Τρίτη, Απριλίου 13, 2010

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ

FORTUNE COOKIES II - ΕΞΩΦΥΛΛΟ

Κυριακή, Απριλίου 11, 2010

Φώτης Βασιλείου - Καβάτζες

Το γραφείο μου κοιτάζει τον τοίχο, το ανυπόφορο αποτέλεσμα της πιο βλακώδους συμβουλής που έχω ακολουθήσει. Θα με βοηθούσε υποτίθεται να συγκεντρώνομαι καλύτερα, όμως το μόνο που πετυχαίνει είναι να χρειάζομαι όλο το εικοσιτετράωρο τη λάμπα αναμμένη, αφού έχω το παράθυρο στην πλάτη μου και η σκιά μου πέφτει στα χαρτιά.
Άει σιχτίρ πια!
Έσβησα τη λάμπα και σηκώθηκα. Αισθανόμουν το κορμί μου, το μυαλό μου, την ψυχή μου, μουδιασμένα. Κάτι έπρεπε να κάνω. Κάτι.
Πήγα και κατούρησα.
Ένα μακρό, πλούσιο, απολαυστικό κατούρημα –μα πού χωρούσε τόσο υγρό;
Από την τουαλέτα στο μπαλκόνι. Στην απέναντι πολυκατοικία μένει ένας μπάτσος με τη γυναίκα του. Φάτσα-κάρτα έχω το καθιστικό και το σαλόνι τους. Η κουρτίνα στο σαλόνι είναι μισάνοιχτη και φαίνεται ο μπάτσος να κάθεται όλο το απόγευμα στον καναπέ και να βλέπει τηλεόραση. Δίπλα του φορτωμένα τασάκια, ποτήρι τού φραπέ, κουτιά μπύρας. Στην κουζίνα οι πόρτες είναι εντελώς ανοιχτές. Η γυναίκα τού μπάτσου τριγυρίζει από το νεροχύτη στο ψυγείο, γύρω από μια τηλεόραση που παίζει μονίμως σαπουνόπερες. Τριανταεφτά με τριανταοχτώ, καλοφτιαγμένη γυναίκα, απ’ αυτές που κάποτε λέγανε νταρντάνες. Μ’ αρέσει να τη χαζεύω. Ξεμουδιάζω.
Όμως εκείνη τη μέρα αυτό δεν μου ήταν αρκετό. Σήμερα χρειαζόμουν κάτι παραπάνω.
Έπιασα το κινητό για να τηλεφωνήσω σε μια απ’ τις καβάτζες μου. Δεν το σκέφτηκα καθόλου: η Αλεξία ήταν η αυτονόητη επιλογή.
«Θάνο; Πώς και με θυμήθηκες, ρε μαλακισμένο;»
«Σε σκεφτόμουν… Μου έλειψες νομίζω…»
Γέλασε. Και ήταν ένα αυθόρμητο, πηγαίο γέλιο. Καθόλου προσποιητό –τουλάχιστον απ’ όσο μπορούσα να καταλάβω.
«Αν σου έλειπα, θα με σκεφτόσουν και καμιά φορά ενδιάμεσα, κι όχι μόνο όταν είσαι καυλωμένος».
«Είδα μια παλιά μας συμφοιτήτρια σήμερα».
«Α, ναι; Ποια; Εκείνη τη μαλακισμένη την Κατερίνα;»
«Όχι, όχι… Δεν μπόρεσα να θυμηθώ το όνομά της… Μια χοντρούλα με ΠΟΛΥ μακριά μαλλιά από την Καλαμάτα. Η κολλητή εκείνης της Αντωνίας που παντρεύτηκε τον Γιάννη».

Σκηνή μοντάζ: Η Αντωνία να ανοίγει τα πόδια της πάρα πολύ και με ρωτάει αν μου αρέσει το στήθος της.

«Μια με πλακουτσωτή μύτη; Που είναι σαν ινδιάνα πόρνη;»
«Ναι… Πιθανόν, δηλαδή…»
«Η Βάλια είναι, ρε Θάνο. Που τα ’χε με τον Θεοδόση και γαμιόταν και με τον Νίκο από τα Γρεβενά».

Σκηνή μοντάζ: Η Αντωνία είχε πραγματικά ωραίο στήθος. Μεγάλα και στρογγυλά βυζιά. Ναι, μου άρεσαν πολύ. Πάρα πολύ.

«Είχα ακούσει ότι παντρεύτηκε έναν στρατιωτικό η τουρκομπαρόκ βλαχάρα κι έμενε στη Λήμνο. Τι σκατά γύρευε εδώ; Σου είπε;»
«Κάτι για ΑΣΕΠ ανέφερε. Πέρασε στη Νομαρχία μας και μπλα-μπλα-μπλα. Είπε και κάτι για Ξάνθη, ίσως ο καραβανάς της να είναι εκεί τώρα».

Σκηνή μοντάζ: Και απαλά. Τόσο απαλά, που νόμιζα ότι η γλώσσα μου θα τα καταστρέψει. Και κάτι ρόγες! Παίζει να είναι οι πιο τεράστιες που έχω δει.

«Δεν πιστεύω να της είπες τίποτα για μένα;»
«Όχι, όχι. Δυο λεπτά μιλήσαμε στο όρθιο –τι να της έλεγα;»
«Ανταλλάξατε τηλέφωνα και τέτοια;»
«Είσαι τρελή!»

Σκηνή μοντάζ: Η Χριστίνα να κλαίει. Η μύτη της να τρέχει. Σάλιο να στάζει από την αριστερή άκρη των χειλιών της. Κόκκινα μάτια, κόκκινη μύτη, κόκκινα λόγια. Η Αντωνία της τα είχε πει όλα με το νι και με το σίγμα. Με μια μικρή απόκλιση: Ότι εγώ της την έπεσα.

«Δε νομίζω ότι σε συμφέρει να μου μιλάς άσχημα σήμερα…»
«Μα είσαι τρελή με την καλή έννοια. Σαν τον Βαν Γκογκ!»
Γελάει. Και είναι πηγαίο και αυθόρμητο. Το ξέρω.
«Γι’ αυτό ακριβώς θέλω να μοιραστούμε ένα εξαιρετικό Pinot που μου έφερε προχτές ο Παναγιώτης από το Παρίσι. Έχω και κάτι μπριζόλες. Μέχρι να έρθεις, θα είναι έτοιμες».
Γελάει ακόμα.
«Θα πάρω και παγωτό για επιδόρπιο».
«Το μόνο που ελπίζω είναι να μην φοράς πάλι εκείνο το ηλίθιο βρακάκι-σούπερμαν».
«Μα είναι το αγαπημένο μου! Μεταδίδει ένα υπόγειο, υποσυνείδητο μήνυμα».
«Ναι πολύ υπόγειο, τι να σου πω… Βάλε τις μπριζόλες και άναψε τον θερμοσίφωνα. Θα κάνω ντους σε ’σένα. Και μην Τ-Ο-Λ-Μ-Η-Σ-Ε-Ι-Σ να φορέσεις το βρακάκι-σούπερμαν».

Μπάμπης Κονταράκης - 41

Οι ψυχολόγοι και όλο το σινάφι τους που ασχολείται με άρρωστες ψυχές είχαν καταφέρει σε κάτι παραπάνω από έναν αιώνα ματαιοδοξίας να αποκαλούνται επιστήμονες. Επί εκατό χρόνια πίστευαν πως μόνο έτσι θα αποκτούσαν την εξουσία που τους άρμοζε και ήταν τόσο μαλάκες που συνέχιζαν να πιστεύουν πως αυτό θα εκπληρωνόταν σαν αλλοτινή προφητεία σε μια μεταμοντέρνα αποκάλυψη τού τέλους της ιστορίας. Από τη στιγμή που όλοι οι άλλοι θα τους παραδέχονταν σαν «επιστήμονες» η ανθρώπινη ιστορία θα γύριζε σελίδα. Ίσως αυτό να ήταν αλήθεια αν τα κατάφερναν λίγο νωρίτερα, αλλά αυτοί εξακολουθούσαν να πιστεύουν σε μια τέτοια φαντασιακή ονείρωξη ακόμα κι όταν οι επιστήμονες είχαν ξεφτιλιστεί τόσο πολύ που συχνά έβλεπες σε τοίχους το κλασσικό πλέον σύνθημα “ρουφιάνοι επιστήμονες θα πεθάνετε”. Τόσο πολύ που όταν κάποιος πετύχαινε κάναν επιστήμονα στο δρόμο, φρόντιζε κι ας είχε κι άλλες δουλειές, πρώτα να τον φτύσει στα μούτρα και μετά να ξεράσει στα μούτρα του.
Τα προηγούμενα χρόνια, οι ψυχολόγοι είχαν καταλάβει πως δεν μπορούσαν να λύσουν τα προβλήματα που εκείνοι αποκαλούσαν «ψυχολογικά προβλήματα», με συνεδρίες και άλλα τέτοια αδελφίστικα. Ταυτόχρονα, είχαν πλέον βεβαιωθεί πως τα όποια προβλήματα μιας ψυχής οφείλονταν σε ένα και μόνο γεγονός από το παρελθόν, κάτι που συμβατικά το έλεγαν «Τραύμα». Αλλά καταλάβαιναν κιόλας πως παρόλο που εντόπιζαν το πρόβλημα, δεν μπορούσαν να το λύσουν κι από πάνω. Ενώ, θα περίμενε κανείς πως αυτή η μονοσήμαντη αιτιακή συσχέτιση που εφηύραν θα τους καθιέρωνε στο πάνθεον των κατάπτυστων επιστημών, κάτι τέτοιο δε συνέβη. Αλλά θα γινόταν σύντομα.
Και έτσι ψάχνανε οι ψυχολόγοι να βρούνε λύση για να εξιλεωθούν. Βρήκανε λοιπόν χορηγούς –κάτι γυναίκες πλούσιων Αμερικάνων με χρόνια εμπειρίας διαλογισμού και παρτούζας στην Γκόα– για να φτιάξουν μια μηχανή που θα επίλυε οριστικά το Τραύμα της άτυχης άρρωστης ψυχής. Το Τραύμα πήγαζε πάντα από ένα φαινομενικά αθώο γεγονός του παρελθόντος που παραμόνευε και καραδοκούσε σαν ξεχασμένο πηγάδι και τελικά κατάπινε την ψυχή.
Και τα κατάφεραν! Έφτιαξαν μια τεράστια ροζ μηχανή που έμοιαζε με κοντέινερ, αλλά δεν ήταν στα αλήθεια κοντέινερ. τη μηχανή τη βάφτισαν “Μιχάλη”. Ήταν το όνομα της πρώτης ψυχής που σα μάρτυρας τελικά θυσιάστηκε άτυχα μέσα στη μηχανή αφού μέσα της είχε τρυπώσει ένας καναπές-δολοφόνος που κατάπιε την ανήσυχη ψυχή που την έλεγαν “Μιχάλη”. Πήγε δηλαδή ο Μιχάλης για ψυχανάλυση και τον έφαγε ένας καναπές.
Αυτή η μηχανή λοιπόν, δημιουργούσε τεχνητά τις ίδιες συνθήκες με εκείνες της ημέρας του παρελθόντος που η άτυχη και αθώα ψυχή είχε συναντήσει το Τραύμα της. Με άλλα λόγια, η μηχανή γαμούσε. Γιατί έμπαινες εσύ μέσα στον “Μιχάλη” και αντιμετώπιζες το Τραύμα σου κατάματα και τέτατετ και αποκτούσες επιτέλους μια δεύτερη ευκαιρία να σκοτώσεις οριστικά τους εφιάλτες του παρελθόντος σου.


Ο Τάκης ήταν ένα όμορφο και δροσερό αγόρι. Ήταν μια φάση που για πρώτη φορά στη ζωή του είχε ταυτόχρονα και μηχανή και γκόμενα. Δηλαδή όλα ήταν τέλεια και έτσι ήταν χαρούμενος, καυλωμένος και τέτοια. Ώσπου μια μέρα η μοίρα συνάντησε τον άτυχο Τάκη. Εντελώς ανεξήγητα πέρασε κάμποσες εφιαλτικές μέρες. Ήταν η τρίτη συνεχόμενη μέρα που ξυπνούσε νωρίς το πρωί. Κατάλαβε πως ότι και να ήταν αυτό που του συνέβαινε δεν είχε τελειώσει. Και είχε δίκιο.
Έφτιαξε φραπέ και με την πρώτη ρουφηξιά τον έφτυσε στο πάτωμα. Έβαλε κι άλλο γάλα και τράβηξε άλλη μια, αλλά έφτυσε πάλι. Κατάλαβε πως δεν του άρεσε ο φραπέ. Τραγικό. Έστριψε ένα τσιγάρο, τράβηξε την πρώτη τζούρα και του βρωμούσε το τσιγάρο και δεν το ήθελε, και με τα κίτρινα δάχτυλα του το έσβησε γρήγορα. Ήθελε να βάλει τα κλάματα. Κάθε του βεβαιότητά κατέρρεε. Κάποιος του έπαιρνε τη ζωή του.
Πήγε για δουλειά και γούσταρε τόσο πολύ που δούλευε που έφυγε τελικά μόνο όταν ήρθαν οι νυχτοφύλακες και τον διώξανε από το κτίριο. Άφησε το μηχανάκι του και γύρισε σπίτι με τα πόδια και το βρήκε υπέροχο που περπάτησε. Όταν κάποια στιγμή έφτασε σπίτι του πήγε γρήγορα γρήγορα και έβαλε τις πιτζάμες του! Και μετά έβαλε ένα ποτήρι λικέρ κεράσι, πήρε τηλέφωνο την γκόμενα του να της πει πως την αγαπάει, και διάβασε ένα βιβλίο. Τελικά έπεσε με τις βυσσινί πιτζάμες του για ύπνο νωρίς.
Κυρία, ο Τάκης! Μιλάμε δηλαδή για αδύνατες καταστάσεις για τον αληθινό Τάκη, και όσοι τον ήξεραν το παραδέχονταν αυτό. Ο Τάκης έβλεπε το κορμί του αποκομμένο από τον εαυτό του. Αργότερα, μπροστά στην επιτροπή των επιστημόνων των ψυχών είχε περιγράψει τα συμπτώματα του ως εξής:

«Ήμουν σαν τα ζόμπι μιας φυλής του Αμαζονίου, που μελετήθηκε κάποτε από έναν ανθρωπολόγο –που αργότερα βρέθηκε ημίτρελος και με πολλά μούσια, χαμένος στη ζούγκλα από τις αποικιακές αρχές και έτσι ποτέ δε γράφτηκε τίποτα για τη φυλή που μελέτησε, και που λίγο χρόνια μετά θα εξαφανιζόταν μαγικά από τον πλανήτη, και ούτε μίλησε ποτέ ξανά για εκείνο το θέμα. Εκείνα τα ζόμπι, ή καλύτερα οι άνθρωποι που οι μάγοι τους έλεγαν ζόμπι περιέγραφαν την κατάστασή τους στους μάγους σα να ήταν φυλακισμένοι σε σώματα άλλων. Εκείνα τα άλλα σώματα έκαναν τα αντίθετα από αυτά που συνήθιζαν οι ψυχές να κάνουν, και επιπλέον έπαιρναν και ευχαρίστηση από αυτά. Φυλακισμένοι δηλαδή σε σώματα ξένων, σε σώματα απομεινάρια άλλων ψυχών που μόνο ίχνη τους μπορούσε κανείς να βρει πάνω τους. Ίχνη που όμως ήταν αρκετά για να τους αφήσουν μια γνώση που την επιτελούσαν αέναα και χωρίς την ψυχή των που είχε δραπετεύσει καιρό. Τρέχανε λοιπόν τότε τα άψυχα σώματα μέσα στην ζούγκλα και κυλιόνταν στα γρασίδια χαρούμενα και ωραία και συνέχιζαν να ζουν από κεκτημένη ταχύτητα ή απλά από συνήθεια μέχρι να βρουν μια οποιαδήποτε ψυχή. Τότε την άρπαζαν και τη φυλάκιζαν μέσα τους για να νοιώθουν καλύτερα και να έχουν παρέα».

Έτσι ένοιωθε ο Τάκης μας και δεν την πάλευε, και μετά από πολλαπλές ενδοσκοπήσεις κατάλαβε πως είχε ψυχολογικό πρόβλημα. Και πήγε στους επιστήμονες και τους μαρτύρησε όλα αυτά. θα προτιμούσε να πάει στους μάγους, αλλά αυτοί δεν υπήρχαν πια. Είχαν εξαφανιστεί. Μαγικά!

«Κυριε Τάκη μας», είπε ο αρχηγός των επιστημόνων ψυχολόγων, «έχετε ψυχολογικό πρόβλημα. Μην ανησυχείτε όμως γιατί είσαστε πλέον σε χέρια της επιστήμης». Οι υπόλοιποι χειροκροτήσανε με πάθος. Ακόμα γούσταραν με τον νέο τους αυτοπροσδιορισμό. Και συνέχισε ο αρχηγός της φυλής που είχε αλλάξει χαρακτήρα, λέγοντας του Τάκη πως μετά από τις τρεις χιλιάδες ώρες ψυχοθεραπείας είχαν επιτέλους εντοπίσει το προσωπικό του Τραύμα και μετά από αυτό έπεσε σιωπή στην αίθουσα και ο Τάκης άρχισε να ιδρώνει από αγωνία. Ο αρχηγός τότε είπε:
«41»
Πάγωσε ο Τάκης. Όλοι χειροκροτούσαν και ήταν χαρούμενοι με τη νέα επιτυχία της επιστήμης τους και μια ψυχολόγα με μεγάλα βυζιά που πολύ τον γούσταρε τον Τάκη και που ο Τάκης την είχε κοζάρει από πριν στο διάδρομο, τον αγκάλιασε, του ’πιασε και τον πούτσο και τον φίλησε στο στόμα με γλώσσα. Και γενικά όλοι ήταν χαρούμενοι, αλλά ο Τάκης τα είχε χαμένα και κάποια στιγμή φώναξε:
«Τι;».
Κανείς δεν τον άκουσε, όλοι γιορτάζανε και σκέφτηκε και ο Τάκης, «δεν πάει στο διάολο, τουλάχιστον θα γαμήσουμε σήμερα». Έτσι σκέφτηκε. Αλλά λίγο πριν ακολουθήσει την ψυχολόγα στην τουαλέτα ένας άλλος κύριος του είπε να πάει αύριο στη Σόλωνος που κρατάγανε τον ροζ “Μιχάλη” για να σκοτώσει το Τραύμα του. Ο Τάκης δεν είχε καταλάβει ποιο ήταν αυτό, αλλά βιαζόταν να πάει στην τουαλέτα και γρήγορα συμφώνησε.

Η επόμενη μέρα ήταν η τελευταία καταραμένη μέρα του Τάκη. Πήγε στη Σόλωνος και μόνο λίγο πριν μπει στον ροζ “Μιχάλη” κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει. Λοιπόν, καταρχάς να πούμε πως κάθε ασθενής που έμπαινε στον “Μιχάλη” είχε δικαίωμα να πάρει ένα και μόνο αντικείμενο μαζί του, στιλ σουρβάιβορ και έτσι. Ο Τάκης πολύ αποφασιστικά ζήτησε το μοναδικό αντικείμενο που από παιδί ήξερε πως πάντα σε βγάζει καθαρό. Θα έπαιρνε μαζί του την τσάντα του Σπορ-Μπίλι. Αφού πήρε την τσάντα του Σπορ-Μπίλι, είπε να μάθει κιόλας ποιο είναι το Τραύμα του γιατί θα έμπαινε σε πέντε λεπτά μέσα και δεν ήξερε τι είχε να κάνει, ούτε που στο παρελθόν του θα τον πηγαίνανε. Και τότε του είπε ένας κύριος που έμοιαζε με επιστήμονα πως το προσωπικό του Τραύμα είχε εντοπιστεί σε μια από τις μέρες του σχολείου.
Θα τον μετέφερε ο ροζ “Μιχάλης” στο παρελθόν αυτό και ο Τάκης θα έπρεπε να λύσει τους λογαριασμούς του με τα πράγματα που γίνανε εκείνη τη μέρα, αυτά που περάσανε και που τώρα τα έλεγαν Τραύμα. Και ο Τάκης χτύπησε νευρώνα και θυμήθηκε τότε ποια ήταν εκείνη η μέρα που πήγαινε ακόμα στο σχολείο του, το 41ο λύκειο, πρώην Τυχοπούλου, ένα κτίριο σαν πολυκατοικία. Θυμήθηκε λοιπόν ο Τάκης και ετοιμαζόταν να ξαναζήσει έξι ώρες από τα παλιά.
Όταν βγήκε από τον “Μιχάλη” ήταν μέσα στα αίματα και ένοιωθε υγιής. Συνήθιζε να ακούει ο Τάκης το σιντί που του δώσανε οι ψυχολόγοι για αναμνηστικό και που είχαν καταγραφεί, και ακούγονταν όλα αυτά που γίνανε μέσα στον “Μιχάλη”. Άκουγε τη μάχη που έδωσε με το Τραύμα του και η έκρηξη στο τέλος έσπαγε τα ηχεία κάθε φορά.

[...]
Πάλι πρέπει να ξυπνήσω. Ξύπνησα παρά πέντε και πήγα στο 41. Πάλι έχασα την προσευχή. Μαλακία…σήμερα θα έπρεπε να την προλάβω να τελειώσουμε μια ώρα αρχύτερα με το Τραύμα. Μπαίνω μέσα και βλέπω κάνα-δυο καθηγητές και μερικούς συμμαθητές μου. Με έχει πιάσει ήδη αναγούλα και αηδία. Σκέφτομαι πως δεν πρέπει να ξαναπεράσω ποτέ ξανά αυτή την ηλίθια φάση, πρέπει να καθαρίσω με το Τραύμα μου σήμερα και για πάντα, και σφίγγω την τσάντα Σπορ-Μπίλι που κανείς δεν την προσέχει γιατί όλοι την περνάνε για μια απλή σχολική τσάντα. Ανεβαίνω στον τρίτο όροφο που είναι το Β3 και μπαίνω. Όλοι αγουροξυπνημένοι είναι και μόνο ο Κατσιμπάρος κάνει μαλακίες πρωί-πρωί. δε δίνω σημασία. Κάθομαι στο θρανίο μου. Εκείνη τη χρονιά καθόμουνα μόνος μου μπροστά αριστερή γωνία.

Χτυπάει το κουδούνι. Πρώτη ώρα. Μπαίνει ο Νάκος για θρησκευτικά. Με το που μπαίνει, και σα να ήμουν έτοιμος από πάντα, ανοίγω την τσάντα μου. Πριν προλάβω να βγάλω αυτό που χρειάζεται για να την παλέψεις στα θρησκευτικά, ο Νάκος έχει ήδη αρχίζει να ουρλιάζει σαν υστερική κακιά αδελφή –οχτώ η ώρα το πρωί έτσι;– στον Καποκάκη και μετά σε δυο-τρεις ακόμα επειδή μασούσανε τσίχλα. Ε, στο πεντάλεπτο που συνεχίζει και φωνάζει σαν κραγμένη πούστρα βγάζω το αλυσοπρίονο από την τσάντα μου. Δε με έχει πάρει χαμπάρι κανείς και το βάζω μπροστά. Την ώρα που έσκουζε να φτύσουν οι άλλοι τις τσίχλες, το αλυσοπρίονο παίρνει μπρος και τρέχω κατά πάνω του και του κόβω το αριστερό χέρι που σκάει στο πάτωμα και καπάκι το δεξί. Με το στόμα ανοιχτό κοιτάει μία εμένα και μια αριστερά, και μια δεξιά τα αίματα του να ψεκάζουνε τον πίνακα και να πιτσιλάνε την απουσιολόγο. Η απουσιολόγα με κοίταζει έντρομη την ώρα που ξεκινάω να σφάζω και τα δύο πόδια του Νάκου, και που δεν αντιστέκονται καθόλου στο αιματοβαμμένο αλυσοπρίονό μου. Με αίματα πάνω στα μούτρα μου και με ήρεμη δύναμη της λέω: «Εσένα θα σε φάω τελευταία!». Ο Νάκος, άφωνος στο αιματοκυλισμένο μωσαϊκό χωρίς πόδια και χωρίς χέρια, δεν μπορεί ούτε να κάνει το σταυρό του! Τον ρωτάω αν μπορώ να πάω τουαλέτα να πλύνω λίγο το πρόσωπο μου γιατί είχε μπει λίγο αίμα στα μάτια μου και τσούζει. Γυρνάω και τον ρωτάω τι γεύση τσίχλα θέλει, αλλά αυτός κλαίει χωρίς να ακούγεται. Ε, και του λέω να μην ανησυχεί γιατί δε θα τον σκοτώσω πριν τον εξορκίσω. Βγάζω από την τσάντα το κοράνι και αρχίζω και ξορκίζω, και ο Νάκος κλαίει, να τρέμει και να ψήνεται και να βγάζει καπνούς. Φωνάζω: «Αλαχού Ακμπάρ!», και ο Νάκος σκοτώνεται μέσα στο αίματα και τεμαχισμένος. Κρύβω τότε το αλυσοπρίονο στην τσάντα μου, και αρχίζω να τα ψιλολέω με τα παιδιά. Είχα και καιρό να τα δω.

Χτυπάει το κουδούνι για τη δεύτερη ώρα και είναι ώρα για γυμναστική με την καργίολα τη στεργίου. Έρχεται φωνάζοντας γιατί παίζαμε μπάσκετ. Αποβάλλει πέντε-έξι γιατί φορούσανε τζιν, μας παίρνει και την μπάλα και μας αρχίζει με διατάσεις και τέτοια. Όπως πάντα η πουτάνα μας ξέσκιζε στη γυμναστική και δε μας άφηνε να παίζουμε μπάσκετ, παρά μόνο μας κορόιδευε, και στο τελευταίο τρίλεπτο μας πετούσε την μπάλα να παίξουμε και μέχρι να χωρίσουμε ομάδες είχε χτυπήσει κουδούνι για διάλειμμα και σκάγανε όλοι στην αυλή και δεν μπορούσαμε να παίξουμε. Και πάνω από όλα μας έλεγε πως θα την ευγνωμονούσαμε στο μέλλον για την αληθινή γυμναστική που μας έκανε, κάτι το οποίο ήταν τραβηγμένο από τα μαλλιά. Καθώς ερχόμουνα κατευθείαν από το μέλλον καμία, μα καμία μέρα δε σκέφτηκα κάτι τόσο ηλίθιο. Με τη σφυρίχτρα στο στόμα να μας σφυράει συνέχεια για τις ασκήσεις δίνει εντολή να πέσουμε κατάχαμα να κάνουμε κοιλιακούς και πουσάπς και τέτοια. Σηκώνεται ο Σπύρος και της λέει: «Κάτω είναι βρώμικα, και εγώ δεν κάθομαι να λερωθώ…να μας φέρεις στρωματάκια», και αποχώρησε από το μάθημα καταγγέλλοντας την όλη διαδικασία. Χαμογελάω εγώ, πάω και τον πιάνω και κάτι του λέω που δεν ακουγόταν στο σιντί. Όταν την είχαμε ήδη κρεμάσει από την μπασκέτα με τη σφυρίχτρα της και δεν μπορούσε πλέον ούτε να σφυράει ούτε να ουρλιάζει, παρά μόνο ζητούσε συγνώμη, άρχισα να την παροτρύνω: «Σφύρα τώρα καργιόλα, σφύρα!». Πριν την πνίξει η σφυρίχτρα της, παίξαμε και λίγο μπασκετάκι και πριν χτυπήσει κουδούνι για διάλλειμμα, έβγαλα είκοσι πέντε ρόπαλα από την τσάντα και τα έδωσα στους συμμαθητές μου για να τη χτυπήσουμε όλοι μαζί για να σπάσουμε όλα της τα κόκκαλα. Την τσακίσαμε τόσο πολύ, που στο τέλος άρχισαν να πετάγονται πάνω μας έντερα, αίματα, συκώτια και τέτοια, και γίναμε χάλια. Παρ’ όλα αυτά, είχε περισσότερη πλάκα κι από μπάσκετ.

Χτυπάει το κουδούνι, αλλά αργώ λίγο να μπω. Δε θυμόμουνα ότι είχαμε καλλιτεχνικά και έτσι όταν μπήκα μέσα ήταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη. Δεν κάθομαι καν στη θέση μου. Ανοίγω την τσάντα μου και βγάζω ένα σπαθί σαμουράι. Πάω στον Δημητρόπουλο με το σπαθί στο χέρι και τον ρωτάω: «Γιατί μου έβαλες δεκαπέντε στο τρίμηνο;», και του δείχνω τις ζωγραφιές μου. Και μου απαντάει: «έτσι, στην τύχη τους βάζω τους βαθμούς». Ε, και χάνω την ψυχραιμία μου και βγάζω το γιαπωνέζικο σπαθί από τη σκαλιστή θήκη του και με μια μονοκόμματη και ψαγμένη κίνηση, που την είχα δει σε μία ταινία, του κόβω το κεφάλι. Στην αρχή δεν το κατάλαβε ο Δημητρόπουλος και όντως έτρεχε σιγανά το αίμα από την αδιόρατη τομή στο λαιμό του. Ήμουν γυρισμένος πλάτη στον Δημητρόπουλο σα νίντζα που περιμένει, και γύρισα να τον ξαναδώ μόνο όταν άκουσα το κεφάλι του να πέφτει στο πάτωμα. Λέω: «είδες τι έκανες τώρα; αλλά πού να το δεις; τα μάτια σου είναι στο κομμένο κεφάλι σου, μαλακάκο, ε μαλακάκο». Βλέπω το ακέφαλο σώμα του γονατισμένο και την κορυφή του να ξερνάει αίμα σα σιντριβάνι και να λερώνει το ταβάνι και το πράσινο μπλοκάκι με τους βαθμούς. Το ματωμένο μπλοκάκι με ηρέμησε κάπως. Έσπρωξα το κορμί του στη γωνία και το πέταξα μαζί με αυτό του ψημένου Θρησκευτικού. Έστειλα ένα φιλάκι στην απουσιολόγο μας και κάθισα στο θρανίο μου ήσυχος. Δε βγήκα για διάλειμμα.

Χτυπάει το κουδούνι και έχουμε αρχαία. Έρχεται και ο σιχαμένος και ευγενικός σα φίδι χουντόσπορος, ο Μανάβης. Γράφει στον πίνακα τη λέξη «σημάνον». Κοντοστέκεται, τα χάνει και ξεφεύγει και παραμιλάει: «σημάνον! Όπως σημάνον... όπως σημαία... σημαία!... σημαία!» και παραληρεί: «έθνος! Πατρίδα! Σημαία! Ζήτω!», και τρελαίνεται, και τα μάτια του γυαλίζουν και είναι πλέον ένας τρομακτικός μπάσταρδος. Τον πρόλαβα λίγο πριν βγάλει αφρούς από περηφάνια που ήταν Έλληνας. Κρατάω σταθερά το φλογοβόλο που είχα ξετρυπώσει από την κομψή τσάντα μου και πατάω το κουμπί και τον πυρπολώ τον πούστη. Οι φλόγες τον καίνε γρήγορα. Μα του σαλεύει και νομίζει πως του επιτίθενται κομμουνιστές και φλεγόμενος τρέχει πέρα δώθε στην τάξη. Αρχίζω και του ρίχνω τη φωτιά Νο 3 που είναι και η πιο δυνατή. Ενώ έλιωνε το κρανίο του, ξεχείλιζαν τα μυαλά του και έσταζε το δέρμα του έκανε ένα σάλτο στην πόρτα και φλεγόμενος πήδηξε από τον τρίτο όροφο που ήμασταν νομίζοντας πως έτσι θα γλίτωνε από τους Τούρκους.
Βγήκαμε όλοι έξω να δούμε αν γλίτωσε και γι αυτό είχα βγάλει και ένα ούζι για να ’μαστε σίγουροι: τζαστ ιν κέης, που λένε. Αλλά, δεν υπήρχε λόγος να τον γαζώσω. Τα μαύρα απομεινάρια του καίγονταν στη σέντρα του γηπέδου τού μπάσκετ και ένας μαύρος καπνός αηδίας από τα καμένα σωθικά του γέμισε τη γειτονιά. Και επειδή δεν είχαμε άλλο διάλειμμα και περνούσε τυχαία ο Κατσάτος ο μαθηματικός και αποφάσισε να μπει νωρίτερα, μπήκαμε όλοι μέσα στην τάξη γελώντας και χαχανίζοντας.
Ο Κατσάτος ήταν μεγάλο αρχίδι. Μου λέει: «πουλάκι... έλα να λύσεις μια άσκηση εσύ που είσαι τόσο έξυπνος και μάγκας». Σηκώνομαι πάλι, γιατί κατά βάθος δεν μπορούσα να αποδεχτώ την ήττα μου κάθε φορά στον πίνακα, ούτε μετά από τόσα χρόνια. Λύνω, λύνω, και περνάει πολύ ώρα, και γεμίζω όλον τον πίνακα, και του λέω πως κοντεύω και ο Κατσάτος γελάει. Με σταματάει, σβήνει μια γωνίτσα πάνω δεξιά του πίνακα και λύνει την εξίσωση σε τρεις γραμμές και σκάει στα γέλια. Και του λέω: «Γαμώ την παναγία σου πούστη!», και του ρίχνω και με τα δυο μου χέρια δύο αστεράκια νίντζα που του κόβουν τα αυτιά και γεμίζει με αίματα. «νιώσε το ατσάλι μου!» ουρλιάζω. Την ώρα που έχει πιάσει και με τα δυο του χέρια τα αυτιά του για να συγκρατήσει το αίμα που πετάγεται όπου να ’ναι, εγώ αρπάζω την τσάντα μου και ξαναβγάζω το σπαθί σαμουράι, γιατί με είχαν πιάσει τα νεύρα μου και δεν είχα φαντασία, και του τραβάω μία από το κεφάλι μέχρι κάτω και τον σκίζω στα δύο, και του λέω: «Σε έσκισα στα δύο σκατομαλάκα». Όλα αυτά πριν καν χτυπήσει το κουδούνι.

Είχα κουραστεί τόσην ώρα μόνος μου να σκοτώνω αρχίδια. Πήρα λοιπόν την κατάσταση στα χέρια μου και δεν περίμενα άλλο για κουδούνια και σχολικά ωράρια και πειθαρχίες. Βγάζω το καλύτερό μου όπλο από την τσάντα και λέω στους συμμαθητές μου να ανέβουν όλοι στο γυμναστήριο του σχολείου που κάναμε τις γιορτές και να φέρουν και όλους τους υπόλοιπους συμμαθητές και δασκάλους και να ρίξουνε μια γιορτή για την εικοστή πέμπτη Μαρτίου. Με το σπαθί των τζεντάι στο ένα χέρι και με την τσάντα του Σπορ-Μπίλι στο άλλο άνοιξα αποφασιστικό βήμα στο διάδρομο και άρχισα να κατευθύνομαι προς το γραφείο των καθηγητών. Εκεί με πετυχαίνει η αγαπημένη μου καθηγήτρια που με ρωτάει πού πάω. Διστάζω για λίγο, αλλά της μπήγω το φωτεινό σπαθί τζεντάι στο στομάχι και με δύο αστραπιαίες κινήσεις την κόβω σε δώδεκα φέτες. Μονολογώ: «είναι αργά πλέον για δάκρυα, Στέλλα». Αίματα παντού πάνω μου πάλι, αλλά δεν πειράζει πια.
Μπαίνω στο γραφείο των καθηγητών και είναι όλοι χαρούμενοι και τρώνε. Βγάζω από την τσάντα τριάντα χειροβομβίδες και τις πετάω. Τρέχω να απομακρυνθώ μη με πάρουν ξώφαλτσα τα κομμάτια της χειροβομβίδας. Παίρνω το ασανσέρ και πάω στη σχολική γιορτή. Έπρεπε να τους σκοτώσω όλους. Διακόπτω το ποίημα που απαγγέλανε για τις Σουλιώτισες και φωνάζω την απουσιολόγο να έρθει δίπλα μου. Σα σε αργή κίνηση, εν είδει Ούμα Θέρμαν, πετάχτηκα πολύ ψηλά στον αέρα και στάθηκα εκεί πολύ ώρα και έριξα χίλια εφτακόσια αστεράκια νίντζα στο δόξα πατρί όλων των συμμαθητών μου. Μέχρι να ξαναγγίξουν τα πόδια μου το πάτωμα, χίλια εφτακόσια μαθητικά κορμιά ήταν νεκρά, και η αίθουσα έσταζε αίμα. Τους σκότωσα με σεβασμό. δε γινόταν αλλιώς, έπρεπε να σιγουρευτώ πως θα το αφανίσω το Τραύμα μου.
Παίρνω την απουσιολόγο και της λέω «κοίταξε να δεις, για να μη σε σκοτώσω πρέπει να μου τον πιάσεις». Χωρίς δεύτερη κουβέντα, μου τον πιάνει. Τη βουτάω και παίρνουμε το ασανσέρ. Στο ισόγειο με πετυχαίνει την ώρα που ανοίγω την πόρτα του ασανσέρ ο Φωτόπουλος. Μα πώς γλίτωσε αυτός σκέφτομαι. «Τάκη! Γρήγορα στο γραφείο για αποβολή... απαγορεύεται μαθητές να παίρνουν τον ανελκυστήρα». Ήταν πολύ τσαντισμένος και του λέω πως το είχα ξεχάσει. Εκεί που αποσπάστηκε λίγο η προσοχή του, βγάζω ένα μικρό παγοκόφτη και αστραπιαία του τον μπήγω στο λαιμό. «Φάε την πούτσα του βρικόλακα» του λέω με ψυχρή φωνή την ώρα που πέθαινε αιμορραγώντας.
Η Σοφία η απουσιολόγος είχε πάλι πιτσιλιστεί με αίματα. Με καύλωνε πολύ με τα αίματα πάνω στην άσχημη και στριμμένη φάτσα της. Είχαν αιματοκυλιστεί λίγο και τα τεράστια βυζιά της που πρόβαλλαν μέσα από το βαθύ ντεκολτέ της και δεν ήμουνα καλά. Τότε της είπα πως για να μην τη σκοτώσω πρέπει να με βοηθήσει με τους δυναμίτες και μετά να μου τον ψιλοπαίξει έτσι λίγο. Αφού ζώσαμε το κτίριο με χίλιους δυναμίτες και κρατούσα στα χέρια μου τον ασύρματο πυροκροτητή, την έσπρωξα στη γωνία αριστερά από την πόρτα και άρχισε να κάνει αυτό που έπρεπε. Μόλις κόντευα να τελειώσω πάνω της ακούστηκε ένα βουητό. Ακουγόταν σαν κύματα θάλασσας να σκάνε στους ορόφους. Ήταν σαν το τρέιλερ της Λάμψης του Κιούμπρικ. Δύο μεγάλα κύματα ατελείωτου αίματος έσκασαν και από τις δύο σκάλες και έπεσαν να μας πνίξουν. Η πόρτα ήταν κλειστή και γρήγορα βρέθηκα με τη Σοφία κάτω από το αίμα. Κατάφερα τελευταία στιγμή να ανοίξω την πόρτα. Τότε μας ξεβράζει το κύμα αίματος στο δρόμο.
Βήχουμε και φτύνουμε αίμα. Η Σοφία μου λέει πόσο ερωτευμένη είναι μαζί μου. Εγώ τότε τη φιλάω χυδαία, βγάζω το περίστροφο και την πυροβολώ στο κεφάλι. Ανάβω ένα τσιγάρο που γίνεται κι αυτό κατακόκκινο και κατηφορίζω προς τη λευκωσίας. Πριν τη γωνία πατάω το κουμπί.
Αμπαλαέα.

[Bristol 2007]

Φώτης Βασιλείου - Ο Γέρος

Φώτης Βασιλείου
Ο Γέρος

Η Πώλυ χάιδεψε την φαλάκρα του Γέρου με τ’ αριστερό χέρι και με μια ανάλαφρη, χορευτική σχεδόν, κίνηση κάθισε στα πόδια του. Έσφιξε το λαιμό του στην αγκαλιά της και πλησίασε τα χείλια της στ’ αυτί του. Χείλια μεγάλα, παστωμένα με πορφυρό κραγιόν. Χείλια, που ανοιγόκλειναν ανεπαίσθητα καθώς η ανάσα της έβγαινε ζεστή από μέσα τους και χτυπούσε τον λοβό του αυτιού του. Τα χέρια της σφίχτηκαν, ανατρίχιασε, μούδιασε, ο κόσμος εξαφανίστηκε από γύρω του. Κι ύστερα τα χείλη της έπαψαν να κινούνται, στάθηκαν μισάνοιχτα, η ανάσα δεν έβγαινε απ’ το στόμα, αλλά τα ρουθούνια, τα χέρια της χαλάρωσαν. Ήταν η σειρά του. Προσπάθησε να μιλήσει, αλλά του ήταν αδύνατον να προφέρει τα σύμφωνα· δυο – τρία φωνήεντα ξέφυγαν από τον λάρυγγά του, σ’ έναν τόνο περίεργο. Έτσι κούνησε το κεφάλι μπρος – πίσω συγκατανεύοντας. Η Πώλυ τον κοίταξε. Ο Γέρος έμενε ανέκφραστος με τα μάτια να απλώνονται πάνω στο πρόσωπο της. Ήταν μια ωραία στιγμή, μια σημαντική στιγμή, μια τρυφερή στιγμή για τους δυο τους. Ήταν σαν να πέρασε η σχέση τους σε άλλο επίπεδο. Μ’ ένα ανάλαφρο πηδηματάκι η Πώλυ σηκώθηκε από την ποδιά του Γέρου κι επέστρεψε στην πραγματικότητα του μικρού μπαρ, κουνώντας τους ώμους και τους γοφούς προς τους πέντε – έξι βαρεμένους που κάθονταν στον πάγκο. Ο Γέρος ανακάθισε στην καρέκλα και τελείωσε το ποτό του με μια ρουφηξιά, ακούγοντας τις μαλακίες τους. Κατάφερναν και τσακώνονταν, παρότι λέγανε όλοι τα ίδια πάνω-κάτω. Σε άλλη περίπτωση ο Γέρος μπορεί και να θύμωνε με την βλακεία του, σε άλλη μπορεί και να συμμετείχε. Τώρα άδειαζε το ποτήρι του μονορούφι. Το άφησε στο τραπέζι με χέρι που έτρεμε ελαφρά. Κόντευε μία.

----------------------------------------------------------

Εκείνο το βράδυ ο Θάνος είχε τον πρώτο μεγάλο καυγά με την Αλεξία. Ήταν κι οι δυο τους θυμωμένοι, φώναξαν, βρίστηκαν, είπαν απίθανα πράγματα ο ένας στον άλλο, κόντεψαν να ’ρθουν στα χέρια: Ο Θάνος της πέταξε το μαξιλάρι που έσφιγγε στα χέρια του καθώς πήγαινε πάνω – κάτω. Της το πέταξε με δύναμη, γιατί ένιωθε ισχυρότατη μέσα του την επιθυμία, την ανάγκη να την σκοτώσει. Να ορμήσει πάνω της, να την χτυπήσει, να της σπάσει τα δόντια, να της βουλώσει τα μάτια, να της ραγίσει τα παΐδια κι ύστερα να σφίξει τον λαιμό της μέχρι να ψοφήσει. Της πέταξε το μαξιλάρι. Η Αλεξία καθόταν σταυροπόδι στο κρεβάτι με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο. Το μαξιλάρι την βρήκε στο κεφάλι, της χτύπησε την μύτη κι έσπρωξε το κεφάλι της στον τοίχο. Η μύτη την πόνεσε πολύ, το κεφάλι δεν την πόνεσε. Το κεφάλι την εξόργισε. Άρπαξε την μυγοσκοτώστρα που είχε δίπλα της κι έπεσε πάνω του. Τον χτύπησε στα μπούτια, στον κώλο, στα χέρια, στην πλάτη. Ο Θάνος φόραγε μόνο βερμούδα κι αμάνικο φανελάκι και το πλαστικό άφηνε πάνω στην σάρκα του έντονο το αποτύπωμά του, άσπρο στην αρχή, κατακόκκινο μετά. Τον χτύπησε γύρω στις δέκα φορές, όρθια και φωνάζοντας «βλαμμένο, ηλίθιο» κι αυτός γονατιστός να προσπαθεί να της πιάσει τα χέρια. Την έβριζε με όση ψυχή είχε. Ύστερα η Αλεξία πέταξε την σκοτώστρα πάνω του, φόρεσε βιαστικά τα παπούτσια της κι έφυγε από το σπίτι. Αυτός έμεινε στο πάτωμα για μερικά λεπτά, ξεστομίζοντας απίστευτες βρισιές κι ύστερα σύρθηκε ως το κρεβάτι τους. Πονούσε πάρα πολύ. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του. Το κορμί του ήταν γεμάτο ακριβή αποτυπώματα του διχτυωτού της μυγοσκοτώστρας που είχαν μπλαβιάσει και πονούσαν σαν εγκαύματα. Ξαφνικά η υπόθεση του φάνηκε αστεία. Όλος αυτός ο θυμός, το πάθος ―μια κωμωδία. Σχεδόν γέλασε μέσα στον πόνο και τα δάκρυά του. Κι ύστερα τα μάτια του στέριωσαν στο ταβάνι κι άρχισαν να διαστέλλονται αργά. Έμεινε ακίνητος, η ανάσα του βάρυνε κι ήταν σαν να βυθιζόταν μέσα στους πόνους του. Έμεινε για λίγο έτσι κι όταν συνήρθε αισθανόταν καλλίτερα. Πονούσε πολύ και προτιμούσε να μην κοιτάζει την μαστιγωμένη σάρκα του, το μίσος όμως του ’χε φύγει. Του απέμενε ο θυμός και το παράπονο για τον πόνο που του προκάλεσε. Κυλίστηκε στα σεντόνια τους. Άσπρα σεντόνια με κιτρινωπούς λεκέδες από σάλιο κι άλλα υγρά. Γύρισε πλευρό για να βολευτεί καλλίτερα. Και το βλέμμα του έπεσε σε μια μουνότριχά της. Καστανή, σκληρή, ελαφρά κατσαρή, με λευκό κεφαλάκι και λεπτή απόληξη. Την έπιασε χαμογελώντας. Την κοίταξε. Την μύρισε, χωρίς να μπορεί να εντοπίσει τη μυρουδιά της. Την έβαλε στα χείλια του και την έκοψε σε μικρά κομματάκια, κριτς, κριτς, κριτς, κριτς, που τα γυρόφερνε για ώρα στο στόμα του. Κι ο θυμός του ’χε περάσει πια. Μόνο εγωισμός απέμενε. Πριν κλείσει μια ώρα από τη στιγμή που έκλεισε η Αλεξία την πόρτα πίσω της βρίζοντάς τον, ο Θάνος επιθυμούσε να την γαμήσει. Σηκώθηκε και φόρεσε μια μπλούζα. Η ώρα κόντευε δύο τη νύχτα. Πού να τριγυρνούσε. Περπάτησε για λίγο πάνω κάτω στο δωμάτιο κι ύστερα βγήκε για καραούλι στο μπαλκόνι. Στεκόταν εκεί, έξω, κρυμμένος πίσω από τα κάγκελα, μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι, κι έψαχνε τον δρόμο. Ησυχία.
Τότε πρόσεξε στο απέναντι πεζοδρόμιο, πίσω από τον σκουπιδοτενεκέ, που ήταν απέναντι από την πολυκατοικία τους, έναν φαλακρό τύπο να κοιτάει πότε δεξιά και πότε αριστερά. Ο δρόμος ήταν έρημος, σπάνια περνούσε αυτοκίνητο ή πεζός, και τότε ο φαλάκρας λούφαζε πίσω από τον σκουπιδοτενεκέ. Η Αλεξία δεν φαινόταν κι ο Θάνος περνούσε την ώρα του χαζεύοντας τον φαλακρό. Ήταν ψηλός και λεπτός, με φαρδύ στήθος. Φορούσε σακάκι απροσδιορίστου χρώματος και κάπνιζε συνεχώς. Ήταν φως φανάρι ότι κι ο φαλάκρας γκόμενα περίμενε, κι ο Θάνος ένιωσε συμπάθεια για τον συνάδελφο που τρωγόταν στο πεζοδρόμιο.
Κι ύστερα ήρθε ένα γκρι Χιουντάι, που πάρκαρε λίγο πιο κάτω από τον σκουπιδοτενεκέ. Ο οδηγός του βγήκε, έφτιαξε το πουκάμισο και το σακάκι του, και κατευθύνθηκε προς την πολυκατοικία που ήταν πίσω από τον κάδο. Τότε ο φαλακρός πήδησε μπροστά του και ακούστηκαν δυο συνεχόμενοι πυροβολισμοί.
Ο Θάνος, όταν πήδηξε ο Φαλακρός μπροστά στον άλλον, έπιανε με τα δυο του δάχτυλα το τσιγάρο από τα χείλη. Κοίταζε την καύτρα, που άγγιζε σχεδόν το φίλτρο, κι ετοιμαζόταν να το πετάξει. Όταν ακούστηκαν οι πυροβολισμοί άδειαζε τα πνευμόνια του από την τελευταία τζούρα φτιάχνοντας κυκλάκια. Μπαμ, μπαμ. Το χέρι του έμεινε μετέωρο με την γόπα στο χέρι, τα μάτια του καρφωμένα στα κυκλάκια που διαστέλλονταν πάνω από το κεφάλι του, και η ανάσα του σταμάτησε να βγαίνει. Κούρνιασε φοβούμενος μη φάει καμιά αδέσποτη. Άκουσε βήματα τρεχαλητού να μακραίνουν. Ουσιαστικά δεν είδε τίποτα.

------------------------------

Τέσσερις παρά δέκα η Πώλυ χαιρέτησε τους τελευταίους πελάτες και μάζεψε τα ποτήρια τους. Η Σωτηρία, η άλλη κοπέλα που δούλευε στο μπαρ, είχε ήδη ξεκινήσει το πλύσιμο. Η Πώλυ άφησε τα ποτήρια στο νεροχύτη χωρίς να πει τίποτα. Ούτε και η Σωτηρία δεν είπε. Δεν μιλούσαν πολύ μεταξύ τους, χωρίς να είναι τσακωμένες. Η Σωτηρία ήταν φοιτήτρια σε κάποια σχολή και δούλευε ορισμένες μέρες για να συμπληρώνει το χαρτζιλίκι που της έδιναν οι γονείς της. Η Πώλυ ήταν μόνιμη. Η πρώτη προτιμούσε να κάθεται στο μπαρ και να ετοιμάζει τα ποτά, σπάνια έπαιρνε παραγγελίες, σχεδόν ποτέ δεν μιλούσε στην πελατεία και δεν την είδε κανείς να χαμογελά. Η Πώλυ ήταν η ψυχή του μαγαζιού, αστειευόταν με τους πελάτες, γελούσε, χόρευε, χαριεντίζονταν, ανέβαινε στα τραπέζια. Του Free Time, ενός συνοικιακού μπαρ, που μαζεύονταν οι ίδιοι και οι ίδιοι χαμένοι.
Η Σωτηρία τελείωσε με το πλύσιμο και τα κορίτσια έσβησαν τα φώτα, κλείδωσαν και καληνυχτίστηκαν. Η Σωτηρία είχε ένα μηχανάκι, που το άφηνε κάθε φορά πάνω στο πεζοδρόμιο ακριβώς μπροστά από το μαγαζί, συνήθεια που εξόργιζε την Πώλυ κι ας μην έλεγε τίποτα. Η Πώλυ πήγαινε με τα πόδια στο σπίτι της. Έτσι κι αλλιώς έμενε δυο τετράγωνα παρακάτω.
Περπάτησε διώχνοντας κάθε σκέψη για τον Γέρο και τα σημερινά. Τα σημερινά φέρνουν στο νου τα χτεσινά και τα χτεσινά τα προχτεσινά κι αυτά τα ακόμα πιο παλιά. Προσπάθησε να ρίξει την έγνοια της στα ψώνια που θα έκανε την επόμενη: ρύζι, κριθαράκι, ζάχαρη, κοκακόλα… Όλα είχαν τελειώσει ή κόντευαν. Μπήκε στο ασανσέρ κάνοντας λογαριασμούς.
Γρήγορο ντουζ για να διώξει τον ιδρώτα και την καπνιά. Έφερε το χέρι της στην κοιλιά, πάνω στην χαλασμένη της μήτρα και ξέσπασε σε κλάματα. Γονάτισε στην μπανιέρα κι έκλαψε με λυγμούς, καθώς το νερό έπεφτε στους ώμους και την πλάτη της διαλύοντας τα δάκρυά της κι οδηγώντας τα στον βόθρο. Κι ήθελε να μην σταματήσει το κλάμα.

-----------------------------------------------------

Όταν είδε το λευκό Χιουντάι, το μυαλό του Γέρου άδειασε. Ούτε η ψύχρα τον ένοιαζε πια, ούτε η πράξη καθεαυτή, ούτε οι συνέπειες, ούτε το μέλλον. Έβγαλε το πιστόλι από την τζέπη και το έσφιξε πάνω στην κοιλιά του. Είχε προσπαθήσει να βοηθήσει την Πώλυ με κάθε τρόπο: Της πρόσφερε ασφάλεια, θαλπωρή, ενίσχυση, την πήγε σε γιατρούς, κι όμως κείνη την προ-προηγούμενη μέρα κλειδώθηκε στο μπάνιο και κατάπιε μια χούφτα χάπια. Όταν είδε ότι αργούσε, έπεσε πάνω στην πόρτα, της προκάλεσε εμετό, την ξάπλωσε στο κρεβάτι και της το υποσχέθηκε. Δεν είχαν συμπληρώσει ούτε χρόνο μαζί κι ήταν η έκτη απόπειρα που έκανε. Τις νύχτες δεν μπορούσε να κοιμηθεί, πάλευε με το μαξιλάρι της, αγωνιζόταν, έκλαιγε, ίδρωνε, ξεφώνιζε. Δεν μπορούσε ούτε φίλους να κάνει, όταν την πλησίαζε κάποιος, άντρας ή γυναίκα, εκείνη υποχωρούσε πανικόβλητη. Στο σχολείο ήταν η πουτάνα. Κοιμόταν με φαντάρους και τον φοιτητή που της έκανε ιδιαίτερα στα μαθηματικά, αλλά ούτε κι αυτό την βοήθησε. Δεκαέξι χρονών έφυγε από το σπίτι και περιπλανιόταν στα πάρκα, ώσπου η αστυνομία την γύρισε πίσω. Την επόμενη χρονιά παράτησε το σχολείο κι έπιασε δουλειά σαν πωλήτρια σε ένα κατάστημα ρούχων. Μόλις έπιασε χρήματα στα χέρια της άφησε το σπίτι των γονιών της κι άρχισε να ζει μόνη. Δεν άντεχε πλέον τους δικούς της κι εκείνοι είχαν κουραστεί. Δεν ήξεραν τι να κάνουν, πώς να την αντιμετωπίσουν, κι είχαν κι άλλη μια κόρη, μικρότερη, που έπρεπε να προφυλάξουν. Τότε άρχισε τις απόπειρες. Μια φορά έπεσε απ’ το μπαλκόνι κι έσπασε και τα δυο της πόδια. Μετά ρίχτηκε πάνω σ’ ένα αυτοκίνητο, αλλά ο χριστιανός που οδηγούσε πρόλαβε και πάτησε φρένο. Συχνά χρησιμοποιούσε ξυράφι και χάπια, αλλά πάντα – πάντα κάτι τύχαινε κι η Πώλυ σωζόταν. Αλλά μέχρι πότε και τι ζωή είναι αυτή; Το κάθαρμα της είχε καταστρέψει την πριν καλά – καλά πατήσει τα δέκα.
Πετάχτηκε μπροστά του κρατώντας προτεταμένο το πιστόλι και με τα δύο χέρια. Πίεσε την σκανδάλη δυο φορές. Το πιστόλι κλώτσησε στις χούφτες του. Είδε τον εχθρό να πέφτει στην άσφαλτο προσπαθώντας να αναπνεύσει. Γύρισε την πλάτη κι άρχισε να τρέχει. Να τρέχει. Να στρίβει στα στενά. Να αποφεύγει τα φωτεινά μέρη. Ο αέρας εισέβαλε στις κυψελίδες του βίαια, τα πόδια του χτύπαγαν με δύναμη την άσφαλτο. Έτρεχε. Κι όταν δεν άντεχε να τρέχει άλλο, κάθισε σε μια υποφωτισμένη γωνιά, έβαλε το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατά του κι έδωσε δυο λεπτά στον εαυτό του για να ηρεμήσει.

--------------------------------------

Ο Θάνος κινήθηκε όταν συνειδητοποίησε ότι από τα γύρω διαμερίσματα τα φώτα άναβαν τα στόρια σηκώνονταν κι οι ένοικοι έβγαιναν στα μπαλκόνια. Εκείνος μπήκε μέσα. Έφτιαξε μια βότκα πορτοκάλι κι ένα CD του Chet Baker να παίζει για να κρύψει τις φωνές που ερχόταν από τον δρόμο. Εικόνες σπασμένες εισέβαλλαν μπερδεμένα στο μυαλό του, ο φαλακρός, το τσιγάρο, το γκρι Χιουντάι, οι πυροβολισμοί, και παντού, πάντα η Αλεξία. Σε λίγο ακούστηκαν σειρήνες και φωνές και κλάματα κι η μοναξιά του θέριευε. Έφτιαξε και δεύτερη βότκα. Έκλεισε θυμωμένος την μουσική, γιατί δεν μεταμόρφωνε την πραγματικότητα, αλλά αμέσως την ξανάβαλε, γιατί διαπίστωσε ότι χωρίς αυτή, τα πράγματα ήταν ακόμα χειρότερα. Και έπεσε στο κρεβάτι να ψάχνει κάποια άλλη τρίχα της, να μυρίζει το μαξιλάρι και το νυχτικό της, να κουλουριάζεται ανήμπορος ανάμεσα στα σεντόνια. Κι ο πόνος της πληγωμένης του σάρκας γινόταν σιγά – σιγά η παρηγοριά του.

----------------------------

Ήχος από σίδερο να εισχωρεί σε άλλο σίδερο. Ένας ξερός ήχος. Η πόρτα άνοιξε. Η Αλεξία μπήκε τρέχοντας, χωρίς να κλείσει την πόρτα έπεσε πάνω του, τον αγκάλιασε και τον φίλησε, ψιθυρίζοντας «αγάπη μου, αγάπη μου». Κι είδε πως τα μάτια της ήταν πρησμένα απ’ το κλάμα κι ένιωσε και τα δικά του να υγραίνουν. Ύστερα κλειδώσανε την πόρτα και κουκουλώθηκαν στα λευκά, μα λεκιασμένα σεντόνια τους.
Ήταν ώρα να θριαμβεύσει κι ο έρωτας.

Σάββατο, Απριλίου 10, 2010

Χρήστος Σιδερής - Άλλυδις

Με λένε Ηλία Χατζηγεωργάκη! Να θυμάστε, Ηλία Χατζηγεωργάκη!

Η νύχτα ξεψύχησε με θόρυβο. Βοήθησε λίγο και η χειροβομβίδα που έσκασε στα μούτρα μας. Δεν προλάβαμε να σκεφτούμε τίποτα. Eγώ τουλάχιστον! Οι οθόνες δεν πρόβαλαν το έργο “Η Ζωή Μου σε ένα μικρο-Δευτερόλεπτο”. Η μόνη φράση που πρόλαβα να σχηματοποιήσω, όχι όμως και να αρθρώσω ήταν: «είμαι νεκρός».
Έπειτα ξύπνησα. Όχι. Αφυπνίστηκα. Αναστήθηκα. Επανήλθα. Διάβολε, πρέπει να βρω τη σωστή λέξη! Άλλυδις! Αυτή ήταν η σωστή λέξη, δεν την ήξερα τότε, την έμαθα αργότερα από τον Πρωταγόρα. Όμως τώρα πρέπει να την αποσαφηνίσω και σε εσάς. Ας πούμε ότι μετέβηκα σε ένα άλλο επίπεδο ύπαρξης. Ήμουν στο «εδώ» αν «εκεί» ήταν το μέρος που βρισκόμουν πριν ή στο «εκεί» αν ίσχυε το αντίθετο. Για τις ανάγκες της επικοινωνίας ας πούμε ότι βρισκόμουν στο «εδώ» ενώ εσείς βρίσκεστε στο «εκεί». Αλλά πού ήταν το «εδώ»; Πού στην ευχή βρισκόμουν;
Μήπως ήμουν στον παράδεισο ή, ακόμα χειρότερα, στην κόλαση; Δεν ήξερα! Ψέματα! Αναγνώριζα ότι βρισκόμουν στη Γή, στην πόλη μου, στο σπίτι μου. Αλλά ούτε η γυναίκα, ούτε τα παιδιά μου ήταν «εδώ».
Οι δρόμοι της πόλης έμοιαζαν με τους δρόμους τής πόλης που έζησα αλλά οι άνθρωποι, οι σκιές και οι λάμψεις, η συνεχής ροή φωτός, η σιωπή και οι κουβέντες, οι ετερόκλητες συντροφιές παράξενων ανθρώπων δεν ομοίαζαν σε τίποτα από όσα είχα δει μέχρι τότε! Και οι άνθρωποι εξαφανίζονταν! Μα την Παναγία, σας λέω! Μία που υπήρχαν μία που χάνονταν. Άλλοτε επανέρχονταν, άλλοτε όχι. Οι ίδιοι δε θυμούνταν γιατί ή πώς εξαφανίστηκαν. Δε θυμούνταν πού πήγαν! Αναρωτιόμουν μήπως συνέβαινε και σε εμένα. Ήταν πολύ περίεργο!
Όχι, δεν ήμουν στον παράδεισο, δε φανταζόμουν ότι ο Θεός θα επεδείκνυε τόσο μεγάλη στέρηση φαντασίας, αλλά δεν ήμουν και στην κόλαση και αυτό μπορώ να σας το βεβαιώσω.
Ίσως αναρωτιέστε γιατί εξέφρασα τη βεβαιότητα ότι δε βρισκόμουν στην κόλαση. Η απάντηση είναι απλή. «Εδώ» δεν ήταν η κόλαση γιατί σε έναν από τους περιπάτους μου συνάντησα τον Χριστό! Φυσικά αναφέρομαι στο γιο του μαραγκού, τον Ιησού, τον θεάνθρωπο. Ξέρω ίσως φαίνεται ότι γράφω υπερβολές αλλά δεν πρόκειται για φανφαρονισμούς, συνάντησα όντως έναν τύπο που έμοιαζε με τον Ιησού όπως τον φανταζόμουν, μίλαγε σαν τον Ιησού και μου συστήθηκε ως Ιησούς. Εγώ βέβαια τον ρώτησα: «Όλα τα κακά νικά και όλα τα κακά σκορπά;», αυτός δεν εκνευρίστηκε, με κοίταξε μισοέκπληκτος, μισογελαστός και είπε «Ναι, κατά μία εκδοχή, Ναι»!
Αυτό πρέπει να το πω: είναι παράξενος ο Ιησούς! Αναβοσβήνει σα φάρος και η εικόνα του δεν είναι ποτέ σταθερή! Άλλοτε η μύτη του είναι γαμψή, άλλοτε ίσια, άλλοτε τα μαλλιά του ξανθά, άλλοτε καστανά. Τη μία φαίνεται λιπόσαρκός την άλλη κανονικός!
Πάντως μπορώ να σας επιβεβαιώσω ότι αυτός ο άντρας ήταν πράγματι ο Ναζωραίος. Το επικύρωσαν όσοι ρώτησα, μεταξύ αυτών ο Ιούδας και ο Πόντιος Πιλάτος που μοιράζονταν το τραπέζι του! Μου είπαν ακόμα ότι «εδώ» ζούσαν και άλλοι θεοί και άλλοι προφήτες όπως ο Μωάμεθ, ο Σολωμόντας, ο Ζωροάστρης, ο Δίας και όλοι οι θεοί του ελληνικού πανθέου μολονότι εγώ προσωπικά και μέχρι τότε δεν είχα συναντήσει κανέναν από δαύτους.
Έμαθα επίσης ότι η συνεχής ροή φωτός, οι σκιές και οι λάμψεις που με παραξένεψαν αρχικά δεν είναι παρά οι δικές σας δραστηριότητες, η ατελεύτητη κίνησή σας. Επίσης γνωρίζω ότι δεν είμαι στα αλήθεια νεκρός. Γιατί τι άραγε σημαίνει θάνατος αν όχι την απώλεια της υλικής υπόστασης;
Έχω υλική υπόσταση! Τρώω, πίνω, αφοδεύω, αισθάνομαι, κάνω σεξ... Ψέματα δεν έχω κάνει σεξ ακόμα αλλά φαντάζομαι ότι και οι άνθρωποι «εδώ» το εξασκούν.

Δε γνωρίζα τον πληθυσμό του «εδώ» ούτε αν υπήρχαν αστικές και αγροτικές περιοχές όπως στο «εκεί», αν ο πληθυσμός μας ήταν διασκορπισμένος σε πόλεις και εξοχές όπως συμβαίνει στο «εκεί» ή αν υπήρχε μία και μοναδική πόλη, αυτή που ζούσα, η Αθήνα.
Τούτο έμελλε να το μάθω γιατί δεν πέρασαν παρά λίγες ώρες και βρήκα τον εαυτό μου να περιδιαβαίνει τα Φιλιατρά, την Καλαμάτα και άλλες πόλεις και εξοχές που θυμόμουν από τη ζωή μου στο «εκεί». Μια άλλη φορά ένιωσα πολύ παράξενα, σα να βρίσκομαι σε δύο μέρη ταυτόχρονα. Ίσως ονειρευόμουν Θαρρώ ότι τα όνειρα «εδώ» κρατούν λιγότερο αλλά είναι πολύ πιο έντονα από ότι «εκεί»!
Ίσως τώρα αναρωτιέστε πώς πρόλαβα σε λίγες ώρες να κάνω τα ταξίδια που μόλις ανάφερα. «Εδώ» κινούμαστε με μικρότερες ταχύτητες. Μάλλον... ας το θέσω αλλιώς. Εμείς κινούμαστε με κανονικές ταχύτητες ενώ εσείς βιάζετε το χρόνο-κόσμο σας. Ζείτε ανάμεσα μας αλλά η ταχύτητα ανέλιξης του κόσμου σας απέχει πόρρω από τη δική μας.

Δεν είχα αντιληφθεί τη χρονική υστέρηση του «εδώ» από το «εκεί» μέχρι που με επισκέφτηκε ο Βασίλης, ο πρωτότοκός μου. Όταν τον πρωτοείδα να έρχεται προς το μέρος μου, είχαν δεν είχαν περάσει μερικές ώρες από τη στιγμή που ξεψυχούσα από τα θραύσματα της χειροβομβίδας στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα ότι όλα αυτά δεν ήταν παρά ένα απαίσιο όνειρο και ότι όπου και να ’ταν θα ξυπνούσα και δε θα θυμόμουν τίποτα. Αλλά δεν ήταν όνειρο. Ήμουν οριστικά νεκρός… (όχι όχι νεκρός άλλυδις), και ο Βασίλης με ακολούθησε στον τάφο. Πώς ήταν δυνατόν, ήταν μόλις δεκαπέντε ετών παιδί, από τι πέθανε, πώς;
Με πλησίασε, με αγκάλιασε, ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο μου. «Πατέρα! Είσαι... είσαι όπως ακριβώς σε θυμόμουν! Δεν πίστευα ποτέ ότι θα σε ξανάβλεπα» είπε.
«Κι εσύ!», είπα και με κοίταξε έκπληκτος. Δεν του έδωσα χρόνο. «Τι συνέβη;» ρώτησα
Δεν απάντησε. «Πού βρισκόμαστε;» ρώτησε.
«Εδώ παιδί μου είναι το «εδώ»!» είπα.
«Δεν ακούγεσαι λογικός, μπαμπά».
«Πάμε έναν περίπατο και θα σου εξηγήσω» πρότεινα.
Άρχισα να σταχυολογώ όσα ήξερα για το «εδώ» και παρότι δεν ήταν και πολλά ήταν υπερβολικά πολλά για να τα αφομοιώσει κανείς με το που βιώνει τη μετάβαση.

Περάσαμε από το γνωστό στέκι του Ιησού κοντά στην πλατεία Κάνιγγος. Ήταν όπως πάντα εκεί, τα έπινε με τον Πιλάτο, τον Ιούδα και εκείνο το κυκλοθυμικό κορίτσι, τη Μαγδαληνή. Τους χαιρετίσαμε. Αυτή τη φορά δεν άντεξα και τους ρώτησα.
«Συμπαθάτε με, μα δε θα ’πρεπε να ήσασταν εχθροί εσείς, πώς είναι δυνατόν να κάθεστε και να συντρώγετε σα να μη συνέβη τίποτα;»
Παρότι η ερώτησή μου ενείχε μομφή, οι τρεις συνδαιτυμόνες με κοίταξαν με ειλικρινά φιλική διάθεση. Το λόγο πήρε ο Πόντιος Πιλάτος όντας μεγαλύτερος από τους τρεις.
«Άκουσε να σου πω παλικάρι μου, μπορεί εκείνοι να μας σκέφτονται με έναν τρόπο αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είμαστε αυτό που σκέφτονται. Είμαστε αυτό που αποφασίζουμε ότι θέλουμε να είμαστε. Είμαστε αυτόβουλοι!»
«Ναι, άλλωστε», είπε συμβιβαστικά ο Ιησούς, «η ιστορία όπως έχει καταγραφεί, δεν είναι και πολύ ακριβής... δηλαδή», έριξε μια ματιά στον Ιούδα, «δεν είναι καθόλου ακριβής!»
«Δηλαδή;» απόρησα.
«Ας τα αφήσουμε αυτά τώρα, κοπιάστε» προσπάθησε να αποφύγει το σκόπελο η Μαρία δείχνοντας δύο άδειες καρέκλες.
«Λυπάμαι, ξεναγώ τον...»
«Τον πατέρα σου;» ρώτησε με πραγματικό ενδιαφέρον ο Ιησούς.
«Τον μπαμπά μου!» απόρησα δυνατά και κοίταξα τον δεκαπεντάχρονο γιο μου που ήταν ένας γέρος εβδομήντα πέντε ετών!
Ο Βασίλης είχε πεθάνει από καρκίνο, εξήντα χρόνια μετά το δικό μου θάνατο. Οι λιγοστές ώρες που είχαν περάσει «εδώ» αντιστοιχούσαν σε εξήντα χρόνια «εκεί». Είχε παιδιά και εγγόνια. Μου φαινόταν απίστευτο. Παρόλο που δεν ήμουν θρήσκος, παρόλο που ήξερα ότι ο Χριστός και οι υπόλοιποι σαλτιμπάγκοι των μονοθεϊστικών ή ετέρων θρησκειών με συντρόφευαν στο «εδώ», σταυροκοπήθηκα! Αυτό προκάλεσε μειδιάματα στους παρισταμένους με εξαίρεση τον Ιούδα που δεν αρκέστηκε να χαμογελάσει. Είχε ξεραθεί στα γέλια ο άτιμος.
Απευθύνθηκα στο γέρο που ήταν γιος μου. Ψιθύρισα: «Και η Μαρία έφτασε να θάψει και το παιδί της!» έψεξα τη γυναίκα μου και μητέρα του.
«Τι είπες πατέρα;» ρώτησε ο Βασίλης.
«Τίποτα. Τίποτα!» μάσησα τα λόγια μου.

Αφήσαμε τους ψευδοπροφήτες στο τραπεζάκι του οινοπωλείου να μεστώσουν τα ποτήρια με μπρούσκο κρασί και στρίψαμε στην Αιόλου. Προχωρούσαμε αμίλητοι. Με απασχολούσε πολύ εκείνο που είχε πει ο Πιλάτος.
«Μπορεί εκείνοι να μας σκέφτονται με έναν τρόπο αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είμαστε αυτό που σκέφτονται εκείνοι. Είμαστε αυτό που αποφασίζουμε ότι θέλουμε να είμαστε. Είμαστε αυτόβουλοι!»
Το ένοιωθα με όλο μου το είναι. Δεν ήμουν μήτε πατέρας, μήτε σύζυγος πια. Δεν είχα συγγενείς και φίλους, είχα μόνο προσδοκίες για το μέλλον, είχα ολάκερη ζωή μπροστά μου να τη ζήσω όπως αποφάσιζα. Ήμουν λεύτερος. Τούτη εδώ δεν ήταν βαρετή επανάληψη της ζωής τού «εκεί» μα μια νέα αρχή. Και θα ζούσα για πάντα. Τούτα σκεφτόμουνα με μεγάλη χαρά. Θα ζούσα για πάντα κατά πως ήθελα. Δε θα επαναλάμβανα τα λάθη του παρελθόντος.

Εξηγούσα στον Βασίλη ότι αυτά τα χρώματα και οι γραμμές που αλλοίωναν τη φυσική εικόνα του δρόμου οφείλονταν στους άλλους, τους ζωντανούς που κινούνταν με πολύ μεγαλύτερες ταχύτητες από ό,τι εμείς, ίσως βέβαια και να κινούνταν σε άλλη διάσταση γιατί λογικά αν κινούνταν αυτοί και εμείς μαζί με αυτούς δε θα έπρεπε κάποιες στιγμές να συγκρουόμαστε;
Πιθανολογούσα ότι στο σπίτι μου ζούσαν περισσότερες από δύο γενιές αποθαμένων και τουλάχιστον τρεις γενιές ζωντανών. Τον πατέρα και τη μητέρα μου τους είχα δει φευγαλέα μερικές φορές αλλά εξαφανίζονταν ευθύς αμέσως. «Ηλία!» προλάβαιναν να φωνάξουν αλλά τι να τους κάνω; Γιατί όμως οι άνθρωποι εξαφανίζονταν και πού πήγαιναν;
Τη στιγμή που έκανα το συγκεκριμένο συλλογισμό ο Βασίλης εξαφανίστηκε. Καλύτερα, σκεφτόταν ένα μέρος του μυαλού μου. Ένοιωθα πολύ άβολα να συνοδεύω αυτό το πρεσβύτερο παιδί μου. Όχι ότι δεν αγαπούσα τον Βασίλη, απλά δεν τον έβλεπα σαν παιδί μου. «Εδώ» οι συγγενικές σχέσεις δεν είχαν μεγάλη σημασία.
Φαντάσματα! Αυτό είναι! Πρέπει να εξαφανίζονται από το «εδώ» και να εμφανίζονται στο «εκεί» σα φαντάσματα. Γιατί όμως και πότε; Γιατί εγώ δεν είχα γίνει ακόμη φάντασμα. Ή μήπως ήμασταν φαντάσματα στο «εδώ» και όσοι εξαφανίζονταν υλοποιούνταν αλλού!

Βυθισμένος σε τέτοιες σκέψεις έφτασα στον εθνικό κήπο και κάθισα σε ένα παγκάκι να φουμάρω ένα από τα τσιγάρα μου. Τα παιδιά κυνηγιόνταν και φωνασκούσαν, σα μικροί καλικάτζαροι, στριφογύριζαν το παγκάκι και δε με άφηναν να ησυχάσω λεπτό. Σκέφτηκα να τους κάνω παρατήρηση αλλά φευ, ήμασταν όλοι νεκροί. Και εγώ και τα μπασμένα. Όχι, όχι νεκροί. Άλλυδις. Αλήθεια, πόσο τυχερά ήταν τα παιδάκια που υπέστησαν τη μετάβαση τόσο νωρίς και θα ζούσαν όλη τη ζωή τους στο «εδώ»! Ίσως τελικά βρισκόμουν στον παράδεισο, όχι στον παράδεισο του χριστιανισμού αλλά στη χώρα των μακάρων.
Ένα κοκκινομάλλικο κοριτσάκι με κοτσιδάκια και φακίδες στρίγγλισε. Ένα από τα παιδάκια αίφνης είχε εξαφανιστεί. Τα δύο μελαχρινά αγοράκια πισωπάτησαν τρομαγμένα και άρχισαν να απομακρύνονται τρέχοντας. Ο γέροντας από το απέναντι παγκάκι σηκώθηκε και με πλησίασε.
«Ηλία!» είπε
Τον κοίταξα παραξενεμένος, δε θυμόμουν να τον ήξερα από πουθενά αλλά το πρόσωπό του αναμόχλευε λησμονημένες μνήμες.
«Είναι απίστευτο!» είπε. «Είσαι καιρό εδώ;»
«Όχι πολύ γέροντα» είπα σεβόμενος τα χρόνια του. Άλλωστε ο χρόνος «εκεί» ήταν πολύ σχετική έννοια.
«Δε με θυμάσαι ρε Λουλάκι;»
Ξεσκόνισα λίγο το μυαλό μου. Αυτό το «Λουλάκι» μωρέ; Ναι, έτσι με αποκαλούσαν οι συστρατιώτες μου γιατί λέγανε πως είχα μανία με την καθαριότητα. «Ρε συ, Γιάνγκο!» είπα ασυναίσθητα.
Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε ατενίσαμε ο ένας την κατάντια του αλλουνού, δηλαδή εγώ ατένισα την κατάντια του Γιάνγκου γιατί προσωπικά ένοιωθα μια χαρά. Ή έτσι νόμιζα μέχρι που μου είπε ότι με είχε κάνει σκατά εκείνη η χειροβομβίδα. «Ναι βέβαια με είχε κάνει σκατά αλλά τώρα είμαι εντάξει» είπα. Αλλά ο Γιάνγκος επέμενε, με είχε δει εκείνος πετσοκομμένο από τα θραύσματα και έτσι ήμουν ακόμα, είπε.
Και γιατί δεν το βλέπω εγώ ρε Γιάνγκο, γιατί δεν το είδε κανείς «εδώ»;, αναρωτήθηκα. «Δηλαδή είμαι όπως ήμουν στο χαράκωμα;» ρώτησα
«Ναι, σου λέω!»
«Περίεργο! Πολύ περίεργο! Πολλά ανεξήγητα συμβαίνουν «εδώ»!», μονολόγησα.
«Τι είναι «εδώ»;» αναρωτήθηκε.

Είχα ήδη αφηγηθεί την ίδια ιστορία τουλάχιστον τρεις φορές μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Καταντούσε βαρετό. Ο Γιάνγκος, σα να διαισθάνθηκε την κόπωσή μου, πήρε τον ομάτιον του και έφυγε χωρίς περιττές χαιρετούρες. Σαν απόμεινα μονάχος άρχισα να συλλογιέμαι: ένα και ένα κάνουν δυο.
Το «εδώ» ταυτοποιούνταν χωρικά με το «εκεί» μα όχι χρονικά. Το «εδώ» κινούταν με απειροστή χρονική υστέρηση. Μέσα σε ελάχιστες ώρες οι άνθρωποι «εκεί» γερνούσαν και πέθαιναν. Όμως οι κάτοικοι του «εδώ» ήταν τρόπο τίνοι μεταβλητοί! Καθένας τούς έβλεπε κατά πως νόμισε. Όταν πρωτόδα τον Γιωργάκη μού φαινόταν όπως τον θυμόμουνα, δεκαπέντε χρονών παλικαράκι. Αλλά, στην πραγματικότητα, ήταν γέροντας, πολύ μεγαλύτερος από εμένα! Εγώ πάλι ήμουν αρτιμελής για όλους, εκτός από τον Γιάνγκο, τον συστρατιώτη, τον μοναδικό άνθρωπο που με είχε δει σε θανάσιμη κατάσταση. Αλλά γιατί εγώ δεν είδα τον Γιάγκο όπως τον θυμόμουν και είδα πρώτα τον γέροντα και έπειτα εκλάμψεις του παλαίου Γιάνγκου;
Αν οι άνθρωποι ήταν μεταβλητοί για τους υπόλοιπους ανθρώπους ποια ήταν η πραγματική εικόνα τους; Πώς ήμουν τελικά, όπως με θυμόταν ο Γιάνγκος ο μοναδικός επιζών της περιπόλου ή όπως με έβλεπαν όλοι οι υπόλοιποι; Πολλές απορίες και ελάχιστες απαντήσεις, ίσως έπρεπε να ρωτήσω κάποιον;

Αφού πείστηκα ότι δεν μπορούσα να βρω απαντήσεις άρχισα να ψαχουλεύω τις επίλοιπες ερωτήσεις. Πιο συγκεκριμένα, τη δεύτερη παραδοξότητα του «εδώ», τις εξαφανίσεις. Είχαν άραγε σχέση οι εξαφανίσεις με το φαινόμενο της μεταβλητότητας; Δύσκολα. Τουλάχιστον όπως το έβλεπα εκείνη τη στιγμή. Είχα ήδη συσχετίσει τις εξαφανίσεις με τα φαντάσματα του «εκεί». Γιατί όμως, στα καλά του καθουμένου, εξαφανίζονταν οι άνθρωποι και γινόντουσαν φαντάσματα, ήταν με τη δική τους θέληση ή κάποιος τους καλούσε; Και αν κάποιος τους καλούσε, ποιος ήταν αυτός και για ποιο λόγο;
Φυσικά είχα ήδη σκεφτεί την πιθανότητα να πέθαιναν οι αποθαμένοι αλλά πώς γινόταν να ήταν αλήθεια κάτι τέτοιο όταν ζούσαν άτομα όπως ο Ιησούς, ο Ιούδας και ο Πόντιος Πιλάτος. Αυτοί έπρεπε να βρίσκονταν «εδώ» γύρω στα χίλια εννιακόσια χρόνια του «εκεί», ίσως και παραπάνω! Για να μη μιλήσω για τους αρχαίους θεούς που θα πρέπει να ήτανε πολλών χιλιετηρίδων, τουλάχιστο δέκα αιώνες παλαιότεροι του Ιησού. Συνεπώς ήταν αδύνατον να εξαφανίζονταν οι άνθρωποι από το «εδώ» επειδή έληξε ο χρόνος παραμονής τους ή επειδή τους συνέβη κάποιο ατύχημα.
Είχα παρακολουθήσει εξαφανίσεις. Συνεβαίναναν στα καλά του καθουμένου και μάλιστα υπήρξα αυτόπτης μάρτυς περιπτώσεων που ο εξαφανισθής αρχικά αναβόσβηνε σαν κάτι φώτα σε μια ταινία του βωβού κινηματόγραφου που είχα δει με τη γυναίκα μου στο Παλλάς πριν τον πόλεμο. Καημένη Μαρία, σκέφτηκα ασυναίσθητα, ελπίζω να μη θάψεις και τα εγγόνια σου!
Εγκατέλειψα περίλυπος το παγκάκι και κατηφόρισα την Ερμού ποδαράτη. Είχα άφθονο χρόνο να ξοδέψω και σκόπευα να περπατήσω μέχρι το σπίτι μου που βρίσκεται μεταξύ Θησείου και Πετραλώνων κοντά στη γέφυρα του ηλεκτρικού.

Τελικά η Μαρία δεν τα κατάφερε να τους θάψει όλους. Με περίμενε στο σπίτι, αποπροσανατολισμένη, συμπαγής σαν πέτρα, σταφιδιασμένη, σα ξεραμένο σύκο! Με κοίταξε σα να έβλεπε διαόλι. Μπορεί και να ’μουν. Ανέκτησα τον έλεγχο τής κατάστασης και κατάφερα να δω τη Μαρία όπως ήτανε κάποτε, όπως την είχα αφήσει τριάντα χρονών κοπελούδα και τα κατάφερα. Έλπιζα η ψευδαίσθηση, αν επρόκειτο για ψευδαίσθηση και όχι για διαμόρφωση των άλλων κατά τη βούληση του καθενός, να διαρκέσει, την έσφιξα στη αγκαλιά μου, ένιωσα τα στητά βυζιά της στα στήθη μου και, μισή αμαρτία δική μου, μισή δική σας, μου σηκώθηκε! Σκέφτηκα το λοιπόν, κάτσε πρώτα να κάνουμε τη δουλειά μας και μετά της εξηγώ τι είναι το «εδώ! Έτσι κι έγινε.

Φυσικά μόλις ολοκληρώσαμε την πράξη που δεν ήταν, μα την Παναγία, διόλου σύντομη και ουδόλως δυσάρεστη, επιχείρησα να αποσαφηνίσω για πολλοστή φορά τα καθέκαστα αλλά δεν πρόλαβα γιατί.…δε θυμάμαι γιατί δεν πρόλαβα... Άξαφνα όλα χάθηκαν και δε θυμάμαι πού ήμουν και μετά που ξαναθυμόμουν ξανακοίταγα τη Μαρία που με θωρούσε σκιαγμένη. «Εξαφανίστηκες. Στα καλά του καθουμένου καλέ μου!» είπε.
'Άλλο πάλι και τούτο! Τελικά εξαφανιζόμουν και εγώ, που να πάρει και να σηκώσει. Δε μου άρεσε καθόλου αυτό παρότι δεν πίστευα ότι οι αποθαμένοι ξαναπεθαίνουν. Τι να υπήρχε μετά; Το επέκεινα;
Αν είχα γίνει φάντασμα και τρόμαζα τους ζωντανούς δεν το θυμόμουν καθόλου! Έπειτα ένιωσα τη Μαρία που με χάδευε και μου ξαναήρθαν ορέξεις και η Μαρία δεν έλεγε ποτέ όχι, από τότε που ήμασταν ακόμα ζωντανοί, σε ένα καλό γαμήσι! Πόσοι πέθαναν μέχρι να αποκάμουμε αυτά που κάμαμε ούτε ήθελα να ξέρω…

Την άφησα να αναπαυτεί στο κρεβάτι και πήρα και πάλι τους δρόμους. Τα βήματα μου με οδήγησαν στο γιουσουρούμ και από εκεί κίνησα προς Θησείο να πιω ένα καφεδάκι γλυκύ βραστό όπως μου άρεσε από παλαιόθεν.
Όπως όμως βάδισα σκυφτός και σκεφτικός παρατήρησα ότι η αρχαία αγορά ήταν κάπως διαφορετική από ό,τι τη θυμόμουν. Πολλοί άνθρωποι ήσαν συνωστισμένοι. Κάποιοι ρητόρευαν σα να ήταν τα αρχαία χρόνια που μας δίδασκαν στο εξατάξιο ότι ο Σωκράτης και ο μαθητής του ο Πλάτωνας ρητόρευαν και οι Αθηναίοι συναθροισμένοι στην αγορά τους άκουγαν. Αυτοί και πολλοί άλλοι σοφοί. Μα, δεν αποκλείεται να ζουν και τούτοι «εδώ»!, σκέφτηκα. Ανενδοίαστα, κίνησα προς την αγορά να παρακολουθήσω τους αρχαίους φιλοσόφους.

Πραγματικά, υπήρχαν πολλοί ντυμένοι με χλαμύδες και σανδάλια αλλά και με φουστανέλες και κοστούμια, ακόμα και στρατιώτες, σαν και του λόγου μου, άκουγαν τους ρήτορες. Στάθηκα στη γαλαρία και άκουσα ένα δυο από δαύτους αλλά -μα το Χριστό!-, (εν τη ρύμη του λόγου δηλαδή), δεν κατάλαβα ούτε τι λέγανε ούτε γιατί οι ακροατές άλλοτε άκουγαν έκθαμβοι, άλλοτε γιούχαραν, άλλοτε ποδοκροτούσαν και άλλοτε φωνασκούσαν καλύπτοντας τους ρήτορες.
Ρώτησα ένα γέροντα με ψαρά μαλλιά και αφύσικα πλατύ μέτωπο που παρακολουθούσε σιωπηλός τις λογομαχίες. «Για πες μου γέροντα, τι λένε τούτοι δω οι ρήτορες και για τι πράγμα μιλούνε ρώτησα;»
Ο ψαρομάλλης γέρος με κοίταξε με συμπάθεια. Έστρεψε το ροζιασμένο χέρι του προς τον έναν από τους ομιλητές.
«Αυτός», είπε, «είναι ο Σωκράτης και διδάσκει ότι υπάρχει αντικειμενικός κόσμος, υπάρχει ορθότητα, υπάρχει σωστό και λάθος».
Τον θυμόμουν τον Σωκράτη από το σχολείο! Αυτός που είχε πιει το κώνειο για να μην προδώσει τις ιδέες του. «Και ο άλλος;» ρώτησα.
«Αυτό το ξόανο είναι ο Πρωταγόρας, είναι αναρχικός, δεν πιστεύει σε τίποτα ιερό και όσιο, είναι Θερσίτης, κνώδαλον, βλαμμένος και διαόλι. Τζιζ, κακό! Κατάλαβες;»
«Πώς, κατάλαβα! Ήταν να μη καταλάβω γέροντα. Αλλά για πες μου εσύ που ξέρεις τόσα και μπορεί και να ξέρεις άλλα τόσα! Τι είμαστε τάχα όλοι εμείς «εδώ»; Είμαστε έτσι όπως νομίζουμε πως είμαστε για είμαστε όπως νομίζουνε κάποιοι άλλοι πως είμαστε; Είμαστε όντως μεταβλητοί για οι άλλοι δε βλέπουνε δίχως γυαλιά και πρέπει να τρέξουν στο ΙΚΑ να τους γράψει μια συνταγή ο οφθαλμίατρος;»
«Να μια καλή ερώτηση!» είπε ο γέρο Πλάτωνας. «Εδώ», είμαστε εμείς, αποστασιοποιημένοι ακόμα και από τις δικές μας απόψεις για εμάς, είμαστε καθαρά εμείς χωρίς σε αυτό να υπεισέρχεται η υποκειμενικότητά μας. Έτσι…», γκάζωσε ο γέροντας, «είμαστε αυτό που είμαστε, είμαστε αυτό που πιστεύουμε ότι είμαστε και είμαστε αυτό που πιστεύουν οι άλλοι ότι είμαστε! Όλα αυτά μαζί, το σημαίνον, το σημαινόμενο και το σύμβολο μαζί, Ορφικοί και Ελευσίνιοι!»
«Δηλαδή γέροντα είμαστε όλες οι διαφορετικές εκδοχές του εαυτού μας; Ακόμα και η δική μας εκδοχή δεν είναι παρά μία ακόμα εκδοχή, δεν είμαστε αυτό που νοίωθουμε ότι είμαστε;»
«Μολονότι κωθώνι της μετανεωτερικότητας, αντελήφθης άριστα το συλλογισμό! Εύγε!» είπε ο Πλάτωνας και έστρεψε αλλού την προσοχή του.
«Δάσκαλε!» φώναξα αλλά ο όχλος με έσπρωξε μακριά του.
Δεν ήθελα να συμφυρθώ με άσχετους και παρατρεχάμενους έτσι εντόπισα τον Σωκράτη περικυκλωμένο από θαυμαστές της παλαιάς και της νεότερης εποχής. Αν είχε κατατροπώσει τον Πρωταγόρα δεν το γνώριζα γιατί δεν παρακολούθησα τη συζήτηση, όχι πως αν τη παρακολουθούσα θα καταλάβαινα. Μετά βίας έβγαζα από τα συμφραζόμενα τα νοήματα όσων ήθελε να μου πει ο Πλάτωνας. Στάθηκε αδύνατον να πλησιάσω τον Σωκράτη. Με απώθησαν βίαια και δέχτηκα και μία ξεγυρισμένη σφαλιάρα από κάποιον. Απογοητευμένος σκέφτηκα να συνεχίσω το περίπατο μου όταν εντόπισα τον Πρωταγόρα που είχε λουφάξει πίσω από έναν κύωνα ο οποίος, όλως παραδόξως, στήριζε ένα αέτωμα!.

Ο Πρωταγόρας ήταν ωραίο παλικάρι και νεαρός, περίπου στη ηλικία μου, δηλαδή… τότε που πέθανα… η μέρα με τη νύχτα συγκρινόμενος με τον Σωκράτη που ήταν γέρος, εξαιρετικά άσχημος και η μύτη του συγκρινόταν αβασάνιστα με μελιτζάνα: σε μέγεθος και σε χρώμα!
Πλησίασα το παλικάρι που μπορεί να ήταν νεότερος του Πλάτωνα και του Σωκράτη αλλά είχε ζήσει «εδώ» τουλάχιστον διόμισυ χιλιετίες. Αμφέβαλα αν η σωφροσύνη εξαρτιόταν από τα σαράντα ή πενήντα παραπάνω χρόνια που είχε ζήσει στο «εκεί» ο Σωκράτης. Άγγιξα τον ώμο του φιλικά και εκείνος στράφηκε προς το μέρος μου. Περιεργάστηκε τη στολή μου και μετά χωρίς να προλάβω να πω τίποτα είπε: «Για ποιον πολέμησες και γιατί;»
«Πολέμησα για την πατρίδα μου, τη Ελλάδα!» αποκρίθηκα περήφανος.
«Εύγε», είπε ο Πρωταγόρας, που μπορεί να ήταν υποκειμενιστής ήταν και φιλόπατρις, π’ ανάθεμα τον! «Θαύμασες το λόγο μου λοιπόν;»
Πήρα όσο πιο κακομοίρικο ύφος μπορούσα. «Να με συγχωρά η χάρη σου, τώρα δα ήρθα στα μέρη σας αλλά έχω ακούσει ότι βάζεις κάτω και πέντε Σωκράτηδες και είκοσι Πλάτωνες!»
«Έτσι λένε στα μέρη σου σύντροφε;!», έλαμψε το πρόσωπό του, «Και πού βρίσκονται τα μέρη σου;»
«Να... Πετράλωνα, Θησείο, ολίγον από Ταύρο και Καλλιθέα μέγιστε» είπα.
«Μπα; Δεν τα ξέρω αυτά τα μέρη!... Μα, πες μου, θες να σου επαναλάβω τον λόγο μου μιας και τον έχασες;»
«Θα ήμουν ευγνώμων», είπα, «μα τώρα είμαι κάπως βιαστικός γιατί… έχω ξεχάσει ανοικτό το θερμοσίφωνο και ήθελα κάτι επείγον να σε ρωτήσω…»
«Έχεις μία ερώτηση δυσνόητε φίλε μου! Εμπρός λοιπόν, πες μου, προκάλεσέ με» πρόσταξε.
«Να, παρατήρησα πάνσοφε, ότι εδώ οι άνθρωποι εξαφανίζονται στα καλά καθούμενα, εκεί που είναι εδώ, πουφ, δεν είναι πια! Μπας και ξέρεις γιατί εξαφανίζονται και κατά πού τραβάνε;»
«Αχ, αυτό ήταν! Και εγώ που νόμιζα ότι θα κάνεις καμία σημαντική ερώτηση! Μπας σε καλό σου. Είμαστε «εδώ» αθώε μου άνθρωπε γιατί κάποιος «εκεί» μας σκέπτεται, είμαστε «εδώ» επειδή μας θυμούνται, εξαφανιζόμαστε επειδή μας ξεχνούν, παύουμε να υπάρχουμε χωρίς όμως να χανόμαστε, πάντα είμαστε έτοιμοι να ανακληθούμε, ενωνόμαστε με το σύνολο υπερκεράτουμε την ύλη και γινόμαστε πνεύμα και ενωνόμαστε με όλα τα άλλα πνεύματα και είμαστε παντού και πάντα, είμαστε ο αέρας που αναπνέουν είμαστε η σκέψη η δράση και τα πάθη τους είμαστε τα πάντα!»
«Τι μου λες, πάνσοφε», τον κολάκευσα λίγο ακόμα. «Θες να πεις πως εσύ ο Σωκράτης και ο Πλάτωνας είστε εδώ επειδή σας θυμούνται ενώ εμείς, οι λαϊκοί άνθρωποι, είμαστε εδώ επειδή μας θυμάται μόνο η οικογένειά μας και όλοι όσοι μας ήξεραν στη ζωή μας «εκεί»;»
«Ορθόν!» είπε.
«Και δε μου λες πάνσοφε, όταν χανόμαστε και είμαστε όλοι μαζί... τα πνεύματα εννοώ, σκεφτόμαστε; Υπάρχουμε; Αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας;»
«Ζαμέ!» είπε ο φιλόσοφος.

Ευτυχώς είχα μάθει πέντε Γαλλικά του λιμανιού και κατάλαβα «Σε ευχαριστώ πάνσοφε», είπα αλλά μέσα σκεφτόμουν ότι την είχα πατήσει. Δηλαδή την είχα πατήσει άσχημα. Πρώτον δεν είχα αποχαιρετίσει τους γονείς μου και δεν ήμουν διόλου σίγουρος ότι είχε απομείνει κανένας πια να τους θυμάται. Δεύτερον, δεύτερον, θεέ μου, πόσος χρόνος μού απέμενε; Μπορεί μεν να με θυμόνταν τα εγγόνια μου αλλά πόσο διάστημα θα συνέβαινε αυτό. Μετά τι θα γινόμουν, ένα με το όλον; Ανεμομαζέματα, διαβολοσκορπίσματα!

Δε μου άρεσε καθόλου η ιδέα της ανυπαρξίας. «Μα πεθαίνουν οι αποθαμένοι;», απορούσα αλλά φαίνεται ότι οι αποθαμένοι όντως πέθαιναν! Μήπως μετά από το «εδώ» και το «εκεί» υπήρχε και τρίτη πραγματικότητα, μία άλλη ζωή σε ένα άλλο μέρος όπου δεν είχε βρεθεί κανείς για να επιβεβαιώσει ή και να περιγράψει. Μήπως υπήρχε ζωή μετά τη ζωή του θανάτου; Κι αν όχι, τι θα συνέβαινε στον δύσμοιρο Ηλία. Σε εμένα!

Άξαφνα το περιβάλλον άλλαξε σα σκηνικό θεάτρου και ήμουν στα πατρογονικά μου, στη Νάξο. Το γνώριμο χωριό, με τις εκατοντάδες σκάλες. Μετά κάποιος με συλλογίστηκε σε ένα διπλανό χωριό και εκεί ήταν και ένας άλλος, ξερακιανός άντρας, ένας μαυριδερός και κοτσονάτος βρακάς! Καθόταν στη ξερολιθιά και έστριβε τη μουστάκα του. Κάτι μου θύμιζε το μούτρο του.
«Ποιος είσαι και πούθε έρχεσαι φίλε;» τον ρώτησα.
«Με λένε Χατζηγεωργάκη», είπε αυτός, «από την Κρήτη έρχομαι και πιο παλιά τη Σμύρνη».
Αποδείχτηκε ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν ο προπάτορας, ο πρώ τος Νάξιος της οικογένειάς μου! Εκείνος που είχε ξοδέψει μεγάλο μέρος της ύπαρξης του στο επέκεινα έπρεπε να ξέρει.
«Μα, πώς είναι στο πουθενά;» τον ρώτησα.
«Δε θυμάμαι τίποτα παλικάρι μου» είπε, εντείνοντας τις ανησυχίες μου.
Έπειτα προστέθηκαν κι άλλοι στη συντροφιά μας. Πρόγονοί μου κι αυτοί, το δίχως άλλο!
«Κάποιος μελετάει το πατρογραμμικό γενεαλογικό μας δέντρο!» είπα.
«Ίντα ’ναι ευτό;» ρώτησε ένας αλλά πριν προφτάσω να απαντήσω βρέθηκα αίφνης στην Αθήνα.

Εκεί με περίμεναν νέες εκπλήξεις, η αγαπημένη μου κόρη, η Βάσω και εγγόνια, ακόμα και δισεγγόνα είχαν υποστεί τη μετάβαση. Ήταν «εδώ», όντες, οιονεί απόντες.
Ποιοι απέμεναν; Ένας γιος, εγγόνια, δισέγγονα; Πόσος χρόνος μου απέμενε; Η λήθη ήταν κοντά. Έπρεπε να βρω ένα τρόπο να επικοινωνήσω με τους συγγενείς μου να τους εξορκίσω να μη με ξεχάσουνε, να τους πείσω να με θυμούνται αλλά πώς;
Αποφάσισα να συμβουλευτώ έναν παλαιότερο.

Ο Ιησούς απόρησε. «Και γιατί να θέλεις να μείνεις για πάντα «εδώ», γνωρίζεις πόσο βαρετά είναι;»
«Το λες εσύ, του ανταπάντησα, που θα υπάρχεις για πάντα «εδώ»».
«Έχεις δίκιο, μπορεί να είναι διαφορετικά για σένα» παραδέχτηκε. «Το σημαντικότερο είναι να μεταφέρεις αυτό που θα γράψεις στο «εκεί» και εκείνοι να παραδεχτούν ότι το κείμενο γράφτηκε «εδώ». Αν γίνει αυτό, αν οι άνθρωποι συνειδητοποιήσουν ότι υπάρχει το «εδώ» θα σε θυμούνται εσαεί! Εσύ θα είσαι που θα τους καλωσορίζεις και όχι εγώ, πιθανά θα σχηματιστεί μία νέα θρησκεία τής οποίας θα γίνεις ο προφήτης». Γέλασε... «Ή μπορεί και να γίνεις θεάνθρωπος!»
Δε μου φαινόταν καθόλου αστεία όλα αυτά. «Και δε μου λες βρε Ιησού, πώς θα περάσω την ιστορία μου από το «εδώ» στο «εκεί»;»
«Αυτό, φίλε Ιλάι, προϋποθέτει Μεταμαθηματική υπέρβαση και δεν έχει γίνει ποτέ! Εξ’ όσων γνωρίζω δηλαδή. Εξ’ ου και η δυσκολία του εγχειρήματος».
«Δώρον άδωρον» μουρμούρισα και απομακρύνθηκα κακοδιάθετος.
«Καλή σου τύχη Ιλάι» είπε ο Ιησούς.

Εκείνο που χρειαζόμουν ήταν διαβολεμένη τύχη, όχι απλώς τύχη. Μεταμαθηματικά! Δεν τα θυμόμουν από το εξατάξιο! Δεν ήξερα πώς να αρχίσω και έτσι άρχισα να ρωτάω τους περαστικούς μπας και ήξεραν κάναν τύπο να ασχολείται με τα Μεταμαθηματικά.
Προσέκρουσα σε διάφορες αρνήσεις, ανοησίες και υπεκφυγές ώσπου έπεσα πάνω σε έναν ύποπτο υποκείμενο που τον έλεγαν Πλήνειο.
«Ξέρω», είπε, «ένα ξαδελφάκι μου που ασχολείται με τα μαθηματικά του «εδώ»! Τον λένε Ζόχα».
«Ζάχο;» προσπάθησα να διευκρινίσω το όνομα.
«Όχι, Ζόχα γιατί ζοχαδιάζεται πολύ εύκολα. Γι’ αυτό», με έδειξε με το δάχτυλό του, «πρόσεχε μην τον ζοχαδιάσεις!»
Αφού μου εξήγησε ότι ο Ζόχας έμενε στο Κεραμικό πήρα βιαστικά τους δρόμους και μετά από αρκετές θεαματικές εικόνες και πολλαπλές εξαφανίσεις μπροστά στα μάτια μου έφτασα έξω από το σπίτι του διαβόητου Ζόχα ο οποίος κατοικοέδρευε σε μία παλιά μονοκατοικία και εκείνη τη στιγμή πότιζε τις γλάστρες του. Μόλις με αντιλήφθηκε ξύνισε τα μούτρα του.
Του εξήγησα με λίγα λόγια τι ζητούσα, δεν του είπα βέβαια για ποιο λόγο ήθελα να «περάσω» ένα κείμενό μου από το «εδώ» στο «εκεί». Ήμουν πολύ επιφυλακτικός ως προς αυτό και ο Ζόχας δε με ρώτησε γιατί ήθελα να επιτύχω κάτι τέτοιο. Αρκέστηκε στα μαθηματικά.
«Αχά!», ξεφώνησε αλλάζοντας στάση, «Να ένα ενδιαφέρον ζήτημα!»
«Δε θέλω να περιαυτολογήσω αλλά ήρθες στον κατάλληλο άνθρωπο. Άκου λοιπόν.
»Ο Χρόνος «εκεί» σε σχέση με το χρόνο «εδώ» κινείται σαφώς ταχύτερα. Ο χρόνος «εδώ» όμως δεν κινείται σταθερά ούτε με την ίδια ταχύτητα. Συνεπώς ο χρόνος «εδώ» είναι σχετικός. Μάλιστα, σε κοινωνίες ανιμιστών ο χρόνος του «εδώ» και του «εκεί» συμπίπτει γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσαν οι πρόγονοι να φροντίζουν τους ζωντανούς. Καταλαβαίνεις;»
«Δεν καταλαβαίνω γρι Πάνσοφε!» παραδέχτηκα.
«Μάλιστα! Κνώδαλον!» είπε διφορούμενα. «Τέλος πάντων ανιμισμός είναι η λατρεία των ψυχών των προγόνων είναι ένα θρησκευτικό σύστημα βρε παιδί μου όπως εμείς είμαστε δωδεκαθειστές εσείς Χριστιανοί-τι-διάολο-είστε(;), αυτοί είναι ανιμιστές. Κατάλαβες;»
Έγνεψα πως καταλαβαίνω μπας και ακούσω και κάτι κατανοητό.
«Εντάξει», είπε κάπως ανακουφισμένος, «Πρόσεξε τώρα! Για να μεταφέρεις κάτι από μία χρονική συνέχεια σε μία άλλη δε διαφέρει σχεδόν καθόλου από το να μεταφέρεις κάτι από έναν τόπο σε έναν άλλο τόπο. μη βλέπεις που φαινομενικά βρισκόμαστε στον ίδιο τόπο με εκείνους. Απέχουμε χωρικά. Η χρονική υστέρηση ισούται με χωρική διαφοροποίηση. Το ερώτημα που εγκύπτει είναι ποια είναι η απόσταση ανάμεσα στο «εδώ» και το «εκεί» και πώς γίνεται να διανυθεί; Σωστά;»
«Σωστά…» είπα μουδιασμένα.
«Ωραία, δε φαντάζομαι να έχεις υπόψη σου τη μαθηματική θεωρία του Αριστόβουλου;... Ξαδελφάκι μου!» επεσήμανε.
«Όχι», επιβεβαίωσα τις αρχικές του εκτιμήσεις.
«Λοιπόν σύμφωνα με τον Αριστόβουλο στο «εκεί» αν Α=Β και Β=Γ τότε Α=Γ.
Στο «εδώ» όμως, αν Α=Β και Β=Γ τότε Α είναι διάφορο του Γ … μάλλον…».
«Μάλιστα!», είπα για να τον ενθαρρύνω.
«Ωραία, συνεπώς είναι απίθανο να προβλέψουμε πώς μπορείς να μετακινήσεις κάτι ή να μετακινηθείς εσύ ο ίδιος από το σημείο Α στο σημείο Γ διότι μόλις το επιχειρήσουμε η θέση μας αλλάζει!
«Δηλαδή;», ρώτησα τρομαγμένος.
«Δηλαδή δεν μπορείς να μεταφέρεις τίποτα από το «εδώ» στο «εκεί»!»
«Μνησθητί μου κύριε όταν έλθεις εκ της βασιλείας σου, είπα ασυναίσθητα. Και αυτό Χριστιανέ μου έκανες τόσην ώρα με τις μπερδεψοδουλειές σου να μου πεις;»
«Πρώτον», είπε ο Αριστόβουλος, «δεν είμαι Χριστιανός, είμαι εθνικός, δεύτερον αυτό που σου είπα ήταν πολύ σημαντικό αλλά είναι σαφές ότι εσύ είσαι κωθώνι και εγώ πάω να ποτίσω τις γλάστρες μου που έχουν πολύ μεγαλύτερη διανοητική ικανότητα και ευστροφία από εσένα».
«Το αυτό επιθυμώ και διά εσέ», αποκρίθηκα.

Κάθισα σε ένα παγκάκι που είχε ξεφυτρώσει ξαφνικά και προσπάθησα να συλλογιστώ όσα μου είπε ο αφιλότιμος μαθηματικός της συφοράς. Δεν έβγαζα άκρη. Καταλάβαινα ότι το «εκεί» ήταν σταθερό… Όχι! Σταθερά μεταβαλλόμενο. Αλλά το «εδώ» ήταν μεταβλητά μεταβαλλόμενο! Γιατί όμως δεν μπορούσαμε να στείλουμε ένα μήνυμα «εκεί» αφού ήταν γνωστή η οιονεί πορεία του; Και τότε μου ήρθε. Θυμήθηκα την μπαλαρίνα τού Λούνα-Παρκ και τις απότομες κινήσεις που έκανε τραντάζοντας εμένα και τη μαρία. Αν ήθελα να πυροβολήσω έναν άνθρωπο από τη μπαλαρίνα δε θα τον πετύχαινα ακόμα και αν ήμουν ο καλύτερος σκοπευτής του κόσμου γιατί ενώ θα είχα σημαδεύσει από μία θέση σωστά, τη στιγμή που θα πυροβολούσα θα βρισκόμουν σε άλλη θέση. Είχε δίκιο. Το μήνυμά μου δε θα έφτανε ποτέ «εκεί» γιατί το «εκεί» θα είχε μετακινηθεί σε σχέση με το «εδώ» και δεν υπήρχε ούτε πρόβλεψη ούτε ένδειξη για τον τρόπο με τον οποίο θα μετακινούνταν.
Έκλεισα το κεφάλι μου ανάμεσα στα χέρια μου.

Σε αυτή τη στάση με βρήκε ο Πρωταγόρας. «Τι συμβαίνει; Γιατί μηρυκάζεις φίλε μου;»
«Πάνσοφε», βαυκάλισα τα αφτιά του, «πες μου σε παρακαλώ, πώς θα μπορούσα να στείλω ένα μήνυμα στο «εκεί» ώστε οι άνθρωποι να μη με ξεχάσουν ώστε να μην εξαφανιστώ από το «εδώ» για το μη-τόπο, τη χώρα τού πότε-ποτέ;»
Με έπιασε τρυφερά από τον ώμο. «Καλέ μου φίλε», είπε ο Πρωταγόρας, «φαντάσου αν ήσουν εσύ «εκεί» και κάποιος σου έλεγε ότι υπάρχει το «εδώ», ότι οι άνθρωποι συνεχίζουν τις ζωές τους άλλυδις, σε άλλους τόπους, ότι συνεχίζουμε να ζούμε μέσα στις σκέψεις των άλλων και μόλις λησμονηθούμε εξαφανιζόμαστε, πες μου λοιπόν, τι θα έλεγες αν κάποιος σου εξιστορούσε μια τόσο ευφάνταστη ιστορία;»
«Θα έλεγα ότι είναι ντιπ για ντιπ μουρλός, Πάνσοφε! Αλλά τι μπορώ να κάνω;»
«Σημασία δεν έχει τι....» πήγε να πει ο Πρωταγόρας αλλά δεν άκουσα τη συνέχεια της φράσης.
Εξαφανίστηκα! Μετά υπήρχε κενό και μετά ήμουν σπίτι. Με περίμενε ο Κώστας, ο τρίτος μου γιος, άρτι αφιχθείς από το «εκεί». Θυμήθηκα ότι τα εγγόνια μου, τα παιδιά του Βασίλη, της Χρυσούλας και του Κώστα δε με γνώρισαν ποτέ. Πέθανα, όχι μετέβηκα προτού γεννηθούν. Πώς διάολο θα με ανακαλούσαν σαν ανάμνηση; Το τέταρτο παιδί μου, η Χρυσούλα ήταν το αποκούμπι μου, η μοναδική αιτία ύπαρξής μου στο «εδώ». Άξαφνα ο χρόνος άρχισε να κυλά γρηγορότερα. Δεν είχα καθόλου καιρό στη διάθεση μου για να πραγματοποιήσω τα σχέδια μου. Ό,τι και αν υπονοούσε ο Πρωταγόρας ο διαθέσιμος χρόνος εξέλιπε. Έπρεπε, κατεπειγόντως, να βρω έναν τρόπο να μεταφέρω το μήνυμά μου «εκεί». Βγήκα από το σπίτι και άρχισα να τρέχω δεξιά-αριστερά να ρωτώ άσχετες ερωτήσεις τον κόσμο στην αγορά και βέβαια σε ανόητες ερωτήσεις αντιστοιχούν βλακώδεις απαντήσεις.
Έχοντας φτάσει στα όρια της απόγνωσης παρατήρησα έναν τύπο που με είχε πάρει στο κατόπι! Έφερνε σε ζωγραφιές του Οδυσσέα Ανδρούτσου που θυμόμουνα απ’ το δημοτικό. Αλλά δε φορούσε φουστανέλα! Δε συστήθηκε. Με πλησίασε αποφασιστικά και με γράπωσε από τον ώμο. Μαύροι κύκλοι σκίαζαν τα μάτια του και η πρώτη σκέψη μου ήταν πως ήταν ρεμπέτης αλλά τούτος εδώ είχε μακριά, ατημέλητα μαλλιά και μουστάκα σα ρωμιός κλέφτης της Τουρκοκρατίας!
«Έμαθα.ότι θες να στείλεις ένα πακέτο στο «εκεί»» είπε.
«Όχι πακέτο καλέ, ένα γραπτό μου θέλω να στείλω!»
Με έπιασε σφιχτά από τον ώμο και με ύφος τρελού είπε «Εγώ! Είμαι ο άνθρωπός σου! Μπορεί να μπορώ… μπορεί και να μη μπορώ… αλλά αν μπορεί κάποιος… τότε εγώ μπορώ!»
«Θα πιάσει καμία μπόρα παλικάρι μου» είπα.
Γέλασε. «Καλό, μάστορα. Αλλά κοίτα, ξέρεις τι είναι το διαδίκτυο».
«Δεν ξέρω παλικάρι μου», παραδέχτηκα, «είναι κάτι για ψάρεμα;»
«Ψάρεμα!» είπε διατηρώντας το ύφος τρελού. «Καλό!» (αλλά δε γέλασε αυτή τη φορά) «Όχι! Όχι ψάρεμα, διαδίκτυο είναι ένας τόπος έξω από το «εδώ» και το «εκεί», ένας τόπος που περιέχει πληροφορίες».
«Και πώς με εξυπηρετεί αυτό γιόκα μου;»
Κοίτα, Μπάρμπα… ελπίζω όχι Βάνα Μπάρμπα (με κοίταξε)… όχι, όχι Βάνα μπάρμπα, σκέτο μπάρμπα…
Ούτε ήξερε τι έλεγε ετούτος!
«Λοιπόν Μπάρμπα», συνέχισε ακάθεκτος, «μπορούμε να ρίξουμε το γραπτό σου στο διαδίκτυο και να ελπίσουμε ότι…. Όχι όχι όχι, είναι σα να ρίχνουμε μία πέτρα στον ωκεανό τυχαία και να περιμένουμε να προσγειωθεί στον Τιτανικό!»
«Μη σώσει και προσγειωθεί πάνω στον Τιτανικό!» ξόρκισα το κακό.
Γέλασε. «Τελικά Μπάρμπα έχεις φάση!»
Αυτή τη λέξη κάπου την είχα ξανακούσει αλλά για κάποιον άλλο λόγο. Δεν έβγαζα νόημα από όσα έλεγε αλλά δεν είχα και τι άλλο να κάνω.
«Επειδή σε συμπαθώ και επειδή διαβλέπω ότι είσαι κωθώνι…
Εντάξει, εδώ ησύχασα κάπως, είχε αρχίσει να ακούγεται κάπως πιο λογικός, δεν ήξερα τι σήμαινε αλλά όσοι μου είχαν δώσει σωστές πληροφορίες κωθώνι με ανέβαζαν κωθώνι με κατέβαζαν. Ήμασταν σε σωστό δρόμο.
»θα σου εξηγήσω αναλυτικά. Τήρα! Το διαδίκτυο είναι σαν τον πλανήτη Γη με τη διαφορά ότι μόνο ελάχιστο μέρος του είναι στεριά, σχεδόν το σύνολο του είναι ωκεανός. Στις στεριές, που είναι σα νησιά και συνδέονται αναμεταξύ τους με αεροπλάνα και βαπόρια, υπάρχουν πληροφορίες που είναι γραπτά σαν και αυτό που θέλεις να βάλεις ή άλλα γραπτά ή φωτογραφίες ή βίντεο ή μουσική κ.λπ.»
«Κατάλαβα!» είπα, «είναι σαν το Λούνα Παρκ».
«Μπράβο»
«Έχει και γυναίκες με γένια;» ρώτησα
«Standard!»
«Έχει και αρκούδες που χορεύουν;»
«Απ’ όλα! Εμείς όμως και επειδή το διαδίκτυο διακινείται, δηλαδή χειραγωγείται από το «εκεί» και το περιεχόμενο του αλλάζει διαρκώς σε μορφή και μέγεθος δεν μπορούμε να ξέρουμε τι θα συμβεί όταν στείλουμε το γραπτό σου. Δηλαδή αν τώρα στοχεύσουμε ένα «νησί» μία τοποθεσία στο διαδίκτυο για να ρίξουμε την πέτρα, το κείμενό σου, αυτή η πέτρα δε θα φτάσει εκεί που πρέπει γιατί μέχρι να προσγειωθεί στον προορισμό της το διαδίκτυο θα έχει μεταβληθεί, και μπορεί, το πιθανότερο δηλαδή, η πέτρα μας να πέσει στο νερό, δηλαδή στο κενό. Με λίγα λόγια, μπορούμε να κάνουμε μία προσπάθεια αλλά δε γνωρίζουμε αν και πότε θα έχει αποτέλεσμα ούτε καν αν θα έχει, μολονότι το πιθανότερο είναι να μην έχει κανένα αποτέλεσμα. Με προσέχεις;»
……
»Αλλά ακόμα και αν υποθέσουμε ότι η πέτρα σου πέφτει σε στεριά, πράγμα που όπως σου είπα έχει απειροελάχιστες πιθανότητες, ακόμα και τότε δεν μπορούμε να ξέρουμε σε ποια ιστοσελίδα θα αναρτηθεί με τι αναγνωσιμότητα. Πρέπει να έχεις τύχη βουνό για να φτάσει η πέτρα μας στον προορισμό της!» κατέληξε. «Κατάλαβες ή θέλεις να ρωτήσεις κάτι;» με ρώτησε πολύ σοβαρά.
Επωφελούμενος από τη σοβαρότητά του, επιτέλους αποφάσισα να σοβαρευτώ κι εγώ. «Κοίτα, παλικάρι μου, εγώ να ξέρεις, είμαι από νησί! Από τη Νάξο αν την έχεις ακουστά!»
Σε αυτό το σημείο και χωρίς να υπάρχει κανένας απολύτως λόγος ο συνομιλητής μου ξέσπασε σε δυνατά γέλια έπεσε στο πάτωμα κρατώντας την κοιλιά του.
Αποφάσισα ότι είχα ελάχιστο χρόνο για να τον σπαταλώ σε συζητήσεις με σύγχρονους τρελούς και μάλιστα πεθαμένους και έκανα να φύγω.
«Περίμενε, περίμενε Μπάρμπα», είπε και έτρεξε προς το μέρος μου. «Μπορούμε να δοκιμάσουμε να αναρτήσουμε το κείμενό σου στο δίκτυο αλλά δε σου υπόσχομαι ότι θα εξυπηρετήσει τους σκοπούς σου. Σύμφωνοι;»
«Πόσο πιθανό είναι;» ρώτησα. «Όσο να κερδίσουν τον πόλεμο οι σύμμαχοι;»
«Μα, τον πόλεμο τον κέρδισαν οι σύμμαχοι!» είπε.
Δεν τον πίστευα. Αλλά γιατί,. Τι συφέρο είχε να μου πει ψέματα. Βέβαια εμείς τότε δεν πιστεύαμε με τίποτα ότι θα μπορούσε να χάσει ο Άξονας. Θα μου πεις γιατί πολεμήσαμε; Πολεμήσαμε γιατί έπρεπε να πολεμήσουμε. Καμιά φορά πρέπει να πολεμάς ακόμα και αν ξέρεις ότι θα χάσεις.
«Εντάξει», είπα, «ας το κάνουμε. Δε χάνουμε τίποτε, έτσι δεν είναι;»
«Έχεις δίκιο, δε χάνουμε τίποτε και αυτό πρέπει να γίνει προτού εξαφανιστείς εγώ ή εσύ, σωστά;»
«Θα εξαφανιστείς και εσύ;» τον συμπόνεσα.
«Ίσως» είπε αινιγματικά.
Αμφέβαλα αν θα εξαφανιζόταν, ήταν πολύ σίγουρος για τον εαυτό του και έτοιμος να κάνει πειραματισμούς βοηθώντας εμένα. Αν πίστευε ότι θα εξαφανιζόταν ίσως και να φρόντιζε πρώτα το τομάρι του. Με ρώτησε αν είχα έτοιμο το κείμενο και εγώ φυσικά δεν είχα ετοιμάσει ούτε την επικεφαλίδα και έτσι στρωθήκαμε στη δουλειά, αυτός έγραφε πάνω σε ένα παραλληλόγραμμο, κοπανώντας με τα δάχτυλα κάτι τετραγωνάκια και εγώ υπαγόρευα αυτά που διαβάζετε τώρα αλλά δεν είχα αλλάξει δύο παραγράφους όταν εξαφανίστηκα.

Την επόμενη στιγμή που θυμάμαι τον εαυτό μου ήμουν στο σπίτι μου. Δεν κοντοστάθηκα στιγμή!
Ευτυχώς με περίμενε στην αγορά. Συνέχισα την υπαγόρευση και εκείνος τη δαχτυλογράφηση (μου εξήγησε ότι χρησιμοποιούσε κάποιου είδους γραφομηχανή για να μεταφέρει το κείμενό μου) και μετά εξαφανίστηκα πάλι και όταν επέστρεψα εκείνος είχε φύγει ή μπορεί και να είχε χαθεί για πάντα. Η άμμος της κλεψύδρας μου είχε σωθεί. Έβαλα τα κλάματα.




…………….
TheJemmHadar

«Μπάρμπα, δεν ξέρω αν η προσπάθειά μας θα αποδώσει καρπούς, δεν ξέρω καν αν το κείμενό σου θα αναρτήθει τελικά σε κάποια ιστοσελίδα. Ο χρόνος μου είναι λιγοστός: δεν έχω παιδιά, δεν είμαι διάσημος, δεν έχω τίποτα και κανέναν «εκεί». Ίσως συναντηθούμε στο επέκεινα, στην χώρα του πότε-ποτέ, ίσως πάλι δε συναντηθούμε ποτέ, ίσως το επέκεινα να είναι απλά το τέλος. Όπως και να ’χει προλαβαίνω να πατήσω το κουμπί».
…Enter