Κυριακή, Δεκεμβρίου 09, 2007
Αναρωτήθηκα ποιές από τις τρύπιες μου κάλτσες να φορέσω και στο λεωφορείο οι παππούδες στέκονταν όρθιοι οικειοθελώς αφήνοντας τις θέσεις ολόγυρα μου άδειες.
Οι άνθρωποι στα διπλανά αυτοκίνητα αγκαλιάζονταν και οι σκύλοι τους με κοίταζαν επίμονα μέσα στα μάτια από το πίσω παράθυρο.
Εχασα το δρόμο για το γραφείο και βρέθηκα στην παραλία.
Συνομίλησα λίγο μ έναν γλάρο για τα συνδικαλιστικά τους.
Τον συμβούλεψα να μην παίρνει τα πράγματα τόσο στα σοβαρά.
Ο διπλανός μου στο καφέ ήταν πολύ ευγενικός. Το ίδιο και η σερβιτόρα.
Μου χαμογελούσαν που και που.
Το απόγευμα δεν χρειάστηκε να γυρίσω σπίτι.
Θα το ήθελα αλλά είχα ξεχάσει που μένω.
Εφαγα κάστανα από το δρόμο και φύσηξα τη μύτη μου που έτρεχε δάκρυα
και η μύτη μου μου είπε "Έίναι η τελευταία φορά που παράγω δάκρυα γι αυτόν". Τη συμβούλεψα να μην είναι τόσο απόλυτη όμως μέσα μου ευχήθηκα αυτό να ήταν αλήθεια.
Στο δρόμο συνάντησα έναν καλόγερο που το αυχενικό του τον ανάγκαζε να κοιτάζει μόνο το έδαφος.
Οταν αντίκρισε τα παπούτσια μου μου είπε:" Μικρή μου η θρησκεία δεν έχει να κάνει με την πάλη του καλού με το κακό αλλά με το πόσο καθαρά κρατάς τα παπούτσια σου"
Χαμογέλασα μα δεν με είδε.
Ο δρόμος ήταν διάσπαρτος με κόκκινες πιπερίτσες αντί για αποτσίγαρα.
Ενα μεγάλο φύλλο από πλατάνι είχε τρυπηθεί πέφτοντας πάνω σε ένα θάμνο. Το γυμνό κλαδί του διαπερνούσε το φύλλο πέρα ως πέρα. Ω, τη ωμή βία, σκέφτηκα και απέστρεψα το βλέμμα ηττημένη .
Και κει που η νύχτα μεγάλωνε είδα ένα ουράνιο τόξο
και το ακολούθησα
γιατί δεν είχα και τι άλλο να κάνω.
Ετικέτες: Διηγήματα, Μίνα Γκρέκα
minas