Τρίτη, Μαΐου 29, 2007
Λοιπόν εξετάζουμε τις πιθανότητες για να γίνει η παρουσίαση στα ΤΡΙΚΑΛΑ στις 16 του Ιουνίου. Σε παρακαλώ Τιμολέων πες μου αν γίνεται και αν μπορούμε να έχουμε λίγο κόσμο. Δεύτερον, υπάρχει η πιθανότητα να γίνει δεύτερη παρουσίαση την Κυριακη 17 Ιουνίου στη Θεσσαλονίκη συνεπώς οι μεταορθολογικές εκδόσεις ΑΜΟΝΙ θα κάνουν κανονική περιοδεία στην Βόρειο Ελλάδα. Γράψτε εδώ αν μπορείτε και πρώτα από όλους ο Τιμολέων αν γίνεται η παρουσίαση τη συγκεκριμένη ημέρα!
Παρακαλώβ σύντομα. Περιμένω απάντηση...
Ετικέτες: ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
Δευτέρα, Μαΐου 28, 2007
All you see around and within you is what you do not know and do not understand, without even knowing that you do not know and do not understand. To know that you do not know and do not understand is true knowledge, the knowledge of humble heart.
Sri Nisargadatta Maharaj - I AM THAT - Chetana 2003
Δευτέρα, Μαΐου 21, 2007
Ήμασταν οχτώ μήνες μαζί, όταν το θηρίο που νόμιζα πως είχα για πάντα διώξει με επισκέφτηκε ξανά. Ήταν κατά τη διάρκεια των διακοπών και δεν μπορώ να πω πως ήρθε εντελώς ξαφνικά, αφού εκείνες τις μέρες που ήμασταν διαρκώς μαζί, εγώ κι εκείνος, χτυπούσε κάθε τόσο καμπανάκια για να μου πει πως δεν έκανε για μένα και πως καλύτερα να έμενα πάλι μόνη.
Τα καμπανάκια χτυπούσαν, την ώρα που εκείνος έπαιρνε το λόγο για να πει κάτι ασήμαντο κατά τη γνώμη μου. Χτυπούσαν την ώρα που μιλούσε και καλά καλά δεν μ’ άφηναν να τον ακούσω. Γύριζα αλλού το κεφάλι για να μη με κουφάνουν με αποτέλεσμα εκείνος να νομίζει πως του γύριζα την πλάτη.
Άλλες φορές χτυπούσαν την ώρα που έκανε παιδικές σκανταλιές στην παραλία με τους φίλους του. Τότε μου φώναζαν :
-Ε, δεν βλέπεις ανόητη, πως δεν κάνει αυτός ο άνθρωπος για σένα;
Εγώ μελαγχολικά κοιτούσα τα κύματα να γλύφουν τους λείους βράχους και δεν μπορούσα να μιλήσω σε κανέναν για τη γλυκιά μελαγχολία που με έζωνε, παρά τους κοιτούσα με θλίψη, ζήλια και απαξίωση, λίγο σαν γυναίκα που δεν πρόλαβε να γίνει μάνα και ρίχνει κλεφτές ματιές στα παιδιά της διπλανής οικογένειας που ανέμελα γεμίζουν τον τόπο με φωνές.
Τα καμπανάκια χτυπούσαν όλο και πιο συχνά και κάποιες φορές μετατρέπονταν σε ευδιάκριτες φωνές που όλο με τάραζαν . Καθώς περνούσαν οι μέρες γνώριζα πως δε θα μ’ άφηναν να κάνω ήρεμες διακοπές. Ήρθαν και ένα βράδυ ενώ κοιμόμασταν. Με ξύπνησαν. Εκείνος δίπλα μου ατάραχος κοιμόταν. Η ανάσα του σταθερή και βαριά δεν συγχρονιζόταν με τους παλμούς και τις δονήσεις της εύθραυστης αύρας της νύχτας. Τίποτα απ’ αυτά που άγγιζαν εμένα δεν τον επηρέαζαν. Φοβόμουν για κείνον, φοβόμουν για μένα , φοβόμουν για μας και κυρίως δεν ήθελα να ζήσω πάλι τα ίδια, όχι με εκείνον, δεν μπορούσα να προδώσω εκείνον.
-Κοίτα τον πως ατάραχος κοιμάται. Το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να τον ξυπνήσει θα’ ταν η ξαφνική του επιθυμία για σεξ.
Ακίνητη και μουδιασμένη παρέμεινα στη στάση στην οποία ξύπνησα κι αυτό έκανε πιο εύκολο το έργο των φωνών που με θεωρούσαν χωρίς άλλο εύκολο στόχο.
- Κι αν ξυπνούσε τώρα κι άρχιζε να τρίβεται επάνω σου και να προσπαθεί να σε φιλήσει δε θα’ δινε καμία σημασία στην απελπισία που κρύβει η ματιά σου. Θα συνέχιζε ανενόχλητος μέχρι να πάρει αυτό που χρειάζεται.
Σε μια ύστατη προσπάθεια νίκησα το μούδιασμα στα μέλη μου και κουνήθηκα. Ευχόμουν εκείνος να ξυπνήσει, να καταλάβει πως δεν είμαι καλά, να κατανικήσει την επιθυμία του για ύπνο, να καταφέρει να σηκωθεί, ν’ ανάψει τα φώτα , να με πάρει στην αγκαλιά του και να με παρηγορήσει. Να μη ρωτήσει πως και γιατί, τώρα πια ξέρει, απλά να με σφίξει στην αγκαλιά του μέχρι εκείνες να πάψουν. Να μου πάρει τις φωνές που με αποπροσανατολίζουν, όλη τη δαιμονισμένη θέληση και να μου αφήσει μόνο το καλό.
Κι ένα παιδί όμως ξέρει, πως ο άντρας κουρασμένος από τη δραστηριότητα μιας ολόκληρης ημέρας (κι ας βρίσκεται αυτός ο άντρας σε διακοπές, κι ας είναι πολύ νέος για να μην μπορεί να ορίσει τον εαυτό του) ξυπνά πολύ δύσκολα, πολύ δύσκολα επιβάλλεται στον εαυτό του κι όσο τον βαραίνει το σκοτάδι μιας νύχτας πηχτής και μιας ατμόσφαιρας καθάριας και δροσερής δύσκολα μπορεί να επιστρατεύσει τις δυνάμεις του και να εμπνεύσει τη σιγουριά σ’ ένα άλλο πλάσμα κάτω από τέτοιες συνθήκες.
- Δεν μπορεί να σε καταλάβει, δεν θα καταλάβει ποτέ τα άγχη και τις αγωνίες σου. Είναι τυφλός και κουφός απέναντί σου κι όσο νιώθει να του ζητάς τόσο πιο πολύ θα πεισμώνει και θα θέλει να φύγει.
Να φύγω εγώ πριν φύγει αυτός, δεν θέλω να του ζητήσω τίποτα, θέλω μόνος να καταλάβει, μόνος να καταλάβει, μόνος να καταλάβει. Είναι πολύ ρομαντικό αυτό; Είμαι καταδικασμένη να εξηγώ όσα νιώθω κάθε στιγμή, δεν είναι πολύ κουραστικό αυτό;
Δεν μπορούσα πια να πάψω τα δάκρυα μου. Τα ένιωθα να κυλάνε καυτά, χάραζαν κι αυτά τη δική τους πορεία, σηματοδοτούσαν τον πόνο μου. Ξαφνικά, στο μυαλό μου λάμψανε κάποιες ¨αλήθειες¨. Οι φωνές δεν θα έπαυαν κι εγώ δεν θα τον άφηνα. Οι φωνές δεν θα έπαυαν αν δεν τον άφηνα. Δεν θα τον άφηνα αν δεν έπαυα να είμαι εγώ. Θα τον άφηνα αν έπαυα να είμαι εγώ. Εγώ έπρεπε να πάψω να είμαι εγώ , έπρεπε να γίνω οι φωνές. Έπρεπε να γίνω όλη οι φωνές. Μόνο οι φωνές και τίποτα άλλο.
Άρχισαν αυτές να εντείνονται, να με πλημμυρίζουν, να κερδίζουν όλο και περισσότερο χώρο μέσα μου , μου ήταν αδύνατο πλέον να τις πάψω. Ήξερα πως μόνο αν με κυρίευαν θα υπήρχε ελπίδα μετά να ηρεμήσω απ’ αυτές.
Κατάφερα καταβάλλοντας ιδιαίτερη προσπάθεια να σηκωθώ. Το σώμα μου συνέχιζα να το νιώθω μουδιασμένο, σαν να μην μπορούσα να το ορίσω. Αν εκείνη τη στιγμή ξυπνούσε, αν με φώναζε κοντά του; Ήλπιζα. Όμως όχι, δε θα γινόταν κάτι τέτοιο. Παρά ήμουν διάφανη για να με δει ακόμη και στα όνειρά του.
Κατέβηκα τις εσωτερικές σκάλες, άνοιξα την πόρτα και βρέθηκα στο δρόμο. Σήκωσα το κεφάλι προς τον ουρανό όπως συνήθιζα να κάνω. Τα αστέρια ήταν άπειρα, παγερά με κοίταζαν απ’ τον ουράνιο θόλο, ούτε αυτά έμοιαζαν να μοιράζονται τις αγωνίες μου ή έστω να μπορούν να κάνουν το οτιδήποτε για να τις πάψουν. Το αντίθετο μάλιστα. Στέκονταν εκεί και μου υποδείκνυαν πως είναι νύχτα και είμαι μόνη. Σε ποιόν θα έλειπα αν εξαφανιζόμουν ένα βράδυ σαν κι αυτό; Το απόλυτο σκοτάδι μου προκαλούσε δέος, ανατάραζε την ψυχή μου, το κρύο έκανε το δόντια μου να χτυπούν, φοβόμουν λίγο σ’ αυτή την τρομερή ερημιά κι ας ήμουν λίγα μόλις μέτρα έξω από το σπίτι που πριν λίγο μέσα του ήρεμη κοιμόμουν.
Ήξερα πως έπρεπε να περπατήσω τουλάχιστον διακόσια μέτρα μέχρι τα πρώτα σπίτια, εκεί στην είσοδο κάποιου σπιτιού να περιμένω υπομονετικά να ξημερώσει, να παρακαλέσω κάποιον κάτοικο να με κατεβάσει στο λιμάνι, εκεί να ζητήσω λεφτά από τους περαστικούς, να βγάλω εισιτήριο για το πλοίο, και αφού φτάσω στο λιμάνι του Πειραιά να εξαφανιστώ σε μια από τις χίλιες κατευθύνσεις που μου ανοίγονται μακριά απ’ αυτόν και για πάντα.
Δεν μου φαινόταν πολύ δύσκολο ούτε μ’ ένοιαζε που μέσα στη νύχτα με το λευκό μου νυχτικό θα αποτελούσα την αιτία μια σίγουρης καρδιακής προσβολής για όποιον είχε την ατυχία να με δει να περπατάω μες τις ερημιές. Οι δυσκολίες της επικείμενης φυγής δεν μπορούσαν με τίποτα ν’ αναμετρηθούν με τη δικτατορία της κυριαρχίας των φωνών μέσα στο κεφάλι μου.
Άρχισα να κάνω διστακτικά βήματα μες το πυκνό σκοτάδι. Τα μάτια μου άνοιγαν διάπλατα στη προσπάθεια να διακρίνω πού βαδίζω. Το σκοτάδι με είχε ζώσει για τα καλά. Φανταζόμουν τρομακτικές ανθρώπινες φιγούρες και στον παραμικρό θόρυβο η καρδιά μου σφιγγόταν και νόμιζα πως θα πάθω συγκοπή. Δεν πρόλαβα να κάνω πενήντα μέτρα και με κατέβαλλε πανικός. Έκανα μεταβολή και άρχισα να τρέχω πανικόβλητη προς το σπίτι.
Άκουγα την καρδιά μου να χτυπά τρελά την ώρα που με φόρα έμπαινα στο σπίτι. Ανέβηκα την εσωτερική σκάλα τρέχοντας και εκείνη τη στιγμή μου πέρασε απ’ το μυαλό η ιδέα ότι εκείνος μπορούσε να λείπει και ορκίστηκα στον εαυτό μου να μην αφήσω ποτέ ξανά την απελπισία να με κυριέψει και να μην επιχειρήσω ποτέ κάτι παρόμοιο. Έφτασα στον πάνω όροφο. Θεέ μου, ήταν εκεί. Όρθιος δίπλα στο κρεβάτι με κοίταζε έκπληκτος.
Δεν πρόλαβε να πει τίποτα. Έπεσα στην ανοιχτή του αγκαλιά κλαίγοντας με λυγμούς. Άλλη μια απόπειρα να ξεφύγω από το θηρίο με είχε κάνει να νιώσω το λιγότερο γελοία…
Ετικέτες: Διηγήματα, Μίνα Γκρέκα
Πέμπτη, Μαΐου 17, 2007
Larry Cool : "ΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΕΙΣ ΤΑ ΘΥΚΑΚΙΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΜΟΥ"
6 σχόλια Καταχωρήθηκε από τον/την +ma στις 1:27 μ.μ.Ο Larry Cool διαβάζει ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημά του,
"Τον Κανένα... θα τον Φάω Τελευταίο!".
Τίτλος Αποσπάσματος : "ΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΕΙΣ ΤΑ ΘΥΚΑΚΙΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΜΟΥ"
(κάντε κλικ για να ξεκινήσει)
+ma
Ετικέτες: ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
Οι παλιοί Βασιλιάδες της μακρινής χώρας και ο Γιάχβε (Παραμύθι για μεγάλους)
3 σχόλια Καταχωρήθηκε από τον/την Count_Zero στις 12:04 μ.μ.Κάθε μέρα, η Μαιρούλα και ο Πετράκης περίμεναν ανυπόμονα να κτυπήσει το κουδούνι του σχολείου, το κουδούνι που ανήγγειλε το τέλος της σχολικής μέρας. Κάθε ημέρα, άλλοτε η μαμά, άλλοτε ο μπαμπάς και πιο σπάνια η μεγαλύτερη αδελφή τους περίμεναν έξω από την πόρτα του δημοτικού για να τους παραλάβουν. Αυτό το τελευταίο, ήλπιζαν πως δεν θα κρατούσε πολύ. Ήδη, πολλοί από τους συμμαθητές τους γύριζαν μόνοι σπίτι. Άλλωστε, η παλιά μονοκατοικία που έμεναν απείχε το πολύ τριακόσια μέτρα από το σχολείο. Ο φίλος τους ο Αλί για παράδειγμα, όχι μόνο έμενα αρκετά μακριά από το σχολείο αλλά ταυτόχρονα οι γονείς του αδυνατούσαν να έρθουν να τον πάρουν γιατί εργάζονταν καθημερινά σε ένα εργοστάσιο που κατασκεύαζε σοκολάτες. Ο Αλί γυρνούσε πάντα μόνος και τα δίδυμα τον σέβονταν και τον ζήλευαν για την ωριμότητα με την οποία αντιμετώπιζε αυτή την ελευθερία. Αν εκείνοι βρίσκονταν στη θέση του σίγουρα θα έκαναν ένα σωρό τρέλες που θα είχαν πολύ άσχημο τέλος.
Μόλις έμπαιναν στο σπίτι τους υποδέχονταν οι χαρούμενες φωνές του Λούη που ήταν στην κυριολεξία ο κολλητός τους. Τότε πέταγαν τις τσάντες τους στον διάδρομο και έπεφταν πάνω τους προσπαθώντας ο καθένας τους να του δείξει την μεγαλύτερη στοργή και αγάπη. Ο Λούη, κουνούσε χαρούμενα την φουντωτή ουρά του και ξάπλωνε ανάσκελα για να δεχτεί τα τρυφερά τους χάδια. Ύστερα σηκώνονταν κι άρχιζαν να τρέχουν στο σαλόνι με τον Λούη να σηκώνεται και να τους ακολουθεί κατά πόδας. Τα παιχνίδια δεν σταμάταγαν παρά μόνο από τη φωνή της μαμάς ή της μεγαλύτερης αδελφής που τους προέτρεπε να πλύνουν τα χέρια τους και να έρθουν στο τραπέζι όπου τους περίμενε το μεσημεριανό τους. Η δουλειά του μπαμπά πολύ σπάνια του επέτρεπε να παραβρίσκεται στο μεσημεριανό και έτσι έτρωγαν συνήθως οι τέσσερις του ή οι τρεις τους, σε περίπτωση που και η μαμά είχε επαγγελματικές υποχρεώσεις. Υπήρχαν βέβαια και λίγες περιπτώσεις που η Δήμητρα, η μεγαλύτερη αδελφή τους που πήγαινε στην τρίτη γυμνασίου, τους έστρωνε το τραπέζι και εξαφανιζόταν στο δωμάτιο της με κάποιον από τους περίεργους μαλλιάδες φίλους της που ερχόταν στο σπίτι όταν έλειπαν οι δικοί τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, δυνατή μουσική ακουγόταν από το δωμάτιο της Δήμητρας και οι δύο τους καθισμένοι ο έναν απέναντι στον άλλο, έβαζαν τα γέλια γιατί η μουσική που ακουγόταν δεν ήταν καθόλου μα καθόλου μελωδική και είχαν πολύ μεγάλη δυσκολία να την χαρακτηρίσουν καν μουσική. Ο μπαμπάς μάλιστα τους είχε διαβεβαιώσει πως αυτή ήταν μουσική των Ζουλού, μιας πολεμικής φυλής μαύρων ανθρώπων που ζούσαν στην Αφρική. Όταν τα παιδιά τον ρώτησαν αν οι Ζουλού ήταν άγριοι, ο μπαμπάς είχε διστάσει να απαντήσει αλλά έπειτα τους είχε διηγηθεί πως οι Ζουλού είχαν νικήσει τον Αγγλικό στρατό σε μία μεγάλη μάχη που έγινε παλιά και πως οι Ζουλού, αν και δεν είχαν πιστόλια και τουφέκια, αλλά τόξα και δόρατα, πολέμησαν σαν λιοντάρια και νίκησαν τους κατακτητές. Γι αυτό, οι Ζουλού, εξήγησε ο μπαμπάς, πρέπει να ακούν τέτοια μουσική, για να γίνονται ατρόμητοι πολεμιστές και να μην φοβούνται τους πολεμοχαρείς λαούς και τις κραυγές τους, που θέλουν να εισβάλουν στη γη τους. Όμως η Δήμητρα δεν χρειαζόταν να ακούει τέτοια μουσική γιατί δεν ήταν ούτε πολεμίστρια ούτε Ζουλού και δεν είχε να αντιμετωπίσει άγριους κατακτητές, κατέληγε ο μπαμπάς. Σε αυτό το σημείο ευτυχώς τα δίδυμα ικανοποιήθηκαν από τις εξηγήσεις και σταμάτησαν να ρωτούν γιατί ο μπαμπάς είχε φανερά κοκκινίσει από την αμηχανία του.
Στον μπαμπά και τη μαμά, αλλά ειδικά στον μπαμπά, άρεσε πολύ η μουσική του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκη και του Ξαρχάκου. Τα δίδυμα είχαν μεγαλύτερη προτίμηση στον Χατζιδάκη. Πολλές φορές βέβαια ο μπαμπάς άκουγε και κάτι άλλα τραγούδια που στα δίδυμα φαίνονταν πολύ αστεία όπως το Ζαβαρακατρανέμια (!!!) του Μαρκόπουλου ενώ πιο σπάνια έπιανε τον μπαμπά το μεράκι και έβαζε να ακούσουν Σιδηρόπουλο ή Πουλικάκο και τότε τα δίδυμα έβαζαν τα γέλια γιατί η μουσική αυτή έμοιαζε πολύ με την μουσική των Ζουλού. Μάλιστα μια φορά που μπήκαν στο σπίτι αιφνιδιαστικά με την Δήμητρα, βρήκαν τον μπαμπά να χορεύει ένα αυθεντικό τραγούδι των Ζουλού και μάλιστα να κουνάει πάνω κάτω το κεφάλι του σαν να είχε μακριά μαλλιά.
«Μπλιαχ! Iron Maiden!» Έκανε περιφρονητικά η Δήμητρα, «παλαιολιθικές βλακείες» κατέληξε και κλείστηκε στο δωμάτιο της ανοίγοντας το στερεοφωνικό στο τέρμα. Ο μπαμπάς έκλεισε γρήγορα το στερεοφωνικό του σαλονιού και χώθηκε στη πολυθρόνα του ντροπιασμένος που άκουγε και εκείνος τραγούδια των Ζουλού. Οι αγριοφωνάρες από το δωμάτιο της Δήμητρας δεν σταμάτησαν παρά μόνο την ώρα που ήρθε η μαμά από την δουλειά και της έβαλε τις φωνές.
Εκείνη την ημέρα όμως τα δίδυμα όμως είχαν πολλούς λόγους να είναι χαρούμενα. Πρώτον ήταν Παρασκευή απόγευμα (ήταν απογευματινοί εκείνη την εβδομάδα) και η σχολική εβδομάδα έφτανε στο τέλος της. Δεύτερον η μαμά και ο μπαμπάς θα έφευγαν ταξίδι στο εξωτερικό για το διήμερο και θα άφηναν την επίβλεψη τους στην γιαγιά τους που ήταν πολύ καλή και τους άφηνε να παίξουν όσο θέλουν. Τρίτον, η γιαγιά τους έδινε μεγαλύτερο χαρτζιλίκι. Τέταρτον, η γιαγιά δεν ήξερε για τα μαθήματα τους και δεν τους πίεζε να διαβάσουν περισσότερο από όσο ήθελαν. Ο πέμπτος λόγος που έκανε χαρούμενα τα δίδυμα ήταν ότι η παρουσία της γιαγιάς εξασφάλιζε την σχεδόν συνεχή απουσία της μεγάλης τους αδελφής οπότε θα γλίτωναν την γκρίνια της για τρεις ολόκληρες μέρες.
Μόλις κτύπησε το κουδούνι λοιπόν πετάχτηκαν πάνω και έτρεξαν μαζί με τα άλλα παιδιά στην έξοδο. Στο προαύλιο τους περίμενε ανυπόμονα η Δήμητρα μασώντας επιδεικτικά την τσίχλα της. Τα δίδυμα έβαλαν τα γέλια μόλις την είδαν. Έπιασαν πειθήνια τα χέρια που τους άπλωσε και την ακολούθησαν στο σπίτι. Στον δρόμο η Δήμητρα δεν τους είπε κουβέντα αλλά μόλις έφτασαν στην πόρτα του διαμερίσματος και πριν βάλει το κλειδί στη πόρτα άρχισε την γκρίνια.
- «Λοιπόν κανονίστε. Μην τρελάνετε την γιαγιά. Εντάξει;» είπε αυστηρά.
Τα δίδυμα έγνεψαν καταφατικά και η Δήμητρα ξεκλείδωσε τη πόρτα συνεχίζοντας να μασάει δυνατά την τσίχλα της. Μόλις μπήκαν στο σαλόνι είδαν την γιαγιά καθισμένη στην πολυθρόνα να παρακολουθεί στην τηλεόραση το αγαπημένο της μεταγλωττισμένο σήριαλ.
«Γιαγιά γιαγιάκα» φώναξαν τα δίδυμα και έτρεξαν να χωθούν στην ποδιά της αγαπημένης τους γιαγιάκας.
«Καλώς τα κουκλιά μου. Να σας δω να σας χαρώ. Φτου σας, καρδιές μου» είπε η γιαγιά και έκλεισε τα δίδυμα στην αγκαλιά της. «Βρε, πως μεγαλώσατε έτσι εσείς οι δυο μέσα σε μια εβδομάδα;» είπε η γιαγιά χαμογελώντας.
Εντωμεταξύ ο Λάκης συμμετέχοντας στην γενική χαρά ήρθε κοντά στην συντροφιά τους και άρχισε να τρίβεται στα πόδια τους κουνώντας στην ουρά του και βγάζοντας μικρά γρυλίσματα. Ο Πετράκης έσκυψε και τον αγκάλιασε.
«Τι λες βρε γιαγιά; Μεγαλώνουν τα παιδιά σε μία εβδομάδα» παρατήρησε η Μαιρούλα
«Γιαγιά –είπε η Δήμητρα- εγώ την κάνω. Εντάξει;»
«Που θα πας κούκλα μου;» την ρώτησε η γιαγιά
«Ωχ ρε γιαγιά, έλεγχο θα μου κάνεις; Θα βγω με τους φίλους μου»
«Καλά παιδί μου» είπε πειθήνια η γιαγιά
«Και να μην με περιμένετε για φαί το βράδυ» είπε η Δήμητρα και προχώρησε προς την πόρτα
«Μην αργήσεις κοριτσάκι μου, ανησυχώ. Σε παρακαλώ πολύ μην αργήσεις» την παρακάλεσε η γιαγιά
«Ντάξει ρε γιαγιά. Άντε γεια» είπε η Δήμητρα και αποχώρησε
Η Γιαγιά κοίταξε προς την κατεύθυνση της πόρτας με θλιμμένο βλέμμα σα να ανησυχούσε για κάτι και έπειτα γύρισε προς τα δίδυμα και η έκφραση της άλλαξε.
- «Λοιπόν; Τι θέλετε να κάνουμε;» τους ρώτησε η γιαγιά. «Καθίστε πρώτα όμως να κλείσω την τηλεόραση» είπε και πάτησε το κουμπί που σβήνει την τηλεόραση στο τηλεκοντρόλ.
«Θα μας πεις ένα παραμύθι γιαγιά» ρώτησε η Μαιρούλα ξέροντας ότι της γιαγιάς της άρεσε να τους διηγείται παραμύθια
«Μα βέβαια. Ποιο θέλετε να σας πω; Θέλετε με τον κυνηγό;» ρώτησε καταχαρούμενη η γιαγιά.
«Πάλι τον κυνηγό ρε γιαγιά;» διαμαρτυρήθηκε ο Πετράκης και έδωσε μια κρυφή κλωτσιά στην αδελφή του γιατί δεν ήθελε να ακούσει τα βαρετά παραμύθια της γιαγιάς.
«Καλά –αποκρίθηκε χαμογελαστή η γιαγιά- θέλετε να σας πω τότε για την κοκκινοσκουφίτσα, την Χιονάτη και τους επτά νάνους ή μήπως τον παπουτσωμένο γάτο;» τους πρότεινε
«Αυτά γιαγιά τα έχω και σε play station» είπε απογοητευμένος ο Πετράκης
«Μήπως θυμάσαι κανένα που να μην μας έχεις πει γιαγιά;» ρώτησε η Μαιρούλα γιατί ήθελε να ευχαριστήσει την γιαγιά της που ήταν τόσο καλή
Η γιαγιά το σκέφτηκε λίγο «Χμ, θυμάμαι ένα αγάπες μου –είπε- αλλά δεν ξέρω αν θα σας αρέσει. Θέλετε να το δοκιμάσουμε;» ρώτησε διστακτικά
«Ναι ναι!» φώναξαν τα δίδυμα εν χορό
«Ωραία λοιπόν. Μια φορά και ένα καιρό σε μια μακρινή χώρα ζούσε μια Βασίλισσα που την έλεγαν Γη. Η Βασίλισσα αυτή γέννησε τρία παιδιά τον Ουρανό τα Όρη και τον Πόντο»
«Γιαγιά!»
«Τι είναι Πετράκη;»
«Ήταν πόντιος αυτό ο Πόντος;»
«χαχαχαχα –γέλασε η γιαγιά- όχι αγάπη μου, δεν ήταν Πόντιος
«Πως έλεγαν τον Βασιλιά της Χώρας γιαγιά;» ρώτησε η Μαιρούλα
«Δεν υπήρχε βασιλιάς αγάπη μου»
«Μα βρε γιαγιά, πως κατάφερε αυτή η Γη να αποκτήσει παιδιά χωρίς άντρα;»
«Βέβαια, δεν σας το είπα, αλλά η Γη ήταν ερμαφρόδιτη.. δηλαδή ήταν και άντρας και γυναίκα μαζί»
«Ήταν σαν την Τζένη Χειλουδάκη;» είπε ο Πετράκης και τα δίδυμα έβαλαν τα γέλια
η Γιαγιά άρχισε να γελάει και αυτή «Περίπου» είπε
«Κάτσε ρε γιαγιά –επέμεινε ο Πετράκης- δηλαδή μπορεί η Χειλουδάκη να κάνει παιδιά όπως η μαμά;»
«Α όχι, αλλά αυτή δεν είναι ερμαφρόδιτη ακριβώς. Αυτή ήταν παλιά άντρας και έπειτα έγινε γυναίκα ενώ η Γη ήταν και τα δύο μαζί: και άντρας και γυναίκα» εξήγησε η γιαγιά «Καταλάβατε;»
«Περίπου» είπαν και τα δύο δίδυμα μαζί
» Όταν λοιπόν μεγάλωσε ο Ουρανός –βιάστηκε να συνεχίσει η γιαγιά- παντρεύτηκε την Γη»
«Ωχ, δηλαδή μετά η Γη έκανε εγχείρηση γιαγιά;» ρώτησε ο Πετράκης
«Τι εννοείς γλυκέ μου;»
«Έ, να, στην αρχή μας είπες πως ήταν ερμαφρόδιτη και μετά πως παντρεύτηκε τον Ουρανό. Έκανε εγχείρηση και έγινε μόνο γυναίκα;»
«Εμ, μάλλον –είπε διστακτικά η γιαγιά- πολλοί βέβαια λένε ότι πατέρας του Ουρανού, των Ορών και του Πόντου ήταν ένας θείος της Γης, το Χάος» εκμυστηρεύτηκε στα παιδιά η γιαγιά για να λύσει κάπως το μυστήριο
«Θείος, σαν το θείο Χρήστο;» ρώτησε η Μαιρούλα
«Εεε, ναι βέβαια. Αλλά πολύ μακρινός» διευκρίνισε η γιαγιά
«Βρε γιαγιά!!» είπε αγανακτισμένος ο Πετράκης
«Τι είναι πάλι;» ρώτησε η γιαγιά κουρασμένη από τις διακοπές
«Μα πως παντρεύτηκε τον Ουρανό, αφού ήταν γιος της! Δεν ήταν;» επέμεινε ο Πετράκης
«Παιδάκι μου. Οι βασιλιάδες εκείνου του τόπου έλεγαν ότι το αίμα τους δεν είναι σαν των άλλων ανθρώπων και γι αυτό τον λόγο παντρεύονταν μεταξύ τους για να μην το νοθεύσουν»
«Δηλαδή γιαγιά ήταν αιμομίκτες;» ρώτησε ανήσυχα η Μαιρούλα
«Τι είναι αιμομίξες;» ρώτησε γκρινιάρικα ο Πετράκης
Η γιαγιά κοίταξε με θαυμασμό τη Μαιρούλα και μετά γύρισε προς τον Πετράκη «Όχι αιμομίξες, αιμομίκτες. Αιμομίκτες λένε αυτούς που παντρεύονται στενούς συγγενείς τους. Σε εμάς τους Χριστιανούς δεν επιτρέπεται η αιμομιξία γιατί είναι πολύ κακό. Κατάλαβες μωρό μου;»
….
Αφού λοιπόν πέρασαν τον μήνα του μέλιτος στην χώρα των Μακάρων επέστρεψαν στο παλάτι. Τους πρώτους μήνες ήταν πολύ ευτυχισμένοι αλλά έπειτα από λίγο καιρό η κοιλιά της Γης φούσκωσε και κατάλαβαν πως ήταν έγκυος. Όταν πια ήταν η εποχή της να γεννήσει μία γριά μάγισσα που πέρναγε από το παλάτι προμήνευσε στον Ουρανό ότι ένα από τα παιδιά του θα του έπαιρνε τον θρόνο.
» Έτσι, όταν γεννήθηκε το παιδί τους το ονόμασαν Ωκεανό αλλά πριν προλάβει η Γη να το χαρεί, ο Ουρανός το πήρε και το έκλεισε σε μία υπόγεια φυλακή που βρισκόταν σε μία μυστική περιοχή με το όνομα Τάρταρα. Η Γη γέννησε ακόμα έντεκα παιδιά, τον Ιαπετό, τον Κοίο, τον Κρείο, τον Υπερίωνα, την Θεία, την Ρέα, τις δίδυμες Μνημοσύνη και Θέμιδα, την Φοίβη, την Τηθύ και τελευταίο τον Κρόνο αλλά ο Ουρανός φυλάκισε όλα τα παιδιά τους στα Τάρταρα. Επειδή ήταν όλα μεγαλόσωμα και πολύ όμορφα αφού ήταν προϊόν της αγάπης τους τα αποκάλεσαν Τίτανες.
» Έπειτα η Γη γέννησε και άλλα παιδιά και μάλιστα δύο φορές τρίδυμα αλλά επειδή ήταν θυμωμένη με τον άντρα της, τον Ουρανό τα παιδιά έβγαιναν παραμορφωμένα. Τα πρώτα τρίδυμα ήταν σωματώδεις όσο οι Τιτάνες αλλά είχαν μονάχα ένα στρογγυλό μάτι στο κέντρο του μετώπου τους γι αυτό και τους αποκαλούσαν Κύκλωπες αν και τα πραγματικά τους ονόματα ήταν Στερόπης, Βρόντης και Άργης. Έπειτα γεννήθηκαν τα δεύτερα τρίδυμα που όμως ήταν πολύ παραμορφωμένα γιατί ο θυμός της Γης είχε πια θεριέψει. Τα παιδιά αυτά είχαν εκατό χέρια, πενήντα σε κάθε ώμο και πενήντα κεφάλια. Αυτά τα ονόμασαν Εκατόχειρες ενώ τα αληθινά τους ονόματα ήταν Κόττος, Γύγης και Βριάρης. Ο Ουρανός, παρά τον θυμό της Γης, φυλάκισε και τους Κύκλωπες και τους Εκατόχειρες όπως είχε κάνει και με τα πρώτα του παιδιά, τους Τιτάνες.
» Η Γη ήταν πολύ πολύ θυμωμένη με τον Ουρανό. Το έσκασε λοιπόν με έναν άλλο γιο της τον Πόντο.
«Γιαγιά» την διέκοψε ο Πετράκης
«Τι είναι πάλι»
«Αυτό βρε γιαγιά μοιάζει με τη «Λάμψη» του Φώσκολου!!»
«Χαχαχαχα, έχεις δίκιο Πετράκη μου» είπε η γιαγιά και τον αγκάλιασε. «Λοιπόν, να συνεχίσω τώρα;»
«Ναι ναι» είπαν τα δίδυμα μαζί»
«Η Γη λοιπόν, το έσκασε με τον Πόντο και μαζί του έκανε επτά παιδιά αλλά η πικρία της για τα άλλα παιδιά της που ήταν φυλακισμένα δεν την άφηνε να ησυχάσει. Έστειλε λοιπόν έμπιστους κατασκόπους και έμαθε που βρισκόταν η μυστική φυλακή που λεγόταν Τάρταρα. Πήγε λοιπόν και τα επισκέφτηκε και τους ζήτησε να εκδικηθούν τον πατέρα τους για την αδικαιολόγητη κακία του. Κανένα παιδί όμως δεν τολμούσε να τα βάλει με τον Ουρανό εκτός από τον μικρότερο, τον Κρόνο. Η Γη ελευθέρωσε τον Κρόνο και έπειτα πήγε στο παλάτι και παρακάλεσε τον Ουρανό να την λυπηθεί και να την δεχτεί πίσω.
» Ο Ουρανός την αγαπούσε πολύ παρόλο που τον είχε απατήσει και έτσι την δέχτηκε πίσω. Έτσι, η Γη κατάφερε να βάλει κρυφά τον Κρόνο στη κρεβατοκάμαρα τους. Μόλις ο Ουρανός μπήκε στο δωμάτιο και ξεντύθηκε για να κοιμηθεί, εμφανίστηκε μπροστά του ο Κρόνος και τον προκάλεσε. Ο Ουρανός κατάλαβε ότι η Γη τον είχε προδώσει αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Πάλεψε με τον γιο του αλλά έχασε δίκαια και παραδέχτηκε την ήττα του. Ο Κρόνος αποφάσισε ότι ο πατέρας του ήταν πολύ επικίνδυνος για να τον αφήσει να ζει μέσα στο παλάτι. Φοβήθηκε μήπως θελήσει να εκδικηθεί και τον σκοτώσει. Έτσι τον εξόρισε σε μία καλύβα στην άκρη του Βασιλείου. Η Γη ακολούθησε τον άντρα της στην εξορία γιατί παρά τα ελαττώματα του τον αγαπούσε πολύ όπως την αγαπούσε κι αυτός. Ο Ουρανός και η Γη προειδοποίησαν τον Κρόνο πως θα ερχόταν ο καιρός να δώσει και εκείνος με τη σειρά το βασίλειο στα παιδιά του και του ζήτησαν να μην κάμνει το ίδιο λάθος με τον πατέρα του. Επίσης τον παρακάλεσαν όταν παντρευτεί με το καλό και κάνει παιδιά, να τους φέρνει τα εγγονάκια τους να τα βλέπουν» κατέληξε η γιαγιά και χαμογέλασε στα εγγόνια της
» Όταν τακτοποίησε τους γονείς του, ο Κρόνος κατέβηκε στα Τάρταρα και ελευθέρωσε τα αδέλφια του, τους Τίτανες και τις Τιτανίδες. Δεν ελευθέρωσε όμως τους Κύκλωπες ούτε και τους Εκατόχειρες γιατί τους φοβόταν επειδή ήταν ακόμα πιστοί στον Ουρανό και δεν τους εμπιστευόταν. Οι Τίτανες ανακήρυξαν τον Κρόνο νέο Βασιλιά.
«Ο Κρόνος βασίλεψε για μερικά χρόνια και έπειτα ερωτεύτηκε την αδελφή του τη Ρέα και θέλησε να την πάρει για γυναίκα του»
«Μα τι λες βρε γιαγιά; -είπε η Πετράκης- παντρεύτηκε την αδελφή του;»
«Ναι αγόρι μου»
«Καλά βρε γιαγιά; Πως γίνεται αυτό; Παντρεύονται τα αδέλφια μεταξύ τους;» επέμεινε ο μικρός
«Αφού σας είπα αγάπες μου ότι οι βασιλιάδες εκείνης της χώρας λέγανε πως το αίμα που κυλάει στις φλέβες τους δεν είναι κόκκινο, σαν το δικό μας, αλλά γαλάζιο. Και γι αυτό τους έλεγαν και γαλαζοαίματους και παντρεύονταν αναμεταξύ τους»
«Πάντως το δικό μου αίμα είναι κόκκινο» είπε ο Πετράκης αυτάρεσκα
«Καλά βρε Χαζέ, εδώ παντρεύτηκε η γιαγιά τους που είναι και μαμά τους με τον μπαμπά τους που είναι και αδελφός τους, αυτό σε ενόχλησε εσένα;» ρώτησε εκνευρισμένη η Μαιρούλα τον αδελφό της
«Ε;!! Χαζή είσαι και φαίνεσαι» είπε πειστικά ο Πετράκης και προσπάθησε να τσιμπήσει την αδελφή του.
«Γκουχ Γκουχ» έβηξε η γιαγιά για να τους τραβήξει την προσοχή «Ε ε, σταματήστε τώρα –είπε η γιαγιά χωρίζοντας τους. Δεν θέλετε να συνεχίσω την ιστορία μου;»
«θέλουμε θέλουμε» είπα τα δίδυμα μαζί
«Όπως σας έλεγα, ο Κρόνος παντρεύτηκε την αδελφή του και βασίλευαν ευτυχισμένοι μέχρι που η Ρέα έμεινε έγκυος με τη σειρά της και γέννησε το πρώτο της παιδί. Ο Κρόνος ξέχασε την συμβουλή των γονιών του, να μην φυλακίσει και εκείνος τα παιδιά του και να τους παραδώσει το βασίλειο όταν ερχόταν η ώρα πήγε στην μάγισσα και ζήτησε την συμβουλή της. Εκείνη τον ορμήνευσε να μην τα φυλακίσει στα Τάρταρα γιατί μπορεί κάποιος να τα ελευθέρωνε. Του έδωσε ένα μαγικό φίλτρο για να ποτίζει τα μωρά κρυφά από την γυναίκα του. Το μαγικό φίλτρο αυτό του είπε πως θα τα έκανε τοσοδούληδες και μετά θα μπορούσε να τα φυλακίσει στο πιο ασφαλές μέρος του κόσμου, στην ίδια του την κοιλιά.
» Μόλις γεννήθηκε το πρώτο τους παιδί ο Κρόνος του έδωσε να πιει από το μαγικό φίλτρο και μετά χααααπππ, το έκανε μια χαψιά. Το ίδιο έκανε με κάθε παιδί που γεννιόταν από την Ρέα. Η Ρέα ήταν ήδη έγκυος στο έκτο τους παιδί αλλά ένιωθε πολύ δυστυχισμένη. Και τα πέντε παιδιά της ήταν φυλακισμένα στην κοιλιά του άντρα της. Αποφάσισε να ζητήσει την βοήθεια των γονιών τους, του Ουρανού και της Γης. Κίνησε λοιπόν να πάει στο καλύβι τους, που βρισκόταν στην άκρη του Βασιλείου. Μόλις τους είδε να περιμένουν τα εγγόνια τους με ανοικτές τις αγκάλες τους τα είπε όλα. Οι γέροι θύμωσαν πολύ και την συμβούλεψαν να κρύψει το παιδί που είχε στην κοιλιά της μόλις γεννηθεί.
» Η Ρέα γύρισε στο παλάτι αργά το απόγευμα. Όταν ο Κρόνος την ρώτησε του είπε ψέματα ότι είχε πάει για ψώνια. Μόλις όμως γεννήθηκε το παιδί το έδωσε κρυφά σε ένα πιστό σε εκείνη βοσκό που ανέλαβε να το κρύψει σε μία σπηλιά, ψηλά σε ένα βουνό που το έλεγαν Αιγαίο στο νοτιότερο άκρο του Βασιλείου»
«Τι λες βρε γιαγιά; Αιγαίο λένε τη θάλασσα»
«Και εκείνο το βουνό είχε το ίδιο όνομα»
«καλά βρε γιαγιά, και ο Κρόνος δεν κατάλαβε ότι έλειπε το μωρό;»
«Α, βέβαια. Όταν γύρισε το βράδυ ο Κρόνος, ζήτησε να δει το παιδί αλλά η Ρέα του ζήτησε να φάει να πιει και να ξεκουραστεί πρώτα γιατί ήταν πολύ κουρασμένος. Του είχε μάλιστα μαγειρέψει και το αγαπημένο του φαγητό, σουτζουκάκια με πιλάφι. «Καλά, δεν πειράζει –είπε με χοντρή φωνή ο Κρόνος- θα περιποιηθώ τον μικρό αργότερα». Τότε η Ρέα του έβαλε να φάει και να πιει ώσπου μέθυσε πολύ και τότε ζήτησε να του φέρει το μωρό. Τότε η Ρέα πήγε και του έφερε ένα μικρό γουρουνάκι. Τόσο μεθυσμένος ήταν που δεν κατάλαβε ότι αυτό που κρατούσε δεν ήταν μωρό αλλά γουρουνάκι και του έδωσε το φίλτρο. Το γουρουνάκι έγινε τόσο δα μικρούλι και ο Κρόνος το έκανε μια χαψιά»
«Γιαγιά» είπε ο Πετράκης «Άμα δεν σταματήσεις να μου λες ψέματα θα πάω να παίξω play station»
«Γιατί αγόρι μου;»
«Γιατί βρε γιαγιά πως είναι δυνατόν να περάσει το γουρουνάκι για μωράκι;»
«Αφού σου είπα αγόρι μου πως ήταν πολύ πολύ μεθυσμένος. Θες να σταματήσω; Αν δεν με πιστεύεις να σταματήσω»
«Άσε τη γιαγιά να συνεχίσει κακέ. Άμα θες πήγαινε εσύ να παίξεις play station και εγώ θα μείνω να ακούσω το παραμύθι» είπε η Μαιρούλα
«Όχι θα μείνω»
«Μακριά από τον πατέρα του, ο γιος του Κρόνου και της Ρέας μεγάλωσε με τις φροντίδες του βοσκού που το τάιζε με το γάλα μίας κατσίκας που την έλεγαν Αμάλθεια»
«Γιαγιά» είπε η Μαιρούλα
«Τι είναι πάλι;»
«Είχε όνομα η κατσίκα;»
«Α! Βέβαια. Η συγκεκριμένη κατσίκα δεν ήταν οποιαδήποτε κατσίκα αλλά η κατσίκα που έβγαζε το καλύτερο γάλα από όοολλεεεςς τις κατσίκες του βοσκού»
«Καλά» συμφώνησε απρόθυμα η Μαιρούλα
«Όταν μεγάλωσε ο μικρός τον είπανε Δία, γιατί στην γλώσσα του βασιλείου αυτού Δίας σήμαινε ήλιος και ο μικρός ήταν τόσο όμορφος που αν τον κοιτούσε κανείς καταπρόσωπο θαμπωνόταν από την ομορφιά του. Μόλις ο Δίας έγινε έφηβος και ένιωσε αρκετά δυνατός πια, η μητέρα του επισκέφτηκε το βουνό και του λέει το και το. Του μαρτύρησε δηλαδή όσα ήταν συμβεί. Τότε ο Δίας κατέβηκε από το βουνό και πήγε στον πατέρα του ζητώντας του να του αφήσει το βασίλειο του να το κυβερνήσει γιατί είχε έρθει η δική του σειρά. Τότε ο Κρόνος δεν το πίστεψε. Επειδή ο Κρόνος ήταν ο πιο δυνατός άντρας στο βασίλειο του είπε στον Δία ότι κανένας άλλος δεν μπορούσε να του παραβγεί στην πάλη εκτός από τον γιο του κι αυτό γιατί είχε πια γεράσει λιγάκι αλλά επειδή αυτός δεν ήταν ο γιος του θα τον νικούσε. Τον προκάλεσε δηλαδή να παλέψουνε. Τότε γυμνώθηκαν και οι δύο τους και άρχισαν να παλεύουν ώσπου στο τέλος κέρδισε δίκαια ο Δίας τον πατέρα του. Τότε ο Κρόνος κατάλαβε ότι η Ρέα τον είχε ξεγελάσει και ότι ο Δίας ήταν γιος του. Ο Δίας τον ανάγκασε να πιει το αντίδοτο που του έδωσε η μάγισσα Μήτιδα και έκανε εμετό βγάζοντας όλα όσα βρίσκονταν στο στομάχι του. Πρώτα βγήκε το γουρουνάκι που είχε καταπιεί και έπειτα οι τρεις αδελφές και οι δύο αδελφοί του Δία. Μετά από λίγο τα μικροσκοπικά παιδιά και το γουρουνάκι άρχισαν να μεγαλώνουν και να μεγαλώνουν μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Δία. Ο Δίας απορροφημένος από το περίεργο θέαμα δεν πρόσεξε τον πατέρα του που το έσκασε. Τα αδέλφια του μόλις πήραν το κανονικό τους μέγεθος θαύμασαν τον Δία και τον ψήφισαν για Βασιλιά τους.
«Δηλαδή γιαγιά έκαναν εκλογές;» ρώτησε ο Πετράκης
«Ναι αγόρι μου, έκαναν εκλογές. Όμως ο πατέρας τους ο Κρόνος δεν είχε πει την τελευταία του λέξη. Μόλις το έσκασε από το παλάτι κατευθύνθηκε προς τον πύργο στον οποίο έμεναν τα δικά του αδέλφια που του χρωστούσαν ευγνωμοσύνη γιατί τα είχε σώσει από τον πατέρα τους Ουρανό. Τους είπε λοιπόν ψέματα ότι ενώ εκείνος ήταν καλός και ευγενικός με τα παιδιά του, εκείνα έδειξαν αγνωμοσύνη, δηλαδή δεν εκτίμησαν την καλοσύνη του, και τον έδιωξαν, κακήν κακώς από το παλάτι. Τότε τα αδέλφια του Κρόνου που όπως σας είπα τους αποκαλούσαν Τιτάνες γιατί ήταν τεράστιοι, θύμωσαν πολύ γιατί αγαπούσαν ιδιαίτερα τον μικρό τους αδελφό. Αποφάσισαν να κάνουν πόλεμο με τα παιδιά του Κρόνου και να επιστρέψουν το Βασίλειο στον αγαπημένο τους αδελφό. Κάποιοι Τιτάνες όπως η Ωκεανίδα και η Στύγα δεν πίστεψαν τον αδελφό τους και πολέμησαν στο πλευρό του Δία ενώ ο πρωτότοκος Ωκεανός παρέμεινε ουδέτερος γιατί ναι μεν δεν τον πίστευε αλλά δεν ήθελε κιόλας να του εναντιωθεί.
Μόλις ο Δίας έμαθε ότι οι Τιτάνες υπό την αρχηγεία του Κρόνου ετοίμαζαν στρατό για να επιτεθούν στο παλάτι ετοίμασε και αυτό τον στρατό του και κίνησε να τους συναντήσει. Η μάχες ανάμεσα στους δύο στρατούς ήταν τόσο τρομερές που ακόμα και η γη σείονταν. Κράτησαν όμως χρόνια και κανείς στρατός δεν φαινόταν να νικά. Έτσι ο Δίας πήγε στην Γιαγιά του την Γη και την υποσχέθηκε ότι αν τον βοηθήσει να νικήσει τότε δεν θα τιμωρήσει αυστηρά τον πατέρα και τους θείους του. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Δίας ήταν εγγονός της Γης και φυσικά όλοι οι Τιτάνες ήταν θείοι του με εξαίρεση τον Κρόνο που ήταν ο ίδιος του ο πατέρας. Η Γη αφού πήρε την υπόσχεση του Δία ότι δεν θα τιμωρήσει αυστηρά τους Τιτάνες αν νικήσει του είπε ότι Ουρανός και εκείνη είχαν κάνει και άλλα παιδιά μετά τον Κρόνο αλλά εκείνος τα κρατούσε φυλακισμένα σε μία μυστική φυλακή γιατί τα φοβόταν μήπως στραφούν εναντίον του. Του μαρτύρησε μάλιστα και την τοποθεσία που μπορούσε να βρει αυτή τη φυλακή.
ο Δίας έστειλε απεσταλμένους του να ανακαλύψουν που βρίσκονται φυλακισμένοι οι μικρότεροι γιοι του Ουρανού και της Γης και να τους ελευθερώσουν.
Μόλις ο Δίας είδε από ψηλά στο παλάτι να καταφθάνουν οι γιοι του Κρόνου κατατρόμαξε γιατί, όπως σας είπα, αυτοί οι άνθρωποι ήταν παραμορφωμένοι. Κάποιοι από αυτούς είχαν πενήντα χέρια στην κάθε μεριά, ενώ άλλοι ήταν τεράστιοι και είχαν μόνο ένα μεγάλο στρογγυλό, τρομακτικό μάτι στο κέντρο του μετώπου τους. Τους πρώτους, αυτούς που είχαν εκατό χέρια του έλεγαν Εκατόχειρες ενώ τους άλλους με το ένα μάτι τους αποκαλούσαν Κύκλωπες. Ο Δίας σκέφτηκε να τους ξαναφυλακίσει αλλά δεν το έκανε και όπως φάνηκε αργότερα έπραξε πολύ σωστά γιατί οι Κύκλωπες κατασκεύασαν φοβερά όπλα για τον στρατό του Δία.
«Γιαγιά γιαγιά; Είχανε και Tommy gun; Ρατατατατατατ ρατατατατατα ρατατατατατα» έκανε ο Πετράκης
«Όχι Πετράκη. Είχανε πιο σπουδαία όπλα»
«Πιο σπουδαία; Από το Tommy gun; Αποκλείεται γιαγιά. Το Tommy gun είναι το πιο τρομερό όπλο»
«Εκείνοι είχαν άλλα όπλα, πιο παλιά αλλά πολύ πιο τρομερά. Την αστραπή, τον κεραυνό και την βροντή»
«Μα τι λες βρε γιαγιά; Αυτά είναι φυσικά φαινόμενα» είπε η Μαιρούλα
«Μπράβο Μαιρούλα. Όταν πέφτει ένας κεραυνός, τότε πρώτα βλέπουμε την λάμψη που το λέμε αστραπή. Έπειτα ακούμε τον θόρυβο που αποκαλούμε βροντή. Τέλος πέφτει ο κεραυνός που είναι μία πολύ δυνατή ηλεκτρική εκκένωση, δηλαδή μια τεράστια σπίθα. Ξέρετε γιατί βλέπουμε πρώτα την λάμψη και έπειτα ακούμε τον ήχο του κεραυνού; Μαιρούλα;»
«Όχι γιαγιά» είπε απογοητευμένη η Μαιρούλα
«Εγώ ξέρω, εγώ ξέρω» ξεφώνισε ο Πετράκης
«Πες μας λοιπόν και εμάς» τον παρότρυνε η γιαγιά
«Βλέπουμε πρώτα την λάμψη γιατί πάντα η αστραπή προηγείται της Βροντής»
«Χμ, δεν είναι ακριβώς έτσι. Κάτσε να σας το ξαναεξηγήσω για να το καταλάβετε καλά. Έχετε δει τον σπινθήρα που δημιουργούν οι πόλοι της μπαταρίας όταν έρχονται σε επαφή;»
«Εγώ έχω δει» βιάστηκε να πει ο Πετράκης «έχω δει που φορτίζει ο μπαμπάς την μπαταρία του αυτοκινήτου και βγάζει σπινθήρες
«Αυτό το έχω δει και εγώ» είπε με ανώτερο ύφος η Μαιρούλα
«Ωραία –είπε η γιαγιά- το ίδιο συμβαίνει και στον ουρανό όταν υπάρχουν σύννεφα. Τα σύννεφα είναι σαν τους πόλους της μπαταρίας και όταν έρχονται σε επαφή τότε δημιουργούν σπινθήρα αλλά βέβαια πολύ πολύ μεγάλο και δυνατό. Τέτοιος σπινθήρας είναι και ο κεραυνός. Την ώρα λοιπόν που πέφτει ο Κεραυνός ξεκινάνε τρεις δρομείς από πολύ μακριά στον ουρανό για να καταλήξουν στο σημείο που πέφτει ο κεραυνός.
«Τρεις δρομείς; Τι λες βρε γιαγιά;» αγανάκτησε ο Πετράκης
«Τρεις δρομείς βέβαια –είπε η γιαγιά χαμογελώντας- ας πούμε ο Χοντρούλης φίλος σας ο Γιωργάκης, η Κατερίνα Θάνου και ο Κώστας Κεντέρης»
«Ο Κεντέρης είναι ο πιο γρήγορος από όλους βζζζζζζνννν» παρατήρησε ο Πετράκης.
«Έτσι είναι, ο Κεντέρης λοιπόν είναι το φως. Αν τρέξουν αυτοί οι τρεις θα τερματίσει πρώτος. Με ελάχιστη διαφορά θα τερματίσει η Θάνου»
«Έ όχι και ελάχιστη γιαγιά. Θα της ρίξει τουλάχιστον πέντε μέτρα» παρατήρησε ο Πετράκης
«Έστω αγόρι μου, αλλά φαντάσου πόση διαφορά θα έχουν αυτοί από τον Γιωργάκη»
«Ουουοουουου, αυτός γιαγιά δεν θα έχει ξεκινήσει ακόμα»
«Ωραία, φαντάσου τώρα ότι ο Κεντέρης είναι το φως, το βλέπουμε πρώτα, μετά από ελάχιστο πέφτει ο κεραυνός που είναι η Θάνου γιατί ο ηλεκτρισμός τρέχει με λίγο μικρότερη ταχύτητα από το φως και τελευταίος και καταϊδρωμένος θα τερματίσει ο Γιωργάκης, γιατί ο ήχος που εκπροσωπεί τρέχει πολύ πιο αργά από τους άλλους δύο. Αυτό που κάνουν οι τρεις τους λέγεται μία κούρσα εκατό μέτρων και την κάνουν μαζί. Γι αυτό και ο κεραυνός είναι ένα φαινόμενο παρόλο που το βλέπουμε και το ακούμε με δόσεις. Καταλάβατε;» ρώτησε η γιαγιά και τους κοίταξε
«Ε, χμ»
«Περίπου –είπε η Μαιρούλα βγάζοντας τον Πετράκη από το αδιέξοδο- δεν συνεχίζεις όμως με την ιστορία σου» την παρακίνησε
«Βέβαια. Αυτοί λοιπόν, οι Κύκλωπες που λέγαμε, κατασκεύασαν ένα όπλο που πετούσε κεραυνούς και αυτό το όπλο το έδωσαν στον Δία. Με τη βοήθεια τους και την βοήθεια των Eκατόχειρων που ήταν τρομεροί στην μάχη σώμα με σώμα, ο Δίας και τα αδέλφια του κατατρόπωσαν τους Τιτάνες και τους φυλάκισαν στην φυλακή που παλιά ο Κρόνος είχε φυλακίσει τους Κύκλωπες και τους Εκατόχειρες. Η φρούρηση ανατέθηκε στους Εκατόχειρες.
«Ο Δίας χρίστηκε Βασιλιάς και καθώς ήταν πολύ έξυπνος άνθρωπος χώρισε το βασίλειο του σε τρία κομμάτια και έδωσε το υπόγειο Βασίλειο στον αδελφό του Πλούτωνα, το Βασίλειο της θάλασσας στον αδελφό του τον Ποσειδώνα και κράτησε για τον εαυτό του το Επίγειο Βασίλειο. Έπειτα επειδή είχε τρεις αδελφές δεν μπορούσε να τις παντρευτεί και τις τρεις και να τις κάνει βασίλισσες αποφάσισε να παντρευτεί την Ήρα, όχι τόσο γιατί την αγαπούσε αλλά γιατί την φοβόταν περισσότερο από τις άλλες. Βλέπετε ο Δίας ήταν έξυπνος άνθρωπος και δεν ήθελε να την πάθει όπως ο παππούς και ο πατέρας του. Από την Ήρα απέκτησε δύο παιδιά, τον κουτσό Ήφαιστο και τον Άρη. Με τη δεύτερη αδελφή του έκανε ένα παιδί λίγο πριν αυτή το σκάσει από το παλάτι με έναν μορφονιό που τον έλεγαν Ιασίων, ενώ η τρίτη του αδελφή η Εστία, έμεινε η κακομοίρα γεροντοκόρη. Ο Δίας βέβαια δεν αρκέστηκε μόνο στις αδελφές τους. Όχι έκανε πολλά παιδιά με διάφορες γυναίκες μεταξύ των οποίων τα πιο αγαπημένα του ήταν, ο Ερμής, ο Διόνυσος, ο Ηρακλής….
«Βρε γιαγιά» παρενέβη ο Πετράκης
«Τι είναι αγόρι μου;»
«Πολύ μουρντάρης ήταν αυτός ο Δίας!»
«Έχεις απόλυτο δίκιο. Μάλιστα έκανε και δύο παιδιά τον Απόλλωνα και την Άρτεμις που ήταν δίδυμα όπως ακριβώς κι εσείς»
«Σοβαρά γιαγιά, ήταν δίδυμα;»
«Ναι Πετράκη μου»
«Σαν εμάς;»
«Σαν εσάς» επιβεβαίωσε η γιαγιά
«Γιαγιά!»
«Τι είναι Μαιρούλα μου;»
«Γιαγιά, δεν πιστεύω να παντρεύτηκαν μεταξύ τους;»
«Χαχαχαχαχα όχι κοριτσάκι μου, δεν παντρεύτηκαν μεταξύ τους. Μάλιστα η Άρτεμις δεν παντρεύτηκε ποτέ κανέναν, αν και πολλοί την ζήτησαν σε γάμο από τους γονείς της»
«Είδες –βιάστηκε να παρέμβει ο Πετράκης- στο έλεγα εγώ. Γεροντοκόρη θα μείνεις»
«Λες Βλακείες! Εγώ θα παντρευτώ τον Σάκη Ρουβά ή καλύτερα αυτό που παίζει τον Τζέημς Μποντ» απάντησε η Μαιρούλα
«Ναι καλά, εγώ θα παντρευτώ τότε την Ναόμι Κάμπελ, ή την Σάρον Στόουν»
«Χαχαχαχα γέλασε η γιαγιά «Βρε, θα ησυχάσετε τώρα;»
«Συγνώμη γιαγιά» είπαν τα δίδυμα
«Ο Δίας όπως σας είπα ήταν έξυπνος άνθρωπος. Σου λέει, εντάξει, βόλεψα τα αδελφάκια μου, τα έκανα κυβερνήτες. Τι θα γίνει όμως αν έρθουν αργότερα τα παιδιά μου ή τα ανίψια μου και απαιτήσουν να με εκθρονίσουν και να γίνουν αυτοί Βασιλιάδες; Έτσι, άρχισε να μοιράζει Υπουργεία για να σχηματίσει κυβέρνηση της οποίας βέβαια θα ήταν ο Πρόεδρος. Το Υπουργείο Άμυνας το έδωσε στον Άρη και για να κρατήσει τις ισορροπίες έδωσε το Υπουργείο Πολιτισμού στον Απόλλωνα. Το Υπουργείο Διασκέδασης το έδωσε στον Διόνυσο ενώ το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας στην Αθηνά. Το Υπουργείο Εμπορίου το έδωσε στον Ερμή ενώ το Υπουργείο Οικογένειας στην Ήρα -που ήταν η πιο κατάλληλη- και υφυπουργό της την Εστία. Αφού λοιπόν ο Δίας κάθισε και σκέφτηκε πολύ και κατάφερε να δώσει από ένα Υπουργείο ή έστω Υφυπουργείο σε κάθε συγγενή της Βασιλικής οικογένειας σκέφτηκε ότι δεν κινδυνεύει πια από πραξικόπημα και ησύχασε. Τότε άρχισε πάλι να εξασκεί το αγαπημένο του σπορ, το τσιλιμπούρδισμα. Βασίλεψαν λοιπόν όλοι μαζί σε εκείνη την χώρα και ζούσαν ευτυχισμένοι για πολλά χρόνια αλλά δεν είχαν προβλέψει την εκδίκηση της Γης»
«Ωχ! Ποια είναι πάλι αυτή βρε γιαγιά;» ρώτησε ο Πετράκης
«Βρε! Ξέχασες ότι η Γη ήταν η γιαγιά του Δία, η μητέρα του Κρόνου και της Ρέας; Ξέχασες ότι βοήθησε τον Δία λέγοντας του που βρίσκονται φυλακισμένοι οι Κύκλωπες και οι Εκατόχειρες; Θυμάσαι μήπως τι υποσχέθηκε ο Δίας στη Γη, τη γιαγιά του, για να τον βοηθήσει να νικήσει τους Τιτάνες;» ρώτησε η γιαγιά τον Πετράκη που όμως έμεινε σιωπηλός
«Θυμάμαι εγώ γιαγιά» είπε η Μαιρούλα
«Μπράβο μωρό μου. Πες μας λοιπόν» την παρακίνησε η γιαγιά
«Γιαγιά!» έκανε επιτιμητικά η Μαιρούλα «Δεν είμαι μωρό πια»
«Καλά καλά, με συγχωρείς. Ξέχασα ότι είσαι μεγάλη κοπέλα πια» είπε η γιαγιά και κοίταξε τον Πετράκη που έκανε κοροϊδευτικές γκριμάτσες στην αδελφή του
«Νιάνιαρο» είπε η Μαιρούλα απευθυνόμενη στον Πετράκη. Αγνοώντας τις γκριμάτσες του συνέχισε «ο Δίας υποσχέθηκε στην Γη να μην τιμωρήσει αυστηρά τους γιους της τους Τιτάνες. Και βέβαια τώρα είναι θυμωμένη γιατί ο Δίας τους έβαλε στην πιο απαίσια φυλακή του βασιλείου»
«Μπράβο! Έτσι ακριβώς συμβαίνει. Η Γη θύμωσε πάρα πάρα πολύ και γέννησε κάτι πλάσματα που ήταν σαν άνθρωποι αλλά είχαν φοβερή όψη και πελώρια κορμιά»
«Γιαγιά, εγώ σου είπα. Άμα λες ψέματα θα πάω να παίξω play station» απείλησε ο Πετράκης
«Γιατί το λες αυτό αγόρι μου;» ρώτησε η γιαγιά
«Αφού βρε γιαγιά, η Γη ήταν κι αυτή γιαγιά σαν κι εσένα. Πως έκανε παιδιά; Εσύ μπορεί να κάνεις;» ρώτησε ο Πετράκης
«έχεις δίκιο Πετράκη. Εγώ δεν μπορώ να κάνω. Αλλά η Γη ήταν μία ειδική περίπτωση, ήταν πολύ καρπερή γυναίκα και μέχρι τα βαθιά της γεράματα έκανε παιδιά. Σημασία έχει ότι αυτοί οι γίγαντες παρακινημένοι από την μητέρα τους επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά …»
«Γιαγιά γιαγιά» την έκοψε η Μαιρούλα «Τι σημαίνει αιφνιδιαστικά;»
Αιφνιδιαστικά σημαίνει ξαφνικά. Χωρίς να προειδοποιήσουν κανέναν οι γίγαντες επιτέθηκαν στο Βασίλειο του Δία. Η μάχη ήταν σκληρή όπως και στην προηγούμενη περίπτωση. Μεγαλύτερη πολεμίστρια του στρατού του Δία αναδείχτηκε ένα ακόμα παιδί του, η Αθηνά, της οποίας τη μητέρα δεν γνώριζε ο Βασιλιάς. Την είχαν εγκαταλείψει στις σκάλες του παλατιού και ο Δίας την είχε αναγνωρίσει σαν παιδί του. Παρά όμως την μεγάλη γενναιότητα της Αθηνάς η νίκη δεν έγερνε από την μία ή την άλλη πλευρά. Οι γίγαντες πολεμούσαν σκληρά. Ο Δίας κατάλαβε ότι χρειαζόταν όλη τη βοήθεια που μπορούσε να βρει και έτσι πήγε και ζήτησε την συνδρομή του γιου του, του Ηρακλή που ήταν πολύ δυνατός παρόλο που η μητέρα του δεν καταγόταν από Βασιλική γενιά, δεν ήταν δηλαδή γαλαζοαίματη και άρα τον Ηρακλή δεν τον αποδέχονταν τα άλλα παιδιά σαν πραγματικό αδελφό τους. Ο Δίας αγαπούσε πολύ τον Ηρακλή και μάλιστα ήταν ο μοναδικός που άφηνε να πολεμάει από το άρμα του. Τελικά ο πόλεμος τελείωσε με νικητές τον Δία και τον στρατό του. Έπειτα επικράτησε Ειρήνη στο βασίλειο για πολλά πολλά χρόνια.
» Πολύ αργότερα όταν ο Δίας ήταν πια γέρος ο Απόλλωνας και ο Διόνυσος άρχισαν να μαλώνουν για το ποιος έπρεπε να τον διαδεχτεί. Και άλλοι υποστήριζαν τον Απόλλωνα γιατί ήταν σοφός και σοβαρός ενώ άλλοι τον Διόνυσο γιατί ήταν πάντα κεφάτος και τους διασκέδαζε. Όμως πριν καταφέρουν να αποφασίσουν ποιος θα διαδεχτεί τον Δία κάτι τραγικό συνέβη στο Βασίλειο»
«Τι συνέβη γιαγιά;» ρώτησαν τα δίδυμα με μία φωνή
«Ήρθε στο βασίλειο ένας Ξένος Βασιλιάς που άρχισε να κηρύττει ενάντια στους Βασιλείς. Ο Δίας βέβαια ήταν έξω φρενών αλλά γέρος πια δεν μπορούσε να κάνει πολλά. Έτσι τα παιδιά του ανέλαβαν να νικήσουν αυτόν το παράξενο άνθρωπο. Όλος ο στρατός του Βασιλείου και το σύνολο της Βασιλικής οικογένειας μαζεύτηκε σε μία πεδιάδα στη μέση της οποία στεκόταν αυτός ο άνθρωπος μόνος του»
«Και τι έγινε γιαγιά;» ρώτησε ο Πετράκης
«Τον περικύκλωσαν και άρχισαν να του ρίχνουν με ότι όπλα είχαν στην διάθεση τους. Τα ακόντια όμως, τα βέλη ακόμα και οι κεραυνοί του Δία δεν φαινόταν να του κάνουν κανένα κακό. Περνούσαν από μέσα του σα να ήταν αιθέρας, σα να μην είχε σώμα. Όταν πια εξαντλήθηκαν τα πυρομαχικά και οι πολεμιστές κουράστηκαν να προσπαθούν να παλέψουν με κάποιον που δεν είχε σώμα, τότε πήγαν στην μεγάλη πολεμική αίθουσα και συνεδρίασαν επί ώρες πολλές. Στο τέλος αποφάσισαν να κάνουν μία τελευταία επίθεση για να καταστρέψουν τον ξένο Βασιλιά. Ελευθέρωσαν όλα τα μέλη της οικογενείας που είχαν κάποτε πολεμήσει μεταξύ τους και πολύ σύντομα το σύνολο του στρατού των Βασιλέων της Χώρας περικύκλωσε τον Ξένο Βασιλιά και άρχισε η μεγάλη επίθεση.
«Πω πω!» έκανε ο Πετράκης «και τι έγινε γιαγιά;»
«Ούτε όλοι μαζί δεν κατάφεραν να τον βλάψουν. Αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Ο Ξένος Βασιλιάς άφησε ελεύθερους όλους τους άρχοντες που βάσταγαν από το σόι της Γης, με εξαίρεση τους δύο που διεκδικούσαν τον θρόνο του Δία και τους οποίους φοβόταν περισσότερο από τους άλλους, τον Απόλλωνα και τον Διόνυσο. Αυτούς τους δύο τους πήρε για δούλους. Τον Απόλλωνα τον κράτησε στο παλάτι ενώ τον Διόνυσο τον έριξε στα Τάρταρα. Επειδή οι κάτοικοι της χώρας δεν τον παραδέχονταν για βασιλιά τους, έλεγε ψέματα ότι βασιλιάς δεν ήταν εκείνος αλλά ο Απόλλωνας και εκείνος απλώς προστάτευε τον Βασιλιά από τον εχθρό του, τον Διόνυσο που όπως έλεγε στον κόσμο, ήταν πολύ κακός και ήθελε να σκοτώσει τον Απόλλωνα και να του πάρει την εξουσία. Έτσι, ακόμα και αν κάποιος ανακάλυπτε τον Διόνυσο στην σκοτεινή φυλακή του, θα φοβόταν να τον ελευθερώσει γιατί όλοι πίστευαν ότι ο Διόνυσος είναι κακός και θέλει να σκοτώσει τον Απόλλωνα.
» Πέρασαν πάρα πολλά χρόνια από τότε και ο κάτοικοι της χώρας ξέχασαν πως ο βασιλιάς τους είναι ξένος, συνήθισαν να βλέπουν τον Απόλλωνα να τον υπηρετεί και ξέχασαν πως κάποτε τον ήθελαν για βασιλιά τους
«Και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα;» βιάστηκε να συμπληρώσει ο Πετράκης
«Ίσως» είπε διφορούμενα η γιαγιά
«Τι συνέβη στους άλλους γιαγιά, την οικογένεια του Απόλλωνα και του Διονύσου;» ρώτησε η Μαιρούλα
» Ο Δίας έκανε οικογενειακό συμβούλιο και αποφάσισαν να κατασκευάσουν ένα μεγάλο διαστημόπλοιο στο οποίο ανέβηκαν όλα τα μέλη της οικογένειας. Ανέβηκαν ακόμα και εκείνοι που είχαν παλαιότερα φυλακιστεί και όταν είχαν μπει όλοι μέσα, αποχαιρέτισαν για πάντα το παλιό βασίλειο και κατευθύνθηκαν στα αστέρια. Εκεί, βασίλεψαν και βασιλεύουν οι απόγονοι τους εδώ και πολλά πολλά χρόνια» κατέληξε η γιαγιά
«Γιαγιά γιαγιά» είπε ο Πετράκης τραβώντας της ταυτόχρονα την φούστα για να της αποσπάσει την προσοχή
«Τι είναι αγόρι μου;»
«Πως τον έλεγαν αυτό τον άνθρωπο;»
«Ποιον εννοείς αγόρι μου»
«Τον αόρατο ντε»
«Α! Σωστά. Τον έλεγαν Γιάχβε»
«Γιάχβε;!! Τι είναι πάλι αυτό βρε γιαγιά; Ααααα, πάω να παίξω play station» είπε αγανακτισμένος ο Πετράκης και σηκώθηκε από την καρέκλα ενώ η γιαγιά τον ακολούθησε με το βλέμμα της.
«Γιαγιά;» την σκούντηξε και η Μαιρούλα
«θες να παίξεις και εσύ play station;» ρώτησε απογοητευμένη η γιαγιά
«Όχι γιαγιά. Θα ήθελα να σε ρωτήσω κάτι όμως»
«Ότι θες καλή μου» είπε η γιαγιά και της χάιδεψε τα μεταξένια μαλλιά
«Τι συνέβη ύστερα; Τι έκανε αυτός ο Γιάχβε; Δεν κατάλαβαν αυτοί οι άνθρωποι ότι τους κορόιδευε ο ξένος βασιλιάς;»
«Αχ, κοριτσάκι μου. Αυτές τις ερωτήσεις δεν πρέπει να τις κάνεις. Άσε, καλύτερα να πάω εγώ να παίξω play station!!
Ετικέτες: Διηγήματα, Χρήστος Σιδερής
Τετάρτη, Μαΐου 16, 2007
Αυτό είναι ένα topic για τις εντυπώσεις μου από το Παρίσι, τις εντυπώσεις σας από το βιβλίο και την πιθανότητα παρουσίασης του βιβλίου στα Τρίκαλα.
Ετικέτες: ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
this is a sound checking post.
pls do not reply or comment.
this is a sound flash player embeded, i said. and it seems it works ok!
+ma
Τετάρτη, Μαΐου 09, 2007
Ήταν την ημέρα που τα παιδιά έπαιζαν στο γρασίδι.
Ένας καβαλάρης έκανε την εμφάνισή του ξαφνικά κι απρόσμενα και τα κεφάλια των παιδιών γύρισαν προς το μέρος του κοιτάζοντάς τον.
Το κάτασπρο άλογο σηκώθηκε χλιμιντρίζοντας στα πίσω πόδια του χαιρετώντας ίσως μ’ αυτό τον τρόπο τους μικρούς που το κοίταζαν με θαυμασμό.
Ο αναβάτης ήταν ένα όμορφο παλικάρι που δεν ξεπερνούσε τα εικοσιπέντε του χρόνια με τα μακριά του μαλλιά να χορεύουν στον ρυθμό του αγέρα που δρόσιζε εκείνο το ζεστό καλοκαίρι τους κατοίκους της περιοχής.
Χαμογέλασε στα παιδιά και κείνα με θαυμασμό μαζεύτηκαν γύρω του όταν ξεπέζεψε. Οι ερωτήσεις των παιδιών άρχισαν να πέφτουν σαν τη βροχή.
‘’Πως σε λένε, ποιο το όνομα του αλόγου, είσαι πολεμιστής, που πας, που είναι τα όπλα σου, ποιος ο βασιλιάς σου’’, και άλλες πολλές ερωτήσεις στις οποίες το παλικάρι άρχισε να απαντά.
‘’Με λένε Έντο και κατάγομαι από μια χώρα πολύ μακριά από δω. Είναι πίσω από κείνα τα χιονισμένα βουνά κι ακόμα μακρύτερα απ’ όσο μπορείτε να φανταστείτε.
Ζω στην ψηλότερη κορφή των βουνών της πατρίδας μου μέσα στο μεγάλο κι επιβλητικό κάστρο το οποίο οι πρόγονοί μου το φτιάξανε χιλιάδες χρόνια πριν. Τον περισσότερο καιρό του χρόνου αν επισκεπτόσασταν το μέρος που ζω θα νομίζατε πως το περικλείει η θάλασσα καθώς τα σύννεφα τα οποία βρίσκονται χαμηλότερα από την κορυφή του αγαπημένου βουνού αυτήν την εικόνα σου δίνουν, πως βρίσκεσαι σε νησάκι καταμεσής στον ωκεανό.’’
Τα παιδιά κρεμόντουσαν από τα χείλη του Έντο όση ώρα εκείνος μίλαγε και πολλές φορές μπήκανε στον πειρασμό να τον ρωτήσουν για τα μέρη που ζούσε και για το κάστρο που φαινόταν τόσο παραμυθένιο, δε το κάνανε όμως από φόβο μήπως τον ενοχλήσουν κι εξαφανιστεί ξαφνικά όπως είχε έρθει. Έτσι τον άφησαν να μιλάει και μόνο επιφωνήματα θαυμασμού έβγαιναν συχνά πυκνά από τα στόματά τους.
Ο Έντο λοιπόν συνέχισε την ιστορία του.
‘’Ζούσαμε πολύ ειρηνικά για πάρα πολλά χρόνια, χωρίς να πειράξουμε κανέναν, μιας και οι επαφές μας με τον υπόλοιπο κόσμο δεν ήταν πολύ συχνές, παρά μόνο όταν χρειαζόμασταν κάτι το οποίο δεν μπορούσε να μας το δώσει η γη μας.
Αραιά και που, μας επισκεπτόταν ταξιδευτές και γυρολόγοι, τους οποίους φιλοξενούσαμε στα δωμάτια των ξένων που οι αρχιτέκτονές μας τα είχαν φτιάξει ακριβώς γι αυτό το λόγο.
Οι πρόγονοί μου βασίλευαν δίκαια και με σύνεση χιλιάδες χρόνια και κοιτούσαν το καλό του λαού μας και έτσι ποτέ οι υπήκοοί μας δεν είχαν εξεγερθεί εναντίον μας, γιατί δεν είχαν λόγο να το κάνουν. Συμμετείχαν στις χαρές της βασιλικής οικογένειάς μου με τον ίδιο τρόπο, που κι εμείς συμμετείχαμε στις δικές τους χαρές.
Οι γάμοι όλων των ανθρώπων του λαού μας γινόταν πάντα μέσα στο παλάτι της οικογενείας μας και τα έξοδα του γάμου βάρυναν πάντα τον βασιλιά και πατέρα μου γενναίο Ντερκ. Ο πατέρας μου αμέσως μετά τον γάμο, φρόντιζε έτσι ώστε το ζευγάρι να έχει το δικό του σπίτι στα πόδια του παλατιού, για να μπορεί να ζει με ευπρέπεια.
Έτσι γινόταν πάντα κι έτσι γίνεται ακόμη και σήμερα.
Μ’ αυτό τον τρόπο οι πρόγονοί μου κατάφεραν να είναι αξιαγάπητοι στο λαό τους, καθώς η ευημερία του λαού ήταν το πρώτο μέλημά τους.
Κατάφεραν ακόμη κι εξάλειψαν κάθε είδους αδικία και βία, ώστε δεν υπήρχαν παρά ελάχιστοι πολεμιστές κι αυτοί χρησιμοποιούσαν τα ξίφη τους, μόνο όταν κάνανε την καθημερινή τους εκπαίδευση και πουθενά αλλού, μα σας λέω, πως μπορεί να είναι λίγοι, αλλά φτάνουν και περισσεύουν, γιατί έχουν αναπτύξει μια τεχνική, που δύσκολα μπορεί κάποιος να τα βάλει μαζί τους.
Αυτή την τεχνική μου διδάξανε και μένα, όταν έγινα άνδρας.
Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα στην αυλή του παλατιού και στους δρόμους της πόλης μου, μαζί με τα παιδιά των υπηκόων του βασιλείου.
Παίζαμε ξέγνοιαστα κι ανέμελα χωρίς να ξέρουμε τι θα πει φόβος.
Όταν έγινα δεκαπέντε ετών και πέρασα τη δοκιμασία του άγριου αλόγου μου, αυτό που βλέπετε τώρα μπροστά σας και το όνομά της είναι Εντόρα, πέρασα δικαιωματικά στην κατηγορία των αντρών και ανάλογη ήταν και η εκπαίδευσή μου.
Εκείνο το βράδυ ένα παράξενο όραμα είχα την ώρα που κοιμόμουν.
Έβλεπα εκατοντάδες πουλιά να έρχονται και να τσιμπάνε το κεφάλι μου και γω ουρλιάζοντας και προσπαθώντας να ξεφύγω, να πέφτω από τα τεράστια και ψηλά τείχη του κάστρου στον μεγάλο γκρεμό, ώσπου την ώρα που νόμιζα πως θα συγκρουόμουν με τους κοφτερούς και απότομους βράχους, ένα λευκό σύννεφο να έρχεται με ορμή από κάτω μου και να με παίρνει στη μαλακή αγκαλιά του, να με σηκώνει ψηλά πολύ, τόσο, ώστε οι άνθρωποι που έβλεπα κάτω μου φαινόταν μικρότεροι κι από τα μυρμήγκια και έπειτα να με αφήνει στο αγαπημένο μου γρασίδι μπροστά ακριβώς από την είσοδο του παλατιού.’’
Εκείνη την ώρα ένας αναστεναγμός ανακούφισης βγήκε από τα στόματα όλων των μικρών παιδιών και σιγοψιθυρίσματα ικανοποίησης ακουστήκανε από τα χείλη τους.
Ο νεαρός πρίγκιπας Έντο χαμογέλασε ικανοποιημένος για την προσήλωση που δείχνανε τα παιδιά στην ιστορία του και συνέχισε.
‘’Την επόμενη μέρα είπα το όραμά μου στον μεγαλύτερο σε ηλικία σοφό του παλατιού και κείνος μου είπε πως κάτι άσχημο θα συμβεί στη ζωή μου, το οποίο όμως δε πρέπει να με φοβίζει, καθώς θα ‘ναι προσωρινό και ανώδυνο.
Τα λόγια οφείλω να ομολογήσω πως ενώ στην αρχή με φόβισαν, στο τέλος μου άφησαν μια γλυκιά γεύση.
Έτσι λοιπόν περίμενα πολλά χρόνια να μου συμβεί κάτι άσχημο, ώσπου τελικά μια μέρα κάτι άσχημο συνέβη, αλλά όχι σε μένα που περίμενα, μα στην αγαπημένη μου Ανέλια.
Την Ανέλια τη γνώρισα μια μέρα όπου είχα πάει για κυνήγι στο μεγάλο και πυκνό δάσος, έξω από τα τείχη του κάστρου.
Στήναμε με τους φίλους μου παγίδες στα δέντρα για να πιάσουμε πουλιά, όταν μια γλυκιά μελωδία ακούστηκε κάπου κοντά μας, την οποία συνόδευε μια πολύ ευγενική, εξαίσια και τρυφερή φωνή.
Αμέσως ξέχασα τις παγίδες και μαζί με τους φίλους μου πλησιάσαμε στο σημείο από όπου ακουγόταν αυτή η θαυμάσια μουσική με την θεϊκή φωνή να την πλαισιώνει.
Κρυφτήκαμε πίσω από τις φυλλωσιές των δέντρων και στα μάτια μας ήρθε η προσωποποίηση της ομορφιάς. Όμοια με συλφίδα, βγαλμένη λες μέσα απ’ τα κρυφά όνειρα κάθε αρσενικού, σου ‘δινε την εικόνα της τελειότητας μέσα στο λευκό της φόρεμα, με τα κατάξανθα μαλλιά της να ανεμίζουν στο ρυθμό της μελωδίας, λες και κάποιος θεός φρόντιζε ώστε ο άνεμος να χορεύει μαζί τους.
Δεν μπόρεσα να μείνω για πολύ ώρα κρυμμένος, καθώς φοβήθηκα πως θα εξαφανιζόταν χωρίς να προλάβω να της μιλήσω. Έτσι με τόλμη που ακόμη και τώρα με εκπλήσσει μα που δε μετανιώνω, εμφανίστηκα μπροστά της χαιρετώντας την. Εκείνη με έκπληξη θαρρώ με κοίταξε, σταμάτησε το τραγούδι και μου μίλησε.
Πως βρέθηκα σε τούτη την πλευρά του δάσους ήταν τα πρώτα της λόγια κι αφού της εξήγησα της είπα το όνομά μου. ΄΄Με λένε Ανέλια΄΄ μου είπε και το όνομά της χαράχτηκε σαν πύρινη ανεξίτηλη γραφή στην καρδιά μου.
Μου είπε πως μένει εκεί κοντά με την οικογένειά της και για να μη σας ταλαιπωρώ με την πολυλογία μου μικροί μου φίλοι γνώρισα την ζεστή οικογένειά της. Από κείνη την ημέρα οι επισκέψεις μου στο σπίτι της έγιναν καθημερινές και η έλξη που νιώθαμε μεταξύ μας μετατράπηκε σε συμπάθεια η οποία με τη σειρά της άφησε τη θέση της στην αγάπη. Μια αγάπη ανείπωτη όπου μόνο άνθρωποι που την έχουν ζήσει μπορούν να καταλάβουν.
Την ημέρα της ένωσης μας με τα δεσμά του γάμου στο παλάτι του πατέρα μου εκείνη τη μέρα έγινε πραγματικότητα το όραμα που ο σοφός του βασιλείου μου είχε προβλέψει.
Αντί να εμφανιστεί η αγαπημένη μου Ανέλια να περνά τις πόρτες του κάστρου την οικογένειά της είδα με τα μάτια βουρκωμένα και αμέσως το μυαλό μου πήγε στο κακό.
Μου είπαν μέσα στα αναφιλητά τους πως ένας απάνθρωπος μάγος έκανε την εμφάνισή του ξημερώματα στο σπίτι τους και χωρίς να πει τίποτα άρπαξε την Ανέλια και εξαφανίστηκε μέσα στο δάσος.
Ο γεροντότερος σοφός του παλατιού αμέσως ρώτησε τους γονείς της να του πουν τα χαρακτηριστικά του μάγου που άρπαξε την αγαπημένη μου.
Αυτοί του είπαν πως φόραγε ένα λευκό ρούχο από πάνω ως κάτω. Τα μαλλιά είχανε το χρώμα που έχουν τα στάχυα όταν ωριμάζουν μα το χρώμα του δέρματός του ήταν σαν του βρεγμένου χώματος, βρώμικο και μαύρο. Ένας πορφυρός μανδύας συμπλήρωνε την ένδυσή του κι ένα ξύλινο ραβδί κράταγε στα χέρια του.
Ο σοφός αφού τους άκουσε με προσοχή με πήρε παράμερα και άρχισε να μου λέει ποιος είναι τούτος ο παράξενος μάγος και τι ζήταγε από μένα κλέβοντας την αγαπημένη μου την ημέρα του γάμου μας.
΄΄Παιδί μου Έντο η ιστορία που θα ακούσεις έχει διάρκεια χιλιάδες χρόνια όταν ακόμη το βασίλειό μας δεν υπήρχε. Ο πρώτος πρόγονός σου και υπεύθυνος για την ίδρυση τούτης της πόλης και του βασιλείου που απολαμβάνουμε αιώνες τώρα Λάντο τόλμησε πάνω στον ενθουσιασμό του να τα βάλει με την φυλή των μάγων που ζουν στα έγκατα τούτου του βουνού για μια γυναίκα.
Με περίεργο τρόπο βρέθηκε στις υπόγειες πόλεις των μάγων και κατάφερε να ξεγελάσει όλους τους φρουρούς που φυλάνε τις εισόδους των πόλεων τους και να κλέψει την αγαπημένη όλων των μάγων που κρατούσαν φυλακισμένη την ψυχή της σε έναν λαβύρινθο από στοές.
Λένε πως ένα παιδί που δεν ξεπερνούσε τα οκτώ του χρόνια τον βοήθησε άγνωστο πως και κατάφερε αυτό που κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει.
Οι μάγοι εξαπέλυσαν κυνηγητό για να τον πιάσουν μα το μόνο που κατάφεραν ήταν να σκοτώσουν για πάντα την αγαπημένη του Λάντο όταν αυτή αδύναμη από τη γέννα του γιου της σε μια στιγμή αδυναμίας όταν οι πόνοι του τοκετού γίνανε ανυπόφοροι επικαλέστηκε τη βοήθεια μιας γριάς μαίας η οποία κατευθυνόμενη από τους μάγους θανάτωσε την ψυχή της κρυφά και ξέρεις πως όταν η ψυχή κατευθυνθεί προς τα σκοτάδια της αβύσσου τότε και το σώμα φθείρεται και πεθαίνει πολύ σύντομα.
Ο Λάντο τότε εξαπέλυσε έναν άγριο πόλεμο εναντίον των μάγων και σε σύντομο χρονικό διάστημα θανάτωσε αρκετούς από δαύτους μα όχι όλους. Εκείνοι φοβισμένοι σταμάτησαν να κάνουν την εμφάνισή τους στο βασίλειό μας κι έτσι ένα είδος ανακωχής υπήρξε μεταξύ μας για εκατοντάδες χρόνια. Μέχρι που σήμερα εμφανιστήκανε και δεν ξέρω για ποιο λόγο διάλεξαν εσένα για να κάνουν τόσο κακό. Ίσως η ομορφιά της Ανέλια να έπαιξε το δικό της ρόλο στην απόφαση να την κλέψουν.
Θα σου δώσω ένα φυλαχτό γιατί ξέρω πως θα τρέξεις στο κατόπι τους για να μπορέσεις να την ελευθερώσεις. Τούτο το φυλαχτό κρατάει από γενιά σε γενιά και αυτό ήταν που έδωσε δύναμη στον Λάντο να τα βάλει μαζί τους εκτός από το παράξενο αγόρι που συνάντησε και τον βοήθησε.΄΄
Αυτά τα λόγια μου είπε ο σοφός της παλατιού μου κι ευθύς αμέσως με πήρε στα υπόγεια του ανακτόρου για να μου το δώσει.’’
Τα παιδιά όλη αυτή την ώρα δεν έβγαζαν κιχ και ανυπόμονα, το ‘βλεπες στα μάτια τους, περίμεναν την συνέχεια της ιστορίας του Έντο, ο οποίος αργά και σταθερά συνέχισε.
‘’Παραξενεύτηκα όταν είδα να παίρνει ένα βιβλίο το οποίο πρέπει να είχε γραφεί αιώνες πριν και να βγάζει από μέσα του ένα κομμάτι γαλάζιο ύφασμα και να μου το δίνει.
Δεν πρόλαβα καλά καλά να τον ρωτήσω τι βοήθεια μπορεί τούτο το ύφασμα να μου προσφέρει όταν μου είπε πως αυτό το ύφασμα ανήκε στον μανδύα του Λάντο όταν άρχισε τη μάχη εναντίον των μάγων. Τον μανδύα του τον είχε δώσει ο Γκέρκο φημισμένος μάγος και τελευταίος της φυλής των Ακάμ που ζούσαν σε έναν τελείως διαφορετικό κόσμο από τον δικό μας. Το ύφασμα του μανδύα είχε μεγάλες μαγικές ιδιότητες καθώς θα τον προστάτευε από τα μαγικά κόλπα που οι εχθροί μάγοι θα του έκαναν. Ακόμη λειτουργεί και σαν ασπίδα για τα φονικά όπλα των πολεμιστών φυλάκων των εισόδων της πόλης τους.
Αφού μου είπε αυτά τα λόγια καβάλησα το άλογό μου την Εντόρα και ξεκίνησα να βρω την αγαπημένη μου Ανέλια.
Στο δρόμο και πριν το πυκνό δάσος συνάντησα μέσα στην ομίχλη ένα παράξενο αγόρι να στέκεται στη μέση του δρόμου μου και να κοιτά με τα παράξενα γαλάζια μάτια του κατευθείαν μέσα στα δικά μου.
Μου έκανε νόημα να σταματήσω και γω σταμάτησα.
΄΄Τι θέλεις;΄΄ τον ρώτησα.
΄΄Να μ’ ανεβάσεις στην Εντόρα και να μου κάνεις μια βόλτα΄΄ είπε.
Δεν παραξενεύτηκα που γνώριζε το όνομα του αλόγου μου γιατί όλοι στο βασίλειο γνωρίζανε τη μάχη που έδωσα για να μπορέσω να το καβαλικέψω μα βιαζόμουν να βρω την Ανέλια και υποσχέθηκα πως δε θα αργήσω και πως θα γυρίσω να του κάνω βόλτα με το άλογό μου σύντομα.
Το παιδί με κοίταξε θλιμμένα και εξαφανίστηκε μέσα στην ομίχλη πριν προλάβω να τον ρωτήσω τίποτα άλλο και πριν τον χαιρετήσω.
Δεν έδωσα όμως μεγάλη σημασία σε τούτη τη συνάντηση καθώς το μυαλό μου βρισκόταν κοντά στην αγαπημένη μου.
Όσο κι αν έτρεξα όσο κι αν έψαξα δεν μπόρεσα να βρω ούτε ένα ίχνος από την Ανέλια ή από την πόλη των μάγων. Σπιθαμή προς σπιθαμή έψαξα όλο το πυκνό δάσος και αμέτρητα χιλιόμετρα κάθε μέρα έκανα χωρίς να βρω κάτι που να μου δείχνει τι δρόμο πρέπει να ακολουθήσω ώσπου μια μέρα απογοητευμένος καθώς ήμουν είχα σκύψει σ’ ένα ρυάκι για να πιω νερό όταν είδα στα ήσυχα νερά του ρυακιού ένα γνωστό πρόσωπο να με κοιτά θλιμμένα.
Σήκωσα τα μάτια μου και είδα ξανά το παράξενο αγόρι που είχα συναντήσει μήνες πριν όταν ξεκίνησα το ταξίδι μου.
΄΄Μου υποσχέθηκες πως θα με πας βόλτα με την Εντόρα και δεν κράτησες την υπόσχεσή σου΄΄ μου είπε με δακρυσμένα σχεδόν μάτια.
Ήταν η δεύτερη φορά στη ζωή μου που ένιωσα τόσο άσχημα μετά την αρπαγή της Ανέλια, γιατί πράγματι είχα υποσχεθεί στο νεαρό μου φίλο αυτό που ζητούσε, μα εγώ εγκλωβισμένος στις δικές μου σκέψεις, ενώ θα μπορούσα να είχα δώσει λίγη χαρά στα όμορφα τούτα γαλάζια μάτια που με κοίταζαν, αθέτησα την υπόσχεσή μου, λες και θα μου ήταν πολύ δύσκολο να διαθέσω μια ώρα από το κυνήγι, για να δώσω την ικανοποίηση σε τούτη την αθώα ψυχή.
Θυμάμαι ακόμη και τώρα τα λόγια ενός σοφού της φυλής μου ‘’ δεν υπάρχει κανείς λόγος να κάνεις ένα παιδί να κλάψει για κάτι που θα σου ζητήσει και εσύ μπορείς να του το δώσεις. Όταν μεγαλώσει να είσαι σίγουρος πως θα κλάψει για πολύ πιο σημαντικά πράγματα’’.
Αμέσως τον πήρα στην αγκαλιά μου και τον έβαλα να καθίσει στα καπούλια της Εντόρας η οποία με χαρά σχεδόν άρχισε στην αρχή να βηματίζει με χάρη και έπειτα ξεκίνησε έναν αργό καλπασμό ο οποίος άρχισε να γίνεται όλο και πιο γρήγορος ώσπου τότε κάτι παράξενο και μαγικό άρχισε να συμβαίνει.
Η Εντόρα λες κι είχε βγάλει φτερά μπορούσε να πετάει και έτσι είδα να αιωρούμαστε από το έδαφος και το μόνο που άκουγα ήταν τα γέλια του μικρού μου φίλου ο οποίος δεν τρόμαξε καθόλου απ’ αυτή την εξέλιξη παρά απολάμβανε τούτη τη βόλτα.
Στην αρχή φοβήθηκα μήπως κάποιο τέχνασμα των μάγων ήταν και το χέρι μου έπιασε το κίτρινο ύφασμα του μανδύα του προγόνου μου μα ο νεαρός φίλος βλέποντας το μου είπε πως δε μας χρειάζεται ακόμη.
Ταράχτηκα στα λόγια του και καθώς περνούσαμε πάνω από τα βουνά με τις γεμάτες δέντρα πλαγιές τον ρώτησα ποιος ήταν.
Μου είπε πως δεν έχει σημασία ποιος είναι και πως το μόνο που έχει σημασία είναι να με οδηγήσει στην Ανέλια.
Οδήγησε την Εντόρα σε ένα σημείο του κόσμου όπου δεν είχα ταξιδέψει ποτέ και δε θα μου άρεσε καθόλου να το κάνω. Ήταν μια άγονη γη με το χώμα να είναι κόκκινο και δεν έβλεπες τίποτα άλλο παρά μόνο μαύροι βράχοι τεράστιοι να χαλάνε τη μονοτονία του κόκκινου άνυδρου τοπίου. Με οδήγησε χαμηλά και η Εντόρα πάτησε ξανά τα πόδια της στο έδαφος και άρχισε σιγά σιγά να ξαναβρίσκει το χαμηλό ρυθμό και να με κατευθύνει σε ένα λείο βράχο ανατολικά λες και το άλογό μου ήξερε που έπρεπε να πάμε.
Όλη αυτή την ώρα το αγόρι δεν έβγαλε μιλιά και παραξενεμένος κοίταξα στην πλάτη του αλόγου για να τον δω μα έκπληκτος διαπίστωσα πως είχε εξαφανιστεί. Κοίταξα δεξιά κι αριστερά μήπως τον δω μα δεν παρατήρησα καμιά κίνηση.
Έστρεψα το βλέμμα μου προς τον μεγάλο λείο βράχο μπροστά μου. Λίγο πριν φτάσουμε παράξενα πουλιά εμφανίστηκαν στον ουρανό και άρχισαν να πετάνε από πάνω από το κεφάλι μου κάνοντας κύκλους λες και μυρίστηκαν φαγητό.
Έπιασα τούτη την ώρα το ύφασμα όπου ο σοφός της φυλής μου έδωσε και με θάρρος πίεσα την Εντόρα να καλπάσει γρήγορα ώσπου έφτασα στον λείο βράχο.
Μια σχισμή είδα απ’ όπου ένα πορφυρό φως έβγαινε από μέσα και έκανα προς τα κει.
Μπήκα μέσα στο βράχο με προσοχή και είδα μια λίμνη με καθαρό νερό στη μέση της σπηλιάς. Πλησίασα και έσκυψα να δοκιμάσω το νερό μα τρόμαξα και πισωπάτησα καθώς είδα μια παράξενη μορφή να μου χαμογελά και να μου λέει.
΄΄Επειδή η καρδιά σου είναι ατόφια και αγνή σαν τούτα δω τα νερά θα σε βοηθήσω να φτάσεις στο σκοπό σου. Είμαι ο Γκέρκο ο τελευταίος της φυλής των Ακάμ και αιώνιος εχθρός των υποχθόνιων μάγων που και συ κυνηγάς. Στηρίξου στις δυνάμεις του υφάσματος που κρατάς στα χέρια σου και μπες στο νερό.΄΄
Αυτά ήταν τα λόγια του και ακολούθησα τις οδηγίες του. Αμέσως μόλις μπήκα στο νερό παφλασμοί ακούστηκαν και έβγαλα το ξίφος μου.’’
Τα μάτια των παιδιών αμέσως έπεσαν στο μεγάλο σπαθί που κρεμόταν στην πλάτη του Έντο και ανατρίχιασαν περιμένοντας να ακούσουν τη συνέχεια της ιστορίας του η οποία γινόταν τώρα τρομακτική. Τα χείλη τους σφίχτηκαν καθώς ο Έντο ξανάρχισε να μιλάει.
‘’Τύλιξα με το ύφασμα τη λαβή του σπαθιού μου και περίμενα έτοιμος να αντιμετωπίσω τους μάγους και όποια δαιμόνια αποφάσιζαν να σταθούν εμπόδιο στο δρόμο μου.
Τίποτα όμως δεν έγινε παρά μόνο η εικόνα της αγαπημένης μου Ανέλια ήρθε στα μάτια μου. Την είδα να κάθεται σε ένα δωμάτιο και να κοιτά θλιμμένα απ’ το παράθυρο τα σύννεφα στον μαυρισμένο ουρανό.
Αμέσως η εικόνα της εξαφανίστηκε και τη θέση της πήρε η μορφή του απάνθρωπου μάγου που μου την έκλεψε. Άρχισε να γελάει με κακία όταν ξαφνικά σήκωσε το ραβδί του και μια πύρινη φλόγα εκτόξευσε προς το μέρος μου. Χωρίς να καταλάβω για πότε, το σπαθί μου σηκώθηκε και σαν ασπίδα όχι μόνο απέκρουσε την πύρινη φλόγα μα την έστρεψε εναντίον του μάγου και την είδα να καρφώνεται ανάμεσα στα μάτια του και να εξαφανίζεται μεμιάς.
Έπειτα είδα το πρόσωπο του Γκέρκο να με κοιτά χαμογελώντας και να μου δείχνει την Εντόρα. Τα νερά σίγησαν καθώς βγήκα έξω από τη λιμνούλα και από τη σπηλιά. Καβάλησα με μια κίνηση το άλογό μου όταν ξαφνικά είδα το μικρό αγόρι να στέκεται μπροστά μου και να με ρωτά κοιτώντας με, με κείνα τα όμορφα γαλάζια μάτια του.
΄΄Μπορείς να μου κάνεις μια βόλτα με την Εντόρα;΄΄
Γέλασα και σκύβοντας τον άρπαξα και τον έβαλα για μια ακόμη φορά στα καπούλια του αλόγου μου.
Ξεκινήσαμε και πάλι καλπάζοντας αργά, αλλά έπειτα από λίγο το καθαρό γέλιο του μικρού ακούστηκε την ώρα που αφήναμε το έδαφος και πετούσαμε σαν πουλιά προς την αγαπημένη μου. Περάσαμε πάνω από τα ίδια βουνά και θαυμάσαμε το μεγαλείο της φύσης που ξεδιπλωνόταν από κάτω μας ώσπου αρχίσαμε να κατεβαίνουμε πριν το μεγάλο πυκνό δάσος το οποίο βρισκότανε κοντά στην πόλη μου.
Γύρισα να δω το μικρό μου φίλο αμέσως μόλις πατήσαμε στο έδαφος μα κείνος είχε εξαφανιστεί για μια ακόμη φορά. Δεν παραξενεύτηκα καθόλου και ήσυχος άφησα την Εντόρα να με οδηγήσει εκεί όπου αυτή ήξερε. Με οδήγησε στο σπίτι της αγαπημένης μου και αμέσως την είδα να στέκεται στο παράθυρο και να κοιτά τον ουρανό. Τα μαύρα σύννεφα εξαφανίστηκαν μεμιάς και ένας μικρός κόκκινος ήλιος έκανε την εμφάνισή του ρίχνοντας το φως του πάνω στην αγαπημένη μου Ανέλια κάνοντάς την να φαίνεται σαν την πιο όμορφη συλφίδα που έχουν δει τα μάτια μου.
Αμέσως γελώντας έτρεξε προς το μέρος μου ανοίγοντας τα χέρια της για να με αγκαλιάσει. Πήδησα από τη ράχη του αλόγου μου κι αγκαλιαστήκαμε με δάκρυα ευτυχίας στα μάτια μας μη μπορώντας να πιστέψουμε πως παραλίγο θα χανόμασταν.
Ευχαρίστησα σιωπηλά το μικρό μου φίλο γιατί χωρίς αυτόν ποτέ δε θα ‘βρισκα την χαμένη μου αγάπη.
Αυτή μικροί μου φίλοι ήταν η ιστορία μου.
Ελπίζω να την απολαύσατε και σας λέγω τούτο.
Όταν κάποτε θα γίνετε και σεις άντρες και εμφανιστεί στο δρόμο σας κάποιο μικρό αγόρι να σας ζητήσει κάτι μη του το αρνηθείτε, κι αν κάποτε πάλι υποσχεθείτε σε μικρό παιδί κάτι φροντίστε να πραγματοποιήσετε την υπόσχεση που δώσατε γιατί τα μικρά παιδιά δεν ξεχνούν ποτέ την υπόσχεση ενός άντρα.’’
Τα παιδιά γέλασαν με την τελευταία παρατήρηση του Έντο γιατί αυτό το ‘ξεραν καλύτερα απ’ τον καθένα.
Ετικέτες: Διηγήματα, Τιμολέων Μαλλιόπουλος
Τρίτη, Μαΐου 08, 2007
Από την ποιητική συλλογή ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΖΩΗΣ - 2007 Ιδιωτική Έκδοση
0 σχόλια Καταχωρήθηκε από τον/την Count_Zero στις 2:30 μ.μ.Βάλαν την δακρυσμένη
καρυάτιδα
στην ορατή πλευρά
του θανάτου.
Η κόρη θρύψαλλα
στο πίσω μέρος
του καθρέπτη
Πριν να λαλήσει
η τρίτη νύχτα
των ματιών τους
ξαναγεννήθηκε
νερό, φως
και συγχώρεση
Ετικέτες: Νίκος Μ. Σιδέρης, Ποίηση
Δευτέρα, Μαΐου 07, 2007
Ο Αμεδαίος Φρούμελ εκ του Μέλανος Δρυμού ήτο Ουνγκεχώυερ, ήτοι τέρας, δηλαδή μονστέρ. Τώρα θα μου πείτε τι είδους τέρας ήτο; Διότι υπάρχουσιν τέρατα και τέρατα. Ητο μούκας ; Ητο σαραντάημερον ; Ητο βρυκόλαξ,τουτέστιν βαμπάιαρ; Ητο κακόδραξ,κρατσαμπάς,νεκροζώντανον ζόμπι,γκρέμλιν,διαόλι ή μη τι άλλο ; Δεν δύναμαι ειπείν καθότι ελάχιστα στοιχεία σώζονται περί της περιπτώσεώς του. Ητο πάντως καλόψυχον τέρας και βαρέως έφερε την τερατωσύνην του. Θα προτιμούσε να είναι κι αυτός ένας ροδοκόκκινος αγελαδάρης με ξανθιά γενιάδα,δερμάτινο κοντοπαντέλονο με σταυρωτή τιράντα και καπέλο με λοφίο και το βραδάκι να παίζει σιάπφκοπφ κατεβάζοντας τρία - τέσσερα λίτρα Αουγκουστίνερμπρώυ στη μπυραρία του χωριού, μα , τι να κάνουμε, ο Θεός χρειάζεται και μερικά μόνστρουμ για τον κόσμο τούτο -έτσι αποφάσισε και ποιός είναι αυτός που θα τον κρίνει ; - και άμα είναι να σε τερατέψει σε τερατεύει και δε ρωτάει. Δεν επαραπονείτο λοιπόν ο κ.Φρούμελ, απεδέχθη το ρόλο του στο θαύμα της δημιουργίας και ηκολούθησεν την κλίσιν του. Απεσύρθη στα πέριξ δάση όπου ετρέφετο με ποιός ξέρει τι - διότι έκαστον τέρατον έχει και την ιδίαν αυτού τροφήν. Συχνάκις επαραμόνευε στα μονοπάτια κι άμα περνάγανε τίποτες διαβάτες ή λοτόμοι ενεφανίζετο καμαρωτός με την τερατώδη όψιν του, εχτύπα το δεξιόν ποδάριον παταγωδώς στο χώμα κι εκούναε νευρικά τα χέρια του φωνάζοντας : "Μπρρράου! Ατσατσάο Καρκαντούρ!" ή "Κρακατάο Σακατάκ Χριουμφ Γιαλαλαού!" και οι περαστικοί ετρέποντο εις άτακτον φυγήν, άλλοτε προς την προεπιλεγείσαν κατεύθυνσιν, ήτοι αυτήν ούτην ήδη ακολουθούσαν, άλλοτε δε κατόπιν μεταβολής οπότε και επέστρεφον εις το σημείον εκκινήσεως. Θα ηδυνάμεθα λοιπόν, βασει του προσημειωθέντος κριτηρίου να ταξινομήσομεν τους υπό του κ.Φρούμελ εκπλαγέντας διαβάτας εις δύο κατηγορίας:τους ταχύτερον του αναμενομένου καταφθάνοντας εις τον προοπισμό τους (στο εξής Τ.Α.Κ.Π.) και τους απράγως επιστρέφοντες εις την αφετηρίαν και σοβαρώς αναλογιζομένους εάν θα ήτο φρόνιμον να επαναλάβουσιν το εγχείρημα (στο εξής Α.Ε.Α.Σ.Α.Φ.Ε.Ε). Τόσον οι Τ.Α.Κ.Π. όσον και οι Α.Ε.Α.Σ.Α.Φ.Ε.Ε. μετά τριήμερον αφασίαν και αϋπνίαν και ενώ εσυνεχίζοντο οι λαχανιασμοί, αι καρδιακαί ταχυαρρυθμίαι, το πάνιασμα χειλέων και προσώπου, με τρεμάμενας χείρας εδιηγούντο τα καθέκαστα και η φήμη του τέρατος εξαπλούτο λίαν ταχέως, ουχί μόνο εις τας περιοχάς Βαυαρίας και Τυρόλου μα και μεταξύ Σουηβών, Πολωνών, Βυρτεμβεργίων και άλλων Τευτονικών και Σλαυικών φύλων. Ορισμένοι εξ αυτών υπερέβαλον τα μάλα, ομιλούντες περί τετρακεφάλου δαιμονικού φέροντος αιχμηρούς οδόντας, εκπέμποντος πύρ και φλόμους εκ του στόματος,κραυγάζοντας δήθεν "Γκράουαρρρ Μπουργκόϋερ Μουλάμπα Κανιέμπα Φαραντούρρ!", λόγια που, βεβαίως, ποτέ δεν εξεστόμισε ο Φρούμελ. Με τα χρόνια βέβαια κατάλαβαν όλοι πως επρόκειτο περί καλοκαγάθου και ουχί μισανθρώπου υπάρξεως και όλοι επεζήτουν να τον εσυναντήσουν. Εθεωρείτο μάλιστα πολύ γουρλίδικο να πεταχτεί αίφνης μπροστά σου ώστε τα προσφιλή πρόσωπα ηύχοντο εις τους προς ταξίδιον αναχωρούντες "Γκέε μιτ Φρούμελ" ή "Γκούτεν Φρούμελ άουφ ντεν βέγκ", ¨ητοι "Ο Φρούμελ μαζί σου" και "Καλό Φρούμελ στη στράτα σου". Οι τυχεροί που τονε συναντούσαν σταμάταγαν να του κάνουν παρέα κι αυτός τους μιλούσε για τους αστερισμούς και πως γεμίζει το φεγγάρι, για την επίδραση του αποσπερίτη στους έρωτες, για βότανα και γιατρικά και μαγικές στάχτες, για νάνους που γουργουρίζουν και κοροϊδεύουν τους κυνηγούς, για την πρωϊνή δροσιά και τη σημασία της για την επιδερμίδα των Νιμπελούνγκεν, για τους μεσημβρινούς των Δρυϊδιδων απ'όπου μπορούσαν να σου μιλήσουν αλλοεθνή ξωτικά π.χ. ο Πουκ κι ο Ομπερόν και που μέσα από αυτούς στέλνανε Αλβιονική υγρασία στους Τεύτονες αερικούς, με το αζημίωτο βέβαια γιατι κι αυτοί τους στέλνανε Τυρολέζικα βελανίδια και εντελβάις για τις νεραϊδούλες τους. Σε κάποιον τακτικό επισκέπτη μάλιστα, φίλοι πια και που του είχε εμπιστοσύνη, έδωσε την συνταγή ενός ποτού που είχε μαστορέψει ο ίδιος να την εκμεταλευτεί καταπώς νομίζει. Το ποτόν αυτό παρήχθη εργοστασιακώς, εγνώρισε δε αξιόλογον επιτυχίαν. Παραδόξως, τα τελευταία χρόνια, εξηφανίσθη από τις προθήκες ποτοπωλείων και μπαρ, εσυγκαταλέγετο πάντως εις τα αφροδισιακώς δρώντα, ως συνάγεται εκ λαϊκού τινός άσματος : "Θα πιούμε και ουίσκι, θα πιούμε και σαμπάνια, θα πιούμε τζιν και φρούμελ, θα πιούμε και μπανάνα, Αθηναίϊσα...". Oταν γαντζώθηκαν για τα καλά στην εξουσία εκείνες οι νευρωτικές ξανθόψειρες οι νατσιονάλσοτσιαλίστεν που σε κοιτάγανε στα δόντια να δούνε άμα τους κάνεις για τη χιλιόχρονη αυτοκρατορία τους, στήσανε κάμποσα στρατόπεδα συγκεντρώσεως κι άρχισαν να μαντρώνουν όσους δεν τους καλαρέσανε, τους θανατώνανε αφού πρώτα μένανε πετσί και κόκκαλο και μετά τους καίγανε σε κάτι φούρνους και τους κάνανε σαπούνια. Ο Φρούμελ ούτε ξανθός ήτανε, ούτε άρειες αναλογίες είχε κι έτσι πήρε κι αυτός την άγουσαν μαζί με τσιγγάνους, κομμουνιστές, ανάπηρους, κοντούς, Εβραίους, φιλελεύθερους κι άλλους παράξενους. Να, τέτοιες παλιανθρωπιές κάνανε οι τσογλαναράδες! Απ' την άλλη πάλι, σκέφτομαι, αν ζούσε σήμερα ο Φρούμελ μπορεί και να τον κάνανε αξιοθέατο και νά' ρχονταν τίποτε κακομαθημένα παιδαρέλια με τις μαμάδες τους, να του πετάγανε φυστίκια και να γελάγανε μαζί του, κι αυτό δεν θα το άντεχε ο καημένος, θα πάθαινε στεναχώρια και θ' αυτοκτονούσε. Ισως είναι καλύτερα έτσι!
Παράρτημα.
Σώζεται ένα σχετικό δημοτικό τραγούδι, σε μουσικό ύφος σονέτου του περασμένου αιώνα, με τους χαρακτηριστικούς Τυρολέζικους λαρυγγισμούς (Jodeln). O στιχουργός παραμένει άγνωστος και, όπως τα περισσότερα δημοτικά, υπέστη αλλοιώσεις και προσθήκες στην πορεία του χρόνου. Στην τρίτη στροφή π.χ. είναι σαφής μια "αναχρονιστική" προσθήκη που δεν μπορεί να χρονολογηθεί πριν από το μεσοπόλεμο.
Μπήκα στο Μέλανα Δρυμό
μ'έναν πολύ βαρύ καημό
ψάχνω να βρώ το τέρας
ο δυστυχής πατέρας.
Είμαι ο Φρούμελ ο πρεσβύτερος
χαλκόχρους - ένεκα ο ίκτερος
σε όλους προκαλεί το δέος
ο υϊός μου ο Αμεδαίος.
Εγέννησα ένα μονστέρ
που βρυχάται σαν τρακτέρ
εγέννησα ένα τέρατον
γαμώ το κέρατον.
http://www.delirium.gr
Ετικέτες: Αντώνης Ε. Καναβούρας, Διηγήματα
Κυριακή, Μαΐου 06, 2007
Τετάρτη, Μαΐου 02, 2007
Ξυπνώ σ’ ένα δωμάτιο με σκιές
Από το χώρο αναδύονται θεοί και άνθρωποι
Και χλουπ! τους καταπίνει πάλι
-«Κάνε μου έρωτα»
Ψιθυρίζει μια θεά και μού πιάνει τους όρχεις
-«Πού βρίσκομαι;» αναρωτιέμαι
-«Στο νου σου» λέει καθώς διαλύεται σε κόκκους
»Αυτός δημιουργεί ό,τι βλέπεις κι ακούς…»
Ακαριαία, ο χώρος κρυσταλλώνεται
Γίνεται συμπαγής υαλόμαζα
Εγκλωβίζοντας για πάντα μορφές και λόγια.
Στέκω γυμνός σ’ έναν αγρό
Στην παλάμη κρατώ μια κρυστάλλινη σφαίρα, -το νου μου
Εντός της διαδραματίζονται το παρελθόν, το μέλλον
Τα πόδια μου μεταβάλλονται σε μυρμήγκια
Κατέρχομαι στις χώρες των νεκρών.
Ο Larry Cool έχει γράψει το μυθιστόρημα, ΤΟΝ «ΚΑΝΕΝΑ»... ΘΑ ΤΟΝ ΦΑΩ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ!, εκδόσεις Τυφλόμυγα-Αμόνι. Κριτικές:
http://librofilo.blogspot.com/2006/10/larry-cool-jpmanchette.html#comments http://tsamatis.blogspot.com/2006/10/larry-cool.html
http://ta-nea.dolnet.gr/print_article.php?e=A&f=18679&m=P22&aa=1
http://book.attack.gr/?p=53
http://agavazo.blogspot.com/2006/08/larry-cool.html
Βιβλιοπωλεία: Παπασωτηρίου - www.papasotiriou.gr, Πρωτοπορεία - www.protoporia.gr, Πολιτεία, Ιανός, Ανεμολόγιο - www
Αντιαπαγορευτικό φεστιβάλ για τη μείωση της βλάβης από τις εξαρτήσεις, 4-5 Μάη
0 σχόλια Καταχωρήθηκε από τον/την Count_Zero στις 2:55 μ.μ.Ηλιόσποροι (Νέοι Πράσινοι) Δίκτυο Πληροφόρησης- Δράσης Νέων για την Πολιτική και Κοινωνική Οικολογία -http://www.iliosporoi.org/- www.myspace.com/iliosporoiiliosporoi (Young Greens) InfoAction Youth Network on Political and Social Ecology -http://www.iliosporoi.org/- www.myspace.com/iliosporoi