Τετάρτη, Ιουνίου 06, 2007
Κοίτα γύρω σου, πρόσεξε κάθε μικρή λεπτομέρεια της μεγαλοφυής δημιουργίας σου. Κοίτα την θάλασσα που δημιούργησες για να ποθείς την ελευθερία της. Κοίτα την φύση που γέννησες για να λαχταράς να ξεχυθείς μέσα της. Κοίτα όλ’ αυτά τα μικρά, ανόητα ανθρωπάκια που έπλασες για να αναζητάς την δική τους ευτυχία, αυτήν που εσύ τους πρόσφερες για να πάρεις πίσω όταν σε ικανοποιεί. Κοίτα ψηλά, στον άπιαστο ουρανό, αυτόν που τοποθέτησες εκεί για να γονατίσεις μπροστά του.
Πόσο αστεία είσαι…
Τρεκλίζεις μέσα στο ίδιο σου το δημιούργημα, κλαίς, πονάς, ουρλιάζεις με οργή μέσα στον θρήνο σου… και λατρεύεις την κάθε στιγμή!
Υψώνεις με τόση προσοχή τους τοίχους σου για να χτυπηθείς αργότερα πάνω τους, σπαράζοντας για την ύπαρξή τους, ικετεύοντας την ανυπαρξία τους.
Φτιάχνεις γύρω σου κύκλο από περίτεχνους καθρέφτες, καρτερώντας να τους σπάσεις, να σε ματώσουν, να τονίσουν το κενό σου…
Το κενό… αυτό το ανύπαρκτο φωτεινό δημιούργημα που σε τυφλώνει με την λαμπρότητά του. Το πιο φρικτό σου γέννημα, το πιο ολέθριο και το πιο λατρεμένο. Αυτήν την αχόρταγη χοάνη, που ψάχνεις απελπισμένα να ονοματίσεις για να μπορέσεις να την ξορκίσεις. Αυτήν που παλεύεις απεγνωσμένα να γεμίσεις, πετώντας μέσα της ότι πολυτιμότερο από τον κόσμο σου, τα συναισθήματά σου, τις πράξεις σου, τα πιο αγαπημένα σου πλάσματα και όσο περισσότερα πετάς μέσα της, τόσο εκείνη μεγαλώνει, θεριεύει, καταπίνει ότι κι αν ρίξεις για να ξεράσει δαίμονες που σε καταδιώκουν. Θυσιάζεις τα σπλάχνα σου σε αυτήν, γνωρίζοντας ότι θα τα μετατρέψει σε αδυσώπητους φονιάδες ψυχής, μα συνεχίζεις… Γιατί λατρεύεις να την θρέφεις!
Και πόσο την αγαπάς αλήθεια… Με ζηλευτή ευλάβεια πλάθεις τους θησαυρούς σου για να τους πετάξεις μέσα της, λατρεύοντας το παιχνίδι σου μαζί της, σαστίζοντας μπροστά στην μοναδικότητα του πιο απλού και πιο τέλειου δημιουργήματός σου. Γιατί δεν είσαι παρά μια ανόητη!
Ανασκαλεύεσαι με απόκρυφες γνώσεις και τέχνες, ενθουσιάζεσαι μέσα σε αυτά που πιστεύεις ότι θα σε συναρπάσουν, αυτά που νομίζεις ότι θα γεμίσουν το λατρεμένο σου κενό. Βουτάς μέσα σε βιβλία που έγραψαν οι γιοί και οι κόρες σου, αυτά που εσύ τους υπαγόρευες για να ατενίζεις τώρα σαν πρώτη φορά, να ζήσεις την ψευδαίσθηση της πρώτης φοράς και αυτό σε συναρπάζει περισσότερο.
Κοιτάς γύρω σου τα παιδιά σου, ψαχουλεύεις να αρπάξεις αυτό που είναι δικό σου μέσα τους, αυτό που ΕΣΥ φύτεψες εκεί, για να παίξεις κρυφτούλι με τον εαυτό σου, για να τον απορρίψεις και να τον καταστρέψεις. Αυτοί είναι οι ζωντανοί σου καθρέφτες.
Που και που νομίζεις ότι το κενό σου πάει να γεμίσει και ταράζεσαι, χλομιάζεις. Τότε φτιάχνεις τους πιο περίτεχνους, τους πιο αριστουργηματικούς σου καθρέφτες: φτιάχνεις εσένα και σε ντύνεις διαφορετικά, με άλλο αίμα και άλλο πετσί. Γονατίζεις μπροστά σου και αφήνεσαι να κομματιαστείς με τα χέρια ανοιχτά. Εσύ! Που ατενίζεις στα μάτια τους Θεούς σταθερά χωρίς ίχνος φόβου. Εσύ, που κοιτάς τους δαίμονες με βλέμμα παγερό και ειρωνικό προκαλώντας τους ανοιχτά! Εσύ η ίδια, γονατίζεις ανίκανη μπροστά στο μόνο πράγμα που μπορεί να σε τσακίσει: τον εαυτό σου.
Το γνωρίζεις καλά, μα αρνείσαι να το δεχθείς, φοβούμενη ότι θα διαπράξεις την υπέρτατη ύβρη κι έτσι θυμίζεις στον εαυτό σου συνέχεια ότι δεν είσαι Θεός. Φυσικά και δεν είσαι… πως θα μπορούσες να είσαι; ΑΥΤΟ είναι η ύβρης! Οι Θεοί στέκονται μακριά από σένα, εκεί που τους τοποθέτησες, πολύ μακριά, για να μην σου θυμίζουν ότι είσαι ανώτερη, ότι εσύ τους γέννησες, ότι εσύ είσαι η Δημιουργός… και σου χαλάσουν το παιχνίδι…
Και αναρωτιέμαι…
Ποια είναι πιο ανόητη; Εγώ που σου μιλώ ή εσύ που με ακούς;
σε μερικα σημεια θυμιζει εφηβικο ποιημα.
Δεν ηταν ασχημο.