Σάββατο, Νοεμβρίου 17, 2007

Λέων

Τον γνώρισα στις 22 Αυγούστο του 2006. Ηταν γεμάτος αίματα. Τον κρατούσαν σφιχτά απο τη μέση και τον σήκωναν ψηλά στον αέρα. Αυτός φώναζε και έκλαιγε απαρηγόρητα. Φαινόταν ότι πονούσε και υπέφερε πολύ. Με μεγάλη δυσκολία μπορούσε να αναπνεύσει. Δεν μπόρεσα να τον βοηθησω. Τον μετέφεραν αιμόφυρτο σε άλλο δωμάτιο. Τον έχασα. Εκανα πολύ να τον ξαναδώ. Τον εβαλαν σε ένα μεγάλο δωμάτιο και τον έδεσαν σε ένα γυάλινο πάγκο. Δεν ήταν πια μόνος του. Υπήρχαν δεμένοι δεκάδες ομοιοί του. Τους είχαν τρυπίσει το κεφάλι. Από μια μικρή οπή διοχέτευαν με τη βοήθεια μιας σωλήνας ένα κόκκινο υγρό. Οι κινήσεις τους ήταν υποτυπώδεις, φώναζαν σπαραχτικά. Κάποιος με γάντια ερχόταν αμέσως και τους έβαζε κάτι στο στόμα με το ζόρι. Ηρεμούσαν. Όλοι ήταν ίδιοι εκεί μέσα. Ολοι ξάπλωμένοι στους γυάλινους πάγκους σχεδόν ακίνητοι, ανέμεναν στωικά να υλοποηθεί το προδιαγεγραμμένο μέλλον τους. Η αγωνία της επιβίωσης ήταν ζωγραφισμένη στα σταφιδιασμένα πρόσωπά τους.
Πέρασαν δέκα μήνες απο εκείνη την οδυνηρή πρώτη μας συνάντηση που χαράκτηκε στη μνήμη μου για πάντα. Χάρηκε που με είδε. Mου χαμογέλασε με ένα τεράστιο πηγαίο χαμόγελο. Τα μάτια του έλαμψαν. Ενα εκτυφλωτικό φως με διαπέρασε. Ηταν αυτός. Δεν έμοιαζε πολύ αλλά είμαι συγουρος ήταν αυτός. Η όψη του είχε αλλάξει. Η πληγή του είχε επουλωθεί. Δεν μπορούσε να μηλήσει τη γλώσσα μας. Ισως μόνο δυο ή τρεις λέξεις. Μου μίλησε στη δική του γλώσσα. Μου χαμογέλασε ξανά. Δεν μπόρεσα να καταλάβω τίποτα. Δεν μπορούσε να περπατήσει. Τον μετέφεραν σε ένα καροτσάκι. Εκεί που ζούσε πριν, δεν χρειαζόταν να περπατάει. Το μόνο που είχε καταφέρει ήταν να ισορροπεί όρθιος για λίγα δευτερόλεπτα και μετά να πέφτει. Αν και δεν είχε μετατραπεί ακόμη σε ένα ολοκληρωμένο άνθρωπο είχε το χάρισμα. Καθε γυναίκα που διασταυρωνόταν στο διαβα του τον κοιτούσε και του χαμογελούσε. Αυτός ανταποκρινόταν με ακόμη μεγαλύτερο χαμόγελο. Δεν μπορούσε καν να περπατήσει, δεν μπορούσε να μιλήσει. Ηταν ατελής σε κάθε σωματική και λειτουργική του δραστηριότητα. Μου χαμογέλασε. Αρχισα να σπρώχνω το καροτσάκι του. Κατα διαστήματα γυρνούσε το κεφάλι του και με κοίταγε με τα χαρούμενα, τεράστια μάτια του. Μετά από μια διαδρομή δέκα λεπτών φθάσαμε. Ολα ήταν ήσυχα. Εκείνος καθόταν σχεδόν σιωπηλός στο καροτσάκι του. Μια κοπέλα μας πλησίασε. Δεν τον είχε δεί. Εκείνος γύρισε το κεφάλι του και την κοίταξε στα μάτια με ένα βαθύ, απλό, αθώο, καθαρό βλέμμα που συνοδευόταν απο ένα πλατύ χαμόγελο. Εκείνη ήρθε ευθύς μπροστά του και ξεχνώντας το λόγο που μας είχε πλησιάσει αναφώνησε ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ, ΠΟΣΟ ΣΕ ΑΓΑΠΩ. Τον αγκάλιασε, τον φίλησε. Ήταν ολοκληρωτηκά δοσμένη σε αυτόν. Ήρθε και άλλη κοπέλα Μαγεύτηκε και εκείνη. Άρχισε να του μιλά και εκείνη. Το πρόσωπό της είχε γίνει πολύ γλυκό. Παρατηρούσα αμήχανος. Μια ηλικιωμενη γυναικα προστέθηκε στην συντροφιά μας. Ήταν περίπου εξήντα χρονών και κακοδιατηρημένη. Κατακτήθηκε και εκείνη. Το καθημερινό πλάνο μιας συνηθισμένης σκηνής μετουσιώθηκε σε ένα διονυσιακό χωρό. Σε ένα μικρό σατυρικό όργιο. Οι τρεις κοπέλες σα μαριονέτες στα μαγικά αόρατα χέρια του χόρευαν γύρω του. Σαν να μιλούσαν πιά και οι τέσσερεις τη δική τους ερωτική γλώσσα σαν να συνουσιάζονταν χωρίς να έρχονται σε σαρκική επαφή. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι έλεγαν. Αυτός δεν χαμογελούσε απλά όπως πρίν. Συμετείχε με έναν άλλο τρόπο στο όργιο ,υπερφυσικό και εξωγήινο. Το πρόσωπό του και το καθηλωμένο στο καροτσάκι κορμί του ακτινοβολούσαν μια ασυνήθιστη ενέργεια. Νόμιζα ότι θα εκρηγνυόταν και θα μετατρέποταν σε άπειρα ερωτικά σωματίδια που θα γέμιζαν όλο το σύμπαν. Σε μία στιγμή όλα σταμάτησαν. Ο ερωτισμός χάθηκε. Μια μικρή μόνο ένταση αιωρήθηκε γύρω τους. Ο ερωτισμός εκτονώθηκε. Ήμουν παρόν σε μια εξω-ανθρώπινη ερωτική συνεύρση. Φαινόταν λίγο εκνευρισμένος και κουρασμένος αρχισε να κλαίει. Έπρεπε να τον επιστρέψω σε αυτούς. Τον ξαναείδα δυο μήνες μετά. Θα έκλεινε τους έντεκα μήνες εν ζωή. Εγώ τον βάπτισα. Ηταν ακόμη ένα μωρό που θα μετουσιωνόταν σε ένα ολοκληρωμένο τέλειο άνθρωπο. Θα γινόταν σαν και εμάς, τέλειος.

Σάββατο, Νοεμβρίου 03, 2007

Δύσπνοια / Μεταξοσκώληκας

Δύο υπερρεαλιστικές σφήνες από τον StabArt...


Δύσπνοια

Η πόρτα ήταν βλέφαρο παιδιού,
άνοιξε στην προσπάθειά μου να φύγω.
Κοίταγε παγωμένα σαν στύλος,
Αυγουστιάτικο μεσημέρι Κυριακής
στην κεντρική λεωφόρο.
Μου χαμογέλασε!
"Φεύγεις;"


........................................................................................................................................................


Μεταξοσκώληκας

Aς διωξουμε και τις καμηλοπαρδαλεις
που καταδυναστευουν τις ντουλαπες μας

καθαριζοντας τα συρταρια απο μυρμηγκια
που μεταφερουν ναφθαλινες καθως και καποια λαχανικα,
μικρου συνηθως μεγεθους,

ενω αργοτερα μεταμορφωνονται σε περιπτεραδες
που ξυπνανε νωρις το πρωι
για να παραλαβουν τις εφημεριδες και το γαλα!


........................................................................................................................................................

Ανώδυνη Αλήθεια

Ο Μύθος

Ο μύθος έλεγε πως η πόλη της Σαϊς γεννήθηκε όταν ένας βράχος ξεκόλλησε από το σώμα της σελήνης και επί χιλιάδες χρόνια προσπαθούσε κάπου να ριζώσει.

Τα αστέρια βοηθήσανε την προσπάθεια που έκανε κι αποφασίσανε να ρίξουνε το φως τους σ’ ένα σημείο του άγνωστου τότε κόσμου ευλογώντας όσους θα ζούνε σ’ εκείνη τη μεριά του κόσμου.

Οι άνθρωποι ανταμείφθηκαν για την επιλογή τους και έτσι χιλιάδες χρόνια μετά, η Σαϊς αστραποβολούσε με τέτοιο τρόπο που συχνά έμπαιναν στον πειρασμό πολλοί στο πέρασμα των αιώνων, και με μανία προσπαθούσαν να κλέψουν λίγη από τη δόξα της φωτεινής πόλης μαζί φυσικά με τα πλούτη της.

Σ’ αυτή την πόλη με τους χιλιάδες κατοίκους και γεμάτη από δέντρα περιοχή της, μια νύχτα, με το φεγγάρι ολόγιομο να την αγκαλιάζει, ένας αστέρας έκανε την εμφάνισή του από το νότο.
Το φως του έσχισε το κιτρινωπό χρώμα του ουρανού, περνώντας δίπλα από τη σελήνη και έπεσε σ’ ένα βράχο, πίσω από τα ψηλά βουνά του Ζέστρα, με το χρώμα του αιματίτη.

Η πλειοψηφία των κατοίκων εκείνης της περιοχής, ζώντας μακριά από την πόλη της Σαϊς και τους Κράτσακ και αγνοώντας τον μύθο του απελευθερωτή, δεν δώσανε την απαιτούμενη προσοχή που άξιζε η έλευση του αστέρα, παρά μόνον όταν πολλές μέρες αργότερα, οι λίγοι αυτοεξόριστοι κάτοικοι της Σαϊς που το γενεαλογικό τους δέντρο κρατούσε από τους Παλιούς Κατοίκους της πόλης και γενιές τώρα μεγάλωναν σε κείνη την εύφορη πεδιάδα, φοβισμένοι δεν πλησιάζανε για μέρες κείνο το σημείο πάνω στους λόφους όπου έπεσε ο αστέρας, λέγοντας πως στοιχειά φρουρούσανε τον βράχο και πως όποιος πρώτος δει την λάμψη στο σώμα του αμέσως θα πρέπει να αναζητήσει θέση στον κάτω κόσμο, τον κόσμο των νεκρών.

Ο μύθος έλεγε πως ένας απελευθερωτής θα έρθει από τον ουρανό πάνω στο άλογό του, με τον μανδύα του να ανεμίζει και να τον ακολουθούν πίσω του χιλιάδες αστέρια, με το φως τους να σκορπίζεται στις τέσσερις γωνιές, του σκοτεινού σύμπαντος.

Ο απελευθερωτής θα κατατροπώσει τους αδαείς και ζηλόφθονες κατοίκους της γεμάτης πλούτου Σαϊς, για την αδιαφορία που έδειξαν απέναντι στους θεούς και την εξαθλίωση της ευλογημένης απ’ τους θεούς πόλη, και θα φέρει την γαλήνη και την δικαιοσύνη, μέσα από την καταστροφή και τον θάνατο, ευνοώντας και ανταμείβοντας όλους εκείνους που στο πέρασμα των αιώνων αντιτάχθηκαν στον ξεπεσμό της πόλης και ταυτόχρονα στον μαρασμό των ηθών και των νόμων της.

Έπειτα μια καινούρια πόλη θα ανατείλει πάνω στα ερείπια της κολασμένης Σαϊς, μια πόλη όπου θα υπάρχει ισορροπία στις ψυχές των κατοίκων της, καθαρισμένη και εξαγνισμένη από την βρωμιά και την μιζέρια που κυοφορούσε μέσα της.

Το όνομα της καινούριας πόλης, δεν φανερώνονταν στα λιγοστά Αρχαία Κείμενα που σώθηκαν από τους κατοίκους της Σαϊς, όταν κυρίευσαν και λεηλάτησαν την τότε περήφανη πόλη οι βάρβαροι Κράτσακ.

Η Ιστορία Της Πόλης

Χιλιάδες χρόνια πριν, η Σαϊς ήταν μια ευημερεύουσα πόλη, όπου με το πέρασμα των αιώνων συσσωρεύονταν όλο και περισσότεροι άνθρωποι κι αυτό το χρωστούσε στην δυναστεία των Μάτρακ, όταν αυτοί βασίλευαν με σύνεση και δικαιοσύνη και με γνώμονα το καλό πάντα του λαού τους.

Η έλευση όλων αυτών των ανθρώπων σ΄ αυτή την πόλη, είχε σαν αποτέλεσμα ένα διαρκώς αυξανόμενο πνευματικό επίπεδο, που έκανε την πόλη γνωστή σ΄ όλη την οικουμένη και πολλοί άνθρωποι των τεχνών και της γνώσης, να παρελαύνουν καθημερινά στους μεγάλους της δρόμους.

Όταν προς το τέλος της βασιλείας των Μάτρακ, έκαναν τις πρώτες εμφανίσεις τους οι άγριοι και απολίτιστοι Κράτσακ, κανείς δεν ανησύχησε από τους κατοίκους της Σαϊς, γιατί πολλές φορές και στο παρελθόν, είχαν δεχτεί επιθέσεις, αλλά τα τείχη της Σαϊς και ο στρατός του Βασιλιά Άκρου, είχαν πετσοκόψει τους άγριους και τα κεφάλια τους διακοσμούσαν τον μεγάλο κεντρικό δρόμο που οδηγεί στην πόλη, σε ένδειξη ανωτερότητας και δύναμης, εκ μέρους της πόλης και του βασιλιά της.

Οι επισκέπτες μάθαιναν λοιπόν να σέβονται το μέρος που θα τους φιλοξενήσει, έστω και με αυτήν την άγρια και τρομακτική επίδειξη των κεφαλιών πάνω στα ψηλά κοντάρια και οι ανυπόμονοι ληστές που πλησιάζανε με ύποπτους σκοπούς, να φεύγουν και να αναζητούν άλλες πόλεις, λιγότερο δυνατές και περισσότερο ευάλωτες να κατακτήσουν και να λεηλατήσουν.

Οι Κράτσακ όμως δεν πτοήθηκαν με τα κεφάλια που βλέπανε αραδιασμένα στις άκρες του δρόμου, έξω απ’ τα πανύψηλα τείχη της πανέμορφης Σαϊς και τρεις χειμώνες μετά την εμφάνισή τους, μπήκαν θριαμβευτές στην πόλη, κατορθώνοντας αυτό που δεν κατάφεραν άλλοι άγριοι επιδρομείς στο πέρασμα των αιώνων.

Οι περίφημες στρατιές της πόλης δεν μπόρεσαν να σώσουν τούτη τη φορά την πόλη και αποδεκατίστηκαν η μια μετά την άλλη από τους βάρβαρους Κράτσακ.
Ο ορυμαγδός της τελευταίας μάχης αντηχούσε ακόμη στα αυτιά των καταδιωκομένων υπερασπιστών της πόλης, καθώς πανικόβλητοι προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τα σπαθιά των αγρίων και να σώσουν τα τομάρια τους. Χιλιάδες νεκροί κείτονταν στους δρόμους της πόλης για πολλές μέρες μετά την κατάληψή της από τους βάρβαρους.
Η πολιορκία της πόλης έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα για τους απολίτιστους και παρά το γεγονός πως η πόλη διέθετε πολλά υπόγεια τούνελ ακριβώς για τέτοιες καταστάσεις δεν μπόρεσε να σωθεί.

Ο πανέξυπνος βασιλιάς Μπόρνταν των Κράτσακ προνόησε και πριν επιχειρήσει να πολιορκήσει την πόλη έστειλε τους καλύτερους ραδιούργους του να μάθουν γι αυτά τα τούνελ και τους τρόπους διαφυγής σε περίπτωση πολιορκίας του στρατού των Μάτρακ.
Έτσι έμαθε για όλα τα κρυφά περάσματα και όταν άρχισε η πολιορκία της πόλης έφραξε όλους τους διαδρόμους διαφυγής με αποτέλεσμα να μην υπάρχει έξοδος από την Σαϊς.

Όσες φορές ο στρατός του βασιλιά Άκρου επιχείρησε έξοδο από την πόλη ήταν καταδικασμένες όλες να βαφούν στο αίμα.
Κατά δεκάδες έπεφταν νεκροί οι στρατιώτες από τα βέλη των εχθρών τους.

Μεγάλες πολιορκητικές μηχανές έκαναν την εμφάνισή τους στους λόφους απέναντι από τα τείχη και καθημερινά έσπερναν τον θάνατο στους δρόμους της πόλης.
Οι βάρβαροι κρεμούσαν τα κεφάλια των Μάτρακ σε κοντάρια και καλπάζοντας με τα άλογά τους έξω από τα τείχη επιδείκνυαν μ’ αυτόν τον αναίσχυντο τρόπο την δύναμή τους, καταφέρνοντας να στείλουν το φόβο στις καρδιές των στρατιωτών του Άκρου διακηρύττοντας πως η ώρα που θα πέσει η πόλη δεν είναι μακριά.

Έτσι η πολιορκία έφερε τα αποτελέσματα που ο Μπόρνταν περίμενε καθώς οι αρρώστιες αποδεκάτισαν μεγάλο μέρος του πληθυσμού μαζί και στρατιωτών και οι θάνατοι από ασιτία ήταν καθημερινό φαινόμενο.
Το ηθικό του στρατού καταρρακωμένο σε τέτοιο σημείο που πολλοί από τους στρατιώτες λιποτακτούσαν και πήγαιναν με το μέρος των Κράτσακ.
Το κεφάλι του Άκρου διακοσμούσε τώρα την κεντρική πύλη της Σαϊς, σπέρνοντας τον φόβο στα μάτια και στην ψυχή των λιπόψυχων κατοίκων της.

Η άλλοτε περήφανη πόλη είχε πέσει λοιπόν μ’ αυτόν τον τρόπο στα χέρια των χειρότερων και έτσι η παρακμή δεν άργησε να έρθει, με αποτέλεσμα καθημερινά να εισρέουν τα μεγαλύτερα αποβράσματα και στους δρόμους της να κυριαρχεί η βία και ο θάνατος.
Ο βασιλιάς των Κράτσακ Μπόρνταν μεθοδικά άρχισε να θανατώνει όλους εκείνους που στέκονταν εμπόδιο στα σχέδιά του, τα οποία είχαν να κάνουν με την χειρότερη μορφή εκμετάλλευσης των ανθρώπων.

Κάθε μέρα ξεκινούσε ένα καραβάνι πηγαίνοντας προς τα δυτικά με δεκάδες ανθρώπους οι οποίοι πουλιόνταν στα σκλαβοπάζαρα των Δυτικών Βασιλείων και ο Μπόρνταν καρπωνόταν ένα μεγάλο ποσοστό από τα κέρδη των αγοροπωλησιών.
Άνθρωποι της τέχνης και των γραμμάτων καθημερινά εξαφανίζονταν χωρίς κανέναν λόγο, χωρίς ποτέ να πειράξουν κανέναν.
Γινότανε έρμαιο στις διαθέσεις των απολίτιστων και συχνά πολλοί από αυτούς έπαιρναν το δρόμο του μαρτυρίου προς τη δύση.

Φυσικά δεν έμεινε μόνο εκεί.
Οι φιλοδοξίες του μέρα με την ημέρα πολλαπλασιαζότανε.
Έτσι θέλησε να γίνει ηγεμόνας μιας εξαιρετικά μεγάλης περιοχής που απλωνότανε βόρεια των οροσειρών του Ζέστρα και έφτανε μέχρι την περιοχή των Μεγάλων Λιμνών όπου παράξενα Πλάσματα ζουν εκεί και οι άνθρωποι την απέφευγαν.

Έφτασε μέχρι τα πλούσια ορυχεία του Ντράλοβ αφήνοντας ανέγγιχτη την έρημο της Ατρ-Πο.
Απέφυγε να εκστρατεύσει νότια, γιατί μετά το Τελευταίο Νότιο Νησί του γνωστού κόσμου, η άβυσσος, το χάος και το σκοτάδι κάνουν την εμφάνιση τους με τέτοιο τρόπο που κανείς άνθρωπος δεν τόλμησε ποτέ να ταξιδέψει.

Έτσι οι εκστρατείες του είχαν σχεδόν πάντα προορισμό τον βορρά και πολλές φυλές, οι περισσότερες νομάδων, έπεφταν η μία μετά την άλλη υπό την κυριαρχία των Κράτσακ.

Σε σύντομο χρονικό διάστημα τα όρια της περιοχής των Κράτσακ έφτασαν μέχρι τους πρόποδες του Ζέστρα.
Μια τεράστια περιοχή λοιπόν ήταν στα χέρια του Μπόρνταν και οι αποθήκες των ανακτόρων του γέμιζαν καθημερινά με χρυσάφι και πολύτιμες πέτρες.
Οι υποτελείς του έπρεπε να δίνουν τα δύο τρίτα της παραγωγής τους κάθε χρόνο στους Κράτσακ γιατί αυτοί δεν ήταν λαός ο οποίος δούλευε τη γη παρά μόνο άρπαζε πάντα από άλλους και συντηρούνταν μ’ αυτόν τον τρόπο.
Οι μάχες που δίνανε συχνά, ήταν ο τρόπος ζωής τους.

Έτσι τώρα, πολλά χρόνια μετά, με την εμφάνιση αυτού του αστέρα οι φήμες έδιναν και έπαιρναν.

Οι κάτοικοι της Σαϊς περίμεναν χρόνια τώρα ένα σημάδι από τους θεούς, που θα τους έδειχνε την έλευση του απελευθερωτή.
Πολλοί βασιλιάδες περάσανε από την ύψιστη θέση της πόλης της Σαϊς μα καθένας από αυτούς ήταν χειρότερος από τον προκάτοχό του.
Κανένας δεν μπόρεσε και δεν θέλησε να επαναφέρει την πόλη εκεί που της άξιζε παρά μόνο την βύθιζαν όλο και περισσότερο στη ακολασία και την παρακμή.

Ο Δρόμος προς τα Βουνά του Ζέστρα

Ανατρίχιασε στη σκέψη πως σε λίγο θα συναντούσε τον άνθρωπο τον οποίο λάτρευαν οι μισοί και μισούσαν θανάσιμα οι υπόλοιποι κάτοικοι της Σαϊς.
Ήταν τόσο εκστασιασμένος και μέσα στην παραζάλη των αισθήσεων που του προκαλούσε η θύμησή του δεν κατάλαβε για πότε έφτασε στην κεντρική πύλη των ανακτόρων του όταν ο φρουρός που τον συνόδευε τον σκούντησε στον ώμο και του έδειξε τον πλακόστρωτο δρόμο μέχρι τα ιδιαίτερα διαμερίσματα του Βασιλιά Στέρνταν

Ο φρουρός έμεινε να τον κοιτάζει την ώρα που έπαιρνε τον φιδωτό δρόμο που έβγαζε σ’ ένα τεράστιο κήπο με κάθε λογής δέντρα, θάμνους και παράξενα λουλούδια φυτεμένα με τέχνη, και με τέτοιο τρόπο, που θαρρείς κάποιος μεγάλος ζωγράφος τα δημιούργησε, και πως δεν είναι παρά μια μεγάλη ζωγραφιά, με τα χρώματα να ξεπηδάνε με χάρη και μεγαλοσύνη, φροντίζοντας να κρατάνε το σωστό τόνο σε κάθε ώρα της μέρας, δείχνοντας με τον τρόπο τους, πόσο ταπεινά πρέπει να νιώθει ο άνθρωπος μπροστά στο μεγαλείο της φύσης.
Βλέποντας την ομορφιά τούτη ο Σώμιτ δεν μπόρεσε να μην φέρει στο μυαλό του αναμνήσεις πολλών χρόνων όταν ταξίδευε παρέα με το δάσκαλό του το σοφό
Φαρ-Κα και έπινε με λαιμαργία τις γνώσεις που του έδινε το φωτισμένο μυαλό του.

Λίγο πριν φτάσει μπροστά στην είσοδο των διαμερισμάτων του, τα οποία σφράγιζε μια τεράστια πόρτα από κέδρο, φερμένο από τα βουνά του Ζέστρα με δυο μπρούτζινους χαλκάδες πάνω της, με την μορφή κουλουριασμένου φιδιού με το κεφάλι τους χρυσό να αστραποβολά όταν οι ακτίνες του ήλιου πέφτουν πάνω τους, ένας ταπεινός υπηρέτης ευνουχισμένος μαζί με τον αξιωματικό της έμπιστης φρουράς του Βασιλιά, ήρθαν να τον καλωσορίσουν και ευγενικά να τον συνοδεύσουν στο δωμάτιό του όπου και τον περίμενε.

Χάιδεψε τα πετράδια και τα μυστικά σύμβολα των Πλασμάτων στη λαβή του σπαθιού του το οποίο είχε γίνει θρύλος τα προηγούμενα χρόνια σε πολλές από τις μάχες που είχε δώσει εναντίον των Παλιών Κατοίκων, και γεμάτος αυτοπεποίθηση, προχώρησε περνώντας την τεράστια πόρτα.
Άφησε το βλέμμα του να αγκαλιάσει το μεγαλείο των διαμερισμάτων του Άρχοντα και γεμάτος θαυμασμό με τα αντικείμενα που έβλεπε τα οποία πολλά δεν αναγνώριζε ούτε καν από τι υλικό είναι φτιαγμένα, και συνηθισμένος καθώς ήταν προσπάθησε να αποστηθίσει τις λεπτομέρειες των τοίχων και του δαπέδου ώστε να μπορέσει να βρει εύκολα τον δρόμο, σε περίπτωση που κάτι δεν πήγαινε καλά με τη συνάντηση μαζί του.
Έτσι παρατήρησε πως το κόκκινο χρώμα κυριαρχούσε στους τοίχους και το χρώμα στο ταβάνι να είναι το γαλάζιο και το άσπρο αλλά βαλμένα και βαμμένα με τέτοιο τρόπο που θαρρείς βρίσκεσαι έξω και κοιτάζεις τα σύννεφα στον ουρανό.
Πολλά κεφάλια ζώων βαλσαμωμένα να κρέμονται στους τοίχους θυμίζοντας στον επισκέπτη το πάθος του Βασιλιά Στέρνταν για το κυνήγι.
Ένα παράξενο θέαμα αντίκρισε όταν λίγο πριν το δωμάτιο που τον περίμενε ο άρχοντας και πάνω από την τεράστια πόρτα το βλέμμα του έπεσε σ’ ένα ανθρώπινο κεφάλι χωμένο μέσα στον τοίχο με τα μάτια του ορθάνοιχτα και μια υποψία χαμόγελου στα χείλη του. Όποιος και να ήταν είπε μέσα του δεν άξιζε τέτοια μεταχείριση.
Αμέσως το μυαλό του πήγε στον μύθο που έλεγε πως όταν πρωτοήρθαν οι Κράτσακ στην περιοχή και κατέλαβαν την πόλη της Σαϊς ο Βασιλιάς τους Μπόρνταν πήρε το κεφάλι του Βασιλιά των Μάτρακ Άκρου και πολλές μέρες το είχανε καρφωμένο σ’ ένα παλούκι πάνω από την κεντρική είσοδο της πόλης. Φαίνετε πως μετά ο Μπόρνταν το τοποθέτησε στα ιδιαίτερα διαμερίσματά του στο σημείο ακριβώς που κοίταζε ο Σώμιτ τώρα. Οι σκέψεις του και ο μύθος επαληθεύτηκαν όταν ρώτησε τον ευνουχισμένο υπηρέτη ποιανού είναι αυτό το κεφάλι.

Ένα άλλο πάθος του άρχοντα βέβαια ήταν και τα νεαρά όμορφα αγόρια. Πολλές ιστορίες τέτοιες έχουν ειπωθεί για τον άρχοντα της Σαϊς και μια απ’ αυτές, πληροφορούσε τον κάθε ενδιαφερόμενο, την απόγνωση της Βασίλισσας Ερφάουνα, της οποίας η φήμη για την ομορφιά της είχε εξαπλωθεί γρήγορα σ’ όλο το γνωστό κόσμο, με αποτέλεσμα όταν ο Βασιλιάς με τη γυναίκα του να βγαίνουν από τα τείχη των ανακτόρων τους, χιλιάδες κόσμος να συρρέει για να δει τη Βασίλισσα παρά τον Βασιλιά τους.
Κόρη μιας σκλάβας από τη χώρα των Φαρναίων κατόρθωσε χάρη στην εξυπνάδα της μα πολύ περισσότερο στην ομορφιά της να τη προσέξει ο Βασιλιάς Στέρνταν και να την κάνει γυναίκα του.
Πολύς κόσμος στα ανάκτορα παραξενεύτηκε με την απόφαση τούτη του Βασιλιά ο οποίος έπαιρνε για γυναίκα του μια μελαψή κόρη σκλάβας και όχι μια πριγκίπισσα της φυλής του.
Κανείς όμως δεν τόλμησε να τον κατηγορήσει ανοιχτά για αυτή του την επιλογή και μόνο στους σκοτεινούς διαδρόμους των ανακτόρων του άκουγες να συζητούν χαμηλόφωνα και να κουτσομπολεύουν το βασιλικό ζεύγος.

Ο Στέρνταν φυσικά έβλεπε τη λατρεία που έδειχναν οι υποτελείς του στη γυναίκα του, κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να την παραμελεί όλο και περισσότερο, δείχνοντας αδυναμία στα τρυφερά αγοράκια που του έφερναν από τα σκλαβοπάζαρα των ανατολικών ακτών οι δουλέμποροι με τους οποίους είχε πάρε δώσε.
Οι φήμες λένε ακόμη πως η Βασίλισσα Ερφάουνα δεν κάθισε να κλάψει την μοίρα της και βρήκε τρόπο να εκτονώνει τις φυσικές της ανάγκες στις αγκαλιές διάφορων νεαρών αξιωματικών, οι οποίοι έκαναν ότι περνούσε από τα χέρια τους ή μάλλον από τα σκέλια τους καλύτερα, για να ικανοποιήσουν το αδηφάγο πάθος της Βασίλισσας για έρωτα.

Έτσι οι δυο τους είχαν αναπτύξει μια περίεργη σχέση μεταξύ τους και καθώς η αποστροφή που έδειχνε ο ένας για τον άλλο ήταν δεδομένη, κανείς από τους δυο δεν ενοχλούσε τον άλλο και ποτέ δεν ήταν μαζί, παρά μόνο όταν το πρωτόκολλο απαιτούσε κοινή εμφάνιση μπροστά σε άλλους καλεσμένους, ή σε διάφορες εμφανίσεις στην πόλη της Σαϊς, οι οποίες όλο και σπάνιζαν τώρα τελευταία.

Εξάλλου τελευταία ακούστηκε μια φήμη, πως σ’ ένα πανδοχείο στο Φλερ-Μπουά έμπιστοι απεσταλμένοι της Ερφάουνα ψάχνανε για νεαρές όμορφες παρθένες απέναντι από τις ανατολικές ακτές στην εξωτική χώρα των Φαρναίων απ’ όπου και η καταγωγή της.
Λέγανε πως πέρασε από το μικρό τους νησί μια γαλέρα γεμάτη με μελαψά κοριτσόπουλα, που από το δέρμα του χρώματός τους καταλάβανε εύκολα από πού τις είχαν πάρει.
Δεν έκατσε παρά λίγη ώρα τόση ώστε να φορτωθούν οι προμήθειες για να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς τις εκβολές του Κέρκων και από κει στα ανάκτορα του Στέρνταν και οι παρθένες στην αγκαλιά της Ερφάουνα.

Αυτά λέγανε οι φήμες και αυτές ήτανε οι σκέψεις του Σώμιτ όση ώρα περπάταγε στους στενούς τώρα διαδρόμους των ανακτόρων. Πόρτες δεξιά και αριστερά που οδηγούσαν ποιος ξέρει που και πολλές φορές στη σύντομη διάρκεια της απόστασης που χώριζε αυτόν από τον Στέρνταν ακουγότανε μέσα από αυτές τις πόρτες κραυγές ηδονής τόσο δυνατά που πολλές φορές έπιασε την άκρη του σπαθιού του φοβούμενος κάποια επίθεση σε βάρος του.
Αντίθετα με κείνον ο υπηρέτης ο οποίος πήγαινε μπροστά και ο αξιωματικός ο οποίος περπατούσε δίπλα του φαινόντουσαν αδιάφοροι γι αυτές τις κραυγές σημάδι πως ήταν καθημερινό φαινόμενο.

Ο ξεπεσμός της πόλης λοιπόν άρχιζε από δω μέσα από τα κρυφά δωμάτια των ανακτόρων. Όταν η κεφαλή της πόλης έχει διαφθαρεί σωματικά και πνευματικά τι μένει λοιπόν παρά να ακολουθήσει και ο υπόλοιπος πληθυσμός.
Τώρα μόλις άρχιζε να καταλαβαίνει την έννοια που δίνουν στον αγώνα για απελευθέρωση της πόλης τους οι Παλιοί Κάτοικοι.

Ο διάδρομος τώρα άρχιζε ξανά να ανοίγει με αποτέλεσμα να βρεθεί σ’ ένα τεράστιο δωμάτιο όπου στη μέση μια μικρή λιμνούλα έκανε την εμφάνισή της δίνοντας έναν τόνο εξωτικό που ερχόταν σε αντίθεση με τα βαριά έπιπλα που υπήρχαν στο χώρο. Τέσσερις φρουροί καθότανε μπροστά από κάθε πόρτα ακίνητοι σαν αγάλματα φέροντας μια βαριά πανοπλία ο καθένας τους που σίγουρα θα δυσκόλευε πολύ τις κινήσεις τους και κατάλαβε πως δεν είναι παρά μόνο για να εντυπωσιάζουν τον κάθε επισκέπτη που πρωτοέρχεται σε τούτο το δωμάτιο.
Ένας μεγάλος θρόνος βρισκότανε απέναντί του ντυμένος με δέρμα λεοπάρδαλης και κάθε λογής πολύτιμους λίθους να σκορπούν το δικό τους φως μέσα στην τεράστια αυτή αίθουσα.
Πάνω στο θρόνο ο Σώμιτ βλέπει κάποιον πλαδαρό άντρα να κάθεται γεμάτος με βαριά κοσμήματα και όλων των λογής τα κρέατα μπροστά του να περιμένουν να φαγωθούν.
Τα μάτια του Σώμιτ προσπαθούν να διακρίνουν αυτόν τον οποίο υπηρετεί μέχρι που άνοιξαν διάπλατα από την έκπληξη όταν ο αξιωματικός τον αναγγέλλει σ’ αυτό το πλαδαρό πλάσμα που κάθεται στο θρόνο. Αναρωτιέται για μια ακόμη φορά μήπως ο αξιωματικός τον παρουσιάζει σε κάποιον άλλον μα όταν βλέπει πως η προσοχή του είναι στραμμένη στον ευτραφή μέχρι σκασμού άνθρωπο που στέκεται με τα κρέατα στα χέρια πάνω στον πανέμορφο θρόνο αποφασίζει να χαιρετήσει σκύβοντας το κεφάλι του σε ένδειξη της υποταγής του στον βασιλιά.

΄΄Πως είναι δυνατόν αυτός ο άνθρωπος να κυβερνά μια πόλη σαν τη Σαϊς;΄΄ αναρωτήθηκε. ΄΄Ο άνθρωπος αυτός αμφιβάλλω αν έχει πολεμήσει ποτέ στη ζωή του΄΄. Μεμιάς ο μύθος του τρομερού Στέρνταν κατέρρευσε μπροστά του και του ήρθε να βάλει τα γέλια γι αυτό το θέαμα που ο Βασιλιάς του επέτρεψε να δει.

Απόρησε και γεμάτος περιέργεια λίγο έλειψε να τον ρωτήσει πως κατάφερε να δημιουργήσει τον τρόμο γύρω από το όνομά του και ακόμη πως κατάφερε να τον διατηρήσει τόσα χρόνια τώρα.
Τελικά δικαιολόγησε και την Βασίλισσα Ερφάουνα για τις ερωτοτροπίες της με διάφορους άντρες. ΄΄Αυτό το κορμί δεν μπορεί να ικανοποιήσει μια γυναίκα σαν την Ερφάουνα΄΄ είπε μέσα του. ΄΄Γι αυτό το λόγο όταν κάνει τι δημόσιες εμφανίσεις του δεν φανερώνει ποτέ το σώμα του κρυβόμενος μέσα στο ανάκλιντρό του και μόνο όταν απομακρύνεται από τους ανθρώπους σηκώνεται και τους χαιρετά΄΄ σκέφτηκε ο Σώμιτ.

Στάθηκε απέναντί του με ύφος ανθρώπου που δεν φοβάται τίποτα και κανένα μα και με σεβασμό προς το πρόσωπό του μη ξεχνώντας πως είναι μισθοφόρος του και κείνος προς το παρόν Βασιλιάς του.
Αφού τον χαιρέτησε ζήτησε να μάθει τον λόγο της πρόσκλησής του.
Του είπε με μια πολύ ελαφριά φωνή θυμίζοντας κοριτσόπουλο που περνάει στο στάδιο της εφηβείας της:
΄΄ Μεγάλε και γενναίε Σώμιτ, όλοι στο βασίλειό μου έχουν ακούσει για σένα και τα κατορθώματά σου. Η φήμη σου έχει ταξιδέψει στα πέρατα της γης και πολλοί είναι αυτοί που σου δίνουν υπερφυσικές δυνάμεις. Σε παρακολουθώ από τον καιρό που πρωτοήρθες να πολεμήσεις για τον στρατό μας.

Πολλά λέγονται για την καταγωγή σου και ακόμη περισσότερα για την εξαίσια σπάθα σου και πως τη χειρίζεσαι. Κανείς δεν έχει δει την ώρα της μάχης το χρώμα του αίματός σου κι ακόμη και γι αυτό πολλά ακούγονται. Οι στρατιώτες σου σε λατρεύουν και οι Παλιοί Κάτοικοι το βάζουν στα πόδια και μόνο στο άκουσμα του ερχομού σου.

Σε κάλεσα για να σου αναθέσω μια δύσκολη αποστολή – ίσως την πιο δύσκολη που έχεις αναλάβει ως τώρα. Κάποιος μύθος των Παλιών Κατοίκων λέει πως η έλευση ενός αστέρα από τη μεριά του χάους θα σημάνει την γέννηση ενός ανθρώπου – Απελευθερωτή τον ονομάζουν – του οποίου η εμφάνιση θα σημάνει και το τέλος της δυναστείας των Κράτσακ.
Θα ισοπεδώσει την Σαϊς σκοτώνοντας ταυτόχρονα όλους τους Κράτσακ και αυτούς που τους υποστηρίζουν φυσικά και θα παραδώσει μια καινούρια πόλη στα χέρια των Παλιών Κατοίκων.
Όπως και συ θα παρατήρησες υπάρχει μεγάλη αναταραχή στην πόλη μας και στα περίχωρά της εξαιτίας ενός τέτοιου αστέρα ο οποίος έκανε την εμφάνισή του ακριβώς όπως ο μύθος μας λέει.
Θα πρέπει και συ ο ίδιος να το ‘χεις διαπιστώσει.΄΄

΄΄Ναι άρχοντα Στέρνταν έχω δει το αστέρι να πέφτει πίσω από την οροσειρά του Ζέστρα΄΄ απάντησε,
΄΄μα δεν έχω ακούσει κάποιον μύθο σχετικά΄΄

΄΄Δεν τον έχεις ακουστά γιατί δεν είναι ο κόσμος σου αυτός. Στα μέρη που γεννήθηκες απ’ ότι οι έμπιστοι μου έχουν πει, τα Πλάσματα που μαζί τους μεγάλωσες δεν σου δώσανε στοιχεία για τους θεούς τούτης της χώρας και τους μύθους της παρά μόνο τη τέχνη του πολέμου σε διδάξανε.
Μα πίστεψέ με πως οι μύθοι τούτης της πόλης δεν είναι να τους παίρνεις γελώντας. Οι θεοί καραδοκούν απ’ ότι οι Γέροντες μου λένε. Να μη τα πολυλογώ όμως γιατί κάθε χάσιμο χρόνου – αν έχει σημασία πια – μπορεί να αποβεί μοιραίο για τη βασιλεία μας.

Θέλω να πας στο σημείο όπου ο αστέρας έπεσε και να διαπιστώσεις με τα ίδια σου τα μάτια ή ακόμη καλύτερα με το φημισμένο σπαθί σου πως τίποτα και κανείς δεν μπορεί να βλάψει τη βασιλεία μου. Αυτό ζητώ από σένα κι αυτό περιμένω να κάνεις. Φύγε όσο πιο γρήγορα μπορείς και διάλεξε τους καλύτερους από τους άντρες σου μαζί με τα γρηγορότερα άλογα που υπάρχουν στο βασίλειό μου, ότι ζητήσεις θα σου δοθεί.

Μια μεγάλη αμοιβή περιμένει εσένα και όσους γυρίσουν μόλις ακούσω από τα χείλη σου πως δεν υπάρχει τίποτα να φοβηθώ΄΄ ήταν τα λόγια του.

΄΄Θα ήθελα Βασιλιά μου να μου βρεις τους ανθρώπους που πάτησαν τα χώματα πίσω από τα βουνά του Ζέστρα και να μου δώσουν πληροφορίες που θα με βοηθήσουνε στην ανάβασή του Πάνε χρόνια πολλά από το ταξίδι μου εκείνο και πολύ φοβάμαι πως οι θολές αναμνήσεις μου δε θα μπορέσουν να με βοηθήσουν όσο θα το ‘θελα΄΄ είπε ο Σώμιτ.

΄΄Δεν υπάρχει κανείς από το βασίλειό μου που να μπορεί να σου δώσει τις πληροφορίες που ζητάς μα θα σου φέρω μπροστά σου τον Πρώτο Γέροντα για να μπορέσει να δώσει απάντηση στις απορίες σου΄΄ είπε ο Στέρνταν κι ευθύς αμέσως έκανε νόημα στον αξιωματικό που στεκότανε πίσω του να πράξει αυτό που ζήτησε.

Ενώ περιμένανε την άφιξη του Πρώτου Γέροντα συλλογίστηκε τους κινδύνους που έκρυβε αυτό το ταξίδι και παραξενεύτηκε πως χρόνια τώρα κανείς από τους Κράτσακ δεν είχε περάσει από την απέναντι πλευρά του Ζέστρα. Ήταν από τα πράγματα που ποτέ δεν σκέφτηκε όσο ήτανε μισθοφόρος του στρατού τους. Περίμενε λοιπόν με ανυπομονησία τις απαντήσεις που ο Πρώτος Γέροντας θα του έδινε.

Μια γλυκιά οπτασία εμφανίστηκε ξαφνικά σε μια από τις τέσσερις πόρτες με ένα αραχνοΰφαντο νυχτικό που άφηνε να δεις την τελειότητα του σώματος μέχρι και την τελευταία του λεπτομέρεια θυμίζοντάς σου με σαδιστικό τρόπο πως πάνω απ’ όλα είσαι άντρας. Την είδε να του χαμογελά με σαγηνευτικό και αισθησιακό τρόπο και να αφήνει μια αύρα ηδονής να πλανάται πίσω της. Τα μάτια του Σώμιτ γύρισαν και κοίταξαν το Βασιλιά ο οποίος όλο αυτό το διάστημα τον παρατηρούσε διατηρώντας εκείνο το μοχθηρό και ηλίθιο χαμόγελό του.

΄΄Μόλις είδες την Ερφάουνα την γυναίκα μου και βασίλισσά σου΄΄ του είπε και συνεχίζοντας ΄΄ μα δυστυχώς για σένα τώρα τελευταία δείχνει προτίμηση στις άγουρες παρθένες και γεμίσαμε απ’ αυτές, αν και παρθένες λίγες πια έχουν απομείνει. Μήπως προτιμάς γενναίε Σώμιτ να περάσεις το βράδυ σου εδώ παρέα με γυναίκες από τη χώρα των Φαρναίων;΄΄ τον ρώτησε γελώντας στρυφνά.

΄΄Σ’ ευχαριστώ άρχοντά μου για την προσφορά σου μα πρέπει να ετοιμαστώ για το μεγάλο ταξίδι βόρεια του Ζέστρα. Ελπίζω πως στο γυρισμό η πρόσκλησή σου να ισχύει ακόμη΄΄ απάντησε ο πολεμιστής μη μπορώντας ακόμη το μυαλό του να ξεφύγει από την θέα του εβένινου κορμιού της Ερφάουνα.
΄΄Φέρε μου τα νέα που θέλω να ακούσω και να ‘σαι σίγουρος πως πολλές εκπλήξεις περιμένουν εσένα και τους άντρες σου΄΄.

Την ώρα εκείνη έκανε την εμφάνισή του ο Πρώτος Γέροντας.
Το παρουσιαστικό του δεν πρόδιδε την ηλικία του. Ακόμη και ο ευτραφής βασιλιάς σηκώθηκε από το θρόνο του.
Στάθηκε απέναντί από τον Σώμιτ και πριν προλάβει να τον ρωτήσει οτιδήποτε άρχισε να μιλάει.

΄΄Η αποστολή που σου έχει ανατεθεί δεν είναι καθόλου εύκολη. Όπως θα έχεις μάθει ίσως κανείς από τον λαό των Κράτσακ δεν έχει περάσει αυτά τα βουνά. Όπως είναι γνωστό η περιοχή των αναθεματισμένων Κορκ βορειοδυτικά του Ζέστρα είναι από τις λίγες που δεν έχουν πέσει στα χέρια του Βασιλιά μας, καθώς και η περιοχή των Μεγάλων Λιμνών που είναι ακόμη πιο βόρεια όπου τα Πλάσματα δεν είναι καθόλου φιλικά προς εμάς, μα εσύ θα ξέρεις περισσότερα γι αυτούς γιατί εκεί μεγάλωσες. Όπως ξέρεις οι Κόρκ είναι οι σκλάβοι που χρησιμοποιούμε στα ορυχεία του Ντράλοβ για να βγάλουμε τα διάφορα μεταλλεύματα που φτάνουν στη πόλη μας.

Πολλά χρόνια πριν μερικοί Κόρκ ξεφύγανε και εγκατασταθήκανε στις κορφές του Ζέστρα. Καταστρέψανε τα μονοπάτια που βγάζανε στην απέναντι πλευρά του βουνού αν και ο στρατός μας με διάφορους τρόπους κυνήγησε και σκότωσε τους περισσότερους απ’ αυτούς. Μα δεν ήταν αρκετό καθώς και ένας Κόρκ να μείνει μπορεί να αναπαραχθεί μόνος του. Έχουνε αναπτύξει έναν τρόπο επικοινωνίας που για μας είναι δύσκολο να τον καταλάβουμε και ακόμη μάθε τούτο περήφανε πολεμιστή. Όσο μικροσκοπικοί σου φαίνονται τόσο μοχθηροί και άγριοι είναι. Προσπάθησε να μην έρθεις σε επαφή με τα δόντια τους γιατί μπορούν να καταβροχθίσουν έναν άνθρωπο σε πολύ λίγο χρόνο.
Να τους παίρνεις το κεφάλι με τη μεγάλη κυρτή σου σπάθα χωρίς να τους πλησιάζεις. Θυμήσου τούτο που σου λέω. Θα σου φανεί πολύ χρήσιμο..
Ακόμη έχουν έναν βαθμό ευφυΐας τέτοιον που τους επιτρέπει να καταλαβαίνουν τον τρόπο που τους παγιδεύουμε κι έτσι αν και κάναμε πολλές προσπάθειες στο παρελθόν να τους αφανίσουμε δεν καταφέραμε τίποτα αφήνοντας τους να ζουν πάνω στις βουνοκορφές του Ζέστρα και μέσα στις σπηλιές του και παραιτηθήκαμε από τα εδάφη των βόρειων περιοχών.

Ο μύθος όμως αυτός δεν μας επιτρέπει να μην πάρουμε τον κίνδυνο στα σοβαρά. Απειλεί την ίδια μας την ύπαρξη και όλο τον πολιτισμό μας΄΄.

Εκείνη την ώρα το ηλίθιο χαμόγελο του Στέρνταν εγκαταστάθηκε και πάλι στο πρόσωπό του και γω αναρωτήθηκα ποιον πολιτισμό εννοεί ο Πρώτος Γέροντας. Η πόλη ζούσε μέσα στην ακολασία και στην παρακμή και οι μόνοι που φαινότανε να το αγνοούν ήταν οι άρχοντές της και το συμβούλιο των Γερόντων. Αμίλητος άκουσα ότι είχε να πει ο Πρώτος Γέροντας ο οποίος συνέχιζε.

΄΄Διαλέξαμε εσένα γιατί δεν είσαι της φυλής μας και πιστεύουμε πως εύκολα και χωρίς δυσκολίες θα μπορέσεις να περάσεις από τα λίγα περάσματα που υπάρχουν ακόμη και να βγεις στην βόρεια περιοχή του Ζέστρα χωρίς οι αιμοδιψείς Κόρκ να σε ενοχλήσουν. Εξάλλου η φήμη σου σαν πολεμιστή ήταν αρκετή για να ξεπεράσουμε τους δισταγμούς μας και να σου αναθέσουμε τούτη τη δύσκολη αποστολή. Θα πρέπει μόλις φτάσεις στο σημείο όπου ο αστέρας έπεσε να ψάξεις να βρεις τον απελευθερωτή και όταν τον αναγνωρίσεις να τον σκοτώσεις αμέσως κόβοντάς του το λαιμό με μια μόνο κίνηση του σπαθιού σου γιατί πολλά μαγικά λέγεται πως έχει μαζί του. Έπειτα θα πρέπει να ραντίσεις τον κομμένο λαιμό του με ένα υγρό που εγώ θα σου δώσω. Ελπίζω πως έγινα κατανοητός΄΄ είπε τελειώνοντας.

΄΄Πως θα τον αναγνωρίσω όμως;΄΄ ρώτησε ο πολεμιστής.
΄΄Ο μύθος των Παλιών Κατοίκων μας λέει πως ο μανδύας του θα αιωρείται στο σύμπαν με χιλιάδες αστέρια να τον ακολουθούν λάμποντας και δημιουργώντας ένα θέαμα που φυσικά δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο. Θα τον καταλάβεις αμέσως γιατί θα δεις με τα μάτια σου το αδύνατο΄΄
του απάντησε και με μια κίνηση γρήγορη για την ηλικία του το χέρι του εξαφανίστηκε κάτω από το ύφασμα που τον σκέπαζε κι εμφανίστηκε κρατώντας ένα διάφανο μπουκαλάκι έχοντας μέσα του ένα καθαρό κόκκινο υγρό που φωσφόριζε κάθε φορά που κινούνταν και που ήταν ερμητικά κλειστό σφραγισμένο με κίτρινο κερί στο στόμιό του. Ο Σώμιτ το πήρε στα χέρια του και το έβαλε στην τσέπη του με προσοχή φροντίζοντας να μη το σπάσει.

Αφού δεν υπήρχε τίποτα άλλο να ειπωθεί χαιρέτησε το Βασιλιά και τον Πρώτο Γέροντα και πιάνοντας την άκρη του σπαθιού του έκανε να φύγει.
Έριξε μια κλεφτή ματιά προς τη πόρτα που πριν λίγο είχε εμφανιστεί η Ερφάουνα μήπως είχε την τύχη και την ξαναδεί μα δεν υπήρχε κανείς και έτσι συνέχισε προς τον διάδρομο που έβγαζε στην έξοδο με τον ευνουχισμένο υπηρέτη να περπατά μπροστά του.

Περπατούσε σκεφτόμενος όλα αυτά που είχαν ειπωθεί πριν λίγο μα το μυαλό του δεν έλεγε να φύγει από το θεϊκό κορμί της πανέμορφης Βασίλισσας που κόλασε τη ψυχή του μόλις το είδε.
Περπατάγανε σ’ ένα διάδρομο ο οποίος τώρα είχε στενέψει αρκετά όταν μια πόρτα άνοιξε και ένα χέρι εμφανίστηκε τραβώντας τον μέσα σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο.

Την ώρα που έκανε να τραβήξει το σπαθί του, ένα γυναικείο κορμί κόλλησε στο δικό του σιγοψιθυρίζοντας λόγια πάθους. Έκλεισε τα μάτια του προσπαθώντας να συνηθίσει το σκοτάδι για να μπορέσει να δει τη μορφή της γυναίκας η οποία τόσο απαιτητικά ζητά από κείνον να της δώσει ηδονή.
Της ζήτησε να ανάψει κάποιο μικρό κερί για να φωτίσει το χώρο, μα με τρυφερές κινήσεις τον παρέσυρε σ’ ένα τεράστιο στρόγγυλο κρεβάτι στη μέση του δωματίου. Η μυρουδιά που ανέδυε το σώμα της ήταν η ομορφότερη όλων των λουλουδιών που υπάρχουν στο γνωστό κόσμο και μέχρι το Τελευταίο Νότιο Νησί.
Ούτε ακόμη και τα φημισμένα λουλούδια της Φλερ-Μπουά που καβαλικεύουν τους τοίχους των σπιτιών δεν μπορούν να συγκριθούν μαζί της.

Η Ερφάουνα προσπάθησε να πάρει εκείνη τον έλεγχο των κινήσεων μα με μια γρήγορη κίνηση ο πολεμιστής την έφερε από κάτω του και της έκανε έρωτα άγρια μα συνάμα όμορφα, καθώς γι αυτό δεν υπήρχε αμφιβολία αφού τα βογκητά της ηδονής που βγαίνανε από το στόμα της, αυτό μαρτυρούσαν.
΄΄Ήταν ο πολύς καιρός που είχα να βρεθώ με γυναίκα ή μήπως το κορμί της Βασίλισσας μ’ έκανε να νιώθω πως η ένωσή μας ήταν ευλογημένη απ’ τους θεούς;΄΄ αναρωτήθηκε.
Τα κορμιά τους κολλημένα θαρρείς πως ήταν ένα με τον ιδρώτα να στάζει και τα βογκητά τους να ταλανίζουν τη βαθιά σιωπή του δωματίου. Μείνανε αρκετή ώρα κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλο πριν πάρει με κρύα καρδιά την απόφαση πως ήρθε ο καιρός να κάνει τη δουλειά για την οποία πληρωνότανε.

Του ψιθύρισε με τη γλυκιά μελωδική της φωνή λόγια αγάπης και του υποσχέθηκε πως θα με περίμενε όταν η αποστολή του θα έπαιρνε τέλος.
Του ευχήθηκε καλή τύχη την ώρα που έκλεινε πίσω του την πόρτα αφήνοντάς τον μόνο, μαζί με το μεθυστικό άρωμα της να του δημιουργεί μια αίσθηση ευφορίας η οποία θα τον ακολουθούσε πολλές μέρες μετά.

Αντίκρισε τα μάτια του υπηρέτη να τον κοιτούν γλυκά και κείνος ξεροβήχοντας περπάτησε μπροστά του και βγήκε έξω από τα ιδιαίτερα διαμερίσματα του Βασιλιά και στον τεράστιο πανέμορφο κήπο του.
Με γρήγορες κινήσεις πήγε στους στάβλους όπου το ήδη σελωμένο άλογό του τον περίμενε και με ταχύ καλπασμό απομακρύνθηκε προς τα κτίρια όπου οι άντρες του τον περίμεναν.

Μόλις έφτασε τον υποδέχτηκε το δεξί του χέρι ο μελαψός Μπέλντορ ο Φαρναίος. Πουλήθηκε σαν σκλάβος όταν ήταν μικρό παιδί μα γρήγορα ξέφυγε από τη σκλαβιά του αφέντη του χάρη στην ικανότητα που διέθετε να χρησιμοποιεί τα χέρια και τα πόδια του καλύτερα κι από τα φοβερότερα σπαθιά. Κανείς δεν μπορούσε να τον νικήσει κι ας χρησιμοποιούσε όπλα. Απέφευγε με φανερή ευκολία τις κόψεις των σπαθιών και με γρήγορα δυνατά και τεχνικά χτυπήματα σε συγκεκριμένα σημεία του σώματος κατάφερνε να στείλει τους εχθρούς του στην αγκαλιά των κάτω θεών λυτρώνοντάς τους με έναν γρήγορο και ανώδυνο θάνατο.
Συγκέντρωσε αμέσως όλους τους άντρες του οι οποίοι ήταν οι καλύτεροι του στρατεύματος και αφού ξεχώρισε δώδεκα απ’ αυτούς τους πήρε στο αντίσκηνό του για να τους μιλήσει.
Αφού τους εξήγησε πως είχε η κατάσταση ζήτησε από τους δώδεκα να είναι έτοιμοι νωρίς το ξημέρωμα για την αποστολή τους.
Όταν τους είπε πως όποιος ήθελε να μην έρθει δεν θα είχε κανένα πρόβλημα μαζί του ο μελαψός Μπέλντορ μιλώντας για όλους τους άλλους είπε

΄΄Θα σε ακολουθήσουμε ακόμη κι αν θελήσεις να τα βάλεις με όλους τους δαίμονες μαζί ακόμη και με τους δίδυμους θεούς.
Μαζί σου και στον θάνατο θα περπατήσουμε κι αν είναι κάποιος που μπορεί να ξαναγυρίσει από κει αυτός είσαι εσύ΄΄.

Οι υπόλοιποι με τρανταχτά γέλια συμφώνησαν μαζί του κι αμέσως άρχισαν τις ετοιμασίες.
Πριν καλά - καλά χαράξει, οι άνδρες του αποσπάσματος, αφού είχαν κάνει ήδη τις ετοιμασίες τους από την προηγούμενη ημέρα, καβάλησαν τα άλογα και ξεκίνησαν να συναντήσουν το σημείο όπου έπεσε ο αστέρας.
Μετά από πολυήμερη πορεία και αφού διέσχισαν τον ποταμό Κέρκων, έφτασαν επιτέλους στους πρόποδες του Ζέστρα. Ξεκίνησαν μια παράλληλη με την οροσειρά πορεία και αφού άφησαν στα δεξιά τους το Λαρόν έφτασαν σε έναν παραπόταμο του Κέρκων. Εκεί καθίσανε να ανακτήσουνε δυνάμεις γιατί ακολουθούσε το δυσκολότερο κομμάτι της πορείας τους. Έπρεπε να βγουν από την άλλη πλευρά του Ζέστρα κάτι που δεν έχει καταφέρει κανείς Κράτσακ στο παρελθόν. Έπρεπε να εισέλθουν για πολλά χιλιόμετρα μέσα στη γη των Κορκ με τους κινδύνους που συνεπάγεται κάτι τέτοιο.
Ο αστέρας είχε πέσει δυτικά και πολύ κοντά στη γη των Κορκ. Υπήρξε μια σκέψη στο μυαλό του Σώμιτ να διασχίσουν τη άγονη στέπα που εκτεινόταν πολλά χιλιόμετρα παράλληλα με την οροσειρά του Ζέστρα αλλά θα ‘ταν σκέτη αυτοκτονία.
Τα μέρη αυτά τα ήξερε πολύ καλά μα περάσανε τόσα χρόνια πια που δεν ήταν παρά θολές αναμνήσεις στην ταραχώδη ζωή του. Θυμόταν το ταξίδι που είχε κάνει νεαρός με δυο από τα Πλάσματα μα ήταν πολύ πικραμένος και πολύ νέος τότε για να συγκρατήσει το δρομολόγιο που είχαν ακολουθήσει.
Έτσι προτίμησε να έχει απέναντί του εχθρούς με σάρκα και οστά όπως είναι οι Κορκ, παρά να τα βάλει με τα στοιχειά της φύσης όπου μόνον αυτοί που κρατούν τις μαγικές δυνάμεις στα χέρια τους, όπως ο Φαρ-Κα μπορούν να τα βάλουν μαζί τους.
Αμέσως το μυαλό του γύρισε για μια στιγμή σε κείνα τα χρόνια όταν εκείνος ο άντρας του δίδαξε ότι είχε μάθει ως τώρα στη ζωή του. Όμορφες εικόνες περνάγανε μπρος απ’ τα μάτια του νοσταλγώντας στα βάθη της ψυχής του τα ανέμελα χρόνια της νιότης του στις πλαγιές του Ζέστρα. Γρήγορα όμως τις έδιωξε από το μυαλό του γιατί τέτοιες αναμνήσεις τον αποδυνάμωναν και αυτές τις ώρες χρειαζότανε όλες τις δυνάμεις του στο ζενίθ.
Ο Σώμιτ ήταν άνδρας πολύ ικανός και ξέροντας τους κινδύνους που έκρυβε ο Ζέστρα ανέβαινε με επιφύλαξη και οι ικανότητές του πολλές φορές φανήκανε χρήσιμες στους άνδρες του, οι οποίοι τον εμπιστευότανε και αφήνονταν σ’ αυτόν χωρίς ενδοιασμούς.

Στα βουνά του Ζέστρα κατέφυγαν πολλοί κάτοικοι της Σαϊς και ζούσαν σε καλύβες καλά κρυμμένες μέσα στα πανύψηλα αιωνόβια δέντρα αποφεύγοντας έτσι τον άγριο Στέρνταν και τους πολεμιστές τους.
Δεν ήταν όμως οργανωμένοι και κάθε οικογένεια που ζούσε πάνω σ΄ αυτά τα βουνά δεν είχε επαφές με τους υπόλοιπους παλιούς κατοίκους της πόλης και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μην εμπιστεύονταν κανέναν πέρα από τα μέλη της οικογένειάς τους.
Δεν είχαν οργανώσει λοιπόν κανένα σώμα στρατού που να επιτίθεται σε όποιον από τους μισητούς Κράτσακ τολμούσε να ανέβει τον Ζέστρα.

Έτσι το έργο της ανάβασης των δώδεκα αντρών γινόταν αυτομάτως πιο εύκολο γιατί το μόνο που είχαν να αντιμετωπίσουν ήταν η κατάκτηση του κορμιού του Ζέστρα εκτός φυσικά από τους Κορκ οι οποίοι όμως σπάνια εμφανιζότανε μπροστά σε ανθρώπους.

Εξάλλου ο Στέρνταν δεν ενοχλούνταν από την ύπαρξη όλων αυτών των οικογενειών πάνω στα βουνά γιατί δεν είχε τίποτα να κερδίσει και γιατί δεν ήταν επικίνδυνοι για την ηγεμονία του.
Ο Σώμιτ λοιπόν οδήγησε με ασφάλεια τους άντρες του πίσω από τον Ζέστρα.
Ενενήντα εννέα ημέρες ανεβαίνανε το βουνό και άλλες τόσες κάνανε για να κατέβουν από την άλλη πλευρά.

Φτάσανε επιτέλους στις εύφορες πεδιάδες της Μεγάλης Κοιλάδας.
Τα τρόφιμά τους είχαν σχεδόν εξαντληθεί και ο Σώμιτ έδωσε διαταγή σε τρεις άντρες να πάνε για κυνήγι, γιατί η Μεγάλη Κοιλάδα φιλοξενούσε αμέτρητα κοπάδια ζώων.

Οι τρεις άντρες αφού αποχαιρέτησαν την υπόλοιπη ομάδα, ξεκίνησαν με τα άλογα τους για την ανεύρεση τροφής.
Ήταν η τελευταία φορά που τους έβλεπαν οι σύντροφοί τους.

Οι στρατιώτες προχωρούσαν με αργό καλπασμό κοιτάζοντας προσεχτικά αριστερά και δεξιά για τυχόν τροφή.
Ο Σώμιτ, τους είχε δώσει προθεσμία μέχρι την δύση του ηλίου.
Έπειτα έπρεπε να γυρίσουν το γρηγορότερο στο σημείο όπου η ομάδα θα κατασκήνωνε το βράδυ.

Αφήσανε τα άλογά τους και συνέχισαν με τα πόδια γιατί η βλάστηση από κείνο το σημείο και μετά πύκνωνε.
Περπατούσαν πάνω από δύο ώρες χωρίς να έχουν συναντήσει κανένα θήραμα.
Η βλάστηση ήταν πυκνή και δεν έβλεπες παρά μερικά μόνο μέτρα μπροστά σου.

Ακούστηκε ένα θρόισμα κάπου στα αριστερά τους και αμέσως έμειναν ασάλευτοι στις θέσεις τους.
Έπειτα από λίγο ξανακούστηκε.
Ο νεαρότερος από όλους άρχισε σιγά σιγά να ξεθαρρεύει αγνοώντας τον κίνδυνο και βγήκε να κοιτάξει τι ήταν αυτό που έκανε αυτό το θόρυβο.

Τα μάτια του λοιπόν εστιάσθηκαν στο λεπτοκαμωμένο κορμί της κοπέλας η οποία περπατούσε νωχελικά μέσα στο δάσος.
Έκανε νόημα στους συντρόφους του γι αυτή την απρόσμενη συντροφιά και χαμογελώντας με ικανοποίηση για την τύχη τους την πήραν στο κατόπι.
Η κοπέλα δεν είχε καταλάβει ότι την ακολουθούσαν οι στρατιώτες του στρατού των Κράτσακ και έτσι φτάνοντας σε μια μικρή λιμνούλα και αφού κοίταξε δεξιά κι αριστερά έβγαλε το ρούχο που φόραγε αποκαλύπτοντας ένα πανέμορφο σώμα, με τα δυο στήθη της να ανεβοκατεβαίνουν γρήγορα μόλις τα δυο της πόδια πάτησαν στο νερό της μικρής καθαρής λίμνης.

Μην αντέχοντας άλλο οι στρατιώτες κινήθηκαν με ανυπομονησία καθώς η ικανοποίηση της σάρκας τους έγινε γι αυτούς αδηφάγα.
Όρμησαν λοιπόν πάνω - στο χωρίς σημάδια από άντρες - νεαρό κορμί της κοπέλας.
Η κοπέλα έβγαλε μια στριγκλιά καθώς τους είδε να ορμούν καταπάνω της και προσπάθησε να κρύψει την γύμνια της χαμηλώνοντας τα χέρια της ανάμεσα στα σκέλια.

Την ώρα που πλησιάζανε οι στρατιώτες, μια λάμψη έκανε την εμφάνισή της ανάμεσα στα δέντρα, η οποία άρχισε με μεγάλη ταχύτητα να κατευθύνεται προς το μέρος των αντρών.
Τους τύλιξε - αυτή η παράξενη λάμψη τους τύλιξε και αυτό ήταν όλο.
Κανένας ήχος δεν βγήκε από το στόμα τους παρά μόνον η έκπληξη ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους γι αυτό που τους συνέβη.
Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που είδαν οι άντρες των Κράτσακ, πριν βυθιστούν στον αιώνιο ύπνο.

Η κοπέλα άφωνη μ’ αυτό που έγινε μπρος στα μάτια της, προσπάθησε να μιλήσει μα δεν έβγαινε μιλιά από το στόμα της.
Πρόλαβε και είδε την ανθρώπινη φιγούρα τυλιγμένη μέσα σ’ αυτή την επιθετική λάμψη που ήρθε από το πουθενά και της φάνηκε κάτι το ονειρικό, παραμυθένιο και αδύνατο.

Ο Σώμιτ βλέποντας την ώρα να περνάει και τους άντρες τους να μην έχουν εμφανιστεί ακόμη ανησύχησε και άρχισε να τους αναζητεί με τους υπόλοιπους από την ομάδα.
Ακολούθησε λοιπόν τα ίχνη τους ώσπου βρέθηκε στ’ άλογα που είχαν αφήσει οι δικοί του.
Άφησε έναν στρατιώτη με τα άλογα και ξεκίνησε με τα πόδια και τους υπόλοιπους ακολουθώντας τα χνάρια.

Μετά από δύσκολη πορεία έφτασε στη λίμνη όπου στις όχθες της κείτονταν τα άψυχα κορμιά των αντρών του.
Ψύχραιμα στάθηκε από πάνω τους και με έκπληξη πρόσεξε πως κανένα σημάδι δεν υπήρχε στα σώματά τους παρά μόνο έβλεπε την αγωνία ζωγραφισμένη στα ορθάνοιχτα μάτια τους.
Έδωσε εντολή να τους θάψουν και άρχισε να κινείται κυκλικά της λίμνης ψάχνοντας στις άκρες της για ίχνη.
Πρόσεξε τα ίχνη που άφησαν τα πόδια της κοπέλας μα κατάλαβε πως αυτά δεν ήταν πόδια άντρα.

Αυτά ήταν και τα μόνα ίχνη που βρήκε.
Διαισθάνθηκε την παρουσία κάποιου να τους παρατηρεί μα όσο κι αν προσπάθησε να ανακαλύψει αν κάποιος βρισκότανε κοντά τους δεν μπόρεσε.
Έτσι πήρε στο κατόπι τα ίχνη της κοπέλας τα οποία τον έβγαλαν σ’ ένα ξέφωτο.
Μπορούσε να διακρίνει κάτω από τη σκιά των δέντρων μερικές καλύβες φτιαγμένες από κορμούς δέντρων και καπνό να βγαίνει από τις καμινάδες των σπιτιών.

Είχε ήδη βραδιάσει και κανείς δεν κυκλοφορούσε έξω στον οικισμό.
Τα σκυλιά με τα γαβγίσματά τους ειδοποίησαν τους κατοίκους του μικρού οικισμού για τους επισκέπτες και σκιές φοβισμένες άρχισαν δειλά δειλά να κάνουν την εμφάνισή τους.

Ο Σώμιτ με αποφασιστική φωνή διέταξε τους άντρες του να βγάλουν από τα σπίτια όλους τους κατοίκους και να τους συγκεντρώσει στο κέντρο του χωριού.

Μια μεγάλη φωτιά έκανε την εμφάνισή της στο σημείο όπου είχε οριστεί η συγκέντρωση.
΄΄ Τρεις από τους άντρες μου βρέθηκαν νεκροί λίγο έξω από τον οικισμό σας. Τα ίχνη που βρήκαμε μας οδήγησαν εδώ. Ποιος ευθύνεται για τον θάνατο των αντρών μου; Ποιος τους σκότωσε;΄΄ ρώτησε άγρια με την επιβλητική φωνή του τους κατοίκους.

Η κοπέλα που ήταν μάρτυρας του θανάτου των Κράτσακ έκανε ένα βήμα μπροστά.
Έκπληκτοι οι άντρες του Σώμιτ την κοίταξαν αλλά όχι και ο ίδιος.
Πλησίασε με αργό βήμα την κοπέλα και την ρώτησε τι είδε.

Η κοπέλα αφού ξεπέρασε τον αρχικό της δισταγμό διηγήθηκε αυτά που είδε με αρκετή δόση, βέβαια υπερβολής αφήνοντας άφωνους όλους αυτούς που την άκουγαν. Μόλις τελείωσε την διήγησή της μουρμούρες ακούστηκαν από τους κατοίκους.

Ο Σώμιτ κατάλαβε πως ο μύθος του απελευθερωτή επαληθευότανε.
Μια ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί του καθώς συνειδητοποίησε πως στις μέρες του θα έπαιρνε μορφή ένας άγριος πόλεμος, ο οποίος αν θεωρούνταν οι προφητείες αληθινές, θα έφερνε τον θάνατο της πόλης που προστάτευε.

Έτσι όλος ο κόσμος άρχισε να μιλάει για αυτόν, ο οποίος θα ξανάφερνε το χαμόγελο στους κατοίκους της Σαϊς, κατατροπώνοντας και εξαφανίζοντας και τον τελευταίο ακόμη Κράτσακ από την περιοχή.

Η γέννηση

Αυτή είναι η ιστορία μου όπως που μου την έχουν διηγηθεί οι Σοφοί της φυλής μου για όσο δεν θυμάμαι και για όσο την έχω ζήσει μέχρι και σήμερα. Θα τη διηγηθώ όπως τη θυμάμαι αν και εκατοντάδες χρόνια περάσανε από τότε.

Κάποτε, σ΄ ένα χωριό μικρό πέρα από τα βουνά του Ζέστρα, προς το Βορρά, μια γυναίκα ένα κρύο βράδυ του χειμώνα αγκομαχώντας γέννησε προς ικανοποίηση του άντρα της, τον πρωτότοκο γιο του.
Το πρώτο κλάμα του μωρού έσχισε την σιωπή της νύχτας φέρνοντας το χαμόγελο της ικανοποίησης στο πρόσωπο της γυναίκας που έμελλε συνάμα, να είναι και το τελευταίο της.

Η γριά που ξεγέννησε την γυναίκα ήταν συνηθισμένη σε τέτοιους θανάτους αλλά δεν μπόρεσε να κρατήσει τα δάκρυά της όταν η όμορφη κοπέλα ξεψύχησε με το μωρό αγκαλιά στα στήθη της.
Η ξαστεριά που υπήρχε εκείνο το βράδυ βοήθησε το ολόγιομο φεγγάρι να στείλει το φως του στη νεκρή μητέρα και το μωρό δίνοντάς τους μια όψη θεϊκή στα μάτια της γριάς.
Οι Δίδυμοι Θεοί συμπόνεσαν το βρέφος επιτρέποντας το να κρατήσει τη λάμψη του φεγγαριού στο κορμί του για πάντα. Δεν είναι κάτι που γίνεται συχνά. Οι θεοί τις εποχές εκείνες δύσκολα κάνανε τέτοια δώρα σ’ ανθρώπους.

Όταν ο πατέρας του μωρού αντίκρισε αυτή τη σκηνή, λυγμοί συντάραξαν το στήθος του και κατάρες προς τους Θεούς του Θανάτου για το χαμό της γυναίκας του ξεφώνισε.

Έδωσε εντολή στη γριά να προσέχει το μωρό και κείνος με μοιρολόγια πήρε την γυναίκα του αγκαλιά και την έκλαψε όλο το βράδυ.
Ξημερώματα πήρε το άψυχο κορμί της και το εναπόθεσε στο γρασίδι του λόφου που βρισκόταν απέναντι από το σπίτι τους.
Έσκαβε πολύ ώρα το μαλακό χώμα, βουβά κλαίγοντας και την έθαψε ψύχραιμα βάζοντας το σώμα της έτσι, ώστε τα μάτια της να κοιτούν προς το σπίτι που έζησαν την αγάπη τους.

Μπήκε μέσα στο δωμάτιο που βρισκόταν το μωρό και αφού έδιωξε την γριά, απόμεινε μονάχος να κοιτάζει το βελούδινο κορμί του μωρού, που στάθηκε η αιτία να χάσει την γυναίκα του.
Δεν μπορούσε να πιστέψει ακόμη πως την έχασε, αυτήν για την οποία ήταν ο λόγος που ζούσε.
Πίστευε πως οι θεοί τον τιμωρούν σκληρά για κάτι που ο ίδιος δεν μπορούσε να εξηγήσει.

Ξανάφερε στο νου του τα προηγούμενα χρόνια της ζωής του μήπως και βρει κάποια ατιμωτική πράξη προς τους θεούς, μα όσο και αν προσπαθούσε να θυμηθεί έστω και μια, δεν μπόρεσε.
Έζησε με σύνεση και με σεβασμό προς τους θεούς και πίστευε πως η ανταμοιβή του δεν θα έπρεπε να ήταν ο θάνατος της γυναίκας του.
Προς τι λοιπόν αυτή η οργή που έδειχναν οι θεοί στην οικογένειά του;
Αδυνατούσε να απαντήσει.

Πως όμως να ‘ξερε ο δυστυχής το χάρισμα που οι θεοί επέτρεψαν στον γιο του να έχει. Δεν θα το μάθαινε ποτέ.
Προς στιγμήν, τα μάτια του πήραν μια λάμψη όμοια με κείνων των ανθρώπων, που το παρουσιαστικό τους τρομάζει όποιον κοιτούν και από τη μια κοίταζε το μωρό, και από την άλλη, το βλέμμα του χανόταν μέσα στο σκοτεινιασμένο από άσχημες έννοιες μυαλό του, θαρρείς πως τούτος ο άνθρωπος ήταν στα πρόθυρα της τρέλας, μα γρήγορα έδιωξε τις όποιες άσχημες σκέψεις που πήγαν να εισβάλλουν στο εύθραυστο εκείνη την ώρα μυαλό του, παίρνοντας το μωρό στην αγκαλιά του και σηκώνοντάς το ψηλά.

Το ήρεμο πρόσωπο του μωρού επέδρασε καταλυτικά στο θυμό του άντρα και αμέσως μετά το φίλησε στο μέτωπο γαλήνιος για πρώτη φορά, δίνοντας υπόσχεση στον εαυτό του, πως θα γινόταν και μητέρα μαζί για τον γιο του.

Ο πατέρας του, του έδωσε το όνομα Φαρ-Κα που στην Αρχαία Γλώσσα των Παλιών Κατοίκων σημαίνει ΄΄Γιος Του Φεγγαριού΄΄ γιατί εντυπωσιάστηκε όταν το πρωτόδε στην αγκαλιά της νεκρής γυναίκας του όταν το φεγγάρι το έλουζε με το φως του.
Από κείνη τη μέρα όλες τις φορές που το φεγγάρι γέμιζε το έβαζε στην κούνια του αφήνοντάς το στην αυλή του σπιτιού του και θαύμαζε το θέαμα που το σώμα του μωρού του πρόσφερε.

Εκστασιασμένος ο πατέρας του έβλεπε τα χρώματα του φεγγαριού να χοροπηδάνε με χάρη πάνω του και το ένα χρώμα να διαδέχεται το άλλο.
Έβλεπε το γιο του να τον τυλίγει μια θεϊκή λάμψη και το σώμα του να την δέχεται τόσο φυσιολογικά που θαρρείς κάποιοι θεοί βάλθηκαν να παίξουν και χρησιμοποίησαν τα χρώματα που το φεγγάρι τους έδινε.

Συνειδητοποίησε πως η Θεά της Γονιμότητας είχε τους λόγους της που πήρε τη ζωή της γυναίκας του δίνοντας ζωή στο μωρό της και αυτό τον έκανε να νιώσει πολύ καλύτερα αν και μελαγχόλησε λιγάκι στην ανάμνηση της αγάπης του.

Αυτό το μωρό είμαι εγώ.
Ναι το αγόρι, ο Φαρ-Κα που το φεγγάρι με αγάπησε σαν να ήμουνα γιος του και μου χάρισε τη λάμψη που θα με συντροφεύει στο υπόλοιπο της ζωής μου.

Έπειτα από εβδομήντα μέρες ο πατέρας μου έσφαξε δυο από τα καλύτερα κατσίκια του κοπαδιού του και σκόρπισε το αίμα τους προς όλα τα σημεία του ορίζοντα σημαδεύοντας ταυτόχρονα τέσσερις φορές τα χείλη μου.
Τα εντόσθια τα έκαψε προς τιμήν της μητέρας μου στο βωμό του χωριού μας.
Με το κρέας τάισε τους συγχωριανούς του και με το δέρμα με σκέπαζε τα παγωμένα βράδια του χειμώνα.

Μεγάλωνα όπως όλα τα παιδιά του χωριού μου.
Βοηθούσα τον πατέρα μου στις δουλειές του και αυτός πολλές φορές με έπαιρνε στο κοντινό δάσος και μου μάθαινε την τέχνη του κυνηγιού.
Στα παγωμένα νερά του Κέρκων μ’ έμαθε να κολυμπώ και να ψαρεύω.
Τα βράδια ο πατέρας, μου μάθαινε να διαβάζω τα ιερά κείμενα των προγόνων μας και να βαδίζω σύμφωνα μ΄ αυτά.
Δεν ένιωθα όμως ικανοποίηση από αυτά που ο πατέρας, μου μάθαινε χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν έδειχνα την πρέπουσα προσοχή σε ότι μου έλεγε.

Μαθημένος στη σκληρή πειθαρχία που μου είχε επιβάλει έτρεφα σεβασμό στους πρεσβυτέρους του χωριού και πολύ περισσότερο στον πατέρα μου.

Γοητευόμουν όταν τύχαινε να συνομιλήσω με ασκητές που κάνανε στάση στο σπίτι μας για ξεκούραση πριν τραβήξουνε το μεγάλο δρόμο που οδηγεί στα φαράγγια του Ζέστρα, ώστε να βρουν την ψυχική γαλήνη που θα τους έφερνε πιο κοντά στην αλήθεια.

Άκουσα φοβερές ιστορίες για ανθρώπους που δεν σεβάστηκαν τα πρώτα κείμενα και τώρα τρομαγμένοι και καταραμένοι, γυρνάν στα μονοπάτια του Ζέστρα μην έχοντας σκοπό παρά μόνο τον θάνατο που θα τους λυτρώσει από την μίζερη και άθλια ζωή τους.

Πολλές φορές τους άκουγα να μιλούν και για την κολασμένη πόλη της Σαϊς όπου δολοφόνοι, κλέφτες και πόρνες κυριαρχούσαν στους δρόμους της.

Οι βάρβαροι Κράτσακ κατάφεραν μέσα σε λίγα χρόνια να ισοπεδώσουν κάθε ιστορικό μνημείο και να παραδώσουν στις φλόγες την μεγάλη βιβλιοθήκη της Σαϊς.
Συνέχεια ρώταγα τον πατέρα μου να μου μιλήσει για την θρυλική πόλη της Σαϊς μα ποτέ δεν μου ‘κανε την χάρη λέγοντάς μου πως δεν είχε έρθει η ώρα ακόμη για να μάθω. Γνώριζα μόνο αυτά που ήξερε όλος ο κόσμος, τίποτα παραπάνω.

Έκαναν τα περισσότερα δωμάτια της βιβλιοθήκης οίκους ανοχής βάζοντας μέσα σ’ αυτά τις ομορφότερες παρθένες της πόλης.
Ευτυχώς που βρέθηκαν ορισμένοι γενναίοι βιβλιοθηκάριοι που μαζί με τον γιο του νεκρού Μέγα Βιβλιοδέτη Λοκρό που αψηφώντας τις φλόγες και τους κινδύνους που εγκυμονούσαν οι πράξεις τους κατάφεραν να σώσουν μεγάλο μέρος των αρχαίων κειμένων.
Τα κείμενα αυτά σιγά σιγά μεταφέρθηκαν με μεγάλη μυστικότητα στα βουνά του Ζέστρα όπου μόνο μυημένοι μπορούσαν να πάνε και να τα μελετήσουν.

Η επιλογή των μυημένων αγοριών γινόταν αυστηρά από μια επιτροπή η οποία έλεγχε προσεκτικά το γενεαλογικό δέντρο του κάθε αγοριού ώστε να αποφευχθεί πιθανόν επιλογή ενός βάρβαρου Κράτσακ.
Την επιτροπή την είχε ιδρύσει πριν πάρα πολλά χρόνια ο γενναίος Λοκρό.
Μ’ αυτόν τον τρόπο η αρχαία γραφή περνούσε από γενιά σε γενιά και δεν χανότανε η πλούσια κληρονομιά των Παλιών Σοφών των αρχαίων χρόνων.

Όλα αυτά τα μάθαινα ακούγοντας τον πατέρα μου να συζητά με τους ασκητές για την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα και η ζωή στην αγαπημένη του προγονική πόλη.
Αφού δεν μου έλεγε τίποτα από αυτά που ήθελα να μάθω, έστηνα αυτί και κρυφάκουγα συνεχώς τις συζητήσεις των μεγάλων.
Πολλές φορές συνόδευα κρυφά από τον πατέρα μου τους ασκητές μέχρι τους πρώτους λόφους του Ζέστρα πιέζοντάς τους να μου πουν περισσότερα για την Σαϊς.
Έτσι έμαθα αρκετά από αυτά που ο πατέρας μου προσπαθούσε να κρατήσει κρυφά από μένα.

Ο πατέρας μου γεννήθηκε στην πόλη της Σαϊς αλλά η οικογένειά του εκδιώχθηκε από το σπίτι τους γιατί οι Κράτσακ είχαν υπόνοιες πως μια μεγάλη ομάδα των Παλιών Κατοίκων ετοίμαζαν εξέγερση.
Ο πατέρας μου φυσικά δεν ήξερε τίποτα για όλα αυτά καθώς δεν είχε ξεπεράσει ακόμη τα δέκα του χρόνια, ωστόσο ο μεγαλύτερος αδερφός του είχε όντως εισχωρήσει σ’ αυτή την ομάδα αναλαμβάνοντας οργανωτικά καθήκοντα, καθώς μέλημά του ήταν να συγκεντρώσει όσο το δυνατόν περισσότερο Παλιούς Κατοίκους στην οργάνωση.

Στόχος τους ποιος άλλος από το να ξεκινήσει μια εξέγερση και να διώξει από την πόλη του τους απολίτιστους δυνάστες Κράτσακ.
Οι Κράτσακ όμως έχοντας δωροδοκήσει αλλά και εκβιάζοντας πολλούς απ’ τους Παλιούς Κατοίκους κατάφεραν να διαλύσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα αυτή τη νεογέννητη επαναστατική ομάδα συλλαμβάνοντας τους πρωτεργάτες αυτής της κίνησης και κόβοντάς τους τα κεφάλια - και του αδερφού του φυσικά - στην κεντρική αγορά της πόλης για παραδειγματισμό.

Η οικογένεια του πατέρα μου το ίδιο βράδυ κατάφερε να γλιστρήσει έξω από την πόλη δίνοντας χρήματα στους φρουρούς της πύλης γλιτώνοντας από βέβαιο θάνατο.

Έτσι εγκαταστάθηκαν σ’ αυτό το χωριό που γεννήθηκα εγώ αρκετά μακριά από την πόλη, κοντά στους πρόποδες του πελώριου Ζέστρα.

Το τοπίο ειδυλλιακό, με τον Κέρκων να κόβει στη μέση την κοιλάδα και στις όχθες του πελώρια δέντρα να δίνουν ζωή στο μικρό χωριό.

Τον χειμώνα η ομίχλη σκέπαζε τα πάντα και έδινε μια τρομερή όψη στον ποταμό.
Χιόνι κάλυπτε τα πάντα αρκετούς μήνες το χρόνο χωρίς αυτό να σημαίνει πως δυσκολευόταν η ζωή των κατοίκων της μικρής κοιλάδας.
Το κυνήγι ήταν άφθονο και τα δέρματα των θηραμάτων ζεσταίνανε τα κορμιά των κατοίκων.

Το καλοκαίρι δροσιζόμασταν στα νερά του μεγάλου ποταμού και το βράδυ ο πατέρας μου υπό το φως των κεριών μου μάθαινε την γραφή και όλα τα αρχαία κείμενα των Παλιών Σοφών.

Ο πατέρας μου δίδαξε πως να χρησιμοποιώ το μυαλό μου σε κάθε δύσκολη κατάσταση λέγοντάς μου πως ο πανικός είναι ο φοβερότερος και ο πιο ύπουλος εχθρός κάθε ανθρώπου. Σε κάνει ανασφαλή, επιρρεπή στο λάθος που σε κείνες τις εποχές, σου κόστιζε τη ζωή.

Έμαθα να χρησιμοποιώ τα όπλα, καλύτερα από τον οποιονδήποτε και δεν δίσταζα να τα βάζω με μεγαλύτερους από εμένα σε ηλικία και πιο δυνατούς.
Κατάφερνα όμως να τα βγάζω πέρα, χάρις σ’ αυτά που μου δίδασκε ο πατέρας μου.

Μη σας περάσει απ’ το μυαλό πως ο πατέρας μου διηΦΓγιότανε τις δικές του ιστορίες, ήταν πολύ μετριόφρων για να κάνει κάτι τέτοιο, απλά υπήρχαν πολλοί στην ηλικία του που τον θαυμάζανε και ήταν πρόθυμοι να διηγηθούν τις ιστορίες του σ’ εμένα τον γιο του.

Κάποτε όταν, ήταν δεν ήταν ακόμη άντρας - γιατί τα γένια του δεν είχανε βγει ακόμη στο πρόσωπό του - είχανε βγει για να παραφυλάξουν και να δουν τι ήταν αυτό το μυστηριώδες ζώο που έτρωγε τα ζωντανά τους.
Μετά από πολλές μέρες παρακολούθησης, καταλάβανε πως είχαν να κάνουν με μια μεγάλη γκρίζα αρκούδα, που κατέβαινε στη μικρή κοιλάδα και κατασπάραζε για πολύ καιρό τα ανυπεράσπιστα ζώα των χωρικών.
Στήσανε λοιπόν τις παγίδες τους ανοίγοντας τα μεγάλα δόκανα που είχαν και περιμένανε την αρκούδα να κάνει την εμφάνισή της.

Ήταν πάλι ο πατέρας μου ο οποίος μαζί με δυο φίλους του, πήγαν να ελέγξουν τις παγίδες και διαπίστωσαν πως σε μια απ’ αυτές η αρκούδα πάτησε το μεγάλο δόκανο και πιάστηκε το πόδι της ανάμεσα.
Γρύλιζε άσχημα καθώς το δόκανο της είχε σπάσει το κόκαλο, κόβοντας μεγάλο μέρος του ποδιού της.
Όταν είδε τους τρεις φίλους να πλησιάζουν προς το μέρος της, αγρίεψε ακόμη περισσότερο προαισθάνοντας πως αυτοί ήταν οι υπαίτιοι για την κατάστασή της.
Σηκώθηκε στα πίσω πόδια της και κουνώντας με δύναμη το σπασμένο πόδι της, έκοψε το κρέας που το συγκρατούσε στη θέση του ελευθερώνοντάς την.
Όρμησε λυσσασμένη προς το μέρος του πατέρα μου και των φίλων του οι οποίοι είχαν παραλύσει βλέποντας αυτήν την εξέλιξη.

Μη χάνοντας την ψυχραιμία ο πατέρας μου έβγαλε με μια γρήγορη κίνηση το μαχαίρι του και την ώρα που το ακρωτηριασμένο ζώο έφτανε σε απόσταση αναπνοής απ’ τους τρεις τους, αστραπιαία και με μεγάλη δύναμη κάρφωσε το μαχαίρι στην καρδιά της αρκούδας, η οποία πρόλαβε και με τα μεγάλα και κοφτερά της νύχια τον πλήγωσε στον αριστερό του ώμο αφήνοντας του μια βαθιά ουλή να του θυμίζει αυτό το περιστατικό.

Ήταν ένα από τα λίγα περιστατικά που μου διηγήθηκε ο ίδιος ο πατέρας μου, όταν τον είχα ρωτήσει, βλέποντας την ουλή στον ώμο του, από πού είχε προέλθει.

Κάπως έτσι μεγάλωσε και μένα.
Μου δίδαξε πώς να ξεχωρίζω το καλό από το κακό και πώς να είμαι δίκαιος με τους ανθρώπους.

Δεν πρόλαβε να με δει να βγάζω γένια γιατί ο θάνατος ήρθε και τον πήρε γρήγορα από κοντά μου.
Η ζωή μου είχε πάρει τότε μια τελείως διαφορετική τροπή.
Ένοιωθα ένα τεράστιο κενό μέσα μου που δεν μπορούσα να το γεμίσω με τίποτα.
Τότε κατάλαβα τι σημαίνει πόνος.

Μια μέρα κρυφάκουσα έξω από την πόρτα του σπιτιού μας το ξέσπασμα του πατέρα μου προς τον Υπέρτατο όλων μας.

΄΄Γιατί τρυφερέ και άγριε μ’ έπλασες έτσι;

Για ποιο σκοπό;

Γιατί δεν μου έδωσες μια απλή ζωή να ζήσω και να με πάρεις σαν όλους τους άντρες παρά κατατρώγεις τη σάρκα μου μ’ αυτόν τον άγριο, άνανδρο κι αισχρό τρόπο;

Γιατί είσαι τόσο αδιάφορος προς σε μένα κολασμένε;΄΄ τον άκουσα κλαίγοντας να λέει.

Τον έβλεπα να λιώνει μέρα με την μέρα και γω μη μπορώντας να κάνω τίποτα, στεκόμουν στο προσκεφάλι του κλαίγοντας βουβά όταν ο ύπνος τον έπαιρνε στην αγκαλιά μου, και προσπαθώντας να φανώ δυνατός όταν ήταν ξύπνιος αυτός με κοίταζε με κείνα τα μάτια που τόσο αγάπησα την λάμψη τους.

Η απώλεια του πιο αγαπημένου μου προσώπου με καταρράκωσε συναισθηματικά και συντετριμμένος από τον θάνατό του τον αποχαιρέτησα.

Με προβλημάτιζαν πολύ οι τελευταίες του λέξεις που βγήκαν από το στόμα του όταν ξεψύχαγε στην αγκαλιά μου.
Πρόλαβε και μου είπε να μην ανησυχώ για τίποτα και πως οι θεοί είχαν χαιρετίσει την έλευσή μου με περηφάνια.
Μου είπε ακόμη πως τούτη η γη θα φροντίσει για μένα αν καταφέρω και ενωθώ με τα στοιχειά της.

΄΄Δεν είναι μακριά η στιγμή΄΄ - μου ψέλλισε- ΄΄που θα βρεις την αρχή του προορισμού σου΄΄, και έπειτα μ’ άφησε, έφυγε για πάντα από κοντά μου, από μένα που τον είχα θεό μου.

Έκλαψα, έκλαψα πολύ για πολλές μέρες μα ποτέ μου δεν ξανάκλαψα από απώλεια αγάπης.
Το κλάμα αυτό μ’ ανακούφισε, ήταν βάλσαμο για τα αισθήματά μου, έφυγε το βάρος του θανάτου του από πάνω μου και δεν ξανάρθε,

γιατί πλέον ο χρόνος δεν έχει καμιά σημασία για μένα.
Τον ξεπέρασα.

Το Όνειρο

Θυμάμαι ακόμη εκείνη την ημέρα, όταν ο αγέρας σηκώθηκε ξαφνικά και αφέθηκα στο ρυθμό του μ’ ένα γοερό κλάμα φόβου ενώ ταυτόχρονα έτρεξα γρήγορα προς το δάσος και ακούμπησα στο πρώτο δέντρο που βρέθηκε μπροστά μου.

΄΄Γιατί σε μένα;΄΄
φώναξα με μια στριγκλιά που άνθρωπος δεν έχει βγάλει.
΄΄Μη με τιμωρείς μ’ αυτό τον τρόπο βασανιστή ανθρώπων΄΄
ξαναφώναξα.

Άδικα.
Δεν μ’ ακούει κανείς.

Ο πόνος και η αγωνία ζωγραφισμένη στα μάτια μου.
Μάτια που λάμπουν σε κάθε πλατάγισμα φύλλου.
Μόνος μέσα σ’ αυτό το δάσος δεν έχω καταφέρει να αποσπάσω λίγη από την ηρεμία του.

΄΄Μου πήρες ότι αγαπούσα ΄΄.

Με την βροχή και την δύναμη του ανέμου να μαστιγώνουν το σώμα μου, προσπαθώ να συρθώ σε ένα κοίλωμα ανάμεσα σε πεσμένους κορμούς δέντρων και να χωθώ σ’ αυτό το φυσικό καταφύγιο.
Θυμάμαι πως ο αέρας προσπαθούσε να με χτυπήσει αλλά μάταιος κόπος.
Το μόνο που κατάφερνε ήταν να με πλησιάζει, μα όχι αρκετά.

Θυμάμαι ακόμη πως έπεσα σ’ ένα βαθύ ύπνο, όταν ξαφνικά στρατιές αγγέλων βλέπω να ορμούν καταπάνω μου.
Η τέλεια εικόνα που είδα μ’ έκανε να το βάλω στα πόδια.
Προσπάθησα απεγνωσμένα να πιαστώ από πανέμορφους κενταύρους που περνούσαν από κοντά μου για να γλιτώσω και να χαθώ μαζί τους στο ταξίδι της ειρήνης και της γαλήνης μα δεν τα κατάφερα.
Ούτε η προσευχή μου στους θεούς δεν έφερε αποτέλεσμα.

Απ’ το χάος που βρισκόμουν να αιωρούμαι μια δυνατή φωνή ακούστηκε να μιλάει.
Μια φωνή αλλόκοτη όπου και μετά βίας μπορούσα να καταλάβω τι έλεγε.
Μιλούσε την γλώσσα των Παλιών Κατοίκων της Σαϊς που μου την είχε διδάξει ο πατέρας μου όταν μάθαινα τα Αρχαία Κείμενα.

Έλεγε η φωνή:

Βέβηλα βλέμματα σε καθηλώνουν,
Οργώνουν την καρδιά σου βρώμικα μάτια,
Το θαύμα που περίμενες σε ξέχασε,
Πρόσχαροι θεραπευτές άρχισαν να σε κυκλώνουν,
Προσπαθείς να ξεφύγεις – Μάταια – Ουρλιάζεις - Μάταια.
Πιάνεσαι από το πρώτο όνειρο που περνά μπροστά σου,
Σ’ ακολουθούν - φωνάζεις πως δε θες βοήθεια,
Σ’ ακολουθούν μπαίνοντας και στο δεύτερο όνειρο,
Σου σχίζουν τα ρούχα – μένεις γυμνός,
Γυμνός μπαίνεις και στο τρίτο σου όνειρο,
Δεν μπορείς να ξεφύγεις – τα νύχια τους θα απλωθούν ξανά,
Και θα ξηλώσουν κάθε τι ανθρώπινο – δεν θα μείνει τίποτα,
Καταλαβαίνεις πως θα σε χρησιμοποιήσουν,
Ψάχνεις τα όνειρα – εξερευνείς ότι είναι δυνατό,
Είναι άδεια – και δεν μπορείς να μπεις σε άδεια όνειρα,
Τόσα χρόνια προσπαθείς μάταια – καταδικάστηκες,
Το όνειρο θα μείνει άπιαστο;
Και συ θα ξαναρχίζεις απ’ την αρχή;
Βρες την αρχή του σωστού ονείρου μέσα από τη φύση,
Αυτή ορίζει τα πάντα.

Τα λόγια αυτά μ’ έκαναν να ζητήσω λύτρωση απ’ το Θεό του Σκότους γιατί με τρόμαξαν υπερβολικά.

Μ΄ έκαναν ν’ αναζητήσω τον πατέρα μου.

Καθώς τρέμοντας σκεφτόμουν αυτά τα τρομακτικά λόγια, χώθηκα στο πρώτο ανθρωπόμορφο κτήνος που πέρασε από μπρος μου.
Ξέρετε, είναι από κείνα τα όντα που μοιάζουν μ’ ανθρώπους μα παραείναι σκοτεινά για να ‘ναι άνθρωποι.
Μόνο τα μάτια τους ξεχωρίζουν μες στο ψυχρό πυκνό σκοτάδι απ’ το κόκκινο σαν του αίματος χρώμα.

Σηκώνομαι ψηλά πάνω στη ράχη του βλέποντας τα φτερά του κτήνους και νοιώθοντάς τα σε κάθε τίναγμά τους.
Τα ουρλιαχτά τους σχίζουν τον αέρα φοβίζοντάς με ακόμη περισσότερο και νοσταλγώντας κάτι πιο ανθρώπινο, μα είναι κρίμα γιατί το ταξίδι ξεκίνησε δίνοντας την υπόσχεσή μου να φτάσω στον τελικό προορισμό μου ότι και να γίνει.

Κοιτώντας πίσω από τον ώμο μου βλέπω τους αγγέλους να ξεμακραίνουν μα τον θάνατο να πλησιάζει όλο και πιο κοντά.
Έβγαλα ένα ουρλιαχτό ικανοποίησης σκεφτόμενος πως αυτός ο ύπνος θα ‘ναι ατελείωτος.
Αμέσως μετά, ένα δυνατό ράπισμα του ανέμου, μ’ έκανε να ξυπνήσω απ’ τον λήθαργο που είχα πέσει, ξαναφέρνοντάς με στον κόσμο των ζωντανών και θυμίζοντάς με, τα λόγια του πατέρα μου και τον λόγο για τον οποίο είχα γεννηθεί και δεν είχα συνειδητοποιήσει ακόμη.

Έτσι λοιπόν είδα τον θάνατο να έρχεται και να μου παίρνει τον πατέρα μου και συνάμα καλύτερό μου φίλο.
Αναστατώθηκα βλέποντας πόσο ευάλωτος ένιωσα όταν τον πρωτόδα.
Αποφάσισα πως ήταν καιρός να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου μα πως;
Την απάντηση θα την έπαιρνα λίγο καιρό αργότερα.

Δεν είχα βρει τον δρόμο μου και ήμουν λιγάκι τρομαγμένος από την αποφασιστικότητα που έδειχνα.
Δεν ήξερα που θα με βγάλει.
Αυτό το πανέμορφο και πανύψηλο βουνό ο Ζέστρα ορθωνόταν μπροστά μου.
Παραήταν ψηλός για να αποφασίσω να τον κυριεύσω τότε.
Δεν μου πέρναγε καν από το μυαλό η ιδέα να τον ανέβω.
Βρισκόμουν πριν το μεγάλο ποτάμι του Κέρκων, πάνω στους λόφους νότια του Ζέστρα.
Ο Κέρκων μας χώριζε, μα όχι για πολύ όπως αποδείχτηκε αργότερα.

Είχα ταξιδέψει σ’ όλο τον γνωστό μέχρι τότε κόσμο, μα η ικανοποίηση δεν ερχόταν εύκολα. Έτσι στην απέλπιδα προσπάθειά μου να πλησιάσω την αλήθεια καταπονούσα το σώμα μου ανεβαίνοντας τα βουνά της περιοχής - όχι του Ζέστρα φυσικά - και έρημες εκτάσεις, πάντα πεινασμένος και διψασμένος μέχρι να έρθει το σημάδι που περίμενα εδώ και χρόνια μα φαίνετε πως αυτό με είχε ξεχάσει.

Πάλευα λοιπόν στην ανυπαρξία μου ώσπου μια μέρα άλλαξε όλη η ζωή μου έπειτα από μια συνάντηση μ’ εκείνον τον παράξενο ας πούμε γέρο.

Ήτανε χειμώνας ένας βαρύς χειμώνας.
Ένοιωθα μόνος, πολύ μόνος.
Δεν χρειάζεται να ‘σαι μακριά από τους ανθρώπους για να νιώσεις έτσι.
Θυμόμουν πως και όταν ζούσα μαζί τους πολλές φορές, τις περισσότερες ένιωθα μόνος.

Ποτέ δεν είχα φανταστεί πως θα συνέχιζα το ταξίδι της ζωής χωρίς αυτόν. Τα χρόνια που πέρασα μαζί του ήταν τα ομορφότερα της μέχρι τώρα ζωής μου.
Ήταν εκείνος που μου δίδαξε ότι ήξερα μέχρι τώρα. Εφόδιο οι γνώσεις μου σ’ αυτό το μοναχικό ταξίδι.
Πολλές φορές θυμάμαι τα λόγια του όταν καθόμασταν τα ήσυχα εκείνα βράδια που σε φέρνουν ακόμη πιο κοντά στη φύση. Βουίζουν ακόμη στα αυτιά μου οι συμβουλές του.
Μ' αυτές τις σκέψεις να τριγυρνάν στο μυαλό μου, κουλουριάστηκα και στριφογύρισα στο σημείο που' χα διαλέξει για να κοιμηθώ το βράδυ.

Δεν μπορούσα να κοιμηθώ.
Τα ερωτήματα πολλά, οι απαντήσεις λίγες.
Πάντα, κάθε βράδυ χρόνια τώρα τα ίδια πράγματα να στριφογυρίζουν στο μυαλό μου, και κάθε βράδυ να προσπαθώ να διώξω όλα αυτά τα ερωτήματα που γέμιζαν το κεφάλι μου.
Πολλές φορές το κατάφερνα αυτό, μα τούτο το βράδυ είχαν αγκιστρωθεί σε κάθε σημείο του μυαλού μου και αδυνατούσα να ξεφύγω.

Έβγαλα ένα ουρλιαχτό, νομίζοντας πως αν άκουγα τη φωνή μου θα μπορούσα να ξεθολώσω απ’ αυτό το συνοθύλευμα των ερωτήσεων που σαν στρατιά μυρμηγκιών είχαν εισβάλλει στο εύθραυστο μυαλό μου.
Τελικά ο Θεός του ύπνου με πήρε στην αγκαλιά του, και μου ‘δωσε την ικανοποίηση της ξεκούρασης.

Εκείνο το βράδυ, είδα ένα παράξενο όνειρο.
Ήμουν πάνω απ’ το έδαφος, και παρατηρούσα καταγράφοντας με απόλυτη ακρίβεια και γρηγοράδα, οτιδήποτε κινούνταν.
Έτσι παρατήρησα τον χορό του άνεμου, την μυρουδιά των λουλουδιών και τα ίδια τα λουλούδια που χόρευαν ασταμάτητα.
Έβλεπα ακόμη, και τα μικροσκοπικά σκουλήκια, που βρισκόταν κάτω απ’ το έδαφος.
Ένιωσα το τράνταγμα του βουνού, που βογκούσε απ’ το βάρος όλων αυτών που έγιναν στο σώμα του, και το συμπόνεσα.
Παρατηρούσα με μεγάλη προσοχή, αυτά που η φύση αποφάσισε να μου δείξει, και ξαφνικά ένα χέρι απλώθηκε στους ωμούς μου.
Γύρισα το κεφάλι μου, και ξαφνιάστηκα όταν είδα τον νεκρό μου πατέρα, να με αγκαλιάζει.
Προσπάθησα να τον αγγίξω, αλλά δεν μπόρεσα.
Εν τούτοις, ένιωθα το δικό του άγγιγμα.

΄΄Μη φοβάσαι και αφήσου σε μένα΄΄
άκουσα να μου λέει.

Με πήρε στην αγκαλιά του, και με σήκωσε ψηλά, εκεί όπου μόνο τα πούλια έχουν τη χάρη να ταξιδεύουν.
Έγειρα το κεφάλι στον ώμο του πατέρα μου, και άρχισα να κλαίω με λυγμούς.
Ο νεκρός πατέρας μου με κοίταξε συμπονετικά και δεν μίλησε παρά μόνο όταν σταμάτησα να κλαίω.

΄΄Το ταξίδι τώρα αρχίζει και για σένα.

Μην φοβάσαι ότι κι αν σου συμβεί.

Θα φτάσεις εκεί που θέλεις, μα θα πρέπει να δείξεις υπομονή και να αποδεχτείς αυτά που η φύση ορίζει.

Είμαστε μέρος της, είτε νεκροί είτε ζωντανοί.
Έχεις πολλά ακόμη να κάνεις΄΄.

Καθώς μου ‘λεγε αυτά με οδήγησε και με απόθεσε εκεί απ’ όπου με είχε σηκώσει.
Ξύπνησα με ξεκάθαρο μυαλό, χωρίς σύγχυση, μα με δακρυσμένα μάτια.
Αναρωτήθηκα τι να σήμαιναν τα λόγια του νεκρού μου πατέρα από τη μια, και τρόμαξα απ’ την καθαρότητα του μυαλού μου απ’ την άλλη.

΄΄Λογικά θα ‘πρεπε να ‘μουν τρομαγμένος και φοβισμένος, μα δεν νιώθω τίποτα απ’ τα δυο, παρά μόνο μια ηρεμία που τυλίγει όλο μου το σώμα΄΄
σκέφτηκα.

Σηκώθηκα κι έριξα ένα ξύλο στη φωτιά, που κόντευε να σβήσει, και τα μάτια μου εστιάσθηκαν στις φλόγες, που στο μεταξύ, είχαν αρχίσει να μεγαλώνουν, φωτίζοντας το σημείο όπου είχα πέσει για ύπνο, καθώς δεν είχε ακόμη ξημερώσει.

Προσπάθησα να κοιμηθώ αλλά μάταια.

Ήμουνα ξύπνιος όταν ο ήλιος έκανε δειλά την εμφάνιση του απ’ το βουνό αντίκρυ.
Κοίταξα τις φλόγες που τρεμόπαιζαν και σηκώθηκα βαριεστημένα.
Χασμουρήθηκα τεντώνοντας τα χέρια μου και προχώρησα με βήμα αργό για το ρυάκι που βρισκόταν λίγα μέτρα πιο κάτω.

Παρατήρησα δυο ελάφια που έπιναν νερό.
Καθώς πλησίαζα, πρόσεξα πως ενώ με είχαν αντιληφθεί, δεν τρόμαξαν.
Σήκωσαν ελαφρά τα κεφάλια τους προς το μέρος μου, και συνέχισαν αδιάφορα να σκύβουν στο ρυάκι και να πίνουν νερό.

Στάθηκα μια ανάσα δίπλα τους και μίλησα χαιρετώντας τα, και διασκεδάζοντας, τελικά μ’ αυτή την κατάσταση. Έσκυψα και βούτηξα το κεφάλι μου στο νερό νιώθοντας το δροσερό και κρύο.

Τίναξα τα μακριά μου μαλλιά, και με τις δυο μου χούφτες έριξα λίγο νερό ακόμη στο πρόσωπο μου.
Τράβηξα με τα χέρια τα μαλλιά μου πίσω και σηκώθηκα φωνάζοντας καλημέρα στη φύση.

Ένιωθα ανάλαφρος και μια ευτυχία που δεν μπορούσα να καταλάβω από που προερχότανε να πλανάται στο σώμα μου.
Η ψυχική μου αυτή ευφορία με ακολούθησε και στο υπόλοιπο της ημέρας.
Καθώς λοιπόν έφευγα γελώντας και τρέχοντας, μερικές φορές, καταλάβαινα πως κάτι πάνω μου έχει αλλάξει.

΄΄Δεν μπορεί όμως να ‘ναι δυσάρεστη αυτή η αλλαγή που νιώθω΄΄

σκέφτηκα σταματώντας το τρέξιμο μου, για να παρατηρήσω ένα κοπάδι με άγρια άλογα που πέρναγε από μπροστά μου.
Χαμογέλασα και σήκωσα τα χέρια μου να χαιρετήσω την αγέλη, γιατί πραγματικά ήταν ένα θέαμα συναρπαστικό.

Ένα μαύρο γεροδεμένο άλογο, ήτανε πρώτο και πίσω του ακολουθούσανε καμιά δεκαριά άλλα με ξέφρενο ρυθμό.
Σταματήσανε όλα μαζί ταυτόχρονα, μπροστά μου, και το μαύρο άλογο άρχισε να χλιμιντρίζει κουνώντας το κεφάλι του και χτυπώντας με δύναμη στο έδαφος τα μπροστινά του ποδιά.

Έσβησε το χαμόγελο μου καθώς είδα αυτό που συνέβαινε ακριβώς μπρος στα μάτια μου, λίγα μόλις μέτρα μακριά μου.
Στάθηκα αναποφάσιστος για μια στιγμή, μα μόνο για μια στιγμή, και με θάρρος πλησίασα το γεροδεμένο άλογο.
Το άλογο βλέποντας με να πηγαίνω προς το μέρος του σταμάτησε να χτυπά τα πόδια του και να χλιμιντρίζει.

Το πλησίασα και με στοργή του χάιδεψα το λαιμό του.
Του ψιθύριζα λόγια αγάπης στο αυτί του συνεχίζοντας να το χαϊδεύω.
Προσπάθησα να πηδήξω στη ράχη του, μα δεν τα κατάφερα.
Σκέφτηκα τον εαυτό μου στη θέση του άλογου και ένιωσα ενοχές.

΄΄Ποιος είμαι εγώ που θα γίνω αναβάτης αυτού του αλόγου στερώντας του την ελευθερία που έχει;΄΄ σκέφτηκα.

Χτύπησα τα χέρια μου δυνατά, για να αναγκάσω το κοπάδι να φύγει αλλά τα άλογα δεν κουνήθηκαν απ’ τη θέση τους.

Γύρισα τότε δακρυσμένος την πλάτη μου στον πανέμορφο μαύρο αρχηγό τους και άρχισα να απομακρύνομαι με βήμα ταχύ από κοντά τους.
Κοίταξα για μια στιγμή πίσω μου, και είδα το άλογο να με κοιτά θλιμμένα.

Τότε άρχισα να τρέχω μη μπορώντας πλέον να κρατήσω τα δάκρυα μου άλλο.
Δεν ήταν λύπη αυτό που ένιωθα, μα δεν ξέρω τι θα μπορούσε να ήταν.

Μόνο αφού ξεμάκρυνα αρκετά συνειδητοποίησα και παρατήρησα αυτό που στο όνειρο μου την προηγούμενη νύχτα, νόμιζα πως ήταν κάτι που άνθρωπος δεν μπορούσε να πράξει.

Πρόσεξα λοιπόν τα πόδια μου να κινούνται ταχύτατα και το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου να μην νιώθει τα βήματα μου.
Σταμάτησα για μια στιγμή αυτό το αέρινο τρέξιμο και είδα τον εαυτό μου να αιωρείται πάνω απ’ το έδαφος μα μόνο για λίγο αφού σωριάστηκα αμέσως μετά κάτω, μη μπορώντας να ελέγξω την ισορροπία μου.

Ανακάθισα ακουμπώντας με τα δυο μου χέρια το κεφάλι μου και ξεχνώντας πια την αγέλη των αλόγων, που μ’ έκανε να αρχίσω αυτό το αέρινο τρέξιμο, προσπαθούσα να καταλάβω τι μου συνέβαινε.

Δεν έβγαζα κανένα νόημα.
Δεν υπήρχε καμία λογική εξήγηση που θα μπορούσα να δώσω, γι αυτό που έπαθα.

Η ψιλή βροχή που άρχισε να πέφτει στο μεταξύ, πήρε τη θέση της στο θέατρο της φύσης κι αυτή με τη σειρά της.
Σήκωσα τα μάτια μου στον ουρανό αφήνοντας τη βροχή να ξεπλύνει τα δακρυσμένα μου μάτια.

Κάθισα στην άκρη του βράχου, που χρόνια τώρα θα’ χε μάλλον βαρεθεί να βλέπει και να νιώθει τα ίδια και τα ίδια.
Εγώ όμως δεν ήμουν σαν όλους τους άλλους.
Το ένιωθα πως δεν ήμουν σαν τους άλλους.

Άρχισα λοιπόν να ατενίζω με όση προσοχή μπορούσα, το τοπίο που απλωνότανε μπροστά μου.
Έβλεπα την μικρή κοιλάδα, μια καταπράσινη έκταση, που ξετυλιγότανε μπροστά μου κι αυτό το θέαμα μ’ έκανε να φέρω στη μνήμη μου τα τόσο όμορφα παιδικά μου χρόνια.

Απογοητεύθηκα μια ακόμη φορά μ’ αυτή μου την ανάμνηση και άρχισα να συνειδητοποιώ πλέον πόσο δύσκολο είναι να μπορείς να ελέγχεις τις αναμνήσεις σου και τα έντονα συναισθήματά που σου προκαλούν.

Σηκώθηκα λοιπόν κι άρχισα να περπατώ αργά νωχελικά.
Ανέβαινα αυτό το λόφο σκεφτόμενος ποια κατεύθυνση να πάρω.
Τα πόδια μου όμως με οδηγούσαν.
Αφέθηκα λοιπόν σ’ αυτά και κοιτάζοντας αφηρημένα τράβηξα για το απέναντι βουνό.

Ο όγκος του Ζέστρα μου φαινότανε τεράστιος.
Ποτέ στο παρελθόν δεν είχα προσπαθήσει ν’ ανέβω σε τόσο μεγάλο ύψος.
Ακόμη και ο πατέρας μου μιλούσε με δέος γι αυτό το βουνό.
Μόνο μια φορά ανέβηκε και τον έχασα για μεγάλο διάστημα.
Όταν είχε έρθει μετά από μήνες βάλθηκε να μου μιλάει για τον σκοπό για τον οποίο είχα γεννηθεί.
Μου μίλαγε πάντα σοβαρά και λυπημένα λες και κάτι τραγικό θα μου συνέβαινε.
Θυμάμαι πως ήταν ένα κενό στη ζωή μου, μου είχε λείψει τρομερά.

Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκα καλά.

Ξύπνησα ξεκούραστα και συνέχισα τον δρόμο μου.
Στην αρχή παρατηρούσα κάθε τι που έπαιρνε μορφή μπροστά μου, μα σιγά σιγά η περιέργεια έδωσε τη θέση της στην αδιαφορία.
Δεν μπόρεσα όμως και πάλι να μην σκεφτώ το ρόλο που έπαιζα μέσα στο δάσος όπου περπάταγα.

Παρατηρούσα στην αρχή τα ζώα που συναντούσα στο διάβα μου και όπως εκείνα τα ελάφια, έτσι και εδώ, ότι ζωντανό συναντούσα με αποδεχόταν και πολλές φορές, τολμώ να πω με πικρία, δεν μου έδιναν καμιά σημασία, λες και δεν ήμουν άνθρωπος, λες και καταλαβαίνανε πως οι προθέσεις μου για τα ζώα δεν ήταν κακές.

Άρχισα να αποδέχομαι και γω την τόσο σπαστική αδιαφορία των ζώων απέναντί μου, και σκυθρωπά, λόγω της απάντησης που έδωσα στον εαυτό μου, προχωρούσα.

Πολλές φορές εκείνη την ημέρα προσπάθησα να τρέξω το ίδιο αέρινα όπως και πριν αλλά δεν κατάφερα τίποτα.
Φυσικά απογοητευόμουν αλλά είχα βαθιά την πεποίθηση μέσα μου πως κάποτε θα το κατάφερνα.
Η Συνάντηση

Ξαφνικά τον είδα.
Τρόμαξα και προσπάθησα να κρυφτώ πίσω από ένα δέντρο που βρήκα μπροστά μου.
Ήμουν όμως σίγουρος πως με είδε.

Ποιος ήταν, τι ζητούσε εδώ πάνω ήταν οι πρώτες ερωτήσεις που ήρθαν στο μυαλό μου.
Μα αυτό που θα προκαλούσε εντύπωση σε όποιον έβλεπε αυτό που πρώτος είδα, θα ήτανε ο τρόπος που ο γέρος καθότανε και ‘απολάμβανε’ την απογευματινή αύρα του δάσους.
Ήταν καθισμένος στη μέση ενός ξέφωτου του δάσους πάνω από ένα κούτσουρο και λέω ΄΄πάνω από΄΄, γιατί - αυτό είναι και το αδύνατο - ήτανε στον αέρα.

Κλειστά τα μάτια του, σταυρωμένα χέρια και πόδια και μισόγυμνος εκτός από ένα κουρέλι που έκρυβε τα γεννητικά του όργανα.
Το δέρμα του δεν είχε ούτε μια τρίχα, γεγονός που τον έκανε ακόμη πιο αποκρουστικό και απόκοσμο.

Το σώμα του λείο σαν ενός νεογέννητου μωρού.

Ο χρόνος θαρρείς λες δεν τον πρόσεξε ποτέ του.

Μα ήταν γέρος.

Το καταλάβαινα πως ήταν γέρος.
Όταν πρωτόδα τα μάτια του ανοιχτά εντυπωσιάστηκα από το χρώμα τους.
Έφερνε προς το κόκκινο αλλά δεν ήταν τέτοια που μπορούσαν να σε τρομάξουν.
Απεναντίας ξεχώριζες καλοσύνη και ζεστασιά μέσα τους.
Έτσι με θάρρος προχώρησα προς το μέρος του καλημερίζοντάς τον.

Ατάραχος εκείνος σηκώθηκε και με σοβαρό μα συνάμα γεμάτο φιλοξενία ύφος του μου έγνεψε να τον ακολουθήσω.

Πήραμε ένα μονοπάτι το οποίο δεν το έβλεπα όση ώρα βρισκόμουν εκεί, γιατί μεγάλα κλαδιά δέντρων έπεφταν στην είσοδό του και το κρύβανε.
Περπατήσαμε για αρκετή ώρα ώσπου μπροστά μας άρχισε να παίρνει μορφή ένα σπίτι το οποίο θα πρέπει να φύτρωσε εκεί μαζί με τα δέντρα που το περιτριγυρίζανε.

Το φως του ήλιου δεν έφτανε σε τούτο το σημείο του δάσους κι έτσι όλο αυτό το σκηνικό θα τρόμαζε έναν συνηθισμένο άνθρωπο αλλά δεν τρόμαξε εμένα.
Τους κορμούς των δέντρων για να τους αγκαλιάσεις θα ‘πρεπε να βάλεις οκτώ ίσως και δέκα άντρες μαζί για να το καταφέρεις.

Ήτανε αραδιασμένοι γύρω από το σπίτι και ψηλά ίσα με τον ουρανό. Ένα μικρό ρυάκι πέρναγε πολύ κοντά από το σπίτι δίνοντας με τον ήχο του ένα πολύ όμορφο τόνο στην όλη θέα.

Δεξιά και αριστερά από το μικρό μονοπάτι το πράσινο γρασίδι φάνταζε τόσο όμορφο που ακόμη και αυτοί οι παλιοί κάτοικοι της Σαϊς όταν ήταν στις δόξες της αν μπορούσαν να το δουν θα το ζηλεύανε.

Δεν βρήκα καμιά παραφωνία στο θέαμα που αντίκρισα, αντίθετα ήταν μια τέλεια εικόνα ενός μικρού κόσμου που θα μπορούσα άνετα να μπω σ’ αυτόν και να ζήσω το υπόλοιπο της ζωής μου.
Το σπίτι φτιαγμένο από κορμούς μεγάλων δέντρων δεν τάραζε την αρμονία της φύσης.

Ενώ παρατηρούσα όλα αυτά με θαυμασμό κάνοντας τις όμορφες σκέψεις μου, συνειδητοποίησα πως ο σύντροφός μου με περίμενε στο κατώφλι του σπιτιού για να μπούμε μέσα.

Πέρασα πρώτος και άκουσα πίσω μου τον γέρο να κλείνει την βαριά ξύλινη πόρτα.
Το μεγάλο παράθυρο που βρισκόταν αριστερά μου, άφηνε να μπει λίγο φως στο μεγάλο δωμάτιο, αρκετό ώστε να μπορέσω να διακρίνω τα λιγοστά έπιπλα που υπήρχαν μέσα σ’ αυτό.

Τέσσερα ξύλινα πόδια και ένα μεγάλο σανίδι με λίγα φύλλα πάνω του χρησίμευε σαν κρεβάτι κάτω από το παράθυρο όπου ο γέρος ανάπαυε το κορμί του.
Ένα μεγάλο τραπέζι με ένα κερί τεραστίων διαστάσεων πάνω του χρησίμευε σαν γραφείο, γιατί πρόσεξα μερικά βιβλία πάνω του, καθώς και μια τεράστια βιβλιοθήκη στο τοίχο δίπλα από το τραπέζι με εκατοντάδες βιβλία να την κοσμούν.
Υπήρχε μόνο μια καρέκλα στο δωμάτιο μπροστά από το μεγάλο τραπέζι.

Δέρματα ζώων ήταν ριγμένα στο ξύλινο πάτωμα ζεσταίνοντας λίγο τον χώρο.

Ο παράξενος αυτός γέρος αφού με άφησε να παρατηρήσω λιγάκι το χώρο κάθισε στην καρέκλα και άρχισε να με κοιτά περίεργα, παράξενα.

΄΄Σε περίμενα Φαρ-Κα΄΄
μου είπε με μια παράξενη μελωδική φωνή.
Δεν μίλησα καθώς κατάλαβα πως θα συνέχιζε αν και το ότι ήξερε το όνομά μου με τρόμαξε.

΄΄Με λένε Γκέρκο και εδώ θα μάθεις την αρχή του σωστού δρόμου από τη μια και τον λόγο της ύπαρξης σου από την άλλη΄΄
συνέχισε.

΄΄ Έχω μάθει πολλά πράγματα από τον πατέρα μου΄΄

του είπα, μα αυτός σοβαρός μου απάντησε

΄΄το ξέρω, ξέρω την πορεία σου μέχρι εδώ κι ακόμη ξέρω και την πορεία σου μετά από δω΄΄

Παραξενεύτηκα ακούγοντας αυτά και τον ρώτησα γεμάτος περιέργεια,

΄΄Μα πως ξέρεις τόσα πράγματα για μένα;
Νομίζω πως δεν είσαι παρά ένας ακόμη τρελός από αυτούς που δεν δώσανε σημασία στις παραδόσεις της πόλης της Σαϊς και των αρχαίων κειμένων της και τώρα ζεις κυνηγημένος από τους δαίμονές σου προσπαθώντας να εντυπωσιάσεις ανθρώπους περαστικούς από τον χώρο σου΄΄

του είπα χωρίς να καταλάβω πως είχα υψώσει την φωνή μου μιλώντας επιθετικά.

Ο Γκέρκο χαμογέλασε και άρχισε να απαριθμεί δεκάδες περιστατικά από την μέχρι τότε ζωή μου με τέτοια λεπτομέρεια που με ξάφνιασε υπερβολικά.

΄΄Ακόμη δεν με πιστεύεις΄΄ ρώτησε χαμογελώντας.

΄΄Μα πως … ΄΄ ψέλλισα σαν χαμένος.

΄΄Αρκέσου σ’ αυτά που ξέρεις και όλα θα έρθουν όπως πρέπει να έρθουν΄΄
μου είπε.

Από κείνη την ημέρα και έπειτα δεν τόλμησα να τον αμφισβητήσω ποτέ.
Μου φάνηκε πως πέρασαν αιώνες διαβάζοντας και ζώντας ασκητικά με τον Γκέρκο μα κάθε μέρα που περνούσε ήταν για μένα γνώσεις μιας ζωής.

Κατάλαβα πως δεν ήμουν σαν τους άλλους θνητούς παρά μόνο τότε που κατάφερα συνειδητά να τρέξω αέρινα και θυμάμαι πως το χάρηκα υπερβολικά.
Έμαθα να σέβομαι τη φύση και ταυτόχρονα οτιδήποτε ζει μέσα σ΄ αυτή.

Μια μέρα με πήρε πριν ακόμη χαράξει ο ήλιος και με πήγε ψηλά στην κορυφή του βουνού, εκεί όπου μόνο πουλιά ζουν στις απόκρημνες πλαγιές των βράχων.

Αιωρήθηκε ξανά έτσι όπως τον είχα πρωτοδεί κλείνοντας τα μάτια.

Αμέσως ένας τεράστιος αετός έκανε την εμφάνισή του πάνω ψηλά από το κεφάλι μου κρώζοντας παράξενα λες και ήθελε κάτι να μου πει.
Διέκρινα τα κόκκινα μάτια του αετού γεμάτα ενέργεια και μου θύμισαν έντονα τα μάτια του Γκέρκο.

Άρχισα να νοιώθω παράξενα και μια ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί μου.

Φωνές άρχισαν να ακούγονται στα αυτιά μου στην αρχή απόκοσμα μακρινές, μα λίγο αργότερα ολόκληρες προτάσεις έπαιρναν μορφή μπρος μου.
Έκλεισα τα μάτια προσπαθώντας να συγκεντρωθώ και να καταλάβω από πού προερχότανε και σιγά σιγά τα κατάφερα.
Ο Γκέρκο μου μιλούσε και μέσα από τα μάτια του αετού έβλεπε τα τοπία που ανοιγότανε μπροστά του και μου ‘λεγε πως ένοιωθε.

Άνοιξα γρήγορα τα μάτια μου και κοίταξα τον Γκέρκο που αιωρούνταν μπροστά μου και τελικά πείστηκα από το γεμάτο ηδονή πρόσωπο του, πως πραγματικά το σώμα του το είχε αφήσει αιωρούμενο λίγο πάνω από τη γη και πως το πνεύμα του ενώθηκε με τον αετό.

΄΄Ωωω θεοί΄΄
φώναξα εκστασιασμένος με την αποκάλυψη τούτη.

Περίμενα υπομονετικά μέχρι ο Γκέρκο να επανέρθει και αφού έγινε αυτό άρχισαν οι ερωτήσεις μου να πέφτουν βροχή.
Ο Γκέρκο υπομονετικά απαντούσε σε όλες και ο ενθουσιασμός μου είχε φτάσει στο ζενίθ, περιμένοντας πως και πώς να έρθει και για μένα τούτη η πιο όμορφη από όλες τις εμπειρίες μου.

Τότε κατάλαβα γιατί τα ελάφια που είχα βρει στο διάβα μου δεν τρομάξανε.

Τότε κατάλαβα και την συμπεριφορά των αλόγων που είχα συναντήσει στην αρχή του ταξιδιού μου.

Συγκλονίστηκα απ’ αυτές τις αποκαλύψεις.

Φτάσαμε επιτέλους στο σπίτι και αμέσως έπεσα με τα μούτρα στην μελέτη των βιβλίων όπως έκανα χρόνια τώρα.
Προσπάθησα να βρω κείμενα ανάλογα με την δικιά μου εμπειρία και διαπίστωσα με λύπη πως τα αρχαία κείμενα δεν ανέφεραν τίποτα σχετικό.

Διάβασα ξανά τον μύθο του απελευθερωτή και μου φαινόταν σαν παραμύθι.
Δεν μπόρεσα όμως να καταλάβω τότε τον ρόλο μου σ’ αυτόν τον μύθο.

Την επομένη ημέρα ξύπνησα πολύ νωρίς και κατηφόρισα για το αγαπημένο μου λιβάδι που βρισκότανε ανάμεσα στα βουνά δυτικά της ραχοκοκαλιάς του μεγάλου Ζέστρα.

Έφτασα όταν άρχισε να χαράζει παίρνοντας ένα κόκκινο χρώμα ο ουρανός από την εμφάνιση του ήλιου ο οποίος έκανε την εμφάνισή του.
Αυτή είναι από τις αγαπημένες μου στιγμές της μέρας και φροντίζω πάντα να δίνω το παρόν αυτή την ώρα.

Δανείστηκα λοιπόν την λάμψη του ήλιου και μη φορώντας τίποτα εκστασιασμένος, άρχισα να χορεύω ασταμάτητα στη μέση του λιβαδιού με τα πράσινα χόρτα να ανεμίζουν, παίρνοντας μέρος στο χορό μου και τις λιγοστές παπαρούνες εδώ και κει να λικνίζονται μαζί μου.

Δεν σταμάτησα παρά μόνο αφού περάσανε πολλές ώρες.
Ήταν ήδη μεσάνυχτα μα η λάμψη δεν έλεγε να φύγει από το κορμί μου.
Χωρίς να νοιώθω κούραση πήρα πάλι το μονοπάτι του γυρισμού και άφησα πίσω μου το καταπράσινο κι αγαπημένο μου λιβάδι.

Τα δυο μικρά κοριτσάκια που βρεθήκανε τυχαία στο ζεστό τούτο μέρος μείνανε άφωνα και δεν μπορέσανε να αρθρώσουν λέξη στους δικούς τους που ώρες τώρα τα ψάχνανε.

Μήνες αργότερα προσπαθούσανε να εξηγήσουν στο χωριό τους τι ήταν αυτό που τα σόκαρε τόσο μα μόνο έπειτα από πολλά χρόνια και μέσα από τις εμπειρίες της ζωής τους θα ορκιζότανε πως είδαν τον Φαρ-Κα, το Γιο Του Φεγγαριού όπως τον παρουσίαζαν οι μύθοι των προγόνων τους.

Δεν μπόρεσαν ποτέ να αγαπήσουνε.
Ζήσανε πολλά χρόνια και πεθάνανε την ίδια στιγμή χωρίς ποτέ να νιώσουνε την ικανοποίηση να ξαναδούν τον άντρα που αγάπησαν τόσο.
Ποτέ δεν φαντάστηκα την δυστυχία που έφερα στα δυο αυτά κοριτσάκια παρά μόνο όταν ο Γκέρκο με πληροφόρησε τι επακολούθησε μετά την συνάντηση αυτή.

Ο εσωτερικός μου κόσμος δυνάμωνε μέρα με την ημέρα χρόνο με το χρόνο.
Η ανάμνηση του πατέρα μου δεν μου ‘φερνε πια δάκρυα στα μάτια ούτε και την έντονη μελαγχολία που περνούσα μέρες μαζί της και δεν μ’ άφηνε παρά μόνο όταν κάποιος άλλος σαν και μένα την καλούσε ασυνείδητα.

Ο Γκέρκο είχε έναν μοναδικό τρόπο να με κάνει να μην λυπάμαι για τίποτα καθώς συγκεντρωνόταν στα πάθη που κυριεύανε τους ανθρώπους βρίσκοντας λύσεις στο πως θα τα αποφύγουν.

Έτσι έμαθα με τον καιρό να αποδιώχνω τα όποια πάθη με κυριεύανε κατά καιρούς και να μετατρέπω τον εαυτό μου σε ένα πραγματικά ελεύθερο πλάσμα όπου κανένα συναίσθημα δεν μπορούσε να με παγιδεύσει παρά μόνο όταν εγώ το επέτρεπα.

Συνειδητά λοιπόν έμαθα να ελέγχω, στην αρχή δύσκολα μα αργότερα ευκολότερα, τον εσωτερικό μου κόσμο δείχνοντας μια δύναμη και μια αποφασιστικότητα, που ενώ στην αρχή με τρόμαζε, τώρα γοητευόμουν από αυτήν σε τέτοιο σημείο, που άρχιζα να λυπάμαι τους κοινούς ανθρώπους βλέποντας πόσο δέσμιοι είναι των αισθημάτων τους.

Η απελευθέρωση

Ο Γκέρκο με ξύπνησε πολύ πρωί την επόμενη μέρα.
Δεν είχε καλά καλά χαράξει όταν βγήκα από την καλύβα πηγαίνοντας στο ρυάκι λίγο πιο κάτω για να βρέξω το πρόσωπό μου.
Έριξα λίγο νερό στο πρόσωπο και ήπια άλλο τόσο.

Ο Γκέρκο με παρατηρούσε όλη αυτή την ώρα.
Γύρισα προς το μέρος του όταν τελείωσα και κείνος έκανε νόημα να τον ακολουθήσω.
Πήραμε ένα μονοπάτι το οποίο πρώτη φορά παρατήρησα την ύπαρξή του.
Το μονοπάτι πρέπει να χρησιμοποιούνταν πάρα πολλά χρόνια γιατί αν και πολύ πυκνή η βλάστηση δεν υπήρχε ίχνος χορταριού εκεί όπου περπατούσαμε.
Σημάδι πως ή ζώα ή άνθρωποι πατάγανε πάνω σ’ αυτό.

Περπατάγαμε για πολλές ώρες χωρίς να σταματήσουμε πουθενά και χωρίς να αλλάξουμε ούτε μια κουβέντα μεταξύ μας.
Προσπάθησα μερικές φορές να ανοίξω συζήτηση μαζί του αλλά μάταιος κόπος.
Ούτε καν γύρισε το κεφάλι του ούτε καν μια λέξη δεν βγήκε από το στόμα του.
Δεν αντιδρούσε σε τίποτα.

Ο ήλιος άρχισε να δύει και εμείς περπατάγαμε ακόμη.
Δεν κουνιότανε φύλλο, και η ησυχία μέσα στο δάσος εκνευριστική.
Άρχισε να βραδιάζει για τα καλά όταν ο Γκέρκο σταμάτησε σ’ ένα σημείο δίπλα απ’ το μονοπάτι και κάθισε σταυροπόδι στη γη.

΄΄Απόψε θα κοιμηθούμε εδώ.
Εκεί όπου πάμε δεν απέχει παρά μόνο μισή μέρα δρόμο ακόμη΄΄.

Αυτά ήταν όλα κι όλα τα λόγια του από την ώρα που ξεκινήσαμε το πρωί.
Δεν έμενε παρά να ξαπλώσω και γω και να παρακαλέσω τον Θεό του ύπνου να μου δώσει έναν ξεκούραστο ύπνο στην αγκαλιά του.

Ξυπνήσαμε την άλλη μέρα χαράματα και πριν ακόμη φέξει πήραμε το μονοπάτι που μόνο ο Γκέρκο ήξερε που οδηγεί.
Αυτή τη φορά κατάλαβα πως δεν πηγαίναμε εκεί όπου ο Γκέρκο είχε ενώσει το πνεύμα του με τον αετό.

Φτάσαμε στον προορισμό μας αργά το απόγευμα και πριν ο ήλιος αρχίσει να δύει.
Ήμασταν στην άκρη του βουνού προς τα δυτικά και ο ουρανός είχε πάρει ένα πανέμορφο κίτρινο χρώμα που όσο πέρναγε η ώρα γινότανε κόκκινο.
Βλέπαμε χιλιόμετρα μακριά από το σημείο που βρισκόμασταν και θαυμάζαμε για μια ακόμη φορά τη φύση.

΄΄Νομίζω πως είσαι έτοιμος΄΄

άκουσα το Γκέρκο να μου λέει και ξαφνικά ένας δυνατός άνεμος σηκώθηκε.

΄΄Κοίτα τον άνεμο΄΄

μου είπε.

Πραγματικά έβλεπα τον άνεμο να ‘ρχεται καταπάνω μου και κοντοστάθηκα.
Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου νομίζοντας πως έτσι θα σταματήσει τούτος ο παράξενος άνεμος. Μα δεν έγινε τίποτα.
Πισωγύρισα φοβισμένα και κόντεψα να το βάλω στα πόδια.
Τόσο πολύ είχα τρομάξει όταν ακούστηκε η φωνή του γέρου.

΄΄Προσπάθησε να μπεις στο σώμα του ανέμου, νοιώσε τον΄΄

μου είπε.


΄΄Μα τι είναι αυτά που μου λέει΄΄

αναρωτήθηκα.

΄΄Αν είναι δυνατόν΄΄.

Ένοιωσα μια ανατριχίλα βλέποντας το γέρο να λικνίζετε στον ρυθμό του ανέμου και το χαμόγελό να πλανάται ηδονικά στο πρόσωπό του και να το ομορφαίνει.

Αναγκάστηκα να καταβάλω μεγάλη προσπάθεια για να αναπνεύσω, ένοιωθα να πνίγομαι.
Έβαλα τα χέρια στο λαιμό μου και προσπάθησα να αναπνεύσω βιαστικά.
Άνοιξα το στόμα και ο άνεμος εισχώρησε μέσα στο κορμί μου.
Άρχισε να με τραντάζει και να με σηκώνει ψηλά από το έδαφος.
Αδυνατούσα να πιστέψω αυτό που μου συνέβαινε.
Άρχισα να ηρεμώ συνειδητοποιώντας πως δεν μπορούσε να μου συμβεί κάτι άσχημο.

Ένιωθα τον άνεμο ατίθασο, ασυμβίβαστο να πλανάται μέσα μου και τον φαντάστηκα ταγμένο να υπηρετεί την φύση.
Ένοιωσα απαρηγόρητος που μου δόθηκε μόλις τώρα η ευκαιρία να καταλάβω το ρόλο του ανέμου, σκεφτόμενος τα χρόνια που πέρασαν χωρίς να μπορώ να αισθάνομαι το ίδιο.

Αυτές οι σκέψεις επέδρασαν καταλυτικά στον αρχικό μου δισταγμό και φόβο και ελευθερώθηκα απ’ αυτά τα αισχρά δεσμά που με κρατούσαν αιχμάλωτο τόσα χρόνια. Ταυτόχρονα ένοιωσα μια ακατανίκητη επιθυμία για ζωή ισοπεδώνοντας τον φόβο μου για τον θάνατο.

΄΄Ω Θεοί΄

ούρλιαξα από αγανάκτηση

΄΄γιατί δεν ελευθερώνετε τους ανθρώπους την ώρα της γέννησής τους από αυτά τα δεσμά και συνεχώς προσπαθείτε να τους φορτώνεται με πάθη κι αδυναμίες στερώντας τους τη χαρά της ελεύθερης ζωής;΄΄

Άρχισα λοιπόν να σκαρφαλώνω ακατάπαυστα στο τεράστιο κορμί του ανέμου και να προσπαθώ να μάθω όσο το δυνατόν περισσότερα γι αυτό το στοιχειό της φύσης που με βοήθησε τόσο στην προσπάθεια της απεξάρτησής μου από τα δεσμά που σέρνουν τους κοινούς ανθρώπους.

Ήταν ένας επίπονος αγώνας να προσπαθώ ξανά και ξανά μη μπορώντας τελικά να καταφέρω και πολλά πράγματα.
Δεν απογοητεύτηκα όμως γιατί ήξερα πλέον την αρχή ενός σωστού δρόμου και είχα μπει στην κατεύθυνση του.

Κοίταξα κάτω χαμηλά και είδα τον Γκέρκο ήρεμο να με παρατηρεί.

Οι εικόνες άλλαξαν πολύ γρήγορα.
Τα τοπία διαδέχονταν το ένα το άλλο, έτσι χάθηκε η μορφή του γέρου από τα μάτια μου.
Ο άνεμος με πέρασε γρήγορα από τα γεμάτα με δέντρα βουνά και με μετέφερε νότια προς τη μεριά της θάλασσας μα και του χάους.
Γεύτηκα την μυρουδιά του αλατιού παρατηρώντας τους γλάρους να φλερτάρουν μεταξύ τους και ένοιωσα απερίγραπτη αγάπη και ηρεμία.

Βρέθηκα πάνω από το Τελευταίο Νότιο Νησί και μη βλέποντας άνθρωπο να το κατοικεί, το αγάπησα με πάθος αν και απόκοσμες κραυγές και ουρλιαχτά δονούσαν την ατμόσφαιρα.
Ήταν το Τελευταίο Νότιο Νησί του γνωστού κόσμου κι αμέσως μετά η άβυσσος το χάος όπου κανείς δεν κατοικεί παρά μόνον οι θεοί του σκότους παραμονεύουν.

Ο άνεμος με σήκωσε ψηλά και γω παρατηρώντας το μαύρο σκοτάδι τρόμαξα από το βάθος του απείρου.
Γρήγορα ξεπρόβαλλαν οι ανεμοδαρμένοι ξερόβραχοι του νότιου νησιού που μόλις πριν είχαμε περάσει και χαμογέλασα στη σκέψη πως σε λίγο θα είχα την ευκαιρία να μιλήσω γι αυτή την ανεπανάληπτη κι αξέχαστη εμπειρία μου με το γέρο.

Ο άνεμος με απόθεσε ευγενικά στα χόρτα και ένοιωσα να αφαιρείται κάτι από το σώμα μου τη στιγμή που αποχωριζόμασταν.

Έτρεξα προς το σημείο που ο Γκέρκο βρισκότανε και άρχισα με ενθουσιασμό να του μιλάω.
Ο Γκέρκο υπομονετικά και χωρίς να διακόψει με άκουγε.

΄΄Θα μου ξαναδοθεί η ευκαιρία να το ξανακάνω΄΄

άκουσα τον εαυτό μου να ρωτάει.

΄΄Από σένα εξαρτάται΄΄

μου απάντησε.

΄΄Δεν είσαι παρά στην αρχή, αφήσου στα χέρια της φύσης και δεν θα μετανιώσεις.
Ότι προσφέρεις σου προσφέρεται.
Αν προσφέρεις αγάπη, αγάπη θα σου προσφερθεί.
Αν προσφέρεις μίσος, μίσος θα βρεις μπροστά σου.
Εσύ θα διαλέξεις την κατεύθυνση του δρόμου που θα ακολουθήσεις΄΄

μου είπε πονηρά χαμογελώντας.

Χαμογέλασα και γω γιατί αυτό ακριβώς έκανα.
Διάλεξα το δρόμο που μου έδειξαν οι Θεοί και αποφάσισα να τον ακολουθήσω γιατί αυτό ήταν γραμμένο την ώρα της γέννησής μου.

΄΄Μην προσπαθήσεις να ξεγελάσεις τους Θεούς γιατί ο σκοτεινός τους όγκος θα πέσει πάνω σου και θα σε συντρίψει, θα σε κατατροπώσει.
Είσαι ακόμη μακριά από την κορυφή της σκάλας που τόσο επίπονα ανεβαίνεις.
Να ανεβαίνεις με σύνεση και ένα ένα τα σκαλιά δείχνοντας το σεβασμό εκεί όπου θα σου ζητηθεί΄΄

είπε ο Γκέρκο.

Είχε ήδη βραδιάσει και ο Γκέρκο διάλεξε ένα σημείο κάτω από ένα τεράστιο δέντρο για να περάσουμε την βραδιά μέχρι να ξημερώσει για να πάρουμε την επόμενη μέρα το δρόμο της επιστροφής.

΄΄Ω τι εμπειρία, Θεοί΄΄

ήταν τα τελευταία λόγια που σκέφτηκα πριν με πάρει ο ύπνος.

Μάθαινα λοιπόν, μάθαινα και διάβαζα για τα πάντα.
Για τον αρχαίο κόσμο των σοφών και για τους δασκάλους που περάσανε ανά τους αιώνες από τους τόπους μας.
Τι μας αφήσανε και τι κατέστρεψαν οι βάρβαροι.
Για πιο λόγο η πανέμορφη Σαϊς έγινε έρμαιο των διαθέσεών τους και διάβαζα για την πίκρα των ανθρώπων από μεταγενέστερα κείμενα σοφών ανθρώπων προς τους Θεούς που δεν τους προστατέψανε από τους βαρβάρους.

Διάβασα ακόμη τους όλους τους μύθους που αναφέρονται στον απελευθερωτή και την έλευση του αστέρα που θα τον φέρει μαζί του.
Με συγκλόνισε η ιστορία του.

Έτσι λοιπόν γέμιζα γνώσεις μέσα στο σπίτι του δάσους κοντά σ’ αυτόν τον ΄΄παράξενο΄΄ ας πούμε γέρο μαθαίνοντας τα αρχαία κείμενα που θα με βοηθούσανε να καταλάβω τον κόσμο στον οποίο είχαν αποφασίσει οι Θεοί να με βάλουνε να πάρω μέρος.

Ήξερα ακόμη πως δεν ήταν μακριά οι μέρες όπου θα σκαρφάλωνα στις πλαγιές του μυθικού Ζέστρα και θα απομυζούσα όλη την γνώση των απόκρυφων γραφών εκεί όπου χιλιάδες χρόνια φυλάσσονται και όπου μυημένοι μόνο μπορούν να πλησιάσουν.

Ακόμη όμως δεν ένοιωθα έτοιμος.

Ο χρόνος πλέον δεν έχει καμιά σημασία για μένα από τότε που αποφάσισαν οι Θεοί να μου δώσουν την λάμψη του φεγγαριού.
Έτσι λοιπόν δεν θυμάμαι, καθώς δεν συγκράτησα, γιατί δεν υπήρχε λόγος πλέον, πόσος χρόνος πέρασε από τότε που εγκαταστάθηκα μέσα στο δάσος και άρχισε η μύησή μου στη νέα μου ζωή.

Ήταν την επόμενη ημέρα που αιωρήθηκα πάνω από το χώμα έτσι όπως μόνο εγώ ξέρω και σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά, κλαίγοντας με λυγμούς γιατί έτσι το ’θελα και λέγοντας:

΄΄Δεν είναι αυτός ο κόσμος που διάλεξα να ζήσω. Λύτρωσε με κολασμένε. Προστάτεψε με΄΄.

Μεμιάς ενώθηκα με τον πρώτο αετό που πέταξε κοντά μου και προσπαθήσαμε μαζί να ξεφύγουμε απ’ όλη αυτή την μίζερη και άθλια ζωή.

Νομίζω πως τιμωρούμαι.

Οι αισθήσεις μου που τόσο αγαπώ με μαστιγώνουν αλύπητα με εικόνες που μόνο άνθρωποι θα μπορούσαν να δημιουργήσουν.
Ένα δάκρυ έφυγε από τα μάτια του αετού, δείγμα της λύπης που ένοιωθε για τους ανθρώπους.
Σφαγές παιδιών είχαν πάρει μορφή μπρος μου, μη μπορώντας να δω τα όμορφα τοπία που διασχίζαμε.
Άρχισα να συνειδητοποιώ πως το φευγιό μου δεν σήμαινε τίποτα απολύτως για τον κόσμο.

Δεν μπόρεσα να απολαύσω την ένωσή μου με τον αετό.

Αργότερα όταν συζήτησα την εμπειρία μου αυτή με τον γέρο, μου ‘δωσε να καταλάβω, πως δεν ήταν παρά μια στιγμή αδυναμίας μου και πως ο πειρασμός να ξαναγυρίσω κοντά στους ανθρώπους, ήταν φυσιολογικός καθώς για τον γέρο, αυτό μου το ξέσπασμα θα με βοηθούσε ακόμη περισσότερο, να αποτινάξω τα τελευταία σημάδια που άφησε η επαφή μου με αυτούς, όσο καιρό ζούσα σαν κι αυτούς.

Συχνά ονειρεύομαι παραδεισένια τοπία.
Το πράσινο χόρτο κυριαρχεί στην οπτασία μου. Αφουγκράζομαι και ανασαίνω ανάλαφρα.
Γαληνεύω καθώς η ψυχή μου αγαλλιάζει βλέποντας αυτά που ονειρεύομαι.
Αυτά με κάνουν αληθινά ευτυχισμένο.
Ο άνεμος χαϊδεύει το εγώ μου και γω τον αγκαλιάζω, τον κάνω δικό μου.

Σαν φύτρα μέσα στη μήτρα της φύσης αγάπησα τη ζεστασιά της μητέρας γης.
Η φύση είναι η μητέρα μου κι ο άνεμος έγινε αδελφός μου.
Πατέρας μου ο ήλιος.
Μόνον έτσι εξηγούνται όλα.

Τα χρώματα διαδέχονται το ένα το άλλο από τη γέννησή μου.
Αγάπησέ με μητέρα γη, δώσμου αυτό που κανένας δεν τολμά στα αλήθεια να ζητήσει.
Αγάπησέ με πατέρα ήλιε. Πάρε με στην αγκαλιά σου κι άσε τη ζέστη που κουβαλάς να με διαπεράσει από πάνω ως κάτω.
Δώσε μου να πιω τις καθάριες σου αχτίδες απ’ το αγνότερο ποτήρι που υπάρχει.
Μου ανήκει.

Αγάπησέ με ξανά και ξανά.
Αγάπησέ με έτσι όπως κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να αγαπήσει.
Ανοίγομαι για σένα και απορροφώ όλη την ενέργεια που μπορεί τούτο το κορμί και τούτη η ανάσα να πάρει.
Η αγκαλιά μου τεράστια δικαιώνει όσους με πιστέψανε.
Αφήνομαι σ’ όλα τα αδέρφια μου και γαληνεύω.

Γίνομαι ένα με το ποτάμι, γλιστρώ σαν ψάρι και χαϊδεύω κάθε μόριο νερού που μ’ αγγίζει..
Η αγάπη μου δεν έχει όρια.
Γίνομαι άνεμος και φυσάω απαλά στα ράμφη των πουλιών που πετάνε μέσα μου.
Τρέφονται από μένα και γω αφήνομαι.
Γίνομαι βουνό ιερό εκεί όπου μόνο μυημένοι θα ‘ρθούν.
Τους δίνω τα οράματά τους, μου δίνουν αυτό που μου ανήκει.
Είμαι δικός τους και γαληνεύω ξανά.

Το πράσινο κυριαρχεί στη καρδιά μου.
Λόφοι υψώνονται εμπρός μου έτοιμοι να μ’ αγαπήσουνε.
Προσφέρομαι με όλο μου το είναι.
Τα αδέρφια μου χαμογελάνε. ΄΄Δημιούργησες΄΄ μου φωνάζουν.
Το γέλιο μου καθάριο σαν τα νερά του ρυακιού που διασχίζουν το κορμί μου.
Το δέρμα μου σαν το φλοιό της γης, άτρωτο, αθάνατο κάνει το παν για ν’ αγαπηθεί.

Έτσι ένοιωθα και ο χρόνος δεν πέρναγε από πάνω μου.
Με ξέχασε καθώς δεν του έδινα την πρέπουσα σημασία που του δίνουν οι άνθρωποι, γιατί εγώ ξέφυγα από την μιζέρια τους και του χρόνου την μιζέρια μαζί.

Έντονα συναισθήματα με κυριεύανε και σκληραίνανε τον εσωτερικό μου κόσμο. Ένοιωθα πλασμένος για την φύση και την ευχαριστούσα κάθε μέρα σχεδόν γι αυτό.
Άρχισα να βλέπω τελείως διαφορετικά τον ρόλο μου και σιγά σιγά να τον αποδέχομαι.

Γεννήθηκα γι αυτόν και θα αιωρηθώ στην αιωνιότητα, μετατρέποντας το σώμα μου σε λυχνάρι, όπου θα λάμπει σε κάθε φτερούγισμα, δίνοντας την λάμψη μου για όποιον την ζητήσει.
Χανόμουν λοιπόν μέσα στη δίνη των αρχαίων λέξεων των βιβλίων της Σαϊς και απορροφούσα κάθε τι, που θα μπορούσε να με βοηθήσει στο οδοιπορικό μου.

Έμαθα για τον μύθο του απελευθερωτή, που θα κατέβει από τα αστέρια και θα ελευθερώσει την προγονική μου πόλη και ομολογώ πως αυτή η ιστορία με άφησε συνεπαρμένο, να ονειρεύομαι την ομορφιά και την αίγλη της πόλης των προγόνων μου.

Φαντάστηκα τις τεράστιες βιβλιοθήκες της Σαϊς, να δίνουν τις γνώσεις σε όποιον τις ζητήσει και τους ανθρώπους ευτυχισμένους να περνάνε σε άλλη διάσταση, γιατί τα γράμματα και οι τέχνες καθώς είναι γνωστό, ανεβάζουν το επίπεδο των ανθρώπων και τους κάνει να σκέφτονται θετικά προς τις επιστήμες και το καλό της ανθρωπότητας, πάντα μακριά από οφέλη και φιλοδοξίες, που μόνο ανταγωνισμό άσχημο μπορούν να φέρουν, καθώς και έχθρες αναμεταξύ τους.

Φαντάστηκα τους ανθρώπους χωρίς πάθη, να προσπαθούν να βοηθηθούν μέσα από την κοινή τους προσπάθεια προς την ανύψωση του πνεύματος, κάνοντας μικρά κάθε φορά αλλά σταθερά και ανοδικά βήματα προς την αλήθεια, κατανοώντας τα οφέλη που θα αποκομίσουν απ’ αυτήν.

Φαντάστηκα ακόμη, την πόλη της Σαϊς χωρίς στρατό και με μοναδικά όπλα την ευθύτητα και την διαύγεια του πνεύματος των κατοίκων της, να παρασέρνει επίδοξους βαρβάρους προς την αλήθεια, σαν το ποτάμι, που ότι βρώμικο συναντήσει στο διάβα του, το μεταφέρει στα καθαρά του νερά και το παραδίδει ευγενικά στην αγκαλιά της θάλασσας, δίνοντας της την σκυτάλη, για την περαιτέρω κάθαρση όσων αγκαλιάζει κι αφού τελειώσει αυτή η κάθαρση που κρατάει χιλιάδες χρόνια, με την σειρά της, να το αποθέτει εκεί όπου το κύμα σκάει, καθάριο και αποφλοιωμένο να παίρνει τη θέση του κι αυτό στο κάλεσμα της φύσης, στο κάλεσμα του καθαρού πλέον κόσμου μας.

Τυχεροί εκείνοι που ανταποκρίνονται στο κάλεσμα της.

Αυτοί θα πλησιάσουν την αλήθεια και αυτοί θα μπορέσουν με περηφάνια στο τέλος της ζωής τους, να πουν πως έζησαν στ’ αλήθεια.

Αυτές είναι οι σκέψεις μου διαβάζοντας για τον μύθο του απελευθερωτή και περιμένοντας υπομονετικά να δω αν τελικά αυτό θα συμβεί, συνεχίζω και γω το διάβα μου, περιμένοντας πάντα, να βρουν διέξοδο οι γνώσεις, που τα αρχαία κείμενα και ο Γκέρκο μου δίνουν.

Και ενώ βρισκόμουν χαμένος σ’ αυτές τις σκέψεις μου δίπλα στο πανέμορφο ρυάκι και κάτω από τα αρχέγονα τεράστια δέντρα να με αγκαλιάζουν αισθάνθηκα την παρουσία του Γκέρκο να γεμίζει το χώρο.

Ο Δρόμος της Ανώδυνης Αλήθειας

Σήκωσα τα μάτια μου και κοίταξα αριστερά μου και τον είδα να με κοιτά με μάτια παράξενα, άγρια.
Του χαμογέλασα και κείνος άφησε για πολύ λίγο ένα χαμόγελο από τα σπάνια που έβλεπα στο συνήθως σοβαρό πρόσωπό του.
Απόρησα για μια στιγμή και καταλαβαίνοντας τις σκέψεις μου γρήγορα ξαναπήρε το γνωστό του σε μένα ύφος και άρχισε να μιλάει.

‘’Το να κάνεις το προσωπικό σου ταξίδι μέσα στη ζωή, μέσα στη γνώση, μπορεί να ‘ναι το πιο απλό αλλά συνάμα και το πιο δύσκολο πράγμα στο οδοιπορικό σου, ανάλογα με το πόσο δυνατός είσαι στα αισθήματά σου.

Υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν άνθρωποι όπου το πέρασμά τους από τη γη δεν θα σημάνει τίποτα και θα ‘ναι όσο πιο απλό, ανώδυνο και αδιάφορο γίνεται. Υπάρχουν άλλοι που ενώ στην αρχή δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις της ζωής για διάφορους λόγους στο τέλος περνάνε κι αυτοί αυτό το στάδιο της ύπαρξής τους απλά και αδιάφορα.

Υπάρχει όμως και μια άλλη κάστα ανθρώπων των οποίων η απελευθέρωση τους από τη μήτρα της μάνας τους σημαίνει γνώση για την ανθρωπότητα και ενώ ωστόσο η ύπαρξή τους θεωρείται αναγκαία για την ίδια τη ζωή το δικό τους προσωπικό ταξίδι δεν είναι παρά ένα μαρτύριο, ένας δρόμος όπου το κάθε βήμα προς την ανύψωση γίνεται αργά, κουραστικά κι επώδυνα.

Όταν όμως έρθει η στιγμή εκείνη για την οποία ο καθένας απ’ αυτούς τους ανθρώπους έχει γεννηθεί τότε αρχίζει ένα άλλο μεγαλύτερο και πιο επίπονο οδοιπορικό, αλλά γι αυτούς που κατέχουν τη γνώση η επιτυχία στο να φτάσουν σ΄ αυτό το στάδιο της ζωής και του ταξιδιού τους θα ‘ναι πολύ πιο κοντά απ’ τους υπόλοιπους.

Γι αυτούς το τελευταίο στάδιο θα μοιάζει και θα φαντάζει πολύ μακρινό και το πνεύμα τους θα περιφέρεται αιώνες μέχρι να αποκτήσει τις κατάλληλες γνώσεις για να φτάσει αν φτάσει ποτέ στο στόχο της απόλυτης αλήθειας.

Είναι πολύ δύσκολο για σένα αυτή τη στιγμή να καταλάβεις μα είμαι σίγουρος πως αυτά που θα δεις και αυτά που θα νιώσεις θα σε μεγαλώσουν πολύ γρηγορότερα απ’ όσο και ο πιο αισιόδοξος θα πίστευε.

Πιστεύω σ’ εσένα γιατί η ψυχή σου είναι λευκή και καθαρή σαν τα νερά τούτης της λίμνης.
Η διαύγεια του πνεύματός σου θα σε βοηθήσει έτσι ώστε οι εμπειρίες τούτου του ταξιδιού να σε κάνουν ακόμη πιο αγνό κι απ’ τους αγνότερους που περιφέρονται μα δεν μπορείς να τους δεις παρά μόνο όταν τελειώσεις το οδοιπορικό σου.΄΄

Μ’ αυτά τα τελευταία λόγια σηκώθηκε και μ’ άφησε μόνο μου ξανά, με ακόμη περισσότερες απορίες κι ερωτήσεις να στροβιλίζουν στο γεμάτο από θεωρίες μυαλό μου.

Είναι αλήθεια πως νιώθω πολύ πιο δυνατός από τότε που τον συνάντησα και πως τα συναισθήματά μου, έχουν μπει πλέον σε μια τάξη, οι εμπειρίες όμως που έχω βιώσει πλάι του, με γέμισαν με καινούρια ερωτήματα για την ύπαρξή μου καθώς και για τον απώτερο στόχο μου.

Πρέπει να παραδεχτώ πως οι τελευταίες του κουβέντες άφησαν ένα μεγάλο κενό για την ύπαρξη μου, καθώς δεν είμαι ακόμη σε θέση να καταλάβω τον ρόλο μου μέσα σ’ όλη αυτή την παράξενη πλειάδα ηθοποιών που απαρτίζουν τον κόσμο μου.

Σε ποια κάστα ανθρώπων ανήκω άραγε;

Μήπως σε κείνη που περνάνε αδιάφορα τη ζωή τους χωρίς κανένα όφελος για κανέναν ή μήπως άραγε η ύπαρξή μου θα σημαδέψει τη ζωή κάποιων ή και πολλών και το πέρασμά μου από τη ζωή θα αφήσει τα ίχνη μου λαμπερά να οδηγούν ανθρώπους χαμένους, μέσα από το χάος και την μιζέρια, ανθρώπους που δεν μπορέσανε να ερμηνεύσουν τα σημάδια των καιρών τους, να πατάνε πάνω τους και να οδηγούνται με ασφάλεια στην απελευθέρωση και κοντά - όπως συμβαίνει και μ’ εμένα - στο φως και στην αλήθεια;

Όπως όμως και να ‘χει θα βαδίσω μέχρι να φτάσω στον απώτερο στόχο όσο γίνεται πιο κοντά.
Όσο για τον ρόλο μου αυτόν θα αποφασίσει ο Υπέρτατος απ’ όλους ποιος θα ‘ναι.

Αφήνομαι λοιπόν σ’ αυτόν.

Η ώρα του αποχαιρετισμού λοιπόν ήρθε.
Ήρθε πολύ πιο γρήγορα απ’ ότι περίμενα και ξαφνιάστηκα.
Άφησα τη λύπη να εισβάλει μέσα μου και ο Γκέρκο το κατάλαβε.
Με παρατήρησε γι αυτή μου την αδυναμία και μου δήλωσε πως ήμουν πολύ καλός μαθητής.

Λυπήθηκα πολύ που έφευγα από κοντά του έπειτα από τόσα χρόνια.
Πραγματικά δεν θυμόμουν πόσα χρόνια περάσανε από τότε που πρωτοήρθα.
Με λύπη μάζεψα τα λιγοστά μου υπάρχοντα και χωρίς να γυρίσω το κεφάλι απομακρύνθηκα από το σπίτι μέσα στο δάσος.

Περπάτησα πάνω στο μονοπάτι όπου χιλιάδες πριν από μένα περπάτησαν και σιγά σιγά ξανάβρισκα την διάθεσή μου.
Δεν είχα κάποιο συγκεκριμένο μέρος για να πάω και έτσι αφέθηκα στα πόδια μου να με οδηγήσουν όπου αυτά θέλανε.

Πιάστηκα λοιπόν από την απόκρημνη και πιο άγρια πλευρά της σιωπής και είδα κάτι πραγματικά παράξενο.
Άνδρες και γυναίκες κάθε λογής ηλικίας εν μέσω σεξουαλικής επαφής να χαίρονται τον έρωτα σε κάθε μορφή του ανεβαίνοντας τον ανήφορο που υψωνότανε από πάνω τους απελπιστικά αργά και όλα αυτά χωρίς να ακούγεται η παραμικρή κραυγή ευχαρίστησης, τόσο άγρια σιωπηλά που προς στιγμήν νόμιζες πως ο ανώτερος όλων μας έπλασε τον κόσμο χωρίς φωνή.

Αναρωτήθηκα τι να σήμαινε αυτό που η φύση μου ‘δειχνε μα δεν βιάστηκα να βγάλω να συμπεράσματα.

΄΄Είναι μακρύς ο δρόμος που οδηγεί στη γνώση΄΄

άκουσα τον γέρο να μου ψιθυρίζει σχεδόν τραγουδιστά μέσα στο αυτί μου.

Άπνοια, ο άνεμος πρέπει να ξέχασε τούτο το μέρος της γης.
Πολλές μέρες, πάρα πολλές, αμέτρητες περιπλανιέμαι χωρίς ο άνεμος να μου δώσει την ικανοποίηση να τον ακούσω.
Τα δέντρα που έβρισκα μπροστά μου δεν είχαν τίποτα να μου πουν και κανένα ζώο ή πετούμενο δεν έχω συναντήσει καιρό τώρα..
Μα τι είναι τούτη η γη αναρωτήθηκα χωρίς να έχω την ελπίδα να μου απαντήσει κάποιος.

Ξαφνικά μπροστά μου μια ομάδα στρατιωτών εμφανίζεται.
Βιάζουν ένα δωδεκάχρονο αγοράκι.
Ορμώ πάνω τους και προσπαθώ να τους απωθήσω.
Εξαφανίζονται μεμιάς.

΄΄Ω Θεοί σε τι δοκιμασία τρομερή με βάζετε΄΄

ψιθύρισα.

Τίναξα το κεφάλι μου προς τον ουρανό, μα είδα το φεγγάρι να με κοιτά θλιμμένα και προαισθάνθηκα πως κάτι άσχημο επρόκειτο να μου συμβεί.
Άφησα την ανάμνηση του βιασμού ξεχασμένη σε κάποιο σημείο του μυαλού μου και προσπάθησα να ξεφύγω απ’ όλη αυτή τη κατάσταση που με φόρτισε αρνητικά.

Περάσανε πολλές μέρες από το συμβάν με το βιασμό του αγοριού.
Τρεφόμουνα από ρίζες χόρτων που τις περισσότερες φορές με κάνανε να σκέφτομαι πολύ όμορφα.

Άλλες φορές για να φτιάξω τη διάθεσή μου έπινα το ζωμό μερικών φυτών που φυτρώνουνε κάτω από τα μεγάλα μανιτάρια την περίοδο των μεγάλων βροχών στις πλαγιές των λόφων που συναντούσα.

Μια μέρα μετά από έναν τέτοιο ζωμό ξάπλωσα να ξεκουραστώ στη σκιά μιας γέρικης καστανιάς όταν ξαφνικά βλέπω έναν παράξενο φιδωτό δρόμο να ξεκινά από τα βάθη του χρόνου και να καταλήγει εμπρός στα μάτια μου.
Ήταν τόσο τέλεια η εικόνα που έβλεπα που θα ‘θελα να την κρατήσω μπροστά μου για πάντα.

Πολλές οι αναμνήσεις παρουσιαζότανε μπροστά μου χωρίς κανέναν έλεγχο και χωρίς λόγο να εξαφανίζονται ξανά και ξανά.

Τις έβλεπα να στέκονται μπροστά μου και να μου χαμογελάνε και την ώρα που προσπαθούσα να διακρίνω λεπτομέρειες, να φεύγουν οι παλιές και να έρχονται να παραταχθούν μπροστά μου οι πιο καινούριες, αλλά και πάλι πολλές φορές να μην υπάρχει σειρά και να βλέπω εικόνες που σχεδόν δεν ήξερα την ύπαρξή τους και τις αγνοούσα.

Χαιρόμουν και απολάμβανα όλον αυτόν τον συρφετό των αναμνήσεών μου ώσπου ξαφνικά αρχίζει να παίρνει μορφή το πανέμορφο άγριο άλογο το οποίο είχα συναντήσει στην αρχή του ταξιδιού μου να καλπάζει τρομακτικά όμορφα και τα μάτια μου να μη φεύγουν από τα δικά του.
Το βλέπω να με πλησιάζει και μια άγρια έξαψη αρχίζει να εισχωρεί μέσα μου.
Μια ηδονή πρωτόγνωρη για το σώμα μου αρχίζει να ξεπηδά από τα βάθη της καρδιάς μου και είμαι έτοιμος να την υποδεχτώ.
Το βλέπω να πλησιάζει και να πλησιάζει και ανυπόμονα περιμένω την ώρα που θα ‘ρθει πλάι μου.
Έφτασε σχεδόν μπροστά μου και αρχίζει να χλιμιντρίζει παράξενα.
Κοντοστέκεται και με παρατηρεί.

Ξαφνικά σηκώνεται στα πίσω πόδια του βγάζοντας μια φοβερή κραυγή και βλέπω στη θέση του αλόγου ένα αποκρουστικό τέρας να ετοιμάζεται να ορμήσει πάνω μου.
Το στόμα του βρωμερό και η ανάσα του να πετά φλόγες λες κι έρχεται από τα τάρταρα του κάτω κόσμου όλη η βρωμιά και δυσωδία όλων των δολοφόνων του σύμπαντος και να προσπαθούν να με τραβήξουν στον πανάρχαιο βρωμερό τους σκοτεινό κόσμο.
Απότομα τινάζομαι πάνω ανοίγοντας τα μάτια μου και προσπαθώντας ταυτόχρονα να κρατηθώ μακριά από το κτήνος που ολοένα και με πλησιάζει.

Βρίσκομαι ιδρωμένος κάτω από τη γέρικη καστανιά προσπαθώντας να καταλάβω τι συμβαίνει.
Όλα γύρω μου είναι ήρεμα και ο ήλιος ρίχνει χωρίς κανέναν ενδοιασμό τις αχτίδες του πάνω μου.
Κατάλαβα πως ήταν μια παραίσθηση όλα αυτά που έζησα μα δεν μπορούσα να καταλάβω πως προήλθε.

΄΄Αλίμονο, εάν οι Θεοί θέλουν να με δοκιμάσουν΄΄

σκέφτηκα.

΄΄Νομίζω πως δεν είμαι έτοιμος ακόμη΄΄.

Βυθίζομαι ακόμη πιο πολύ στη σιωπή και νιώθω ένα ανάλαφρο αεράκι να χαϊδεύει τα μαλλιά μου.
Ανασηκώνω τα μάτια μου στον ξάστερο ουρανό και βλέπω τ’ αστέρια να με κοιτούν περίεργα.
Γυρίζω ξαφνικά το κεφάλι ακριβώς πίσω και βλέπω το πέπλο του θανάτου να ξεπροβάλλει μέσα από το χάος του κόσμου και να τυλίγει ένα ολόκληρο χωριό.

Άνδρες, γυναίκες και παιδιά να αγκαλιάζονται μαζί του και μένα αυτή η εικόνα να με αφήνει άφωνο, σοκαρισμένο να κοιτάζω το θάνατο που χαμογελά γλυκά, παίρνοντας την πνοή ανθρώπων που μεθυσμένοι από το άρωμά του και τις υποσχέσεις του ξεγελάστηκαν κι αφέθηκαν στα χέρια του χωρίς ενδοιασμούς.

Ιδρώτας στάζει από το μέτωπό μου, βλέποντας σκελετωμένα απ΄ την πείνα κορμιά παιδιών, με τις κοιλιές τους πρησμένες και τις μητέρες τους να σχίζουν τα στήθη τους, για να δώσουν ότι γάλα έχει απομείνει στα μαραζωμένα στήθια, στα μωρά τους.

Προσπαθώ να βοηθήσω αλλά μάταια.

Λες και δεν υπάρχω.

Βλέπω μόλις λίγο έξω από το χωριό, τους ίδιους στρατιώτες που είδα στο παρελθόν, να γλεντοκοπάνε ψήνοντας κρέατα πάνω από τεράστιες φωτιές και πίνοντας κρασί από αλαβάστρινες κούπες, να μεθούν και να ξερνοβολάνε ότι το στομάχι τους θεωρεί περιττό.

Μεθυσμένοι όπως είναι, να γυρνάνε από πόρνη σε πόρνη και να χαϊδεύονται, μη μπορώντας πλέον να ελέγξουν τις ορμές τους, κάνοντας έρωτα, ακόμη και με τον πιο αισχρό τρόπο, ακόμη και βιάζοντας γυναίκες οι οποίες αρνούνταν να ανοίξουν τα σκέλια τους σ΄ αυτά τα βρωμερά υποκείμενα που ονομάζονται στρατός των Κράτσακ.
Την ίδια ώρα βλέπω στο χωριό, δυο μωρά ακόμη να έχουν πάρει τον δρόμο προς τον θάνατο, πριν ακόμη γνωρίσουν τι θα πει ζωή και μη μπορώντας κανείς να τα σταματήσει.

΄΄Θεοί δώστε μου τη δύναμη να σταματήσω αυτό το μακελειό΄΄

βροντοφώναξα κάνοντας ακόμη και τον άνεμο να κλάψει.
Τα δάκρυά μου ενώθηκαν μ΄ αυτά του ανέμου και έγιναν νερό στα χείλη του κάθε διψασμένου.
Μαζί με τον άνεμο ζητήσαμε τη χάρη του φεγγαριού να δώσει το φως του σ΄ εκείνους που το ζητούσαν ώστε η απόδραση από κάθε πάθος να γίνει γι αυτούς τους ανθρώπους εφικτή.
Τα πρόσωπά τους τεντώθηκαν προς το φεγγάρι και τα μάτια τους απεγνωσμένα ψάχνανε να βρούνε τη λύτρωση στη μίζερη και γεμάτη πόνο ζωή τους.

Τότε έγινε το εξής παράδοξο.

Το φεγγάρι τους συμπόνεσε και έστειλε τη λάμψη του στους δυστυχείς, οι οποίοι λουσμένοι με το φεγγαρόφωτο, έπαιρνε ο καθένας το δρόμο του προς τη λύτρωση που επιζητούσε, άφθαρτοι από το χρόνο και εξαγνισμένοι πλέον, να απολαμβάνουν τη καθάρια του πνεύματός τους μακριά από πάθη.

Τότε με είδαν και μου χαμογελάσανε όλοι τους, ξέροντας πως η κάθαρση ήρθε μέσα από την συμπόνια μου γι αυτούς.
Πολλοί δεν καταλάβανε σε τι κατεύθυνση βαδίζουν με αποτέλεσμα να γίνουν έρμαια του χρόνου και το τίμημα που πληρώνουν να ΄ναι πολύ μεγάλο.

Άυλοι να στροβιλίζονται στην δίνη του χρόνου, μη μπορώντας να βρουν το δικό τους τόπο να σταθούν και τα ταξίδια τους να ΄ναι κάθε φορά και πιο μακρινά, ώσπου ο χρόνος, να τους βυθίζει στην άβυσσο των αναμνήσεων και των συναισθημάτων τους, εκεί όπου κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να ξεφύγει, γιατί προσκολλημένοι στις αναμνήσεις και τα συναισθήματα που προκαλούν, τσακίζεται κάθε ίχνος δύναμης που έχει απομείνει στο πνεύμα τους από τα συνεχή ταξίδια χωρίς σκοπό μέσα στο χρόνο.

Υπάρχουν βέβαια και πολλοί, που μέσα στο συρφετό του χρόνου, βρήκαν πολύ πιο εύκολα το σκοπό τους, γιατί αυτοί ήταν πολύ πιο καθαροί και αγνοί, γιατί αυτοί αποφύγανε τον εύκολο δρόμο της ακολασίας που πρόσφεραν οι καιροί εκείνοι, και διαλέγοντας τον δύσκολο δρόμο προς τον εξαγνισμό μέσα από τα κείμενα των Παλιών Σοφών και τον διαλογισμό πους τους πρόσφερε η κατήχηση κοντά σ΄ αυτούς τους ανθρώπους, τους έφερε κοντά στην πύλη της απόλυτης αλήθειας.

Υπήρξαν βέβαια και τα παιδιά που η αθωότητα που διακρίνει κανείς σ΄ αυτά, λειτουργεί από μόνη της, χωρίς να χρειαστεί να υπάρξει δοκιμασία γι αυτά, πηγαίνοντας τα κατευθείαν στο στόχο τους, όπου μόνον αυτά μπορούσαν να τον κάνουν να υφίσταται τόσο μα τόσο εύκολα.

Οι εικόνες που έβλεπα φύγανε μεμιάς μπροστά απ’ τα μάτια μου και βρίσκομαι μετέωρος πάνω από το έδαφος στις πλαγιές νοτιοδυτικά του Ζέστρα έχοντας μπροστά μου τον Κέρκων με το νερό στο σώμα του να κυλάει αδιαφορώντας παγερά, για οτιδήποτε συμβαίνει γύρω του.

Στην κατάσταση που τώρα βρίσκομαι βλέπω πολλά παράξενα και ενδιαφέροντα πράγματα που ένας κοινός δεν θα μπορούσε ποτές να δει. Το μυαλό μου όμως γυρίζει συνεχώς στο Τελευταίο Νότιο Νησί του κόσμου μου από τη μια και στην ψηλότερη κορυφή του Ζέστρα από την άλλη.

Το φως του φεγγαριού άρχισε σιγά και αχνά να σβήνει από πάνω μου και ο άνεμος μ’ απόθεσε στο φιλόξενο χορτάρι.
Την ώρα που η μυρουδιά του χόρτου εισχώρησε στα ρουθούνια μου κι από κει σ’ όλο μου το σώμα σήκωσα τα μάτια μου και κοίταξα τον Ζέστρα.

Πολλοί μύθοι γεννηθήκανε για τη ψηλότερη κορυφή του η οποία ήταν συνεχώς κρυμμένη από πυκνά άσπρα σύννεφα.

Στα αρχέγονα χρόνια λέγανε πως κατοικούσανε εκεί οι Θεοί όλου του Σύμπαντος, μα αυτό δεν μπορούσε να ήταν αλήθεια, γιατί πολλοί κόσμοι σαν το δικό μας βρίσκονται στην απεραντοσύνη του σύμπαντος, έτσι είναι πολύ εγωιστικό για τους ανθρώπους να πιστεύουν πως οι Θεοί διαλέξανε αποκλειστικά τον δικό μας κόσμο για να κατοικήσουν.

Οι πόρτες των ναών που υπάρχουν ακόμη και σήμερα κοιτάζουν προς το Ζέστρα δείχνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την πίστη των ανθρώπων προς τους Θεούς.

Αργότερα όμως οι άνθρωποι γίνανε δύσπιστοι για τη δική τους αρχέγονη θρησκεία που ξεκίνησε από το απαρχές της γέννησης του κόσμου όταν καινούριες θρησκείες έκαναν την εμφάνισή τους στην πόλη τους.

Οι βασιλείς των τότε χρόνων, έδειξαν ανοχή στους ανθρώπους που φέρνανε καινούριες διδασκαλίες, με αποτέλεσμα η Σαϊς να γίνει ίσως το μεγαλύτερο κέντρο θρησκευτικών οργανώσεων, οι οποίες ευδοκιμούσανε καθώς ο πληθυσμός της πόλης αυξανότανε ραγδαία από τα στίφη των ανθρώπων που συρρέανε, με αποτέλεσμα να αγκιστρώνονται από κάθε τι καινούριο, και καθώς η ευπιστία τους αποδυνάμωνε τον εσωτερικό τους κόσμο, πολλοί ψευτοδιδάσκαλοι και ψευδοπροφήτες, βρίσκανε καταφύγιο μαζί με ικανούς φιλόσοφους και δασκάλους στην όμορφη Σαϊς, ελέγχοντας ο καθένας τους ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της πόλης.

Πέρα από τη σύγχυση που έφερνε η κάθε καινούρια διδασκαλία, υπήρχε συνεχώς και ένας καινούριος αέρας γνώσης που έφερνε καινούρια πράγματα στον πλούτο της πόλης.

Νέες τεχνικές επεξεργασίας των μετάλλων και του γυαλιού. Καινούρια υφάσματα κάνανε την εμφάνισή τους από ανθρώπους που επισκεπτότανε και τελικά γινόντουσαν μόνιμοι κάτοικοι της Σαϊς.
Ακόμη καινούρια όπλα παραγόντουσαν έτσι ώστε ο στρατός της πόλης να είναι ίσως ο ισχυρότερος του κόσμου.

Έξω από τα τείχη της πόλης ολοένα και πυκνώνανε τα σπίτια και οι καλύβες που χτίζανε ανενόχλητοι όσοι δεν μπορούσανε να βρούνε καταφύγιο εντός των τειχών.
Ο φόβος για άλλους επιδρομείς είχε εκλείψει και η αλαζονεία και η υπεροψία πήραν θέση στις καρδιές των ανθρώπων.

Κι όμως ο μεγάλος αριθμός των σπουδαίων ανθρώπων που συσσωρευτήκανε στην πόλη την κάνανε να μεσουρανεί για περισσότερο από χίλια χρόνια και μέχρι την εμφάνιση των βάρβαρων Κράτσακ που κανείς ούτε και οι ίδιοι δεν ξέρουν την καταγωγή τους.

Το μυαλό μου ξαναγύρισε στο Τελευταίο Νότιο Νησί.
Θα ήθελα να το ξανάβλεπα.

Το Τελευταίο Νότιο Νησί
Την πρώτη φορά που άκουσα γι αυτό ήταν από τα χείλη ενός ασκητή ο οποίος πηγαίνοντας για τα βουνά πέρασε από το σπίτι μας και διανυκτέρευσε.
Ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι όταν άκουσα τον πατέρα μου να ρωτάει κάτι το οποίο δεν θυμάμαι και τον ασκητή να απαντά αναφέροντας το Τελευταίο Νότιο Νησί.
Όταν την άλλη μέρα τον ρώτησα που βρισκότανε αυτό το μέρος απέφυγε να μου απαντήσει λέγοντάς μου πως ήμουν πολύ μικρός ακόμη για να μάθω.

Η παιδική μου περιέργεια και αφέλεια όμως με κάνανε να ρωτήσω αμέσως μετά τους συντρόφους του πατέρα μου στο μικρό χωριό μας μα και αυτοί δεν είχαν τη διάθεση να πνίξουν την περιέργειά μου
Η διάθεση όμως που είχα εγώ δεν έσβησε και περίμενα υπομονετικά την έλευση κάποιου ασκητή ο οποίος θα μου έλυνε όλες τις απορίες μου

Η μέρα αυτή δεν άργησε τελικά να έρθει όταν περίπου μετά από τέσσερα γεμάτα φεγγάρια έκανε την εμφάνισή του κάποιος ασκητής ο οποίος με την εμφάνισή του τρόμαξε την παιδική μου καρδιά μου αλλά όταν τον πλησίασα και άρχισε να μου μιλά ο ήρεμος λόγος του και η στιβαρή μα συνάμα όμορφη φωνή του με έκανε να τον θυμάμαι για πάντα.

Τα κουρέλια που φόραγε δεν με εμποδίσανε να δω την ομορφιά του και σίγουρα αυτός ο άνθρωπος είχε περάσει πολλά στη ζωή του μα η διάθεση που έδειχνε απέναντί της ήταν διάθεση ανθρώπου ικανού να φτάσει μέχρι και στους Θεούς να του αποκαλύψουνε αυτό που ήθελε να μάθει.

Άρχισε λοιπόν να μου λέει για το Τελευταίο Νότιο Νησί.

΄΄ Τα αρχέγονα χρόνια πριν ακόμη οι θεοί δημιουργήσουνε την ζωή και τον κόσμο που ζούμε όταν όλα ακόμη στριφογυρίζανε στους ουρανούς χωρίς κανέναν σκοπό ανώτερες δυνάμεις συγκρουστήκανε μεταξύ τους για τον έλεγχο όλου του σύμπαντος.
Οι αρχέγονες αυτές δυνάμεις προσπαθούσε η καθεμιά με τους δικούς τους κατώτερους θεούς και θεότητες να διαμορφώσει τον κόσμο όπως βόλευε τον καθένα τους.

Έτσι έβλεπες αδέρφια θεούς να σκοτώνονται και να ξαναγεννιούνται μεταξύ τους χωρίς οίκτο. Σ’ ολόκληρο το σύμπαν άκουγες βογκητά πληγωμένων θεών και ήχους από σπαθιά και ασπίδες που συγκρούονταν.

Η μητέρα όλων αυτών το Ιερό Δέντρο απ’ όπου ξεπήδησε η κάθε μορφή θεού αναστέναζε και πόναγε όταν κάποιο από τα παιδιά της πληγωνότανε και βρισκότανε σ’ αυτή την κατάσταση συνεχώς γιατί όλα ήτανε παιδιά της.
Οι κύριοι θεοί που παλεύανε για να κυριαρχήσουν πάνω στο σύμπαν ήταν δυο αδέλφια.

Ο φοβερός Άκατ από τη μια και ο δίδυμος αδερφός του Όταρ από την άλλη.

Ο καθένας τους είχε στο πλευρό του στρατιές μικρότερων θεοτήτων όπου κανείς απ΄ αυτούς όπως είπαμε δεν μπορούσε να εκλείψει για πάντα.

Ο θάνατος γι αυτούς δεν υπήρχε.

Για το λόγο αυτό η μάχη συνεχιζότανε στο πέρασμα των αιώνων στην αρχή με αμείωτο ενδιαφέρον μα αργότερα χωρίς ενδιαφέρον αφού κανείς τους δεν μπορούσε να υπερισχύσει.

Το Ιερό Δέντρο πολλές φορές προσπάθησε να συνετίσει τους δίδυμους θεούς μα ποτέ δεν το κατάφερνε.
Πονούσε να βλέπει τα παιδιά της να τσακώνονται και να πολεμούν αναίτια μεταξύ τους μα ήξερε λόγω της σοφίας που κατείχε πως στο τέλος θα τα βρίσκανε μεταξύ τους κι έτσι άφησε το χρόνο να κυλάει και να παίξει τον ρόλο του με τον τρόπο που μόνο αυτός ξέρει και μπορεί.

Αφού περάσανε χιλιάδες χρόνια πολεμώντας έτσι μεταξύ τους και μη κατορθώνοντας ουσιαστικά να κερδίσουν τίποτα οι δυο δίδυμοι θεοί ήρθαν σε συμφωνία.
Η συμφωνία έλεγε πως και οι δυο θα συνεργαστούν, ώστε να φτιάξουν από τη σκόνη του σύμπαντος ένα αστέρι, όπου θα μπορέσουν να του δώσουν ζωή δημιουργώντας έναν κόσμο, ώστε αυτοί που θα ζήσουν μέσα σ’ αυτόν, να μπορέσουνε να τρέφονται από αυτόν, μα και να τον τρέφουν.

Έτσι γεννήθηκαν οι πρώτοι άνθρωποι τους οποίους τους έφτιαξαν οι δυο δίδυμοι θεοί δίνοντας τους τα συναισθήματα που οι ίδιοι την ώρα της δημιουργίας τους είχαν.
Τους δώσανε και κρίση για να μπορέσουνε οι άνθρωποι να επιλέξουν τον θεό που θα υπηρετήσουν.

Η ματαιοδοξία λοιπόν του Άκατ και Όταρ έπαιξαν τον σημαντικότερο ρόλο της δημιουργίας του κόσμου που ζούμε σήμερα.

Συνεργάστηκαν λοιπόν και καθώς οι δυνάμεις τους ήταν τρομακτικές, δημιούργησαν κάτι που σχεδόν άγγιζε το τέλειο.
Από τη σκόνη του σύμπαντος φτιάξανε ολόκληρο κόσμο με βουνά, δέντρα, θάλασσες, ζώα και ότι άλλο μπορείς να θαυμάσεις στη φύση, μαζί και μας, τους ανθρώπους.
Όλα κάνουνε τον κύκλο τους μαζί και εμείς, οι άνθρωποι.
Η φύση θα πρέπει να τραφεί από το ίδιο της το σώμα.
Ότι την περικλείει θα πρέπει να ξαναδοθεί σ’ αυτή κι αυτή με τη σειρά της θα το αναγεννήσει.

Το ίδιο γίνεται και με τους ανθρώπους, στην αρχή της δημιουργίας τους τουλάχιστον γιατί πολύ αργότερα τα δεδομένα άλλαξαν.
Οι άνθρωποι σιγά σιγά ανακαλύψανε το πνεύμα τους μια κρυμμένη δύναμη η οποία έμενε αχρησιμοποίητη και που αργά τους άνοιγε καινούριες πόρτες γνώσης.

Πολλές από τις θεότητες - όπως ο ήλιος που μας φωτίζει και μας ζεσταίνει την μέρα και το φεγγάρι που φωτίζει τον δρόμο και τις καρδιές μας τα βράδια - και πολλές άλλες που υποστηρίζανε τους δίδυμους θεούς, συνεπαρμένοι από τον κόσμο που δημιουργήσανε, άρχισαν να παίρνουν μορφή ανθρώπινη και πλησιάζοντάς τους ανθρώπους να τους λένε μυστικούς δρόμους, προς την αναζήτηση του τέλειου πνεύματος, το οποίο βρίσκεται πίσω από μια άπυλη πύλη, ανάμεσα σ’ ουρανό και γη σε μια άλλη διάσταση.

Για να φτάσει κάποιος εκεί, θα πρέπει να βρίσκεται διαρκώς σ’ αναζήτηση της αλήθειας, η οποία θα του φανερωθεί ανώδυνα και σε χρόνο που δεν θα την περιμένει, αν βαδίσει στα σωστά μονοπάτια της γνώσης που θα του φανερωθούν και θα πρέπει ο άνθρωπος να είναι διορατικός για να τα δει. Το μόνο του πρόβλημα είναι ο αδυσώπητος χρόνος ο οποίος τρέχει πολύ γρήγορα. Θα πρέπει να τον ξεπεράσει και για να ξεπεράσει κάποιος το χρόνο θα πρέπει να βοηθηθεί από κάποια θεότητα που θα τον εμπιστευτεί ριψοκινδυνεύοντας την ίδια της την ύπαρξη.

Πολλές θεότητες στην αρχή εμπιστευότανε πολύ εύκολα τους ανθρώπους μα αυτοί αποδεικνυότανε τις περισσότερες φορές ανάξιοι της εμπιστοσύνης τους με αποτέλεσμα οι δίδυμοι θεοί να έχουν δημιουργήσει στην άκρη νότια του κόσμου το νησί όπου χαμένες ψυχές θεοτήτων πονώντας δηλητηριασμένα απεγνωσμένα να ψάχνουν τη λύτρωση που θα δώσει τέλος στη μίζερη αυτή διάσταση της ύπαρξής τους, μετανοώντας και καταριώντας τους ανθρώπους που τόσο βεβιασμένα εμπιστευτήκανε.

Το Τελευταίο Νότιο Νησί λοιπόν είναι το σταυροδρόμι των ψυχών των θεοτήτων που βογκάνε κάτω από το βάρος των λανθασμένων επιλογών τους. Τα ουρλιαχτά τους σχίζουν την ηρεμία της νύχτας και πολλές φορές ακούς τρομακτικούς θορύβους από τα έγκατα του νησιού.

Γι αυτές τις θεότητες δεν υπάρχει λύτρωση παρά μόνον όταν οι άνθρωποι που γι αυτούς τιμωρηθήκανε ζήσουν μέσα από τα μονοπάτια που οδηγούν στην ανύψωση και μπροστά στην άπυλη πύλη αφήσουν τους δισταγμούς τους και μετανιωμένοι απ’ τη ζωή των προγόνων τους την διαβούν φτάνοντας σε κόσμους όπου ο θάνατος δεν θα ‘ναι παρά μια κακή παρένθεση στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Μ’ αυτόν τον τρόπο λοιπόν όλοι θα γίνουν τέλειοι φτάνοντας στο αποκορύφωμα της ύπαρξής τους.
Ο παράδεισος λοιπόν δεν θα είναι ουτοπία όταν φτάσουν οι καιροί αυτοί.

Οι μύθοι μας αυτά λένε.
Μα υπάρχουν κι άλλα πολλά να μάθεις νεαρέ μου, όπως τι είναι αυτό που εμποδίζει τους ανθρώπους να φτάσουν όλοι μαζί σ’ αυτά τα μονοπάτια΄΄.

Όταν τέλειωσε τη διήγησή του απόμεινα να τον κοιτάζω μ’ ανοιχτό το στόμα. Ο φόβος μου είχε φτάσει στο μέγιστο βαθμό. Τα πόδια μου παρέλυσαν και σκύβοντας τι κεφάλι έκανα να φύγω χωρίς καν να τον ευχαριστήσω που έδωσε απάντηση στην απορία μου.

Ο ασκητής όμως με πρόλαβε και αγγίζοντάς τα δυο του χέρια τους ώμους μου με γύρισε προς το μέρος του. Έβαλε το δάχτυλό του στο πηγούνι μου και σήκωσε το κεφάλι μου για να τον κοιτάξω. Το πρόσωπό του σοβαρό, τα μάτια του να προσπαθούν να εισχωρήσουν στα δικά μου, και γω αδύναμος να αφήνομαι έρμαιο των διαθέσεών του. Οι διαθέσεις του όμως είχαν καλές προθέσεις.
Με σίγουρη αργή και σοβαρή φωνή άρχισε αν μου μιλάει.

΄΄Μην αφήσεις τον φόβο να κάμψει την περιέργειά σου. Κάνε τον σύμμαχο φίλο σου και θα διαπιστώσεις πως τελικά στο τέλος αφήνει μια γλυκιά γεύση.
Μέσα απ’ αυτόν θα μάθεις πολύ καλύτερα τον εαυτό σου. Θα σε ωθήσει να κάνεις πράγματα που ούτε θα τολμούσες να ονειρευτείς και βέβαια είναι στο χέρι σου να τα πετύχεις.
Γι αυτό λοιπόν μικρέ μου κάνε τον φόβο φίλο σου΄΄.

΄΄Μα πως μπορώ να το πετύχω αυτό, να τον κάνω φίλο μου, δεν μπορώ να σε καταλάβω΄΄

ρώτησα.

΄΄Μέσα από τις καταστάσεις που θα βιώσεις εσύ θα βρεις τον τρόπο΄΄

απάντησε.

΄΄Μα μην βιάζεσαι, ο χρόνος κυλάει με το μέρος σου΄΄

και μ’ αυτά τα λόγια κι ένα παράξενο χαμόγελο στα χείλη του συνέχισε τον δρόμο του προς τα βουνά αφήνοντάς με γεμάτο απορίες και με τα τελευταία του λόγια να στροβιλίζουν στο μυαλό μου.

Έτσι λοιπόν έμαθα για το Τελευταίο Νότιο Νησί και τα μυστικά που κρύβει που ενώ όλοι οι μεγάλοι άντρες ξέρουν τα μικρά παιδιά αγνοούν.

Σώμιτ

Όλα αυτά τα ξαναθυμόμουν όση ώρα περπάταγα με κατεύθυνση νότια για την άκρη του κόσμου. Νομίζω πως σε κάποια άλλη ζωή ήταν όλα αυτά που πέρασα και όλες οι αναμνήσεις που έρχονται μπρος μου αυτό νιώθω πως μου μαρτυρούν.

Περπατώ λοιπόν κατά μήκος του Κέρκων προσέχοντας κάποιο καλό βατό σημείο για να περάσω απέναντι, όταν μέσα από τις πυκνές φυλλωσιές των δέντρων που υπάρχουν κατά μήκος του ποταμού ξεπροβάλλει η φιγούρα ενός νεκρού - έχω την εντύπωση - αγοριού που η ηλικία του δεν θα ξεπερνάει τα δέκα του χρόνια.

Το πλησιάζω με γρήγορα βήματα και σκύβω πάνω απ’ το κεφάλι του. Βλέπω πως είναι μόνο εξαντλημένο και όχι νεκρό. Βρέχω λιγάκι τα χείλη του με νερό και κείνη τη στιγμή αρχίζει να παραμιλά μιλώντας μια γλώσσα που όμοιά της δεν έχω ξανακούσει.
Ξαφνικά τα βλέφαρά του ανοίγουν αποκαλύπτοντας δυο εκφραστικά κουρασμένα πράσινα μάτια. Προσπαθούν να εστιάσουν την προσοχή τους στα δικά μου μα δεν το καταφέρνουν παρά αρκετή ώρα αργότερα κι αφού προηγουμένως ανοιγόκλεισαν αρκετές φορές.

΄΄Μην ανησυχείς είσαι σε ασφαλή χέρια΄΄

του λέω με μια γαλήνια φωνή προσέχοντας να μην το τρομάξω.
Απορημένο εκείνο δείχνοντας να μη καταλαβαίνει τι του λέω αλλά να νιώθει ασφαλής δίπλα μου ξανάκλεισε τα μάτια του και αφέθηκε σε έναν ήσυχο ύπνο. Το σήκωσα στα χέρια μου σκεφτόμενος τι να κάνω με το αγόρι που βρήκα.
Περπάτησα αρκετή ώρα με το μικρό αγκαλιά χωρίς να νιώθω καθόλου κούραση και προσπαθώντας να βρω ένα ζεστό μέρος για να ξεκουραστούμε.
Ανακάλυψα αρκετά μακριά από το σημείο που βρήκα το μικρό αγόρι μια αχυροκαλύβα εγκαταλειμμένη μέσα στο πυκνό δάσος στις όχθες του Κέρκων.

Άφησα το βλέμμα μου να πλανηθεί στο πρόσωπο του μικρού αγοριού.

Γαλήνιο ήρεμο και αθώο το πρόσωπό του σε κάνει να το ζηλεύεις καθώς αντανακλά σαν καθρέφτης στα μάτια μου γυρνώντας με πάρα πολλά χρόνια πίσω, σε κείνα τα χρόνια που δυο χέρια χάιδευαν τα μαλλιά μου και γω νιώθοντας τέτοια ασφάλεια νόμιζα πως ο κόσμος όλος ήταν δικός μου.
Δεν ήρθαν δάκρυα στα μάτια μου καθώς όλο αυτό το διάστημα σκλήρυναν τα αισθήματά μου χωρίς όμως αυτό να με εμποδίζει να φέρνω που και που τις αναμνήσεις που ο καθένας από μας έχει δικαίωμα να θυμάται.

Πήρα το χέρι μου από τα μαλλιά του νεαρού μου προστατευόμενου και γρήγορα πήρα το δρόμο εκείνο που οδηγούσε στο σημείο που τον βρήκα πεσμένο.
Μου πήρε λιγότερη ώρα να φτάσω καθώς το βήμα μου ήτανε ταχύ. Όλη την ώρα όμως το μυαλό μου γύρναγε στο μικρό αγόρι μην τυχόν και ξυπνήσει και δεν με βρει στο πλάι του.
Έπρεπε να ψάξω το σημείο που το βρήκα μήπως και έβρισκα κάτι που θα μαρτυρούσε την προέλευσή του. Καθώς κοίταζα γύρω από το σημείο που βρισκόταν τα μάτια μου έπεσαν μέσα σε μια συστάδα θάμνων όπου κάτι φαίνετε πως υπήρχε.

Προσεκτικά έβαλα το χέρι μου και έβγαλα ένα αντικείμενο τυλιγμένο με δέρματα ζώων. Παρόλη τη μεγάλη μου περιέργεια για το τι υπήρχε το μυαλό μου καθώς δεν είχε πάψει στιγμή να σκέφτεται το αγόρι στην αχυροκαλύβα μόνο του αφού έριξα μια βιαστική ματιά τριγύρω και είδα πως τίποτα άλλο δεν υπήρχε πήρα το δρόμο του γυρισμού σχεδόν τρέχοντας γιατί στο μεταξύ είχε αρχίσει να πέφτει το βαρύ πέπλο της νύχτας.
Έφτασα τη στιγμή εκείνη που το αγόρι ξύπναγε από το λήθαργο που είχε πέσει.

Στο μεταξύ οι φλόγες της φωτιάς που στο μεταξύ είχα ανάψει φώτιζαν και ζέσταιναν το χώρο που είχα διαλέξει για να περάσουμε τη νύχτα.
Άρχισα να μιλώ στο μικρό με ήρεμα σταθερά λόγια δείχνοντας με τον τρόπο μου πως δεν έχει να φοβηθεί τίποτα και πως μπορεί να μ’ εμπιστεύεται.

Κάτι κατάφερα γιατί ο φόβος άφησε το μικρό αγόρι και στη θέση του πέρασε η περιέργεια για το ποιος είμαι τι λέω και αργότερα στο πρόσωπό του εμφανίστηκε το πρώτο χαμόγελό του που δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω. Αυτό το χαμόγελο με ζέστανε κι έκανε το οδοιπορικό μου να αποκτήσει αμέσως νόημα.
Κατάλαβα το μήνυμα των θεών και ήταν η στιγμή που πείστηκα πως τούτο το αγόρι - όπως και γω κάποτε ήμουν - δεν ήταν ένα συνηθισμένο παιδί, αλλά κάποιος που το όνομά του θα έμενε στην ιστορία.

Εκείνο το βράδυ ήταν όλα παράξενα.
Το σκοτάδι καθώς έκανε την εμφάνιση του δεν ενόχλησε κανένα από τα ζώα που κατοικούσανε στο πυκνό δάσος με αποτέλεσμα να μην ακούγεται ο παραμικρός θόρυβος απ’ αυτά.
Ήταν ένα γλυκό βράδυ από κείνα που κάνουν το μυαλό σου να γυρνά σε ευχάριστες αναμνήσεις και να νιώθεις ανάλαφρα ξεκουράζοντας τα συναισθήματά σου.

Ο ύπνος με πήρε σε σχεδόν καθιστή θέση και ήταν άδειος από όνειρα.
Ένα συνεχές βουητό με ξύπνησε και ξαφνικά ένιωσα τη γη να κόβεται στα δυο.
Μικρές λάμψεις άρχισαν να ξεπηδάνε από τα βάθη της άλλοτε να λάμπουν πολύ και άλλοτε να αφήνουν μια ουρά από ένα αχνό γλυκό γαλακτερό φως και να χάνονται στο χάος τρέχοντας με διαολεμένη ταχύτητα.

Χιλιάδες μικρές αρχαίες λάμψεις πήραν τη θέση τους στον τεράστιο κόσμο που απλώνεται πάνω από τα κεφάλια μας κάνοντάς ίσως τους αδαείς να νομίζουν πως εμείς είμαστε το κέντρο του πανάρχαιου σύμπαντος.

Τα έντονα χρώματα του λυκαυγούς, έκαναν την εμφάνισή τους δειλά στον έναστρο αυτή την ώρα ακόμη ουρανό, και οι συλφίδες της πρωινιάτικης αύρας, άρχισαν τον μεθυστικό τους χορό ξαφνικά και απρόσμενα, όταν άλλο τόσο απρόσμενα χάθηκαν, περνώντας ίσως την άπυλη πύλη, που οδηγεί σε άλλες διαστάσεις του ατέρμονου σύμπαντος.

Τότε βλέπω ένα τεράστιο ουράνιο σώμα να πλευρίζει το αγόρι που κοιμόταν παρόλο το βουητό, που εξακολουθούσε να ακούγεται, και παίρνοντας τη μορφή ενός πλάσματος που για πρώτη φορά έβλεπα, το αγκάλιασε με στοργή μπορώ να πω, και το τύλιξε με μια λάμψη, όμοια με κείνη που εισχωρεί βαθιά μέσα μου και με κάνει τόσο μα τόσο δυνατό.

Αδιαφορώντας πλήρως για την παρουσία μου, το πλάσμα σηκώνοντας στον αέρα το νεαρό αγόρι, άρχισε να βγάζει άναρθρες για μένα φωνές, τις οποίες δεν μπορούσα να ερμηνεύσω.
Κι όμως η παρουσία του δίπλα μου δεν με τρόμαξε καθόλου, τουναντίον μάλιστα, καθώς προσπάθησα να του μιλήσω, μα εκείνο δεν μου έδινε καμιά σημασία, λες και δεν έβλεπε τίποτα άλλο, παρά μόνο το νεαρό φίλο μου.

Έτσι ξαφνικά, το φως που υπήρχε μέσα στην αχυροκαλύβα έσβηνε και μαζί του έσβηνε και το πλάσμα που στο μεταξύ είχε αφήσει το αγόρι στη θέση του, και είχε γίνει ένα από τα ομορφότερα ουράνια σώματα που είχα την τύχη να δω.

Μεμιάς το σώμα του αγοριού ξανάρθε στην αρχική του κατάσταση, και το φως πλέον του χειμωνιάτικου πρωινού εισχώρησε στο δωμάτιο, κάνοντας τα μάτια του παιδιού να πεταρίσουν λιγάκι, πριν ανοίξουν ολότελα.
Διατηρώντας την ψυχραιμία μου του μίλησα περισσότερο για να ακούσει ο εαυτός μου, παρά εκείνος λέγοντας

΄΄Λοιπόν μικρέ μου φίλε τι θα ήθελες να φας;΄΄

και προς μεγάλη μου έκπληξη απάντησε χαμογελώντας μου

΄΄Ότι και να φτιάξεις το ξέρω πως θα ‘ναι απολαυστικό΄΄.

΄΄Μα πως … ΄΄

ψέλλισα σαν χαμένος

΄΄χτες που σου μίλησα δεν καταλάβαινες τίποτα και τώρα μιλάς τη γλώσσα μου. Πως την έμαθες΄΄

μα κατάλαβα αμέσως - πριν κάνω τη τελευταία ερώτηση - πως η επίσκεψη του ουράνιου σώματος το είχε καταφέρει αυτό.

Το αγόρι με κοίταξε έκπληκτος γι αυτά που είχε ακούσει, μα δεν βγήκε μιλιά από το στόμα του.
Βγήκα έξω από την καλύβα και άρχισα να μαζεύω ξερά κλαδιά με τον μικρό να με ακολουθεί κατά πόδας.

΄΄Πως σε λένε μικρέ μου, έχεις όνομα;΄΄

΄΄Με λένε Σώμιτ΄΄

άκουσα να μου λέει.

΄΄Σημαίνει κάτι το όνομά σου;
Είναι πρώτη φορά που ακούω ένα τέτοιο όνομα΄΄

΄΄Δεν γνωρίζω΄΄

απάντησε βοηθώντας με ταυτόχρονα με τα κλαδιά.

Φτάσαμε έξω από την καλύβα και σ’ ένα ξέφωτο άναψα τη φωτιά.
Καθίσαμε απέναντι ο ένας απ’ τον άλλον, κοιτάζοντας τις φλόγες που άρχισαν να στροβιλίζουν και έκανα ξανά μια ερώτηση.

΄΄Από πού έρχεσαι και πως βρέθηκες εδώ΄΄.

Αμέσως από τα μάτια του άρχισαν να αναβλύζουν τα πρώτα δάκρυα. Νιώθοντας ντροπιασμένος, σήκωσε γρήγορα το χέρι του και προσπάθησε να σκουπίσει τα σημάδια της αδυναμίας του.

Σηκώθηκα και πήγα στάθηκα δίπλα του λέγοντας του λόγια του πατέρα μου.

΄΄Τα δάκρυα όταν κυλάνε από μάτια άντρα δεν είναι ντροπή.
Σ’ ακούω΄΄

Εκείνη την ώρα άρχισα να μαθαίνω την ιστορία του.

΄΄Μια γυναίκα με παράξενη μορφή, απ’ ότι αυτοί που με μεγάλωσαν μου είπαν, με άφησε μια καλοκαιρινή βραδιά στην όχθη της μικρότερης λίμνης στην Περιοχή Των Μεγάλων Λιμνών. Τα Πλάσματα που ζουν εκεί με πήραν υπό την προστασία τους και δε μ’ άφησαν να πεθάνω από το κρύο που επικρατεί σε κείνες τις βόρειες περιοχές.
Με μεγάλωσε ο αρχηγός της φυλής ο περίφημος Βαλίμ που όμοιος του δεν νομίζω να υπάρχει άλλος. Με έδωσε στη μικρότερη γυναίκα του τη νεαρή Ελνοβιζ η οποία με πρωτοβύζαξε.
Ξεχώριζα ανάμεσα στα παιδιά των Πλασμάτων γιατί είμαι από την ανθρώπινη φυλή κι αυτό μου δημιουργούσε πολλά προβλήματα στις σχέσεις μου. Μου έμαθαν τη γλώσσα τους και με αγάπησαν οι θετοί γονείς μου λες κι ήμουνα γιος τους κι έτσι με μεγάλωσαν.
Όσο πέρναγαν τα χρόνια καταλάβαινα τις διαφορές που είχα με τα υπόλοιπα πλάσματα και συχνά ρωτούσα την Ελνοβίζ να μου πει γιατί ήμουν τόσο μα τόσο άσχημος σε σύγκριση με τα άλλα παιδιά.
Τα παιδιά των Πλασμάτων ήταν πολύ ψηλά σε σύγκριση με μένα και ένοιωθα πάντα αδύναμος μπροστά τους.
Η Ελνοβίζ πάντα απόφευγε να απαντήσει τις επίμονες ερωτήσεις μου ώσπου μια φορά σε ένα από τα παιγνίδια μας με τα άλλα παιδιά κάποιο με ειρωνεύτηκε λέγοντας πως ποτέ δεν θα γίνω σαν κι αυτούς και πως δεν είμαι παρά μπάσταρδο από άλλους κόσμους.
Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα την ώρα που τρέχοντας κρύφτηκα στην αγκαλιά της θετής μου μητέρας και με μισόλογα εξαιτίας των λυγμών μου προσπαθούσα να της εξηγήσω τι έγινε.
Με πήρε στην αγκαλιά της και με πήγε στο μικρό κρεβάτι που ο Βαλίμ είχε φτιάξει ειδικά για μένα και αφού με φίλησε ακουμπώντας τα τεράστια χείλη της στο μέτωπό μου με καθησύχασε λέγοντας μου πως η μαμά είναι εδώ και πως όποιος προσπαθήσει να μου κάνει κακό θα τον σχίσει η ίδια στα δυο και θα πετάξει το κορμί του στη μεγαλύτερη απ’ όλες λίμνη την τρομερή Κλοζ-Ρετ όπου κατοικεί ο θεός του σκότους των Πλασμάτων, Ρωβ.
Τα λόγια της με ηρέμησαν και το απαλό χέρι του ύπνου δεν άργησε να κλείσει τα δακρυσμένα μου μάτια. Την επομένη που σηκώθηκα είδα τον Βαλίμ και την Ελνοβίζ να με κοιτάνε σοβαρά και να με περιμένουν στο τραπέζι που κι αυτό το είχαν φτιάξει για τις δικές μου ανάγκες.
Με την βαριά του φωνή ο Βαλίμ άρχισε να μου εξηγεί την ιστορία μου, πως με βρήκαν και πως αποφάσισαν να με κρατήσουν και να με μεγαλώσουν.
Δεν ήθελα να πιστέψω τα λόγια του γιατί ειλικρινά πίστευα πως ήμουνα γιος του. Έτρεξα και κρύφτηκα στην τεράστια αγκαλιά της μητέρας μου της οποίας τα τεράστια κόκκινα μάτια της άρχισαν να δακρύζουν. Ήμουνα βλέπεις το μοναδικό παιδί που μεγάλωσε καθώς δεν μπορούσε να αποκτήσει παιδιά.
Με σήκωσε ψηλά και με φίλησε και μ’ ακούμπησε απαλά πάνω στο τραπέζι.
Ο Βαλίμ συνέχιζε να μου λέει τη συνέχεια της ιστορίας λέγοντάς μου πως προέρχομαι από την φυλή των ανθρώπων και πως εκεί θα πρέπει να ξαναγυρίσω.
Λόγια στοργής άρχισαν να βγαίνουν εκείνη την ώρα από τα στόματα και των δυο τους δίνοντας μου την υπόσχεση πως πάντα θα βρίσκονται δίπλα μου και θα με προστατεύουν από κάθε τι που θα μπορούσε να με βλάψει. Ο μεγάλος θεός των Πλασμάτων ο τρομερός και δίκαιος Ανώβ πάντα θα βρίσκετε κοντά μου αν τον επικαλεστώ. Οι υπόλοιπες μέρες περάσανε με τις ετοιμασίες που κάνανε για το ταξίδι της επιστροφής κοντά στους ανθρώπους.
Οι δυο πιο έμπιστοι άντρες του Βαλίμ με συνοδέψανε με κίνδυνο της ζωής τους και περάσανε τις άγονες περιοχές του Σαξ-Τορ-Νααβ νότια των Μεγάλων Λιμνών όπου δεν υπάρχει τίποτα άλλο παρά μια κοκκινωπή άμμος και καθόλου νερό το οποίο είναι βασικό για τα Πλάσματα.
Με αφήσανε στη βόρεια πλευρά του Ζέστρα δίνοντας μου μαζί με τις ευχές τους και ένα δώρο του Βαλίμ το οποίο βρίσκεται στη θήκη δίπλα σου.΄΄ μου είπε κοιτάζοντας τη θήκη που είχα βρει στο σημείο που τον συνάντησα.
΄΄Ανοιξέ την΄΄

Με προσεχτικές κινήσεις ξετύλιξα τα δέρματα που την περικλείανε και φανερώθηκε μπροστά στα μάτια μου ένα σπαθί που όμοιό του δεν νομίζω να υπάρχει στον γνωστό κόσμο και μέχρι το Τελευταίο Νότιο Νησί.
Τη λαβή του διακοσμούσανε πολύτιμοι λίθοι φερμένοι απ’ όλες τις γωνιές του κόσμου οι οποίοι ανάλογα την κίνηση του σπαθιού παίρνανε διαφορετικό χρώμα. Ήταν ένα σπαθί για θεό φτιαγμένο και με απορία αλλά ταυτόχρονα και θαυμασμό έριξα μια βιαστική ματιά στο νεαρό Σώμιτ του οποίου το ύψος του ήτανε ίσα με του σπαθιού.
΄΄Συνέχισε΄΄ του είπα ρίχνοντας του μια χαμογελαστή ματιά για να τον κάνω να νιώσει καλύτερα.

΄΄Έφτασα στο ποτάμι και περπατούσα κατά μήκος του όταν άκουσα ποδοβολητά αλόγων να καλπάζουν γρήγορα προς το μέρος μου. Τρομοκρατήθηκα και για να μη με δουν ανέβηκα γρήγορα στο πρώτο δέντρο που βρήκα μπροστά μου. Την ώρα που ανέβαινα το σπαθί μου πιάστηκε σ’ ένα κλαδί και άρχισε να πέφτει, εγώ προσπάθησα ασυναίσθητα να το πιάσω με τα χέρια μου ξεχνώντας πως σκαρφάλωνα στο δέντρο και έπεσα και γω μετά το σπαθί μου. Έπειτα ξύπνησα και είδα τα μάτια σου να με κοιτάν παράξενα.΄΄
Αυτή είναι η ιστορία μου.
΄΄Μάλιστα΄΄ είπα με τη σειρά μου.
΄΄Ώστε είμαι ο πρώτος άνθρωπος που συνάντησες. Τιμή μου΄΄ του είπα χαμογελώντας και για πρώτη φορά τον είδα να χαμογελά.

Νοκβόθ

Αυτό μ’ έκανε να αισθανθώ πολύ όμορφα και αποφάσισα πως τα επόμενα χρόνια θα τα πέρναγα μαζί του διδάσκοντάς τον αυτά τα οποία είχα διδαχτεί με τη σειρά μου από τον Γκέρκο.
΄΄Μήπως ο προορισμός μου είναι αυτός;΄΄ αναλογίστηκα.
Ξέροντας όμως πως έκανα το σωστό έκρινα σκόπιμο να φύγουμε αμέσως από το χώρο αυτό και να προσπαθήσουμε να βρούμε ένα φιλόξενο σημείο όπου θα μπορούσαμε ήσυχα να περάσουμε τα χρόνια που θα χρειαζότανε για να γίνει άντρας ο Σώμιτ και να πετάξει από κοντά μου.

Του μίλησα όμορφα και του είπα τις σκέψεις μου και χωρίς να χρονοτριβούμε μαζέψαμε τα λιγοστά υπάρχοντά μας και κινήσαμε για ένα μέρος που μόνο στις αφηγήσεις του πατέρα μου θυμόμουν για το πόσο πολύ το θαύμαζε.
Η Νοκβόθ ήταν στην άλλη άκρη της Σαίς προς τα ανατολικά. Δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τη Σαίς γιατί ήταν ένα μεγάλο εμπορικό λιμάνι όπου πλοία απ’ όλες τις θάλασσες έδεναν και ξεφόρτωναν κάθε λογής εμπόρευμα στην πόλη.
Οι Κράτσακ την είχαν κυριεύσει εκατοντάδες χρόνια πριν μα ο διοικητής της πόλης ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος και γενναίος πολεμιστής το όνομά του το οποίο έγινε μύθος πολεμώντας με τα στοιχειά των Δαιμονισμένων Θαλασσών κατάφερε να φέρει την ευτυχία και τον πλούτο στους καπετάνιους οι οποίοι μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν τολμούσαν να περάσουν τα σκαριά τους από τα νερά αυτά.
Το όνομά του ήταν Σάκντραν και ήταν το δεξί χέρι του τότε βασιλιά των Κράτσακ Μπόρνταν.
Ο Μπόρνταν του έδωσε σχεδόν τις μισές κατακτήσεις του στα ανατολικά να κυβερνήσει με το αζημίωτο φυσικά καθώς αποκόμιζε από κείνες τις περιοχές μεγάλο αριθμό σκλάβων φερμένους από τους παράξενους ανατολικούς λαούς με πλοία έξυπνων καπεταναίων οι οποίοι είχαν το θάρρος και ταξίδευαν σε κείνα τα ανήσυχα νερά.
Φυσικά ο Σάκντραν φρόντισε να εξαλείψει τους κινδύνους που καιροφυλακτούσαν στις Δαιμονισμένες Θάλασσες κατατροπώνοντας τα στοιχειά και τους δαίμονες που κατοικούσαν στα γαλάζια νερά κάνοντας τους να κρυφτούν βαθιά στις στοές των πνιγμένων πολιτειών που υπάρχουν από τις αρχές του χρόνου και εμφανίζονται αραιά και που μ’ ένα πυκνό γαλάζιο σύννεφο να τις καλύπτει και δεν τις έχουν δει μάτια ανθρώπων παρά μόνο παράξενοι γέροντες -που τη μια τους βλέπεις και την άλλη εξαφανίζονται μπρος από τα μάτια σου θαρρώντας μερικές φορές πως δεν ήταν παρά όνειρο- θα ακούσεις να μιλάνε γι αυτές τις πολιτείες.
Έτσι όταν οι Δαιμονισμένες Θάλασσες καθαρίσανε και έγιναν προσβάσιμες θαρραλέοι άντρες άρχισαν να εξερευνούν τις χώρες πέρα απ’ αυτές.
Ήρθαν σε επαφή με τους ανατολικούς λαούς και πολλοί ήταν εκείνοι οι οποίοι ήρθαν να πολεμήσουν σαν μισθοφόροι στον στρατό των Κράτσακ φέρνοντας καινούρια όπλα και νέες πολεμικές τέχνες.
Από κείνες τις πολιτείες άρχισαν να καταφτάνουν και πολλοί σκλάβοι τους οποίους αιχμαλωτίζανε στις εξορμήσεις τους οι φοβεροί πειρατές που είχαν δοσοληψίες με τους πλουσίους κατοίκους της Νοκβόθ.
Έτσι η πόλη είχε σχεδόν ανεξαρτητοποιηθεί από την κεντρική εξουσία η οποία προερχόταν από τη Σαίς.
Ο εκάστοτε διοικητής της πόλης δεν οριζόταν από το βασιλιά των Κράτσακ παρά μόνο συναινούσε εκείνος.
Η επιλογή γινόταν από ένα συμβούλιο της πόλης το οποίο αποτελούσαν οι δεκαπέντε σοφότεροι γέροντες της πόλης οι οποίοι προέρχονταν απ’ όλα τα οικονομικά στρώματα των κατοίκων της.
Έτσι σχεδόν πάντα οι διοικητές της ήταν στο σύνολό τους ικανοί άντρες που τους διέκρινε η αίσθηση του δικαίου και η απονομή του.
Μ’ αυτόν λοιπόν τον τρόπο η πόλη ολοένα και δυνάμωνε σ’ όλους τους τομείς και οικονομικά και πνευματικά καθώς λόγω της δίκαιης διοίκησής της πολλοί ήταν εκείνοι οι οποίοι την διάλεγαν για να ζήσουν.

Αυτό έκανα και γω εν μέρει καθώς η Νοκβόθ βρίσκεται στους πρόποδες του Ζέστρα κι εμένα πάντα αυτό το βουνό με γοήτευε. Δε θα μέναμε μέσα στην πόλη γιατί πολλά χρόνια περάσανε ζώντας μακριά από τους ανθρώπους ώστε να με κάνουν πλέον να μην αποζητώ τη συντροφιά τους παρά μόνο σε μερικές περιπτώσεις όπως τώρα με τον Σώμιτ.

Στους πρόποδες του Ζέστρα λοιπόν θα μάθαινα στο νεαρό φίλο μου ότι θα μπορούσε να τον κάνει πιο δυνατό άνθρωπο.
Ξεκινήσαμε λοιπόν καθώς η μέρα είχε ήδη προχωρήσει και κινήσαμε ανατολικά παράλληλα με τον Κέρκων έχοντας στα βόρειά μας την οροσειρά του Ζέστρα να στέκεται επιβλητικά κάνοντας μας να φαινόμαστε τόσο μα τόσο μικροί κι ευάλωτοι.
Οι κορυφές του σχεδόν πάντα ήταν κρυμμένες από πυκνά άλλοτε μαύρα μολυβένια κι άλλοτε άσπρα καθαρά σύννεφα.
Πολλά ακουγότανε όλα αυτά τα χρόνια για τις απόκρυφες κορφές του Ζέστρα που άλλες φορές ήταν αληθινά μα συνήθως οι περισσότερες των αφηγήσεων ήταν υπερβολικές.
Πολλοί ήταν εκείνοι που χάθηκαν πάνω σε κείνες τις κορυφές, άντρες γενναίοι που αψήφησαν τους κινδύνους που έκρυβε εκεί ψηλά ο Ζέστρα.
‘’Τι ήταν για μένα ο Ζέστρα λοιπόν;’’ αναρωτήθηκα.
‘’Σίγουρα δεν ήταν απλά ένα βουνό. Δεν ήταν το βουνό εκείνο που μπορεί ο καθένας να περπατήσει πάνω του ξέγνοιαστα, χωρίς να αγγίξει έστω και λίγο τα συναισθήματά του.
Γιατί πάντα όταν κοίταζα το απίστευτο ύψος του ένοιωθα δέος και πολύ μικρός. Δεν ήταν παρά ένα βουνό κι όμως γιατί με κάνει να αισθάνομαι τόσο αδύναμος. Χρόνια και χρόνια περάσανε και ακόμη νιώθω απίστευτο δέος. Ήταν ίσως ο θαυμασμός και η μυστικότητα που κυριαρχούσανε στα λόγια του πατέρα μου όταν αναφερόταν στο Ζέστρα ή μήπως οι κρυφές σκοτεινιασμένες αόρατες κορφές του;
Ήταν επειδή έκρυβε τα κείμενα των προγόνων μου αιώνες τώρα και οι γνώσεις που κρύβονταν σ’ αυτά;
Ότι και να ήταν απ’ όλα αυτά, κάποτε γνωρίζω πως πρέπει να πάρω όλες αυτές τις απαντήσεις και για να φτάσω σ’ αυτές η μόνη λύση είναι να τον διασχίσω και να τον αφήσω να με απορροφήσει στο κορμί του δίνοντας μου τελικά ότι του ζητήσω. Ναι, αυτό πρέπει να κάνω.’’

Ο μικρός μου φίλος περπατούσε δίπλα μου χωρίς να παραπονιέται παρόλο που περάσανε πολλές μέρες και γι αυτόν ήταν όλα τόσο μα τόσο άγνωστα.
Δεν γκρίνιαζε ποτέ του έστω και όταν περπατάγαμε πολλές ώρες τη μέρα χωρίς να ξεκουραζόμαστε παρά ελάχιστα. Οι ερωτήσεις του ήταν σπάνιες και αφορούσαν σχεδόν πάντα για το τι είδους ζώα ήταν αυτά που τύχαινε να δούμε στο διάβα μας.
Η βλάστηση όλο και πύκνωνε μα αυτό καθόλου δε μείωνε τη διάρκεια του ταξιδιού μας καθώς το μονοπάτι που ακολουθούσαμε ήταν αρκετά μεγάλο χωρίς εμπόδια ώστε να μας καθυστερεί.
Δεν απείχαμε παρά λίγες μέρες από τη Νοκβόθ όταν αφήσαμε τον Κέρκων στα δεξιά μας και συνεχίσαμε το ταξίδι μας ευθεία για την πόλη που βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του βασιλείου των Κράτσακ.
Ο Κέρκων σε κείνο το σημείο έκανε στροφή και άλλαζε κατεύθυνση προς τα νότια όπου και συνέχιζε ώσπου έφτανε στο τέλος της πορείας του στη Μεγάλη Θάλασσα. Απέναντι από τις εκβολές του μεγάλου αυτού ποταμού βρίσκεται το περίφημο νησί Φλερ-Μπουά γνωστό για τα πλούτη του και τα περίφημα κρασιά του.

Μπροστά μας δε βρισκότανε παρά μια μεγάλη έκταση γεμάτη πράσινο χωρίς ένα λόφο να σπάζει τη μονοτονία του τοπίου. Παρόλο αυτήν την ρουτινιάρικη εικόνα ένοιωσα ελεύθερος ξανά και χαμογελώντας στο Σώμιτ άρχισα εκείνο τον αέρινο χορό ανάμεσα σε κείνα τα πανέμορφα λουλούδια που υπήρχαν ανάμεσα στο ψηλό χορτάρι και καθώς ο άνεμος άρχισε να παίρνει μέρος στο χορό μου ένα φως γλυκό έκανε την εμφάνισή του από το κρυμμένο έως αυτή την ώρα φεγγάρι και με τύλιξε. Ήταν εκείνο το γλυκό αγαπημένο μου φως που με κάνει να νιώθω την αθανασία του κορμιού μου τόσο έντονα και με παρασέρνει μαζί του φέρνοντας με εικόνες από άλλες διαστάσεις άλλοτε απόκοσμες και φρικιαστικές και άλλοτε γαλήνιες και παραδεισένιες και γω πάντα με την απορία σε τι κόσμο θα με ταξιδέψει σήμερα το φως μου το γλυκό δικό μου φως να με κυριεύει.
Ένοιωσα την έκπληξη του συνοδοιπόρου μου και το θαυμασμό του για ότι έβλεπε μα δε διέκρινα καθόλου φόβο στα μάτια του πράγμα που δικαίωσε τις σκέψεις που έκανα για αυτόν.

Τρομερά πλάσματα έπαιρναν μορφή μπροστά μου κοιτάζοντάς με παράξενα προσπαθώντας να καταλάβουν τη φύση μου μα εγώ απελευθερωμένος πλέον τα άφηνα πίσω χαμογελώντας και κείνα αφού βλέπανε την αδιαφορία μου εξαφανιζότανε από τον κόσμο μου.
Ώσπου μπροστά στα μάτια μου ήρθε μια μορφή η οποία μου ήταν γνωστή, παράξενα γνωστή.
Μου μίλησε σε μια γλώσσα που δεύτερη φορά άκουγα αφού η πρώτη ήταν το βράδυ που το ουράνιο εκείνο σώμα είχε επισκεφτεί τον Σώμιτ αλλά που καταλάβαινα πλέον πολύ καλά. Δεν μπήκα στον κόπο να προβληματιστώ πως και γιατί αφού όταν βρισκόμουν σ’ αυτή τη κατάσταση όλα ήταν πιθανά.
Μου μίλησε λοιπόν και μου είπε αλήθειες που δεν μπορώ να φανερώσω. Τα λόγια των θεών είναι δύσκολο να τα μεταφέρεις στους ανθρώπους και επικίνδυνα συνάμα. Μόνο με σύνεση πρέπει να φροντίζουμε να τα διαδώσουμε και πάλι όμως ο φόβος θα κυριαρχεί.
Ήταν ο Ανώβ, ο θεός των Πλασμάτων ο οποίος με επισκέφτηκε και μου μίλησε για τον Σώμιτ. Τα λόγια του αντήχησαν βαθιά μέσα στα αυτιά μου και τα έλαβα χωρίς να κάνω ερωτήσεις παρά μόνο άκουγα ότι είχε να μου πει.
Ήταν ο Σώμιτ λοιπόν ο αγαπημένος του Ανώβ αυτό ήταν σίγουρο.
Με άφησε πριν προλάβω να τον ρωτήσω γιατί αποκαλύφθηκε σε εμένα και όχι στον ίδιο και έτσι η απορία θα με συνοδεύσει ώσπου να βρω κι αυτή την όχι και τόσο σπουδαία απάντηση για μένα.
Η αγαπημένη μου λάμψη με άφησε και ξαπλωμένος καθώς ήμουν στα άγρια μα ευγενικά χόρτα ένα χέρι ακούμπησε το μέτωπό μου και τα μάτια μου άνοιξαν απότομα τρομάζοντας το νεαρό μου φίλο που τράβηξε το χέρι του από πάνω μου. Του χαμογέλασα ζητώντας του συγνώμη για τον τρόπο μου και προσπάθησα να σηκωθώ.
‘’Το ξέρω πως έχεις πολλές απορίες γι αυτά που είδες μα μην ανησυχείς μπορείς να με ρωτήσεις χωρίς φόβο και χωρίς φόβο θα απαντήσω’’

‘’Θα ‘θελα να πετάξω σαν και σένα. Πάντα ήθελα να το κάνω αυτό’’ μου είπε δείχνοντάς με τα κατάλευκα δόντια του κι ένα πολύ ζεστό χαμόγελο.

‘’Ελπίζω πως κάποτε μπορεί κι εσύ να τα καταφέρεις’’
Δε του είπα για τη συνάντησή μου με τον Ανώβ ξέροντας πως δε θα καταλάβαινε ότι και να του έλεγα.
Εκείνη την ημέρα δε περπατήσαμε άλλο παρά καθίσαμε να ξεκουραστούμε καθώς το ταξίδι με είχε εξαντλήσει.
Είχαμε πλησιάσει πολύ τον προορισμό μας και δεν απείχαμε παρά μερικές μέρες.
Το επόμενο πρωί και μετά από περπάτημα πολλών ωρών –είχε σχεδόν βραδιάσει - βρεθήκαμε απέναντι από ένα μικρό ποτάμι που έπρεπε να διασχίσουμε.
Ρώτησα τον Σώμιτ αν γνωρίζει να κολυμπά και μου είπε όχι.
Μπήκα μέσα στο νερό χωρίς φόβο και του ζήτησα να με ακολουθήσει. Με ακολούθησε χωρίς δισταγμό και φόβο.
Τον πήρα στην αγκαλιά μου και αφέθηκε στην ασφάλεια των χεριών μου με άνεση. Βγήκαμε στην απέναντι όχθη και ξαπλώσαμε στην νοτισμένη χλόη αφού αλλάξαμε τα βρεγμένα μας ρούχα.
Έβγαλα λίγο παστό κρέας ελαφιού και του έδωσα για να φάει ξέροντας πως πείναγε. Μου χαμογέλασε καθώς το έπαιρνε από τα χέρια μου και μόλις είδα πάλι αυτό το καθάριο χαμόγελό του αγαλλίασα από ευχαρίστηση.
Έφαγε εκεί στην όχθη καθισμένος και καθώς τον κοίταζα δεν μπόρεσα να μη φέρω την εικόνα του πατέρα που χρόνια πριν ήταν στη θέση μου στις όχθες του μεγάλου ποταμού και με κοίταζε καθώς βούταγα στα κρύα νερά του γελώντας δυνατά και καλώντας τον να έρθει κοντά μου να κολυμπήσουμε μαζί.
Ένα λυπημένο χαμόγελο κάθισε στο πρόσωπό μου στη θύμησή του καθώς σκέφτηκα πόσο γρήγορα οι Θεοί τον καλέσανε κοντά τους.
Αμέσως τα λόγια του Γκέρκο για τους Θεούς αντήχησαν στα αυτιά μου ‘’Μη πας κόντρα στους Θεούς γιατί ο σκοτεινός τους όγκος θα πέσει πάνω σου και θα σε συντρίψει’’.
Άφησα τις αναμνήσεις να χαϊδεύουν το μυαλό μου και έκλεισα τα μάτια μου προσπαθώντας να ξεκουραστώ.
Έριξα μια ματιά στο Σώμιτ και τον είδα να κοιμάται αμέριμνος και γαλήνιος με τον άνεμο να φυσά απαλά στα κατάξανθα μαλλιά του.
Σηκώθηκα και έριξα ένα σκέπασμα στο κορμί του και πλάγιασα και γω δίπλα του ακουμπώντας το χέρι μου στους ώμους του. Ήταν μια κίνηση τελείως ασυναίσθητη μα δήλωνε τη πίστη μου σ’ αυτόν και στο δρόμο που θα χάραζε.
Είχε νυχτώσει για τα καλά όταν σηκώθηκα και άναψα μια μικρή φωτιά για να μας ζεσταίνει και να μας συντροφεύει. Ο μικρός κοιμόταν για τα καλά όταν απότομα άκουσα ένα ουρλιαχτό και ένα σφύριγμα σπαθιού έσχισε τον εαυτό μου στα δυο. Μα τι λάθος!!!
Είδα εκείνο το άγριο πρόσωπο της φρίκης να με κοιτά παράξενα με γουρλωμένα μάτια. Ο σύντροφός του απέμεινε να με κοιτάζει κι αυτός μη ξέροντας τι να κάνει. ‘’Βάλτο στα πόδια φίλε μου. Τρέξε κι απόλαυσε το δώρο που σου κάνανε οι Θεοί. Μη στέκεσαι απέναντί μου, θα σε συντρίψω’’, μα ήξερα πως δε θα το έκανε. Δε θα ‘φευγε από δω αν δεν έπαιρνε αυτό για το οποίο είχε έρθει.
Άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο και βαθιά μέσα μου ήρθε το φως του φεγγαριού που με κάνει τόσο δυνατό και άτρωτο. Είδα τα αποσβολωμένα πρόσωπά τους να τα κυριεύει η έκπληξη και ο πανικός και όταν σκέφτηκαν να φύγουν από κοντά μου ήταν ήδη πολύ αργά. Τους τύλιξα όπως ένα μεταξωτό σεντόνι τυλίγει το κορμί μιας παρθένας και τους έστειλα μακριά εκεί όπου κανείς ήχος δεν ακούγεται και δεν σαλεύουν παρά ψυχές μόνο ανθρώπων που γυρεύουν λύτρωση για τα σφάλματά τους παρακαλώντας τους Θεούς να τους συγχωρέσουν για τα λάθη που διέπραξαν όταν κάποτε ήταν άνθρωποι.
Ο μικρός μου φίλος ξύπνησε όταν όλα είχαν τελειώσει και ήρθε δίπλα μου σέρνοντας το σκέπασμά πίσω του.
Τον αγκάλιασα και του έδειξα τα’ αστέρια λέγοντάς του με τη ζεστή φωνή μου ‘’Ποτέ μη φοβηθείς να ταξιδέψεις πέρα από τ’ αστέρια που βλέπεις. Υπάρχουν κόσμοι που το μικρό μυαλουδάκι σου αδυνατεί να καταλάβει, μα κάποτε θα εμφανιστούν μπροστά σου και θα σε καλέσουν και συ πρέπει να είσαι έτοιμος να τους δεχτείς και να ταξιδέψεις εκεί. Ποτέ μη φανταστείς και κανέναν να μην αφήσεις να σε πείσει, πως τούτη η ζωή είναι ο μοναδικός σου κόσμος’’