Σάββατο, Νοεμβρίου 17, 2007
Τον γνώρισα στις 22 Αυγούστο του 2006. Ηταν γεμάτος αίματα. Τον κρατούσαν σφιχτά απο τη μέση και τον σήκωναν ψηλά στον αέρα. Αυτός φώναζε και έκλαιγε απαρηγόρητα. Φαινόταν ότι πονούσε και υπέφερε πολύ. Με μεγάλη δυσκολία μπορούσε να αναπνεύσει. Δεν μπόρεσα να τον βοηθησω. Τον μετέφεραν αιμόφυρτο σε άλλο δωμάτιο. Τον έχασα. Εκανα πολύ να τον ξαναδώ. Τον εβαλαν σε ένα μεγάλο δωμάτιο και τον έδεσαν σε ένα γυάλινο πάγκο. Δεν ήταν πια μόνος του. Υπήρχαν δεμένοι δεκάδες ομοιοί του. Τους είχαν τρυπίσει το κεφάλι. Από μια μικρή οπή διοχέτευαν με τη βοήθεια μιας σωλήνας ένα κόκκινο υγρό. Οι κινήσεις τους ήταν υποτυπώδεις, φώναζαν σπαραχτικά. Κάποιος με γάντια ερχόταν αμέσως και τους έβαζε κάτι στο στόμα με το ζόρι. Ηρεμούσαν. Όλοι ήταν ίδιοι εκεί μέσα. Ολοι ξάπλωμένοι στους γυάλινους πάγκους σχεδόν ακίνητοι, ανέμεναν στωικά να υλοποηθεί το προδιαγεγραμμένο μέλλον τους. Η αγωνία της επιβίωσης ήταν ζωγραφισμένη στα σταφιδιασμένα πρόσωπά τους.
Πέρασαν δέκα μήνες απο εκείνη την οδυνηρή πρώτη μας συνάντηση που χαράκτηκε στη μνήμη μου για πάντα. Χάρηκε που με είδε. Mου χαμογέλασε με ένα τεράστιο πηγαίο χαμόγελο. Τα μάτια του έλαμψαν. Ενα εκτυφλωτικό φως με διαπέρασε. Ηταν αυτός. Δεν έμοιαζε πολύ αλλά είμαι συγουρος ήταν αυτός. Η όψη του είχε αλλάξει. Η πληγή του είχε επουλωθεί. Δεν μπορούσε να μηλήσει τη γλώσσα μας. Ισως μόνο δυο ή τρεις λέξεις. Μου μίλησε στη δική του γλώσσα. Μου χαμογέλασε ξανά. Δεν μπόρεσα να καταλάβω τίποτα. Δεν μπορούσε να περπατήσει. Τον μετέφεραν σε ένα καροτσάκι. Εκεί που ζούσε πριν, δεν χρειαζόταν να περπατάει. Το μόνο που είχε καταφέρει ήταν να ισορροπεί όρθιος για λίγα δευτερόλεπτα και μετά να πέφτει. Αν και δεν είχε μετατραπεί ακόμη σε ένα ολοκληρωμένο άνθρωπο είχε το χάρισμα. Καθε γυναίκα που διασταυρωνόταν στο διαβα του τον κοιτούσε και του χαμογελούσε. Αυτός ανταποκρινόταν με ακόμη μεγαλύτερο χαμόγελο. Δεν μπορούσε καν να περπατήσει, δεν μπορούσε να μιλήσει. Ηταν ατελής σε κάθε σωματική και λειτουργική του δραστηριότητα. Μου χαμογέλασε. Αρχισα να σπρώχνω το καροτσάκι του. Κατα διαστήματα γυρνούσε το κεφάλι του και με κοίταγε με τα χαρούμενα, τεράστια μάτια του. Μετά από μια διαδρομή δέκα λεπτών φθάσαμε. Ολα ήταν ήσυχα. Εκείνος καθόταν σχεδόν σιωπηλός στο καροτσάκι του. Μια κοπέλα μας πλησίασε. Δεν τον είχε δεί. Εκείνος γύρισε το κεφάλι του και την κοίταξε στα μάτια με ένα βαθύ, απλό, αθώο, καθαρό βλέμμα που συνοδευόταν απο ένα πλατύ χαμόγελο. Εκείνη ήρθε ευθύς μπροστά του και ξεχνώντας το λόγο που μας είχε πλησιάσει αναφώνησε ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ, ΠΟΣΟ ΣΕ ΑΓΑΠΩ. Τον αγκάλιασε, τον φίλησε. Ήταν ολοκληρωτηκά δοσμένη σε αυτόν. Ήρθε και άλλη κοπέλα Μαγεύτηκε και εκείνη. Άρχισε να του μιλά και εκείνη. Το πρόσωπό της είχε γίνει πολύ γλυκό. Παρατηρούσα αμήχανος. Μια ηλικιωμενη γυναικα προστέθηκε στην συντροφιά μας. Ήταν περίπου εξήντα χρονών και κακοδιατηρημένη. Κατακτήθηκε και εκείνη. Το καθημερινό πλάνο μιας συνηθισμένης σκηνής μετουσιώθηκε σε ένα διονυσιακό χωρό. Σε ένα μικρό σατυρικό όργιο. Οι τρεις κοπέλες σα μαριονέτες στα μαγικά αόρατα χέρια του χόρευαν γύρω του. Σαν να μιλούσαν πιά και οι τέσσερεις τη δική τους ερωτική γλώσσα σαν να συνουσιάζονταν χωρίς να έρχονται σε σαρκική επαφή. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι έλεγαν. Αυτός δεν χαμογελούσε απλά όπως πρίν. Συμετείχε με έναν άλλο τρόπο στο όργιο ,υπερφυσικό και εξωγήινο. Το πρόσωπό του και το καθηλωμένο στο καροτσάκι κορμί του ακτινοβολούσαν μια ασυνήθιστη ενέργεια. Νόμιζα ότι θα εκρηγνυόταν και θα μετατρέποταν σε άπειρα ερωτικά σωματίδια που θα γέμιζαν όλο το σύμπαν. Σε μία στιγμή όλα σταμάτησαν. Ο ερωτισμός χάθηκε. Μια μικρή μόνο ένταση αιωρήθηκε γύρω τους. Ο ερωτισμός εκτονώθηκε. Ήμουν παρόν σε μια εξω-ανθρώπινη ερωτική συνεύρση. Φαινόταν λίγο εκνευρισμένος και κουρασμένος αρχισε να κλαίει. Έπρεπε να τον επιστρέψω σε αυτούς. Τον ξαναείδα δυο μήνες μετά. Θα έκλεινε τους έντεκα μήνες εν ζωή. Εγώ τον βάπτισα. Ηταν ακόμη ένα μωρό που θα μετουσιωνόταν σε ένα ολοκληρωμένο τέλειο άνθρωπο. Θα γινόταν σαν και εμάς, τέλειος.
Ετικέτες: Αλέξανδρος Βιτζηλαίος, Διηγήματα