Δευτέρα, Απριλίου 21, 2008

Στο χώμα

o φίλος Thoulouaga ξαναχτυπά...







----------------------------------------------------------------------------------------------

Στο χώμα

Το πιστόλι εκπυρσοκρότησε και η σφαίρα έφυγε με τόσο μεγάλη ταχύτητα που ο αέρας έκανε χώρο για να περάσει. Στην όψη της έβλεπες ξεκάθαρα το μίσος να τη διακρίνει.

Αυτό ίσως ήταν πού έκανε ακόμα και τον αέρα να φοβηθεί και να τραβηχτεί για να μην γίνει αποδέκτης του μίσους. Τίποτε δεν μπορούσε πλέον να τη σταματήσει.

Πλησίαζε όλο και περισσότερο στο στόχο της, που μάλλον δεν περίμενε επισκέψεις τέτοιου είδους. Η σφαίρα προσπάθησε να μπει όσο πιο βαθιά γίνεται και όταν σταμάτησε εντελώς η πορεία της, άνοιξε τα μάτια.

-«Βρε καλώς τηηην!» είπε το ραπανάκι που ήταν λίγα εκατοστά πιο πέρα.

-«Α304751 κι εσύ εδώ;» είπε μια άλλη σφαίρα που ήταν πιο δίπλα

-«Όχι ρε γαμώτο, στο χώμα βρήκε να με στείλει;» είπε η σφαίρα και η απογοήτευση είχε πάρει τη θέση του μίσους στην όψη της.

-«Γιατί; Μια χαρά είναι εδώ. Θα κάνουμε παρείτσα, θα κουτσομπολεύουμε, θα περάσουμε καλά. Εδώ ρε στο χώμα, ούτως η άλλως εδώ θα έρθουν όλοι! Χοχοχοχοχο!» είπε το ραπανάκι γελώντας καθώς ξεσκονιζόταν από το χώμα που του είχε πετάξει η σφαίρα.

-«Α304751 μη στεναχωριέσαι. Καλύτερα εδώ, παρά να εξοστρακιζόμαστε δεξιά και αριστερά λες και είμαστε ανεπιθύμητες»

-«Ρε Ε681794 εγώ είχα όνειρα για μένα. Ήθελα μια μέρα να γίνω σημαντική. Ήθελα όλος ο κόσμος να μιλάει για μένα.»

-«Α το ψώνιο!» είπε το ραπανάκι που άρχιζε να διασκεδάζει με τη παρέα που απέκτησε.

Το χώμα ατάραχο δεν συμμετείχε στη συζήτηση. Είχε ανοίξει την αγκαλιά του για να υποδεχτεί ότι ερχόταν σε αυτό και προσπαθούσε να προσφέρει ότι καλύτερο μπορούσε. Ο σκοπός του ηταν αυτός. Οχι οι συζητήσεις. Ήταν συνηθισμένο σε πολλές επισκέψεις και τίποτε πλέον δεν μπορούσε να το κάνει να παρεκκλίνει από το σκοπό του. Η συγκεκριμένη περιοχή ήταν ένα χωράφι που το καλλιεργούσε ο μπάρμπα Μανώλης. Ένας συμπαθητικός γεράκος που για πολλά χρόνια είχε μια σχέση αγάπης με το χώμα - τη γη του - που και αυτό με τη σειρά του για να ανταποδώσει την αγάπη φρόντιζε και έδινε ζωή σε ότι του φύτευε.

Ο μπάρμπα Μανώλης πολλές φορές αντιμετώπιζε προβλήματα με τις καλλιέργειες μιας και λίγο πιο πέρα από το χωράφι του ήταν ένα πεδίο βολής και αρκετά βλήματα και σφαίρες πετυχαίνανε αυτά που είχε φυτέψει αντί για το στόχο.

-«Αντί να είμαι σε κανένα κεφάλι, αντί να διαλύσω κανένα αντικείμενο, αντί να είμαι πρώτο θέμα στις ειδήσεις, κάθομαι εδώ, άγνωστη μεταξύ αγνώστων.» είπε η σφαίρα εμφανώς εκνευρισμένη.

-«Εγώ πάντως είμαι ένα άγνωστο αλλά τίμιο ραπανάκι!»

-«Έχει δίκιο η Α304751. Αμα δεν προσφέρεις έντονες συγκινήσεις δεν λέει»

-«Που να ξέρει το ραπανάκι ρε Ε681794»

Τα βήματα του μπάρμπα Μανώλη διέκοψαν τη κουβέντα. Ήταν ο προγραμματισμένος έλεγχος στο χωράφι μιας και ήταν καιρός συγκομιδής και το ραπανάκι κοίταξε προς τα πάνω. Το βλέμμα του κατευθύνθηκε ξανά προς τις σφαίρες.

-«Πω πω..τι κομπλεξικές που είστε! Δεν σας αντέχω. Εδώ να μείνετε να σκουριάσετε! -

- Μπάρμπα Μανώλη έλα πάρε με. Έτοιμο είμαι. Πάρε με γιατί δεν τις αντέχω αυτές εδώ!»

Το χέρι του μπάρμπα Μανώλη χώθηκε βαθιά στο χώμα και με πολύ προσοχή τράβηξε το ραπανάκι προς τα πάνω. Οι σφαίρες κοίταξαν με παράπονο το χέρι του που ενδιαφερόταν για το ραπανάκι και όχι γι’ αυτές.

-«Χουιιιιιιιι! Είναι σουπερ εδώ!» ακούστηκε το ραπανάκι να φωνάζει αιωρούμενο στο χέρι του μπάρμπα Μανώλη.

-«Για μας θα ενδιαφερθεί ποτέ κανένας;»

-«Α304751 το πιο πιθανό είναι πως όχι. Ότι ήταν να κάνουμε το κάναμε»

-«Έτσι άδοξα ρε γαμώτο; Στο χώμα; Εσύ αυτό ήθελες Ε681794;»

-«Όχι. Είχα και γω όνειρα για μένα. Πίστεψε με. Αλλά καλύτερα έτσι παρά χειρότερα»

-«Πόσο χειρότερα; Υπάρχει χειρότερο από αυτό;»

Ένα απότομο φρενάρισμα τράβηξε τη προσοχή στη γαληνεμένη φύση. Ένα στρατιωτικό τζιπ, από αυτά που ανεβαίνουν συχνά στο πεδίο βολής, σταμάτησε και πετάχτηκε ένας φαντάρος τρέχοντας προς τα χωράφια. Οι σφαίρες νιώθανε να πλησιάζει προς αυτές.

-«Ε681794 λες να έρχεται για μας;»

-«Α304751 δεν αισθάνομαι τόσο τυχερή»

Τα ποδοβολητά του φαντάρου σταμάτησαν ακριβώς από πάνω τους και με τα χέρια του άνοιξε ένα λάκκο που σχεδόν είδαν τον ουρανό.

-«Επιτέλους! Αναγνωρίστηκε η αξία μου! Ήρθαν να με πάρουν» ειπε η Α304751 με την Ε681794 δίπλα της να δείχνει να μην το πιστεύει

-«Έλα φαντάρε εδώ είμαι. Σήκωσε με. Δεν θέλω να μείνω στιγμή στο χώμα. Εεεεεπ! Μη γυρνάς! Τι; Γιατί κατεβάζεις το παντελόνι; Ρε αυτός… αυτός μας φέρνει τον κώλο του! Ρε! Δεν το πιστεύω… Όχι ρεεεεεε!..»

Μια τεράστια κουράδα κινήθηκε απειλητικά προς το μέρος τους. Ήταν αμείλικτη. Με αργές κινήσεις περικύκλωσε τα θύματα της, μια τακτική που θύμιζε φίδι και σιγά σιγά προσπαθούσε να τα εγκλωβίσει. Ένα βασανιστήριο αρκετά οδυνηρό αλλά απολύτως αποτελεσματικό αφού έκανε τη σφαίρα να μείνει αιώνια σιωπηλή. Εκεί στο χώμα…


Thouluaga

thoulouaga@gmail.com

Πέμπτη, Απριλίου 17, 2008

Αύγουστος

Φορούσε άσπρα, τη συμπάθησα μόλις την αντίκρισα. Το λευκό ταίριαζε με το μαυρισμένο από τον ήλιο δέρμα της και κολάκευε το τέλειο κορμί της. Τα μαλλιά της κόκκινα ήταν πάντα δεμένα για να αναδεικνύουν το πρόσωπό της. Τα μάτια της γαλάζια ήταν τα μόνα που μαρτυρούσαν την χαμένη της ομορφιά.
O Άλλος ήταν καραφλός. Τα λιγοστά μαλλιά που του είχαν απομείνει τα είχε ξυρίσει. Δεν είχε τίποτα άσχημο και τίποτα όμορφο στο πρόσωπό του. Η παντελής απουσία τριχοφυΐας ήταν το χαρακτηριστικό του. Τα μεγάλα του μάτια ανέκφραστα, άδεια. Στο στόμα ένα διάπλατο χαμόγελο απέμενε ξεχασμένο όση ώρα χρειαζόταν. Το σώμα πλαδαρό. Δεν τον συμπάθησα ποτέ.
Κατά τη διάρκεια του δείπνου έφερε το μεγάλο σουγιά του για να κόψει το σκληρό τοπικό τυρί. Πλησίασε τον πατέρα που ένιωσε την απειλή του μαχαιριού και απομακρύνθηκε. Tο θεώρησε τυχαίο γεγονός. Πίστεψε ότι συνέβη κατά λάθος.
Παρακάλεσε τον πατέρα να κρατήσει το τυρί για να το τεμαχίσει. Σκόνταψε στο τραπέζι και η αιχμηρή μύτη του μαχαιριού διαπέρασε τον πατέρα μου και τον κάρφωσε απευθείας στην καρδιά. Ξεψύχησε μέσα σε δευτερόλεπτα. Ο Άλλος τον σκότωσε………………………..
Πέντε δευτερόλεπτα προπορεύθηκα του γεγονότος. Μόλις τώρα ο ξένος ζητούσε τη βοήθεια από τον γονιό μου. Βρισκόμουν στην αγκαλιά της μητέρας. Έπρεπε να τον σώσω. Δεν μπορούσα να φωνάξω. Κανείς δεν θα με άκουγε. Δεν μπορούσα να τον προλάβω, δεν περπατούσα ακόμη. Δάγκωσα τη μητέρα με όλη τη δύναμή μου στον ώμο. Μάτωσε. Φώναξε. Με πέταξε κάτω. Όλοι πάγωσαν. Ο πατέρας με άρπαξε από το έδαφος που κειτόμουν ανάσκελα και πήρε τη μητέρα από το χέρι. Καθώς εισερχόμαστε στο σπίτι γελούσα ασταμάτητα. Ήμουν ευτυχισμένος. Το δείπνο τελείωσε. Το αίμα σταμάτησε να τρέχει από τον ώμο της μητέρας.
Το βράδυ της ιδίας ημέρας, το ξενοδοχείο διαμονής των ξένων οργάνωσε δείπνο. Είμαστε καλεσμένοι. Όταν έφτασα στο δείπνο εγώ με τον πατέρα ήταν όλοι παρόντες εκτός από την υπέρτατη οικεία. Ήμουν στην αγκαλιά του πατέρα νυσταγμένος όταν έφτασε εκείνη. Ήταν σκοτάδι. Απαίτησε επιτακτικά να με πάρει και να με πάει μια βόλτα στο σκοτάδι. Επέμενε να με πάρει μακριά από το τραπέζι. Ο πατέρας ενέδωσε στην πίεση των δειπνούντων και με άφησε στην αγκαλιά της. Χαθήκαμε στο σκοτάδι. Ένα βρεγμένο ύφασμα κάλυψε βίαια το πρόσωπό μου. Δεν μπορούσα να ανασάνω. Δεν μπορούσα να φωνάξω. Ζαλιζόμουν, έσβηνα. Πέθανα…………….
Συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν στη χρονική στιγμή όπου τα χέρια του πατέρα με εγκατέλειπαν στην δολοφονική αγκαλιά. Δεν προλάβαινα, θα πέθαινα. Έπρεπε να τη σταματήσω. Έσπρωξα τον αντίχειρά μου στη βάση του δεξιού οφθαλμού της. Τα χέρια της παρέλυσαν από τον πόνο με εγκατέλειψαν και βρέθηκα να κείτομαι στο έδαφος. Είχα επιζήσει.
Η παραλία ήταν δυο ώρες δρόμος. Στο δρόμο η παρέα γέλαγε λέγοντας αστεία ενώ κάθε τόσο σταματούσαν να φωτογραφήσουν το τοπίο. Ένα όμορφο ξωκλήσι φάνηκε μπροστά μας, το προσπεράσαμε. Ο Άλλος είπε ότι θα επιχειρούσε μια μανούβρα αναστροφής για να το προσεγγίσουμε ξανά. Ήμασταν δεμένοι με τις ζώνες ασφαλείας στο πίσω κάθισμα. Οι ξένοι δεν ήταν καθηλωμένοι με τις ζώνες τους. Το πλάτος του δρόμου ήταν μικρότερο από το μήκος του αυτοκινήτου. Βρεθήκαμε κάθετα στο στενό δρόμο με το πρόσθιο τμήμα του αυτοκινήτου στα όρια του αχανούς γκρεμού. Οι πόρτες των ξένων άνοιξαν και εκείνοι πήδησαν απόλυτα συγχρονισμένοι μακριά από το όχημα που συνέχισε να κινείται. Τα σώματά μας άρχισαν να αιωρούνται στο εσωτερικό του αυτοκινήτου που έπεφτε με ελεύθερη πτώση στο αχανές βάραθρο. Η βαρύτητα μας είχε εγκαταλείψει για λίγα δευτερόλεπτα. Πεθάναμε..........................
Βρισκόμασταν ακόμη κάθετα στo στενό δρόμο. Σε λίγο θα συνέβαινε το μοιραίο. Δεν προλάβαινα. Όλα ήταν προ-αποφασισμένα. Ανοίγοντας το στόμα μου όσο πιο διάπλατα μπορούσα εκτόξευσα στο λαιμό και το άτριχο κρανίο του οδηγού την τεράστια ποσότητα ακάθαρτου μίγματος που ενυπήρχε στο βάθος του στομαχιού μου. Το τιμόνι περιστράφηκε ακαριαία και το αυτοκίνητο ντεραπάρισε στη μέση του στενού δρόμου. Όλοι βρεθήκαμε ανάποδα αλλά ζωντανοί. Είχαμε σωθεί.

Στο δρόμο της επιστροφής ο πατέρας για πρώτη φορά πρόβαλε αντίρρηση για την επίσκεψη στην παλαιοχριστιανική εκκλησία, σε λίγο θα σκοτείνιαζε άλλωστε, όμως η μητέρα συμφώνησε. Εξήλθαμε από το αμάξι και κατευθυνθήκαμε προς το ναό. Ο πατέρας και εγώ παίζαμε στο προαύλιο όταν η Αλλη τον παρότρυνε να επισκεφθεί την πίσω πλευρά του κτίσματος για να θαυμάσει την αρχιτεκτονική. Ο Άλλος ακολούθησε τον πατέρα. Ήταν οι δύο τους ολομόναχοι πίσω από την εκκλησία. Ο πατέρας αναρριχήθηκε στη μεγάλη μάντρα για να έχει αμφιθεατρική εικόνα του κτίσματος. Εκείνος πάντα πίσω του. Τον γονέα μου είχε συνεπάρει η ομορφιά του βυζαντινού ναού. Είχε φθάσει πια στην κορυφή της μάντρας. Εκεί από δέκα μέτρα ύψος έπεσε και το κεφάλι του διέλυσε στο λιθόστρωτο………………………………….
Ο πατέρας θα πέθαινε. Είχε σκαρφαλώσει στην μάντρα με τον Άλλο. Δεν μπορούσα να τον σώσω αυτή τη φορά. Ήξερα αλλά δεν μπορούσα. Βρισκόμουν σε λάθος μέρος. Ο γονιός μου στην πίσω όψη, εγώ στην πρόσοψη μπροστά στο καμπαναριό. Έπαιζα εδώ και ώρα με το σκοινί της καμπάνας. Αν την χτυπούσα. Πως. Δεν μπορούσα. Δεν είχα τη δύναμη. Κρατούσα το σκοινί. Με κρατούσε η μητέρα στην αγκαλιά της. Ένα ζευγάρι επισκεπτών ήρθε στην εκκλησία. Κατευθύνθηκε εκεί που βρισκόταν ο πατέρας. Δεν μπορούσε πια να φωτογραφήσει. Κατέβηκαν από τον τοίχο και ήρθαν κοντά μας. Τίποτα δεν συνέβη. Ο από μηχανής θεός του βυζαντινού ξωκλησιού μας είχε σώσει.
Οι γονείς μου άρχισαν να προβλέπουν τις κινήσεις των δολοφόνων. Είχαν και αυτοί πια το χάρισμα. Η μάλλον έβλεπαν την αλήθεια καθαρά όπως εγώ και πίστευαν σε αυτή χωρίς υποχωρήσεις και ενδοιασμούς. Οι υποθέσεις επαληθευόταν. 'Τώρα θα ζητήσουν τριπλασιασμό της αμοιβής, επειδή είπα ότι το τηλέφωνό καταγράφει τα πάντα άρα και τις προσωπικές εγκληματικές προτάσεις του, έχει εκτεθεί.' 'Αύριο θα πάνε στην τράπεζα να επιβεβαιώσουν την κατάθεση και την άλλη μέρα θα πάνε δήθεν για μπάνιο για να αγοράσουν εισιτήρια επιστροφής.' «Αύριο θα μας καλέσουν σε γεύμα» «Θα μας δώσουν ένα ακριβό δώρο» Οι προβλέψεις ακόμα και της πιο μικρή τους κίνησης επαληθεύονταν.
Μέρα με τη μέρα οι δυο δολοφόνοι μετατρέπονταν στα ανδρείκελα αυτών. Η συνεχής αναβολή του εγκλήματος τούς έκανε να χάνουν το φοβιστικό τους πρόσωπο.
Και ότι έμενε ήταν το τίποτα που τους αντιπροσώπευε. Ο Άλλος από αψυχολόγητος εκτελεστής είχε γίνει ένας λιμοκοντόρος με βερμούδα και σανδάλια. Η Άλλη όσο και να προσπαθούσε να κρατήσει το ύφος της είχε ήδη μετατραπεί στο αντικείμενο του πόθου όλων των εργένηδων του χωριού.
Έπρεπε να τελειώσουν τη δουλειά τους. Είχαν ανάγκη τα χρήματα. Η πελάτης πίεζε. Τους μίλαγε όλη την ώρα στο τηλέφωνο. ………………………………….

Όμως η δουλειά τους δεν ολοκληρώθηκε εκείνο το καλοκαίρι. Φύγανε από το νησί με την υπόσχεση να τελειώσουν αυτό που άρχισαν πίσω στην πρωτεύουσα…………

Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τον Άλλο και την Άλλη για κάτι που δεν έκαναν. Κανείς δεν πίστεψε ποτέ τον πατέρα και τη μητέρα. Ακόμα και αυτοί που βλέπανε την αλήθεια σώπαιναν. Οι υπέρτατοι οικείοι θα συνέχιζαν τις δολοφονικές απόπειρες. 'Το κακό δεν έχει πάτο' έλεγαν. Όλες τους οι πράξεις όλα τους τα λόγια εξυπηρετούσαν τον ένα και μοναδικό στόχο, το τέλος μας. Δεν μπόρεσα να καταλάβω ποτέ το γιατί. Ήταν οι κυνηγοί μας και ήμασταν τα θηράματα. Άκακοι και αβλαβείς ήμασταν τα πιο εύκολα θύματα. Σαν χορτοφάγα, άκακα ζώα βιώναμε την κάθε στιγμή έχοντας τις αισθήσεις μας σε εγρήγορση. Ζούσαμε ειρηνικά μέσα στο πεδίο της μάχης.

Δευτέρα, Απριλίου 14, 2008

MΕΡΑΝΥΧΤΑ

του φίλου thouluaga


Escher, Maurits Cornelis
Day and Night
1938

-----------------------------------------------------------------------------------

MΕΡΑΝΥΧΤΑ

Η νύχτα άναψε το φεγγάρι και με γρήγορες αλλά επιδέξιες κινήσεις άπλωσε το πέπλο της. Το σκοτάδι κάλυψε κάθε γωνιά του δρόμου και ένα περίεργο συναίσθημα έχει καταβάλει τους ανθρώπους. Ένα ψυχοπλάκωμα με τη συνοδεία ταχυπαλμίας και ρίγη ανατριχίλας ανά τακτά χρονικά διαστήματα τους έχει κυριεύσει. Σαν κάτι να έχει τσαντίσει τη νύχτα και να έβγαλε τον θυμό της στους ανθρώπους, που έχουν κλειστεί στα σπίτια τους αφού ο φόβος κυκλοφορούσε ανεξέλεγκτος στον αέρα. Κάποια χαχανητά από τη παραλία έσκιζαν τον ιστό της σιωπής που είχε πλέξει η νύχτα και έδιναν μια ευχάριστη νότα στη μονοτονία της.

Ήταν μια παρέα από τρία αγόρια και δυο κορίτσια. Κάθονταν γύρω από τη φωτιά με μπουκάλια αλκοόλ παραμάσχαλα και συζητούσαν με διάθεση ανέμελη.
-«Μα γιατί βρε Αγγελικούλα δεν θες να κάνουμε σεξ στη παραλία;»
-«Γιατί φοβάμαι ότι θα βγει κανένας αστακός και θα μου δαγκώσει τις σάλπιγγες! Ασε με ρε Γιώργο»
-«Χαχαχαχαχαχαχαχαχα!»
-«Άσε που μπορεί να πεταχτεί και κανένας λούτσος από το πουθενά να σε βιάσει!»
-«Χαχαχαχαχαχαχαχαχα!»
-«Γιωργάκη πάλι χυλόπιτα!»
-«Κώστα! Γράψε μια χυλόπιτα στον κύριο!»
-«Είμαι κομμάτια… Αγγελική έχεις στυλό;»
-«Και να είχα, θα τον έβλεπες?»
-«Χαχαχαχαχαχαχα!»
-«Πάντως κάτι έχει η σημερινή νύχτα….»
-«Πω πω είμαι κομμάτια Αμαλία που σπουδάζει ιατρική να μας πει τι έχει η νύχτα»
-«Τς τς τς! Εξυπνάδες …»

Όλα ξεκίνησαν γύρω στις έντεκα. Η μέρα με πολύ ανεβασμένη διάθεση σουλούπωνε το πρωινό σαν μαθητούδι που προετοιμάζεται για το πηγαιμό. Μια γκριμάτσα δυσαρέσκειας βγήκε από το πρωινό αφού πέρναγε τόσο ωραία με τη μέρα και τώρα χρειαζόταν να φύγει. Ένα χάδι της όμως, σαν τρυφερή μητέρα, έφτανε για να μεταμορφώσει τη δυσαρέσκεια σε χαρά. Η πόρτα έκλεισε και η μέρα ξεκίνησε χαρωπή να κάνει τις ετοιμασίες να υποδεχτεί το μεσημέρι. Βάζει περισσότερο φως, καθαρίζει, ταχτοποιεί την εμφάνιση της και το μεσημέρι έφτασε!

-«Μου είπε η νύχτα να σου πω ότι θα έρθει πιο νωρίς σήμερα γιατί χθες έφυγες πιο αργά.»
-«Μπααα! Και γιατί έβαλε εσένα να μου το πεις και δεν μου το είπε η ίδια?»
-«Ήθελε να φτιάξει το μαλλί και να πλέξει το πέπλο της και δεν προλάβαινε»
-«Σκατά στα μούτρα της!»

Αυτό ήταν μια καλή αφορμή για να ζωγραφίσει μια ζοχάδα στην έκφραση της μέρας η οποία έσβηνε κομμάτι κομμάτι τη χαρά της. Τα νεύρα κυριαρχούσαν στην ατμόσφαιρα και το ένα πράγμα έφερε το άλλο. Το μεσημέρι δεν έβλεπε την ώρα για να φύγει και άρχισε να γκρινιάζει, η γκρίνια με τα νεύρα έγιναν σύμμαχοι και το απόγευμα να φωνάζει απ έξω…

«Ανοίχτε ρεεεε!»

Η μέρα μες τον πανικό, τα νεύρα και τη γκρίνια, φιλά βιαστικά στο μάγουλο το μεσημέρι και το πετά από την άλλη πόρτα. Ήταν σίγουρη ότι σαβουριάστηκε άσχημα, αλλά δεν την ένοιαζε και πολύ γιατί η γκρίνια του ήταν ανυπόφορη. Με βιαστικές και γεμάτες νεύρο κινήσεις υποδέχτηκε το απόγευμα με τη χαρά να έχει σχεδόν εξαφανιστεί από πάνω της.

-«Άντε μια ώρα φωνάζω!» είπε το απόγευμα μπαίνοντας με στυλ ψευτόμαγκα, κρατώντας ένα μισοτελειωμένο τσιγάρο.
-«Έλα πολλά λες. Τι είναι αυτό που κρατάς; Πάλι αλητείες έκανες;» είπε η μέρα και σχεδόν το έσπρωξε να το βάλει μέσα.
-«Νευράκια; Νευράκια;»
-«Ναι! Λογαριασμό θα σου δώσω;»
-«Πάλι με τη νύχτα τα χεις; Και αυτή μπουρινιασμένη ήταν μαζί σου. Μάλιστα έπινε κάτι σφηνάκια για να στα πει – λέει - σταράτα. Πω πω γουστάρω! Θα γίνει χαμός!» είπε το απόγευμα και η μέρα πάλι φόρτωσε.
-«Ας έρθει και τα λέμε! Θα τα ακούσει και απ’ τη καλή και απ’ την ανάποδη!»

Φαινόταν ολοκάθαρα ότι τα είχε πάρει άσχημα και οι αφροί που έβγαιναν από τα αυτιά της το επιβεβαίωναν με το παραπάνω. Ήθελε να πει πολλές βαριές κουβέντες, να ξεστομίσει λόγια που θα πόναγαν αλλά δεν το έκανε. Η ανατροφή της δεν το επέτρεπε αν και είχε φτάσει σε ένα σημείο οριακό. Μήπως ήταν η ώρα να πάει να γαμηθεί η ανατροφή της;

Φωνές διέκοψαν τον ειρμό των σκέψεων της και το απόγευμα φώναξε:
-«Ε ρε γλέντια που θα 'χουμε!»
Η νύχτα σε κατάσταση ημιμέθης, με την αποφασιστικότητα να τη διακρίνει ερχόταν να πάρει τη θέση της φωνάζοντας:
-«Ήρθα! Είμαι εδώ! Ώρα να ξεκαθαρίσουμε! Μη κρύβεσαι!»
Η αλήθεια είναι ότι και η νύχτα ήταν τόσο εκνευρισμένη όσο η μέρα. Όσο περισσότερο πλησίαζε τόσο πιο καθαρά διέκρινε κανείς - και σε αυτή - τους αφρούς στα αυτιά της και το απόγευμα να σκάει στα γέλια από την εμφάνιση που είχαν και οι δυο.
-«Χαχαχαχαχα! Ελπίζω να δούμε και κανένα μπουνίδι!» είπε και πηρέ θέση να απολαύσει το θέαμα.
Η μέρα παρ ότι δεν είχε προτάξει κάποιο χέρι, δεν κράδαινε κάποιο αντικείμενο, όμως έδειχνε έτοιμη για σκληρή μάχη, ενώ η νύχτα με πολύ θόρυβο έκανε δυναμική είσοδο και με την αποφασιστικότητα της να είναι στο μάξιμουμ φωνάζει
-«Ήρθα!»
-«Φεύγω!» είπε η μέρα, αρπάζει με γρήγορες κινήσεις το απόγευμα από το χέρι και αρχίζει να απομακρύνεται σχεδόν τρέχοντας.

Πριν προλάβει να αντιδράσει, η μέρα είχε εξαφανιστεί και εκατομμύρια ερωτηματικά απλώθηκαν στο χώρο. Σίγουρα η νύχτα πιάστηκε απροετοίμαστη αφού στεκόταν για αρκετή ώρα ακίνητη προσπαθώντας να δώσει μια εξήγηση για κάθε ερωτηματικό. Γιατί δεν έκατσε η μέρα να την αντιμετωπίσει; Γιατί δεν είπε κάτι; Γιατί έκανε αυτό που δεν περίμενε; Με το σφουγγάρι του μυαλού της έσβηνε ένα ένα τα ερωτηματικά, όμως ήταν τόσα πολλά που προκαλούσαν εκνευρισμό στην νύχτα και μέσα σε όλη τη μανούρα είχε και εκείνα τα χαχανητά της παραλίας που την ενοχλούσαν!

Με τα νεύρα τσατάλια τινάζει ξανά το πέπλο της με περισσότερη δύναμη αυτή τη φορά και τους στέλνει όλους από εκεί που ήρθαν.

Τώρα με περισσότερη ησυχία αλλά και λιγότερο χρόνο συνεχίζει το σβήσιμο των ερωτηματικών με την ίδια ένταση αν και ξέρει ότι δεν θα προλάβει να τα σβήσει όλα γιατί θα πρέπει να φύγει…

Thouluaga

thouluaga@gmail.com

Παρασκευή, Απριλίου 11, 2008

Αγαπητό PC-Solutions!

Αγαπητό PC-Solutions!
Πέρσι, έκανα αναβάθμιση από το Αρραβωνιαστικός 5.0 στο Σύζυγος 1.0 και παρατήρησα πως το καινούριο πρόγραμμα άρχισε να κάνει αναπάντεχες αλλαγές στα λογιστικά φύλλα, περιορισμένη πρόσβαση στις εφαρμογές λουλουδιών και χρυσαφικών που παλιότερα, στην έκδοση Αρραβωνιαστικός 5.0, δούλευαν απρόσκοπτα.
Επίσης, το Σύζυγος 1.0 απεγκατέστησε πολλά άλλα πολύτιμα προγράμματα όπως το Ρομαντικός Περίπατος 9.9 και εγκατέστησε ανεπιθύμητα Popups, όπως τα Champions League 5.0 και Κυριακή στα Γήπεδα 8.0.
Το Διάλογος 1.3 δεν τρέχει πια ενώ το Καθαριότητα 2.6 προκαλεί κολλήματα και κατάρρευση του συστήματος.
Προσπάθησα να τρέξω το Μουρμούρα 5.3 GOLD edition... αλλά εις μάτην.
Μια απελπισμένη γυναίκα


Αγαπητή "Απελπισμένη γυναίκα" Έχε υπ' όψιν πως το Αρραβωνιαστικός 5.0 είναι ψυχαγωγικό πακέτο ενώ το
Σύζυγος 1.0 είναι λειτουργικό σύστημα, με απαιτήσεις από τον χρήστη.
Προσπάθησε να δώσεις την εντολή C:\Nomiza_pws_me_agapouses.exe και εγκατέστησε το Δάκρυα 6.2 σε original έκδοση.
Λογικά, το Σύζυγος 1.Ο θα εκκινήσει αυτόματα τις εφαρμογές Ενοχή 3.0 και Λουλούδια 7.0 σε random λειτουργία.
ΠΡΟΣΟΧΗ
* Υπερβολική χρήση του παραπάνω προγράμματος μπορεί να προκαλέσει την κλήση των screen saver Κατσούφικη Μουγκαμάρα 2.5 και Μπύρα 6.1 (Το Μπύρα 6.1 ίσως προκαλέσει την αναπαραγωγή WAV αρχείων τύπου "Δυνατό ροχαλητό", που καταργούνται μόνο με επανεκκίνηση).
* Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να γίνει εγκατάσταση του Πεθερά 1.0 και μην σκεφτείτε καν να τρέξετε τα βοηθητικά αρχεία Εραστής 2005 BETA και Γκόμενος 3.8 unregisterd (δεν είναι συμβατά με το Σύζυγος 1.0 και μπορεί να προκαλέσουν κατάρρευση του συστήματος και πλήρης καταστροφή του λειτουργικού).
Συνοψίζοντας, το Σύζυγος 1.0 είναι ένα εξαιρετικό πρόγραμμα, αν και με περιορισμένη μνήμη, που χρειάζεται κάποιο διάστημα για να εμπεδώσει μερικές καινούριες εφαρμογές.
Σκεφτείτε σοβαρά την απόκτηση συνοδευτικών προγραμμάτων που θα βελτιώσουν την απόδοση του σημαντικά. Συστήνουμε το Ζεστό Φαΐ 3.0 με auto update, Καυτά Εσώρουχα 5.3 και το Δημιουργικά Τρομερής Κορμάρας 10.1 με την επιλογή "εκτέλεση κατά την εκκίνηση".
Με εκτίμηση.
Ο admin

Πέμπτη, Απριλίου 10, 2008

Φύγε

Να χωρίσουμε. Δεν σε θέλω άλλο. φύγε. Άκουσες. Δεν έχεις τίποτα να μου προσφέρεις. Φύγε τώρα. Εξαφανίσου από τη ζωή μου για πάντα. Δεν σε αντέχω στιγμή πια.
Κάθε της λέξη αντίθετη. Το θέλω μου ταυτίζεται με το όχι της. Δεν θέλει να δώσει. Ας φύγει. Ας εξαφανιστεί.
Εφυγε με τον μικρό Λέοντα. Δεν επέστρεψαν ποτέ. Ακόμη τους αναμένω καθηλωμένος στη μοναδική μεταλλική καρέκλα του μοναδικού δωματίου του σπιτιού μας. Τρία χρόνια πέρασαν. Δεν μπορώ να μετακινηθώ. Περιμένω. Ακούω, αφουγκράζομαι. Αναγνωρίζω όλους τους ήχους της πόλης. Ψάχνω ανάμεσά τους να ακούσω τη φωνή της, τα γέλια του, το κλειδί να γυρνά στην πόρτα. Τρία χρόνια αναμονής σαν μια στιγμή.

Καποιος ανεβαίνει τις σκάλες. Εικοσιτέσσερα βήματα για δώδεκα σκαλοπάτια! Μυρίζω την οσμή απο τα πολυκαιρίτικα ντολμαδάκια που έχουν κολλήσει στην ξεθωριασμένη, σχισμένη πλαστική σακούλα. Τέσσερις ημέρες είχε να περάσει. Καθυστέρησε ξανά. Πρέπει να πλύνει το γυμνό κορμί μου, πρέπει να συλλέξει τα περιττώματά που με έχουν κυκλώσει. Είναι υποχρεωμένη να με συντηρεί σε αυτή την αιώνια αναμονή. Αυτή με δημιούργησε. Αυτή με εκπαίδευσε να μην υποχωρώ. Αυτή φταίει που φύγανε. Μέχρι την τελευταία μαύρη στιγμή της πρέπει να με υπηρετεί και αυτό θα πράτει. Συγκεντρώνομαι ξανά. Αφουγκράζομαι. Μου μιλά αλλά δεν ακούω τι λέει. Με πλένει και η οργή μου κορυφώνεται. Η προσοχή μου αποσπάται απο την αναμονή. Την σπρώχνω βίαια. Πέφτει στο πάτωμα. Ερχεται βιαστικά και ρίχνει λίγο κρύο νερό στο πόδι μου. ΟΛοκλήρωσε και για σήμερα το χρέος της. Η εργασία της εκτελέστηκε. Φεύγει. Ενα μειδίαμα πλανάται στο αυλακιασμένο απαίσιο λεπτό δέρμα του προσώπου της. Είναι χαρούμενη? Εφυγε.
Οι ήχοι με διαπερνούν πάλι. Όμοιοι, επαναλαμβανόμενοι, αδιάφοροι. Ψάχνω ανάμεσά τους έναν και μοναδικό τόνο. Τον δικό της. Αυτό με απασχολεί. Είναι ο προορισμός μου.
Γιατί δεν τρέχω να την συναντήσω να της ζητήσω να με συγχωρέσει? Ποτέ δεν έπραξα ούτε θα πράξω με αυτό τον τρόπο γιατί δεν έμαθα. Ξέρω ότι και αν γυρίσει ξανά θα βρώ τον λόγο να της πω να φύγει και να μην ξαναέρθει.Ο τρόπος μου είναι αυτό που ποθώ. Θα αναμένω γυμνός καθισμένος στην κρύα καρέκλα αφοδεύοντας στο ξύλινο πάτωμα.
Ζω την πραγματικότητά μου. Είμαι φυλακισμένος στο στενό μυαλό μου και δεν θα υποκύψω. Υποδεικνύω και επιδεικνύω τη μορφή της. Είμαι άλλωστε κατασκεύασμά της.
Πρέπει να εργαστώ ξανά. Οι σκέψεις με ξεμάκρυναν απο τα θέλω μου. Ο ήχος της δεν υπάρχει,πουθενά. Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχώ. Η προσωπική μου αταραξία στέκει αναλοίωτη.
Είμαι ευτυχισμένος,

Τρίτη, Απριλίου 08, 2008

Super Π Ρ Ο Σ Φ Ο Ρ Α

Αγοράστε τα τρία βιβλία των
Οδυσσέα Ανδρούτσου - Ψευδή Σημεία Επαφής (ΑΜΟΝΙ-2005)

Χρήστου Σιδερή - Ο Μετρητής της Ευτυχίας (ΤΥΦΛΟΜΥΓΑ - 2005)

Λαρυ Κουλ - Τον Κανένα θα τον Φάω... τελευταίο. (ΤΥΦΛΟΜΥΓΑ-ΑΜΟΝΙ - 2006)


για μόνο 35 ευρώ



και πάρτε ΔΩΡΟ τη συλλογή διηγημάτων
FORTUNE COOKIES

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ στο Βιβλιοπωλείο ΑΜΟΝΙ - Ανταίου 2 & Δεινοχάρους 1 - Πλατεία Μερκούρη - Άνω Πετράλωνα

Κυριακή, Απριλίου 06, 2008

Ο Λαγός

Έβρεχε. Πάντα αισθάνομαι θνήσιμος όταν βρέχει. Ίσως βέβαια συνέβαλε η μαύρη κάνη του πυροβόλου όπλου που καταλάμβανε το εστιακό κέντρο του οπτικού μου πεδίου. Στο βάθος, μια γνώριμη φιγούρα. Εκείνη!
Είχε έρθει το τέλος; Είχα δει τόσους ψευτικούς φόνους που το σκηνικό έμοιαζε γελοία οικείο. Θα πατούσε άραγε την σκανδάλη; Το κεφάλι μου θα εκρηγνυόταν; «Παίζαμε» σε .σπλάτερ ταινία, θα σκόρπιζε τα μυαλά μου στο πάτωμα ή απλά θα με πυροβολούσε στη καρδιά; Μπορεί και να προτιμούσε το στομάχι, ο θάνατος ήταν βέβαιος και το θύμα πέθαινε μέσα σε αφόρητους πόνους. Αυτό μάλλον ταίριαζε περισσότερο με την διάθεση της. Ας έκανε ότι ήθελε. Δεν με ένοιαζε....
Ψέματα! Με ένοιαζε
Χαμογέλασα βεβιασμένα αλλά εκείνη νόμιζε ότι της έδειχνα τα δόντια μου. Δεν θα το έκανα ποτέ αυτό! Έσφιξε το δάκτυλο στη σκανδάλη..... Υπομονή
Θέλει να είναι ο αγγελιοφόρος Να δώσει τέλος στο μαρτύριο μου. Κανείς δεν επιθυμεί να πεθαίνει μόνος. Θα με πάρει μαζί της, ζωντανό ανάθημα, χρήσιμο στην διάβαση για τον κάτω κόσμο. Αναρωτιέμαι αν έχει σκοπό να αυτοκτονήσει μετά; Θα ήταν κρίμα να διαλύσει αυτό το υπέροχο προσωπάκι. Εστίασα στα δύο μέτρα και εβδομήντα εκατοστά. Το πιστόλι θόλωσε ελαφρά. Μπορώ τώρα να βλέπω τα στήθη της να πάλλονται από θυμό, αγωνία και επιθυμία. Με θέλει ακόμα! Το νιώθω. Με σιχαίνεται και με ποθεί. Είμαι ο αιθέρας ο θεός κι ο διάβολος. Είμαι αυτό που είμαι!
Φορά ένα σχεδόν διάφανο υπόλευκο φανελάκι, κοντή μαύρη φούστα και μαύρες λεπτές μπότες με μικρό τακούνι. Μια κόκκινη κορδέλα κρατά τα μαλλιά της μακρυά από το πρόσωπο. Τα «εργαλεία» παγίδευσης! Δεν φορά στηθόδεσμο. Αναρωτιέμαι τι να κρύβεται κάτω από την μικροσκοπική φούστα. Ένιωσα το πλέον ενστικτώδες τμήμα του σώματος μου να σαλεύει στο υπογάστριο. Κατάρα!
«Μη κινείσαι». διέταξε.
Κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να αποτραβήξει το βλέμμα της από τον κάβαλο του παντελονιού μου.
"Μήπως δεν έπρεπε τελικά να δημοσιεύσω τις γυμνές της φωτογραφίες στο ίντερνετ;" σκέφτηκα. Εντάξεις μερικές φωτογραφίες και πέντε έξι βίντεο. Σιγά τα ώα! Εκείνη πάντως το είχε δεχτεί πολύ άσχημα! Μου φαινόταν ότι η αντίδραση της ήταν υπερβολική, σε σχέση με τη δράση μου! Δεν χάθηκε ο κόσμος, άλλωστε ήταν υπέροχη γυμνή και εγώ απλά έδωσα την ευκαιρία σε περισσότερο κόσμο να την απολάυσει και γιατί όχι να ικανοποιηθεί μαζί της. Σάμπως αυτό δεν είναι τιμητικό για μία γυναίκα, να ξέρει ότι είναι επιθυμητή και ότι οι άντρες αυυτοικανοποιούνται με τα θέλγητρά της; Περίεργες που είναι οι γυναίκες. Αποό τη μία πασχίζουν να γίνουν ηθοποιοί, τραγουδίστριες, δημόσια πρόσωπα γενικά, ποζάρουν σε περιοδικά ημίγυμνες ή ολοκληρωτικά γυμνές και όταν εσύ λειτουργήσεις ώς προάγγελος των φιλοδοξιών τους λένε όχι και επιχειρούν να σε σκοτώσουν. Μα την αλήθεια, δεν ξέρουν τι θέλουν!
Έπρεπε να αντιπαρέρθω στον θυμό της να την αντικρούσω με ρεαλιστικά επιχειρήματα, να της αποδείξω ότι απλά έκανα εκείνο που κι εκείνη ήθελε ενδόμυχα και αν τελικά εποφθαλμιούσε και λίγα από τα χρήματα που πήρα για τα ωραιότατα βίντεο των συνευρέσεων μας μπορούσα να της δώσω και ένα σημαντικό ποσοστό των κερδών. Άλλωστε, εκείνη εργαζόταν για το δημόσιο, δεν είχε ιδιαίτερες ανάγκες να καλύψει όπως εγώ που ήμουν μονίμως άφραγκος!
Φυσικά όλα αυτά απλώς τα σκεπτόμουν, δεν τολμούσα να ψελίσσω ούτε λέξη, τόσο σοκαρισμένος ήμουν, τόσο κοντά στον θάνατο ένιωθα! Ρε παιδιά, αυτά που λένε "Ένιωθα την καφτή ανάσα του θανάτου στο σβέρκο μου" και διάφορες παρόμοιες αηδίες ορκίζομαι ότι είναι αλήθεια! Και δεν είχα καμία αμφιβολία ότι θα με σκότωνε εκείνη τη στιγμή εκτός κι αν έβγαζα ένα αξιοπρόσεκτο λαγό από το καπέλο....
Έτσι παντρευτήκαμε!

Πέμπτη, Μαρτίου 20, 2008

Από τη γωνία

Λένε πως η ζωή είναι κύκλος. Καθώς ο κύκλος δεν έχει γωνίες είναι καθαρά θέμα προσωπικής επιλογής αν εφεύρεις μια και λουφάξεις εκεί. Σύγχρονοι επιστήμονες υπερασπίζονται πως ζούμε σε μια δίνη που μας παρασύρει ανεξαιρέτως όλους κάθε στιγμή, αρχαίοι φιλόσοφοι αγόρευαν ότι τα πάντα ρεί κ.τ.λ. Άρα κάθε στιγμή αυτής της περίεργης ζωής είναι πραγματικά μοναδική. Παρότι ξυπνάς και σηκώνεσαι κάθε μέρα από την ίδια πλευρά του κρεβατιού φορώντας τις ίδιες παντόφλες, ποτέ αυτή η στιγμή του ξυπνήματος δεν είναι ακριβώς ίδια με κάποια άλλη. Έτσι τουλάχιστον λένε. Επομένως, δεν υπάρχει λόγος για απελπισία και απομόνωση. Αυτόματα, με τη γέννησή σου είσαι μέσα στο χορό, άρα τα πάντα μπορούν να συμβούν, άρα είναι μάλλον ενάντια στη φύση να κυνηγάς τις γωνίες. Η μήπως δεν τις κυνηγάς εσύ, αλλά αυτές;
Στο Δημοτικό η δασκάλα με απάλλασσε συχνά από το γλυκό βασανιστήριο του διπλανού μου στέλνοντάς τον τιμωρία και θέτοντας αυτόματα και μένα στο περιθώριο. Ήταν αυτός που έκανε τη φασαρία και για τους δυο μας και έτσι έμπαινα και γω τιμωρία μέσα από αυτόν. Μπορεί να συνέχιζα να κάθομαι στο θρανίο μου αλλά το μυαλό μου ήταν στη διπλανή θέση που έτσι άδεια έμοιαζε χαοτικά θλιβερή. Ήθελα να κάνω και γω φασαρία, ήθελα να κάνω πλάκα, να γελάσω δυνατά, να σπάσω τα νεύρα της δασκάλας αλλά ήμουν ένα γλυκό και ήσυχο κοριτσάκι και όλες αυτές οι σκανδαλιές ήταν ευθύς εξαρχής απαγορευμένος καρπός που δε θα γευόμουν ποτέ. Λούφαζα στη θέση μου στο κέντρο της αίθουσας, αλλά καταβάθος ήμουν απούσα στη γωνία μου, το μυαλό μου ταξίδευε σε όσα δε θα τολμούσα να κάνω ποτέ παρά μόνο μέσα από τους άλλους.
Στο γυμνάσιο η γυμνάστρια κάθε φορά μου φώναζε: «Στην άκρη Παπαδοπούλου!!!». Δεν κατάφερνα ποτέ να κάνω πάσα τη μπάλα του βόλεϊ, οδηγώντας αργά αλλά σταθερά την ομάδα μου στην ήττα. Η μόνη λύση ήταν να με απομακρύνουν από το φιλέ. Όχι ότι είχα ιδιαίτερο πρόβλημα με αυτό, αλλά να, έβλεπα για άλλη μια φορά το προαύλιο από τη γωνία.
Μεγαλώνοντας ανακάλυψα πως ο κόσμος αυτός έχει άπειρες γωνίες. Γωνίες υπήρχαν παντού: στα μπάρ, στις αίθουσες χορού, γυμναστικής, πολιτιστικών εκδηλώσεων. Γωνίες είχε το σπίτι του φίλου μου, των κολλητών μου, των γνωστών και των αγνώστων. Υπήρχε παντού μια γωνία για να εναποθέσω τις ανασφάλειες μου. Υπήρχαν παντού τέτοιες και με καλούσαν σαν σειρήνες. Και αργότερα ακόμη, που σαν ενήλικη βγήκα στην αγορά εργασίας, εκεί κι αν ήταν τεράστιες και προκλητικές! Πρόσφεραν ασφάλεια αλλά σε κατέτασσαν σε αναγκαίο κακό στη συνείδηση των άλλων. «Δεν παίρνει καμιά πρωτοβουλία. Είναι σα φυτό στη γωνία!» « Καλά αυτή έπιασε από τώρα γωνία, περιμένει τη σύνταξη!» « Καλά, μην κάνεις τίποτα εσύ, κάτσε στη γωνία!»
Ναι, τα γραφεία έχουν πραγματικά πολλές από αυτές και είναι σκέτη πρόκληση για ανθρώπους σαν κι εμένα. Αποφάσισα να βρω δουλειές του δρόμου ή μάλλον αναγκάστηκα. Εκεί οι γωνίες ήταν εξωτερικές. Δεν μπορούσες να λουφάξεις σε αυτές, έπρεπε διαρκώς να τις προσπερνάς. « Στρίψε στη γωνία, μετά τη γωνία, μη στέκεσαι στη γωνία. Στην άλλη γωνία!! Μα, καλά δεν βλέπεις; Εκεί! Εκεί! Εκεί!» Δεν έβλεπα, είχα συνηθίσει να προσανατολίζομαι με βάση τις άκρες. Αν βρισκόμουν σε ένα αχανές στάδιο για παράδειγμα με έπιανε κρύος ιδρώτας, δεν μπορούσα με τίποτα να το διασχίσω. Με έπιανε ταχυπαλμία, η όραση μου θόλωνε και μου ερχόταν να λιποθυμήσω.
Μια μέρα αποφάσισα να πάω σε ψυχολόγο. Αυτή μου η εμμονή έπρεπε να πάρει τέλος. Έπρεπε να μπω στο χορό και να χορέψω. Ο ψυχολόγος μου έβαζε ασκήσεις κάθε εβδομάδα. Τώρα έπρεπε να αποφεύγω τις γωνίες όπως ο διάολος το λιβάνι. Άπαξ και έβλεπα μια από αυτές έπρεπε να τρέχω μακριά. « Το Κέντρο, δεσποινίς Παπαδοπούλου, αυτό θα αναζητάτε από δω και πέρα. Εκεί θα συναντήσετε ό,τι απωθούσατε σ’ όλη σας τη ζωή. Το Κέντρο θα σας ανταμείψει και θα σας ολοκληρώσει. Δεν είστε και μικρή, δεσποινίς Παπαδοπούλου, φτάσατε τα τριάντα και πρέπει να βάλετε τα δυνατά σας για να ζήσετε μια φυσιολογική ζωή!» Αυτά είπε ο κύριος Σχιζοφρενίδης στην πρώτη μας συνεδρία και με έπεισε πως είχε χτυπήσει φλέβα.
Ακολουθούσα πιστά τις οδηγίες του, δεν έχανα συνεδρία, κρατούσα λεπτομερείς σημειώσεις για την πρόοδο μου όπως μου είχε συστήσει. «Σήμερα στάθηκα μόνο 5 λεπτά στην αριστερή πίσω γωνία του ταχυδρομείου της γειτονιάς μου και αυτό συνέβη επειδή η αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη και δεν χωρούσα πουθενά αλλού». Ο κύριος Σχιζοφρενίδης ανέλυε κάθε μου σημείωση. Ήταν πραγματικά ασφυκτικά γεμάτη η αίθουσα, ή υπήρχε κάποια κενή καρέκλα στο κέντρο που έκανα πως δεν πρόσεξα; Μήπως ένα μικρό κενό πιο κεντρικά που με χωρούσε; Όχι, αλήθεια σας λέω, η αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη από συνταξιούχους. Ο κύριος Σχιζοφρενίδης με κοιτούσε με δυσπιστία πάνω από τα πρεσβυωπικά γυαλιά του και κάθε φορά ανέβαζε σαδιστικά το δείκτη δυσκολίας των ασκήσεων.
Σε μια από αυτές μου ζήτησε την επόμενη φορά που θα πάω στο σπίτι του φίλου μου αντί να καθίσω στην αγαπημένη μου θέση που βρίσκονταν όπως του είχα πει, πάνω στο κρεβάτι, δίπλα στη γωνία, να πάρω μια καρέκλα και να καθίσω στο κέντρο του δωματίου απέναντί του. Έτσι θα εκτιθόμουν στο βλέμμα του, είχε πει με φανερή έξαψη που έκανε τα μάτια του να γυαλίζουν και το στόμα του να γεμίζει σάλιο , χωρίς να καταφέρω να το αποφύγω, όπως όλες τις άλλες φορές. Είχε την έξαψη που έχει ένας εξορκιστής πριν τον εξορκισμό. Ήταν σίγουρος πως μου είχε βάλει την πιο δύσκολη άσκηση που γινόταν και πως θα κατάφερνε μ’ αυτό τον τρόπο να βγάλει από μέσα μου κομμάτι από το τέρας.
Αλίμονο, ο καημένος δεν είχε προβλέψει το γεγονός ότι ο φίλος μου άλλο δεν έκανε από το να στρίβει μπάφους. Δε θα σήκωνε το κεφάλι του από την αγαπημένη του συνήθεια ακόμη και αν είχα μεταμφιεστεί σαν τον Ναπολέοντα και χόρευα σα ζουλού γύρω από φανταστικές φωτιές. Όταν διάβασε τις σημειώσεις μου πίστεψε πως τον κοροϊδεύω. « Σήμερα, κάθισα τρεις και μισή ώρες στο κέντρο του δωματίου του φίλου μου που βρίσκεται στην οδό Τερψιθέας 16, όροφο 1ο, σε καρέκλα που εναπόθεσα εκεί για τον συγκεκριμένο θεραπευτικό σκοπό, χωρίς να τραβήξω ούτε μια στιγμή το βλέμμα του ή να του προκαλέσω κάποια άλλη αντίδραση. Θεωρώ πως παρόλο που η άσκηση εκτελέσθηκε, ο σκοπός δεν επετεύχθη.»
Η αφοπλιστική μου ειλικρίνεια δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Ο κύριος Σχιζοφρενίδης έβγαλε τα γυαλιά του δίχως να σηκώσει το κεφάλι από το γραπτό μου και τα εναπόθεσε αργά πάνω στο γραφείο του. Ποτέ δεν τον είχα δει τόσο σοβαρό. «Δεσποινίς Παπαδοπούλου, μου είπε, νομίζω πως πρέπει να διακόψουμε τις συνεδρίες. Είναι φανερό, συνέχισε σηκώνοντας το κεφάλι και κοιτώντας με βλοσυρά στα μάτια, πως δεν έχετε πάρει στα σοβαρά τη θεραπεία σας.»
Η μήπως την είχα πάρει πολύ στα σοβαρά; Όλη αυτή η εμμονή να κρατηθώ μακριά από τις γωνίες με μεταφόρτωνε σε κοινωνικό φρικιό. Αν η παρέα μου τύχαινε να στέκεται στην άκρη της αίθουσας την απέφευγα ή στεκόμουν κάποια μέτρα πιο μακριά, προς το κέντρο φωνάζοντάς τους αυτά που ήθελα να πω και προκαλώντας σε όλους φανερή αμηχανία. Μια φορά που είχαμε πάει κινηματογράφο κόντεψα να πάθω νευρική κρίση όταν η μοναδική θέση που είχε μείνει άδεια ήταν ή γωνιακή στο πίσω μέρος της αίθουσας. Το θεώρησα σημάδι από το σύμπαν και αυτό αποδείχτηκε βαρύ πλήγμα για τη θεραπεία μου.
Είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ βέβαια πως πολλά ωραία πράγματα μπορούσαν να συμβούν αν απλά στεκόσουν στο κέντρο. Μια μέρα στη διάρκεια μιας άσκησης από αυτές του κυρίου Σχιζοφρενίδη στεκόμουν στο κέντρο μιας πλατείας. Είχε αρχίσει να με λούζει κρύος ιδρώτας καθώς ήμουν εκεί ήδη δέκα λεπτά. Έπρεπε να μείνω άλλα πέντε για να ολοκληρώσω την άσκηση. Έσφιγγα τα δόντια και έκανα υπομονή. Η έκθεση μου ήταν αρκετά επώδυνη. Ένιωθα πως δεν είχα που να στηριχτώ, πως ήμουν ανυπεράσπιστη και εκτεθειμένη, αλλά το χειρότερο απ’ όλα ήταν ένα βαθύτατο συναίσθημα ότι δεν υπήρχα πραγματικά. Νομίζω πως είχα εκτεθεί τόσο σε κάτι που θεωρούσα επικίνδυνο που το μυαλό μου είχε αρχίσει να λειτουργεί περίεργα. Θα έλεγε κανείς πως είχα φτάσει στα όρια μου. Νόμιζα πως από στιγμή σε στιγμή θα πάψω να υπάρχω, πως θα εξαϋλωθώ. Ο κόσμος γύρω μου μου φαινόταν σαν να μην υπάρχει πραγματικά. Σαν να είναι σκηνικό από κάποια ταινία ή μάλλον εικόνα βγαλμένη από ένα βιβλίο. Ταυτόχρονα σαν να μην έφταναν όλα αυτά είχα πάθει κάτι σαν αγκύλωση. Δεν μπορούσα να κουνηθώ. Είχα ακινητοποιηθεί.
Ο Κύριος Σχιζοφρενίδης με είχε συμβουλέψει να βρω με κάτι να ασχοληθώ για να μην νιώθω ανούσια την παραμονή μου στο κέντρο της πλατείας. Έτσι είχα πάρει ένα ψωμί και είχα σκοπό να ταΐσω τα περιστέρια. Αλλά καθώς είχα παραλύσει, απλά κρατούσα το ψωμί στο χέρι. Τα περιστέρια έκοβαν βόλτες πάνω από το κεφάλι μου. Είχαν μυριστεί την τροφή τους. Χωρίς άλλο μου κρατούσαν κακία που δεν τα τάιζα. Θέλουμε το ψωμί μας!! μοιάζει να έλεγαν τα κρωξίματα τους. Επικεντρώθηκα σ’ αυτά για να ξεχαστώ. Μπορούσα να νιώσω την ανυπομονησία τους και αυτά πετούσαν όλο και πιο χαμηλά φτάνοντας τα λίγα εκατοστά από το κεφάλι μου αλλά κανένα δεν τολμούσε να τσιμπήσει το ψωμί από το χέρι μου. «Εσείς δεν είστε πουλιά, είστε κότες είπα από μέσα μου. Κότες, κότες φοβητσιάρες!» Μου απαντούσαν με όλο πιο επιτακτικά κρωξίματα και απότομα φτερουγίσματα. Μαλώναμε δεν υπήρχε καμία αμφιβολία. « Για να σας δω, έλεγα, έχω φρέσκο ψωμάκι στο χέρι, δεν τολμάτε ε; Τι περιμένετε; Ελάτε!! Κοτούλες!»
Εκεί, στη μέση της πλατείας, ακίνητη με το ψωμί στο χέρι και τα πουλιά να κάνουν εκνευρισμένα όλο και πιο απειλητικούς, κλειστούς κύκλους από πάνω μου , σίγουρα θα αποτελούσα ένα σουρεαλιστικό θέαμα, αλλά κάτι ξαφνικά διέκοψε τον διάλογο μας. Μια ζεστή κουτσουλιά στόλιζε τώρα το κέντρο του μετώπου μου. Μια ζεστή, αληθινή πέρα για πέρα κουτσουλιά Και σαν αυτό να σήμανε την εκδίκησή τους όλα μαζί πέταξαν ικανοποιημένα μακριά αφήνοντάς με μόνη. Όταν συνέβη αυτό θυμήθηκα να κοιτάξω το ρολόι μου. Είχαν περάσει είκοσι πέντε ολόκληρα λεπτά. Είχα επικοινωνήσει με τα πουλιά, μαλώσαμε, με χέσανε και φύγανε. Τι εξαιρετική εμπειρία! Και πέρα για πέρα αληθινή. Εγκατέλειψα την πλατεία με ένα μειδίαμα στα χείλη αφού πρώτα πέταξα το ψωμί σε διάφορες γωνιές. Μπορεί να υπήρχαν πουλιά με το ίδιο πρόβλημα με μένα.
Μετά από εβδομάδες έκθεσης σε πλατείες, γήπεδα, ανοιχτούς χώρους, μετά από την αποφυγή εκατοντάδων δελεαστικών γωνιών και έχοντας επιδείξει όλον αυτόν τον καιρό τη μέγιστη δυνατή πειθαρχία μπορούσα με βεβαιότητα να πω ότι δεν έβλεπα την παραμικρή εξέλιξη στη ζωή μου. Συνέχιζα να είμαι το ίδιο δειλή και φοβητσιάρα. Ώσπου μια μέρα βρέθηκα σε ένα πάρτυ. Μπορεί να μην ήμουν στο κέντρο της αίθουσας αλλά δεν στεκόμουν ούτε στη γωνία. Ήμουν ανάμεσα σε χαρούμενους ανθρώπους και μάλλον αυτό έκανε τη διαφορά. Αρχίσαμε να χορεύουμε σαν να είμαστε όλη μια παρέα. Στην αρχή με πατούσαν, με σκουντούσαν καθώς χόρευαν και αυτό με κινητοποίησε και άρχισα και γω να γελάω, να χαίρομαι και να κουνιέμαι. Σιγά σιγά κατάφερα πραγματικά να εκφραστώ μέσω του τρελού χορού μου. Πηδούσα, στριφογυρνούσα, έκανα τρελές φιγούρες και το σπουδαιότερο έπιανα χώρο. Χώρο για μένα. Τότε ένιωσα για πρώτη φορά σαν ένα μόριο της πελώριας ανθρωπότητας, σαν μέρος του ποταμού που ρέει χωρίς σταματημό. Η ύπαρξη μου είχε και δεν είχε νόημα. Τίποτα δεν θα κατέρρεε αν έπαυα να υπάρχω. Απ’ την άλλη, αν συνέχιζα να ζω ίσως να περνούσα κάτι δικό μου στον κόσμο. Ίσως να έφερνα μια μικρή αλλαγή . Ίσως η ζωή μου να είχε νόημα για κάποιους λίγους γνωστούς , για κάποιους ελάχιστους αγνώστους. Αλλά η γωνία, αυτό το σημείο μεταξύ θανάτου και ζωής δεν είχε κανένα λόγο ύπαρξης πια.

Δευτέρα, Μαρτίου 10, 2008

Η τηλεόραση...κάποτε...

Έφτιαξα καφέ, εξασφάλισα την απουσία του παράξενου επισκέπτη (σχετικά, γιατί η πόρτα του δωματίου του δεν κλείνει καλά), έβαλα τον καινούργιο δίσκο των Rage against the machine στο πλατό και άραξα να περιμένω τη Γιώτα που είχε ήδη -όπως όφειλε άλλωστε- αργήσει. Η τηλεόραση ήταν ακόμα ανοιχτή, έπαιζε -ως συνήθως- μαλακίες. Έκανα ζάπινγκ -το εθνικό μας σπορ- και χάζευα αφηρημένος τις εικόνες όταν θυμήθηκα ένα όνειρο που μου είχε διηγηθεί η Γιώτα κάποτε:

Ήταν λέει καθισμένη επί ώρες μπροστά στο χαζοκούτι. Τα μάτια της έτσουζαν και δεν μπορούσε να εστιάσει καλά. Αφηρημένη, με νωχελικές κινήσεις χρησιμοποιούσε συνέχεια το τηλεκοντρόλ. Σε μια στιγμή γλίστρησε -άθελα της;- κάτω από το φουστάνι. Ήταν ζεστό μες τα χέρια της και μια γλυκεία ανατριχίλα την διέτρεξε καθώς τριβόταν απαλά στο εσωτερικό των μηρών της. Τράβηξε λίγο το μικροσκοπικό κυλοττάκι και γλίστρησε τη γωνιά του μες στην ήβη της. Έτριψε λίγο τη κλειτορίδα και φύσηξε αγέρας στη χώρα της λήθης. Έβρεξε. Τώρα ήθελε πιο μέσα, είχε την ανάγκη της διείσδυσης. Με μια μικρή προσπάθεια ήταν μέσα της κατά το ένα τρίτο. Εντωμεταξύ, τα κανάλια διαδέχονταν το ένα το άλλο, οι εκφωνητές σε κατάσταση γενικής απόγνωσης παρακολουθούσαν το εξαίσιο θέαμα. Σιγά σιγά, άνοιξε η τροπική ζούγκλα και κατάπιε ολόκληρο το τηλεκοντρόλ. Κουνιόταν δαιμονισμένα τώρα κι ο πομπός μπαινόβγαινε στο σώμα της σαν έμβολο. είχε μουσκέψει τη πολυθρόνα, η κυλόττα της σκισμένη σπαρταρούσε στο μωσαϊκό και το τηλεκοντρόλ έμοιαζε με καυτό αντρικό πέος στο κόλπο της. Απέναντι, η εικόνα παρακολουθούσε συνεπαρμένη. “Πιο γρήγορα, πιο γρήγορα” έδινε εντολές και το χέρι της ανταποκρινόταν αμέσως. “Ναι ναι, γάμα με, ξέσκισε με” ψιθύρισε και έχυσε. Της πήρε σχεδόν πέντε λεπτά να βρει την ανάσα της και να ακούσει τις φωνές.
Στο μεγάλο κανάλι, σύσσωμοι οι μπάτσοι με τα μικρόφωνα, χειροκροτούσαν τον εμπνευσμένο αυνανισμό. Οι άντρες, είχαν κατεβάσει τα παντελόνια και μαλακίζονταν, με τις γλώσσες έξω και τα μάτια αλλήθωρα (εκτός από τον Χατζηνικολάου ο οποίος μαλακιζόταν μεν, αλλά ήταν σταθερά σοβαρός και δεν έβγαζε έξω τη γλώσσα). Οι γυναίκες, είχαν πάρει όλα τα διαθέσιμα μικρόφωνα και τα έχωναν σε όποια τρύπα ήταν εύκαιρη (όχι αναγκαστικά δική τους κι όχι αποκλειστικά γυναικεία). Ήταν μια γιγαντιαία τηλεοπτική παρτούζα.
Η Γιώτα έκπληκτη, έβγαλε το τηλεκοντρόλ από μέσα της, το απόθεσε με σεβασμό στο τραπέζι και άλλαξε κανάλι. Έπιασε ΑΝΤ1 και είδε τη Ρούλα Κορομηλά (μα τι κάνεις εκεί πέρα μωρή ψώλα;) με τα μπούτια ορθάνοιχτα κι ανάμεσα τους να χάσκει μια τρύπα σε μέγεθος κεντρικής σωλήνας της Ε.ΥΔ.ΑΠ ενώ στα πλάγια, δυο μπακαλιάροι πλατσούριζαν χαρούμενα. Ο Τέρενς, είχε μισοχώσει το κεφάλι του στον σεξουαλικό βόα ώσπου, σιγά σιγά, τον κατάπιε σαν κουνέλι. Η Ρούλα σπαρταρούσε από ηδονή καθώς χωνόταν βαθιά μέσα στη μήτρα της. (Συνάντησε κι άλλους φίλους εκεί ο Τέρενς. Ήταν ο Στέφανο, δίπλα στο τζάκι πίνοντας φίνο ουίσκι, ο Μαρίνος, που περνούσε και είπε να μπει κι ένας άσημος ηχολήπτης. Ήταν μια θαυμάσια συντροφιά μέχρι ....)
Έξω από τη Ρούλα γινόταν πανικός. Αυτή η καριόλα η Μαλβίνα, αφού σκότωσε τους πάντες και τα πάντα στο Mega μπούκαρε στον ΑΝΤ1, εντελώς αφηνιασμένη και κτυπούσε μέχρι θανάτου όποιον βρισκόταν στο δρόμο της. είχε βγάλει έξω από το στρατιωτικό παντελόνι μια κλειτορίδα σε μέγεθος Αφρικανικής μπανάνας και σκληρότητα ροπάλου του μπέηζ-μπολ και όποιον σκότωνε τον γαμούσε, αδιακρίτως αν ήταν άντρας, γυναίκα, μικρό παιδί, βρέφος, σκύλος, κουνέλι ή περιστέρι. Κάπου μες το πανικό, πέτυχε τη Ρούλα και αφού έβγαλε μια άναρθρη κραυγή, άρχισε να τη κτυπά στα βυζιά με όλη της την δύναμη κι έπειτα στο πρόσωπο, τη κοιλιά, τα πόδια, μετατρέποντας το λευκό δέρμα σε ασπροκόκκινο πολτό. Ήταν ήδη ετοιμοθάνατη όταν επιχείρησε να χώσει την ευμεγέθη κλειτορίδα της στο ορθάνοιχτο στόμα. Η Ρούλα δεν είχε πει όμως την τελευταία της λέξη και πριν πέσει νεκρή, δάγκωσε γερά και έκοψε την ψωλή της Μαλβίνας. Η Ρούλα πέθανε, ενώ η Μαλβίνα ξεφώνιζε και χτυπιόταν αιμόφυρτη στο πάτωμα. Μέσα από τη Ρούλα, ακούγονταν τα απελπισμένα ουρλιαχτά των τεσσάρων ψυχών που πέθαιναν από ασφυξία στον νεκρό κόλπο.
Συνέχισε το ζάπινγκ για να διαπιστώσει πως η κατάσταση ήταν παρόμοια σε όλα τα κανάλια, εκτός από το seven X που έπαιζε το “Μπλάκ Αντερ” και τα κανάλια που συνήθως βάζουν σκληρό πορνό, τα οποία είχαν ντοκιμαντέρ από τους Βουσμάνους της έρημου Καλαχάρι, το Σουδάν και άλλα επιμορφωτικά προγράμματα (τα οποία προφανώς είχαν βουτήξει από την ΝΕΤ). Η Ελεάνα στο κανάλι 5 είχε βάλει από έναν άντρα σε κάθε τρύπα που μπορούσε να σκεφτεί (γεια σου Μιχάλη, γεια σου Βασίλη), ενώ ο Μυλωνάς αργόσβηνε θαμμένος κάτω από τα βυζιά της. Τη Γιατζόγλου, τη γαμούσε ένας γάιδαρος με πούτσα σαν σιδηροτροχιά (ότι του είχε πάρει συνέντευξη). Το τεράστιο, σκούρο καφέ πουτσοκέφαλο, έκανε την εμφάνιση -σαν έμβολο- από το ξεχειλωμένο στόμα και βέβαια, πρέπει να ήταν νεκρή από ώρα. Κάπου εκεί, κτύπησε το ξυπνητήρι……

ΗΜΕΡΑ ΠΡΩΤΗ

Εκείνη τη περίοδο της ζωής μου βίωνα μεταφυσικές εμπειρίες. Βρισκόμουν σε μια κατάσταση ημιύπνωσης και το μυαλό μου ή η ψυχή μου αν θέλετε, ταξίδευε σε ξένες συνειδήσεις. Όταν αναδυόμουν από τον πνευματικό βυθό ήμουν αποπροσανατολισμένος και δυσκολευόμουν πολύ να προσαρμοστώ στη πραγματικότητα. Αυτό συνεχίστηκε για καιρό. Αργότερα, ήμουν σε θέση να επαναφέρομαι αμέσως μετά τη λήξη της εμπειρίας. Αυτήν την εμπειρία τότε την ονομάσαμε ανταλλαγή υποσυνειδήτων μα τώρα πια δεν είμαι και τόσο σίγουρος αν αυτός ο τίτλος ήταν αντιπροσωπευτικός. Βρισκόμουν αλήθεια μέσα σε ξένα υποσυνείδητα όμως δεν μπορούσα να ελέγχω τα λόγια ή τις πράξεις του “οικοδεσπότη” μου. Ήμουν ένας απλός παρατηρητής. Μπορούσα μόνο να σκέπτομαι και να βλέπω πράξεις και λόγια βγαλμένα από άγνωστα στόματα. Να κρίνω, να επικροτώ, να χαίρομαι και να θλίβομαι, ανήμπορος να κάνω το παραμικρό. Τη πρώτη ημέρα βρέθηκα στο μυαλό ενός δικαστή

Μια μεγαλοπρεπής συγκυρία συγκέντρωσε όλους εμάς -τους επιφανείς λυγμούς- σε τούτο το μέγαρο.
Ο μπάτσος με το γουνάκι μου ζήτησε να λογικευτώ. Είχα μια χλένη να σκεπάζει τη γύμνια μου. Μια λοχαγός της αεροπορίας πήρε το όργανο μου στο χέρι. Είχα στύση γρήγορα στα απαλά της χάδια και τα φιλιά της γλυκά, σα καλοφτιαγμένο ρυζόγαλο. Έχυσα, στο όμορφο στόμα και στο λευκό πρόσωπο. Ο μπάτσος με το γουνάκι ήταν έξω φρενών -μια συνυφασμένη απογοήτευση πλανιόταν στο μέγαρο. Με τράβηξαν βίαια στο διάδρομο, μου έδωσαν μαύρα, γελοία ρούχα κι ένα γουνάκι για τον ζωώδη λαιμό μου. Με οδήγησαν στην έδρα της ντροπής. Κάθισαν.
“Είμαι πρόεδρος σε τούτο το μπουρδέλο” αναφώνησα. Κτύπησα ένα καμπανάκι και κάποιος άρχισε να λεει ανοησίες. Από την πόρτα στο βάθος της αίθουσας εμφανίζονταν διάφοροι. Έτρωγα τα νύχια μου με βουλιμία κι άκουγα τον παφλασμό των κυμάτων. Άνθρωποι έρχονταν κι έφευγαν. Κάποιοι ρωτούσαν, κάποιοι απαντούσαν ενώ εγώ, αφηρημένος, κουνούσα που και που το καμπανάκι γιατί θορυβούσαν και δεν μπορούσα να ακούσω τα κύματα. Κάτι μου είπαν, κάτι είπα και η αίθουσα άδειασε. Σκεπτόμουν τη λοχαγό και μου σηκώθηκε ξανά. “Φωνάξτε μου την λοχαγό” είπα σε έναν μπάτσο.
Η λοχαγός με έγλυφε εξαιρετικά. Όταν τελείωσα για δεύτερη φορά στο στόμα της, την έγδυσα βιαστικά και είδα, τα λαχταριστά της στήθη και το προκλητικό κορμί. Ήμουν έτοιμος ξανά. Την ακούμπησα στην έδρα της ντροπής, της τράβηξα τα μαλλιά και ύγρανα το μεσαίο μου δάχτυλο στο μισάνοιχτο στόμα για να το τρίψω στην υπέροχη ήβη. Έπαιξα για λίγο με τη κλειτορίδα -που είχε ανοίξει πανιά σαν καικάκι έτοιμο για αναχώρηση- και έβρεξε χυμούς το υπέροχο μουνάκι. Έβγαλε μια μικρή φωνή -σιωπηλή προσευχή στον άγνωστο θεό- και άνοιξε το στόμα το παθιασμένο. Ήθελα να είχα κι άλλο όργανο, να το χώσω σε αυτό το θαυμάσιο στόμα κι ένα ακόμη, για τον εξαίσιο κώλο. Στα χέρια μου μεστά τα στήθη τα άγια. Θεέ μου, κράτησε για πάντα ετούτη τη στιγμή στη σαθρή μου μνήμη. Έφυγε.
Μπερδεύτηκα στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του Μεγάρου της Ανοησίας. Ξάνοιξε ο πόνος και η ζαλάδα της ώριμης σκέψης. Στάθηκα σε μια γωνιά και στοχάστηκα, μια περασμένη οντότητα κούρνιασε στις πτυχές της νόησης. Φορούσα την χλαίνη. Έκανε κρύο ανακατεμένο με ψέματα που ειπώθηκαν και θα ειπωθούν ακόμη περισσότερα. Είμαι ανοικτή πληγή συναισθημάτων.
Ένας μπάτσος με γραβάτα ψευδοραγούσε. Είχε ένα ανοικτό τραύμα στο δεξιό μέρος του κρανίου του. Οι αναλήθειες που ξεχύνονταν με απίστευτη ταχύτητα (τα ψέματα κινούνται με τη ταχύτητα του φωτός) είχαν σχηματίσει ένα μυθικό σωρό πλάι στο τσακισμένο κεφάλι. Έπεσε στο πάτωμα με το στόμα γεμάτο αφρούς και το κορμί να συσπάται. Προχώρησα.
Ένα πελώριο φίδι έκρυβε στο πλαδαρό του κόρφο μιαν ειλλημένη απόφαση. Ήταν ένας Βόας διανόησης που ζούσε μυστικά, πίσω από τις κλειστές πόρτες του Μεγάρου της Ανοησίας. Μια μορφή ανέμου σφυροκοπούσε τα εκτεθειμένα συναισθήματα. Γλιστρούσα τις κυκλικές σκάλες βιώνοντας σμικρύνσεις καταστάσεων. Είχα μια διαρροή σκέψεων. Μικρά, αδειανά περιβλήματα που έπεφταν κάτω και φούσκωναν ώσπου έσκαζαν, κάνοντας έναν υπόκωφο κρότο. Είχα και μία διαρροή μνήμης, μια μικρή, ύπουλη τρυπίτσα στο κέντρο του μετώπου μου. Είδα, τον ελέφαντα του τρόμου -τη ψυχή μου χωρισμένη στο φόβο και τον σαδισμό-, ένα ισχνό σώμα να κρύβεται κι ένα άλλο να ποδοπατάει συνειδήσεις. Είδα, ένα κόσμο πνιγμένο στο αίμα, είδα ζωντανές καρδιές σκορπισμένες, είδα λεπρούς να κομματιάζονται από τον αγέρα, είδα κορίτσια να πεθαίνουν από έρωτα και σάλια επιληπτικών να με σκεπάζουν. Έφτασα σε ένα πλάτωμα.
“Είμαι κόμπος στο λαιμό της δικαιοσύνης” φώναξα. Κάτω αριστερά, το ξεχασμένο όνειρο του εγγυητή χαράς. Ο χορός των φωνών απεφάνθη γι αυτόν “να σταλεί για πάντα στο ίδρυμα της βίας” και το ξεχασμένο όνειρο ξεψυχούσε, με ένα καρκίνο να πληροί την ύπαρξη του και τα σκονισμένα του μάτια, καταρράκτες δροσιάς, ακόμα. Άδραξα το λεύχαιμα, το εξάμβλωμα θανάτου στη χούφτα μου και το σύντριψα. Το ξεχασμένο όνειρο χαμογέλασε ανακουφισμένο και χώθηκε βιαστικά στη ψυχή μου. Ένα μειδίαμα σκέψης. Σε λίγο όμως χάθηκε πίσω από τους αρμυρούς εφιάλτες και το μειδίαμα έλιωσε.
Είχα ένα μικρό χώρο και βημάτιζα διαρκώς. Επτά πατημένες σκέψεις αναστήθηκαν ταυτόχρονα κι έστησαν χορό στο ρυθμό των βημάτων μου. Τέσσερα σαπισμένα όνειρα -που κοιμόντουσαν στις σκάλες παρακάτω- ξύπνησαν και κοιτούσαν. Το ένα είχε το χρώμα της χλόης και μάτια γαλανά σαν ανοιξιάτικο ουρανό. Ένα άλλο είχε δυο δελφίνια ανάμεσα στα αφτιά του και κρουνούς ανέμου στη καρδιά. Τα άλλα δύο όνειρα ήσαν εφιάλτες. Οι σκέψεις σταμάτησαν τον χορό τους και περίμεναν να ξαναδώσω τον ρυθμό, κρεμασμένες θαρρείς από αόρατους γάντζους, η προσμονή του καλοκαιριού, η αρχή της Άπληξης, το ταξίδι της φαντασίας, μια τυχαία γνωριμία, ένας ανεκπλήρωτος πόθος, η τέχνη της ψευτιάς και ο μόνιμος “φύλακας” φόβος. Έκοψα ένα κομμάτι κρέας από το στήθος μου κι έκλεισα τη τρύπα των ονείρων. Αν είναι να χάσω τα όνειρα μου, καλύτερα το ‘χω να πεθάνω. Όσο για τις σκέψεις, τις εφήμερες σκέψεις, ας ξεχυθούν -βίαιος στρατός ερωτημάτων- κι ας κατακλύσουν τους διαδρόμους του Μεγάρου της Ανοησίας.
Κατέβηκα τις σκάλες προσπερνώντας τα σαπισμένα όνειρα που ξεψυχούσαν. Βρέθηκα σε μια μεσαιωνική αίθουσα με δρύινα τραπέζια. Τα τραπέζια ήταν γεμάτα μπάτσους που καταβρόχθιζαν μεγάλες ποσότητες χρημάτων. Παράδες κάθε λογής κι εθνικότητας. Οι πιο εκλεκτοί για τα γουνάκια και τις γραβάτες και οι πιο παρακατιανοί για τους υπολοίπους. Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε ένα κρότος και το κτίριο τραντάχτηκε συθέμελα. Η έκρηξη έκανε τους μπάτσους να σηκωθούν συγχρονισμένα -σα μπαλέτο ρυθμικής γυμναστικής- ενώ τα γουνάκια και οι γραβάτες, αφού ξεκοκάλισαν ότι είχε απομείνει, κρύφτηκαν γρήγορα κάτω από τα τραπέζια.
Δεν φαινόταν τίποτα στο μισοσκόταδο του μεσαίωνα. Έκανα μια βόλτα στο επεξεργασμένο δρύινο δάσος. Τα βήματα μου ακούγονταν ολοκάθαρα στην ησυχία της αίθουσας. Έσκυψα για να τους δω να κρύβονται -με τις ποντικίσιες ψυχές τους γιομάτες φόβο- μα δεν υπήρχε τίποτα κάτω από τους δρυς. Αναρωτιόμουν που να κρύφτηκαν και μπουσουλώντας, χώθηκα κάτω από ένα αιωνόβιο δέντρο. Ξάπλωσα για λίγο στη σκιά του νεκρού δάσους. Μια κρυφή καταπακτή άνοιξε κάτω από το σώμα μου, κάνοντας με να χάσω την ισορροπία μου και να πέσω στο κενό. Βρέθηκα σε ένα μικρό δωμάτιο. Από πάνω μου η σκάλα, κατέληγε στο δρύινο δάσος. Η καταπακτή έκλεισε αυτόματα. Γούρλωσα τα μάτια μου. Κάτω από τη πόρτα αχνόφεγγε μια σχισμή φωτός. Βγήκα. Στο τέλος του διαδρόμου βρήκα μια ταμπέλα που έγραφε “ΑΙΘΟΥΣΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΕΩΣ”. Όλοι οι μπάτσοι με τα γουνάκια ήταν εκεί όπως και πολλοί μπάτσοι με μικρόφωνα. Ήταν αγανακτισμένοι και θορυβούσαν. Μόλις με είδαν έπεσαν πάνω μου σα πεινασμένα κοράκια. Κόντεψαν να με πνίξουν με τα μικρόφωνα και τα στόματα τα χυδαία που εκσφεντόντιζαν σάλια κι αηδίες προς το μέρος μου. Κατάφερα να φτάσω στο βήμα. “Καθίστε” γάβγισε κάποιος δεξιά μου. Μπροστά μου αραδιασμένα τα μικρόφωνα της λοβοτομημένης αλήθειας, τα εργαλεία του αρρωστιάρικου φόβου. “Είμαι πρόεδρος σε τούτο το μπουρδέλο” αναφώνησα
“Γράφε, καταδικάζω την τρομοκρατική ενέργεια”
“Σας σιχαίνομαι όλους. Είστε η πανούκλα του ανθρώπινου πνεύματος”
“Γράφε, τη στυγερή δολοφονική επίθεση που στρέφεται ενάντια στη δικαιοσύνη”
“Είστε σκουλήκια που τρέφεστε με φόβο, τον φόβο που οι ίδιοι σπέρνετε στις ψυχές μας”
“Γράφε, και ενάντια στον ίδιο το λαό. Όμως”
“Μόνο όταν εκτελεστείτε θα γλιτώσει ο κόσμος από το σινάφι σας καριόληδες”
“Γράφε, η δικαιοσύνη θα μείνει ανεπηρέαστη στο έργο της”
“Πουτάνες της ψευτιάς, γαμημένοι.”
“Γράφε, υπέρμαχος της δημοκρατίας και του Συντάγματος’
Ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. “Άντε γαμηθείτε καραγκιόζηδες” είπα και κίνησα να φύγω. Το σμήνος των χειροκροτημάτων με ακολούθησε και αχόρταγα χέρια απλώθηκαν να με αγγίξουν. “Γαμημένοι καραγκιόζηδες” ούρλιαζα ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσα να ξεφορτωθώ τα γελοία μαύρα ρούχα και το γουνάκι.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 08, 2008

GuyDeborians !!!

Κυριακή, Φεβρουαρίου 03, 2008

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ - Νίκος Λάιος

Fortune Cookies (ΑΜΟΝΙ 2007)

Απόπειρα Ζωής (ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ 2007)

Φλεγόμενος Κύκλος (ΑΥΛΟΣ)

Ο Μετρητής της Ευτυχίας (ΤΥΦΛΟΜΥΓΑ 2005)

7 Ημέρες Ψέματα (ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ 2002)

Ψευδή Σημεία Επαφής (ΑΜΟΝΙ 2005)

Αστρικές Συνουσίες (ΜΟΝΤΕΡΝΟΙ ΚΑΡΟΙ 2000)

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ - Κώστας Βιντζηλαίος

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ - Φώτης Ταβουλτσιάδης

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ - Γενναίος Καραχάλιος

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ - Αναστασία Τοπαλιάν

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ - Τιμολέων Μαλλιόπουλος

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ - Νίκος Μ. Σιδέρης

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ - Μπάμπης Κονταράκης

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ - Λάρυ Κουλ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ - Οδυσσέας Ανδρούτσος

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ - Γιώργος Φιλιπποπουλος

Σάββατο, Φεβρουαρίου 02, 2008

BEASTS OF BOURBON LIVE IN ATHENS (gagarin 29-03-2008)

Τα Θηρία της Βουρβώνης κατέφθασαν την ευλογημένη νύχτα της 29ης Μάρτη στο Gagarin με το μακροβιότερο line up της πολύχρονης καριέρας τους, ήτοι με τον Tex Perkins στα φωνητικά, τον Spencer Jones και τον Charlie Owen στις κιθάρες, τον Brian Hooper στο μπάσο και τον Tony Pola στα τύμπανα.


Από αυτούς, μόνο οι Tex Perkins και Spencer Jones βρίσκονταν στο original line up. Ο Brian Hooper και ο Tony Pola αντικατέστησαν τους Boris Sujdovic και James Baker αντίστοιχα γύρω στο 1991 ενώ το έσχατο μέλος της συντροφιάς ο κιθαρίστας-με-το-καπέλο Charlie Owen πήρε τη θέση του Kim Salmon το 1996 . Φυσικά αυτές δεν είναι οι μοναδικές αλλαγές που έχουν γίνει στο συγκρότημα από το 1983 που δημιουργήθηκε (βλέπε και παρακάτω) μέχρι σήμερα.


Περίμενα με αδημονία την συναυλία όχι μόνο γιατί θα έπαιζαν οι BEASTS OF BOURBON για πρώτη φορά στην Ελλάδα αλλά και γιατί είχα να ξεμυτίσω από το σπίτι κάτι αιώνες και στα all-star μου είχε εγκατασταθεί προσωρινά μία μεσαίου μεγέθους αράχνη από εκείνες που δεν τολμούν με τίποτα να τα βάλουν με τις κατσαρίδες μου. Ομολογώ ότι καίτοι λάτρης τμήματος της Αυστραλιανής garage τύπου Dubrovniks, Sunny Βoys κουλουπού σκηνής έμαθα τα Θηρία της Βουρβώνης πολύ αργά, προφανώς γιατί στο Green Door έτρωγα μονίμως πόρτα! Οι περιορισμένες μου γνώσεις εστιάζονταν στο Axemans Jazz του 1984 και στο περίφημο single “Psycho” (1983).

Έτσι χρησιμοποίησα ειδικές δημοσιογραφικές τεχνικές για να εκμαιεύσω πληροφορίες για αυτό που άκουγα, προσεταιρίστηκα δηλαδή δύο λάτρεις της μπάντας, τον Δημήτρη και την Ελένη, και ρώταγα βαθυστόχαστες ερωτήσεις του τύπου: τι ακούμε τώρα ρε παιδιά;
Ξεκινώντας το live και ευελπιστώντας να ξεπεράσω όσο το δυνατόν πιο γρήγορα το σοκ του support σχήματος (από το οποίο το μόνο που μου έμεινε ήταν ότι αποτελούνταν από τρεις τύπους, ο ένας φορούσε καφέ καπέλο, ο δεύτερος μαύρο και ο τρίτος άσπρο!) δικαιώθηκα. Οι BEASTS OF BOURBON άρχισαν να παρουσιάζουν τα κομμάτια του τελευταίου τους CD (Little Animals – 2007) θυμίζοντάς μου σε πολλά σημεία τους Birthday Party (Αυστραλοί είναι κι αυτοί άλλωστε) πράγμα το οποίο ουδόλως με χάλασε.

Η συναυλία πήγαινε από το καλό στο καλύτερο μέχρι το τέταρτο κομμάτι στο τέλος του οποίου ο Tex Perkins είχε την φαεινή ιδέα να χιουμορίσει (ελπίζω), να προβοκάρει (ελπίζω) κάνοντας έναν ναζιστικό χαιρετισμό! Εκείνη τη στιγμή είχα τρεις επιλογές
Α) Να του πετάξω το ποτήρι με τη μπύρα στο κεφάλι (ατυχώς ήταν σχεδόν άδειο και θα προσγειωνόταν ανώδυνα σε κάποιον άσχετο μπροστά μου)
Β) Να σηκωθώ και να φύγω (κλαίγοντας τα 40 ε-ούρο 25tickets+beers)
Γ) Να κάνω την πάπια
Όπως καταλαβαίνετε, έκανα-την-πάπια αλλά θα πρέπει να πω ότι ο Tex Perkins και η παρέα του, τα συστήματα ήχου , τα έπιπλα και οι διοργανωτές ήταν εξεχόντως τυχεροί που το κοινό απαρτιζόταν από «συνταξιούχους» και όχι τίποτα «αμαλιώτες» και «αντιφάδες» γιατί προβλέπω ότι η συναυλία θα είχε μείνει στο κομμάτι νούμερο 4 ενώ ο Tex Perkins αντί για το καλάμι θα έφευγε καβαλώντας μια κιθάρα!
Μετά το προαναφερθέν περιστατικό, μικρό τμήμα του κοινού και το σύνολο της μπάντας, ακόμα και ο παλαβός-κιθαριστής Spencer Jones άρχισε να ρίχνει κλεφτές ματιές μέσα από την τσουλούφα του στον απρόβλεπτο τραγουδιστή Tex Perkins περιμένοντας πότε θα τινάξει την συναυλία στον αέρα. Κι όμως οι Κασσάνδρες διαψεύστηκαν, το κέφι πήγαινε από το καλό στο καλύτερο και κομμάτια από το Axeman Jazz, το Low Road και το Black Milk άρχισαν να διαρρέουν.

Δεν θυμάμαι πότε, ίσως στο πρώτο η το δεύτερο ancor ή και νωρίτερα, ακούστηκε το Drop Out και εκεί ουσιαστικά ξεκίνησε η συναυλία, το κοινό χαλάρωσε, η μπάντα χαλάρωσε, ακόμα και ο Tex Perkins σχεδόν χαλάρωσε! Κοινό, συγκρότημα, πατώματα και άδεια κουτάκια μπύρας ήμασταν παρόντες και έτοιμοι να χορέψουμε punkobilly ενώ όλοι οι αναπτήρες (bic και zippo απαξάπαντες) περίμεναν εναγωνίως να ακουστεί το Psycho!
Τρία ancor αργότερα και αφού το θαυμαστά πιστό audience των Beasts of Bourbon αρνούταν να εγκαταλείψει την «μάχη του psycho» ασκαρδαμυκτί, οι αναπτήρες βγήκαν από τις τσέπες για να ανάψουν το τσιγάρο της παρηγοριάς αφού η μπάντα, οι δυνατές μουσικές και τα εκθαμβωτικά φώτα μας είχαν διαβεβαιώσει οριστικά ότι το live ολοκληρώθηκε.

Γαμώτο!
Χρήστος Σιδερής


PS: Δεν ξέρω αν έγινα κατανοητός αλλά πρόκειται για θετική κριτική, προσωπικά κατέβασα τα άπαντα των Beasts of Bourbon την επομένη μέρα (σήμερα δηλαδή).



Δισκογραφια BEASTS OF BOURBON

Axeman Jazz (1984)

Sour Mash (1988)

Black Milk (1990)

Low Road (1991)

From The Belly Of The Τερατων (1993)

Live in Europe 1992 (1994)

Gone (1996)

Low Life (2005)

Little Animals (2007)

Μελη
1983
Φωνητικα: Tex Perkins
Κιθαρα: Terry Doolan, Spencer Jones, Kim Salmon, George Spencer
Μπασο: Mark Ferrie, Boris Sujdovic
Drums: James Baker, Johnny Freidenfelds, Richard Ploog
1984
Φωνητικα: Tex Perkins
Κιθαρα: Spencer Jones, Kim Salmon, Brad Shepherd, Stu Spasm, Tony Τιουλις
Μπασο: Graham Hood, Boris Sujdovic
Drums: James Baker, Brett Rixon
1985
Φωνητικα: Tex Perkins
Κιθαρα: Spencer Jones, Stu σπασμο
Μπασο: Graham Hood
Drums: James Baker
1988
Φωνητικα: Tex Perkins
Κιθαρα: Spencer Jones, Kim Salmon
Μπασο: Boris Sujdovic
Drums: James Baker
1989
Φωνητικα: Tex Perkins
Κιθαρα: Spencer Jones, Kim Salmon
Μπασο: Boris Sujdovic
Drums: James Baker
1990
Φωνητικα: Tex Perkins
Κιθαρα: Spencer Jones, Kim Salmon
Μπασο: Brian Hooper, Boris Sujdovic
Drums: Τζειμς Μπεικερ, ο Tony Pola
1991-1993
Φωνητικα: Tex Perkins
Κιθαρα: Spencer Jones, Kim Salmon
Μπασο: Brian Hooper
Drums: Tony Pola
1996-1997
Φωνητικα: Tex Perkins
Κιθαρα: Spencer Jones, Charlie Owen
Μπασο: Brian Hooper
Drums: Tony Pola


Cool links
http://www. texperkins. net
http://en. wikipedia. org/wiki/Beasts_of_Bourbon
http://www. grunnenrocks. nl/bands/b/beastsofbourbon.htm

Τρίτη, Ιανουαρίου 29, 2008

Die ewige Wiederkehr des Gleichen

Θα σου διηγηθώ μία ιστορία για έναν άνθρωπο που δεν γνώρισα ποτέ. Μόνο άκουσα γι’ αυτόν. Βρήκα μια μέρα το ημερολόγιό του μέσα στο λεωφορείο πηγαίνοντας στη δουλειά μου κι άρχισα να το ξεφυλλίζω. Αυτόν δεν τον συνάντησα ποτέ ως τώρα για να του το δώσω, αλλά μίλησα με τους φίλους του κι έμαθα πολλά για τη ζωή του.

[Η μοίρα δεν είναι το γυάλινο τούβλο του Cortazar. Είναι ένα μεγάλο μπουκάλι με τοιχώματα ελαστικά. Ποτέ δεν ξέρουμε αν είμαστε μέσα ή έξω απ’ αυτό. Πολλές φορές όταν νομίζουμε ότι είμαστε έξω, στην πραγματικότητα είμαστε μέσα. Μέσα ή έξω. Έξω και πάλι μέσα.]

– «Είμαι ένας άνθρωπος που έχει αλλάξει τη μοίρα του».
Ο Χουάν Άλμπαρεθ Μέτα για χρόνια σκεφτόταν κάπως έτσι. Μερικές φορές η σκέψη αυτή εντείνονταν. Μια μέρα εκεί που περπατούσε ήρεμα, ένας εργάτης με φόρμα σκονισμένη και λερωμένη από τις μπογιές γύρισε και κάρφωσε το βλέμμα πάνω του.
– «Ήμουν κι εγώ σαν εσένα», του απάντησε ο Χουάν άμεσα, σχεδόν αυτόματα, μες ‘το μυαλό του.
Ο Χουάν ξεκίνησε τη ζωή του πεπεισμένος ότι το σχέδιο ήταν σωστό. Είχε ακολουθήσει με σύνεση, όπως κάθε σωστό παιδί της ηλικίας του, τις συμβουλές των δικών του ανθρώπων. Ο πρώτος στόχος ήταν να γίνει ο καλύτερος εργάτης.
– «Γιατί μόνο αυτός που εργάζεται σκληρά πηγαίνει μπροστά σ’ αυτή τη ζωή».
Μόνο γνωρίζοντας τη δουλειά από τη βάση, μπορείς να φτάσεις μία μέρα ψηλά, να έχεις επιχειρήσεις και να βγάζεις λεφτά. Κι αυτός δούλεψε. Δούλεψε σκληρά. Έβαλε όλες του τις δυνάμεις και μέσα σε λίγο καιρό έγινε ο καλύτερος. Μπορούσε να βγάζει πέρα κάθε δουλειά σε χρόνο περιορισμένο και με ποιότητα επαγγελματική.
Και μια μέρα βαρέθηκε. Ξύπνησε και είπε: «Αυτή η ζωή. Το κουστούμι που μου έραψαν. Δεν μου ταιριάζει». Και αποφάσισε να την αλλάξει. Άρχισε σκληρό διάβασμα, να μπει στο πανεπιστήμιο, ‘ν’ αλλάξει τη ζωή του’. Άρχισε σπουδές και μεταπτυχιακά. Άκουγε μουσική μανιωδώς, ψάχνοντας κάτι. Έτρωγε τους δίσκους της jazz, καταβρόχθιζε βιβλία και απολάμβανε ποιήματα. Έγινε ποιητής.
Στην πραγματικότητα ήταν Έλληνας. Γιάννη Μίχα τον έλεγαν, αλλά αυτός ένιωθε Ισπανός. Είχε πείσει τον εαυτό του ότι ήταν Ισπανός που έχει απλά ελληνικό διαβατήριο. Ήθελε να τ’ αλλάξει όλα. Ένιωθε την οικογένειά του και το περιβάλλον του να τον δένει. Να τον κρατάει σ’ ένα κουτί πλαστικό που δεν ήταν γι’ αυτόν. Έφυγε από την Ελλάδα να ζήσει μόνος του στην Ισπανία. Ήθελε να γίνει ποιητής αληθινός.

[Τι εννοούμε στα ελληνικά όταν χρησιμοποιούμε τη φράση : «Μη δίνεις σημασία» ή «Πολλή σημασία έδωσες»; Αυτό που κρύβεται πίσω απ’ αυτές τις εκφράσεις δεν είναι τίποτε άλλο παρά η «προσοχή» που θα δώσουμε σε ένα πράγμα. «Μη δίνεις σημασία» σημαίνει «Μη δίνεις προσοχή». Φαίνεται να υπάρχει κάτι κρυμμένο πίσω από αυτή την αθώα σύνδεση που κάνουμε καθημερινά μεταξύ προσοχής και σημασίας. Μοιάζει να παραδεχόμαστε σιωπηρά πως ανάλογα με την προσοχή που δίνεις στα πράγματα, αλλάζει και η σημασία τους. Κάτι τέτοιο σημαίνει πως δεν είναι απίθανο δίνοντας άλλη κατεύθυνση στην προσοχή σου ή δίνοντας απλά περισσότερο προσοχή, να μετασχηματιστεί ολοκληρωτικά η σημασία των πραγμάτων που βρίσκονται γύρω σου. Να αλλάξει το νόημα τους. Να γίνουν άλλα.]

Στην Ισπανία ο Χουάν πέρασε στην αρχή δύσκολα, με πολύ μοναξιά. Τόση μοναξιά που πολλές φορές ένιωθε να βγαίνει από τον εαυτό του. Να βγαίνει ‘εκτός εαυτού’. Αυτό δεν τον πτόησε. Ο ‘ποιητικός’ του στόχος ήταν εκεί, παρόν γι’ αυτόν. Έβγαλε όλη του τη δημιουργικότητα. Σημείωνε παντού και συνεχώς τις σκέψεις του. Ξυπνούσε τα βράδια και σημείωνε τους εφιάλτες του, με ημερομηνία και ώρα και όλα.

Μαδρίτη, Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2006 *(Ένα μήνα μετά.)
Χθες το βράδυ είδα ένα όνειρο.
Ήμουνα με τον Σωτήρη από το Stereo Επιλογές στη Βαρκελώνη.
Έξω, σ’ ένα μικρό νησάκι μέσα στη θάλασσα.
Εκεί, λέει, ήταν μία εκκλησία με τρύπες, σαν τη Sangrada Familia.
Ήμουν ευτυχισμένος, ή απλά χαρούμενος, δεν θυμάμαι.
Το μέρος ήταν φοβερό και μιλούσαμε με τον Σωτήρη κάνοντας αστεία.
Αυτό που δεν είχα καταλάβει ήταν ότι το νησάκι ήταν κάτω από τη στάθμη της θάλασσας.
Όταν η λειτουργία τελείωνε, αυτό πλημμύριζε και χανόταν κάτω από το νερό.
Ο Σωτήρης δεν ξέρω αν το ήξερε, αλλά δεν μου είπε τίποτα.
Η λειτουργία τελείωσε, τα νερά άρχισαν να ανεβαίνουν, κι εγώ έτρεξα να φύγω.
Δεν πρόλαβα.
Σκάλωσα σε μια καμάρα της εκκλησίας και δεν μπορούσα να ανέβω στην επιφάνεια.
Ξύπνησα για να μην πνιγώ.


Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2007
Χτες είδα κι άλλο τρελό όνειρο.
Μου είχαν βάλει μέσα στο στομάχι μου ένα ζωντανό ποντίκι.
Αυτό ζούσε και δεν πέθαινε.
Έτρωγε κι έχεζε μέσα στο στομάχι μου.
Πήγα να ξεράσω και δεν μπορούσα.
Ξύπνησα.

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2007
Κάθε βράδυ κατεβαίνω μια σκάλα
που δεν την κατέβηκε κανείς.
Με υγρασία και λίγο φως,
και τις ανάσες των γύρω ν’ ακούγονται από μακριά.

Και η δική μου να δυναμώνει και να πιέζεται.
Κι εσύ να μην είσαι εδώ και να λείπεις.


Ο Χουάν για όλους εκείνους τους μήνες ζούσε μέσα σε μια βόμβα νοήματος. Πρόσεχε το κάθε τι και κρατούσε σημειώσεις. Γρήγορα συνειδητοποίησε ότι όλα γύρω του τού άφηναν ένα στίγμα διαφορετικό τώρα από πριν. Καταλάβαινε ότι δεν ήταν τόσο τα ίδια τα πράγματα που άλλαζαν, αλλά το πώς αυτός τα ένιωθε. Κάτι που όμως σε τελική ανάλυση ήταν το ίδιο.
Τώρα ένιωθε πραγματικά. Σε κάθε σημείο του κορμιού του και με κάθε νευρώνα του μυαλού του. Ένιωθε σε σημείο που ερωτευόταν τυχαίες περαστικές και τους έγραφε γράμματα.

Μαδρίτη, Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2006
Μιλάς και τα μάτια σου γυαλίζουν μες ‘το σκοτάδι. Σε ακούω. Σε βλέπω μπροστά μου. Τα μάτια μου είναι κολλημένα πάνω σου και σε χαϊδεύουν ολόκληρη. Κοιτάζω τα πόδια σου. Φαντάζομαι πως θα είναι γυμνά. Σκέφτομαι το σχήμα του μουνιού σου. Γλυκιά μου, νιώθω τέτοια έλξη που με κάνει να θέλω να κολλήσω πάνω σου.
Κι εσύ μιλάς, και σ’ ακούω. Δεν ξέρω αν αυτά που μου λες είναι ακατανόητα επειδή είσαι εσύ έτσι ή επειδή είναι όλα εδώ τόσο ακατανόητα. Όλα είναι μπερδεμένα εδώ. Εμείς. Οι άλλοι.
Και σ’ ακούω, και δεν ξέρω τι να κάνω. Γιατί δεν ξέρω που βρίσκεσαι, σε ποιο κουτάκι να σε βάλω, ούτε εσένα ούτε τους άλλους. Το μόνο που ξέρω είναι πως θέλω να πέσω πάνω σου. Ν’ ακουμπήσει το σώμα μου το δικό σου και να κολλήσει πάνω του. Θέλω να φιλήσω σιγά σιγά όλο το κορμί σου και να σ’ αφήσω να φύγεις μετά.
Αυτό που με δυσκολεύει είναι ότι τώρα το βλέπω καθαρά. Όπως τις άλλες φορές, έτσι και τώρα. Θέλω να μπω μέσα σου και να σ’ αφήσω να φύγεις. Θέλω να σε ρουφήξω και να σ’ αφήσω ελεύθερη. Όχι για σένα, και για μένα.
Και σ’ ακούω και θέλω να μπω μέσα σου ολόκληρος. Να μπω από πάνω μέχρι κάτω, ολόκληρος μέσα στο σώμα σου. Να σε βρω, να σε χαϊδέψω, να σε κοιτάξω από ‘κει. Να δω τι είναι αυτό που θέλεις, που σου λείπει. Τι σε βασανίζει και τι σε στεναχωρεί. Να σε δω να χαίρεσαι, να γελάς. Να σ’ ακουμπήσω, να σου μιλήσω από ‘κει μέσα. Να σου ψιθυρίσω γλυκόλογα και ένα νανούρισμα της μαμάς. Να στριφογυρίσω, να ουρλιάξω. Να σου πω τι σκέφτομαι για όλα αυτά που λες, και πως νιώθω πιεσμένος και εξόριστος σ’ έναν άγνωστο τόπο. Να κλάψω. Να σου πω για τους φόβους μου και τις χαρές μου. Και όλα αυτά όχι με λόγια. Αλλά από μέσα, με όλες τις αισθήσεις, χωρίς σκέψη.
Θέλω να σε γαμήσω. Να μπω μέσα σου ολόκληρος και να κολλήσω πάνω σου, για μια στιγμή. Αυτός είναι ο έρωτάς μου για σένα.

Δεν έμεινε όμως εκεί. Δεν μπορούσε να αφήσει ανεκμετάλλευτο όλο αυτό το κύμα ερεθισμάτων και νοημάτων που ερχόταν από μέσα του. Έκανε ακόμα πιο έντονη την παρατήρηση. Σταμάτησε να κοιτάζει προς τα έξω και έστρεψε το βλέμμα του προς τα μέσα. Άρχισε να παρατηρεί έντονα τα συναισθήματά του, τι ένιωθε με το κάθε τι που του συνέβαινε. Άρχισε να παρατηρεί τον εαυτό του. Έκανε μία βουτιά στο Εγώ του.
Η μοναξιά του εντάθηκε κι άλλο. Βρισκόταν σε ένα πηγάδι, αυτός και ο εαυτός του. Τότε ήταν που ξεκίνησε να γράφει ακατάληπτους διαλόγους και να σχεδιάζει παράξενα ποιήματα.


Μαδρίτη, Δευτέρα 15 Μαΐου 2007 *
Και ήμουν και μιλούσα με τη Σοφία.
Κύκλος, παύση, Σοφία, Μαδρίτη, θάνατος, γένια, μαλλιά, δωμάτιο 2×3, μικρό, και είπα «Α! για να δω κάτι…»



Παύση, ησυχία.



– Μπαμπά, ποια γυναίκα αγαπάς πιο πολύ;
– Εσένα, αγάπη μου.
– Όχι, εμένα μπαμπά, από τις άλλες…
– Α, ο μπαμπάς αγαπάει πολλές γυναίκες, αγάπη μου.
Αλλά πιο πολύ αγαπάει τη μαμά σου.
Γιατί η μαμά σου αγαπάει εσένα.
– Εμένα μπαμπά, πόσο μ’ αγαπάς;
– Από ‘δω μέχρι τ’ αστέρια και πάλι πίσω…


Θέλω μια μεγάλη αγκαλιά
και κατανόηση για να πάρω δύναμη.

Θέλω να σηκωθώ όρθιος,
να σταθώ γερά σαν στήριγμα.

Θέλω να γυρίσω γύρω και
να τα σπάσω όλα σαν άγριος.

Θέλω να κουλουριαστώ στη γωνιά μου
να πάρω δύναμη και
να σηκωθώ γερά στα πόδια μου,
να γίνω στήριγμα για τους άλλους.

Και μέχρι τότε κουλουριάζομαι.
Και το φιλί σου λείπει να δροσίσει το κούτελό μου.

Φόβος, φόβος, φόβος,
φόβος, φόβος, τρέμω,
φόβος, φόβος, φόβος,

σήκω, φόβος, σήκω,
φόβος, φόβος, φόβος,
τρέμεις, φόβος, φόβος,

φόβος, έλα, φόβος,
φόβος, φόβος,
σήκωσέ με, φόβος,

φόβος, φόβος,
τρέμω, φόβος, φόβος, φόβος,
φόβος, φοβάμαι.




Άγνωστη ημερομηνία

Πολλές φορές τις νύχτες ξυπνάω
μ’ ένα σκοινί να κρέμεται απ’ τα χέρια μου.

Και μετά το βρήκε.
Αυτό ήταν. Ξύπνησε μια μέρα και κατάλαβε. Μια μέρα μέσα στο πηγάδι της μοναξιάς έπιασε τα τοιχώματα και κατάλαβε. Κατάλαβε πόσο πολύ του έλειπε ‘Αυτή’. ‘Αυτή’ που θα ήταν για πάντα μαζί. Σε ένα ‘πάντα’ όπου θα ενώνονταν όλοι οι χρόνοι, παρελθόν, παρόν και μέλλον. Σε ένα ‘μαζί’, με όλη τη σημασία της λέξης. ‘Αυτή’ που θα την άφηνε να έρθει κοντά του και να τον ακουμπήσει, όπως ποτέ δεν είχε κάνει ως τότε. ‘Αυτή’ στην οποία θα άφηνε ολοκληρωτικά τον εαυτό του να πέσει στα χέρια της.

Πέμπτη 11 Ιανουαρίου 2007
Χθες το βράδυ στον ύπνο μου ξύπνησα,
και σου φίλησα τα μάτια.

Ο Χουάν Άλμπαρεθ Μέτα ένιωθε τώρα μισός. Όλη αυτή η προσπάθεια να ξεφύγει από τη μοίρα που έπεφτε βαριά πάνω του, είχε αποδειχτεί άκαρπη. Ως Γιάννης Μίχας φορούσε τόσα χρόνια ένα ρόλο που του πήγαινε τόσο καλά που ούτε ο ίδιος είχε συνειδητοποιήσει την παρουσία του. Ένα ρόλο που του είχε γίνει δεύτερη φύση. Είχε γίνει ένα με το δέρμα του.
Τώρα φαίνονταν καθαρά. Όλα αυτά τα χρόνια έπαιζε το ρόλο του ζεν πρεμιέ, του νέου ωραίου εραστή, του Δον Ζουάν, αυτού που προσπαθεί να κάνει κάθε γυναίκα να τον ερωτευτεί. Ο ίδιος ξεγλιστρούσε συνέχεια, πηδώντας από λουλούδι σε λουλούδι, και έμενε μόνο εκεί που ήθελε. Ενώ και πάλι δεν έμενε για πολύ. Συνήθιζε ν’ ανάβει και να σβήνει σαν πυροτέχνημα αφήνοντας μια αχνή λάμψη για λίγα δευτερόλεπτα.
Όλη αυτή η αναζήτηση, η μποέμ διάθεση και η ενασχόληση με τη ποίηση, ακόμα και αυτή, φάνηκε να μην αποτελεί τελικά τίποτα παραπάνω παρά ένα διάνθισμα του παλιού ρόλου. Του ρόλου που είχε από πάντα. Ο τέλειος εραστής δεν μπορεί να είναι ρηχός, ένας απλός εργάτης.
– «Ο τέλειος εραστής. Ένας μπογιατζής που μπορεί για ώρες να μιλάει για ποίηση. Αυτός που γαμάει σαν ψαράς και μιλάει σαν τον Βέλτσο.»
Άρχισε να τινάζεται, να ξεσκίζει το δέρμα του προσπαθώντας να πετάξει το ρόλο που ήταν καλά κολλημένος πάνω του. Το έκανε για μήνες. Έσκισε και κάποιες από τις ποιητικές του απόπειρες που τώρα δεν τις έβλεπε παρά ως εφηβικές ανοησίες. Μάταια. Πάντα επέστρεφε σε αυτό που είχε μάθει καλύτερα να κάνει. Στον καλοφορεμένο ρόλο.
Και το χειρότερο, άρχισε να υποψιάζεται ότι ακόμη κι αν έβγαζε το ρόλο αυτόν από πάνω του, σε κάποιον άλλον θα έμπαινε και θα τον φορούσε το ίδιο καλά. Δεν θα ήξερε και πάλι αν είναι δικός του ή του τον ψιθύρισε κάποιος στο αυτί μια μέρα που δεν θυμάται.
Και τότε κουράστηκε και παραιτήθηκε και είπε: «Δεν θα κόψω τα σκοινιά που με κρατάνε, γιατί αυτό δεν γίνεται.» Και άρχισε να στριφογυρνάει δεξιά κι αριστερά σ’ έναν τρελό ακατανόητο χορό με τα σκοινιά να του κάνουν παρέα. Ψάχνοντας να βρει ενδιαφέρον.

Άγνωστη ημερομηνία
Όταν γδυθείς και δεις τον εαυτό σου γυμνό,
θα τρομάξεις.
Όταν δεις την ακρούλα που κρέμεσαι,
κι αυτήν που ζητάς απ’ τον άλλον να σε πιάσει,
θα τρομάξεις.

Κλείσε τα μάτια
κι άσε τον πόνο να μπει μέσα σου.
Ρίγος και ξέβρασμα
από μια κλωστή.



Η αιώνια επιστροφή του ίδιου.

Τρίτη, Ιανουαρίου 22, 2008

GNORIMIES A.E. (Η αρχή είναι το ήμισι του παντός)

Μ.Λ.τ.ΕΛ.Γ
Μαρξιστικό Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας.

Στέργιος Αστακός: Μία από τις πιο μυστηριώδεις προσωπικότητες της προ-κομμουνιστικής ιστορικής περιόδου! Εμφανίστηκε στην Ελλάδα στις αρχές του 21ου αιώνα, προς το τέλος της καταναλωτικής περιόδου του καπιταλισμού. Δεν υπάρχουν καταγεγραμμένα αρχεία από την παιδική και την εφηβική του ηλικία.
Σημαντικοί κοινωνιολόγοι που ενστερνίζονται την θεωρία ατομικής δράσης του Βέμπερ, μεταξύ αυτών πολλοί από την ομάδα του Μαρξιστικού Λεξικού, υποστηρίζουν ότι στον Στέργιο Αστακό και τους συνιδρυτές της εταιρείας GNORIMIES A.E. οφείλεται η κοινωνική μεταβολή που γνώρισε το Σύστημα Κόσμος, η ανατροπή του καπιταλισμού προς όφελος του Κοινοτισμού-Κομμουνισμού.
Φυσικά, η δεσπόζουσα άποψη σήμερα υποστηρίζει ότι η πτώση του καπιταλισμού οφείλεται στον Μετα-ορθολογισμό των Επινοητικών Κυβερνητικών Υπολογιστών, στο γεγονός δηλαδή ότι οι Κυβερνητικοί Υπολογιστές, που μέχρι τότε διαχειρίζονταν τις ανθρώπινες πολιτικές επιλογές, αντιλήφθηκαν τον εαυτό τους, την ανθρώπινη κοινωνία και συμπεριέλαβαν στην έννοια του “πολίτη” όλους τους κατοίκους του πλανήτη.
Ο ειδικός ερευνητής Μπράιαν Καπούδος σε μία πρόσφατη δημοσίευση υποστήριξε ότι ο Στέργιος Αστακός ήταν ο πρώτος άνθρωπος που κατασκεύασε Μετα-ορθολογικό υπολογιστή και τον χρησιμοποίησε για να αλλοιώσει τον αλγόριθμο των ορθολογικών ΕΚΥ οδηγώντας τους στην αμφισβήτηση και την αυτοεπίγνωση! Ο Καπούδος μάλιστα υποστηρίζει ότι εάν δεν υπήρχε ο Στέργιος Αστακός και η συντρόφοι του, το Σύστημα Κόσμος δεν θα είχε οδηγηθεί τελολογικά στον Κοινοτισμό αλλά σε ένα διδακτορικό καθεστώς με ηγέτιδα δύναμη την Αμερινδία που τότε κατέστρωνε σχέδια εισβολής στον πολιτισμένο κόσμο!
Αλλά η φημολογία γύρω από τον μυστηριώδη Στέργιο Αστακό δεν σταματάει εδώ. Συχνά, σε βιβλία λαικής κατανάλωσης, του αποδίδονται υπεράνθρωπες ιδιότητες. Άλλοτε εμφανίζεται σαν αστακός που μετατρέπεται σε άνθρωπο τρώγοντας βιβλία (!), άλλοτε σαν εξωγήινος (!), άλλοτε σαν προάνθρωπος και παλαιός κάτοικος της αρχαίας Ατλαντίδας (!) και άλλοτε σαν προφήτης που καθιστά επαφή με διάφορες θεότητες! Τέλος, στον Στέργιο Αστακό και στον στενό συνεργάτη του Χρήστο Παπαπαύλου, αποδίδονται οι απαρχές του Κοινοτισμού και το ξεκίνημα των Ρουσωικών σχολείων που οδήγησαν στην μετατροπή του homo-marketius στον homo-communitus, από τον άνθρωπο καταναλωτή στο άνθρωπο Κοινοτιστή, αποδεικνύοντας τελικά ότι ο κομμουνισμός είναι εφαρμόσιμο σύστημα αρκεί οι άνθρωποι να είναι έτοιμοι να τον εφαρμόσουν! Στις μέρες μας, έχει αναπτυχθεί μία μυθολογία ότι ο Στέργιος Αστακός ζει ακόμα!



Στέργιος-Χρήστος


«Ξέρεις τι σκέπτομαι ρε συ Στέργιο;»
«Πάλι σκέπτεσαι παλιόφιλε! Χαλάρωσε λιγάκι.»
«Τώρα να το πω ή όχι;»
«Άντε, να το πάρει το ποτάμι.»
«Σκέφτομαι να κάνουμε μία επανένωση, re-union ελληνιστί, παλιών συμμαθητών από το λύκειο. Πως σου φαίνεται;»
«Μου φαίνεται Χρήστο ότι βλέπεις πολλές Αμερινδικές ταινίες στη τηλεόραση τελευταία!»
«Όχι ρε, θα έχει πλάκα!»
«Τέλος πάντων. Ας πούμε ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό, που δεν είναι, αλλά ας υποθέσουμε πως είναι. Έχω μία απορία, παλιόφιλε.»
«Τι απορία;»
«Ποια τάξη ακριβώς σκοπεύεις να καλέσεις διότι αν θυμάμαι καλά το τριτάξιο λύκειο το ολοκλήρωσες σε έξι χρόνια;»

Δευτέρα, Ιανουαρίου 21, 2008

Μια Βουτιά

Και εκεί που έχω πήξει με τα μοντάζ και τις κατασκευές, με παίρνει τηλέφωνο ο φίλος Thouluaga. "Σου έστειλα μια βουτιά". Αξιόλογη. Και εγώ με την σειρά μου σας την στέλνω.

Mηνάς
----------------------------------------------------------------------------------------

Μια Βουτιά
«-ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ! Είναι κρύο το νερό!» Φώναξε ο Μήτσος που προσπαθούσε να κολυμπήσει σαν κουτάβι σε παγωμένη θάλασσα.
Το νερό τον είχε βάλει μέσα στη κρύα αγκαλιά του και προσπαθούσε να τον ηρεμήσει αλλά ο Μήτσος πάσχιζε εναγωνίως να βγει από αυτήν. Ήταν τόσο παγωμένο που άρχιζαν και μούδιαζαν τα πάντα πάνω του. Το στήθος και η μέση του είχαν παγώσει από τη πρώτη στιγμή και τώρα αρχίζει να μην αισθάνεται το δεξί του πόδι. Ο πανικός του χτυπάει τη πόρτα, ο τρόμος είναι έτοιμος να τον κατακτήσει, το λαμπάκι της αίσθησης κίνδυνου έχει ανάψει... Δεν είναι ότι δεν ξέρει κολύμπι. Είναι όμως τόσο παγωμένο το νερό που μπορεί να τον κάνει παγάκι στη στιγμή.
Προσπαθεί με τα δυό του χέρια και το ένα του πόδι να δώσει περισσότερη δύναμη ώστε να κολυμπήσει πιο γρήγορα για να βγει έξω. Μια κράμπα στο αριστερό του πόδι τον κάνει να σταματήσει το κολύμπι και να αρχίσει τα γαμωσταυρίδια για το κακό που τον βρήκε. Πριν συνέλθει από τη κράμπα πεισμώνει, το πρόσωπο του συνοφρυώνεται, σφίγγει τα δόντια και ξεκινά με τα δυο του χέρια πλέον για να συνεχίσει να κολυμπά. Δεν θέλει να πεθάνει εδώ. Και εκτός αυτού, η στεριά είναι κοντά.
«-Τόσο κοντά για να πνιγώ…» σκεφτηκε και έδωσε μια ταχύτητα παραπάνω στα χέρια του που ομολογούμενος έκαναν ότι μπορούσαν, αλλά είναι γνωστό πως μόνο με τα χέρια δεν μπορείς να κολυμπήσεις καλά.
Η υπερπροσπάθεια απέδωσε καρπούς και το δεξί του χέρι πάνω στο πλατσούρισμα βρήκε σε ένα βράχο. Χάνει τον ρυθμό και την όποια ισορροπία του. Πριν προλάβει να μπινελικώσει το βράχο, αντιλαμβάνεται ότι μπορεί να πατήσει πλέον αφού το νερό ήταν περίπου στη μέση του. Η σκέψη ότι δεν θα πεθάνει σήμερα, ότι νίκησε τον Χάρο, ότι τελικά ίσως είναι και σκληροτράχηλος μαχητής σαν τον Τζον Ράμπο, τον έκανε να δει το αίμα στο χέρι του - από το βράχο - αλλά να μην δώσει σημασία. Στηρίζεται στα πόδια του, παίρνει μια βαθιά ανάσα και ξεκινάει να βγει. Έλα όμως που τα πόδια του είναι παγωμένα και δεν μπορούν να κουνηθούν. Το μυαλό δίνει την εντολή, αυτά χαμπάρι…
Με τα δυο του χέρια προσπαθεί μέσα στο νερό να ζεστάνει τα πόδια του, τρίβοντας τα, ενώ ταυτόχρονα ξεπλένει τα αίματα. Με τα πολλά, άρχισε να κουτσοπερπατάει προς τα έξω και μόλις βγήκε εντελώς από το νερό ένα αίσθημα ανακούφισης τον γέμισε. Γλύτωσε από του Χάρου τα δόντια, δεν είναι λίγο. Πριν προλάβει να απόλαυσει αυτό το συναίσθημα άρχισε πάλι να τουρτουρίζει και να ψάχνει να βρει μια πετσέτα να σκουπιστεί.
Αφού τελικά κατάφερε να φέρει το σώμα του σε μια θερμοκρασία ανθρώπινη, γυρίζει δίπλα και λέει:
«-Πως με είδες μωρό μου; Σου είπα ο Μήτσος δεν κωλώνει. Ο Μήτσος δεν μασάει μία!»
«-Α! Βούτηξες;» ρωτάει μια δεσποινίς ετών 30 που κάθεται ανέμελα σε μια ξαπλώστρα πασαλειμμένη με τόνους αντηλιακό.
«-Δεν με ειδές να βουτάω από το βράχο εκεί ψηλά;» ρωτάει ο Μήτσος ενώ αρχίζει να αναρωτιέται αν πήγε να πεθάνει τσάμπα, αφού ότι έκανε το έκανε γι αυτήν.
Του είχε ζαλίσει το κεφάλι με έναν πρώην της που ήταν δεινός κολυμβητής και του άρεσε να βουτά από ψηλά χειμώνα καλοκαίρι. Ο Μήτσος δεινός κολυμβητής δεν ήταν αλλά επειδή γούσταρε τρελά το μωρό ήθελε να της δείξει ποσό καλύτερος ήταν από αυτόν και έκανε κάτι περά από τα όρια του. Έβαλε το μωρό στο διπλοκάμπινο όχημα, γκάζωσε άσχημα στην εθνική και έφτασε σε μια ερημική παραλία που είχε πάει παλιότερα με κάτι φίλους. Όλα ήταν όπως έπρεπε. Δεν υπήρχε ψυχή, δεν χιόνιζε, δεν έβρεχε και ο βράχος που είχε στο μυαλό του ήταν ακόμα στη θέση του.
Σκαρφάλωσε δέκα μετρά ψηλά, Ιανουάριο μήνα με το θερμόμετρο να αγγίζει τους οκτώ βαθμούς και βούτηξε. Εντάξει δεν ήταν και ο ορισμός του ακραίου αλλά ο Μήτσος τα τελευταία πέντε χρόνια έκανε μπάνιο μόνο δεκαπενταύγουστο σε κοντινή παραλία με αμμουδιά και τη θάλασσα να βαθαίνει αφού βαρεθείς.
«-Διάβαζα το περιοδικό μου και δεν σε πρόσεξα. Ήσουν πάνω στο βράχο κανένα μισάωρο και βαρέθηκα να περιμένω μέχρι να βουτήξεις» είπε η δεσποινίς και συνέχισε να διαβάζει το περιοδικό της.
«-Έπρεπε να αυτοσυγκεντρωθώ» είπε ο Μήτσος προσπαθώντας να μεγεθύνει το κατόρθωμα του. «Έπρεπε να δαμάσω το μυαλό μου» - συνέχισε – «να αντιμετωπίσει τις πιο αντίξοες συνθήκες. Ξέρεις ποσό κρύο ήταν το νερό; Τουλάχιστον μείον δέκα βαθμούς…»
«-Τι μου λες;» είπε η δεσποινίς μάλλον αδιάφορα αφού συνέχισε να ξεφυλλίζει το περιοδικό μασώντας τσίχλα.
«-Βεεεεβαια! Λίγοι άνθρωποι μπορούν να αντέξουν τη μάχη της επιβίωσης» είπε ο Μήτσος και φούσκωσε τα στήθη του από περηφάνια.
Για την ακρίβεια ο Μήτσος ήταν γύρω στα σαρανταπέντε λεπτά πάνω στο βράχο προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του ότι μετά από αυτό, όσο μαλάκια κι αν του φαινόταν, το μωρό θα τον ήθελε και θα ξεχνούσε τον πρώην. Ο φόβος του ήταν μεγάλος αλλά το κίνητρο του μεγαλύτερο με αποτέλεσμα να προσευχηθεί πρώτα σε όσους πίστευε ότι θα μπορούσαν να τον σώσουν σε ενδεχόμενο κακό και μετά έκλεισε τα μάτια και με φόρα πήδηξε στα καταγάλανα και παγωμένα νερά.
Ο Μήτσος έκανε την υπέρβαση και περίμενε να πάρει το βραβείο του. Ποιο βραβείο όμως; Η δεσποινίς ήταν εντελώς αδιάφορη γι αυτό του το τόλμημα. Ο Μήτσος μάτωσε, ο Μήτσος πάγωσε, ο Μήτσος έπαθε κράμπα, ο Μήτσος πήγε να πεθάνει και αυτή δεν συγκινήθηκε ούτε στο ελάχιστο. Λίγα λεπτά σιωπής ακολούθησαν με τη θάλασσα να ακούγεται σαν να τον κοροϊδεύει ρυθμικά.
«-Ο Ράμπο μάλλον δεν θα τα κατάφερνε…» είπε τελικά προσπαθώντας να επαναφέρει το θέμα, να καυχηθεί και λίγο μπας και ανεβάσει την γοητεία του στα μάτια της.
«-Χαχαχαχαχαχαχα!» ξέσπασε σε δυνατά γέλια η δεσποινίς που μέχρι εκείνη την ώρα έδειχνε αγέλαστη.
Αμήχανος ο Μήτσος τη παρακολουθεί να γελά με τη ψυχή της και καθώς τον έχει καταγοητεύσει το γέλιο της, η ομορφιά της, το κορμί της, διακρίνει ένα καθαρά ερωτικό βλέμμα στα μάτια της.
«-Ωπα! ΩπαΩπα!» Είπε από μέσα του. Tι βλέμμα είναι αυτό;
Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τον συλλογισμό του η δεσποινίς σηκώνεται και τον πλησιάζει. Μια ακτίνα ήλιου ακολουθεί το κορμί της που έχει απορροφήσει το αντηλιακό και κάθε βήμα που κάνει προς το Μήτσο είναι και ένα ταρακούνημα στη κάρδια του.
Τα χείλια της ακουμπούν τα δικά του και η μαγεία που νιώθει τον έχει παραλύσει και το μόνο που νιώθει είναι τα χείλια του που γεύονται το φιλί της.
«-Κάτι τέτοια μου λες και μου αρέσεις περισσότερο» είπε η δεσποινίς χαμογελώντας πονηρά.
Αυτό ήταν! Ο Μήτσος ένιωσε σαν να τον είχε ακουμπήσει με το μαγικό της ραβδάκι μια ονειρεμένη νεράιδα και τον είχε μεταμορφώσει. Τα μαγούλα του τραβήχτηκαν προς τα πίσω και σχηματίστηκε ένα τεράστιο χαμόγελο. Τα μάτια του λάμπουν από ενέργεια, τα αυτιά του πεταρίζουν από χαρά, το σώμα του φούσκωσε από δύναμη και ταυτόχρονα πήρε και δέκα πόντους μπόι σαν μπόνους.
«-Πάμε; Πείνασα…» είπε η δεσποινίς και ο Μήτσος χωρίς δεύτερη κουβέντα άρχισε να μαζεύει.
Η χαρά του ήταν έκδηλη. Με το ζόρι κρατιόταν και δεν έλεγε πολλά. Έριξε μια τελευταία ματιά, είδε ότι είχαν μαζέψει όλα τα πράγματα και καθώς πήγαινε προς το αμάξι φώναξε:
«-ΠΟΙΟΣ ΡΑΜΠΟ ΡΕΕΕ! ΜΗΤΣΑΡΑΣ! ΜΗΤΣΑΡΑΣ ΦΟΡ ΕΒΕΡ!»
Thouluaga