Τρίτη, Σεπτεμβρίου 04, 2007
Απόλλωνας-Νάξου (Καλοκαίρι 2007)
39 - 16 = 23 !!!
16 + 16 = 32 + 7 = 39
Ακόμη και το παραγοντικό δεν μου έβγαινε 16=1+6=7, 39=3+9=12
12 -7 = 5
Από όποια πλευρά κι αν το πρόσθετα το αποτέλεσμα ήταν κάπως ζοφερό. Εγώ 39, εκείνη 16. Κι όμως ήμουν πολύ ερωτευμένος, δηλαδή δεν ξέρω αν ήμουν ερωτευμένος διότι δεν ερωτεύομαι συχνά ... ποτέ.... αλλά τη σκεφτόμουν συνέχεια, ήθελα να είναι πάντα δίπλα μου, ζήλευα όταν πήγαινε να παίξει τάβλι με νεώτερους που τη φλέρταραν, βαριόμουν τα βράδια μακριά της, την σκεφτόμουν συνέχεια, μονοπωλούσε ακόμη και τα όνειρά μου! Σε ένα από αυτά τα όνειρα μίλαγα με την μικρότερη ανιψιά μου (δύο χρόνια μικρότερή της, μόλις) και με ρώτησε ευθαρσώς, μάλλον με έψεξε ότι θέλω να συνευρεθώ (το γράφω ευγενικά) με την Α. και εγώ της απάντησα "Ναι, αλλά πρώτα θα την γλύψω ολόκληρη από μπροστά και μετά θα την γλύψω και από πίσω και μετά θα την γαμήσω!". Δεν θυμάμαι τι μου απάντησε η ανιψιά μου...
'Επειτα συνέβησαν διάφορα. Επειδή βιαζόμουν να επιστρέφω σε εκείνη ξέχασα τη ρακέτα μου (χειροποίητη, μοντέλο Βιτζηλαίος VII, αναντικατάστατη) την οποία κουβαλούσα πέρα-δώθε επί δωδεκαετίας. Έπειτα άλλαξα το πρόγραμμά μου, το οποίο ακολουθούσα επισταμένως επί εικοσαετίας και βάλε, αντί να πηγαίνω στο χωριό να πίνω το καφεδάκι μου, να παίζω τη ρακέτα μου, να διαβάζω την εφημερίδα μου και να μπανίζω τα όποια γκομενάκια, άρχισα να πίνω τον καφέ δίπλα, να παίζω ρακέτες μαζί της (και με άλλους αλλά εγώ εκείνη ήθελα να έχω απέναντί μου), να της μαθαίνω τάβλι, να με μαθαίνει ασσό/δύο, να παίζουμε με τα κύματα, να συζητάμε με τις ώρες.
Δεν θα πω τώρα ότι δεν είχα εξετάσει το ενδεχόμενο, θα είναι οικτρό ψέμα, αλλά όπως και να το σκεφτόμουν δεν έβγαινε ρε γαμώτο. Η μαμά της ήταν εκεί, πανταχού παρούσα, ο περίγυρος μάς αντιμετώπιζε με ψιθύρους (πρέπει να πω ότι ανέμενα πότε θα με ξεφώνιζαν, ειδικά η νύφη μου), η έξοδός της διαρκούσε μέχρι τις δέκα, βία έντεκα. Όταν ξενυχτούσε (σπάνιο φαινόμενο αυτό) βρισκόταν υπό τη συνοδεία της ανηψούλας μου που, σημειωτέον, της έριχνε 5 χρόνια (γαμώ την αριθμητική ακόμα και αν τις πρόσθετα 16+21 έβγαζα δύο χρόνια λιγότερα -37- από τα δικά μου!).
Μήπως στην Αθήνα; Αλλά πώς, να αλλάξουμε τηλέφωνα και να βγαίνουμε έξω, θα μας επαίρναν με τις πέτρες. Ή μήπως να συναντιόμαστε σπίτι μου. Από όποια πλευρά κι αν το δεις φαίνεται κάπως, άλλωστε στην Αθήνα και σε όλες τις Αθήνες του κόσμου οι καλοκαιρινές περιπέτειες αλέθονται στον μύλο του παροντικού, του μέλλοντος. Επιστροφή στο νησί λοιπόν.
Και πες ότι ξεκλέβαμε λίγο χρόνο και βρισκόμασταν μόνοι μας θα κάναμε άραγε σεξ, ήταν μήπως παρθένα, θα ήμουν ο πρώτος της ή το είχε ξανακάνει; Μα τι γράφω;
Όλα τα ενδεχόμενα περνούσαν από το μυαλό μου και το χειρότερο ήταν ότι περνούσαν κι από το δικό της μυαλό. Δηλαδή δεν ξέρω αν περνούσε από το μυαλό της η πιθανότητα να συνευρεθούμε αλλά νομίζω ότι το είχε σκεφτεί διότι συχνά όταν φορούσα τη βρεγμένη βερμούδα με κοίταζε στα σωστά σημεία!
Πάντως, ανεξάρτητα από το αν επιθυμούσε να κάνουμε σεξ ή όχι, ήθελε κι εκείνη να είναι συνεχώς σιμά μου, ήθελε να με αγγίζει δήθεν τυχαία την ώρα που δεν μας παρακολουθούσε κανείς, ήθελε να τη λατρεύω. Κι αυτό έκανα.
Τώρα θα μου πείτε γιατί κάθομαι και σας τα λέω όλα αυτά. Έτσι ρε, απλά θέλω να τα πω. Είπα και ελάλησα και αμαρτίαν ούκ έχω και ας μην είμαι γαμωχριστιανός.
Πουτάνα θάλασσα που σε γαμούν τα ψάρια!!!
Ετικέτες: Διηγήματα, Χρήστος Σιδερής