκά κι αδύναμα καθώς χτενίζει τα μαλλιά της.<br /><br /><br />Το μόνο που φαινόταν ίδιο ήταν το χρώμα που τύλιγε την κρεβατόκαμαρα. Ένα απαλό γκρι ξεκινούσε από τις γωνίες των τοίχων σκεπάζοντας σαν ελαφρύ πέπλο το φως και λεπτές βιολετιές αντανακλάσεις σκιών είχαν θολώσει τα βλέφαρα μου στον πρώτο μου ύπνο εκεί. Ζήτησα από την Ελισσαβέτε να στρώσει πρώτα το στρώμα με τα καθαρά σεντόνια. Ξάπλωσα με τα ρούχα μου. Έβγαλα μόνο τα παπούτσια μου και της ζήτησα να κάνει το ίδιο. Τα προσωπά μας αντικρυστά το ένα στο άλλο, της χαμογέλασα και μού ανταπέδωσε ντροπαλά, όμως ήξερα πως δεν ήταν καθόλου ντροπαλή. Χώθηκα στην αγκαλιά της, βυθίζοντας το προσωπό μου στη βάση του λαιμού της. «Κλείσε τα μάτια σου» μουρμούρισε. Ο παλμός του δωματίου ακούστηκε ξεκάθαρος, το ίδιο λαμπερός και δυνατός με τότε, ακριβώς ο παλμός που άκουγα χωμένος στην αγκαλιά της μητέρας μου. <br /><br />*ρήση του ΣατωμπριάνCount_Zerohttp://www.blogger.com/profile/03143148160516456901noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7042682070044886427.post-2759217541855496612010-03-20T18:27:00.000+02:002010-03-20T18:28:50.194+02:00Μαρία Πισιώτη - Ηδύλη (Σεληνόφωτοι διαλογισμοί)Σκηνικό: Η γυναίκα, ακουμπισμένη στα κάγκελα του μπαλκονιού, ατενίζει το αυγουστιάτικο φεγγάρι. Η πολύωρη μυσταγωγία μεταξύ Σελήνης-γυναίκας, διακόπτεται από τον έκπληκτο σύζυγο της. <br />Εκείνος: Τι κάνεις μάτια μου, έξω στο Σεληνόφως;<br />Εκείνη: Καταγράφω τις ταλαντώσεις Φωτός και Σκότους.<br />Εκείνος: Ο λόγος;<br />Εκείνη: Τα πρόσωπα που περιδιαβαίνουν στη ζωή μας.<br />Εκείνος: Δεν καταλαβαίνω<br />Εκείνη: Κάποια διαγράφουν ελλειπτική προβολή και ενσωματώνονται στην αθέατη πλευρά της Σελήνης.<br />Εκείνος: Τι θέλεις να πεις; Για ποια άτομα μιλάς;<br />Εκείνη: Γι’ αυτά που η αύρα τους δημιουργεί χαλαζόπτωση στο κοινό μας μονοπάτι.<br />Εκείνος: Μάλιστα. Και τα υπόλοιπα;<br />Εκείνη: Τα υπόλοιπα αγάπη μου χωρίζονται στα συνηρημένα και στα ξάστερα.<br />Εκείνος: Περίεργα μιλάς.<br />Εκείνη: Ξάστερα είναι αυτά των οποίων το καθρέφτισμα παραμένει καθαρό. Αυτά βρίσκονται στην ορατή πλευρά της. Συνηρημένα είναι αυτά που καρκινοβατούν πάνω στο σχοινί. Στην τελευταία κατηγορία ανήκουν τα περισσότερα πρόσωπα. Ανάλογα με τα πρόσημα που συγκεντρώνουν στις συναιρέσεις τους, περνάνε είτε στην αθέατη είτε στην ορατή προς τη Γη πλευρά της Σελήνης.<br />Εκείνος: Αναρωτιέμαι τι να ’χεις πιει;<br />Εκείνη: Τι άλλο από το κρασί των Ανθρώπων.<br />Εκείνος: Έστω ότι είναι έτσι, εσύ όμως τι κερδίζεις μ’ αυτήν σου την ονειροπόληση;<br />Εκείνη: Δεν είναι ονειροπόληση καλέ μου. Είναι το απόσταγμα που έχει ενσταλάξει μέσα μου όλα αυτά τα χρόνια της παραμονής μου στα μέρη σας.<br />Εκείνος: Στα μέρη μας; Αστειεύεσαι βέβαια. Κι εσύ εδώ γεννήθηκες, εδώ μεγάλωσες. Σε ξέρω από παιδί.<br />Εκείνη: Ναι εδώ γεννήθηκα, στον τόπο σου. Ταξιδιώτης του Χωροχρόνου. Σύντομα, ξέρεις, επιστρέφω στον τόπο μου.<br />Εκείνος: Με τρομάζεις. Πρώτη φορά σ’ ακούω να μιλάς έτσι. Σίγουρα δεν έχεις πιει;<br />Εκείνη: Ίσως γιατί πρώτη φορά με βλέπεις όπως πραγματικά είμαι. Λυπάμαι που σε τρομάζω.<br />Εκείνος: Και… ποιος είναι ο τόπος σου;<br />Εκείνη: Μα φυσικά το Σύμπαν. Είμαστε αμυδροί κόκκοι της Απεραντοσύνης του. Στιγμιαίοι δραπέτες του παραλόγου. Ο χρονοταξικός καμβάς κάνει τις ρηματικές του αντικαταστάσεις κάθε φορά, που κάποια απόχρωση εκπίπτει των προσδοκιών του.<br />Εκείνος: Κι εμείς τι είμαστε; Εκπεσούσες αποχρώσεις; Είχα την εντύπωση πως η γλώσσα του Σύμπαντος είναι τα μαθηματικά. Εσύ τώρα μπερδεύεις και τη γραμματική!<br />Εκείνη: Τα μαθηματικά είναι συμπαντική γλώσσα ενώ η γραμματική επινόηση της ανθρώπινης επικοινωνίας.<br />Εκείνος: Μάλιστα! Ωστόσο, δεν απάντησες στο πρώτο μου ερώτημα αν είμαστε εμείς –το ανθρώπινο γένος δηλαδή- εκπεσούσες αποχρώσεις..<br />Εκείνη: Όπως προείπα, είμαστε συμπαντικοί κόκκοι, δραπέτες του παραλόγου. Εναλλασσόμαστε πολυπρόσωπα πάνω στη Γη. Ανάλογα τα ταξίδια μας αφομοιωνόμαστε κατά που μας πρέπει. Οι εκπεσούσες αποχρώσεις είναι τα πρόσωπα που στερούνται αξιών. Συνεπώς, αφού κι ο 13ος κύκλος γήινης παρουσίας τους παρουσιάζει ελλειπτική προβολή, η ένταξή τους στην αθέατη πλευρά είναι αναπόφευκτη.<br />Εκείνος: Και όλες αυτές τις μορφές η Σελήνη τις χωρά; Δεν αλληλοσυγκρούονται;<br />Εκείνη: Καλή ερώτηση. Η κάθε πλευρά αφομοιώνει την ψυχή που φτάνει στον τελικό της προορισμό, όποιος κι αν είναι αυτός, οπότε δεν έχουμε πρόβλημα χώρου.<br />Εκείνος: Και γιατί αυτό να συμβαίνει στη Σελήνη κι όχι σε κάποιο άλλο αστρικό σώμα;<br />Εκείνη: Η Σελήνη είναι το αποκομμένο παιδί της Γης, προορισμένο να αποθηκεύει τις μορφές ζωής που στη Γη πλέον δεν μπορούν να βιώσουν. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει σε κάθε πλανητικό σύστημα.<br />Εκείνος: Καταλαβαίνεις ότι τα λεγόμενά σου ανατρέπουν τα θρησκευτικά μας ιδεώδη; Σ’ όλα αυτά που λες ο Παράδεισος και η Κόλαση, αν μπορούμε να συμβολίσουμε έτσι τις Σεληνιακές πλευρές, διαφέρουν μόνο στην έκθεση φωτός ή όχι; Και ο Θεός που βρίσκεται; Υπάρχει στο σκεπτικό σου;<br />Εκείνη: Ο Θεός είναι η Συμπαντική ενέργεια. Η Αρμονία που όλα λειτουργούν όπως λειτουργούν, με τις ατέλειές τους κάποιες φορές, όμως εμείς οι συμπαντικοί κόκκοι είμαστε που δημιουργούμε τις ατέλειες.<br />Εκείνος: Ο Πλάτωνας θεωρούσε το σώμα του ανθρώπου φυλακή. Εσύ τι θεωρείς ότι είναι;<br />Εκείνη: Το ανθρώπινο σώμα είναι ένα συμπαντικό πείραμα, όπως κάθε αντίστοιχο σώμα που προβάλει σε άλλα πλανητικά συστήματα, καταδικασμένο να δημιουργεί μέσα από τις στάχτες του.<br />Εκείνος: Ναι αλλά εδώ που φτάσαμε, τουλάχιστον το ανθρώπινο γένος οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια στην αυτοκαταστροφή του.<br />Εκείνη: Όχι εδώ καλέ μου. Λίγο πριν φτάσει στο τελικό στάδιο της εξαφάνισής του από το πρόσωπο της Γης, κάποιες ψυχές θα μεταπηδήσουν σε γειτονικά άστρα, όπου ήδη θα έχουν δημιουργηθεί οι κατάλληλες προϋποθέσεις για να φιλοξενήσουν το ανθρώπινο γένος.<br />Εκείνος: Και η Γη μας θάναι ένας ακόμα μύθος, φαντάζομαι. Αναρωτιέμαι όλοι αυτοί οι μύθοι για θεούς-δαίμονες και υπερφυσικά γεγονότα μήπως έχουν μία αντίστοιχη βάση; Είναι οι ελλειπτικές σελίδες της ανθρώπινης-γήινης ιστορίας; Ξέρεις πάντα μέσα μου πίστευα πως είμαστε δημιούργημα ενός υπεργαλαξιακού πολιτισμού. Πάντα αγωνιούσα για το αν μας παρακολουθούν, κι αν ναι τότε γιατί δεν επεμβαίνουν στα όσα δεινά μαστίζουν τη Γη μας; Γιατί δε μας βοηθάνε; Όμως τώρα που το σκέφτομαι ίσως οι πρώτοι κάτοικοι της Γης να ήρθαν για τους ίδιους λόγους από άλλον πλανήτη. Τι θάλεγες για τον Άρη. Αν δε με απατάει η μνήμη μου ένας μύθος των Μάγιας αναφέρει ότι καταγόμαστε από εκεί.<br />Εκείνη: Ναι καλέ μου. Μετακινούμαστε όπου και όποτε οι περιστάσεις το απαιτούν. Υπάρχουμε έτσι απλά σαν ένα αποκομμένο ποίημα που ψάχνει να βρει τη λύτρωσή του.<br />Εκείνος: Παρατηρώ όμως ότι δε μαθαίνουμε σα φυλή από τα λάθη μας. Άρα ο δρόμος για τη λύτρωσή μας είναι μακρύς.<br />Εκείνη: Σωστά, γι’ αυτό και στη θεατή πλευρά οι ξάστερες ψυχές συγκριτικά είναι λιγότερες.<br />Εκείνος: Κι αν κάποια στιγμή φτάσουμε στη λύτρωσή μας τι θα γίνει; Θ’ αλλάξει κάτι;<br />Εκείνη: Αν σε όλα τα πλανητικά συστήματα συνέβαινε το θαύμα της λύτρωσης τότε η ομοιομορφία που θα επικρατούσε θα ήταν μονότονη και καταθλιπτική. Η ίδια η συμπαντική ενέργεια δεν θα το άντεχε αυτό. Θα το κατέστρεφε.<br />Εκείνος: Τότε ποιο το νόημα να φτάσουμε στην τελειότητα;<br />Εκείνη: Γιατί απλά πρέπει να μάθουμε να συνυπάρχουμε με σεβασμό, αγάπη, κατανόηση στη διαφορετικότητα του καθενός μας. Αυτό δεν δίδαξε κι ο Χριστός;<br />Εκείνος: Ναι αλλά στο όνομά του γίνανε και γίνονται πολλά δεινά στον πλανήτη μας.<br />Εκείνη: Είναι γιατί ο άνθρωπος διαμορφώνει την πίστη του ανάλογα με το συμφέρον του. Αυτό είναι κάτι που έχει τις ρίζες του ακόμα από τα προχριστιανικά χρόνια.<br />Εκείνος: Ναι, η θρησκεία ήταν η απαγορευμένη γνώση, η γνώση του ιερατείου που εξουσίαζε τον απλό λαό διαμέσου του εκάστοτε βασιλιά. Ο Χριστός έδωσε άλλη πνοή με το Θείο Λόγο. Όμως στην πορεία παρερμηνεύτηκε η ουσία του Λόγου του.<br />Εκείνη: Ακριβώς. Υπάρχει όμως κόσμος που ανεξάρτητα του θρησκεύματός του έχει μέσα στη ζωή του το Λόγο του Χριστού. Ζει και πορεύεται με την Αγάπη.<br />Εκείνος: Χαμένοι στην ανωνυμία τους και ελάχιστοι φαντάζομαι ανά φυλή. Ας είναι όμως, είναι ευτύχημα που υπάρχουν, είναι ελπίδα….<br />Εκείνη: Ναι, είναι το Φως στη μικρή τους κοινωνία, τουλάχιστον όσοι έχουν την ευαισθησία να το αντιληφθούν και να παραδειγματιστούν.<br />Εκείνος: Ξέρεις τι μου κάνει εντύπωση; Τόσα χρόνια που σε γνωρίζω ποτέ δεν είχες εκφράσει τέτοιες απόψεις. Πιο σωστά, εσύ ήσουν πάντα η ορθολογίστρια της παρέας. Τώρα τι άλλαξε;<br />Εκείνη: Κι εγώ παραξενεύομαι που ακούω τις σκέψεις μου, όμως να που ήρθε η στιγμή να ανατραπεί ο εσωτερικός μου κόσμος. Πάντα δεν έλεγες «για όλα υπάρχει η πρώτη φορά»; Δεν ξέρω αν ήταν όνειρο ή όραμα αυτό που θα σου πω, συνέβη τότε που πήγαμε στην Αράχοβα. Θυμάσαι;<br />Εκείνος: Άκου λέει• και βέβαια θυμάμαι. Την επόμενη της επίσκεψής μας στους Δελφούς, την τρίτη μέρα της παραμονής μας, συμπεριφερόσουν περίεργα. Άλλοτε έκλαιγες κι άλλοτε γελούσες ασταμάτητα. Ποτέ μέχρι τώρα όμως δεν μου εξήγησες αυτή σου τη συμπεριφορά.<br />Εκείνη: Ήθελα πρώτα να κατανοήσω μέσα μου τι ήταν αυτό που μου συνέβη. Ακόμα βέβαια δεν έχω ξεκαθαρίσει αν ήταν όνειρο ή όραμα. Εκείνο που ξέρω είναι πως ήταν έντονα αληθινό.<br />Εκείνος: Με τρομάζεις ακόμα πιο πολύ. Τι συνέβη; Πες μου.<br />Εκείνη: Λίγο πριν ξημερώσει σηκώθηκα, βγήκα στο μπαλκόνι να κάνω ένα τσιγάρο. Είχε μια περίεργη ομίχλη έξω, αν κι Αύγουστος μήνας. Ξαφνικά ένιωσα τον εαυτό μου να συρρικνώνεται τόσο πολύ που τρόμαξα κι άρχισα να φωνάζω, μα εσύ δεν με άκουγες. Μετά ένιωθα ότι ήμουν ένα με την ομίχλη, δεν είχα σώμα. Έμοιαζα περισσότερο με λευκό φως και ταξίδευα. Ένιωθα μία απέραντη γαλήνη. Ταξίδευα κι έβλεπα τον κόσμο τόσο διαφορετικό απ’ ότι τον ξέρουμε. Έβλεπα ζωή εκεί που στη δική μας διάσταση φαίνεται ανύπαρκτη. Κάποια στιγμή πήρα μορφή, δεν διέφερα από τις φιγούρες που έβλεπα τριγύρω μου.<br />Εκείνος: Θυμάσαι να μου πεις με τι έμοιαζαν;<br />Εκείνη: Ήταν μικροσκοπικές φιγούρες, σαν ξωτικά. Την ευδαιμονία μας ήρθε να ταράξει μία άγρια φωνή. Θυμάμαι κρυφτήκαμε σε μια σπηλιά. Παρόλο που ήταν σκοτεινή κι ερμητικά κλειστή αναπνέαμε κι υπήρχε φως χάρις σε κάποιες περίεργες πέτρες που υπήρχαν στο έδαφος. Η φωνή όσο περνούσε η ώρα ακουγότανε πιο έντονη. Διαπεραστική.<br />Εκείνος: Θυμάσαι τι έλεγε;<br />Εκείνη: Όχι, μόνο τρόμο μας γέμιζε και μια γυναικεία φιγούρα μέσα στη σπηλιά άρχισε να κλαίει. Φοβόταν, έλεγε, για το παιδί που θα φέρει στον κόσμο. Προσπάθησα να την παρηγορήσω ώσπου…<br />Εκείνος: Ώσπου… τι;<br />Εκείνη: Την άλλη στιγμή είδα νάμαι στο μπαλκόνι με το τσιγάρο στο χέρι κι εκεί στη Σελήνη να διαγράφεται ένα χαμόγελο. Θυμάσαι; Ήταν Πανσέληνος.<br />Εκείνος: Ναι, θυμάμαι μάλιστα πως το μόνο που μου ‘χες πει για εκείνο το βράδυ ήταν ότι, κράτησες τη Σελήνη στο χέρι σου. Φαντάστηκα ότι θα το ονειρεύτηκες, γι’ αυτό και γέλασα. Και σήμερα έχουμε Πανσέληνο. Γι’ αυτό τώρα προβαίνεις σε εξομολογήσεις;<br />Εκείνη: Δεν ξέρω, αλλά από τότε η Πανσέληνος με κάνει να νιώθω περίεργα. Βγήκαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων μου, ξέρεις. Όχι μη μου τρομάζεις πάλι. Είναι όλα φυσιολογικά. Νιώθω μία απέραντη γαλήνη τούτη τη βραδιά.<br />Εκείνος: Σήμερα γλυκιά μου με προβλημάτισες πολύ. Χαίρομαι που είσαι καλά, παρόλα αυτά.<br />Εκείνη: Είναι απλό. Άσε τη ματιά σου να περιηγηθεί στη Σελήνη. Μη σκέφτεσαι τίποτε άλλο παρά μόνο το Λόγο που Υπάρχουμε. Το Λόγο που μας συμβαίνουν όσα μας συμβαίνουν. Εκεί στο αργυρόχρωμο φως της θα βρεις τις απαντήσεις σου.<br />Καληνύχτα Αγάπη μου.Count_Zerohttp://www.blogger.com/profile/03143148160516456901noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7042682070044886427.post-52809610516971303422010-03-20T18:25:00.002+02:002010-04-11T21:39:18.524+02:00Παναγιώτης Τούτιος - Οι χαμένες διδασκαλίες του Ζαο Ζου (Ένα απόγευμα)11.05 Ψηλαφώντας το κομοδίνο του ο Μπομπ συνειδητοποίησε με έκπληξη πως το ξυπνητήρι Τουίτι δε βρισκόταν στη θέση του και το ανεξήγητο αυτό γεγονός τον προβλημάτισε πολύ. Σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι του, έτριψε τα μάτια κι άνοιξε το κινητό του. Μόλις είδε την ώρα έβγαλε μια κραυγή που πρέπει ν’ ακούστηκε αρκετά τετράγωνα πιο πέρα. Έβαλε αμέσως τα σπορτέξ του και πετάχτηκε σα σίφουνας έξω.<br />Στο δρόμο όλοι τον κοίταζαν σαν εξωγήινο κι ο Μπόμπ υπέθεσε πως ήταν όλοι μαλάκες. Μόνο όταν μπήκε στη “Γνώση” κατάλαβε πως ήταν ακόμα με τις πιτζάμες. Μόλις το αφεντικό του τον είδε άρχισε να φωνάζει κρατώντας μια παγοκύστη στο κεφάλι του «Τι ώρα είναι αυτή ρε σκατόπουστρα; Πώς ήρθες έτσι μωρέ μπάσταρδε; Απολύεσαι ρε παλιομαλάκα!». Και μερικά άλλα τέτοια.<br /><br />08.20 Του ’χαν γαμηθεί τα γόνατα. Στην ηλικία του δεν ήταν για πολλά. Ο μπαρμπά Μήτσος ήταν κρυμμένος πίσω από έναν κάδο και περίμενε κοιτώντας συνεχώς το ρολόι του. Ο φαλακρός είχε αργήσει, πράγμα ασυνήθιστο, κάθε πρωί στις οχτώ το άνοιγε το γαμήδι. Αλλά όσο άντεχε, ο μπαρμπά Μήτσος, θα τον περίμενε. Και μόλις τον έβλεπε θα πατούσε τη σκανδάλη. Μετά η σφαίρα θα ’κανε τα υπόλοιπα. Γιατί ο φαλακρός για ένα καφέ του ’χε γαμήσει τη ζωή. Κι ο μπάρμπας ήθελε μόνο ένα μήνα ακόμα. Μα η αρθρίτιδα τον πρόδωσε. Σηκώθηκε λίγο απ’ την κρυψώνα του να ξεπιαστεί, η καραμπίνα βγήκε σε κοινή θέα κι ένας αστυνομικός που περνούσε τον συνέλαβε χωρίς ομολογουμένως ιδιαίτερο κόπο. Γιατί ο μπαρμπά Μήτσος δεν πρόβαλε καμιά αντίσταση, δεν ήθελε να πειράξει κανέναν άλλο. Ήθελε μόνο να γαμήσει τον φαλακρό.<br /><br />08.16 Ο αστυνόμος Θεοπάρης έτρωγε το πρωινό τού ντόνατ κι έπινε καφέ από πλαστικό κυπελάκι καθώς χάζευε τις εφημερίδες που κρεμόταν στο περίπτερο. Ο ασύρματός του έβγαλε έναν τσιριχτό ήχο και μια φωνή τίγκα στα παράσιτα τον ειδοποίησε πως στην οδό Αγωνίας κάποιος, χωρίς προφανή λόγο, σωριάστηκε στο έδαφος. Ο αστυνόμος πέταξε το ντόνατ του ( τον καφέ τον είχε πιει όλο ) και άρχισε να προχωράει προς τον τόπο τού παράξενου συμβάντος. Δυο στενά πιο κάτω, έξω από την “Γνώση”, είδε ένα γέρο με μια καραμπίνα. Έβγαλε το περίστροφό του, τον σημάδεψε και του φώναξε «ΑΚΙΝΗΤΟΣ!!». Ο γέρος σήκωσε αμέσως τα χέρια του ψηλά.<br /><br />07.59 Ο Ροδόλφος δεν μπορούσε να διακρίνει τον Ρεμπώ από τον Ράμπο γεγονός που δεν τον εμπόδιζε να έχει βιβλιοπωλείο. Κληρονόμησε τη “Γνώση” από τον πατέρα του κι έχωσε μέσα έναν υπάλληλο που τον γαμούσε και τον έδερνε. Κι ένα πρωί τον απέλυσε γιατί δεν του ’φερε καφέ. Κι ο τύπος ήταν εξηντακάτι., ένα μήνα ήθελε να βγει στη σύνταξη. Ο Ροδόλφος ήξερε πως του ’χε γαμήσει όση ζωή του έμενε. Μετά βέβαια πήρε άλλο υπάλληλο τον οποίο επίσης γαμούσε κι έδερνε. Γιατί ο Ροδόλφος Μπράουν ήταν κακός άνθρωπος. Και το απολάμβανε. Πηγαίνοντας να ανοίξει το μαγαζί άκουσε ένα εκκωφαντικό «ντριρρρρνννν». Σχεδόν αμέσως κάτι τον χτύπησε στο φαλακρό του κεφάλι. Κάποιος περαστικός που τον είδε κάλεσε τους μπάτσους.<br /><br />07.58 Το ξυπνητήρι Τουίτι χτύπησε μ’ ένα δυνατό ντρρρρρινννννν που θα ’κανε τον Σιλβέστρο να χεστεί πάνω του. Ο Μπομπ χωρίς να ξυπνήσει τέντωσε το χέρι του, άρπαξε τον Τουίτι και χωρίς να τον κλείσει τον εκσφενδόνισε έξω από το ανοιχτό του παράθυρο. Μετά συνέχισε να ονειρεύεται.<br /><br />Ο μεγάλος Διδάσκαλος Ζάο Ζου τελειώνει την αφήγησή του, ανάβει ένα μάλμπορο λάιτ και κοιτά τους μαθητές του. Ο φύτουλας μαθητής Τσογκ Λη σηκώνει διστακτικά το χέρι του και λέει «Ενδιαφέρουσα η παραβολή σας μεγάλε Διδάσκαλε αλλά δεν μπόρεσα να κατανοήσω το βαθύτερό της νόημα». Από την τελευταία σειρά ο ρέμπελος μαθητής Γου Τσαν αφήνει για λίγο το κουπόνι του στοιχήματος και ουρλιάζει «Πίπες παντού! Να παν να γαμηθούν τα νοήματα!». Ο Ζάο Ζου τον κοιτάζει επιδοκιμαστικά και λέει « Το βαθύτερο νόημα είναι πως δεν υπάρχει βαθύτερο νόημα. Εύγε Γου Τσαν. Συ θα κληρονομήσεις τη βασιλεία τών ουρανών». Τραβάει μια τζούρα ακόμα και φεύγει από την τάξη σφυρίζοντας το “Some velvet morning”.Count_Zerohttp://www.blogger.com/profile/03143148160516456901noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7042682070044886427.post-43612511176873866142010-02-12T15:12:00.003+02:002010-02-12T18:06:57.653+02:00XΡΗΣΤΟΥΜΕΝΝΑ (Θεατρικό σε πέντε πράξεις) - πραξη Α + Β<div style="text-align: justify;"><span style="font-size:130%;">ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ</span><br /><br /><span style="font-size:130%;">ΣΚΗΝΙΚΟ: Μαύρο φόντο στο βάθος της σκηνής αναβοσβήνουν φωτιές και συχνά καπνοί πλημμυρίζουν την σκηνή. Στο κέντρο της σκηνής ένα τεράστιο δέντρο του οποίου η κορυφή χάνεται πάνω από το οπτικό πεδίο. Οι θεατές μπορούν να δουν τον τεράστιο κορμό και κάμποσα παράξενα λιπόσαρκα πλάσματα γύρω από το δέντρο, σκαρφαλωμένα το ένα πάνω στο άλλο να προσπαθούν απεγνωσμένα να πελεκήσουν τον τεράστιο κορμό με λογιώ λογιώ εργαλεία: άλλος με τσεκούρι, άλλος με μαχαίρι, άλλος με σφυρί, άλλος με δρεπάνι, άλλος με τα γυμνά του χέρια! Παρά τα παράξενα εργαλεία που χρησιμοποιούν τα γκροτέσκα πλάσματα, ο κορμός του, ασύλληπτου σε μέγεθος, δέντρου έχει υποστεί ανεπανόρθωτες ζημιές. Καίτοι οι επίδοξοι ξυλοκόποι δεν συστηματοποιούν την εργασία τους με αποτέλεσμα ο κορμός να έχει υποστεί θεαματικές ζημιές σε διάφορα ύψη, μία από τις εργασίες τους φαίνεται να έχει αποδώσει τα μάλα και οι θεατές σχηματίζουν την εντύπωση ότι από ώρα σε ώρα το δέντρο θα καταρρεύσει. Σε αυτό συνεπικουρούν και οι χαρακτηριστικοί ήχου, τα τριξίματα του ετοιμόρροπου δέντρου! Πίσω από τον πελώριο κορμό και στα δεξιά της σκηνής οι θεατές μπορούν να αναγνωρίσουν μία σιδερένια πόρτα ανελκυστήρα πάνω από την οποία αναγράφεται ΑΝΩ ΚΟΣΜΟΣ ενώ ένα τόξο δείχνει προς τα πάνω συμπληρώνοντας σημειολογικά την εικόνα.</span><br /><span style="font-size:130%;">Ο ιδρώτας στάζει από το πρόσωπο του μαυριδερού πλάσματος που πελεκά με μανία τον τεράστιο κορμό με ένα τσεκούρι. Είναι ντυμένο με κοντό παντελόνι και ένα ξεσκισμένο φανελάκι. Τα αφτιά του είναι τεράστια και τα μάτια του γαλανά και σε μεγάλη απόσταση το ένα από το άλλο. Το πλάσμα είναι σκαρφαλωμένο σε ένα παρόμοιο πλάσμα μικρότερων διαστάσεων πάνω στους ώμους του οποίου, εκτός από τον σύντροφο του, στηρίζεται και ένα δυσαρμονικά μεγάλο κεφάλι. Ο καπνός από τις πυρές της κολάσεως κάνει τα πλάσματα να δακρύζουν. </span><br /><br /><span style="font-size:130%;">Το πλάσμα με τα μεγάλα αφτιά κλείνει τα μάτια, τα σφουγγίζει με το χέρι που βαστά το τσεκούρι και κοιτάει κάτω. «Γαμώ την αγανάκτησή μου!» λέει απευθυνόμενο στο κενό και συνεχίζει να πελεκάει με μανία τον τεράστιο κορμό. Στην προσπάθεια του να σταθεροποιηθεί πατάει άτσαλα την κεφάλα του συντρόφου του.</span><br /><span style="font-size:130%;">Αυτός εκνευρίζεται δικαιολογημένα. « Μπορείς να πατήσεις λίγο Κάτω Κόσμο; …. (κοιτάει πάνω σκεπάζοντας τα μάτια του με το χέρι) Και μπορείς να μην κάνεις γρέζια? Μου μπαίνουν στα μάτια!»</span><br /><span style="font-size:130%;">Ο ΑΥΤΑΔΕΝ ΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ με πρόσωπο κόκκινο από εκνευρισμό και κόπωση κοπανάει με την αμβλεία μεριά του τσεκουριού τον ΚΕΦΑΛΑ</span><br /><span style="font-size:130%;">«ΩΧ!!! Τι κάνεις ρε πανηλίθιε;» διαμαρτύρεται ο ΚΕΦΑΛΑΣ.</span><br /><span style="font-size:130%;">«Πανηλίθιος είσαι και φαίνεσαι!» </span><br /><span style="font-size:130%;">«Έτσι ε; Είμαι ηλίθιος; Ε, γκρεμοτσακίσου λοιπόν να δεις ποιος είναι ηλίθιος!» λέει ο ΚΕΦΑΛΑΣ και τραβιέται από κάτω του.</span><br /><span style="font-size:130%;">Ο ΑΥΤΑΔΕΝ ΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ αιωρείται για λίγο, προσπαθώντας να γαντζωθεί από το δέντρο. Δεν τα καταφέρνει. Ενστικτωδώς γραπώνει τον διπλανό πελεκητή κάνοντάς τον να χάσει την ισορροπία του. Αυτός με τη σειρά του προσπαθεί να στηριχτεί στον επόμενο και εντός ολίγου το συνολικό σύμπλεγμα άνω και κάτω πελεκητών γίνεται ένα τουρλουμπούκι στο έδαφος μέσα σε ακατονόμαστες βρισιές και κατάρες που εξαπολύουν τα λιπόσαρκα, μαυριδερά πλάσματα προς κάθε κατεύθυνση.</span><br /><span style="font-size:130%;">«Φτου σας ρε!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Γαμώτο»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Τα παΐδια μου άθλιοι!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Τι κάνετε ρε ούφα;» φωνάζει ένας καλικάτζαρος από τον σωρό.</span><br /><span style="font-size:130%;">«Ποιον είπες μούφα ρε βλαμμένε;» αναρωτιέται ένας άλλος.</span><br /><span style="font-size:130%;">«Ποιον είπες βλαμμένο ρε;» είπε ένας ψηλός καλικάτζαρος που τον φώναζαν ΑΕΙΣΤΟΓΕΡΟΔΙΑΟΛΟ και σηκώθηκε έτοιμος για καβγά.</span><br /><span style="font-size:130%;">«Τι είναι η μούφα» απόρησε ένας τέταρτος καλικάτζαρος</span><br /><span style="font-size:130%;">«ΑειΣτοΓεροΔιάολο!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Με φώναξες ρε για με έβρισες;»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Σε έβρισα ρε!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Καλά το κατάλαβα!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Ναι ρε, ποιον είπες βλαμμένο;» είπε ένας άλλος.</span><br /><span style="font-size:130%;">«Εσένα ρε!» είπε ένας τρίτος από τον σωρό </span><br /><span style="font-size:130%;">«Εμένα ρε; Ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε;»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Ποιος είσαι ρε;»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Αυτός που θα σε πλακώσει ρε!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Σοβαρά; Για τόλμα»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Κάτσε να σηκωθώ ρε και θα δεις…»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Για σήκω…» </span><br /><span style="font-size:130%;">Οι δύο καλικάτζαροι πέφτουν ο ένας στο άλλο κυλιούνται στο πάτωμα, ο ένας προσπαθεί να πιάσει κεφαλοκλείδωμα τον άλλο. Ο ΑΕΙΣΤΟ ΓΕΡΟΔΙΑΟΛΟ τα καταφέρνει.</span><br /><span style="font-size:130%;">«Ρε χαμένε. Κεφαλοκλείδωμα, δεν είναι δίκιο ρε»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Παραδίνεσαι ρε;»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Όχι ρε, δεν παραδίνομαι»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Άστον ρε βλαμμένε! Μιας τσεκουριάς δουλειά απόμεινε. Μόνος μου το έριξα το δέντρο!» είπε ο ΑΥΤΑΔΕΝ ΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ και έδειξε το ετοιμόρροπο δέντρο στους συντρόφους του που πλακώνονται. </span><br /><span style="font-size:130%;">«Είδες! Εσένα είπε βλαμμένο!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Εμένα ρε είπες βλαμμένο;» είπε ο ψηλός καλικάτζαρος που τον φώναζαν ΑΕΙΣΤΟΓΕΡΟΔΙΑΟΛΟ και παράτησε το κεφαλοκλείδωμα. Σηκώθηκε. «Θα σε σκοτώσω ρε!» είπε στον ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΑΦΤΙΑ</span><br /><span style="font-size:130%;">«Θα μου κλάσεις δύο μάντρες ρε μπουμπούνα!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Θα δώσω ρε τα αφτιά σου να τυλάνε σουβλάκια»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Λίγα με τα αφτιά μου»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Γιατί ρε, τι θα κάνεις;»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Γιατί έχω καιρό να βατέψω…»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Μπα;»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Μπου!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Άσφαιρα ρε;»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Για πρόκαμε και θα ιδείς!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Άντε ρε μαμούχαλε»</span><br /><span style="font-size:130%;">Τι λες ρε Κοσκινοφουσκίτσα»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Σκατά στο κεφάλι σου ρε»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Σκατά στα κοντοβράκια σου ρε»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Άντε ρε… Άνθρωπε» προσέβαλε τον ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ ο ΑΕΙΣΤΟΓΕΡΟΔΙΑΟΛΟ</span><br /><span style="font-size:130%;">«Τι είπες ρε; Εμένα είπες άνθρωπε; Για ξαναπέστο…»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Ναι ρε, εσένα είπα. Άνθρωπε άνθρωπε άνθρωπε!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Ποιον είπε άνθρωπο ο ξευτίλας;» πετάχτηκε ο ΚΕΦΑΛΑΣ που παρακολουθούσε την λεκτική διαμάχη έτοιμος να πάρει το μέρος του ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ.</span><br /><span style="font-size:130%;">«Γαμώ τα αφτιά σου τα πέτσινα τα καλοκαιρινά!» είπε ο ΑΕΙΣΤΟΓΕΡΟΔΙΑΟΛΟ</span><br /><span style="font-size:130%;">«Τι είπες ρε για τα αφτιά μου;» </span><br /><span style="font-size:130%;">Μέσα σε βρισιές και κατάρες οι καλικάτζαροι έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλο χωρίς να έχουν απόλυτη συνείδηση ποιον καταχερίζουν αν αυτός με τον οποίο πλακώνονται είναι αυτός με το οποίο είχαν διαφωνήσει ή ένας τρίτος καλικάτζαρος. Στην κλοτσοπατινάδα μπαίνουν όλοι ακόμα και αυτοί που δεν είχαν διαφωνήσει ή παρεξηγηθεί με κανένα.</span><br /><span style="font-size:130%;">«Θα σε σκοτώσω ρε!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Θα σου φάω την σπλήνα ρε!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Θα σου αφαιρέσω την σκουληκωειδή απόφυση ρε!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Θα σε βγάλω σε σύνταξη με κυβέρνηση Γιωργάκη Παπανδρέου ρε!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Θα σου βγάλω το μάτι ρε!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Αντίπιστε!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Τι είναι Αντίπιστε;»</span><br /><span style="font-size:130%;">«ΑειΣτοΓέροΔιάολο»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Με φώναξες ρε για με έβρισες;»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Σε έβρισα ρε!»</span><br /><span style="font-size:130%;">Και ενώ οι διόλου βαθυστόχαστοι διάλογοι διαμείβονται μεταξύ των καλικατζάρων ακούγεται μια φωνή από τα παρασκήνια. «ΑΚΟΥΣΑΤΕ ΑΚΟΥΣΑΤΕ». Οι καλικάτζαροι δεν δίνουν σημασία «ΑΚΟΥΣΑΤΕ ΑΚΟΥΣΑΤΕ» επαναλαμβάνει πλησιάζοντας η φωνή.</span><br /><span style="font-size:130%;">Ο ντελάλης, ένας μετρίου αναστήματος μεσήλικας με μουστάκι και κοιλιά μπαίνει στην σκηνή και αφού ρίχνει μια αδιάφορη ως περιφρονητική ματιά στους καλικάτζαρους και κοιτάει με ανησυχαστικό βλέμμα το τσεκουρεμένο δέντρο συνεχίζει «Ακούσατε, Ακούσατε»</span><br /><span style="font-size:130%;">Οι καλικάτζαροι σταματάνε τον καβγά τους αλλά δεν μπαίνουν στον κόπο να σηκωθούν.</span><br /><span style="font-size:130%;">«Ακούσαμε ρε, που να σου πάρει ο διάολος τον πατέρα, αλλά τι;» ρωτάει ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ</span><br /><span style="font-size:130%;">«Ναι ρε, τι;» συνδράμει ο ΑΕΙΣΤΟΓΕΡΟΔΙΑΟΛΟ που βρίσκεται από κάτω του.</span><br /><span style="font-size:130%;">«ΑΚΟΥΣΑΤΕ ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ΣΗΜΕΡΟΝ ΤΗΝ 25Η ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ ΕΓΕΝΝΗΘΗ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ. Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΛΕΓΩ! ΑΚΟΥΣΑΤΕ ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΕΓΕΝΝΗΘΕΙ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΒΡΕΦΟΣ! ΑΚΟΥΣΑΤΕ ΑΚΟΥΣΑΤΕ….»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Μα ξεκούφανες! Μπάσταρδε!» είπε ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ</span><br /><span style="font-size:130%;">«ΑΚΟΥΣΑΤΕ ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ΣΗΜΕΡΟΝ ΤΗΝ 25Η ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ ΕΓΕΝΝΗΘΗ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ. Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΛΕΓΩ! ΑΚΟΥΣΑΤΕ ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΕΓΕΝΝΗΘΕΙ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΒΡΕΦΟΣ! ΑΚΟΥΣΑΤΕ ΑΚΟΥΣΑΤΕ….»</span><br /><br /><span style="font-size:130%;">Οι καλικάτζαροι σηκώνονται, καμώνονται πως ξεσκονίζονται και τόνοι σκόνες πετάγονται από τα ρούχα τους, ξεσκονίζουν ο ένας τον άλλο κάνουν τάχα πως δένουν τις γραβάτες και σιάχνουν την γραμμή του πανταλονιού τους, κάνουν τάχα πως κοιτιόνται σε αόρατους καθρέπτες.</span><br /><span style="font-size:130%;">«Μια χαρά σε βρίσκω! Εγώ πως είμαι;»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Τέλειος!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Σίγουρα;»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Βέβαια! Καλύτερα δεν γίνεται!» </span><br /><span style="font-size:130%;">Ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΙ ΑΦΤΙΑ κοιτάει τον ντελάλη που απομακρύνεται μαζί με τον ήχο της φωνής του και χάνεται από την άλλη μεριά της σκηνής</span><br /><span style="font-size:130%;">Ο ΚΕΦΑΛΑΣ τον περιμένει ενώ οι καλικάτζαροι συνωστίζονται μπροστά στην πόρτα του ανελκυστήρα, στην δεξιά μεριά της σκηνής. Πάνω από τον ανελκυστήρα γράφει με μεγάλα γράμματα ΑΝΩ ΚΟΣΜΟΣ!</span><br /><span style="font-size:130%;">Και ενώ οι καλικάτζαροι μπαίνουν ανά ομάδες στο μεγάλο μαλώνοντας ποιος θα πρωτομπεί στον ανελκυστήρα οι δύο φίλοι απομένουν μονάχοι στην σκηνή. Ο ΑΥΤΑΔΕΝ ΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ κοιτάει ακόμα προς την κατεύθυνση που εξαφανίστηκε ο ντελάλης</span><br /><span style="font-size:130%;">«Πάμε και εμείς;» του λέει ο ΚΕΦΑΛΑΣ και τον πιάνει από τον ώμο.</span><br /><span style="font-size:130%;">«Πού πάμε;»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Δεν άκουσες; Εγεννήθει ο Χριστός. Πάμε να δούμε»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Γιατί;»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Τι γιατί; Άκουσες; Δεν άκουσες;»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Άκουσα βρε μπούφο (και απευθυνόμενος στους θεατές) και κάτι μέσα μου με υποκινεί να πάω να δω! Αλλά γιατί;»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Επειδή!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Α! Εντάξει! ‘Άμα είναι επειδή…. Να πάμε… Αλλά, για το όνομα του Βελζεβούλη», δείχνει το πετσοκομμένο δέντρο, «μια τσεκουριά απόμεινε! Κοίτα μωρέ, μια τσεκουριά και θα ‘ρθουνε τα απάνω ακάτω!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Εγώ πάντως φεύγω» λέει ο ΚΕΦΑΛΑΣ αδιάφορος για τις αιτιάσεις του φίλου του. Κατευθύνεται προς τον ανελκυστήρα και πατάει κλήση. Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει μέσα. Ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ αφού κοιτά λυπημένα για τελευταία φορά το δέντρο τρέχει ξωπίσω του.</span><br /><span style="font-size:130%;">«Ομπρός, για τον άνω κόσμο» λέει ενθουσιασμένος ο ΚΕΦΑΛΑΣ και η πόρτα του ανελκυστήρα κλείνει.</span><br /><br /><span style="font-size:130%;">ΤΕΛΟΣ ΠΡΑΞΗΣ ΠΡΩΤΗΣ</span><br /><br /><br /><br /><span style="font-size:130%;">ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ</span><br /><br /><span style="font-size:130%;">ΣΚΗΝΙΚΟ: Εξοχή, δέντρα θάμνοι ένα ρυάκι διασχίζει την σκηνή, πρόβατα και αγελάδες βόσκουν αμέριμνα ενώ στην αριστερή άκρη της σκηνής έξω από ένα μητάτο ένας χωριάτης μουστακαλής με ψαρά μαλλιά και ντυμένος με πατατούκα, χοντρά χειροποίητα παπούτσια και καβουράκι σουβλίζει ένα μικρό γουρουνόπουλο.</span><br /><span style="font-size:130%;">Οι καλικάτζαροι ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ και ΚΕΦΑΛΑΣ λιπόσαρκοι, μαύροι και άραχλοι μπαίνουν από το δεξιό άκρο της σκηνής κάνοντας κωλοτούμπες, βαρώντας τα πόδια τους στον αγέρα, σπρώχνουν και πειράζουν ο ένας τον άλλο σαν χάρτινες φιγούρες που ο καραγκιοζοπαίχτης έχει χάσει τον έλεγχο.</span><br /><br /><span style="font-size:130%;">«Γιούπι» λέει ο κεφάλας</span><br /><span style="font-size:130%;">«Ούρα»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Μούρα;»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Όχι Μούρα, ούρα»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Α!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Κιούπι;»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Όχι κιούπι βρε, γιούπι!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Α! Γιούπι. Ναι Γιούπιιιιι!» συναινεί ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ</span><br /><span style="font-size:130%;">Ο ΚΕΦΑΛΑΣ σταματάει τα χοροπηδητά προτείνει την μύτη του σα λαγωνικό και την συστρέφει 180 μοίρες. «Ρε! Ωρε. Ρε συ. Κάτι μυρίζει εδώ. Κάτι μυρίζει θαυμαστά!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Ώχου η μυτόγκα μου, το μυρίζω και εγώ βρε. Κάτσε να δεις, την θυμάμαι αυτή την μυρουδιά. Γουρουνόπουλο!»</span><br /><span style="font-size:130%;">Πιάνονται αγκαλιά, χοροπηδούν και φωνάζουν ρυθμικά «Γου-Ρου-νόπουλο, Γου-ρου-νόπουλο!»</span><br /><span style="font-size:130%;">Και πάλι «Γου-Ρου-νόπουλο, Γου-ρου-νόπουλο!»</span><br /><span style="font-size:130%;">Ο χωριάτης στρέφεται προς το μέρος των ξωτικών, γουρλώνει τα μάτια του από την τρομάρα αλλά σύντομα ανακτά την ψυχραιμία του. Το χωριό απέχει περισσότερα από πέντε χιλιόμετρα από την στάνη, ακόμα και αν προσπαθούσε να διαφύγει δεν θα είχε καμία ελπίδα, γέρος άνθρωπος ενάντια δε δύο γοργοπόδαρους καλικατζάρους. Αποφασίζει να παραστήσει τον αδιάφορο, άλλωστε έχει κι εκείνος τα μυστικά του όπλα!</span><br /><span style="font-size:130%;">Οι καλικάτζαροι τον πλησιάζουν χοροπηδώντας και πάντα φωνάζοντας ρυθμικά «Γου-Ρου-νόπουλο, Γου-ρου-νόπουλο!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Ε, μάστορα» τον φωνάζει ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ μόλις σιμώνουν την φωθιά.</span><br /><span style="font-size:130%;">Ο χωρικός δεν δίνει σημασία σα να μην άκουσε τίποτα και συνεχίζει να γυρίζει την σούβλα</span><br /><span style="font-size:130%;">«Σε κουφάλογο πέσαμε!» λέει ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ στον ΚΕΦΑΛΑ</span><br /><span style="font-size:130%;">Οι καλικάτζαροι στέκονται αλύγιστοι μπροστά στον χωρικό κάνοντας χειρονομίες μπροστά στο οπτικό του πεδίο. «ΜΑΣΤΟΡΑΑΑΑΑΑ!»</span><br /><span style="font-size:130%;">Ο χωρικός συνεχίζει να παρασταίνει τον ζαβό «Ποιος είναι ετού; Ήκουσα κάτι!»</span><br /><span style="font-size:130%;">Ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ μιμείται κοροϊδευτικά την προφορά του «Εδώ καλέ. Μπρουστά σου. Δεν μας ηκούς που σε ηκούμε; Δε μας θωρείς που σε θωρούμε;»</span><br /><span style="font-size:130%;">Επιτέλους ο χωρικός σηκώνει τα μάτια του. «Μνησθητί μου Κύριε!», κάνει τον σταυρό του «Τι είστε εσείς; Διαβόλοι; Άμετε από κει που ρθατε! Μνήσθητί μου Κύριε!» επανέλαβε και συνέχισε να γυρίζει την σούβλα</span><br /><span style="font-size:130%;">Η επίκληση του Κυρίου από τον χωρικό προκαλεί ρίγη στους καλικατζάρους που κλείνουν τα αφτιά τους. </span><br /><span style="font-size:130%;">«Λες να αρχίσει τα πατερημά;» ρωτάει έντρομος ο ΚΕΦΑΛΑΣ</span><br /><span style="font-size:130%;">«Ε; Κι άμα αρχίσει; Σου φαίνεται για τραγόπαπας;»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Πιο σιγά, θα μας ακούσει;»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Σιγά μη μας ακούσει το κουφάλογο!». Ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ κάνει τα χέρια του χωνί και φωνάζει στον χωρικό «Δεν είμαστε διαβόλοι στραβούλιακα! Δεν θωρείς;» </span><br /><span style="font-size:130%;">Ο ΚΕΦΑΛΑΣ τον μιμείται «Ούτε τριβόλοι είμαστε, ζωντόβολο!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Δεν είσαστε διαβόλοι το λοιπό… Και ίντα θέλετε τότενες;»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Να κόψουμε μια βουκίτσα γουρουνόπουλο μπάρμπα. Μια βουκίτσα» ψευτοπαρακαλάει ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ</span><br /><span style="font-size:130%;">«Ναι, μια βουκίτσα Μπαρμπότσαλε! Μια βουκίτσα, να τόσο δα μικρούλα» λέει ο κεφάλας και δείχνει με τα χέρια ένα μέγεθος που ολοένα μεγαλώνει. «Σιχάθηκα τις Βαθράκοι!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Σκάσε ρε!» τον επαναφέρει στην τάξη ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ</span><br /><span style="font-size:130%;">«Μια βουκίτσα μπάρμπα!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Μια βουκίτσα!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Να με συμπαθάει η χάρη σας μα το γουρουνόπουλο είναι για την φαμελιά μου! Εννέα νοματαίοι. Θα σας έδωνα μα δε φτάνει» λέει ο χωρικός συνεχίζοντας να γυρίζει τη σούβλα.</span><br /><span style="font-size:130%;">«Αυτή η μυρωδιά με έχει βαρέσει στη μύτη» λέει ο ΚΕΦΑΛΑΣ. «θα βουτήξω»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Δώσε μας λίγο γουρουνόπουλο μπάρμπα» παρακαλεί ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ και έπειτα αλλάζοντας απότομα ύφος «Μη σε κλωτσήσω στον κώλο»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Ε! Που να σας πάρει και να σας σηκώσει» αγριεύει ο χωρικός</span><br /><span style="font-size:130%;">«Μας πήρε και μας σήκωσε βλαμμένε. Τούρλωσε τον κώλο σου να σε κλωτσήσομε. Τι κάθεσαι;», απευθυνόμενος στον ΚΕΦΑΛΑ, «Δώστου μια στον κώλο!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Είναι καθιστός! Άμα δε μας δίνει να φάμε θα το μαγαρίσουμε. Θα βγάλω τώρα τη μαλαπέρδα μου και θα δεις μπαρμπότσαλε» λέει ο κεφάλας και κάνει να ξεκουμπώσει το κοντοβράκι του.</span><br /><span style="font-size:130%;">«Όχι ρε μπουμπουνοκέφαλε!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Ποιον είπες μπουμπουνοκέφαλε ρε;»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Εσένα βρε μπουμπούνα! Άμα το μαγαρίσεις, πώς θα φάμε το λαχταριστό γουρουνόπουλο;»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Αφού δε μας δίνει!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Θα μας δώσει! Κλώτσα τον στο καλάμι!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Κλώτσα τον εσύ»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Εσύ κλώτσα τον»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Γιατί εγώ;»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Και γιατί όχι;»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Και γιατί ναι;»</span><br /><span style="font-size:130%;">Εντωμεταξύ, και ενώ διαμειβόταν ο διάλογος μεταξύ των καλικατζάρων ο άνθρωπος που είχε παντελώς αγνοηθεί σηκώθηκε και αντικρίζοντας πλέον στα ίσα τους καλικατζάρους που μαλώνανε είπε</span><br /><span style="font-size:130%;">«Με συγχωρεί η αφεντιά σας κακομούτσουνοι κύριοι που δεν είστε διαβόλοι και τριβόλοι. Μπορώ να πηγαίνω εγώ;»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Τι είπε το μορμολύκειο;» απευθύνθηκε στον ΚΕΦΑΛΑ ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ</span><br /><span style="font-size:130%;">«Σε είπε κακομούτσουνο!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Όχι εμένα, εσένα είπε!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Θα του φάγω τον κόκκυγα!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Θα του χώσω την πατούσα μου στον κώλο!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Θα του δαγκώσω τη γάμπα!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Θα του κόψω το λαρύγγι!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Συμπαθάτε με διαόλοι μα προτού με κακοποιήσετε σάμπως τα λέτε αναμεταξύ σας έχω κατιτίς για σας!» είπε ο χωρικός διακόπτοντας τις απειλές.</span><br /><span style="font-size:130%;">«Βγάλε γρήγορα τα μανταλάκια», προέτρεψε τον ΚΕΦΑΛΑ ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΑΦΤΙΑ, «Πάλι σκόρδο! Πάλι σκόρδο…» παραπονέθηκε</span><br /><span style="font-size:130%;">Οι δύο καλικάτζαροι έβγαλαν δύο μανταλάκια από τα παντελονάκια τους και τα εφάρμοσαν στην μύτη.</span><br /><span style="font-size:130%;">«Άντε Κακοχυμένε, βγάλτα σκόρδα!» είπε ο ΚΕΦΑΛΑΣ</span><br /><span style="font-size:130%;">«Δεν έχω σκόρδα καλέ» είπε ο γέροντας γελώντας.</span><br /><span style="font-size:130%;">«Κι αμά! Τι έχεις μπάσταρδε, βρωμύλο;» ρώτησε άγρια ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΑΦΤΙΑ.</span><br /><span style="font-size:130%;">«Ναι ρε, τι έχεις;» ρώτησε και ο ΚΕΦΑΛΑΣ</span><br /><span style="font-size:130%;">«Να! Έχω τούτο δω για σένα», έβγαλε ένα μικρό κόσκινο από τον ντουρά του και το έδωσε στον ΚΕΦΑΛΑ, «και ετούτο εδώ για σένα!», ξετρύπωσε ένα μεγαλύτερο και το έδωσε στον ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΑΦΤΙΑ.</span><br /><span style="font-size:130%;">«Όχι ρε πούστη! Πάλι κόσκινο!» σχολίασε απηυδισμένος ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΑΦΤΙΑ.</span><br /><span style="font-size:130%;">«Ω! Ένα κόσκινο!!» θαύμασε ο ΚΕΦΑΛΑΣ και έπειτα κοίταξε με φθόνο το κόσκινο του συντρόφου του. «Θέλω το μεγάλο» είπε.</span><br /><span style="font-size:130%;">«Αποκλείεται!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Θέλω τα μεγάλο είπα!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Αφού δε μετράς πάνω από το δύο βρε μαχλέπα!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Γιατί εσύ μετράς; Θέλω το μεγάλο είπα! Το μεγάλο, το μεγάλο, το μεγάλο!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Ε, πάρτο!» είπε ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΑΦΤΙΑ και του το φόρεσε καπέλο.</span><br /><span style="font-size:130%;">«Γκρρ. Θα σε πλακώσω ρε!», έβγαλε το κόσκινο από το κεφάλι κοίταξε διαδοχικά το κόσκινο και τον ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΑΦΤΙΑ. Και άρχισε να μετράει τα δύο πρώτα τετραγωνάκια στην πάνω αριστερή γωνία δείχνοντάς τα με το δάκτυλο «Ένα-δύο, ένα-δύο, ένα-δύο….»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Είσαι ντιπ χαζός!», παρατήρησε ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΑΦΤΙΑ. «Πώς θα μετρήσει το κόσκινο άμα μετράς τα δύο πρώτα τετραγωνάκια συνέχεια;»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Σκάσε! Ένα-δύο, ένα-δύο, ένα-δύο…. Γιατί εσύ πώς θα το μετρήσεις;»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Να ρε βλάκα, κοίτα: ένα-δύο-τέσσερα-πέντε-έξι-επτά-οκτώ-εννιά-δέκα-ένδεκα-δώδεκα-δεκατέσσερα»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Σαν κάτι να ξεχνάς! Μετά το δυο και πριν το τέσσερα είναι κάτι»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Άντε ρε! Μήπως είναι το δυόμισι ή το τεσσαρόπαρα ή μήπως το άλλο… το άλλο ντε, άντε πες το να πας στο κακό το κατευόδιο»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Και πώς θα μετρήσεις σωστά δίχως το άλλο βρε μπακλαβοκάστανο;»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Ωχ! Τι είναι πάλι τούτο; Μπακλαβοκάστανο! Ανάθεμα κι αν το χω ξαναματακούσει!»</span><br /><span style="font-size:130%;">Άξαφνα ο ΚΕΦΑΛΑΣ παρατηρεί ότι στο εντωμεταξύ ο γέρος χωρικός έχει πάρει διακριτικά το γουρουνόπουλο και έχει γίνει λαγός.</span><br /><span style="font-size:130%;">«Βρε συ», λέει, «Πού είναι ο βλαμμένος;»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Ωχού! Μας την έκανε ο μπαγάσας!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Βρε τον τραγότσαλο!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Τον σαμιαμιδοβρωμυλοσκατουλογέρα!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Τον σαρδαναπαλοσκατουλοτσελιγκομέρμυγκα!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Ρε τον φουσκοσκουκηκομερμηγκότρυπα!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Ρε τον… Άμα πια, αυτή τη δουλειά θα κάνουμε; Σκάσε και μέτρα!» απηύδησε ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ.</span><br /><span style="font-size:130%;">«Ένα-δύο, ένα-δύο, ένα-δύο……»</span><br /><span style="font-size:130%;">«ένα-δύο-τέσσερα-πέντε-έξι-επτά-οκτώ-εννιά-δέκα-ένδεκα-δώδεκα-δεκατέσσερα……»</span><br /><br /><br /><span style="font-size:130%;">Τα φώτα της σκηνής σβήνουν και ξανανάβουν μετά από λίγο…..</span><br /><br /><span style="font-size:130%;">Οι δύο καλικάτζαροι μετρούν ακόμα.</span><br /><span style="font-size:130%;">«Πώς τα βλέπεις τα πράγματα;» ρωτά ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ τον ΚΕΦΑΛΑ</span><br /><span style="font-size:130%;">«Ένα-δύο, ένα-δύο… Τετραγωνικά! Γιατί;»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Γιατί τελείωσα το μέτρημα!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«ΆστοΓέρο-Διάολο!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Πούντος;»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Όχι σε έστειλα στον διάολο»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Α! Εντάξει. Σοβαρά τελείωσα. Πέντε χιλιάδες εκατόν δέκα έξι. Κουκιά μετρημένα.»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Άσε ρε. Κι αυτά που λείπουν;»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Α ρε μπουμπούνα. Κάθε δεκάδα βγάνω ένα, εμέτρησα πεντακόσιες δώδεκα δεκάδες, πέντε χιλιάδες εκατόν δέκα έξι μείον πεντακόσα δώδεκα ισούται με τέσσαρες χιλιάδες οκτακόσα τέσσερα τετραγωνάκια! Άρπα τη! Εσύ που είσαι;»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Στο δύο. Καλά πάω;» ρώτησε ο ΚΕΦΑΛΑΣ.</span><br /><span style="font-size:130%;">«Μια χαρούλα. Τελειώνεις…. Τον παρεπόμενο αιώνα. Χέστα..» του πήρε το κόσκινο από τα χέρια.</span><br /><span style="font-size:130%;">«Μα;» διαμαρτυρήθηκε ο ΚΕΦΑΛΑΣ.</span><br /><span style="font-size:130%;">«Δεν έχει μα! Δεν βλέπεις ό,τι βλέπω;» </span><br /><span style="font-size:130%;">«Πού πού πού;»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Να εκεί» του έδειξε προς το ποταμάκι. «Εκείδα, μια προβατίνα, χάρμα ιδέσθαι! Με βλεφαριάζει!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Εκπάγλου καλλονής! Θα με συστήσεις στη φίλη της;»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Εγγυημένα πράγματα.»</span><br /><span style="font-size:130%;">Οι δύο καλικάτζαροι κινούνται προς τις προβατίνες. Αυτές τρέχουν και συστρέφονται προσπαθώντας να τους αποφύγουν αλλά δεν την γλιτώνουν και οι δύο καλικάτζαροι τις καβαλάνε</span><br /><span style="font-size:130%;">«Ντέι ντέι» κάνουν οι καλικάτζαροι και ταυτόχρονα με την καβαλαρία τσιμπούν και μερικά από τα τσιμπούρια σα να ήταν ξηροί καρποί</span><br /><span style="font-size:130%;">«Μεεε» διαμαρτύρονται με τραγικές οιμωγές οι προβατίνες</span><br /><span style="font-size:130%;">«Ντέι ντέι» αλαλάζουν οι καλικάτζαροι «Νόστιμα τσιμπούρια ε;»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Μα την αλήθεια!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Μεεε» διαμαρτύρονται πιο ξεψυχισμένα οι προβατίνες ώσπου πέφτουν κατάχαμα.</span><br /><span style="font-size:130%;">«Ψοφήσανε;» ρωτάει ο ΚΕΦΑΛΑΣ</span><br /><span style="font-size:130%;">«Μπα. Κοιμηθήκανε από την φχαρίστησή τους. Δες πως μας κοιτούν οι αγελάδες. Ζηλέψανε. Πάμε να τις βατέψουμε;»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Βαριέμαι μωρέ!»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Έλα βρε μπουμπούνα, ψυχικό θα κάνεις. Ξέρεις τι είναι να σε βατεύουν βόδια;»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Μα δεν έχουν ωραίο τρίχωμα. Ούτε τσιμπούρια.»</span><br /><span style="font-size:130%;">«Ναι αλλά μουγκανίζουν υπέροχα. Κοίτα αυτά τα υπέροχα αγελαδινά μάτια. Αμόλα!»</span><br /><br /><span style="font-size:130%;">ΤΕΛΟΣ Β ΠΡΑΞΗΣ</span><br /><br /><span style="font-size:130%;">Από την κλειστή αυλαία ακούμε τα μουγκανητά διαμαρτυρίας των αγελάδων ώσπου παύουν οριστικά και ο γδούπος του σώματος των τεράστιων ζώων συμπληρώνει την εικόνα.</span></div>Count_Zerohttp://www.blogger.com/profile/03143148160516456901noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-7042682070044886427.post-58351050836528459012009-06-15T15:34:00.001+02:002009-06-15T15:36:16.445+02:00ΣΑΛΜΑΝ ΡΟΥΣΝΤΙ - Η ΓΗΤΕΥΤΡΑ ΤΗΣ ΦΛΩΡΕΝΤΙΑΣ (ΨΥΧΟΓΙΟΣ 2009)<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="http://4.bp.blogspot.com/__lZzdn4igus/SjZOSfIampI/AAAAAAAAA5A/MrS4e9XHcO4/s1600-h/book1.JPG"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 259px; height: 320px;" src="http://4.bp.blogspot.com/__lZzdn4igus/SjZOSfIampI/AAAAAAAAA5A/MrS4e9XHcO4/s320/book1.JPG" border="0" alt=""id="BLOGGER_PHOTO_ID_5347547687050451602" /></a><br /><br />Έρχεται μια ημέρα στην μακρόχρονη συγγραφική σταδιοδρομία μεγάλων συγγραφέων που οι ιδέες στερεύουν, τα απομεινάρια τού μεγαλείου και στομφώδεις μεγαλοστομίες παίρνουν τη θέση αριστουργημάτων. Η γεροντική άνοια και η αγωνία να αποδείξουν την αειθαλία τους παίρνουν υποκαθιστούν τις φρέσκες ιδέες και εκείνο που απομένει είναι η τέχνη της γραφής, το περίγραμμα.<br />Αυτή η ημέρα δεν έφτασε ακόμα για τον ΣΑΛΜΑΝ ΡΟΥΣΝΤΙ.<br /><br />Όντας μόλις 62 ετών, ηλικία κατάλληλη για την παραγωγή ιδεών, αναστάτωσε/διέκοψε τον Τόμας Μαν αναγνωστικό κύκλο μου με τον πιο ευχάριστο τρόπο, το μυθιστόρημα με τον Βλακώδη Τίτλο «Η Γητεύτρα της Φλωρεντίας»!<br />Ας είναι, οι τεχνικές με τις οποίες ανεβαίνουν οι πωλήσεις στο γυναικείο αναγνωστικό κοινό που αποτελεί τον κορμό των αναγνωστών λογοτεχνίας είναι θεμιτές εφόσον το περιοχόμενο του εν λόγω μυθιστορήματος καταφέρνει να συμπλέξει με μεγάλη επιτυχία τον Νικολό Μακιαβέλι, την επικυριαρχία των Μεδίκων στην Φλωρεντία, την ανακάλυψη της Αμερικής, τον Μογγόλο αυτοκράτορα Ακμπάρ και πολλών άλλων ιστορικών και μη προσώπων και όλα τούτα ο Ρουσντί τα κατορθώνει γράφοντας μια ιστορία μέσα σε μια ιστορία και μεταφέροντας συνεχώς το πεδίο δράσης του από την Φλωρεντία στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα Σικρί στην Terra Nova ή και στις ονειρικές προεκτάσεις τους.<br /><br />Ο τρόπος με τον οποίο το ιστορικό καταποντίζεται στον μύθο και αναδύεται μέσα από αυτόν, ο τρόπος με τον οποίο ιστορικά περιστατικά επανερμηνεύονται μέσω του μύθου είναι μοναδικός! Ο Ρουσντί γητεύει, οι χαρακτήρες του αποκτούν ζωή με μαγικούς τρόπους, χάνονται στο φανταστικό, υλοποιούνται στο πραγματικό και ο αναγνώστης πρόθυμα δέχεται τις μικρές του «ατασθαλείες», τα παιχνίδια με την πραγματικότητα, διότι άλλωστε όλα είναι πραγματικά και πιθανά αρκεί κάποιος να τα φανταστεί!<br /><br />Η «Γητεύτρα της Φλωρεντίας» είναι ένα μυθιστόρημα που θα καταφέρει να προσελκύσει αντρικό και γυναικείο αναγνωστικό κοινό με την ίδια ευκολία, γεγονός διόλου εύκολο όπως συχνά έχει διαπιστώσει ο υπογράφων και πάλαι ποτέ βιβλιοπώλης. Δεν άσκησε πάνω μου την δύναμη και την επίδραση που άσκησαν οι Σατανικοί Στίχοι αλλά φοβάμαι ότι κανένα βιβλίο του δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνο το αριστούργημα. Πάραυτα «Η γητεύτρα της Φλωρεντίας είναι ένα απίστευτα ευφάνταστο και διασκεδαστικό μυθιστόρημα και η σοφία που αντικατέστησε την συναισθηματική φόρτιση μπορεί να διεκδικήσει και εκείνη, με τη σειρά της, το μερίδιο της στην Αθανασία αυτού του Μεγάλου Συγγραφέα!<br /><br />Χρήστος ΣιδερήςCount_Zerohttp://www.blogger.com/profile/03143148160516456901noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7042682070044886427.post-8745811012867252932009-04-23T19:02:00.001+02:002009-04-23T19:05:40.037+02:00Τα Πετράλωνα κάποτε, τα Πετράλωνα που ζήσαμε - Λιβιεράτος, Δημήτρης<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="http://3.bp.blogspot.com/__lZzdn4igus/SfCfPtBKr1I/AAAAAAAAA4I/AkIW0K2hHqY/s1600-h/b141410.jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 160px; height: 229px;" src="http://3.bp.blogspot.com/__lZzdn4igus/SfCfPtBKr1I/AAAAAAAAA4I/AkIW0K2hHqY/s320/b141410.jpg" border="0" alt=""id="BLOGGER_PHOTO_ID_5327933451310640978" /></a><br /><br />Τίτλος: Τα Πετράλωνα που ζήσαμε <br />Συγγραφέας: Λιβιεράτος Δημήτρης<br />Αμόνι(2009)<br />101 σελ.<br />ISBN 978-960-88020-3-2<br />Τιμή €8,00<br /><br />Αθήνα - Ιστορία [DDC: 938.912]<br />Προσωπικές αφηγήσεις - Μαρτυρίες [DDC: 920]<br /><br />Πριν πολλά χρόνια, τον Ιούλιο του 1927, γεννήθηκα εδώ στα Πετράλωνα. Και απ' ότι φαίνεται, επειδή πια δεν μετακινούμαι εύκολα, θα μένω στα Πετράλωνα. Ό,τι καλύτερο άνθρωπος μπορούσε να θέλει.<br />Εδώ σε αυτή τη γειτονιά πήγα σχολείο κι απέκτησα πολλούς φίλους. Μπορώ να πω ότι γνώρισα τον κόσμο της Αθήνας πριν τον Πόλεμο και μετά τον Πόλεμο. Μεγάλο ορόσημο δυο πολύ διαφορετικών εποχών.<br />Στο διάστημα της ζωής μου πολλές φορές έφυγα από τα Πετράλωνα. Πολλές φορές ηθελημένα για να γνωρίσω τον κόσμο και να δουλέψω σε άλλους τόπους. Άλλες φορές ηθελημένα για να γνωρίσω τον κόσμο και να δουλέψω σε άλλους τόπους. Άλλες φορές απομακρύνθηκα υποχρεωτικά και αυτό ήταν επίπονο. Στου νου μου πάντα είχα την επιστροφή, σε κάποιαν Ιθάκη που λέει και ο Καβάφης, κι αυτή ήταν εδώ στα Πετράλωνα. Είχα την τύχη και η αγαπητή μου σύζυγος να θέλει τα Πετράλωνα κι εδώ μεγαλώσαμε τα παιδιά μας. Πήγαινε στα σχολεία της γειτονιάς, παίξανε στα γήπεδά της, έμαθαν την Αθήνα.<br />Αυτή η γειτονιά έχει τις ιδιομορφίες της. Αν θέλεις και όποτε θέλεις, ανεξάρτητα από ηλικία, μπορείς να γνωρίσεις ανθρώπους, να μιλήσεις, να πεις την ιστορία σου και να ακούσεις αυτές των άλλων.<br />Δίπλα στα Πετράλωνα βρίσκεται ο παντοτινός φίλος μας, ο Λόφος του Φιλοπάππου. Ένας μεγάλος φυσικός κήπος 700 στρεμμάτων. Με όλη την αρχαία ιστορία και παράδοση. Εκεί ακουμπάμε για τον περίπατό μας, σαν κάτι παλιό, πολύ παλιό να μας τραβάει κοντά του. Φύλακας άγγελος και προστάτης γεμάτος ζωντάνια και υγεία. Αυτός ο δικός μας λόφος.<br />Μικρή σε έκταση η γειτονιά να την γυρίσεις και γνωρίσεις. Με ζωή όλη τη μέρα, αλλά και τη νύχτα με τις ταβέρνες της. Ευτυχώς οι Πετραλωνίτες υπερπίζουν τη γειτονιά τους από κάθε επιβουλή υποτιθέμενης αξιοποίησης που θα την χάλαγε. Μέσα σ' αυτήν την κίνηση οδεύω κι εγώ, με παλιούς αλλά και νέους φίλους, καλούς Πετραλωνίτες να συντηρούν τη γειτονιά τους.Count_Zerohttp://www.blogger.com/profile/03143148160516456901noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7042682070044886427.post-27975262981964831862009-03-04T23:56:00.006+02:002010-04-11T03:43:25.316+02:00τρεις και η καλή μου ώρα<div class="MsoPlainText" style="line-height: 20pt; margin-top: 10pt; text-align: right; text-indent: 21.25pt;"><b><i><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';"><span class="Apple-style-span" style="font-size: large;">τρεις και η καλή μου ώρα</span></span></i></b><b><i><span lang="EN-US"><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';"><o:p></o:p></span></span></span></i></b></div><div class="MsoPlainText" style="line-height: 20pt; margin-top: 10pt; text-align: justify; text-indent: 21.25pt;"><br />
</div><div class="MsoPlainText" style="line-height: 20pt; margin-top: 10pt; text-align: justify; text-indent: 21.25pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';">Το κεφάλι μου είναι τρίγωνο και οι γωνίες του αιχμηρές.</span></span><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';"><o:p></o:p></span></span></div><div class="MsoPlainText" style="line-height: 20pt; margin-top: 10pt; text-align: justify; text-indent: 21.25pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';">Αυτός είναι άλλωστε και ο μόνος λόγος που προσέχω όταν σκέφτομαι. Αντίθετα, όταν κοιμάμαι, δεν μπορώ να με προσέχω. Έτσι εγκατέστησα το σύστημα αυτό με την κάμερα, για να με προστατεύει ο υπολογιστής μου.</span></span><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';"><o:p></o:p></span></span></div><div class="MsoPlainText" style="line-height: 20pt; margin-top: 10pt; text-align: justify; text-indent: 21.25pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';">Από τότε που το έστησα κοιμάμαι ήσυχος, τέλος πια στους ονειρικούς αυτοτραυματισμούς. Ακόμα και οι εφιάλτες μου, που τώρα πια είναι τόσο σπάνιοι, είναι αναίμακτοι. Επιτέλους ζω και αισθάνομαι ασφαλής.</span></span><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';"><o:p></o:p></span></span></div><div class="MsoPlainText" style="line-height: 20pt; margin-top: 10pt; text-align: justify; text-indent: 21.25pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';">Ο υπολογιστής με παρατηρεί κάθε νύχτα. Αν κινηθώ προς μια κατεύθυνση με πιθανότητα να τραυματιστώ, μου διοχετεύει μια ελαφριά ηλεκτρική εκκένωση στο σώμα, που με παραλύει στιγμιαία και διακόπτει την λανθασμένη μου κίνηση. Είναι δε τόσο χαμηλής τάσεως που δεν με ξυπνάει καν. Μερικά πρωϊνά μονάχα τυγχαίνει να νοιώθω υπερβολικά κουρασμένος. Ανατρέχω στο αρχείο του συστήματος και ανακαλύπτω πως ο ύπνος μου ήταν εξαιρετικά ανήσυχος, ίσως λόγω του βραδινού δείπνου. Χαμογελώ, διότι θυμάμαι πως μετά το στιφάδο πάντοτε ξυπνούσα γεμάτος αίματα. Αυτό συνέβαινε βεβαίως πριν εγκαταστήσω το εκπληκτικό νέο μου σύστημα.</span></span><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';"><o:p></o:p></span></span></div><div class="MsoPlainText" style="line-height: 20pt; margin-top: 10pt; text-align: justify; text-indent: 21.25pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';">Τις τελευταίες ημέρες, σκέφτηκα πως θα μπορούσα να εφαρμόσω την υπέροχη αυτή μηχανή και τις ώρες που είμαι ξύπνιος. Σε κάθε μου σκέψη πιθανή να με τραυματίσει, δέχομαι πλέον ένα ισχυρό ηλεκτροσόκ που με ρίχνει αναίσθητο. Άθελά μου, σταματώ τις επικίνδυνες σκέψεις πριν καν ολοκληρωθούν.</span></span><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';"><o:p></o:p></span></span></div><div class="MsoPlainText" style="line-height: 20pt; margin-top: 10pt; text-align: justify; text-indent: 21.25pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';">Αφού το εφήρμοσα για κάποιο διάστημα, συνειδητοποιώ πως σπαταλώ περισσότερες ώρες την ημέρα αναίσθητος σε διαδρόμους και πεζοδρόμια, παρά ξύπνιος. Γυρίζω σπίτι με ένα μυαλό άδειο, φορώντας ρούχα γεμάτα μιζέρια. Και έτσι αποφασίζω να κοιμάμαι πλέον διαρκώς. Άλλωστε μόνο στο όνειρο μπορώ να σκεφτώ ό,τι θέλω χωρίς να κινδυνεύω, αρκεί βέβαια να μην κινούμαι και δίνω στόχο στην μηχανή.</span></span><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';"><o:p></o:p></span></span></div><div class="MsoPlainText" style="line-height: 20pt; margin-top: 10pt; text-align: justify; text-indent: 21.25pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';">Αυτό όμως είναι ένα πρόβλημα, αφού θέλω να ζήσω ελεύθερος.</span></span><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';"><o:p></o:p></span></span></div><div class="MsoPlainText" style="line-height: 20pt; margin-top: 10pt; text-align: justify; text-indent: 21.25pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';">Κι έτσι ξεκινώ την ζωή μου από την αρχή.</span></span><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';"><o:p></o:p></span></span></div><div class="MsoPlainText" style="line-height: 20pt; margin-top: 10pt; text-align: justify; text-indent: 21.25pt;"><br />
</div><div class="MsoPlainText" style="line-height: 20pt; margin-top: 10pt; text-align: justify; text-indent: 21.25pt;"><br />
</div><div class="MsoPlainText" style="line-height: 20pt; margin-top: 10pt; text-align: justify; text-indent: 21.25pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';">Το κεφάλι μου είναι ολοστρόγγυλο και δεν υπάρχει απολύτως καμία προεξοχή.</span></span><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';"><o:p></o:p></span></span></div><div class="MsoPlainText" style="line-height: 20pt; margin-top: 10pt; text-align: justify; text-indent: 21.25pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';">Είναι δε τόσο τέλεια ζυγισμένο, που κατρακυλά αέναα όταν αφήνω ελεύθερη την φαντασία μου - αν δεν προσέξω μπορεί να χαθώ και δια παντός. Αυτός είναι και ο λόγος που πρέπει να προσέχω όταν φαντάζομαι. Αλλά τις ώρες του ύπνου, χαλαρώνω επικίνδυνα κι εκείνο γλυστρά, πέφτει στο πάτωμα και φτάνει ως την προνοητικά κλειδωμένη μου πόρτα. Ξυπνώ με πόνους, ψάχνοντας το κεφάλι μου. Για αυτόν τον λόγο, εγκατέστησα ένα σύστημα με κάμερες, να με προσέχει, τις ώρες του άστατου ύπνου.</span></span><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';"><o:p></o:p></span></span></div><div class="MsoPlainText" style="line-height: 20pt; margin-top: 10pt; text-align: justify; text-indent: 21.25pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';">Με τη νέα αυτή μηχανή, σαφώς βελτιωμένη της προηγούμενης, μόλις το κεφάλι μου αρχίσει να κατρακυλά, μια ρακέτα του σκουός με έναν εκπληκτικό σερβομηχανισμό το χτυπά και το επιστρέφει πίσω στον σβέρκο μου. Αλλόφρονες αλγόριθμοι καθιστούν το σύστημα εξαιρετικά ακριβές. Με αυτό τον τρόπο, κοιμάμαι επιτέλους και πάλι ασφαλής. Με λίγους πόνους και μώλωπες ενίοτε, αλλά ασφαλής από κάτι χειρότερο, όπως το να χάσω για πάντα το μυαλό μου από ένα όνειρο.</span></span><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';"><o:p></o:p></span></span></div><div class="MsoPlainText" style="line-height: 20pt; margin-top: 10pt; text-align: justify; text-indent: 21.25pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';">Στην συνέχεια σκέφτομαι να εφαρμόσω το σύστημα και τις ώρες που είμαι ξύπνιος. Μετά από μια σειρά δοκιμών, καταλήγω πως μια χαοτική ακολουθία από αστάθμητους παράγοντες, όπως καιρικά φαινόμενα και άλλες παθήσεις της γης, ακυρώνουν εν τέλει την ακρίβεια της μηχανής μου.</span></span><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';"><o:p></o:p></span></span></div><div class="MsoPlainText" style="line-height: 20pt; margin-top: 10pt; text-align: justify; text-indent: 21.25pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';">Αυτό είναι ένα πρόβλημα και μάλιστα πολύ σοβαρό.</span></span><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';"><o:p></o:p></span></span></div><div class="MsoPlainText" style="line-height: 20pt; margin-top: 10pt; text-align: justify; text-indent: 21.25pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';">Κι έτσι ξεκινώ την ζωή μου από την αρχή.</span></span><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';"><o:p></o:p></span></span></div><div class="MsoPlainText" style="line-height: 20pt; margin-top: 10pt; text-align: justify; text-indent: 21.25pt;"><br />
</div><div class="MsoPlainText" style="line-height: 20pt; margin-top: 10pt; text-align: justify; text-indent: 21.25pt;"><br />
</div><div class="MsoPlainText" style="line-height: 20pt; margin-top: 10pt; text-align: justify; text-indent: 21.25pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';">Το κεφάλι μου έχει ακαθόριστο σχήμα.</span></span><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';"><o:p></o:p></span></span></div><div class="MsoPlainText" style="line-height: 20pt; margin-top: 10pt; text-align: justify; text-indent: 21.25pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';">Βρίσκεται μονίμως απόλυτα προστατευμένο σε μια γυάλα με σκέψεις - έτσι το σχήμα του δεν έχει απολύτως καμία σημασία, άλλωστε το πιο πιθανό είναι πως αλλάζει διαρκώς, χωρίς να το αντιλαμβάνομαι.</span></span><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';"><o:p></o:p></span></span></div><div class="MsoPlainText" style="line-height: 20pt; margin-top: 10pt; text-align: justify; text-indent: 21.25pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';">Μόλις γυρίζω σπίτι του διηγούμαι όσα έζησα. Του λέω όσα με κάνουν περήφανο και αφορούν ανθρώπους που αγαπώ. Αλλά όχι μόνο. Του μιλάω για οτιδήποτε, όσο μικρό και ασήμαντο αν φαίνεται. Ακόμα και γι’ αυτά τα ανόητα που με πονάνε.</span></span><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';"><o:p></o:p></span></span></div><div class="MsoPlainText" style="line-height: 20pt; margin-top: 10pt; text-align: justify; text-indent: 21.25pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';">Εκείνο με την σειρά του, φαντασιώνεται και μου γεννά υπέροχα όνειρα. Τα χαρίζει χωρίς καν να πρέπει να με παίρνει ο ύπνος. Κι εφόσον πλέον δεν κοιμάμαι ποτέ, δεν έχω ανάγκη από το όποιο σύστημα να με προσέχει τις ανύπαρκτες ώρες. </span></span><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';"><o:p></o:p></span></span></div><div class="MsoPlainText" style="line-height: 20pt; margin-top: 10pt; text-align: justify; text-indent: 21.25pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';">Και αν κάποτε το ακέφαλο σώμα μου χαθεί για πάντα στον δρόμο για το σπίτι, η γυάλα θα βρίσκεται πάντα εκεί. Το κεφάλι μου αιώνια ελεύθερο από σώμα και χρόνο, θα περιμένει τον επόμενο αλλόκοτο επισκέπτη, για να του διηγηθεί όλα μου τα όνειρα.</span></span><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';"><o:p></o:p></span></span></div><div class="MsoPlainText" style="line-height: 20.0pt; margin-top: 10.0pt; mso-line-height-rule: exactly; text-align: justify; text-indent: 21.25pt;"><br />
</div><div class="MsoPlainText" style="line-height: 20.0pt; margin-top: 10.0pt; mso-line-height-rule: exactly; text-align: justify; text-indent: 21.25pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';">μηνάς ν. μηλιαράς</span></span><span class="Apple-style-span" style="font-size: medium;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';"><o:p></o:p></span></span></div><div class="MsoPlainText" style="line-height: 20.0pt; margin-top: 10.0pt; mso-line-height-rule: exactly; text-align: justify; text-indent: 21.25pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-style: italic;"><span class="Apple-style-span" style="font-size: x-small;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: 'trebuchet ms';">Μάρτιος 2009</span></span></span></div>+mahttp://www.blogger.com/profile/12866957447499681685noreply@blogger.com9