Δευτέρα, Απριλίου 21, 2008
o φίλος Thoulouaga ξαναχτυπά...
----------------------------------------------------------------------------------------------
Στο χώμα
Το πιστόλι εκπυρσοκρότησε και η σφαίρα έφυγε με τόσο μεγάλη ταχύτητα που ο αέρας έκανε χώρο για να περάσει. Στην όψη της έβλεπες ξεκάθαρα το μίσος να τη διακρίνει.
Αυτό ίσως ήταν πού έκανε ακόμα και τον αέρα να φοβηθεί και να τραβηχτεί για να μην γίνει αποδέκτης του μίσους. Τίποτε δεν μπορούσε πλέον να τη σταματήσει.
Πλησίαζε όλο και περισσότερο στο στόχο της, που μάλλον δεν περίμενε επισκέψεις τέτοιου είδους. Η σφαίρα προσπάθησε να μπει όσο πιο βαθιά γίνεται και όταν σταμάτησε εντελώς η πορεία της, άνοιξε τα μάτια.
-«Βρε καλώς τηηην!» είπε το ραπανάκι που ήταν λίγα εκατοστά πιο πέρα.
-«Α304751 κι εσύ εδώ;» είπε μια άλλη σφαίρα που ήταν πιο δίπλα
-«Όχι ρε γαμώτο, στο χώμα βρήκε να με στείλει;» είπε η σφαίρα και η απογοήτευση είχε πάρει τη θέση του μίσους στην όψη της.
-«Γιατί; Μια χαρά είναι εδώ. Θα κάνουμε παρείτσα, θα κουτσομπολεύουμε, θα περάσουμε καλά. Εδώ ρε στο χώμα, ούτως η άλλως εδώ θα έρθουν όλοι! Χοχοχοχοχο!» είπε το ραπανάκι γελώντας καθώς ξεσκονιζόταν από το χώμα που του είχε πετάξει η σφαίρα.
-«Α304751 μη στεναχωριέσαι. Καλύτερα εδώ, παρά να εξοστρακιζόμαστε δεξιά και αριστερά λες και είμαστε ανεπιθύμητες»
-«Ρε Ε681794 εγώ είχα όνειρα για μένα. Ήθελα μια μέρα να γίνω σημαντική. Ήθελα όλος ο κόσμος να μιλάει για μένα.»
-«Α το ψώνιο!» είπε το ραπανάκι που άρχιζε να διασκεδάζει με τη παρέα που απέκτησε.
Το χώμα ατάραχο δεν συμμετείχε στη συζήτηση. Είχε ανοίξει την αγκαλιά του για να υποδεχτεί ότι ερχόταν σε αυτό και προσπαθούσε να προσφέρει ότι καλύτερο μπορούσε. Ο σκοπός του ηταν αυτός. Οχι οι συζητήσεις. Ήταν συνηθισμένο σε πολλές επισκέψεις και τίποτε πλέον δεν μπορούσε να το κάνει να παρεκκλίνει από το σκοπό του. Η συγκεκριμένη περιοχή ήταν ένα χωράφι που το καλλιεργούσε ο μπάρμπα Μανώλης. Ένας συμπαθητικός γεράκος που για πολλά χρόνια είχε μια σχέση αγάπης με το χώμα - τη γη του - που και αυτό με τη σειρά του για να ανταποδώσει την αγάπη φρόντιζε και έδινε ζωή σε ότι του φύτευε.
Ο μπάρμπα Μανώλης πολλές φορές αντιμετώπιζε προβλήματα με τις καλλιέργειες μιας και λίγο πιο πέρα από το χωράφι του ήταν ένα πεδίο βολής και αρκετά βλήματα και σφαίρες πετυχαίνανε αυτά που είχε φυτέψει αντί για το στόχο.
-«Αντί να είμαι σε κανένα κεφάλι, αντί να διαλύσω κανένα αντικείμενο, αντί να είμαι πρώτο θέμα στις ειδήσεις, κάθομαι εδώ, άγνωστη μεταξύ αγνώστων.» είπε η σφαίρα εμφανώς εκνευρισμένη.
-«Εγώ πάντως είμαι ένα άγνωστο αλλά τίμιο ραπανάκι!»
-«Έχει δίκιο η Α304751. Αμα δεν προσφέρεις έντονες συγκινήσεις δεν λέει»
-«Που να ξέρει το ραπανάκι ρε Ε681794»
Τα βήματα του μπάρμπα Μανώλη διέκοψαν τη κουβέντα. Ήταν ο προγραμματισμένος έλεγχος στο χωράφι μιας και ήταν καιρός συγκομιδής και το ραπανάκι κοίταξε προς τα πάνω. Το βλέμμα του κατευθύνθηκε ξανά προς τις σφαίρες.
-«Πω πω..τι κομπλεξικές που είστε! Δεν σας αντέχω. Εδώ να μείνετε να σκουριάσετε! -
- Μπάρμπα Μανώλη έλα πάρε με. Έτοιμο είμαι. Πάρε με γιατί δεν τις αντέχω αυτές εδώ!»
Το χέρι του μπάρμπα Μανώλη χώθηκε βαθιά στο χώμα και με πολύ προσοχή τράβηξε το ραπανάκι προς τα πάνω. Οι σφαίρες κοίταξαν με παράπονο το χέρι του που ενδιαφερόταν για το ραπανάκι και όχι γι’ αυτές.
-«Χουιιιιιιιι! Είναι σουπερ εδώ!» ακούστηκε το ραπανάκι να φωνάζει αιωρούμενο στο χέρι του μπάρμπα Μανώλη.
-«Για μας θα ενδιαφερθεί ποτέ κανένας;»
-«Α304751 το πιο πιθανό είναι πως όχι. Ότι ήταν να κάνουμε το κάναμε»
-«Έτσι άδοξα ρε γαμώτο; Στο χώμα; Εσύ αυτό ήθελες Ε681794;»
-«Όχι. Είχα και γω όνειρα για μένα. Πίστεψε με. Αλλά καλύτερα έτσι παρά χειρότερα»
-«Πόσο χειρότερα; Υπάρχει χειρότερο από αυτό;»
Ένα απότομο φρενάρισμα τράβηξε τη προσοχή στη γαληνεμένη φύση. Ένα στρατιωτικό τζιπ, από αυτά που ανεβαίνουν συχνά στο πεδίο βολής, σταμάτησε και πετάχτηκε ένας φαντάρος τρέχοντας προς τα χωράφια. Οι σφαίρες νιώθανε να πλησιάζει προς αυτές.
-«Ε681794 λες να έρχεται για μας;»
-«Α304751 δεν αισθάνομαι τόσο τυχερή»
Τα ποδοβολητά του φαντάρου σταμάτησαν ακριβώς από πάνω τους και με τα χέρια του άνοιξε ένα λάκκο που σχεδόν είδαν τον ουρανό.
-«Επιτέλους! Αναγνωρίστηκε η αξία μου! Ήρθαν να με πάρουν» ειπε η Α304751 με την Ε681794 δίπλα της να δείχνει να μην το πιστεύει
-«Έλα φαντάρε εδώ είμαι. Σήκωσε με. Δεν θέλω να μείνω στιγμή στο χώμα. Εεεεεπ! Μη γυρνάς! Τι; Γιατί κατεβάζεις το παντελόνι; Ρε αυτός… αυτός μας φέρνει τον κώλο του! Ρε! Δεν το πιστεύω… Όχι ρεεεεεε!..»
Μια τεράστια κουράδα κινήθηκε απειλητικά προς το μέρος τους. Ήταν αμείλικτη. Με αργές κινήσεις περικύκλωσε τα θύματα της, μια τακτική που θύμιζε φίδι και σιγά σιγά προσπαθούσε να τα εγκλωβίσει. Ένα βασανιστήριο αρκετά οδυνηρό αλλά απολύτως αποτελεσματικό αφού έκανε τη σφαίρα να μείνει αιώνια σιωπηλή. Εκεί στο χώμα…
Thouluaga
Ετικέτες: Thouluaga
Πέμπτη, Απριλίου 17, 2008
Φορούσε άσπρα, τη συμπάθησα μόλις την αντίκρισα. Το λευκό ταίριαζε με το μαυρισμένο από τον ήλιο δέρμα της και κολάκευε το τέλειο κορμί της. Τα μαλλιά της κόκκινα ήταν πάντα δεμένα για να αναδεικνύουν το πρόσωπό της. Τα μάτια της γαλάζια ήταν τα μόνα που μαρτυρούσαν την χαμένη της ομορφιά.
O Άλλος ήταν καραφλός. Τα λιγοστά μαλλιά που του είχαν απομείνει τα είχε ξυρίσει. Δεν είχε τίποτα άσχημο και τίποτα όμορφο στο πρόσωπό του. Η παντελής απουσία τριχοφυΐας ήταν το χαρακτηριστικό του. Τα μεγάλα του μάτια ανέκφραστα, άδεια. Στο στόμα ένα διάπλατο χαμόγελο απέμενε ξεχασμένο όση ώρα χρειαζόταν. Το σώμα πλαδαρό. Δεν τον συμπάθησα ποτέ.
Κατά τη διάρκεια του δείπνου έφερε το μεγάλο σουγιά του για να κόψει το σκληρό τοπικό τυρί. Πλησίασε τον πατέρα που ένιωσε την απειλή του μαχαιριού και απομακρύνθηκε. Tο θεώρησε τυχαίο γεγονός. Πίστεψε ότι συνέβη κατά λάθος.
Παρακάλεσε τον πατέρα να κρατήσει το τυρί για να το τεμαχίσει. Σκόνταψε στο τραπέζι και η αιχμηρή μύτη του μαχαιριού διαπέρασε τον πατέρα μου και τον κάρφωσε απευθείας στην καρδιά. Ξεψύχησε μέσα σε δευτερόλεπτα. Ο Άλλος τον σκότωσε………………………..
Πέντε δευτερόλεπτα προπορεύθηκα του γεγονότος. Μόλις τώρα ο ξένος ζητούσε τη βοήθεια από τον γονιό μου. Βρισκόμουν στην αγκαλιά της μητέρας. Έπρεπε να τον σώσω. Δεν μπορούσα να φωνάξω. Κανείς δεν θα με άκουγε. Δεν μπορούσα να τον προλάβω, δεν περπατούσα ακόμη. Δάγκωσα τη μητέρα με όλη τη δύναμή μου στον ώμο. Μάτωσε. Φώναξε. Με πέταξε κάτω. Όλοι πάγωσαν. Ο πατέρας με άρπαξε από το έδαφος που κειτόμουν ανάσκελα και πήρε τη μητέρα από το χέρι. Καθώς εισερχόμαστε στο σπίτι γελούσα ασταμάτητα. Ήμουν ευτυχισμένος. Το δείπνο τελείωσε. Το αίμα σταμάτησε να τρέχει από τον ώμο της μητέρας.
Το βράδυ της ιδίας ημέρας, το ξενοδοχείο διαμονής των ξένων οργάνωσε δείπνο. Είμαστε καλεσμένοι. Όταν έφτασα στο δείπνο εγώ με τον πατέρα ήταν όλοι παρόντες εκτός από την υπέρτατη οικεία. Ήμουν στην αγκαλιά του πατέρα νυσταγμένος όταν έφτασε εκείνη. Ήταν σκοτάδι. Απαίτησε επιτακτικά να με πάρει και να με πάει μια βόλτα στο σκοτάδι. Επέμενε να με πάρει μακριά από το τραπέζι. Ο πατέρας ενέδωσε στην πίεση των δειπνούντων και με άφησε στην αγκαλιά της. Χαθήκαμε στο σκοτάδι. Ένα βρεγμένο ύφασμα κάλυψε βίαια το πρόσωπό μου. Δεν μπορούσα να ανασάνω. Δεν μπορούσα να φωνάξω. Ζαλιζόμουν, έσβηνα. Πέθανα…………….
Συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν στη χρονική στιγμή όπου τα χέρια του πατέρα με εγκατέλειπαν στην δολοφονική αγκαλιά. Δεν προλάβαινα, θα πέθαινα. Έπρεπε να τη σταματήσω. Έσπρωξα τον αντίχειρά μου στη βάση του δεξιού οφθαλμού της. Τα χέρια της παρέλυσαν από τον πόνο με εγκατέλειψαν και βρέθηκα να κείτομαι στο έδαφος. Είχα επιζήσει.
Η παραλία ήταν δυο ώρες δρόμος. Στο δρόμο η παρέα γέλαγε λέγοντας αστεία ενώ κάθε τόσο σταματούσαν να φωτογραφήσουν το τοπίο. Ένα όμορφο ξωκλήσι φάνηκε μπροστά μας, το προσπεράσαμε. Ο Άλλος είπε ότι θα επιχειρούσε μια μανούβρα αναστροφής για να το προσεγγίσουμε ξανά. Ήμασταν δεμένοι με τις ζώνες ασφαλείας στο πίσω κάθισμα. Οι ξένοι δεν ήταν καθηλωμένοι με τις ζώνες τους. Το πλάτος του δρόμου ήταν μικρότερο από το μήκος του αυτοκινήτου. Βρεθήκαμε κάθετα στο στενό δρόμο με το πρόσθιο τμήμα του αυτοκινήτου στα όρια του αχανούς γκρεμού. Οι πόρτες των ξένων άνοιξαν και εκείνοι πήδησαν απόλυτα συγχρονισμένοι μακριά από το όχημα που συνέχισε να κινείται. Τα σώματά μας άρχισαν να αιωρούνται στο εσωτερικό του αυτοκινήτου που έπεφτε με ελεύθερη πτώση στο αχανές βάραθρο. Η βαρύτητα μας είχε εγκαταλείψει για λίγα δευτερόλεπτα. Πεθάναμε..........................
Βρισκόμασταν ακόμη κάθετα στo στενό δρόμο. Σε λίγο θα συνέβαινε το μοιραίο. Δεν προλάβαινα. Όλα ήταν προ-αποφασισμένα. Ανοίγοντας το στόμα μου όσο πιο διάπλατα μπορούσα εκτόξευσα στο λαιμό και το άτριχο κρανίο του οδηγού την τεράστια ποσότητα ακάθαρτου μίγματος που ενυπήρχε στο βάθος του στομαχιού μου. Το τιμόνι περιστράφηκε ακαριαία και το αυτοκίνητο ντεραπάρισε στη μέση του στενού δρόμου. Όλοι βρεθήκαμε ανάποδα αλλά ζωντανοί. Είχαμε σωθεί.
Στο δρόμο της επιστροφής ο πατέρας για πρώτη φορά πρόβαλε αντίρρηση για την επίσκεψη στην παλαιοχριστιανική εκκλησία, σε λίγο θα σκοτείνιαζε άλλωστε, όμως η μητέρα συμφώνησε. Εξήλθαμε από το αμάξι και κατευθυνθήκαμε προς το ναό. Ο πατέρας και εγώ παίζαμε στο προαύλιο όταν η Αλλη τον παρότρυνε να επισκεφθεί την πίσω πλευρά του κτίσματος για να θαυμάσει την αρχιτεκτονική. Ο Άλλος ακολούθησε τον πατέρα. Ήταν οι δύο τους ολομόναχοι πίσω από την εκκλησία. Ο πατέρας αναρριχήθηκε στη μεγάλη μάντρα για να έχει αμφιθεατρική εικόνα του κτίσματος. Εκείνος πάντα πίσω του. Τον γονέα μου είχε συνεπάρει η ομορφιά του βυζαντινού ναού. Είχε φθάσει πια στην κορυφή της μάντρας. Εκεί από δέκα μέτρα ύψος έπεσε και το κεφάλι του διέλυσε στο λιθόστρωτο………………………………….
Ο πατέρας θα πέθαινε. Είχε σκαρφαλώσει στην μάντρα με τον Άλλο. Δεν μπορούσα να τον σώσω αυτή τη φορά. Ήξερα αλλά δεν μπορούσα. Βρισκόμουν σε λάθος μέρος. Ο γονιός μου στην πίσω όψη, εγώ στην πρόσοψη μπροστά στο καμπαναριό. Έπαιζα εδώ και ώρα με το σκοινί της καμπάνας. Αν την χτυπούσα. Πως. Δεν μπορούσα. Δεν είχα τη δύναμη. Κρατούσα το σκοινί. Με κρατούσε η μητέρα στην αγκαλιά της. Ένα ζευγάρι επισκεπτών ήρθε στην εκκλησία. Κατευθύνθηκε εκεί που βρισκόταν ο πατέρας. Δεν μπορούσε πια να φωτογραφήσει. Κατέβηκαν από τον τοίχο και ήρθαν κοντά μας. Τίποτα δεν συνέβη. Ο από μηχανής θεός του βυζαντινού ξωκλησιού μας είχε σώσει.
Οι γονείς μου άρχισαν να προβλέπουν τις κινήσεις των δολοφόνων. Είχαν και αυτοί πια το χάρισμα. Η μάλλον έβλεπαν την αλήθεια καθαρά όπως εγώ και πίστευαν σε αυτή χωρίς υποχωρήσεις και ενδοιασμούς. Οι υποθέσεις επαληθευόταν. 'Τώρα θα ζητήσουν τριπλασιασμό της αμοιβής, επειδή είπα ότι το τηλέφωνό καταγράφει τα πάντα άρα και τις προσωπικές εγκληματικές προτάσεις του, έχει εκτεθεί.' 'Αύριο θα πάνε στην τράπεζα να επιβεβαιώσουν την κατάθεση και την άλλη μέρα θα πάνε δήθεν για μπάνιο για να αγοράσουν εισιτήρια επιστροφής.' «Αύριο θα μας καλέσουν σε γεύμα» «Θα μας δώσουν ένα ακριβό δώρο» Οι προβλέψεις ακόμα και της πιο μικρή τους κίνησης επαληθεύονταν.
Μέρα με τη μέρα οι δυο δολοφόνοι μετατρέπονταν στα ανδρείκελα αυτών. Η συνεχής αναβολή του εγκλήματος τούς έκανε να χάνουν το φοβιστικό τους πρόσωπο.
Και ότι έμενε ήταν το τίποτα που τους αντιπροσώπευε. Ο Άλλος από αψυχολόγητος εκτελεστής είχε γίνει ένας λιμοκοντόρος με βερμούδα και σανδάλια. Η Άλλη όσο και να προσπαθούσε να κρατήσει το ύφος της είχε ήδη μετατραπεί στο αντικείμενο του πόθου όλων των εργένηδων του χωριού.
Έπρεπε να τελειώσουν τη δουλειά τους. Είχαν ανάγκη τα χρήματα. Η πελάτης πίεζε. Τους μίλαγε όλη την ώρα στο τηλέφωνο. ………………………………….
Όμως η δουλειά τους δεν ολοκληρώθηκε εκείνο το καλοκαίρι. Φύγανε από το νησί με την υπόσχεση να τελειώσουν αυτό που άρχισαν πίσω στην πρωτεύουσα…………
Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τον Άλλο και την Άλλη για κάτι που δεν έκαναν. Κανείς δεν πίστεψε ποτέ τον πατέρα και τη μητέρα. Ακόμα και αυτοί που βλέπανε την αλήθεια σώπαιναν. Οι υπέρτατοι οικείοι θα συνέχιζαν τις δολοφονικές απόπειρες. 'Το κακό δεν έχει πάτο' έλεγαν. Όλες τους οι πράξεις όλα τους τα λόγια εξυπηρετούσαν τον ένα και μοναδικό στόχο, το τέλος μας. Δεν μπόρεσα να καταλάβω ποτέ το γιατί. Ήταν οι κυνηγοί μας και ήμασταν τα θηράματα. Άκακοι και αβλαβείς ήμασταν τα πιο εύκολα θύματα. Σαν χορτοφάγα, άκακα ζώα βιώναμε την κάθε στιγμή έχοντας τις αισθήσεις μας σε εγρήγορση. Ζούσαμε ειρηνικά μέσα στο πεδίο της μάχης.
Ετικέτες: Αναστασία Τοπαλιάν, Διηγήματα
Δευτέρα, Απριλίου 14, 2008
του φίλου thouluaga
Escher, Maurits Cornelis
Day and Night
1938
-----------------------------------------------------------------------------------
MΕΡΑΝΥΧΤΑ
Η νύχτα άναψε το φεγγάρι και με γρήγορες αλλά επιδέξιες κινήσεις άπλωσε το πέπλο της. Το σκοτάδι κάλυψε κάθε γωνιά του δρόμου και ένα περίεργο συναίσθημα έχει καταβάλει τους ανθρώπους. Ένα ψυχοπλάκωμα με τη συνοδεία ταχυπαλμίας και ρίγη ανατριχίλας ανά τακτά χρονικά διαστήματα τους έχει κυριεύσει. Σαν κάτι να έχει τσαντίσει τη νύχτα και να έβγαλε τον θυμό της στους ανθρώπους, που έχουν κλειστεί στα σπίτια τους αφού ο φόβος κυκλοφορούσε ανεξέλεγκτος στον αέρα. Κάποια χαχανητά από τη παραλία έσκιζαν τον ιστό της σιωπής που είχε πλέξει η νύχτα και έδιναν μια ευχάριστη νότα στη μονοτονία της.
Ήταν μια παρέα από τρία αγόρια και δυο κορίτσια. Κάθονταν γύρω από τη φωτιά με μπουκάλια αλκοόλ παραμάσχαλα και συζητούσαν με διάθεση ανέμελη.
-«Μα γιατί βρε Αγγελικούλα δεν θες να κάνουμε σεξ στη παραλία;»
-«Γιατί φοβάμαι ότι θα βγει κανένας αστακός και θα μου δαγκώσει τις σάλπιγγες! Ασε με ρε Γιώργο»
-«Χαχαχαχαχαχαχαχαχα!»
-«Άσε που μπορεί να πεταχτεί και κανένας λούτσος από το πουθενά να σε βιάσει!»
-«Χαχαχαχαχαχαχαχαχα!»
-«Γιωργάκη πάλι χυλόπιτα!»
-«Κώστα! Γράψε μια χυλόπιτα στον κύριο!»
-«Είμαι κομμάτια… Αγγελική έχεις στυλό;»
-«Και να είχα, θα τον έβλεπες?»
-«Χαχαχαχαχαχαχα!»
-«Πάντως κάτι έχει η σημερινή νύχτα….»
-«Πω πω είμαι κομμάτια Αμαλία που σπουδάζει ιατρική να μας πει τι έχει η νύχτα»
-«Τς τς τς! Εξυπνάδες …»
Όλα ξεκίνησαν γύρω στις έντεκα. Η μέρα με πολύ ανεβασμένη διάθεση σουλούπωνε το πρωινό σαν μαθητούδι που προετοιμάζεται για το πηγαιμό. Μια γκριμάτσα δυσαρέσκειας βγήκε από το πρωινό αφού πέρναγε τόσο ωραία με τη μέρα και τώρα χρειαζόταν να φύγει. Ένα χάδι της όμως, σαν τρυφερή μητέρα, έφτανε για να μεταμορφώσει τη δυσαρέσκεια σε χαρά. Η πόρτα έκλεισε και η μέρα ξεκίνησε χαρωπή να κάνει τις ετοιμασίες να υποδεχτεί το μεσημέρι. Βάζει περισσότερο φως, καθαρίζει, ταχτοποιεί την εμφάνιση της και το μεσημέρι έφτασε!
-«Μου είπε η νύχτα να σου πω ότι θα έρθει πιο νωρίς σήμερα γιατί χθες έφυγες πιο αργά.»
-«Μπααα! Και γιατί έβαλε εσένα να μου το πεις και δεν μου το είπε η ίδια?»
-«Ήθελε να φτιάξει το μαλλί και να πλέξει το πέπλο της και δεν προλάβαινε»
-«Σκατά στα μούτρα της!»
Αυτό ήταν μια καλή αφορμή για να ζωγραφίσει μια ζοχάδα στην έκφραση της μέρας η οποία έσβηνε κομμάτι κομμάτι τη χαρά της. Τα νεύρα κυριαρχούσαν στην ατμόσφαιρα και το ένα πράγμα έφερε το άλλο. Το μεσημέρι δεν έβλεπε την ώρα για να φύγει και άρχισε να γκρινιάζει, η γκρίνια με τα νεύρα έγιναν σύμμαχοι και το απόγευμα να φωνάζει απ έξω…
«Ανοίχτε ρεεεε!»
Η μέρα μες τον πανικό, τα νεύρα και τη γκρίνια, φιλά βιαστικά στο μάγουλο το μεσημέρι και το πετά από την άλλη πόρτα. Ήταν σίγουρη ότι σαβουριάστηκε άσχημα, αλλά δεν την ένοιαζε και πολύ γιατί η γκρίνια του ήταν ανυπόφορη. Με βιαστικές και γεμάτες νεύρο κινήσεις υποδέχτηκε το απόγευμα με τη χαρά να έχει σχεδόν εξαφανιστεί από πάνω της.
-«Άντε μια ώρα φωνάζω!» είπε το απόγευμα μπαίνοντας με στυλ ψευτόμαγκα, κρατώντας ένα μισοτελειωμένο τσιγάρο.
-«Έλα πολλά λες. Τι είναι αυτό που κρατάς; Πάλι αλητείες έκανες;» είπε η μέρα και σχεδόν το έσπρωξε να το βάλει μέσα.
-«Νευράκια; Νευράκια;»
-«Ναι! Λογαριασμό θα σου δώσω;»
-«Πάλι με τη νύχτα τα χεις; Και αυτή μπουρινιασμένη ήταν μαζί σου. Μάλιστα έπινε κάτι σφηνάκια για να στα πει – λέει - σταράτα. Πω πω γουστάρω! Θα γίνει χαμός!» είπε το απόγευμα και η μέρα πάλι φόρτωσε.
-«Ας έρθει και τα λέμε! Θα τα ακούσει και απ’ τη καλή και απ’ την ανάποδη!»
Φωνές διέκοψαν τον ειρμό των σκέψεων της και το απόγευμα φώναξε:
-«Ε ρε γλέντια που θα 'χουμε!»
Η νύχτα σε κατάσταση ημιμέθης, με την αποφασιστικότητα να τη διακρίνει ερχόταν να πάρει τη θέση της φωνάζοντας:
-«Ήρθα! Είμαι εδώ! Ώρα να ξεκαθαρίσουμε! Μη κρύβεσαι!»
Η αλήθεια είναι ότι και η νύχτα ήταν τόσο εκνευρισμένη όσο η μέρα. Όσο περισσότερο πλησίαζε τόσο πιο καθαρά διέκρινε κανείς - και σε αυτή - τους αφρούς στα αυτιά της και το απόγευμα να σκάει στα γέλια από την εμφάνιση που είχαν και οι δυο.
-«Χαχαχαχαχα! Ελπίζω να δούμε και κανένα μπουνίδι!» είπε και πηρέ θέση να απολαύσει το θέαμα.
Η μέρα παρ ότι δεν είχε προτάξει κάποιο χέρι, δεν κράδαινε κάποιο αντικείμενο, όμως έδειχνε έτοιμη για σκληρή μάχη, ενώ η νύχτα με πολύ θόρυβο έκανε δυναμική είσοδο και με την αποφασιστικότητα της να είναι στο μάξιμουμ φωνάζει
-«Ήρθα!»
-«Φεύγω!» είπε η μέρα, αρπάζει με γρήγορες κινήσεις το απόγευμα από το χέρι και αρχίζει να απομακρύνεται σχεδόν τρέχοντας.
Πριν προλάβει να αντιδράσει, η μέρα είχε εξαφανιστεί και εκατομμύρια ερωτηματικά απλώθηκαν στο χώρο. Σίγουρα η νύχτα πιάστηκε απροετοίμαστη αφού στεκόταν για αρκετή ώρα ακίνητη προσπαθώντας να δώσει μια εξήγηση για κάθε ερωτηματικό. Γιατί δεν έκατσε η μέρα να την αντιμετωπίσει; Γιατί δεν είπε κάτι; Γιατί έκανε αυτό που δεν περίμενε; Με το σφουγγάρι του μυαλού της έσβηνε ένα ένα τα ερωτηματικά, όμως ήταν τόσα πολλά που προκαλούσαν εκνευρισμό στην νύχτα και μέσα σε όλη τη μανούρα είχε και εκείνα τα χαχανητά της παραλίας που την ενοχλούσαν!
Με τα νεύρα τσατάλια τινάζει ξανά το πέπλο της με περισσότερη δύναμη αυτή τη φορά και τους στέλνει όλους από εκεί που ήρθαν.
Τώρα με περισσότερη ησυχία αλλά και λιγότερο χρόνο συνεχίζει το σβήσιμο των ερωτηματικών με την ίδια ένταση αν και ξέρει ότι δεν θα προλάβει να τα σβήσει όλα γιατί θα πρέπει να φύγει…
Thouluaga
Ετικέτες: Thouluaga
Παρασκευή, Απριλίου 11, 2008
Αγαπητό PC-Solutions!
Πέρσι, έκανα αναβάθμιση από το Αρραβωνιαστικός 5.0 στο Σύζυγος 1.0 και παρατήρησα πως το καινούριο πρόγραμμα άρχισε να κάνει αναπάντεχες αλλαγές στα λογιστικά φύλλα, περιορισμένη πρόσβαση στις εφαρμογές λουλουδιών και χρυσαφικών που παλιότερα, στην έκδοση Αρραβωνιαστικός 5.0, δούλευαν απρόσκοπτα.
Επίσης, το Σύζυγος 1.0 απεγκατέστησε πολλά άλλα πολύτιμα προγράμματα όπως το Ρομαντικός Περίπατος 9.9 και εγκατέστησε ανεπιθύμητα Popups, όπως τα Champions League 5.0 και Κυριακή στα Γήπεδα 8.0.
Το Διάλογος 1.3 δεν τρέχει πια ενώ το Καθαριότητα 2.6 προκαλεί κολλήματα και κατάρρευση του συστήματος.
Προσπάθησα να τρέξω το Μουρμούρα 5.3 GOLD edition... αλλά εις μάτην.
Μια απελπισμένη γυναίκα
Αγαπητή "Απελπισμένη γυναίκα" Έχε υπ' όψιν πως το Αρραβωνιαστικός 5.0 είναι ψυχαγωγικό πακέτο ενώ το
Σύζυγος 1.0 είναι λειτουργικό σύστημα, με απαιτήσεις από τον χρήστη.
Προσπάθησε να δώσεις την εντολή C:\Nomiza_pws_me_agapouses.exe και εγκατέστησε το Δάκρυα 6.2 σε original έκδοση.
Λογικά, το Σύζυγος 1.Ο θα εκκινήσει αυτόματα τις εφαρμογές Ενοχή 3.0 και Λουλούδια 7.0 σε random λειτουργία.
ΠΡΟΣΟΧΗ
* Υπερβολική χρήση του παραπάνω προγράμματος μπορεί να προκαλέσει την κλήση των screen saver Κατσούφικη Μουγκαμάρα 2.5 και Μπύρα 6.1 (Το Μπύρα 6.1 ίσως προκαλέσει την αναπαραγωγή WAV αρχείων τύπου "Δυνατό ροχαλητό", που καταργούνται μόνο με επανεκκίνηση).
* Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να γίνει εγκατάσταση του Πεθερά 1.0 και μην σκεφτείτε καν να τρέξετε τα βοηθητικά αρχεία Εραστής 2005 BETA και Γκόμενος 3.8 unregisterd (δεν είναι συμβατά με το Σύζυγος 1.0 και μπορεί να προκαλέσουν κατάρρευση του συστήματος και πλήρης καταστροφή του λειτουργικού).
Συνοψίζοντας, το Σύζυγος 1.0 είναι ένα εξαιρετικό πρόγραμμα, αν και με περιορισμένη μνήμη, που χρειάζεται κάποιο διάστημα για να εμπεδώσει μερικές καινούριες εφαρμογές.
Σκεφτείτε σοβαρά την απόκτηση συνοδευτικών προγραμμάτων που θα βελτιώσουν την απόδοση του σημαντικά. Συστήνουμε το Ζεστό Φαΐ 3.0 με auto update, Καυτά Εσώρουχα 5.3 και το Δημιουργικά Τρομερής Κορμάρας 10.1 με την επιλογή "εκτέλεση κατά την εκκίνηση".
Με εκτίμηση.
Ο admin
Ετικέτες: Δανάη Παναγιωτίδου., Διηγήματα
Πέμπτη, Απριλίου 10, 2008
Να χωρίσουμε. Δεν σε θέλω άλλο. φύγε. Άκουσες. Δεν έχεις τίποτα να μου προσφέρεις. Φύγε τώρα. Εξαφανίσου από τη ζωή μου για πάντα. Δεν σε αντέχω στιγμή πια.
Κάθε της λέξη αντίθετη. Το θέλω μου ταυτίζεται με το όχι της. Δεν θέλει να δώσει. Ας φύγει. Ας εξαφανιστεί.
Εφυγε με τον μικρό Λέοντα. Δεν επέστρεψαν ποτέ. Ακόμη τους αναμένω καθηλωμένος στη μοναδική μεταλλική καρέκλα του μοναδικού δωματίου του σπιτιού μας. Τρία χρόνια πέρασαν. Δεν μπορώ να μετακινηθώ. Περιμένω. Ακούω, αφουγκράζομαι. Αναγνωρίζω όλους τους ήχους της πόλης. Ψάχνω ανάμεσά τους να ακούσω τη φωνή της, τα γέλια του, το κλειδί να γυρνά στην πόρτα. Τρία χρόνια αναμονής σαν μια στιγμή.
Καποιος ανεβαίνει τις σκάλες. Εικοσιτέσσερα βήματα για δώδεκα σκαλοπάτια! Μυρίζω την οσμή απο τα πολυκαιρίτικα ντολμαδάκια που έχουν κολλήσει στην ξεθωριασμένη, σχισμένη πλαστική σακούλα. Τέσσερις ημέρες είχε να περάσει. Καθυστέρησε ξανά. Πρέπει να πλύνει το γυμνό κορμί μου, πρέπει να συλλέξει τα περιττώματά που με έχουν κυκλώσει. Είναι υποχρεωμένη να με συντηρεί σε αυτή την αιώνια αναμονή. Αυτή με δημιούργησε. Αυτή με εκπαίδευσε να μην υποχωρώ. Αυτή φταίει που φύγανε. Μέχρι την τελευταία μαύρη στιγμή της πρέπει να με υπηρετεί και αυτό θα πράτει. Συγκεντρώνομαι ξανά. Αφουγκράζομαι. Μου μιλά αλλά δεν ακούω τι λέει. Με πλένει και η οργή μου κορυφώνεται. Η προσοχή μου αποσπάται απο την αναμονή. Την σπρώχνω βίαια. Πέφτει στο πάτωμα. Ερχεται βιαστικά και ρίχνει λίγο κρύο νερό στο πόδι μου. ΟΛοκλήρωσε και για σήμερα το χρέος της. Η εργασία της εκτελέστηκε. Φεύγει. Ενα μειδίαμα πλανάται στο αυλακιασμένο απαίσιο λεπτό δέρμα του προσώπου της. Είναι χαρούμενη? Εφυγε.
Οι ήχοι με διαπερνούν πάλι. Όμοιοι, επαναλαμβανόμενοι, αδιάφοροι. Ψάχνω ανάμεσά τους έναν και μοναδικό τόνο. Τον δικό της. Αυτό με απασχολεί. Είναι ο προορισμός μου.
Γιατί δεν τρέχω να την συναντήσω να της ζητήσω να με συγχωρέσει? Ποτέ δεν έπραξα ούτε θα πράξω με αυτό τον τρόπο γιατί δεν έμαθα. Ξέρω ότι και αν γυρίσει ξανά θα βρώ τον λόγο να της πω να φύγει και να μην ξαναέρθει.Ο τρόπος μου είναι αυτό που ποθώ. Θα αναμένω γυμνός καθισμένος στην κρύα καρέκλα αφοδεύοντας στο ξύλινο πάτωμα.
Ζω την πραγματικότητά μου. Είμαι φυλακισμένος στο στενό μυαλό μου και δεν θα υποκύψω. Υποδεικνύω και επιδεικνύω τη μορφή της. Είμαι άλλωστε κατασκεύασμά της.
Πρέπει να εργαστώ ξανά. Οι σκέψεις με ξεμάκρυναν απο τα θέλω μου. Ο ήχος της δεν υπάρχει,πουθενά. Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχώ. Η προσωπική μου αταραξία στέκει αναλοίωτη.
Είμαι ευτυχισμένος,
Ετικέτες: Αλέξανδρος Βιτζηλαίος, Διηγήματα
Τρίτη, Απριλίου 08, 2008
Αγοράστε τα τρία βιβλία των
Οδυσσέα Ανδρούτσου - Ψευδή Σημεία Επαφής (ΑΜΟΝΙ-2005)
Χρήστου Σιδερή - Ο Μετρητής της Ευτυχίας (ΤΥΦΛΟΜΥΓΑ - 2005)
Λαρυ Κουλ - Τον Κανένα θα τον Φάω... τελευταίο. (ΤΥΦΛΟΜΥΓΑ-ΑΜΟΝΙ - 2006)
για μόνο 35 ευρώ
και πάρτε ΔΩΡΟ τη συλλογή διηγημάτων
FORTUNE COOKIES
ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ στο Βιβλιοπωλείο ΑΜΟΝΙ - Ανταίου 2 & Δεινοχάρους 1 - Πλατεία Μερκούρη - Άνω Πετράλωνα
Κυριακή, Απριλίου 06, 2008
Έβρεχε. Πάντα αισθάνομαι θνήσιμος όταν βρέχει. Ίσως βέβαια συνέβαλε η μαύρη κάνη του πυροβόλου όπλου που καταλάμβανε το εστιακό κέντρο του οπτικού μου πεδίου. Στο βάθος, μια γνώριμη φιγούρα. Εκείνη!
Είχε έρθει το τέλος; Είχα δει τόσους ψευτικούς φόνους που το σκηνικό έμοιαζε γελοία οικείο. Θα πατούσε άραγε την σκανδάλη; Το κεφάλι μου θα εκρηγνυόταν; «Παίζαμε» σε .σπλάτερ ταινία, θα σκόρπιζε τα μυαλά μου στο πάτωμα ή απλά θα με πυροβολούσε στη καρδιά; Μπορεί και να προτιμούσε το στομάχι, ο θάνατος ήταν βέβαιος και το θύμα πέθαινε μέσα σε αφόρητους πόνους. Αυτό μάλλον ταίριαζε περισσότερο με την διάθεση της. Ας έκανε ότι ήθελε. Δεν με ένοιαζε....
Ψέματα! Με ένοιαζε
Χαμογέλασα βεβιασμένα αλλά εκείνη νόμιζε ότι της έδειχνα τα δόντια μου. Δεν θα το έκανα ποτέ αυτό! Έσφιξε το δάκτυλο στη σκανδάλη..... Υπομονή
Θέλει να είναι ο αγγελιοφόρος Να δώσει τέλος στο μαρτύριο μου. Κανείς δεν επιθυμεί να πεθαίνει μόνος. Θα με πάρει μαζί της, ζωντανό ανάθημα, χρήσιμο στην διάβαση για τον κάτω κόσμο. Αναρωτιέμαι αν έχει σκοπό να αυτοκτονήσει μετά; Θα ήταν κρίμα να διαλύσει αυτό το υπέροχο προσωπάκι. Εστίασα στα δύο μέτρα και εβδομήντα εκατοστά. Το πιστόλι θόλωσε ελαφρά. Μπορώ τώρα να βλέπω τα στήθη της να πάλλονται από θυμό, αγωνία και επιθυμία. Με θέλει ακόμα! Το νιώθω. Με σιχαίνεται και με ποθεί. Είμαι ο αιθέρας ο θεός κι ο διάβολος. Είμαι αυτό που είμαι!
Φορά ένα σχεδόν διάφανο υπόλευκο φανελάκι, κοντή μαύρη φούστα και μαύρες λεπτές μπότες με μικρό τακούνι. Μια κόκκινη κορδέλα κρατά τα μαλλιά της μακρυά από το πρόσωπο. Τα «εργαλεία» παγίδευσης! Δεν φορά στηθόδεσμο. Αναρωτιέμαι τι να κρύβεται κάτω από την μικροσκοπική φούστα. Ένιωσα το πλέον ενστικτώδες τμήμα του σώματος μου να σαλεύει στο υπογάστριο. Κατάρα!
«Μη κινείσαι». διέταξε.
Κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να αποτραβήξει το βλέμμα της από τον κάβαλο του παντελονιού μου.
"Μήπως δεν έπρεπε τελικά να δημοσιεύσω τις γυμνές της φωτογραφίες στο ίντερνετ;" σκέφτηκα. Εντάξεις μερικές φωτογραφίες και πέντε έξι βίντεο. Σιγά τα ώα! Εκείνη πάντως το είχε δεχτεί πολύ άσχημα! Μου φαινόταν ότι η αντίδραση της ήταν υπερβολική, σε σχέση με τη δράση μου! Δεν χάθηκε ο κόσμος, άλλωστε ήταν υπέροχη γυμνή και εγώ απλά έδωσα την ευκαιρία σε περισσότερο κόσμο να την απολάυσει και γιατί όχι να ικανοποιηθεί μαζί της. Σάμπως αυτό δεν είναι τιμητικό για μία γυναίκα, να ξέρει ότι είναι επιθυμητή και ότι οι άντρες αυυτοικανοποιούνται με τα θέλγητρά της; Περίεργες που είναι οι γυναίκες. Αποό τη μία πασχίζουν να γίνουν ηθοποιοί, τραγουδίστριες, δημόσια πρόσωπα γενικά, ποζάρουν σε περιοδικά ημίγυμνες ή ολοκληρωτικά γυμνές και όταν εσύ λειτουργήσεις ώς προάγγελος των φιλοδοξιών τους λένε όχι και επιχειρούν να σε σκοτώσουν. Μα την αλήθεια, δεν ξέρουν τι θέλουν!
Έπρεπε να αντιπαρέρθω στον θυμό της να την αντικρούσω με ρεαλιστικά επιχειρήματα, να της αποδείξω ότι απλά έκανα εκείνο που κι εκείνη ήθελε ενδόμυχα και αν τελικά εποφθαλμιούσε και λίγα από τα χρήματα που πήρα για τα ωραιότατα βίντεο των συνευρέσεων μας μπορούσα να της δώσω και ένα σημαντικό ποσοστό των κερδών. Άλλωστε, εκείνη εργαζόταν για το δημόσιο, δεν είχε ιδιαίτερες ανάγκες να καλύψει όπως εγώ που ήμουν μονίμως άφραγκος!
Φυσικά όλα αυτά απλώς τα σκεπτόμουν, δεν τολμούσα να ψελίσσω ούτε λέξη, τόσο σοκαρισμένος ήμουν, τόσο κοντά στον θάνατο ένιωθα! Ρε παιδιά, αυτά που λένε "Ένιωθα την καφτή ανάσα του θανάτου στο σβέρκο μου" και διάφορες παρόμοιες αηδίες ορκίζομαι ότι είναι αλήθεια! Και δεν είχα καμία αμφιβολία ότι θα με σκότωνε εκείνη τη στιγμή εκτός κι αν έβγαζα ένα αξιοπρόσεκτο λαγό από το καπέλο....
Έτσι παντρευτήκαμε!
Ετικέτες: Διηγήματα, Χρήστος Σιδερής