Παρασκευή, Φεβρουαρίου 12, 2010

ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ

ΣΚΗΝΙΚΟ: Μαύρο φόντο στο βάθος της σκηνής αναβοσβήνουν φωτιές και συχνά καπνοί πλημμυρίζουν την σκηνή. Στο κέντρο της σκηνής ένα τεράστιο δέντρο του οποίου η κορυφή χάνεται πάνω από το οπτικό πεδίο. Οι θεατές μπορούν να δουν τον τεράστιο κορμό και κάμποσα παράξενα λιπόσαρκα πλάσματα γύρω από το δέντρο, σκαρφαλωμένα το ένα πάνω στο άλλο να προσπαθούν απεγνωσμένα να πελεκήσουν τον τεράστιο κορμό με λογιώ λογιώ εργαλεία: άλλος με τσεκούρι, άλλος με μαχαίρι, άλλος με σφυρί, άλλος με δρεπάνι, άλλος με τα γυμνά του χέρια! Παρά τα παράξενα εργαλεία που χρησιμοποιούν τα γκροτέσκα πλάσματα, ο κορμός του, ασύλληπτου σε μέγεθος, δέντρου έχει υποστεί ανεπανόρθωτες ζημιές. Καίτοι οι επίδοξοι ξυλοκόποι δεν συστηματοποιούν την εργασία τους με αποτέλεσμα ο κορμός να έχει υποστεί θεαματικές ζημιές σε διάφορα ύψη, μία από τις εργασίες τους φαίνεται να έχει αποδώσει τα μάλα και οι θεατές σχηματίζουν την εντύπωση ότι από ώρα σε ώρα το δέντρο θα καταρρεύσει. Σε αυτό συνεπικουρούν και οι χαρακτηριστικοί ήχου, τα τριξίματα του ετοιμόρροπου δέντρου! Πίσω από τον πελώριο κορμό και στα δεξιά της σκηνής οι θεατές μπορούν να αναγνωρίσουν μία σιδερένια πόρτα ανελκυστήρα πάνω από την οποία αναγράφεται ΑΝΩ ΚΟΣΜΟΣ ενώ ένα τόξο δείχνει προς τα πάνω συμπληρώνοντας σημειολογικά την εικόνα.
Ο ιδρώτας στάζει από το πρόσωπο του μαυριδερού πλάσματος που πελεκά με μανία τον τεράστιο κορμό με ένα τσεκούρι. Είναι ντυμένο με κοντό παντελόνι και ένα ξεσκισμένο φανελάκι. Τα αφτιά του είναι τεράστια και τα μάτια του γαλανά και σε μεγάλη απόσταση το ένα από το άλλο. Το πλάσμα είναι σκαρφαλωμένο σε ένα παρόμοιο πλάσμα μικρότερων διαστάσεων πάνω στους ώμους του οποίου, εκτός από τον σύντροφο του, στηρίζεται και ένα δυσαρμονικά μεγάλο κεφάλι. Ο καπνός από τις πυρές της κολάσεως κάνει τα πλάσματα να δακρύζουν.

Το πλάσμα με τα μεγάλα αφτιά κλείνει τα μάτια, τα σφουγγίζει με το χέρι που βαστά το τσεκούρι και κοιτάει κάτω. «Γαμώ την αγανάκτησή μου!» λέει απευθυνόμενο στο κενό και συνεχίζει να πελεκάει με μανία τον τεράστιο κορμό. Στην προσπάθεια του να σταθεροποιηθεί πατάει άτσαλα την κεφάλα του συντρόφου του.
Αυτός εκνευρίζεται δικαιολογημένα. « Μπορείς να πατήσεις λίγο Κάτω Κόσμο; …. (κοιτάει πάνω σκεπάζοντας τα μάτια του με το χέρι) Και μπορείς να μην κάνεις γρέζια? Μου μπαίνουν στα μάτια!»
Ο ΑΥΤΑΔΕΝ ΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ με πρόσωπο κόκκινο από εκνευρισμό και κόπωση κοπανάει με την αμβλεία μεριά του τσεκουριού τον ΚΕΦΑΛΑ
«ΩΧ!!! Τι κάνεις ρε πανηλίθιε;» διαμαρτύρεται ο ΚΕΦΑΛΑΣ.
«Πανηλίθιος είσαι και φαίνεσαι!»
«Έτσι ε; Είμαι ηλίθιος; Ε, γκρεμοτσακίσου λοιπόν να δεις ποιος είναι ηλίθιος!» λέει ο ΚΕΦΑΛΑΣ και τραβιέται από κάτω του.
Ο ΑΥΤΑΔΕΝ ΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ αιωρείται για λίγο, προσπαθώντας να γαντζωθεί από το δέντρο. Δεν τα καταφέρνει. Ενστικτωδώς γραπώνει τον διπλανό πελεκητή κάνοντάς τον να χάσει την ισορροπία του. Αυτός με τη σειρά του προσπαθεί να στηριχτεί στον επόμενο και εντός ολίγου το συνολικό σύμπλεγμα άνω και κάτω πελεκητών γίνεται ένα τουρλουμπούκι στο έδαφος μέσα σε ακατονόμαστες βρισιές και κατάρες που εξαπολύουν τα λιπόσαρκα, μαυριδερά πλάσματα προς κάθε κατεύθυνση.
«Φτου σας ρε!»
«Γαμώτο»
«Τα παΐδια μου άθλιοι!»
«Τι κάνετε ρε ούφα;» φωνάζει ένας καλικάτζαρος από τον σωρό.
«Ποιον είπες μούφα ρε βλαμμένε;» αναρωτιέται ένας άλλος.
«Ποιον είπες βλαμμένο ρε;» είπε ένας ψηλός καλικάτζαρος που τον φώναζαν ΑΕΙΣΤΟΓΕΡΟΔΙΑΟΛΟ και σηκώθηκε έτοιμος για καβγά.
«Τι είναι η μούφα» απόρησε ένας τέταρτος καλικάτζαρος
«ΑειΣτοΓεροΔιάολο!»
«Με φώναξες ρε για με έβρισες;»
«Σε έβρισα ρε!»
«Καλά το κατάλαβα!»
«Ναι ρε, ποιον είπες βλαμμένο;» είπε ένας άλλος.
«Εσένα ρε!» είπε ένας τρίτος από τον σωρό
«Εμένα ρε; Ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε;»
«Ποιος είσαι ρε;»
«Αυτός που θα σε πλακώσει ρε!»
«Σοβαρά; Για τόλμα»
«Κάτσε να σηκωθώ ρε και θα δεις…»
«Για σήκω…»
Οι δύο καλικάτζαροι πέφτουν ο ένας στο άλλο κυλιούνται στο πάτωμα, ο ένας προσπαθεί να πιάσει κεφαλοκλείδωμα τον άλλο. Ο ΑΕΙΣΤΟ ΓΕΡΟΔΙΑΟΛΟ τα καταφέρνει.
«Ρε χαμένε. Κεφαλοκλείδωμα, δεν είναι δίκιο ρε»
«Παραδίνεσαι ρε;»
«Όχι ρε, δεν παραδίνομαι»
«Άστον ρε βλαμμένε! Μιας τσεκουριάς δουλειά απόμεινε. Μόνος μου το έριξα το δέντρο!» είπε ο ΑΥΤΑΔΕΝ ΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ και έδειξε το ετοιμόρροπο δέντρο στους συντρόφους του που πλακώνονται.
«Είδες! Εσένα είπε βλαμμένο!»
«Εμένα ρε είπες βλαμμένο;» είπε ο ψηλός καλικάτζαρος που τον φώναζαν ΑΕΙΣΤΟΓΕΡΟΔΙΑΟΛΟ και παράτησε το κεφαλοκλείδωμα. Σηκώθηκε. «Θα σε σκοτώσω ρε!» είπε στον ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΑΦΤΙΑ
«Θα μου κλάσεις δύο μάντρες ρε μπουμπούνα!»
«Θα δώσω ρε τα αφτιά σου να τυλάνε σουβλάκια»
«Λίγα με τα αφτιά μου»
«Γιατί ρε, τι θα κάνεις;»
«Γιατί έχω καιρό να βατέψω…»
«Μπα;»
«Μπου!»
«Άσφαιρα ρε;»
«Για πρόκαμε και θα ιδείς!»
«Άντε ρε μαμούχαλε»
Τι λες ρε Κοσκινοφουσκίτσα»
«Σκατά στο κεφάλι σου ρε»
«Σκατά στα κοντοβράκια σου ρε»
«Άντε ρε… Άνθρωπε» προσέβαλε τον ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ ο ΑΕΙΣΤΟΓΕΡΟΔΙΑΟΛΟ
«Τι είπες ρε; Εμένα είπες άνθρωπε; Για ξαναπέστο…»
«Ναι ρε, εσένα είπα. Άνθρωπε άνθρωπε άνθρωπε!»
«Ποιον είπε άνθρωπο ο ξευτίλας;» πετάχτηκε ο ΚΕΦΑΛΑΣ που παρακολουθούσε την λεκτική διαμάχη έτοιμος να πάρει το μέρος του ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ.
«Γαμώ τα αφτιά σου τα πέτσινα τα καλοκαιρινά!» είπε ο ΑΕΙΣΤΟΓΕΡΟΔΙΑΟΛΟ
«Τι είπες ρε για τα αφτιά μου;»
Μέσα σε βρισιές και κατάρες οι καλικάτζαροι έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλο χωρίς να έχουν απόλυτη συνείδηση ποιον καταχερίζουν αν αυτός με τον οποίο πλακώνονται είναι αυτός με το οποίο είχαν διαφωνήσει ή ένας τρίτος καλικάτζαρος. Στην κλοτσοπατινάδα μπαίνουν όλοι ακόμα και αυτοί που δεν είχαν διαφωνήσει ή παρεξηγηθεί με κανένα.
«Θα σε σκοτώσω ρε!»
«Θα σου φάω την σπλήνα ρε!»
«Θα σου αφαιρέσω την σκουληκωειδή απόφυση ρε!»
«Θα σε βγάλω σε σύνταξη με κυβέρνηση Γιωργάκη Παπανδρέου ρε!»
«Θα σου βγάλω το μάτι ρε!»
«Αντίπιστε!»
«Τι είναι Αντίπιστε;»
«ΑειΣτοΓέροΔιάολο»
«Με φώναξες ρε για με έβρισες;»
«Σε έβρισα ρε!»
Και ενώ οι διόλου βαθυστόχαστοι διάλογοι διαμείβονται μεταξύ των καλικατζάρων ακούγεται μια φωνή από τα παρασκήνια. «ΑΚΟΥΣΑΤΕ ΑΚΟΥΣΑΤΕ». Οι καλικάτζαροι δεν δίνουν σημασία «ΑΚΟΥΣΑΤΕ ΑΚΟΥΣΑΤΕ» επαναλαμβάνει πλησιάζοντας η φωνή.
Ο ντελάλης, ένας μετρίου αναστήματος μεσήλικας με μουστάκι και κοιλιά μπαίνει στην σκηνή και αφού ρίχνει μια αδιάφορη ως περιφρονητική ματιά στους καλικάτζαρους και κοιτάει με ανησυχαστικό βλέμμα το τσεκουρεμένο δέντρο συνεχίζει «Ακούσατε, Ακούσατε»
Οι καλικάτζαροι σταματάνε τον καβγά τους αλλά δεν μπαίνουν στον κόπο να σηκωθούν.
«Ακούσαμε ρε, που να σου πάρει ο διάολος τον πατέρα, αλλά τι;» ρωτάει ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ
«Ναι ρε, τι;» συνδράμει ο ΑΕΙΣΤΟΓΕΡΟΔΙΑΟΛΟ που βρίσκεται από κάτω του.
«ΑΚΟΥΣΑΤΕ ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ΣΗΜΕΡΟΝ ΤΗΝ 25Η ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ ΕΓΕΝΝΗΘΗ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ. Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΛΕΓΩ! ΑΚΟΥΣΑΤΕ ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΕΓΕΝΝΗΘΕΙ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΒΡΕΦΟΣ! ΑΚΟΥΣΑΤΕ ΑΚΟΥΣΑΤΕ….»
«Μα ξεκούφανες! Μπάσταρδε!» είπε ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ
«ΑΚΟΥΣΑΤΕ ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ΣΗΜΕΡΟΝ ΤΗΝ 25Η ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ ΕΓΕΝΝΗΘΗ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ. Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΛΕΓΩ! ΑΚΟΥΣΑΤΕ ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΕΓΕΝΝΗΘΕΙ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΒΡΕΦΟΣ! ΑΚΟΥΣΑΤΕ ΑΚΟΥΣΑΤΕ….»

Οι καλικάτζαροι σηκώνονται, καμώνονται πως ξεσκονίζονται και τόνοι σκόνες πετάγονται από τα ρούχα τους, ξεσκονίζουν ο ένας τον άλλο κάνουν τάχα πως δένουν τις γραβάτες και σιάχνουν την γραμμή του πανταλονιού τους, κάνουν τάχα πως κοιτιόνται σε αόρατους καθρέπτες.
«Μια χαρά σε βρίσκω! Εγώ πως είμαι;»
«Τέλειος!»
«Σίγουρα;»
«Βέβαια! Καλύτερα δεν γίνεται!»
Ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΙ ΑΦΤΙΑ κοιτάει τον ντελάλη που απομακρύνεται μαζί με τον ήχο της φωνής του και χάνεται από την άλλη μεριά της σκηνής
Ο ΚΕΦΑΛΑΣ τον περιμένει ενώ οι καλικάτζαροι συνωστίζονται μπροστά στην πόρτα του ανελκυστήρα, στην δεξιά μεριά της σκηνής. Πάνω από τον ανελκυστήρα γράφει με μεγάλα γράμματα ΑΝΩ ΚΟΣΜΟΣ!
Και ενώ οι καλικάτζαροι μπαίνουν ανά ομάδες στο μεγάλο μαλώνοντας ποιος θα πρωτομπεί στον ανελκυστήρα οι δύο φίλοι απομένουν μονάχοι στην σκηνή. Ο ΑΥΤΑΔΕΝ ΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ κοιτάει ακόμα προς την κατεύθυνση που εξαφανίστηκε ο ντελάλης
«Πάμε και εμείς;» του λέει ο ΚΕΦΑΛΑΣ και τον πιάνει από τον ώμο.
«Πού πάμε;»
«Δεν άκουσες; Εγεννήθει ο Χριστός. Πάμε να δούμε»
«Γιατί;»
«Τι γιατί; Άκουσες; Δεν άκουσες;»
«Άκουσα βρε μπούφο (και απευθυνόμενος στους θεατές) και κάτι μέσα μου με υποκινεί να πάω να δω! Αλλά γιατί;»
«Επειδή!»
«Α! Εντάξει! ‘Άμα είναι επειδή…. Να πάμε… Αλλά, για το όνομα του Βελζεβούλη», δείχνει το πετσοκομμένο δέντρο, «μια τσεκουριά απόμεινε! Κοίτα μωρέ, μια τσεκουριά και θα ‘ρθουνε τα απάνω ακάτω!»
«Εγώ πάντως φεύγω» λέει ο ΚΕΦΑΛΑΣ αδιάφορος για τις αιτιάσεις του φίλου του. Κατευθύνεται προς τον ανελκυστήρα και πατάει κλήση. Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει μέσα. Ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ αφού κοιτά λυπημένα για τελευταία φορά το δέντρο τρέχει ξωπίσω του.
«Ομπρός, για τον άνω κόσμο» λέει ενθουσιασμένος ο ΚΕΦΑΛΑΣ και η πόρτα του ανελκυστήρα κλείνει.

ΤΕΛΟΣ ΠΡΑΞΗΣ ΠΡΩΤΗΣ



ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

ΣΚΗΝΙΚΟ: Εξοχή, δέντρα θάμνοι ένα ρυάκι διασχίζει την σκηνή, πρόβατα και αγελάδες βόσκουν αμέριμνα ενώ στην αριστερή άκρη της σκηνής έξω από ένα μητάτο ένας χωριάτης μουστακαλής με ψαρά μαλλιά και ντυμένος με πατατούκα, χοντρά χειροποίητα παπούτσια και καβουράκι σουβλίζει ένα μικρό γουρουνόπουλο.
Οι καλικάτζαροι ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ και ΚΕΦΑΛΑΣ λιπόσαρκοι, μαύροι και άραχλοι μπαίνουν από το δεξιό άκρο της σκηνής κάνοντας κωλοτούμπες, βαρώντας τα πόδια τους στον αγέρα, σπρώχνουν και πειράζουν ο ένας τον άλλο σαν χάρτινες φιγούρες που ο καραγκιοζοπαίχτης έχει χάσει τον έλεγχο.

«Γιούπι» λέει ο κεφάλας
«Ούρα»
«Μούρα;»
«Όχι Μούρα, ούρα»
«Α!»
«Κιούπι;»
«Όχι κιούπι βρε, γιούπι!»
«Α! Γιούπι. Ναι Γιούπιιιιι!» συναινεί ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ
Ο ΚΕΦΑΛΑΣ σταματάει τα χοροπηδητά προτείνει την μύτη του σα λαγωνικό και την συστρέφει 180 μοίρες. «Ρε! Ωρε. Ρε συ. Κάτι μυρίζει εδώ. Κάτι μυρίζει θαυμαστά!»
«Ώχου η μυτόγκα μου, το μυρίζω και εγώ βρε. Κάτσε να δεις, την θυμάμαι αυτή την μυρουδιά. Γουρουνόπουλο!»
Πιάνονται αγκαλιά, χοροπηδούν και φωνάζουν ρυθμικά «Γου-Ρου-νόπουλο, Γου-ρου-νόπουλο!»
Και πάλι «Γου-Ρου-νόπουλο, Γου-ρου-νόπουλο!»
Ο χωριάτης στρέφεται προς το μέρος των ξωτικών, γουρλώνει τα μάτια του από την τρομάρα αλλά σύντομα ανακτά την ψυχραιμία του. Το χωριό απέχει περισσότερα από πέντε χιλιόμετρα από την στάνη, ακόμα και αν προσπαθούσε να διαφύγει δεν θα είχε καμία ελπίδα, γέρος άνθρωπος ενάντια δε δύο γοργοπόδαρους καλικατζάρους. Αποφασίζει να παραστήσει τον αδιάφορο, άλλωστε έχει κι εκείνος τα μυστικά του όπλα!
Οι καλικάτζαροι τον πλησιάζουν χοροπηδώντας και πάντα φωνάζοντας ρυθμικά «Γου-Ρου-νόπουλο, Γου-ρου-νόπουλο!»
«Ε, μάστορα» τον φωνάζει ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ μόλις σιμώνουν την φωθιά.
Ο χωρικός δεν δίνει σημασία σα να μην άκουσε τίποτα και συνεχίζει να γυρίζει την σούβλα
«Σε κουφάλογο πέσαμε!» λέει ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ στον ΚΕΦΑΛΑ
Οι καλικάτζαροι στέκονται αλύγιστοι μπροστά στον χωρικό κάνοντας χειρονομίες μπροστά στο οπτικό του πεδίο. «ΜΑΣΤΟΡΑΑΑΑΑΑ!»
Ο χωρικός συνεχίζει να παρασταίνει τον ζαβό «Ποιος είναι ετού; Ήκουσα κάτι!»
Ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ μιμείται κοροϊδευτικά την προφορά του «Εδώ καλέ. Μπρουστά σου. Δεν μας ηκούς που σε ηκούμε; Δε μας θωρείς που σε θωρούμε;»
Επιτέλους ο χωρικός σηκώνει τα μάτια του. «Μνησθητί μου Κύριε!», κάνει τον σταυρό του «Τι είστε εσείς; Διαβόλοι; Άμετε από κει που ρθατε! Μνήσθητί μου Κύριε!» επανέλαβε και συνέχισε να γυρίζει την σούβλα
Η επίκληση του Κυρίου από τον χωρικό προκαλεί ρίγη στους καλικατζάρους που κλείνουν τα αφτιά τους.
«Λες να αρχίσει τα πατερημά;» ρωτάει έντρομος ο ΚΕΦΑΛΑΣ
«Ε; Κι άμα αρχίσει; Σου φαίνεται για τραγόπαπας;»
«Πιο σιγά, θα μας ακούσει;»
«Σιγά μη μας ακούσει το κουφάλογο!». Ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ κάνει τα χέρια του χωνί και φωνάζει στον χωρικό «Δεν είμαστε διαβόλοι στραβούλιακα! Δεν θωρείς;»
Ο ΚΕΦΑΛΑΣ τον μιμείται «Ούτε τριβόλοι είμαστε, ζωντόβολο!»
«Δεν είσαστε διαβόλοι το λοιπό… Και ίντα θέλετε τότενες;»
«Να κόψουμε μια βουκίτσα γουρουνόπουλο μπάρμπα. Μια βουκίτσα» ψευτοπαρακαλάει ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ
«Ναι, μια βουκίτσα Μπαρμπότσαλε! Μια βουκίτσα, να τόσο δα μικρούλα» λέει ο κεφάλας και δείχνει με τα χέρια ένα μέγεθος που ολοένα μεγαλώνει. «Σιχάθηκα τις Βαθράκοι!»
«Σκάσε ρε!» τον επαναφέρει στην τάξη ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ
«Μια βουκίτσα μπάρμπα!»
«Μια βουκίτσα!»
«Να με συμπαθάει η χάρη σας μα το γουρουνόπουλο είναι για την φαμελιά μου! Εννέα νοματαίοι. Θα σας έδωνα μα δε φτάνει» λέει ο χωρικός συνεχίζοντας να γυρίζει τη σούβλα.
«Αυτή η μυρωδιά με έχει βαρέσει στη μύτη» λέει ο ΚΕΦΑΛΑΣ. «θα βουτήξω»
«Δώσε μας λίγο γουρουνόπουλο μπάρμπα» παρακαλεί ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ και έπειτα αλλάζοντας απότομα ύφος «Μη σε κλωτσήσω στον κώλο»
«Ε! Που να σας πάρει και να σας σηκώσει» αγριεύει ο χωρικός
«Μας πήρε και μας σήκωσε βλαμμένε. Τούρλωσε τον κώλο σου να σε κλωτσήσομε. Τι κάθεσαι;», απευθυνόμενος στον ΚΕΦΑΛΑ, «Δώστου μια στον κώλο!»
«Είναι καθιστός! Άμα δε μας δίνει να φάμε θα το μαγαρίσουμε. Θα βγάλω τώρα τη μαλαπέρδα μου και θα δεις μπαρμπότσαλε» λέει ο κεφάλας και κάνει να ξεκουμπώσει το κοντοβράκι του.
«Όχι ρε μπουμπουνοκέφαλε!»
«Ποιον είπες μπουμπουνοκέφαλε ρε;»
«Εσένα βρε μπουμπούνα! Άμα το μαγαρίσεις, πώς θα φάμε το λαχταριστό γουρουνόπουλο;»
«Αφού δε μας δίνει!»
«Θα μας δώσει! Κλώτσα τον στο καλάμι!»
«Κλώτσα τον εσύ»
«Εσύ κλώτσα τον»
«Γιατί εγώ;»
«Και γιατί όχι;»
«Και γιατί ναι;»
Εντωμεταξύ, και ενώ διαμειβόταν ο διάλογος μεταξύ των καλικατζάρων ο άνθρωπος που είχε παντελώς αγνοηθεί σηκώθηκε και αντικρίζοντας πλέον στα ίσα τους καλικατζάρους που μαλώνανε είπε
«Με συγχωρεί η αφεντιά σας κακομούτσουνοι κύριοι που δεν είστε διαβόλοι και τριβόλοι. Μπορώ να πηγαίνω εγώ;»
«Τι είπε το μορμολύκειο;» απευθύνθηκε στον ΚΕΦΑΛΑ ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ
«Σε είπε κακομούτσουνο!»
«Όχι εμένα, εσένα είπε!»
«Θα του φάγω τον κόκκυγα!»
«Θα του χώσω την πατούσα μου στον κώλο!»
«Θα του δαγκώσω τη γάμπα!»
«Θα του κόψω το λαρύγγι!»
«Συμπαθάτε με διαόλοι μα προτού με κακοποιήσετε σάμπως τα λέτε αναμεταξύ σας έχω κατιτίς για σας!» είπε ο χωρικός διακόπτοντας τις απειλές.
«Βγάλε γρήγορα τα μανταλάκια», προέτρεψε τον ΚΕΦΑΛΑ ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΑΦΤΙΑ, «Πάλι σκόρδο! Πάλι σκόρδο…» παραπονέθηκε
Οι δύο καλικάτζαροι έβγαλαν δύο μανταλάκια από τα παντελονάκια τους και τα εφάρμοσαν στην μύτη.
«Άντε Κακοχυμένε, βγάλτα σκόρδα!» είπε ο ΚΕΦΑΛΑΣ
«Δεν έχω σκόρδα καλέ» είπε ο γέροντας γελώντας.
«Κι αμά! Τι έχεις μπάσταρδε, βρωμύλο;» ρώτησε άγρια ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΑΦΤΙΑ.
«Ναι ρε, τι έχεις;» ρώτησε και ο ΚΕΦΑΛΑΣ
«Να! Έχω τούτο δω για σένα», έβγαλε ένα μικρό κόσκινο από τον ντουρά του και το έδωσε στον ΚΕΦΑΛΑ, «και ετούτο εδώ για σένα!», ξετρύπωσε ένα μεγαλύτερο και το έδωσε στον ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΑΦΤΙΑ.
«Όχι ρε πούστη! Πάλι κόσκινο!» σχολίασε απηυδισμένος ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΑΦΤΙΑ.
«Ω! Ένα κόσκινο!!» θαύμασε ο ΚΕΦΑΛΑΣ και έπειτα κοίταξε με φθόνο το κόσκινο του συντρόφου του. «Θέλω το μεγάλο» είπε.
«Αποκλείεται!»
«Θέλω τα μεγάλο είπα!»
«Αφού δε μετράς πάνω από το δύο βρε μαχλέπα!»
«Γιατί εσύ μετράς; Θέλω το μεγάλο είπα! Το μεγάλο, το μεγάλο, το μεγάλο!»
«Ε, πάρτο!» είπε ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΑΦΤΙΑ και του το φόρεσε καπέλο.
«Γκρρ. Θα σε πλακώσω ρε!», έβγαλε το κόσκινο από το κεφάλι κοίταξε διαδοχικά το κόσκινο και τον ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΑΦΤΙΑ. Και άρχισε να μετράει τα δύο πρώτα τετραγωνάκια στην πάνω αριστερή γωνία δείχνοντάς τα με το δάκτυλο «Ένα-δύο, ένα-δύο, ένα-δύο….»
«Είσαι ντιπ χαζός!», παρατήρησε ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΑΦΤΙΑ. «Πώς θα μετρήσει το κόσκινο άμα μετράς τα δύο πρώτα τετραγωνάκια συνέχεια;»
«Σκάσε! Ένα-δύο, ένα-δύο, ένα-δύο…. Γιατί εσύ πώς θα το μετρήσεις;»
«Να ρε βλάκα, κοίτα: ένα-δύο-τέσσερα-πέντε-έξι-επτά-οκτώ-εννιά-δέκα-ένδεκα-δώδεκα-δεκατέσσερα»
«Σαν κάτι να ξεχνάς! Μετά το δυο και πριν το τέσσερα είναι κάτι»
«Άντε ρε! Μήπως είναι το δυόμισι ή το τεσσαρόπαρα ή μήπως το άλλο… το άλλο ντε, άντε πες το να πας στο κακό το κατευόδιο»
«Και πώς θα μετρήσεις σωστά δίχως το άλλο βρε μπακλαβοκάστανο;»
«Ωχ! Τι είναι πάλι τούτο; Μπακλαβοκάστανο! Ανάθεμα κι αν το χω ξαναματακούσει!»
Άξαφνα ο ΚΕΦΑΛΑΣ παρατηρεί ότι στο εντωμεταξύ ο γέρος χωρικός έχει πάρει διακριτικά το γουρουνόπουλο και έχει γίνει λαγός.
«Βρε συ», λέει, «Πού είναι ο βλαμμένος;»
«Ωχού! Μας την έκανε ο μπαγάσας!»
«Βρε τον τραγότσαλο!»
«Τον σαμιαμιδοβρωμυλοσκατουλογέρα!»
«Τον σαρδαναπαλοσκατουλοτσελιγκομέρμυγκα!»
«Ρε τον φουσκοσκουκηκομερμηγκότρυπα!»
«Ρε τον… Άμα πια, αυτή τη δουλειά θα κάνουμε; Σκάσε και μέτρα!» απηύδησε ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ.
«Ένα-δύο, ένα-δύο, ένα-δύο……»
«ένα-δύο-τέσσερα-πέντε-έξι-επτά-οκτώ-εννιά-δέκα-ένδεκα-δώδεκα-δεκατέσσερα……»


Τα φώτα της σκηνής σβήνουν και ξανανάβουν μετά από λίγο…..

Οι δύο καλικάτζαροι μετρούν ακόμα.
«Πώς τα βλέπεις τα πράγματα;» ρωτά ο ΑΥΤΑΔΕΝΕΙΝΑΙΑΦΤΙΑ τον ΚΕΦΑΛΑ
«Ένα-δύο, ένα-δύο… Τετραγωνικά! Γιατί;»
«Γιατί τελείωσα το μέτρημα!»
«ΆστοΓέρο-Διάολο!»
«Πούντος;»
«Όχι σε έστειλα στον διάολο»
«Α! Εντάξει. Σοβαρά τελείωσα. Πέντε χιλιάδες εκατόν δέκα έξι. Κουκιά μετρημένα.»
«Άσε ρε. Κι αυτά που λείπουν;»
«Α ρε μπουμπούνα. Κάθε δεκάδα βγάνω ένα, εμέτρησα πεντακόσιες δώδεκα δεκάδες, πέντε χιλιάδες εκατόν δέκα έξι μείον πεντακόσα δώδεκα ισούται με τέσσαρες χιλιάδες οκτακόσα τέσσερα τετραγωνάκια! Άρπα τη! Εσύ που είσαι;»
«Στο δύο. Καλά πάω;» ρώτησε ο ΚΕΦΑΛΑΣ.
«Μια χαρούλα. Τελειώνεις…. Τον παρεπόμενο αιώνα. Χέστα..» του πήρε το κόσκινο από τα χέρια.
«Μα;» διαμαρτυρήθηκε ο ΚΕΦΑΛΑΣ.
«Δεν έχει μα! Δεν βλέπεις ό,τι βλέπω;»
«Πού πού πού;»
«Να εκεί» του έδειξε προς το ποταμάκι. «Εκείδα, μια προβατίνα, χάρμα ιδέσθαι! Με βλεφαριάζει!»
«Εκπάγλου καλλονής! Θα με συστήσεις στη φίλη της;»
«Εγγυημένα πράγματα.»
Οι δύο καλικάτζαροι κινούνται προς τις προβατίνες. Αυτές τρέχουν και συστρέφονται προσπαθώντας να τους αποφύγουν αλλά δεν την γλιτώνουν και οι δύο καλικάτζαροι τις καβαλάνε
«Ντέι ντέι» κάνουν οι καλικάτζαροι και ταυτόχρονα με την καβαλαρία τσιμπούν και μερικά από τα τσιμπούρια σα να ήταν ξηροί καρποί
«Μεεε» διαμαρτύρονται με τραγικές οιμωγές οι προβατίνες
«Ντέι ντέι» αλαλάζουν οι καλικάτζαροι «Νόστιμα τσιμπούρια ε;»
«Μα την αλήθεια!»
«Μεεε» διαμαρτύρονται πιο ξεψυχισμένα οι προβατίνες ώσπου πέφτουν κατάχαμα.
«Ψοφήσανε;» ρωτάει ο ΚΕΦΑΛΑΣ
«Μπα. Κοιμηθήκανε από την φχαρίστησή τους. Δες πως μας κοιτούν οι αγελάδες. Ζηλέψανε. Πάμε να τις βατέψουμε;»
«Βαριέμαι μωρέ!»
«Έλα βρε μπουμπούνα, ψυχικό θα κάνεις. Ξέρεις τι είναι να σε βατεύουν βόδια;»
«Μα δεν έχουν ωραίο τρίχωμα. Ούτε τσιμπούρια.»
«Ναι αλλά μουγκανίζουν υπέροχα. Κοίτα αυτά τα υπέροχα αγελαδινά μάτια. Αμόλα!»

ΤΕΛΟΣ Β ΠΡΑΞΗΣ

Από την κλειστή αυλαία ακούμε τα μουγκανητά διαμαρτυρίας των αγελάδων ώσπου παύουν οριστικά και ο γδούπος του σώματος των τεράστιων ζώων συμπληρώνει την εικόνα.