Τετάρτη, Φεβρουαρίου 04, 2009
Κάποιοι άνθρωποι δεν μπορούν να σταθούν στο ύψος της ομορφιάς τους και άλλοι μεταδίδουν την ομορφιά χωρίς καν να είναι παρόντες.
Αν υπάρχουν πράγματι όρια σε καταστάσεις, τότε θα έλεγε κανείς ότι μπορεί και να τα είχα ξεπεράσει. Υπάρχουν όμως όρια στη μεταφυσική;
Και οι ανησυχίες των ανθρώπων σε ποιον άξονα της ζωής τους ανήκουν;
Στον άξονα της λογικής ή της μεταφυσικής;
Και μιλάμε άραγε απλά για ανησυχία όταν κάτι σε καταβάλλει βίαια εξ απήνης;
Αυτή η βίαιη κατάληψη της ψυχής δεν μοιάζει πιο πολύ με μανία ή εμμονή;
Αν είναι έτσι, τότε πόσο έχει ευθύνη το άτομο γι αυτό που του συνέβη;
Και αν δεν αναφερθούμε στο θέμα της ευθύνης, τουλάχιστον μπορεί κανείς να εκφέρει άποψη για το που σταματά όλη αυτή η αναζήτηση;
Αν σταματά ποτέ;
Αν μου έλεγαν ότι μπορεί κάποιος να νιώσει έντονη ψυχική έλξη για κάποιον άγνωστο μέσω ενός blog θα γελούσα με καχυποψία. Φυσικά και δεν γίνεται, θα απαντούσα, αλλά ακόμα και αν γίνεται είναι εντελώς χαζό.
Η ζωή μας κάνει να βιώνουμε όλα εκείνα τα οποία αμφισβητούμε.
Ένα βράδυ, ενώ δεν συνήθιζα ποτέ να το κάνω, πληκτρολόγησα στο google χωρίς να το επιτάσσει κάποιος συγκεκριμένος λόγος, αυθόρμητα, το όνομα ενός αγαπημένου μου συγγραφέα. Έπειτα πάτησα επάνω στο πρώτο link που έπεσε το μάτι μου.
Ήταν ένα blog.
Εντάξει σ’ ό,τι αφορά το πνεύμα. Αγαπούσαμε τους ίδιους συγγραφείς. Το ίδιο ίσχυε για τους συνθέτες , τη μουσική γενικά και τις ταινίες.
Είχαμε την ίδια αισθητική.
Ανήκαμε στο ίδιο ζώδιο. Δε θα μου έκανε εντύπωση αν είχαμε γεννηθεί και την ίδια μέρα.
Μια σειρά κοινών. Συμβαίνει.
Από παρόρμηση και περιέργεια αποφάσισα να το «ψάξω» λίγο καλύτερα. Διάβασα αυτά που είχε γράψει στα αγγλικά. Έμοιαζαν με μικρά σημειώματα που απηύθυνε προφανώς σε άτομα που είχε γνωρίσει σε μιαν άλλη χώρα .
Έψαξα τις επαφές της όπως και τα μηνύματα που της είχαν αφήσει.
Είδα τις φωτογραφίες της. Δύο όλες κι όλες. Ασπρόμαυρες.
Από τα όσα είχε γράψει μπορούσα να βγάλω κάποια συμπεράσματα. Δεν ήταν ακριβώς απόρροια της λογικής μου ή προϊόντα της φαντασίας μου, αλλά προέκυψαν από το ότι ένιωθα τα όσα είχε γράψει βαθύτατα δικά μου. Το όλο θέμα ήταν ότι ένιωθα να τη γνωρίζω, κι όχι μόνο αυτό, αλλά την ένιωθα πολύ κοντά μου. Εκτός από αυτή την αίσθηση είχε μια μοναδική ικανότητα να γεμίζει τα κενά της φαντασίας μου. Λες και η φαντασία μου ήταν ένα τόξο που εκείνη μπορούσε να τεντώσει στο έπακρο. Το στιλ της ήταν αρκετά διαφορετικό από το δικό μου. Θα έλεγα πιο γυναικείο, πιο ρετρό, παρόλο που είχαμε την ίδια ηλικία.
Για κάποιον ανεξήγητο λόγο αυτά που είχε γράψει δεν έφευγαν από το μυαλό μου . Αναρωτιόμουν μέρες μετά τι εννοούσε με κείνες τις δύο λέξεις στ’ αγγλικά. Υπήρχε πράγματι κάποιου είδους απασχόληση με αυτό το όνομα ή επρόκειτο για μεταφορική περιγραφή του πως περνούσε τον καιρό της; Αν ήταν το δεύτερο ήταν πράγματι εντυπωσιακό. Άνοιγε άπλετους δρόμους στη φαντασία μου.
Τι ήταν αυτό που με ώθησε να τη φαντάζομαι; Να προσπαθώ να οραματιστώ πώς περνάει τις μέρες της, τι ρούχα φοράει, τι αρώματα και τι παπούτσια;
Τι ήταν αυτό που με έκανε να τη σκέφτομαι οδηγώντας από τη δουλειά στο σπίτι; Με ανοιχτά τα παράθυρα του αυτοκινήτου και το cd. Player να πάλλεται από την αγαπημένη της μουσική;
Η απάντηση είναι μάλλον απλή όσο ίσως και σύνθετη…
Η αλήθεια είναι πάντα απλή όσο ίσως και ψεύτικη…
Θα θελα να καθόταν δίπλα μου και να ξεφεύγαμε μαζί απ’ τα Φαινόμενα. Προς έναν κόσμο γεμάτο γοητευτικές Αλήθειες και Αινίγματα. Διαισθανόμουν πως εκείνη η κοπέλα αντίκριζε την ίδια πλευρά του προσώπου της ζωής κι όμως άντεχε να πάει λίγο παραπέρα. Την ήθελα Συνοδοιπόρο σ’ αυτή τη μακριά γέφυρα που μόνη μου φοβόμουν να διασχίσω. Το Αlter Εgo μου, που έψαχνε το άλλο του τρίτο, βρισκόταν κάπου εκεί έξω, και στις στιγμές της μοναξιάς, αυτές που ξεπηδούν ακόμη κι όταν βρίσκεσαι με πολύ κόσμο, σκεφτόμασταν ακριβώς τους ίδιους ¨δρόμους¨, τις ίδιες ¨πόλεις¨ και τις ίδιες φυγές και ζωγραφίζαμε με τα ίδια χρώματα τις εμμονές και τις ταραχές της ταυτόσημης ψυχής μας που εξαιτίας της βίαιης απόσχισης της δεν θα ηρεμούσε πραγματικά, αν δεν έβρισκε τα χαμένα της κομμάτια.
Έτσι πέρασα αρκετές στιγμές έχοντας στο μυαλό μου την ερώτηση «Ποια είσαι;»
Επαναλάμβανα το όνομα της μέσα μου σε διάφορες φάσεις της ημέρας. Μου άρεσε πολύ.
Έβαφα τα μάτια μου όπως τα είχε βαμμένα και κείνη στη μια φωτογραφία. Ήταν ένα μυστικό που το ήξερα μόνο εγώ.
Όσο κι αν είναι περίεργο, η δύναμη που ένιωθα ήταν πολύ μεγάλη. Δεν ήμουν ποια μόνη μου, με τις φοβίες και τις ανασφάλειες μου, τώρα ήμασταν δύο.
Με απογείωνε η ιδέα ότι θα μπορούσαμε να μοιραζόμαστε τα πάντα.
Και με λυπούσε το γεγονός ότι δεν γνώριζε την παρουσία μου, παρόλο που μπορεί και να τη διαισθανόταν.
Θα μπορούσε να νιώσει και αυτή την ομορφιά που εγώ βίωνα ήδη…
Και έπειτα ένιωσα ότι ήθελα να τη γνωρίσω από κοντά.
Της άφησα ένα σχόλιο σε κάτι που είχε γράψει. Στον διάλογο που ξεκίνησε μεταξύ μας δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τη δική της ‘’φωνή’’. Στη συνομιλία που είχαμε αργότερα στο msn συνέβη ακριβώς το ίδιο πράγμα. Ταυτιζόμασταν σε κάποια θέματα απόλυτα. Κι όμως για πρώτη φορά στη ζωή μου δεν με τρόμαζε να αισθάνομαι τόσο κοντά σε κάποιον. Αυτή ήταν η μαγεία με τη Φαίη, ότι μου προκαλούσε απίστευτη ασφάλεια. Η επίδραση της ήταν σαφώς πιο θετική από την επίδραση του ίδιου μου του εαυτού πάνω μου.
Σε μια από τις συναντήσεις μας παραδέχτηκε ακριβώς αυτό. Ότι ένιωθε μιαν αστείρευτη ‘’καλοσύνη’’, αν ήταν αυτή η σωστή λέξη, να πηγάζει από μέσα της για μένα. «Νιώθω ότι δεν θα επέτρεπα ποτέ στον εαυτό μου να σου κάνει οποιοδήποτε κακό» μου είχε πει. Και ήταν αλήθεια, γιατί ένιωθα ακριβώς το ίδιο για κείνην.
Η φιλία μας είχε αρχίσει να ανθίζει. Επικοινωνούσαμε καθημερινά είτε τηλεφωνικώς, είτε μέσω mail και μηνυμάτων. Πολλές φορές και με τους τρεις τρόπους. Η επίδραση της στη ζωή μου ήταν πολύ μεγάλη. Κάθε στιγμή της μέρας ήταν συνυφασμένη με κείνη και τα κοινά μας. Είχα σχεδόν μεταμορφωθεί σε άλλον άνθρωπο. Γνωστοί και φίλοι παρατήρησαν μια θετική αλλαγή πάνω μου. Η απελπισία των δύσκολων φάσεων που άλλοτε περνούσα είχε εξαφανιστεί. Τα προβλήματα δεν με κατέβαλλαν πια στο βαθμό που κατάφερναν να το κάνουν στο παρελθόν. Δεν ένιωθα πια μόνη. Αντίθετα, ήμουν πλήρης και χαρούμενη. Απελευθερωμένη από άχρηστα βάρη. Σχεδόν ευτυχισμένη.
Ώσπου μια μέρα ξαφνικά, σε μια από τις τηλεφωνικές μας συνομιλίες, μου ανακοίνωσε ότι θα επέστρεφε στην Αγγλία για να συνεχίσει τις σπουδές της. Ήταν η πρώτη φορά που διαφωνήσαμε. Η πρώτη και η τελευταία.
Η Φαίη έβλεπε τη γνωριμία μας, όπως είχε πει, σαν ένα δώρο πολυτελείας, και με αυτό απ’ ότι κατάλαβα αργότερα, εννοούσε ότι δεν με χρειαζόταν πραγματικά, αλλά χαιρόταν με την παρουσία μου, σαν να ήμουν ένα επιπρόσθετο καλό στη ζωή της. Αντίθετα εγώ, είχα επενδύσει πολλά σ’ αυτήν πριν ακόμη τη γνωρίσω.
Ήταν η δύναμη μου, η απόδειξη ότι η ζωή μπορεί να είναι μαγική, το άλλο μου μισό, η έμπνευση και το κουράγιο μου στις δύσκολες στιγμές. Όταν έμαθα ότι θα φύγει κλονίστηκα, την κατηγόρησα για εγωισμό και υποκρισία. Προσπάθησε να με κάνει να δω από τη δική της σκοπιά , μου μίλησε για αγάπη και ελευθερία, για προσκολλήσεις και ψέματα που λέμε στον εαυτό μας για να μη μεγαλώσει ποτέ.
Τα ήξερα όλα αυτά. Τα ήξερα, αλλά δεν με βοηθούσαν.
Όταν έφυγε, οι σχέσεις μας είχαν σχεδόν αποκατασταθεί. Αυτό θα πίστευε κάποιος τρίτος. Οι δυο μας ξέραμε πως η ρήξη είχε επέλθει. Η απόσταση θα επέφερε το τελικό πλήγμα.
Πώς να συμβιβάσεις τα ασυμβίβαστα όταν πρόκειται για συναισθήματα;
Πώς να γεμίσεις το κενό όταν η απόσταση δεν είναι μόνο θέμα χιλιομέτρων;
Και πώς να εμπιστευτείς ξανά;
Στο τελευταίο της mail είχε γίνει επικριτική. Σχεδόν οργισμένη μου ζητούσε εξηγήσεις για τη στάση μου. Τι συνέβαινε και απομακρυνόμουν όλο και περισσότερο; Γιατί είχα γίνει απότομη στο τηλέφωνο και απόμακρη στα mail; Γιατί δεν της έλεγα πια τι σκεφτόμουν και πώς αισθανόμουν;
Και τέλος με ρώταγε γιατί μου ήταν τόσο δύσκολο να κρατήσω μια ισορροπία και αν τελικά θα θυσίαζα το όμορφο δώρο που μας έτυχε από ισχυρογνωμοσύνη και μόνο.
Δυσκολεύτηκα πολύ να της απαντήσω σε κείνο το mail.Τελικά μετά από κάποιες μέρες τις έγραψα τις εξής λέξεις:
«Η ψυχή ψάχνει τους πιο ανώδυνους τρόπους να ξεπεράσει τα τραύματα της, Φαίη. Δεν ήσουν για μένα απλώς ένα ¨δώρο πολυτελείας¨, αλλά το ύστατο καλό.»
Και, δεν ξέρω πως τα καταφέραμε, αλλά δεν ξαναειδωθήκαμε ποτέ.
Ετικέτες: Διηγήματα, Μίνα Γκρέκα
Σίγουρα η μανία και οι εμμονές σε πρόσωπα και σχέσεις δεν έχουν συνήθως καλά αποτελέσματα, όμως η μεταφυσική δεν νομίζω πως έχει κάποια σχέση με την συγκεκριμένη ιστορία. Ορισμένες συμπτώσεις, η απελπισμένη ανάγκη για ταύτιση με ένα πρόσωπο- alter ego- και το μυστήριο του διαδικτύου δεν έχουν να κάνουν με τη μεταφυσική.
Ενδιαφέρον κειμενάκι πάντως
Καλημέρα
Εχω διαβάσει και καλύτερα από την Μίνα.
Και μια που μιλάμε για εμμονές, διακρίνω μια εμμονή σας στον Πλάτωνα -ειδικά στο Συμπόσιο- και γενικότερα στην αρχαιοελληνική γραμματεία, μια εμμονή καθόλου αρνητική, το αντίθετο μάλιστα.
Να λοιπόν που υπάρχουν και καλά κολλήματα!
Anonymous
Ευχαριστώ για τις παρατηρήσεις.
Σίγουρα υπάρχουν και θετικά ''κολλήματα''. Εξάλλου ακόμη και αυτά που εκ πρώτης χαρακτηρίζουμε ως αρνητικά γιατί είναι επώδυνα, στην πορεία ανακαλύπτουμε ότι μας έκαναν πλουσιότερους.
Προς Count Zero:
Αυτό μάλλον συμβαίνει επειδή πρόκειται για διαχρονικές αξίες που συνεχίζουν να μιλούν στην καρδιά των ανθρώπων.
anima