Κυριακή, Απριλίου 11, 2010
Φώτης Βασιλείου
Ο Γέρος
Η Πώλυ χάιδεψε την φαλάκρα του Γέρου με τ’ αριστερό χέρι και με μια ανάλαφρη, χορευτική σχεδόν, κίνηση κάθισε στα πόδια του. Έσφιξε το λαιμό του στην αγκαλιά της και πλησίασε τα χείλια της στ’ αυτί του. Χείλια μεγάλα, παστωμένα με πορφυρό κραγιόν. Χείλια, που ανοιγόκλειναν ανεπαίσθητα καθώς η ανάσα της έβγαινε ζεστή από μέσα τους και χτυπούσε τον λοβό του αυτιού του. Τα χέρια της σφίχτηκαν, ανατρίχιασε, μούδιασε, ο κόσμος εξαφανίστηκε από γύρω του. Κι ύστερα τα χείλη της έπαψαν να κινούνται, στάθηκαν μισάνοιχτα, η ανάσα δεν έβγαινε απ’ το στόμα, αλλά τα ρουθούνια, τα χέρια της χαλάρωσαν. Ήταν η σειρά του. Προσπάθησε να μιλήσει, αλλά του ήταν αδύνατον να προφέρει τα σύμφωνα· δυο – τρία φωνήεντα ξέφυγαν από τον λάρυγγά του, σ’ έναν τόνο περίεργο. Έτσι κούνησε το κεφάλι μπρος – πίσω συγκατανεύοντας. Η Πώλυ τον κοίταξε. Ο Γέρος έμενε ανέκφραστος με τα μάτια να απλώνονται πάνω στο πρόσωπο της. Ήταν μια ωραία στιγμή, μια σημαντική στιγμή, μια τρυφερή στιγμή για τους δυο τους. Ήταν σαν να πέρασε η σχέση τους σε άλλο επίπεδο. Μ’ ένα ανάλαφρο πηδηματάκι η Πώλυ σηκώθηκε από την ποδιά του Γέρου κι επέστρεψε στην πραγματικότητα του μικρού μπαρ, κουνώντας τους ώμους και τους γοφούς προς τους πέντε – έξι βαρεμένους που κάθονταν στον πάγκο. Ο Γέρος ανακάθισε στην καρέκλα και τελείωσε το ποτό του με μια ρουφηξιά, ακούγοντας τις μαλακίες τους. Κατάφερναν και τσακώνονταν, παρότι λέγανε όλοι τα ίδια πάνω-κάτω. Σε άλλη περίπτωση ο Γέρος μπορεί και να θύμωνε με την βλακεία του, σε άλλη μπορεί και να συμμετείχε. Τώρα άδειαζε το ποτήρι του μονορούφι. Το άφησε στο τραπέζι με χέρι που έτρεμε ελαφρά. Κόντευε μία.
----------------------------------------------------------
Εκείνο το βράδυ ο Θάνος είχε τον πρώτο μεγάλο καυγά με την Αλεξία. Ήταν κι οι δυο τους θυμωμένοι, φώναξαν, βρίστηκαν, είπαν απίθανα πράγματα ο ένας στον άλλο, κόντεψαν να ’ρθουν στα χέρια: Ο Θάνος της πέταξε το μαξιλάρι που έσφιγγε στα χέρια του καθώς πήγαινε πάνω – κάτω. Της το πέταξε με δύναμη, γιατί ένιωθε ισχυρότατη μέσα του την επιθυμία, την ανάγκη να την σκοτώσει. Να ορμήσει πάνω της, να την χτυπήσει, να της σπάσει τα δόντια, να της βουλώσει τα μάτια, να της ραγίσει τα παΐδια κι ύστερα να σφίξει τον λαιμό της μέχρι να ψοφήσει. Της πέταξε το μαξιλάρι. Η Αλεξία καθόταν σταυροπόδι στο κρεβάτι με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο. Το μαξιλάρι την βρήκε στο κεφάλι, της χτύπησε την μύτη κι έσπρωξε το κεφάλι της στον τοίχο. Η μύτη την πόνεσε πολύ, το κεφάλι δεν την πόνεσε. Το κεφάλι την εξόργισε. Άρπαξε την μυγοσκοτώστρα που είχε δίπλα της κι έπεσε πάνω του. Τον χτύπησε στα μπούτια, στον κώλο, στα χέρια, στην πλάτη. Ο Θάνος φόραγε μόνο βερμούδα κι αμάνικο φανελάκι και το πλαστικό άφηνε πάνω στην σάρκα του έντονο το αποτύπωμά του, άσπρο στην αρχή, κατακόκκινο μετά. Τον χτύπησε γύρω στις δέκα φορές, όρθια και φωνάζοντας «βλαμμένο, ηλίθιο» κι αυτός γονατιστός να προσπαθεί να της πιάσει τα χέρια. Την έβριζε με όση ψυχή είχε. Ύστερα η Αλεξία πέταξε την σκοτώστρα πάνω του, φόρεσε βιαστικά τα παπούτσια της κι έφυγε από το σπίτι. Αυτός έμεινε στο πάτωμα για μερικά λεπτά, ξεστομίζοντας απίστευτες βρισιές κι ύστερα σύρθηκε ως το κρεβάτι τους. Πονούσε πάρα πολύ. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του. Το κορμί του ήταν γεμάτο ακριβή αποτυπώματα του διχτυωτού της μυγοσκοτώστρας που είχαν μπλαβιάσει και πονούσαν σαν εγκαύματα. Ξαφνικά η υπόθεση του φάνηκε αστεία. Όλος αυτός ο θυμός, το πάθος ―μια κωμωδία. Σχεδόν γέλασε μέσα στον πόνο και τα δάκρυά του. Κι ύστερα τα μάτια του στέριωσαν στο ταβάνι κι άρχισαν να διαστέλλονται αργά. Έμεινε ακίνητος, η ανάσα του βάρυνε κι ήταν σαν να βυθιζόταν μέσα στους πόνους του. Έμεινε για λίγο έτσι κι όταν συνήρθε αισθανόταν καλλίτερα. Πονούσε πολύ και προτιμούσε να μην κοιτάζει την μαστιγωμένη σάρκα του, το μίσος όμως του ’χε φύγει. Του απέμενε ο θυμός και το παράπονο για τον πόνο που του προκάλεσε. Κυλίστηκε στα σεντόνια τους. Άσπρα σεντόνια με κιτρινωπούς λεκέδες από σάλιο κι άλλα υγρά. Γύρισε πλευρό για να βολευτεί καλλίτερα. Και το βλέμμα του έπεσε σε μια μουνότριχά της. Καστανή, σκληρή, ελαφρά κατσαρή, με λευκό κεφαλάκι και λεπτή απόληξη. Την έπιασε χαμογελώντας. Την κοίταξε. Την μύρισε, χωρίς να μπορεί να εντοπίσει τη μυρουδιά της. Την έβαλε στα χείλια του και την έκοψε σε μικρά κομματάκια, κριτς, κριτς, κριτς, κριτς, που τα γυρόφερνε για ώρα στο στόμα του. Κι ο θυμός του ’χε περάσει πια. Μόνο εγωισμός απέμενε. Πριν κλείσει μια ώρα από τη στιγμή που έκλεισε η Αλεξία την πόρτα πίσω της βρίζοντάς τον, ο Θάνος επιθυμούσε να την γαμήσει. Σηκώθηκε και φόρεσε μια μπλούζα. Η ώρα κόντευε δύο τη νύχτα. Πού να τριγυρνούσε. Περπάτησε για λίγο πάνω κάτω στο δωμάτιο κι ύστερα βγήκε για καραούλι στο μπαλκόνι. Στεκόταν εκεί, έξω, κρυμμένος πίσω από τα κάγκελα, μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι, κι έψαχνε τον δρόμο. Ησυχία.
Τότε πρόσεξε στο απέναντι πεζοδρόμιο, πίσω από τον σκουπιδοτενεκέ, που ήταν απέναντι από την πολυκατοικία τους, έναν φαλακρό τύπο να κοιτάει πότε δεξιά και πότε αριστερά. Ο δρόμος ήταν έρημος, σπάνια περνούσε αυτοκίνητο ή πεζός, και τότε ο φαλάκρας λούφαζε πίσω από τον σκουπιδοτενεκέ. Η Αλεξία δεν φαινόταν κι ο Θάνος περνούσε την ώρα του χαζεύοντας τον φαλακρό. Ήταν ψηλός και λεπτός, με φαρδύ στήθος. Φορούσε σακάκι απροσδιορίστου χρώματος και κάπνιζε συνεχώς. Ήταν φως φανάρι ότι κι ο φαλάκρας γκόμενα περίμενε, κι ο Θάνος ένιωσε συμπάθεια για τον συνάδελφο που τρωγόταν στο πεζοδρόμιο.
Κι ύστερα ήρθε ένα γκρι Χιουντάι, που πάρκαρε λίγο πιο κάτω από τον σκουπιδοτενεκέ. Ο οδηγός του βγήκε, έφτιαξε το πουκάμισο και το σακάκι του, και κατευθύνθηκε προς την πολυκατοικία που ήταν πίσω από τον κάδο. Τότε ο φαλακρός πήδησε μπροστά του και ακούστηκαν δυο συνεχόμενοι πυροβολισμοί.
Ο Θάνος, όταν πήδηξε ο Φαλακρός μπροστά στον άλλον, έπιανε με τα δυο του δάχτυλα το τσιγάρο από τα χείλη. Κοίταζε την καύτρα, που άγγιζε σχεδόν το φίλτρο, κι ετοιμαζόταν να το πετάξει. Όταν ακούστηκαν οι πυροβολισμοί άδειαζε τα πνευμόνια του από την τελευταία τζούρα φτιάχνοντας κυκλάκια. Μπαμ, μπαμ. Το χέρι του έμεινε μετέωρο με την γόπα στο χέρι, τα μάτια του καρφωμένα στα κυκλάκια που διαστέλλονταν πάνω από το κεφάλι του, και η ανάσα του σταμάτησε να βγαίνει. Κούρνιασε φοβούμενος μη φάει καμιά αδέσποτη. Άκουσε βήματα τρεχαλητού να μακραίνουν. Ουσιαστικά δεν είδε τίποτα.
------------------------------
Τέσσερις παρά δέκα η Πώλυ χαιρέτησε τους τελευταίους πελάτες και μάζεψε τα ποτήρια τους. Η Σωτηρία, η άλλη κοπέλα που δούλευε στο μπαρ, είχε ήδη ξεκινήσει το πλύσιμο. Η Πώλυ άφησε τα ποτήρια στο νεροχύτη χωρίς να πει τίποτα. Ούτε και η Σωτηρία δεν είπε. Δεν μιλούσαν πολύ μεταξύ τους, χωρίς να είναι τσακωμένες. Η Σωτηρία ήταν φοιτήτρια σε κάποια σχολή και δούλευε ορισμένες μέρες για να συμπληρώνει το χαρτζιλίκι που της έδιναν οι γονείς της. Η Πώλυ ήταν μόνιμη. Η πρώτη προτιμούσε να κάθεται στο μπαρ και να ετοιμάζει τα ποτά, σπάνια έπαιρνε παραγγελίες, σχεδόν ποτέ δεν μιλούσε στην πελατεία και δεν την είδε κανείς να χαμογελά. Η Πώλυ ήταν η ψυχή του μαγαζιού, αστειευόταν με τους πελάτες, γελούσε, χόρευε, χαριεντίζονταν, ανέβαινε στα τραπέζια. Του Free Time, ενός συνοικιακού μπαρ, που μαζεύονταν οι ίδιοι και οι ίδιοι χαμένοι.
Η Σωτηρία τελείωσε με το πλύσιμο και τα κορίτσια έσβησαν τα φώτα, κλείδωσαν και καληνυχτίστηκαν. Η Σωτηρία είχε ένα μηχανάκι, που το άφηνε κάθε φορά πάνω στο πεζοδρόμιο ακριβώς μπροστά από το μαγαζί, συνήθεια που εξόργιζε την Πώλυ κι ας μην έλεγε τίποτα. Η Πώλυ πήγαινε με τα πόδια στο σπίτι της. Έτσι κι αλλιώς έμενε δυο τετράγωνα παρακάτω.
Περπάτησε διώχνοντας κάθε σκέψη για τον Γέρο και τα σημερινά. Τα σημερινά φέρνουν στο νου τα χτεσινά και τα χτεσινά τα προχτεσινά κι αυτά τα ακόμα πιο παλιά. Προσπάθησε να ρίξει την έγνοια της στα ψώνια που θα έκανε την επόμενη: ρύζι, κριθαράκι, ζάχαρη, κοκακόλα… Όλα είχαν τελειώσει ή κόντευαν. Μπήκε στο ασανσέρ κάνοντας λογαριασμούς.
Γρήγορο ντουζ για να διώξει τον ιδρώτα και την καπνιά. Έφερε το χέρι της στην κοιλιά, πάνω στην χαλασμένη της μήτρα και ξέσπασε σε κλάματα. Γονάτισε στην μπανιέρα κι έκλαψε με λυγμούς, καθώς το νερό έπεφτε στους ώμους και την πλάτη της διαλύοντας τα δάκρυά της κι οδηγώντας τα στον βόθρο. Κι ήθελε να μην σταματήσει το κλάμα.
-----------------------------------------------------
Όταν είδε το λευκό Χιουντάι, το μυαλό του Γέρου άδειασε. Ούτε η ψύχρα τον ένοιαζε πια, ούτε η πράξη καθεαυτή, ούτε οι συνέπειες, ούτε το μέλλον. Έβγαλε το πιστόλι από την τζέπη και το έσφιξε πάνω στην κοιλιά του. Είχε προσπαθήσει να βοηθήσει την Πώλυ με κάθε τρόπο: Της πρόσφερε ασφάλεια, θαλπωρή, ενίσχυση, την πήγε σε γιατρούς, κι όμως κείνη την προ-προηγούμενη μέρα κλειδώθηκε στο μπάνιο και κατάπιε μια χούφτα χάπια. Όταν είδε ότι αργούσε, έπεσε πάνω στην πόρτα, της προκάλεσε εμετό, την ξάπλωσε στο κρεβάτι και της το υποσχέθηκε. Δεν είχαν συμπληρώσει ούτε χρόνο μαζί κι ήταν η έκτη απόπειρα που έκανε. Τις νύχτες δεν μπορούσε να κοιμηθεί, πάλευε με το μαξιλάρι της, αγωνιζόταν, έκλαιγε, ίδρωνε, ξεφώνιζε. Δεν μπορούσε ούτε φίλους να κάνει, όταν την πλησίαζε κάποιος, άντρας ή γυναίκα, εκείνη υποχωρούσε πανικόβλητη. Στο σχολείο ήταν η πουτάνα. Κοιμόταν με φαντάρους και τον φοιτητή που της έκανε ιδιαίτερα στα μαθηματικά, αλλά ούτε κι αυτό την βοήθησε. Δεκαέξι χρονών έφυγε από το σπίτι και περιπλανιόταν στα πάρκα, ώσπου η αστυνομία την γύρισε πίσω. Την επόμενη χρονιά παράτησε το σχολείο κι έπιασε δουλειά σαν πωλήτρια σε ένα κατάστημα ρούχων. Μόλις έπιασε χρήματα στα χέρια της άφησε το σπίτι των γονιών της κι άρχισε να ζει μόνη. Δεν άντεχε πλέον τους δικούς της κι εκείνοι είχαν κουραστεί. Δεν ήξεραν τι να κάνουν, πώς να την αντιμετωπίσουν, κι είχαν κι άλλη μια κόρη, μικρότερη, που έπρεπε να προφυλάξουν. Τότε άρχισε τις απόπειρες. Μια φορά έπεσε απ’ το μπαλκόνι κι έσπασε και τα δυο της πόδια. Μετά ρίχτηκε πάνω σ’ ένα αυτοκίνητο, αλλά ο χριστιανός που οδηγούσε πρόλαβε και πάτησε φρένο. Συχνά χρησιμοποιούσε ξυράφι και χάπια, αλλά πάντα – πάντα κάτι τύχαινε κι η Πώλυ σωζόταν. Αλλά μέχρι πότε και τι ζωή είναι αυτή; Το κάθαρμα της είχε καταστρέψει την πριν καλά – καλά πατήσει τα δέκα.
Πετάχτηκε μπροστά του κρατώντας προτεταμένο το πιστόλι και με τα δύο χέρια. Πίεσε την σκανδάλη δυο φορές. Το πιστόλι κλώτσησε στις χούφτες του. Είδε τον εχθρό να πέφτει στην άσφαλτο προσπαθώντας να αναπνεύσει. Γύρισε την πλάτη κι άρχισε να τρέχει. Να τρέχει. Να στρίβει στα στενά. Να αποφεύγει τα φωτεινά μέρη. Ο αέρας εισέβαλε στις κυψελίδες του βίαια, τα πόδια του χτύπαγαν με δύναμη την άσφαλτο. Έτρεχε. Κι όταν δεν άντεχε να τρέχει άλλο, κάθισε σε μια υποφωτισμένη γωνιά, έβαλε το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατά του κι έδωσε δυο λεπτά στον εαυτό του για να ηρεμήσει.
--------------------------------------
Ο Θάνος κινήθηκε όταν συνειδητοποίησε ότι από τα γύρω διαμερίσματα τα φώτα άναβαν τα στόρια σηκώνονταν κι οι ένοικοι έβγαιναν στα μπαλκόνια. Εκείνος μπήκε μέσα. Έφτιαξε μια βότκα πορτοκάλι κι ένα CD του Chet Baker να παίζει για να κρύψει τις φωνές που ερχόταν από τον δρόμο. Εικόνες σπασμένες εισέβαλλαν μπερδεμένα στο μυαλό του, ο φαλακρός, το τσιγάρο, το γκρι Χιουντάι, οι πυροβολισμοί, και παντού, πάντα η Αλεξία. Σε λίγο ακούστηκαν σειρήνες και φωνές και κλάματα κι η μοναξιά του θέριευε. Έφτιαξε και δεύτερη βότκα. Έκλεισε θυμωμένος την μουσική, γιατί δεν μεταμόρφωνε την πραγματικότητα, αλλά αμέσως την ξανάβαλε, γιατί διαπίστωσε ότι χωρίς αυτή, τα πράγματα ήταν ακόμα χειρότερα. Και έπεσε στο κρεβάτι να ψάχνει κάποια άλλη τρίχα της, να μυρίζει το μαξιλάρι και το νυχτικό της, να κουλουριάζεται ανήμπορος ανάμεσα στα σεντόνια. Κι ο πόνος της πληγωμένης του σάρκας γινόταν σιγά – σιγά η παρηγοριά του.
----------------------------
Ήχος από σίδερο να εισχωρεί σε άλλο σίδερο. Ένας ξερός ήχος. Η πόρτα άνοιξε. Η Αλεξία μπήκε τρέχοντας, χωρίς να κλείσει την πόρτα έπεσε πάνω του, τον αγκάλιασε και τον φίλησε, ψιθυρίζοντας «αγάπη μου, αγάπη μου». Κι είδε πως τα μάτια της ήταν πρησμένα απ’ το κλάμα κι ένιωσε και τα δικά του να υγραίνουν. Ύστερα κλειδώσανε την πόρτα και κουκουλώθηκαν στα λευκά, μα λεκιασμένα σεντόνια τους.
Ήταν ώρα να θριαμβεύσει κι ο έρωτας.
Ετικέτες: Διηγήματα, Φώτης Βασιλείου