Κυριακή, Απριλίου 11, 2010
Οι ψυχολόγοι και όλο το σινάφι τους που ασχολείται με άρρωστες ψυχές είχαν καταφέρει σε κάτι παραπάνω από έναν αιώνα ματαιοδοξίας να αποκαλούνται επιστήμονες. Επί εκατό χρόνια πίστευαν πως μόνο έτσι θα αποκτούσαν την εξουσία που τους άρμοζε και ήταν τόσο μαλάκες που συνέχιζαν να πιστεύουν πως αυτό θα εκπληρωνόταν σαν αλλοτινή προφητεία σε μια μεταμοντέρνα αποκάλυψη τού τέλους της ιστορίας. Από τη στιγμή που όλοι οι άλλοι θα τους παραδέχονταν σαν «επιστήμονες» η ανθρώπινη ιστορία θα γύριζε σελίδα. Ίσως αυτό να ήταν αλήθεια αν τα κατάφερναν λίγο νωρίτερα, αλλά αυτοί εξακολουθούσαν να πιστεύουν σε μια τέτοια φαντασιακή ονείρωξη ακόμα κι όταν οι επιστήμονες είχαν ξεφτιλιστεί τόσο πολύ που συχνά έβλεπες σε τοίχους το κλασσικό πλέον σύνθημα “ρουφιάνοι επιστήμονες θα πεθάνετε”. Τόσο πολύ που όταν κάποιος πετύχαινε κάναν επιστήμονα στο δρόμο, φρόντιζε κι ας είχε κι άλλες δουλειές, πρώτα να τον φτύσει στα μούτρα και μετά να ξεράσει στα μούτρα του.
Τα προηγούμενα χρόνια, οι ψυχολόγοι είχαν καταλάβει πως δεν μπορούσαν να λύσουν τα προβλήματα που εκείνοι αποκαλούσαν «ψυχολογικά προβλήματα», με συνεδρίες και άλλα τέτοια αδελφίστικα. Ταυτόχρονα, είχαν πλέον βεβαιωθεί πως τα όποια προβλήματα μιας ψυχής οφείλονταν σε ένα και μόνο γεγονός από το παρελθόν, κάτι που συμβατικά το έλεγαν «Τραύμα». Αλλά καταλάβαιναν κιόλας πως παρόλο που εντόπιζαν το πρόβλημα, δεν μπορούσαν να το λύσουν κι από πάνω. Ενώ, θα περίμενε κανείς πως αυτή η μονοσήμαντη αιτιακή συσχέτιση που εφηύραν θα τους καθιέρωνε στο πάνθεον των κατάπτυστων επιστημών, κάτι τέτοιο δε συνέβη. Αλλά θα γινόταν σύντομα.
Και έτσι ψάχνανε οι ψυχολόγοι να βρούνε λύση για να εξιλεωθούν. Βρήκανε λοιπόν χορηγούς –κάτι γυναίκες πλούσιων Αμερικάνων με χρόνια εμπειρίας διαλογισμού και παρτούζας στην Γκόα– για να φτιάξουν μια μηχανή που θα επίλυε οριστικά το Τραύμα της άτυχης άρρωστης ψυχής. Το Τραύμα πήγαζε πάντα από ένα φαινομενικά αθώο γεγονός του παρελθόντος που παραμόνευε και καραδοκούσε σαν ξεχασμένο πηγάδι και τελικά κατάπινε την ψυχή.
Και τα κατάφεραν! Έφτιαξαν μια τεράστια ροζ μηχανή που έμοιαζε με κοντέινερ, αλλά δεν ήταν στα αλήθεια κοντέινερ. τη μηχανή τη βάφτισαν “Μιχάλη”. Ήταν το όνομα της πρώτης ψυχής που σα μάρτυρας τελικά θυσιάστηκε άτυχα μέσα στη μηχανή αφού μέσα της είχε τρυπώσει ένας καναπές-δολοφόνος που κατάπιε την ανήσυχη ψυχή που την έλεγαν “Μιχάλη”. Πήγε δηλαδή ο Μιχάλης για ψυχανάλυση και τον έφαγε ένας καναπές.
Αυτή η μηχανή λοιπόν, δημιουργούσε τεχνητά τις ίδιες συνθήκες με εκείνες της ημέρας του παρελθόντος που η άτυχη και αθώα ψυχή είχε συναντήσει το Τραύμα της. Με άλλα λόγια, η μηχανή γαμούσε. Γιατί έμπαινες εσύ μέσα στον “Μιχάλη” και αντιμετώπιζες το Τραύμα σου κατάματα και τέτατετ και αποκτούσες επιτέλους μια δεύτερη ευκαιρία να σκοτώσεις οριστικά τους εφιάλτες του παρελθόντος σου.
Ο Τάκης ήταν ένα όμορφο και δροσερό αγόρι. Ήταν μια φάση που για πρώτη φορά στη ζωή του είχε ταυτόχρονα και μηχανή και γκόμενα. Δηλαδή όλα ήταν τέλεια και έτσι ήταν χαρούμενος, καυλωμένος και τέτοια. Ώσπου μια μέρα η μοίρα συνάντησε τον άτυχο Τάκη. Εντελώς ανεξήγητα πέρασε κάμποσες εφιαλτικές μέρες. Ήταν η τρίτη συνεχόμενη μέρα που ξυπνούσε νωρίς το πρωί. Κατάλαβε πως ότι και να ήταν αυτό που του συνέβαινε δεν είχε τελειώσει. Και είχε δίκιο.
Έφτιαξε φραπέ και με την πρώτη ρουφηξιά τον έφτυσε στο πάτωμα. Έβαλε κι άλλο γάλα και τράβηξε άλλη μια, αλλά έφτυσε πάλι. Κατάλαβε πως δεν του άρεσε ο φραπέ. Τραγικό. Έστριψε ένα τσιγάρο, τράβηξε την πρώτη τζούρα και του βρωμούσε το τσιγάρο και δεν το ήθελε, και με τα κίτρινα δάχτυλα του το έσβησε γρήγορα. Ήθελε να βάλει τα κλάματα. Κάθε του βεβαιότητά κατέρρεε. Κάποιος του έπαιρνε τη ζωή του.
Πήγε για δουλειά και γούσταρε τόσο πολύ που δούλευε που έφυγε τελικά μόνο όταν ήρθαν οι νυχτοφύλακες και τον διώξανε από το κτίριο. Άφησε το μηχανάκι του και γύρισε σπίτι με τα πόδια και το βρήκε υπέροχο που περπάτησε. Όταν κάποια στιγμή έφτασε σπίτι του πήγε γρήγορα γρήγορα και έβαλε τις πιτζάμες του! Και μετά έβαλε ένα ποτήρι λικέρ κεράσι, πήρε τηλέφωνο την γκόμενα του να της πει πως την αγαπάει, και διάβασε ένα βιβλίο. Τελικά έπεσε με τις βυσσινί πιτζάμες του για ύπνο νωρίς.
Κυρία, ο Τάκης! Μιλάμε δηλαδή για αδύνατες καταστάσεις για τον αληθινό Τάκη, και όσοι τον ήξεραν το παραδέχονταν αυτό. Ο Τάκης έβλεπε το κορμί του αποκομμένο από τον εαυτό του. Αργότερα, μπροστά στην επιτροπή των επιστημόνων των ψυχών είχε περιγράψει τα συμπτώματα του ως εξής:
«Ήμουν σαν τα ζόμπι μιας φυλής του Αμαζονίου, που μελετήθηκε κάποτε από έναν ανθρωπολόγο –που αργότερα βρέθηκε ημίτρελος και με πολλά μούσια, χαμένος στη ζούγκλα από τις αποικιακές αρχές και έτσι ποτέ δε γράφτηκε τίποτα για τη φυλή που μελέτησε, και που λίγο χρόνια μετά θα εξαφανιζόταν μαγικά από τον πλανήτη, και ούτε μίλησε ποτέ ξανά για εκείνο το θέμα. Εκείνα τα ζόμπι, ή καλύτερα οι άνθρωποι που οι μάγοι τους έλεγαν ζόμπι περιέγραφαν την κατάστασή τους στους μάγους σα να ήταν φυλακισμένοι σε σώματα άλλων. Εκείνα τα άλλα σώματα έκαναν τα αντίθετα από αυτά που συνήθιζαν οι ψυχές να κάνουν, και επιπλέον έπαιρναν και ευχαρίστηση από αυτά. Φυλακισμένοι δηλαδή σε σώματα ξένων, σε σώματα απομεινάρια άλλων ψυχών που μόνο ίχνη τους μπορούσε κανείς να βρει πάνω τους. Ίχνη που όμως ήταν αρκετά για να τους αφήσουν μια γνώση που την επιτελούσαν αέναα και χωρίς την ψυχή των που είχε δραπετεύσει καιρό. Τρέχανε λοιπόν τότε τα άψυχα σώματα μέσα στην ζούγκλα και κυλιόνταν στα γρασίδια χαρούμενα και ωραία και συνέχιζαν να ζουν από κεκτημένη ταχύτητα ή απλά από συνήθεια μέχρι να βρουν μια οποιαδήποτε ψυχή. Τότε την άρπαζαν και τη φυλάκιζαν μέσα τους για να νοιώθουν καλύτερα και να έχουν παρέα».
Έτσι ένοιωθε ο Τάκης μας και δεν την πάλευε, και μετά από πολλαπλές ενδοσκοπήσεις κατάλαβε πως είχε ψυχολογικό πρόβλημα. Και πήγε στους επιστήμονες και τους μαρτύρησε όλα αυτά. θα προτιμούσε να πάει στους μάγους, αλλά αυτοί δεν υπήρχαν πια. Είχαν εξαφανιστεί. Μαγικά!
«Κυριε Τάκη μας», είπε ο αρχηγός των επιστημόνων ψυχολόγων, «έχετε ψυχολογικό πρόβλημα. Μην ανησυχείτε όμως γιατί είσαστε πλέον σε χέρια της επιστήμης». Οι υπόλοιποι χειροκροτήσανε με πάθος. Ακόμα γούσταραν με τον νέο τους αυτοπροσδιορισμό. Και συνέχισε ο αρχηγός της φυλής που είχε αλλάξει χαρακτήρα, λέγοντας του Τάκη πως μετά από τις τρεις χιλιάδες ώρες ψυχοθεραπείας είχαν επιτέλους εντοπίσει το προσωπικό του Τραύμα και μετά από αυτό έπεσε σιωπή στην αίθουσα και ο Τάκης άρχισε να ιδρώνει από αγωνία. Ο αρχηγός τότε είπε:
«41»
Πάγωσε ο Τάκης. Όλοι χειροκροτούσαν και ήταν χαρούμενοι με τη νέα επιτυχία της επιστήμης τους και μια ψυχολόγα με μεγάλα βυζιά που πολύ τον γούσταρε τον Τάκη και που ο Τάκης την είχε κοζάρει από πριν στο διάδρομο, τον αγκάλιασε, του ’πιασε και τον πούτσο και τον φίλησε στο στόμα με γλώσσα. Και γενικά όλοι ήταν χαρούμενοι, αλλά ο Τάκης τα είχε χαμένα και κάποια στιγμή φώναξε:
«Τι;».
Κανείς δεν τον άκουσε, όλοι γιορτάζανε και σκέφτηκε και ο Τάκης, «δεν πάει στο διάολο, τουλάχιστον θα γαμήσουμε σήμερα». Έτσι σκέφτηκε. Αλλά λίγο πριν ακολουθήσει την ψυχολόγα στην τουαλέτα ένας άλλος κύριος του είπε να πάει αύριο στη Σόλωνος που κρατάγανε τον ροζ “Μιχάλη” για να σκοτώσει το Τραύμα του. Ο Τάκης δεν είχε καταλάβει ποιο ήταν αυτό, αλλά βιαζόταν να πάει στην τουαλέτα και γρήγορα συμφώνησε.
Η επόμενη μέρα ήταν η τελευταία καταραμένη μέρα του Τάκη. Πήγε στη Σόλωνος και μόνο λίγο πριν μπει στον ροζ “Μιχάλη” κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει. Λοιπόν, καταρχάς να πούμε πως κάθε ασθενής που έμπαινε στον “Μιχάλη” είχε δικαίωμα να πάρει ένα και μόνο αντικείμενο μαζί του, στιλ σουρβάιβορ και έτσι. Ο Τάκης πολύ αποφασιστικά ζήτησε το μοναδικό αντικείμενο που από παιδί ήξερε πως πάντα σε βγάζει καθαρό. Θα έπαιρνε μαζί του την τσάντα του Σπορ-Μπίλι. Αφού πήρε την τσάντα του Σπορ-Μπίλι, είπε να μάθει κιόλας ποιο είναι το Τραύμα του γιατί θα έμπαινε σε πέντε λεπτά μέσα και δεν ήξερε τι είχε να κάνει, ούτε που στο παρελθόν του θα τον πηγαίνανε. Και τότε του είπε ένας κύριος που έμοιαζε με επιστήμονα πως το προσωπικό του Τραύμα είχε εντοπιστεί σε μια από τις μέρες του σχολείου.
Θα τον μετέφερε ο ροζ “Μιχάλης” στο παρελθόν αυτό και ο Τάκης θα έπρεπε να λύσει τους λογαριασμούς του με τα πράγματα που γίνανε εκείνη τη μέρα, αυτά που περάσανε και που τώρα τα έλεγαν Τραύμα. Και ο Τάκης χτύπησε νευρώνα και θυμήθηκε τότε ποια ήταν εκείνη η μέρα που πήγαινε ακόμα στο σχολείο του, το 41ο λύκειο, πρώην Τυχοπούλου, ένα κτίριο σαν πολυκατοικία. Θυμήθηκε λοιπόν ο Τάκης και ετοιμαζόταν να ξαναζήσει έξι ώρες από τα παλιά.
Όταν βγήκε από τον “Μιχάλη” ήταν μέσα στα αίματα και ένοιωθε υγιής. Συνήθιζε να ακούει ο Τάκης το σιντί που του δώσανε οι ψυχολόγοι για αναμνηστικό και που είχαν καταγραφεί, και ακούγονταν όλα αυτά που γίνανε μέσα στον “Μιχάλη”. Άκουγε τη μάχη που έδωσε με το Τραύμα του και η έκρηξη στο τέλος έσπαγε τα ηχεία κάθε φορά.
[...]
Πάλι πρέπει να ξυπνήσω. Ξύπνησα παρά πέντε και πήγα στο 41. Πάλι έχασα την προσευχή. Μαλακία…σήμερα θα έπρεπε να την προλάβω να τελειώσουμε μια ώρα αρχύτερα με το Τραύμα. Μπαίνω μέσα και βλέπω κάνα-δυο καθηγητές και μερικούς συμμαθητές μου. Με έχει πιάσει ήδη αναγούλα και αηδία. Σκέφτομαι πως δεν πρέπει να ξαναπεράσω ποτέ ξανά αυτή την ηλίθια φάση, πρέπει να καθαρίσω με το Τραύμα μου σήμερα και για πάντα, και σφίγγω την τσάντα Σπορ-Μπίλι που κανείς δεν την προσέχει γιατί όλοι την περνάνε για μια απλή σχολική τσάντα. Ανεβαίνω στον τρίτο όροφο που είναι το Β3 και μπαίνω. Όλοι αγουροξυπνημένοι είναι και μόνο ο Κατσιμπάρος κάνει μαλακίες πρωί-πρωί. δε δίνω σημασία. Κάθομαι στο θρανίο μου. Εκείνη τη χρονιά καθόμουνα μόνος μου μπροστά αριστερή γωνία.
Χτυπάει το κουδούνι. Πρώτη ώρα. Μπαίνει ο Νάκος για θρησκευτικά. Με το που μπαίνει, και σα να ήμουν έτοιμος από πάντα, ανοίγω την τσάντα μου. Πριν προλάβω να βγάλω αυτό που χρειάζεται για να την παλέψεις στα θρησκευτικά, ο Νάκος έχει ήδη αρχίζει να ουρλιάζει σαν υστερική κακιά αδελφή –οχτώ η ώρα το πρωί έτσι;– στον Καποκάκη και μετά σε δυο-τρεις ακόμα επειδή μασούσανε τσίχλα. Ε, στο πεντάλεπτο που συνεχίζει και φωνάζει σαν κραγμένη πούστρα βγάζω το αλυσοπρίονο από την τσάντα μου. Δε με έχει πάρει χαμπάρι κανείς και το βάζω μπροστά. Την ώρα που έσκουζε να φτύσουν οι άλλοι τις τσίχλες, το αλυσοπρίονο παίρνει μπρος και τρέχω κατά πάνω του και του κόβω το αριστερό χέρι που σκάει στο πάτωμα και καπάκι το δεξί. Με το στόμα ανοιχτό κοιτάει μία εμένα και μια αριστερά, και μια δεξιά τα αίματα του να ψεκάζουνε τον πίνακα και να πιτσιλάνε την απουσιολόγο. Η απουσιολόγα με κοίταζει έντρομη την ώρα που ξεκινάω να σφάζω και τα δύο πόδια του Νάκου, και που δεν αντιστέκονται καθόλου στο αιματοβαμμένο αλυσοπρίονό μου. Με αίματα πάνω στα μούτρα μου και με ήρεμη δύναμη της λέω: «Εσένα θα σε φάω τελευταία!». Ο Νάκος, άφωνος στο αιματοκυλισμένο μωσαϊκό χωρίς πόδια και χωρίς χέρια, δεν μπορεί ούτε να κάνει το σταυρό του! Τον ρωτάω αν μπορώ να πάω τουαλέτα να πλύνω λίγο το πρόσωπο μου γιατί είχε μπει λίγο αίμα στα μάτια μου και τσούζει. Γυρνάω και τον ρωτάω τι γεύση τσίχλα θέλει, αλλά αυτός κλαίει χωρίς να ακούγεται. Ε, και του λέω να μην ανησυχεί γιατί δε θα τον σκοτώσω πριν τον εξορκίσω. Βγάζω από την τσάντα το κοράνι και αρχίζω και ξορκίζω, και ο Νάκος κλαίει, να τρέμει και να ψήνεται και να βγάζει καπνούς. Φωνάζω: «Αλαχού Ακμπάρ!», και ο Νάκος σκοτώνεται μέσα στο αίματα και τεμαχισμένος. Κρύβω τότε το αλυσοπρίονο στην τσάντα μου, και αρχίζω να τα ψιλολέω με τα παιδιά. Είχα και καιρό να τα δω.
Χτυπάει το κουδούνι για τη δεύτερη ώρα και είναι ώρα για γυμναστική με την καργίολα τη στεργίου. Έρχεται φωνάζοντας γιατί παίζαμε μπάσκετ. Αποβάλλει πέντε-έξι γιατί φορούσανε τζιν, μας παίρνει και την μπάλα και μας αρχίζει με διατάσεις και τέτοια. Όπως πάντα η πουτάνα μας ξέσκιζε στη γυμναστική και δε μας άφηνε να παίζουμε μπάσκετ, παρά μόνο μας κορόιδευε, και στο τελευταίο τρίλεπτο μας πετούσε την μπάλα να παίξουμε και μέχρι να χωρίσουμε ομάδες είχε χτυπήσει κουδούνι για διάλειμμα και σκάγανε όλοι στην αυλή και δεν μπορούσαμε να παίξουμε. Και πάνω από όλα μας έλεγε πως θα την ευγνωμονούσαμε στο μέλλον για την αληθινή γυμναστική που μας έκανε, κάτι το οποίο ήταν τραβηγμένο από τα μαλλιά. Καθώς ερχόμουνα κατευθείαν από το μέλλον καμία, μα καμία μέρα δε σκέφτηκα κάτι τόσο ηλίθιο. Με τη σφυρίχτρα στο στόμα να μας σφυράει συνέχεια για τις ασκήσεις δίνει εντολή να πέσουμε κατάχαμα να κάνουμε κοιλιακούς και πουσάπς και τέτοια. Σηκώνεται ο Σπύρος και της λέει: «Κάτω είναι βρώμικα, και εγώ δεν κάθομαι να λερωθώ…να μας φέρεις στρωματάκια», και αποχώρησε από το μάθημα καταγγέλλοντας την όλη διαδικασία. Χαμογελάω εγώ, πάω και τον πιάνω και κάτι του λέω που δεν ακουγόταν στο σιντί. Όταν την είχαμε ήδη κρεμάσει από την μπασκέτα με τη σφυρίχτρα της και δεν μπορούσε πλέον ούτε να σφυράει ούτε να ουρλιάζει, παρά μόνο ζητούσε συγνώμη, άρχισα να την παροτρύνω: «Σφύρα τώρα καργιόλα, σφύρα!». Πριν την πνίξει η σφυρίχτρα της, παίξαμε και λίγο μπασκετάκι και πριν χτυπήσει κουδούνι για διάλλειμμα, έβγαλα είκοσι πέντε ρόπαλα από την τσάντα και τα έδωσα στους συμμαθητές μου για να τη χτυπήσουμε όλοι μαζί για να σπάσουμε όλα της τα κόκκαλα. Την τσακίσαμε τόσο πολύ, που στο τέλος άρχισαν να πετάγονται πάνω μας έντερα, αίματα, συκώτια και τέτοια, και γίναμε χάλια. Παρ’ όλα αυτά, είχε περισσότερη πλάκα κι από μπάσκετ.
Χτυπάει το κουδούνι, αλλά αργώ λίγο να μπω. Δε θυμόμουνα ότι είχαμε καλλιτεχνικά και έτσι όταν μπήκα μέσα ήταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη. Δεν κάθομαι καν στη θέση μου. Ανοίγω την τσάντα μου και βγάζω ένα σπαθί σαμουράι. Πάω στον Δημητρόπουλο με το σπαθί στο χέρι και τον ρωτάω: «Γιατί μου έβαλες δεκαπέντε στο τρίμηνο;», και του δείχνω τις ζωγραφιές μου. Και μου απαντάει: «έτσι, στην τύχη τους βάζω τους βαθμούς». Ε, και χάνω την ψυχραιμία μου και βγάζω το γιαπωνέζικο σπαθί από τη σκαλιστή θήκη του και με μια μονοκόμματη και ψαγμένη κίνηση, που την είχα δει σε μία ταινία, του κόβω το κεφάλι. Στην αρχή δεν το κατάλαβε ο Δημητρόπουλος και όντως έτρεχε σιγανά το αίμα από την αδιόρατη τομή στο λαιμό του. Ήμουν γυρισμένος πλάτη στον Δημητρόπουλο σα νίντζα που περιμένει, και γύρισα να τον ξαναδώ μόνο όταν άκουσα το κεφάλι του να πέφτει στο πάτωμα. Λέω: «είδες τι έκανες τώρα; αλλά πού να το δεις; τα μάτια σου είναι στο κομμένο κεφάλι σου, μαλακάκο, ε μαλακάκο». Βλέπω το ακέφαλο σώμα του γονατισμένο και την κορυφή του να ξερνάει αίμα σα σιντριβάνι και να λερώνει το ταβάνι και το πράσινο μπλοκάκι με τους βαθμούς. Το ματωμένο μπλοκάκι με ηρέμησε κάπως. Έσπρωξα το κορμί του στη γωνία και το πέταξα μαζί με αυτό του ψημένου Θρησκευτικού. Έστειλα ένα φιλάκι στην απουσιολόγο μας και κάθισα στο θρανίο μου ήσυχος. Δε βγήκα για διάλειμμα.
Χτυπάει το κουδούνι και έχουμε αρχαία. Έρχεται και ο σιχαμένος και ευγενικός σα φίδι χουντόσπορος, ο Μανάβης. Γράφει στον πίνακα τη λέξη «σημάνον». Κοντοστέκεται, τα χάνει και ξεφεύγει και παραμιλάει: «σημάνον! Όπως σημάνον... όπως σημαία... σημαία!... σημαία!» και παραληρεί: «έθνος! Πατρίδα! Σημαία! Ζήτω!», και τρελαίνεται, και τα μάτια του γυαλίζουν και είναι πλέον ένας τρομακτικός μπάσταρδος. Τον πρόλαβα λίγο πριν βγάλει αφρούς από περηφάνια που ήταν Έλληνας. Κρατάω σταθερά το φλογοβόλο που είχα ξετρυπώσει από την κομψή τσάντα μου και πατάω το κουμπί και τον πυρπολώ τον πούστη. Οι φλόγες τον καίνε γρήγορα. Μα του σαλεύει και νομίζει πως του επιτίθενται κομμουνιστές και φλεγόμενος τρέχει πέρα δώθε στην τάξη. Αρχίζω και του ρίχνω τη φωτιά Νο 3 που είναι και η πιο δυνατή. Ενώ έλιωνε το κρανίο του, ξεχείλιζαν τα μυαλά του και έσταζε το δέρμα του έκανε ένα σάλτο στην πόρτα και φλεγόμενος πήδηξε από τον τρίτο όροφο που ήμασταν νομίζοντας πως έτσι θα γλίτωνε από τους Τούρκους.
Βγήκαμε όλοι έξω να δούμε αν γλίτωσε και γι αυτό είχα βγάλει και ένα ούζι για να ’μαστε σίγουροι: τζαστ ιν κέης, που λένε. Αλλά, δεν υπήρχε λόγος να τον γαζώσω. Τα μαύρα απομεινάρια του καίγονταν στη σέντρα του γηπέδου τού μπάσκετ και ένας μαύρος καπνός αηδίας από τα καμένα σωθικά του γέμισε τη γειτονιά. Και επειδή δεν είχαμε άλλο διάλειμμα και περνούσε τυχαία ο Κατσάτος ο μαθηματικός και αποφάσισε να μπει νωρίτερα, μπήκαμε όλοι μέσα στην τάξη γελώντας και χαχανίζοντας.
Ο Κατσάτος ήταν μεγάλο αρχίδι. Μου λέει: «πουλάκι... έλα να λύσεις μια άσκηση εσύ που είσαι τόσο έξυπνος και μάγκας». Σηκώνομαι πάλι, γιατί κατά βάθος δεν μπορούσα να αποδεχτώ την ήττα μου κάθε φορά στον πίνακα, ούτε μετά από τόσα χρόνια. Λύνω, λύνω, και περνάει πολύ ώρα, και γεμίζω όλον τον πίνακα, και του λέω πως κοντεύω και ο Κατσάτος γελάει. Με σταματάει, σβήνει μια γωνίτσα πάνω δεξιά του πίνακα και λύνει την εξίσωση σε τρεις γραμμές και σκάει στα γέλια. Και του λέω: «Γαμώ την παναγία σου πούστη!», και του ρίχνω και με τα δυο μου χέρια δύο αστεράκια νίντζα που του κόβουν τα αυτιά και γεμίζει με αίματα. «νιώσε το ατσάλι μου!» ουρλιάζω. Την ώρα που έχει πιάσει και με τα δυο του χέρια τα αυτιά του για να συγκρατήσει το αίμα που πετάγεται όπου να ’ναι, εγώ αρπάζω την τσάντα μου και ξαναβγάζω το σπαθί σαμουράι, γιατί με είχαν πιάσει τα νεύρα μου και δεν είχα φαντασία, και του τραβάω μία από το κεφάλι μέχρι κάτω και τον σκίζω στα δύο, και του λέω: «Σε έσκισα στα δύο σκατομαλάκα». Όλα αυτά πριν καν χτυπήσει το κουδούνι.
Είχα κουραστεί τόσην ώρα μόνος μου να σκοτώνω αρχίδια. Πήρα λοιπόν την κατάσταση στα χέρια μου και δεν περίμενα άλλο για κουδούνια και σχολικά ωράρια και πειθαρχίες. Βγάζω το καλύτερό μου όπλο από την τσάντα και λέω στους συμμαθητές μου να ανέβουν όλοι στο γυμναστήριο του σχολείου που κάναμε τις γιορτές και να φέρουν και όλους τους υπόλοιπους συμμαθητές και δασκάλους και να ρίξουνε μια γιορτή για την εικοστή πέμπτη Μαρτίου. Με το σπαθί των τζεντάι στο ένα χέρι και με την τσάντα του Σπορ-Μπίλι στο άλλο άνοιξα αποφασιστικό βήμα στο διάδρομο και άρχισα να κατευθύνομαι προς το γραφείο των καθηγητών. Εκεί με πετυχαίνει η αγαπημένη μου καθηγήτρια που με ρωτάει πού πάω. Διστάζω για λίγο, αλλά της μπήγω το φωτεινό σπαθί τζεντάι στο στομάχι και με δύο αστραπιαίες κινήσεις την κόβω σε δώδεκα φέτες. Μονολογώ: «είναι αργά πλέον για δάκρυα, Στέλλα». Αίματα παντού πάνω μου πάλι, αλλά δεν πειράζει πια.
Μπαίνω στο γραφείο των καθηγητών και είναι όλοι χαρούμενοι και τρώνε. Βγάζω από την τσάντα τριάντα χειροβομβίδες και τις πετάω. Τρέχω να απομακρυνθώ μη με πάρουν ξώφαλτσα τα κομμάτια της χειροβομβίδας. Παίρνω το ασανσέρ και πάω στη σχολική γιορτή. Έπρεπε να τους σκοτώσω όλους. Διακόπτω το ποίημα που απαγγέλανε για τις Σουλιώτισες και φωνάζω την απουσιολόγο να έρθει δίπλα μου. Σα σε αργή κίνηση, εν είδει Ούμα Θέρμαν, πετάχτηκα πολύ ψηλά στον αέρα και στάθηκα εκεί πολύ ώρα και έριξα χίλια εφτακόσια αστεράκια νίντζα στο δόξα πατρί όλων των συμμαθητών μου. Μέχρι να ξαναγγίξουν τα πόδια μου το πάτωμα, χίλια εφτακόσια μαθητικά κορμιά ήταν νεκρά, και η αίθουσα έσταζε αίμα. Τους σκότωσα με σεβασμό. δε γινόταν αλλιώς, έπρεπε να σιγουρευτώ πως θα το αφανίσω το Τραύμα μου.
Παίρνω την απουσιολόγο και της λέω «κοίταξε να δεις, για να μη σε σκοτώσω πρέπει να μου τον πιάσεις». Χωρίς δεύτερη κουβέντα, μου τον πιάνει. Τη βουτάω και παίρνουμε το ασανσέρ. Στο ισόγειο με πετυχαίνει την ώρα που ανοίγω την πόρτα του ασανσέρ ο Φωτόπουλος. Μα πώς γλίτωσε αυτός σκέφτομαι. «Τάκη! Γρήγορα στο γραφείο για αποβολή... απαγορεύεται μαθητές να παίρνουν τον ανελκυστήρα». Ήταν πολύ τσαντισμένος και του λέω πως το είχα ξεχάσει. Εκεί που αποσπάστηκε λίγο η προσοχή του, βγάζω ένα μικρό παγοκόφτη και αστραπιαία του τον μπήγω στο λαιμό. «Φάε την πούτσα του βρικόλακα» του λέω με ψυχρή φωνή την ώρα που πέθαινε αιμορραγώντας.
Η Σοφία η απουσιολόγος είχε πάλι πιτσιλιστεί με αίματα. Με καύλωνε πολύ με τα αίματα πάνω στην άσχημη και στριμμένη φάτσα της. Είχαν αιματοκυλιστεί λίγο και τα τεράστια βυζιά της που πρόβαλλαν μέσα από το βαθύ ντεκολτέ της και δεν ήμουνα καλά. Τότε της είπα πως για να μην τη σκοτώσω πρέπει να με βοηθήσει με τους δυναμίτες και μετά να μου τον ψιλοπαίξει έτσι λίγο. Αφού ζώσαμε το κτίριο με χίλιους δυναμίτες και κρατούσα στα χέρια μου τον ασύρματο πυροκροτητή, την έσπρωξα στη γωνία αριστερά από την πόρτα και άρχισε να κάνει αυτό που έπρεπε. Μόλις κόντευα να τελειώσω πάνω της ακούστηκε ένα βουητό. Ακουγόταν σαν κύματα θάλασσας να σκάνε στους ορόφους. Ήταν σαν το τρέιλερ της Λάμψης του Κιούμπρικ. Δύο μεγάλα κύματα ατελείωτου αίματος έσκασαν και από τις δύο σκάλες και έπεσαν να μας πνίξουν. Η πόρτα ήταν κλειστή και γρήγορα βρέθηκα με τη Σοφία κάτω από το αίμα. Κατάφερα τελευταία στιγμή να ανοίξω την πόρτα. Τότε μας ξεβράζει το κύμα αίματος στο δρόμο.
Βήχουμε και φτύνουμε αίμα. Η Σοφία μου λέει πόσο ερωτευμένη είναι μαζί μου. Εγώ τότε τη φιλάω χυδαία, βγάζω το περίστροφο και την πυροβολώ στο κεφάλι. Ανάβω ένα τσιγάρο που γίνεται κι αυτό κατακόκκινο και κατηφορίζω προς τη λευκωσίας. Πριν τη γωνία πατάω το κουμπί.
Αμπαλαέα.
[Bristol 2007]
Ετικέτες: Διηγήματα, Μπάμπης Κονταράκης