Δευτέρα, Ιανουαρίου 21, 2008
Και εκεί που έχω πήξει με τα μοντάζ και τις κατασκευές, με παίρνει τηλέφωνο ο φίλος Thouluaga. "Σου έστειλα μια βουτιά". Αξιόλογη. Και εγώ με την σειρά μου σας την στέλνω.
Mηνάς
----------------------------------------------------------------------------------------
Μια Βουτιά
«-ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ! Είναι κρύο το νερό!» Φώναξε ο Μήτσος που προσπαθούσε να κολυμπήσει σαν κουτάβι σε παγωμένη θάλασσα.
Το νερό τον είχε βάλει μέσα στη κρύα αγκαλιά του και προσπαθούσε να τον ηρεμήσει αλλά ο Μήτσος πάσχιζε εναγωνίως να βγει από αυτήν. Ήταν τόσο παγωμένο που άρχιζαν και μούδιαζαν τα πάντα πάνω του. Το στήθος και η μέση του είχαν παγώσει από τη πρώτη στιγμή και τώρα αρχίζει να μην αισθάνεται το δεξί του πόδι. Ο πανικός του χτυπάει τη πόρτα, ο τρόμος είναι έτοιμος να τον κατακτήσει, το λαμπάκι της αίσθησης κίνδυνου έχει ανάψει... Δεν είναι ότι δεν ξέρει κολύμπι. Είναι όμως τόσο παγωμένο το νερό που μπορεί να τον κάνει παγάκι στη στιγμή.
Προσπαθεί με τα δυό του χέρια και το ένα του πόδι να δώσει περισσότερη δύναμη ώστε να κολυμπήσει πιο γρήγορα για να βγει έξω. Μια κράμπα στο αριστερό του πόδι τον κάνει να σταματήσει το κολύμπι και να αρχίσει τα γαμωσταυρίδια για το κακό που τον βρήκε. Πριν συνέλθει από τη κράμπα πεισμώνει, το πρόσωπο του συνοφρυώνεται, σφίγγει τα δόντια και ξεκινά με τα δυο του χέρια πλέον για να συνεχίσει να κολυμπά. Δεν θέλει να πεθάνει εδώ. Και εκτός αυτού, η στεριά είναι κοντά.
«-Τόσο κοντά για να πνιγώ…» σκεφτηκε και έδωσε μια ταχύτητα παραπάνω στα χέρια του που ομολογούμενος έκαναν ότι μπορούσαν, αλλά είναι γνωστό πως μόνο με τα χέρια δεν μπορείς να κολυμπήσεις καλά.
Η υπερπροσπάθεια απέδωσε καρπούς και το δεξί του χέρι πάνω στο πλατσούρισμα βρήκε σε ένα βράχο. Χάνει τον ρυθμό και την όποια ισορροπία του. Πριν προλάβει να μπινελικώσει το βράχο, αντιλαμβάνεται ότι μπορεί να πατήσει πλέον αφού το νερό ήταν περίπου στη μέση του. Η σκέψη ότι δεν θα πεθάνει σήμερα, ότι νίκησε τον Χάρο, ότι τελικά ίσως είναι και σκληροτράχηλος μαχητής σαν τον Τζον Ράμπο, τον έκανε να δει το αίμα στο χέρι του - από το βράχο - αλλά να μην δώσει σημασία. Στηρίζεται στα πόδια του, παίρνει μια βαθιά ανάσα και ξεκινάει να βγει. Έλα όμως που τα πόδια του είναι παγωμένα και δεν μπορούν να κουνηθούν. Το μυαλό δίνει την εντολή, αυτά χαμπάρι…
Με τα δυο του χέρια προσπαθεί μέσα στο νερό να ζεστάνει τα πόδια του, τρίβοντας τα, ενώ ταυτόχρονα ξεπλένει τα αίματα. Με τα πολλά, άρχισε να κουτσοπερπατάει προς τα έξω και μόλις βγήκε εντελώς από το νερό ένα αίσθημα ανακούφισης τον γέμισε. Γλύτωσε από του Χάρου τα δόντια, δεν είναι λίγο. Πριν προλάβει να απόλαυσει αυτό το συναίσθημα άρχισε πάλι να τουρτουρίζει και να ψάχνει να βρει μια πετσέτα να σκουπιστεί.
Αφού τελικά κατάφερε να φέρει το σώμα του σε μια θερμοκρασία ανθρώπινη, γυρίζει δίπλα και λέει:
«-Πως με είδες μωρό μου; Σου είπα ο Μήτσος δεν κωλώνει. Ο Μήτσος δεν μασάει μία!»
«-Α! Βούτηξες;» ρωτάει μια δεσποινίς ετών 30 που κάθεται ανέμελα σε μια ξαπλώστρα πασαλειμμένη με τόνους αντηλιακό.
«-Δεν με ειδές να βουτάω από το βράχο εκεί ψηλά;» ρωτάει ο Μήτσος ενώ αρχίζει να αναρωτιέται αν πήγε να πεθάνει τσάμπα, αφού ότι έκανε το έκανε γι αυτήν.
Του είχε ζαλίσει το κεφάλι με έναν πρώην της που ήταν δεινός κολυμβητής και του άρεσε να βουτά από ψηλά χειμώνα καλοκαίρι. Ο Μήτσος δεινός κολυμβητής δεν ήταν αλλά επειδή γούσταρε τρελά το μωρό ήθελε να της δείξει ποσό καλύτερος ήταν από αυτόν και έκανε κάτι περά από τα όρια του. Έβαλε το μωρό στο διπλοκάμπινο όχημα, γκάζωσε άσχημα στην εθνική και έφτασε σε μια ερημική παραλία που είχε πάει παλιότερα με κάτι φίλους. Όλα ήταν όπως έπρεπε. Δεν υπήρχε ψυχή, δεν χιόνιζε, δεν έβρεχε και ο βράχος που είχε στο μυαλό του ήταν ακόμα στη θέση του.
Σκαρφάλωσε δέκα μετρά ψηλά, Ιανουάριο μήνα με το θερμόμετρο να αγγίζει τους οκτώ βαθμούς και βούτηξε. Εντάξει δεν ήταν και ο ορισμός του ακραίου αλλά ο Μήτσος τα τελευταία πέντε χρόνια έκανε μπάνιο μόνο δεκαπενταύγουστο σε κοντινή παραλία με αμμουδιά και τη θάλασσα να βαθαίνει αφού βαρεθείς.
«-Διάβαζα το περιοδικό μου και δεν σε πρόσεξα. Ήσουν πάνω στο βράχο κανένα μισάωρο και βαρέθηκα να περιμένω μέχρι να βουτήξεις» είπε η δεσποινίς και συνέχισε να διαβάζει το περιοδικό της.
«-Έπρεπε να αυτοσυγκεντρωθώ» είπε ο Μήτσος προσπαθώντας να μεγεθύνει το κατόρθωμα του. «Έπρεπε να δαμάσω το μυαλό μου» - συνέχισε – «να αντιμετωπίσει τις πιο αντίξοες συνθήκες. Ξέρεις ποσό κρύο ήταν το νερό; Τουλάχιστον μείον δέκα βαθμούς…»
«-Τι μου λες;» είπε η δεσποινίς μάλλον αδιάφορα αφού συνέχισε να ξεφυλλίζει το περιοδικό μασώντας τσίχλα.
«-Βεεεεβαια! Λίγοι άνθρωποι μπορούν να αντέξουν τη μάχη της επιβίωσης» είπε ο Μήτσος και φούσκωσε τα στήθη του από περηφάνια.
Για την ακρίβεια ο Μήτσος ήταν γύρω στα σαρανταπέντε λεπτά πάνω στο βράχο προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του ότι μετά από αυτό, όσο μαλάκια κι αν του φαινόταν, το μωρό θα τον ήθελε και θα ξεχνούσε τον πρώην. Ο φόβος του ήταν μεγάλος αλλά το κίνητρο του μεγαλύτερο με αποτέλεσμα να προσευχηθεί πρώτα σε όσους πίστευε ότι θα μπορούσαν να τον σώσουν σε ενδεχόμενο κακό και μετά έκλεισε τα μάτια και με φόρα πήδηξε στα καταγάλανα και παγωμένα νερά.
Ο Μήτσος έκανε την υπέρβαση και περίμενε να πάρει το βραβείο του. Ποιο βραβείο όμως; Η δεσποινίς ήταν εντελώς αδιάφορη γι αυτό του το τόλμημα. Ο Μήτσος μάτωσε, ο Μήτσος πάγωσε, ο Μήτσος έπαθε κράμπα, ο Μήτσος πήγε να πεθάνει και αυτή δεν συγκινήθηκε ούτε στο ελάχιστο. Λίγα λεπτά σιωπής ακολούθησαν με τη θάλασσα να ακούγεται σαν να τον κοροϊδεύει ρυθμικά.
«-Ο Ράμπο μάλλον δεν θα τα κατάφερνε…» είπε τελικά προσπαθώντας να επαναφέρει το θέμα, να καυχηθεί και λίγο μπας και ανεβάσει την γοητεία του στα μάτια της.
«-Χαχαχαχαχαχαχα!» ξέσπασε σε δυνατά γέλια η δεσποινίς που μέχρι εκείνη την ώρα έδειχνε αγέλαστη.
Αμήχανος ο Μήτσος τη παρακολουθεί να γελά με τη ψυχή της και καθώς τον έχει καταγοητεύσει το γέλιο της, η ομορφιά της, το κορμί της, διακρίνει ένα καθαρά ερωτικό βλέμμα στα μάτια της.
«-Ωπα! ΩπαΩπα!» Είπε από μέσα του. Tι βλέμμα είναι αυτό;
Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τον συλλογισμό του η δεσποινίς σηκώνεται και τον πλησιάζει. Μια ακτίνα ήλιου ακολουθεί το κορμί της που έχει απορροφήσει το αντηλιακό και κάθε βήμα που κάνει προς το Μήτσο είναι και ένα ταρακούνημα στη κάρδια του.
Τα χείλια της ακουμπούν τα δικά του και η μαγεία που νιώθει τον έχει παραλύσει και το μόνο που νιώθει είναι τα χείλια του που γεύονται το φιλί της.
«-Κάτι τέτοια μου λες και μου αρέσεις περισσότερο» είπε η δεσποινίς χαμογελώντας πονηρά.
Αυτό ήταν! Ο Μήτσος ένιωσε σαν να τον είχε ακουμπήσει με το μαγικό της ραβδάκι μια ονειρεμένη νεράιδα και τον είχε μεταμορφώσει. Τα μαγούλα του τραβήχτηκαν προς τα πίσω και σχηματίστηκε ένα τεράστιο χαμόγελο. Τα μάτια του λάμπουν από ενέργεια, τα αυτιά του πεταρίζουν από χαρά, το σώμα του φούσκωσε από δύναμη και ταυτόχρονα πήρε και δέκα πόντους μπόι σαν μπόνους.
«-Πάμε; Πείνασα…» είπε η δεσποινίς και ο Μήτσος χωρίς δεύτερη κουβέντα άρχισε να μαζεύει.
Η χαρά του ήταν έκδηλη. Με το ζόρι κρατιόταν και δεν έλεγε πολλά. Έριξε μια τελευταία ματιά, είδε ότι είχαν μαζέψει όλα τα πράγματα και καθώς πήγαινε προς το αμάξι φώναξε:
«-ΠΟΙΟΣ ΡΑΜΠΟ ΡΕΕΕ! ΜΗΤΣΑΡΑΣ! ΜΗΤΣΑΡΑΣ ΦΟΡ ΕΒΕΡ!»
Thouluaga
Ετικέτες: Thouluaga
4 Comments:
Subscribe to:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
pou tha broume kai emeis enan tetoio antra na ta kanei ola? xaxa
tin kalimera mou
εγώ στο κείμενο αυτό του Thouluaga είδα οτι η θέληση για την κατάκτηση του όποιου στόχου, μπορεί να επιτευχθεί ακόμα και με τα πιο παράλογα σχέδια, τα πιο εξωπραγματικά... η θέληση βρίσκεται υπεράνω των περιστάσεων και πάντοτε αξίζει κανείς να προσπαθεί
μηνάς
Esy eisai o Mhtsos anwthen sxoliasth?