Παρασκευή, Φεβρουαρίου 13, 2009
Όταν ο Γκρέγκορ Σάμσα ξύπνησε ένα πρωί, βρήκε το στόμα του θεόστεγνο, το κεφάλι του γεμάτο σίδερα και κάτι σαν ναυτία που ξεκινούσε από κάτω -ήταν εντελώς μουνί, το χειρότερο πρωινό της ζωής του- έπειτα πήγε στο μπάνιο, κοίταξε τον καθρέφτη και κατάλαβε πως ήταν αλήθεια: δεν είχε πρόσωπο αλλά μουνί. Υπενθύμισε νοερά τον εαυτό του να καθαρίσει κάποτε τον καθρέφτη απ' τα μυγοχέσματα και τη γλίτσα και αφού δεν είχε πια δόντια να βουρτσίζει ξαναπήγε στο κρεβάτι. «Θα είμαι ακόμα μεθυσμένος», είπε με σιγουριά και σφήνωσε ένα τσιγάρο στο μουνί του.
Ευτυχώς ήταν Κυριακή. Κάπνισε με το πάσο του και πήγε πάλι στο μπάνιο. Το πράμα ήταν ακόμη εκεί, ένα δασύ αιδοίο που έβγαζε καπνούς. Αποφάσισε πως ήταν ώρα να καθαρίσει τον καθρέφτη, έκοψε λίγο κωλόχαρτο κι έκανε τη δουλειά. Τίποτα.
Το μουνί τον κοιτούσε σαν ετυμηγορία. Ο Γκρέγκορ το ψηλάφισε και ένιωσε πως χρειάζεται μια μπίρα. Και λίγο ερεθισμένος, έβαλε τα παπούτσια του, ευχήθηκε να μην έχει περίοδο κι έκλεισε πίσω του την πόρτα. Στο διάδρομο καλημέρισε τον ένοικο του διπλανού διαμερίσματος που έβγαινε από το ασανσέρ και κατέβηκε τις σκάλες. Το μπαρ ήταν στη γωνία, δε θα τρομοκρατούσε πολλούς ανθρώπους. Περπάτησε γρηγορότερα. Όταν κάθισε στο ψηλό σκαμνί ένιωσε ασφαλής. Παρήγγειλε μπίρα. Ο μπάρμαν τον κοιτούσε χεσμένος απ' την άλλη άκρη, με το σώμα του σχεδόν κολλημένο στην ταμειακή. Έφερε την μπίρα τρέμοντας.
«Ρε φίλε», ψέλλισε, «συγνώμη κιόλας, αλλά σα μουνί είσαι».
«Δεν πειράζει, έχω πλούσιο εσωτερικό κόσμο».
Ο μπάρμαν έφυγε και ο Γκρέγκορ Σάμσα άναψε ένα τσιγάρο, φύσηξε ψηλά τον καπνό κι έμπηξε το μπουκάλι στα μουνόχειλά του, δίχως να ξέρει αν θα μεθούσε ή αν θα μαλακιζόταν.
Ετικέτες: Διηγήματα, Νίκος Κιαχίδης
3 Comments:
-
- Σφεντόνας said...
21 Φεβρουαρίου 2009 στις 8:44 μ.μ.κορυφή- maltim said...
24 Φεβρουαρίου 2009 στις 12:58 π.μ.Θυμίζει έντονα Larry...- Count_Zero said...
24 Φεβρουαρίου 2009 στις 3:39 μ.μ.Η τελευταία φράση είναι όλα τα λεφτά!