Σάββατο, Απριλίου 10, 2010

Χρήστος Σιδερής - Άλλυδις

Με λένε Ηλία Χατζηγεωργάκη! Να θυμάστε, Ηλία Χατζηγεωργάκη!

Η νύχτα ξεψύχησε με θόρυβο. Βοήθησε λίγο και η χειροβομβίδα που έσκασε στα μούτρα μας. Δεν προλάβαμε να σκεφτούμε τίποτα. Eγώ τουλάχιστον! Οι οθόνες δεν πρόβαλαν το έργο “Η Ζωή Μου σε ένα μικρο-Δευτερόλεπτο”. Η μόνη φράση που πρόλαβα να σχηματοποιήσω, όχι όμως και να αρθρώσω ήταν: «είμαι νεκρός».
Έπειτα ξύπνησα. Όχι. Αφυπνίστηκα. Αναστήθηκα. Επανήλθα. Διάβολε, πρέπει να βρω τη σωστή λέξη! Άλλυδις! Αυτή ήταν η σωστή λέξη, δεν την ήξερα τότε, την έμαθα αργότερα από τον Πρωταγόρα. Όμως τώρα πρέπει να την αποσαφηνίσω και σε εσάς. Ας πούμε ότι μετέβηκα σε ένα άλλο επίπεδο ύπαρξης. Ήμουν στο «εδώ» αν «εκεί» ήταν το μέρος που βρισκόμουν πριν ή στο «εκεί» αν ίσχυε το αντίθετο. Για τις ανάγκες της επικοινωνίας ας πούμε ότι βρισκόμουν στο «εδώ» ενώ εσείς βρίσκεστε στο «εκεί». Αλλά πού ήταν το «εδώ»; Πού στην ευχή βρισκόμουν;
Μήπως ήμουν στον παράδεισο ή, ακόμα χειρότερα, στην κόλαση; Δεν ήξερα! Ψέματα! Αναγνώριζα ότι βρισκόμουν στη Γή, στην πόλη μου, στο σπίτι μου. Αλλά ούτε η γυναίκα, ούτε τα παιδιά μου ήταν «εδώ».
Οι δρόμοι της πόλης έμοιαζαν με τους δρόμους τής πόλης που έζησα αλλά οι άνθρωποι, οι σκιές και οι λάμψεις, η συνεχής ροή φωτός, η σιωπή και οι κουβέντες, οι ετερόκλητες συντροφιές παράξενων ανθρώπων δεν ομοίαζαν σε τίποτα από όσα είχα δει μέχρι τότε! Και οι άνθρωποι εξαφανίζονταν! Μα την Παναγία, σας λέω! Μία που υπήρχαν μία που χάνονταν. Άλλοτε επανέρχονταν, άλλοτε όχι. Οι ίδιοι δε θυμούνταν γιατί ή πώς εξαφανίστηκαν. Δε θυμούνταν πού πήγαν! Αναρωτιόμουν μήπως συνέβαινε και σε εμένα. Ήταν πολύ περίεργο!
Όχι, δεν ήμουν στον παράδεισο, δε φανταζόμουν ότι ο Θεός θα επεδείκνυε τόσο μεγάλη στέρηση φαντασίας, αλλά δεν ήμουν και στην κόλαση και αυτό μπορώ να σας το βεβαιώσω.
Ίσως αναρωτιέστε γιατί εξέφρασα τη βεβαιότητα ότι δε βρισκόμουν στην κόλαση. Η απάντηση είναι απλή. «Εδώ» δεν ήταν η κόλαση γιατί σε έναν από τους περιπάτους μου συνάντησα τον Χριστό! Φυσικά αναφέρομαι στο γιο του μαραγκού, τον Ιησού, τον θεάνθρωπο. Ξέρω ίσως φαίνεται ότι γράφω υπερβολές αλλά δεν πρόκειται για φανφαρονισμούς, συνάντησα όντως έναν τύπο που έμοιαζε με τον Ιησού όπως τον φανταζόμουν, μίλαγε σαν τον Ιησού και μου συστήθηκε ως Ιησούς. Εγώ βέβαια τον ρώτησα: «Όλα τα κακά νικά και όλα τα κακά σκορπά;», αυτός δεν εκνευρίστηκε, με κοίταξε μισοέκπληκτος, μισογελαστός και είπε «Ναι, κατά μία εκδοχή, Ναι»!
Αυτό πρέπει να το πω: είναι παράξενος ο Ιησούς! Αναβοσβήνει σα φάρος και η εικόνα του δεν είναι ποτέ σταθερή! Άλλοτε η μύτη του είναι γαμψή, άλλοτε ίσια, άλλοτε τα μαλλιά του ξανθά, άλλοτε καστανά. Τη μία φαίνεται λιπόσαρκός την άλλη κανονικός!
Πάντως μπορώ να σας επιβεβαιώσω ότι αυτός ο άντρας ήταν πράγματι ο Ναζωραίος. Το επικύρωσαν όσοι ρώτησα, μεταξύ αυτών ο Ιούδας και ο Πόντιος Πιλάτος που μοιράζονταν το τραπέζι του! Μου είπαν ακόμα ότι «εδώ» ζούσαν και άλλοι θεοί και άλλοι προφήτες όπως ο Μωάμεθ, ο Σολωμόντας, ο Ζωροάστρης, ο Δίας και όλοι οι θεοί του ελληνικού πανθέου μολονότι εγώ προσωπικά και μέχρι τότε δεν είχα συναντήσει κανέναν από δαύτους.
Έμαθα επίσης ότι η συνεχής ροή φωτός, οι σκιές και οι λάμψεις που με παραξένεψαν αρχικά δεν είναι παρά οι δικές σας δραστηριότητες, η ατελεύτητη κίνησή σας. Επίσης γνωρίζω ότι δεν είμαι στα αλήθεια νεκρός. Γιατί τι άραγε σημαίνει θάνατος αν όχι την απώλεια της υλικής υπόστασης;
Έχω υλική υπόσταση! Τρώω, πίνω, αφοδεύω, αισθάνομαι, κάνω σεξ... Ψέματα δεν έχω κάνει σεξ ακόμα αλλά φαντάζομαι ότι και οι άνθρωποι «εδώ» το εξασκούν.

Δε γνωρίζα τον πληθυσμό του «εδώ» ούτε αν υπήρχαν αστικές και αγροτικές περιοχές όπως στο «εκεί», αν ο πληθυσμός μας ήταν διασκορπισμένος σε πόλεις και εξοχές όπως συμβαίνει στο «εκεί» ή αν υπήρχε μία και μοναδική πόλη, αυτή που ζούσα, η Αθήνα.
Τούτο έμελλε να το μάθω γιατί δεν πέρασαν παρά λίγες ώρες και βρήκα τον εαυτό μου να περιδιαβαίνει τα Φιλιατρά, την Καλαμάτα και άλλες πόλεις και εξοχές που θυμόμουν από τη ζωή μου στο «εκεί». Μια άλλη φορά ένιωσα πολύ παράξενα, σα να βρίσκομαι σε δύο μέρη ταυτόχρονα. Ίσως ονειρευόμουν Θαρρώ ότι τα όνειρα «εδώ» κρατούν λιγότερο αλλά είναι πολύ πιο έντονα από ότι «εκεί»!
Ίσως τώρα αναρωτιέστε πώς πρόλαβα σε λίγες ώρες να κάνω τα ταξίδια που μόλις ανάφερα. «Εδώ» κινούμαστε με μικρότερες ταχύτητες. Μάλλον... ας το θέσω αλλιώς. Εμείς κινούμαστε με κανονικές ταχύτητες ενώ εσείς βιάζετε το χρόνο-κόσμο σας. Ζείτε ανάμεσα μας αλλά η ταχύτητα ανέλιξης του κόσμου σας απέχει πόρρω από τη δική μας.

Δεν είχα αντιληφθεί τη χρονική υστέρηση του «εδώ» από το «εκεί» μέχρι που με επισκέφτηκε ο Βασίλης, ο πρωτότοκός μου. Όταν τον πρωτοείδα να έρχεται προς το μέρος μου, είχαν δεν είχαν περάσει μερικές ώρες από τη στιγμή που ξεψυχούσα από τα θραύσματα της χειροβομβίδας στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα ότι όλα αυτά δεν ήταν παρά ένα απαίσιο όνειρο και ότι όπου και να ’ταν θα ξυπνούσα και δε θα θυμόμουν τίποτα. Αλλά δεν ήταν όνειρο. Ήμουν οριστικά νεκρός… (όχι όχι νεκρός άλλυδις), και ο Βασίλης με ακολούθησε στον τάφο. Πώς ήταν δυνατόν, ήταν μόλις δεκαπέντε ετών παιδί, από τι πέθανε, πώς;
Με πλησίασε, με αγκάλιασε, ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο μου. «Πατέρα! Είσαι... είσαι όπως ακριβώς σε θυμόμουν! Δεν πίστευα ποτέ ότι θα σε ξανάβλεπα» είπε.
«Κι εσύ!», είπα και με κοίταξε έκπληκτος. Δεν του έδωσα χρόνο. «Τι συνέβη;» ρώτησα
Δεν απάντησε. «Πού βρισκόμαστε;» ρώτησε.
«Εδώ παιδί μου είναι το «εδώ»!» είπα.
«Δεν ακούγεσαι λογικός, μπαμπά».
«Πάμε έναν περίπατο και θα σου εξηγήσω» πρότεινα.
Άρχισα να σταχυολογώ όσα ήξερα για το «εδώ» και παρότι δεν ήταν και πολλά ήταν υπερβολικά πολλά για να τα αφομοιώσει κανείς με το που βιώνει τη μετάβαση.

Περάσαμε από το γνωστό στέκι του Ιησού κοντά στην πλατεία Κάνιγγος. Ήταν όπως πάντα εκεί, τα έπινε με τον Πιλάτο, τον Ιούδα και εκείνο το κυκλοθυμικό κορίτσι, τη Μαγδαληνή. Τους χαιρετίσαμε. Αυτή τη φορά δεν άντεξα και τους ρώτησα.
«Συμπαθάτε με, μα δε θα ’πρεπε να ήσασταν εχθροί εσείς, πώς είναι δυνατόν να κάθεστε και να συντρώγετε σα να μη συνέβη τίποτα;»
Παρότι η ερώτησή μου ενείχε μομφή, οι τρεις συνδαιτυμόνες με κοίταξαν με ειλικρινά φιλική διάθεση. Το λόγο πήρε ο Πόντιος Πιλάτος όντας μεγαλύτερος από τους τρεις.
«Άκουσε να σου πω παλικάρι μου, μπορεί εκείνοι να μας σκέφτονται με έναν τρόπο αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είμαστε αυτό που σκέφτονται. Είμαστε αυτό που αποφασίζουμε ότι θέλουμε να είμαστε. Είμαστε αυτόβουλοι!»
«Ναι, άλλωστε», είπε συμβιβαστικά ο Ιησούς, «η ιστορία όπως έχει καταγραφεί, δεν είναι και πολύ ακριβής... δηλαδή», έριξε μια ματιά στον Ιούδα, «δεν είναι καθόλου ακριβής!»
«Δηλαδή;» απόρησα.
«Ας τα αφήσουμε αυτά τώρα, κοπιάστε» προσπάθησε να αποφύγει το σκόπελο η Μαρία δείχνοντας δύο άδειες καρέκλες.
«Λυπάμαι, ξεναγώ τον...»
«Τον πατέρα σου;» ρώτησε με πραγματικό ενδιαφέρον ο Ιησούς.
«Τον μπαμπά μου!» απόρησα δυνατά και κοίταξα τον δεκαπεντάχρονο γιο μου που ήταν ένας γέρος εβδομήντα πέντε ετών!
Ο Βασίλης είχε πεθάνει από καρκίνο, εξήντα χρόνια μετά το δικό μου θάνατο. Οι λιγοστές ώρες που είχαν περάσει «εδώ» αντιστοιχούσαν σε εξήντα χρόνια «εκεί». Είχε παιδιά και εγγόνια. Μου φαινόταν απίστευτο. Παρόλο που δεν ήμουν θρήσκος, παρόλο που ήξερα ότι ο Χριστός και οι υπόλοιποι σαλτιμπάγκοι των μονοθεϊστικών ή ετέρων θρησκειών με συντρόφευαν στο «εδώ», σταυροκοπήθηκα! Αυτό προκάλεσε μειδιάματα στους παρισταμένους με εξαίρεση τον Ιούδα που δεν αρκέστηκε να χαμογελάσει. Είχε ξεραθεί στα γέλια ο άτιμος.
Απευθύνθηκα στο γέρο που ήταν γιος μου. Ψιθύρισα: «Και η Μαρία έφτασε να θάψει και το παιδί της!» έψεξα τη γυναίκα μου και μητέρα του.
«Τι είπες πατέρα;» ρώτησε ο Βασίλης.
«Τίποτα. Τίποτα!» μάσησα τα λόγια μου.

Αφήσαμε τους ψευδοπροφήτες στο τραπεζάκι του οινοπωλείου να μεστώσουν τα ποτήρια με μπρούσκο κρασί και στρίψαμε στην Αιόλου. Προχωρούσαμε αμίλητοι. Με απασχολούσε πολύ εκείνο που είχε πει ο Πιλάτος.
«Μπορεί εκείνοι να μας σκέφτονται με έναν τρόπο αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είμαστε αυτό που σκέφτονται εκείνοι. Είμαστε αυτό που αποφασίζουμε ότι θέλουμε να είμαστε. Είμαστε αυτόβουλοι!»
Το ένοιωθα με όλο μου το είναι. Δεν ήμουν μήτε πατέρας, μήτε σύζυγος πια. Δεν είχα συγγενείς και φίλους, είχα μόνο προσδοκίες για το μέλλον, είχα ολάκερη ζωή μπροστά μου να τη ζήσω όπως αποφάσιζα. Ήμουν λεύτερος. Τούτη εδώ δεν ήταν βαρετή επανάληψη της ζωής τού «εκεί» μα μια νέα αρχή. Και θα ζούσα για πάντα. Τούτα σκεφτόμουνα με μεγάλη χαρά. Θα ζούσα για πάντα κατά πως ήθελα. Δε θα επαναλάμβανα τα λάθη του παρελθόντος.

Εξηγούσα στον Βασίλη ότι αυτά τα χρώματα και οι γραμμές που αλλοίωναν τη φυσική εικόνα του δρόμου οφείλονταν στους άλλους, τους ζωντανούς που κινούνταν με πολύ μεγαλύτερες ταχύτητες από ό,τι εμείς, ίσως βέβαια και να κινούνταν σε άλλη διάσταση γιατί λογικά αν κινούνταν αυτοί και εμείς μαζί με αυτούς δε θα έπρεπε κάποιες στιγμές να συγκρουόμαστε;
Πιθανολογούσα ότι στο σπίτι μου ζούσαν περισσότερες από δύο γενιές αποθαμένων και τουλάχιστον τρεις γενιές ζωντανών. Τον πατέρα και τη μητέρα μου τους είχα δει φευγαλέα μερικές φορές αλλά εξαφανίζονταν ευθύς αμέσως. «Ηλία!» προλάβαιναν να φωνάξουν αλλά τι να τους κάνω; Γιατί όμως οι άνθρωποι εξαφανίζονταν και πού πήγαιναν;
Τη στιγμή που έκανα το συγκεκριμένο συλλογισμό ο Βασίλης εξαφανίστηκε. Καλύτερα, σκεφτόταν ένα μέρος του μυαλού μου. Ένοιωθα πολύ άβολα να συνοδεύω αυτό το πρεσβύτερο παιδί μου. Όχι ότι δεν αγαπούσα τον Βασίλη, απλά δεν τον έβλεπα σαν παιδί μου. «Εδώ» οι συγγενικές σχέσεις δεν είχαν μεγάλη σημασία.
Φαντάσματα! Αυτό είναι! Πρέπει να εξαφανίζονται από το «εδώ» και να εμφανίζονται στο «εκεί» σα φαντάσματα. Γιατί όμως και πότε; Γιατί εγώ δεν είχα γίνει ακόμη φάντασμα. Ή μήπως ήμασταν φαντάσματα στο «εδώ» και όσοι εξαφανίζονταν υλοποιούνταν αλλού!

Βυθισμένος σε τέτοιες σκέψεις έφτασα στον εθνικό κήπο και κάθισα σε ένα παγκάκι να φουμάρω ένα από τα τσιγάρα μου. Τα παιδιά κυνηγιόνταν και φωνασκούσαν, σα μικροί καλικάτζαροι, στριφογύριζαν το παγκάκι και δε με άφηναν να ησυχάσω λεπτό. Σκέφτηκα να τους κάνω παρατήρηση αλλά φευ, ήμασταν όλοι νεκροί. Και εγώ και τα μπασμένα. Όχι, όχι νεκροί. Άλλυδις. Αλήθεια, πόσο τυχερά ήταν τα παιδάκια που υπέστησαν τη μετάβαση τόσο νωρίς και θα ζούσαν όλη τη ζωή τους στο «εδώ»! Ίσως τελικά βρισκόμουν στον παράδεισο, όχι στον παράδεισο του χριστιανισμού αλλά στη χώρα των μακάρων.
Ένα κοκκινομάλλικο κοριτσάκι με κοτσιδάκια και φακίδες στρίγγλισε. Ένα από τα παιδάκια αίφνης είχε εξαφανιστεί. Τα δύο μελαχρινά αγοράκια πισωπάτησαν τρομαγμένα και άρχισαν να απομακρύνονται τρέχοντας. Ο γέροντας από το απέναντι παγκάκι σηκώθηκε και με πλησίασε.
«Ηλία!» είπε
Τον κοίταξα παραξενεμένος, δε θυμόμουν να τον ήξερα από πουθενά αλλά το πρόσωπό του αναμόχλευε λησμονημένες μνήμες.
«Είναι απίστευτο!» είπε. «Είσαι καιρό εδώ;»
«Όχι πολύ γέροντα» είπα σεβόμενος τα χρόνια του. Άλλωστε ο χρόνος «εκεί» ήταν πολύ σχετική έννοια.
«Δε με θυμάσαι ρε Λουλάκι;»
Ξεσκόνισα λίγο το μυαλό μου. Αυτό το «Λουλάκι» μωρέ; Ναι, έτσι με αποκαλούσαν οι συστρατιώτες μου γιατί λέγανε πως είχα μανία με την καθαριότητα. «Ρε συ, Γιάνγκο!» είπα ασυναίσθητα.
Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε ατενίσαμε ο ένας την κατάντια του αλλουνού, δηλαδή εγώ ατένισα την κατάντια του Γιάνγκου γιατί προσωπικά ένοιωθα μια χαρά. Ή έτσι νόμιζα μέχρι που μου είπε ότι με είχε κάνει σκατά εκείνη η χειροβομβίδα. «Ναι βέβαια με είχε κάνει σκατά αλλά τώρα είμαι εντάξει» είπα. Αλλά ο Γιάνγκος επέμενε, με είχε δει εκείνος πετσοκομμένο από τα θραύσματα και έτσι ήμουν ακόμα, είπε.
Και γιατί δεν το βλέπω εγώ ρε Γιάνγκο, γιατί δεν το είδε κανείς «εδώ»;, αναρωτήθηκα. «Δηλαδή είμαι όπως ήμουν στο χαράκωμα;» ρώτησα
«Ναι, σου λέω!»
«Περίεργο! Πολύ περίεργο! Πολλά ανεξήγητα συμβαίνουν «εδώ»!», μονολόγησα.
«Τι είναι «εδώ»;» αναρωτήθηκε.

Είχα ήδη αφηγηθεί την ίδια ιστορία τουλάχιστον τρεις φορές μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Καταντούσε βαρετό. Ο Γιάνγκος, σα να διαισθάνθηκε την κόπωσή μου, πήρε τον ομάτιον του και έφυγε χωρίς περιττές χαιρετούρες. Σαν απόμεινα μονάχος άρχισα να συλλογιέμαι: ένα και ένα κάνουν δυο.
Το «εδώ» ταυτοποιούνταν χωρικά με το «εκεί» μα όχι χρονικά. Το «εδώ» κινούταν με απειροστή χρονική υστέρηση. Μέσα σε ελάχιστες ώρες οι άνθρωποι «εκεί» γερνούσαν και πέθαιναν. Όμως οι κάτοικοι του «εδώ» ήταν τρόπο τίνοι μεταβλητοί! Καθένας τούς έβλεπε κατά πως νόμισε. Όταν πρωτόδα τον Γιωργάκη μού φαινόταν όπως τον θυμόμουνα, δεκαπέντε χρονών παλικαράκι. Αλλά, στην πραγματικότητα, ήταν γέροντας, πολύ μεγαλύτερος από εμένα! Εγώ πάλι ήμουν αρτιμελής για όλους, εκτός από τον Γιάνγκο, τον συστρατιώτη, τον μοναδικό άνθρωπο που με είχε δει σε θανάσιμη κατάσταση. Αλλά γιατί εγώ δεν είδα τον Γιάγκο όπως τον θυμόμουν και είδα πρώτα τον γέροντα και έπειτα εκλάμψεις του παλαίου Γιάνγκου;
Αν οι άνθρωποι ήταν μεταβλητοί για τους υπόλοιπους ανθρώπους ποια ήταν η πραγματική εικόνα τους; Πώς ήμουν τελικά, όπως με θυμόταν ο Γιάνγκος ο μοναδικός επιζών της περιπόλου ή όπως με έβλεπαν όλοι οι υπόλοιποι; Πολλές απορίες και ελάχιστες απαντήσεις, ίσως έπρεπε να ρωτήσω κάποιον;

Αφού πείστηκα ότι δεν μπορούσα να βρω απαντήσεις άρχισα να ψαχουλεύω τις επίλοιπες ερωτήσεις. Πιο συγκεκριμένα, τη δεύτερη παραδοξότητα του «εδώ», τις εξαφανίσεις. Είχαν άραγε σχέση οι εξαφανίσεις με το φαινόμενο της μεταβλητότητας; Δύσκολα. Τουλάχιστον όπως το έβλεπα εκείνη τη στιγμή. Είχα ήδη συσχετίσει τις εξαφανίσεις με τα φαντάσματα του «εκεί». Γιατί όμως, στα καλά του καθουμένου, εξαφανίζονταν οι άνθρωποι και γινόντουσαν φαντάσματα, ήταν με τη δική τους θέληση ή κάποιος τους καλούσε; Και αν κάποιος τους καλούσε, ποιος ήταν αυτός και για ποιο λόγο;
Φυσικά είχα ήδη σκεφτεί την πιθανότητα να πέθαιναν οι αποθαμένοι αλλά πώς γινόταν να ήταν αλήθεια κάτι τέτοιο όταν ζούσαν άτομα όπως ο Ιησούς, ο Ιούδας και ο Πόντιος Πιλάτος. Αυτοί έπρεπε να βρίσκονταν «εδώ» γύρω στα χίλια εννιακόσια χρόνια του «εκεί», ίσως και παραπάνω! Για να μη μιλήσω για τους αρχαίους θεούς που θα πρέπει να ήτανε πολλών χιλιετηρίδων, τουλάχιστο δέκα αιώνες παλαιότεροι του Ιησού. Συνεπώς ήταν αδύνατον να εξαφανίζονταν οι άνθρωποι από το «εδώ» επειδή έληξε ο χρόνος παραμονής τους ή επειδή τους συνέβη κάποιο ατύχημα.
Είχα παρακολουθήσει εξαφανίσεις. Συνεβαίναναν στα καλά του καθουμένου και μάλιστα υπήρξα αυτόπτης μάρτυς περιπτώσεων που ο εξαφανισθής αρχικά αναβόσβηνε σαν κάτι φώτα σε μια ταινία του βωβού κινηματόγραφου που είχα δει με τη γυναίκα μου στο Παλλάς πριν τον πόλεμο. Καημένη Μαρία, σκέφτηκα ασυναίσθητα, ελπίζω να μη θάψεις και τα εγγόνια σου!
Εγκατέλειψα περίλυπος το παγκάκι και κατηφόρισα την Ερμού ποδαράτη. Είχα άφθονο χρόνο να ξοδέψω και σκόπευα να περπατήσω μέχρι το σπίτι μου που βρίσκεται μεταξύ Θησείου και Πετραλώνων κοντά στη γέφυρα του ηλεκτρικού.

Τελικά η Μαρία δεν τα κατάφερε να τους θάψει όλους. Με περίμενε στο σπίτι, αποπροσανατολισμένη, συμπαγής σαν πέτρα, σταφιδιασμένη, σα ξεραμένο σύκο! Με κοίταξε σα να έβλεπε διαόλι. Μπορεί και να ’μουν. Ανέκτησα τον έλεγχο τής κατάστασης και κατάφερα να δω τη Μαρία όπως ήτανε κάποτε, όπως την είχα αφήσει τριάντα χρονών κοπελούδα και τα κατάφερα. Έλπιζα η ψευδαίσθηση, αν επρόκειτο για ψευδαίσθηση και όχι για διαμόρφωση των άλλων κατά τη βούληση του καθενός, να διαρκέσει, την έσφιξα στη αγκαλιά μου, ένιωσα τα στητά βυζιά της στα στήθη μου και, μισή αμαρτία δική μου, μισή δική σας, μου σηκώθηκε! Σκέφτηκα το λοιπόν, κάτσε πρώτα να κάνουμε τη δουλειά μας και μετά της εξηγώ τι είναι το «εδώ! Έτσι κι έγινε.

Φυσικά μόλις ολοκληρώσαμε την πράξη που δεν ήταν, μα την Παναγία, διόλου σύντομη και ουδόλως δυσάρεστη, επιχείρησα να αποσαφηνίσω για πολλοστή φορά τα καθέκαστα αλλά δεν πρόλαβα γιατί.…δε θυμάμαι γιατί δεν πρόλαβα... Άξαφνα όλα χάθηκαν και δε θυμάμαι πού ήμουν και μετά που ξαναθυμόμουν ξανακοίταγα τη Μαρία που με θωρούσε σκιαγμένη. «Εξαφανίστηκες. Στα καλά του καθουμένου καλέ μου!» είπε.
'Άλλο πάλι και τούτο! Τελικά εξαφανιζόμουν και εγώ, που να πάρει και να σηκώσει. Δε μου άρεσε καθόλου αυτό παρότι δεν πίστευα ότι οι αποθαμένοι ξαναπεθαίνουν. Τι να υπήρχε μετά; Το επέκεινα;
Αν είχα γίνει φάντασμα και τρόμαζα τους ζωντανούς δεν το θυμόμουν καθόλου! Έπειτα ένιωσα τη Μαρία που με χάδευε και μου ξαναήρθαν ορέξεις και η Μαρία δεν έλεγε ποτέ όχι, από τότε που ήμασταν ακόμα ζωντανοί, σε ένα καλό γαμήσι! Πόσοι πέθαναν μέχρι να αποκάμουμε αυτά που κάμαμε ούτε ήθελα να ξέρω…

Την άφησα να αναπαυτεί στο κρεβάτι και πήρα και πάλι τους δρόμους. Τα βήματα μου με οδήγησαν στο γιουσουρούμ και από εκεί κίνησα προς Θησείο να πιω ένα καφεδάκι γλυκύ βραστό όπως μου άρεσε από παλαιόθεν.
Όπως όμως βάδισα σκυφτός και σκεφτικός παρατήρησα ότι η αρχαία αγορά ήταν κάπως διαφορετική από ό,τι τη θυμόμουν. Πολλοί άνθρωποι ήσαν συνωστισμένοι. Κάποιοι ρητόρευαν σα να ήταν τα αρχαία χρόνια που μας δίδασκαν στο εξατάξιο ότι ο Σωκράτης και ο μαθητής του ο Πλάτωνας ρητόρευαν και οι Αθηναίοι συναθροισμένοι στην αγορά τους άκουγαν. Αυτοί και πολλοί άλλοι σοφοί. Μα, δεν αποκλείεται να ζουν και τούτοι «εδώ»!, σκέφτηκα. Ανενδοίαστα, κίνησα προς την αγορά να παρακολουθήσω τους αρχαίους φιλοσόφους.

Πραγματικά, υπήρχαν πολλοί ντυμένοι με χλαμύδες και σανδάλια αλλά και με φουστανέλες και κοστούμια, ακόμα και στρατιώτες, σαν και του λόγου μου, άκουγαν τους ρήτορες. Στάθηκα στη γαλαρία και άκουσα ένα δυο από δαύτους αλλά -μα το Χριστό!-, (εν τη ρύμη του λόγου δηλαδή), δεν κατάλαβα ούτε τι λέγανε ούτε γιατί οι ακροατές άλλοτε άκουγαν έκθαμβοι, άλλοτε γιούχαραν, άλλοτε ποδοκροτούσαν και άλλοτε φωνασκούσαν καλύπτοντας τους ρήτορες.
Ρώτησα ένα γέροντα με ψαρά μαλλιά και αφύσικα πλατύ μέτωπο που παρακολουθούσε σιωπηλός τις λογομαχίες. «Για πες μου γέροντα, τι λένε τούτοι δω οι ρήτορες και για τι πράγμα μιλούνε ρώτησα;»
Ο ψαρομάλλης γέρος με κοίταξε με συμπάθεια. Έστρεψε το ροζιασμένο χέρι του προς τον έναν από τους ομιλητές.
«Αυτός», είπε, «είναι ο Σωκράτης και διδάσκει ότι υπάρχει αντικειμενικός κόσμος, υπάρχει ορθότητα, υπάρχει σωστό και λάθος».
Τον θυμόμουν τον Σωκράτη από το σχολείο! Αυτός που είχε πιει το κώνειο για να μην προδώσει τις ιδέες του. «Και ο άλλος;» ρώτησα.
«Αυτό το ξόανο είναι ο Πρωταγόρας, είναι αναρχικός, δεν πιστεύει σε τίποτα ιερό και όσιο, είναι Θερσίτης, κνώδαλον, βλαμμένος και διαόλι. Τζιζ, κακό! Κατάλαβες;»
«Πώς, κατάλαβα! Ήταν να μη καταλάβω γέροντα. Αλλά για πες μου εσύ που ξέρεις τόσα και μπορεί και να ξέρεις άλλα τόσα! Τι είμαστε τάχα όλοι εμείς «εδώ»; Είμαστε έτσι όπως νομίζουμε πως είμαστε για είμαστε όπως νομίζουνε κάποιοι άλλοι πως είμαστε; Είμαστε όντως μεταβλητοί για οι άλλοι δε βλέπουνε δίχως γυαλιά και πρέπει να τρέξουν στο ΙΚΑ να τους γράψει μια συνταγή ο οφθαλμίατρος;»
«Να μια καλή ερώτηση!» είπε ο γέρο Πλάτωνας. «Εδώ», είμαστε εμείς, αποστασιοποιημένοι ακόμα και από τις δικές μας απόψεις για εμάς, είμαστε καθαρά εμείς χωρίς σε αυτό να υπεισέρχεται η υποκειμενικότητά μας. Έτσι…», γκάζωσε ο γέροντας, «είμαστε αυτό που είμαστε, είμαστε αυτό που πιστεύουμε ότι είμαστε και είμαστε αυτό που πιστεύουν οι άλλοι ότι είμαστε! Όλα αυτά μαζί, το σημαίνον, το σημαινόμενο και το σύμβολο μαζί, Ορφικοί και Ελευσίνιοι!»
«Δηλαδή γέροντα είμαστε όλες οι διαφορετικές εκδοχές του εαυτού μας; Ακόμα και η δική μας εκδοχή δεν είναι παρά μία ακόμα εκδοχή, δεν είμαστε αυτό που νοίωθουμε ότι είμαστε;»
«Μολονότι κωθώνι της μετανεωτερικότητας, αντελήφθης άριστα το συλλογισμό! Εύγε!» είπε ο Πλάτωνας και έστρεψε αλλού την προσοχή του.
«Δάσκαλε!» φώναξα αλλά ο όχλος με έσπρωξε μακριά του.
Δεν ήθελα να συμφυρθώ με άσχετους και παρατρεχάμενους έτσι εντόπισα τον Σωκράτη περικυκλωμένο από θαυμαστές της παλαιάς και της νεότερης εποχής. Αν είχε κατατροπώσει τον Πρωταγόρα δεν το γνώριζα γιατί δεν παρακολούθησα τη συζήτηση, όχι πως αν τη παρακολουθούσα θα καταλάβαινα. Μετά βίας έβγαζα από τα συμφραζόμενα τα νοήματα όσων ήθελε να μου πει ο Πλάτωνας. Στάθηκε αδύνατον να πλησιάσω τον Σωκράτη. Με απώθησαν βίαια και δέχτηκα και μία ξεγυρισμένη σφαλιάρα από κάποιον. Απογοητευμένος σκέφτηκα να συνεχίσω το περίπατο μου όταν εντόπισα τον Πρωταγόρα που είχε λουφάξει πίσω από έναν κύωνα ο οποίος, όλως παραδόξως, στήριζε ένα αέτωμα!.

Ο Πρωταγόρας ήταν ωραίο παλικάρι και νεαρός, περίπου στη ηλικία μου, δηλαδή… τότε που πέθανα… η μέρα με τη νύχτα συγκρινόμενος με τον Σωκράτη που ήταν γέρος, εξαιρετικά άσχημος και η μύτη του συγκρινόταν αβασάνιστα με μελιτζάνα: σε μέγεθος και σε χρώμα!
Πλησίασα το παλικάρι που μπορεί να ήταν νεότερος του Πλάτωνα και του Σωκράτη αλλά είχε ζήσει «εδώ» τουλάχιστον διόμισυ χιλιετίες. Αμφέβαλα αν η σωφροσύνη εξαρτιόταν από τα σαράντα ή πενήντα παραπάνω χρόνια που είχε ζήσει στο «εκεί» ο Σωκράτης. Άγγιξα τον ώμο του φιλικά και εκείνος στράφηκε προς το μέρος μου. Περιεργάστηκε τη στολή μου και μετά χωρίς να προλάβω να πω τίποτα είπε: «Για ποιον πολέμησες και γιατί;»
«Πολέμησα για την πατρίδα μου, τη Ελλάδα!» αποκρίθηκα περήφανος.
«Εύγε», είπε ο Πρωταγόρας, που μπορεί να ήταν υποκειμενιστής ήταν και φιλόπατρις, π’ ανάθεμα τον! «Θαύμασες το λόγο μου λοιπόν;»
Πήρα όσο πιο κακομοίρικο ύφος μπορούσα. «Να με συγχωρά η χάρη σου, τώρα δα ήρθα στα μέρη σας αλλά έχω ακούσει ότι βάζεις κάτω και πέντε Σωκράτηδες και είκοσι Πλάτωνες!»
«Έτσι λένε στα μέρη σου σύντροφε;!», έλαμψε το πρόσωπό του, «Και πού βρίσκονται τα μέρη σου;»
«Να... Πετράλωνα, Θησείο, ολίγον από Ταύρο και Καλλιθέα μέγιστε» είπα.
«Μπα; Δεν τα ξέρω αυτά τα μέρη!... Μα, πες μου, θες να σου επαναλάβω τον λόγο μου μιας και τον έχασες;»
«Θα ήμουν ευγνώμων», είπα, «μα τώρα είμαι κάπως βιαστικός γιατί… έχω ξεχάσει ανοικτό το θερμοσίφωνο και ήθελα κάτι επείγον να σε ρωτήσω…»
«Έχεις μία ερώτηση δυσνόητε φίλε μου! Εμπρός λοιπόν, πες μου, προκάλεσέ με» πρόσταξε.
«Να, παρατήρησα πάνσοφε, ότι εδώ οι άνθρωποι εξαφανίζονται στα καλά καθούμενα, εκεί που είναι εδώ, πουφ, δεν είναι πια! Μπας και ξέρεις γιατί εξαφανίζονται και κατά πού τραβάνε;»
«Αχ, αυτό ήταν! Και εγώ που νόμιζα ότι θα κάνεις καμία σημαντική ερώτηση! Μπας σε καλό σου. Είμαστε «εδώ» αθώε μου άνθρωπε γιατί κάποιος «εκεί» μας σκέπτεται, είμαστε «εδώ» επειδή μας θυμούνται, εξαφανιζόμαστε επειδή μας ξεχνούν, παύουμε να υπάρχουμε χωρίς όμως να χανόμαστε, πάντα είμαστε έτοιμοι να ανακληθούμε, ενωνόμαστε με το σύνολο υπερκεράτουμε την ύλη και γινόμαστε πνεύμα και ενωνόμαστε με όλα τα άλλα πνεύματα και είμαστε παντού και πάντα, είμαστε ο αέρας που αναπνέουν είμαστε η σκέψη η δράση και τα πάθη τους είμαστε τα πάντα!»
«Τι μου λες, πάνσοφε», τον κολάκευσα λίγο ακόμα. «Θες να πεις πως εσύ ο Σωκράτης και ο Πλάτωνας είστε εδώ επειδή σας θυμούνται ενώ εμείς, οι λαϊκοί άνθρωποι, είμαστε εδώ επειδή μας θυμάται μόνο η οικογένειά μας και όλοι όσοι μας ήξεραν στη ζωή μας «εκεί»;»
«Ορθόν!» είπε.
«Και δε μου λες πάνσοφε, όταν χανόμαστε και είμαστε όλοι μαζί... τα πνεύματα εννοώ, σκεφτόμαστε; Υπάρχουμε; Αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας;»
«Ζαμέ!» είπε ο φιλόσοφος.

Ευτυχώς είχα μάθει πέντε Γαλλικά του λιμανιού και κατάλαβα «Σε ευχαριστώ πάνσοφε», είπα αλλά μέσα σκεφτόμουν ότι την είχα πατήσει. Δηλαδή την είχα πατήσει άσχημα. Πρώτον δεν είχα αποχαιρετίσει τους γονείς μου και δεν ήμουν διόλου σίγουρος ότι είχε απομείνει κανένας πια να τους θυμάται. Δεύτερον, δεύτερον, θεέ μου, πόσος χρόνος μού απέμενε; Μπορεί μεν να με θυμόνταν τα εγγόνια μου αλλά πόσο διάστημα θα συνέβαινε αυτό. Μετά τι θα γινόμουν, ένα με το όλον; Ανεμομαζέματα, διαβολοσκορπίσματα!

Δε μου άρεσε καθόλου η ιδέα της ανυπαρξίας. «Μα πεθαίνουν οι αποθαμένοι;», απορούσα αλλά φαίνεται ότι οι αποθαμένοι όντως πέθαιναν! Μήπως μετά από το «εδώ» και το «εκεί» υπήρχε και τρίτη πραγματικότητα, μία άλλη ζωή σε ένα άλλο μέρος όπου δεν είχε βρεθεί κανείς για να επιβεβαιώσει ή και να περιγράψει. Μήπως υπήρχε ζωή μετά τη ζωή του θανάτου; Κι αν όχι, τι θα συνέβαινε στον δύσμοιρο Ηλία. Σε εμένα!

Άξαφνα το περιβάλλον άλλαξε σα σκηνικό θεάτρου και ήμουν στα πατρογονικά μου, στη Νάξο. Το γνώριμο χωριό, με τις εκατοντάδες σκάλες. Μετά κάποιος με συλλογίστηκε σε ένα διπλανό χωριό και εκεί ήταν και ένας άλλος, ξερακιανός άντρας, ένας μαυριδερός και κοτσονάτος βρακάς! Καθόταν στη ξερολιθιά και έστριβε τη μουστάκα του. Κάτι μου θύμιζε το μούτρο του.
«Ποιος είσαι και πούθε έρχεσαι φίλε;» τον ρώτησα.
«Με λένε Χατζηγεωργάκη», είπε αυτός, «από την Κρήτη έρχομαι και πιο παλιά τη Σμύρνη».
Αποδείχτηκε ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν ο προπάτορας, ο πρώ τος Νάξιος της οικογένειάς μου! Εκείνος που είχε ξοδέψει μεγάλο μέρος της ύπαρξης του στο επέκεινα έπρεπε να ξέρει.
«Μα, πώς είναι στο πουθενά;» τον ρώτησα.
«Δε θυμάμαι τίποτα παλικάρι μου» είπε, εντείνοντας τις ανησυχίες μου.
Έπειτα προστέθηκαν κι άλλοι στη συντροφιά μας. Πρόγονοί μου κι αυτοί, το δίχως άλλο!
«Κάποιος μελετάει το πατρογραμμικό γενεαλογικό μας δέντρο!» είπα.
«Ίντα ’ναι ευτό;» ρώτησε ένας αλλά πριν προφτάσω να απαντήσω βρέθηκα αίφνης στην Αθήνα.

Εκεί με περίμεναν νέες εκπλήξεις, η αγαπημένη μου κόρη, η Βάσω και εγγόνια, ακόμα και δισεγγόνα είχαν υποστεί τη μετάβαση. Ήταν «εδώ», όντες, οιονεί απόντες.
Ποιοι απέμεναν; Ένας γιος, εγγόνια, δισέγγονα; Πόσος χρόνος μου απέμενε; Η λήθη ήταν κοντά. Έπρεπε να βρω ένα τρόπο να επικοινωνήσω με τους συγγενείς μου να τους εξορκίσω να μη με ξεχάσουνε, να τους πείσω να με θυμούνται αλλά πώς;
Αποφάσισα να συμβουλευτώ έναν παλαιότερο.

Ο Ιησούς απόρησε. «Και γιατί να θέλεις να μείνεις για πάντα «εδώ», γνωρίζεις πόσο βαρετά είναι;»
«Το λες εσύ, του ανταπάντησα, που θα υπάρχεις για πάντα «εδώ»».
«Έχεις δίκιο, μπορεί να είναι διαφορετικά για σένα» παραδέχτηκε. «Το σημαντικότερο είναι να μεταφέρεις αυτό που θα γράψεις στο «εκεί» και εκείνοι να παραδεχτούν ότι το κείμενο γράφτηκε «εδώ». Αν γίνει αυτό, αν οι άνθρωποι συνειδητοποιήσουν ότι υπάρχει το «εδώ» θα σε θυμούνται εσαεί! Εσύ θα είσαι που θα τους καλωσορίζεις και όχι εγώ, πιθανά θα σχηματιστεί μία νέα θρησκεία τής οποίας θα γίνεις ο προφήτης». Γέλασε... «Ή μπορεί και να γίνεις θεάνθρωπος!»
Δε μου φαινόταν καθόλου αστεία όλα αυτά. «Και δε μου λες βρε Ιησού, πώς θα περάσω την ιστορία μου από το «εδώ» στο «εκεί»;»
«Αυτό, φίλε Ιλάι, προϋποθέτει Μεταμαθηματική υπέρβαση και δεν έχει γίνει ποτέ! Εξ’ όσων γνωρίζω δηλαδή. Εξ’ ου και η δυσκολία του εγχειρήματος».
«Δώρον άδωρον» μουρμούρισα και απομακρύνθηκα κακοδιάθετος.
«Καλή σου τύχη Ιλάι» είπε ο Ιησούς.

Εκείνο που χρειαζόμουν ήταν διαβολεμένη τύχη, όχι απλώς τύχη. Μεταμαθηματικά! Δεν τα θυμόμουν από το εξατάξιο! Δεν ήξερα πώς να αρχίσω και έτσι άρχισα να ρωτάω τους περαστικούς μπας και ήξεραν κάναν τύπο να ασχολείται με τα Μεταμαθηματικά.
Προσέκρουσα σε διάφορες αρνήσεις, ανοησίες και υπεκφυγές ώσπου έπεσα πάνω σε έναν ύποπτο υποκείμενο που τον έλεγαν Πλήνειο.
«Ξέρω», είπε, «ένα ξαδελφάκι μου που ασχολείται με τα μαθηματικά του «εδώ»! Τον λένε Ζόχα».
«Ζάχο;» προσπάθησα να διευκρινίσω το όνομα.
«Όχι, Ζόχα γιατί ζοχαδιάζεται πολύ εύκολα. Γι’ αυτό», με έδειξε με το δάχτυλό του, «πρόσεχε μην τον ζοχαδιάσεις!»
Αφού μου εξήγησε ότι ο Ζόχας έμενε στο Κεραμικό πήρα βιαστικά τους δρόμους και μετά από αρκετές θεαματικές εικόνες και πολλαπλές εξαφανίσεις μπροστά στα μάτια μου έφτασα έξω από το σπίτι του διαβόητου Ζόχα ο οποίος κατοικοέδρευε σε μία παλιά μονοκατοικία και εκείνη τη στιγμή πότιζε τις γλάστρες του. Μόλις με αντιλήφθηκε ξύνισε τα μούτρα του.
Του εξήγησα με λίγα λόγια τι ζητούσα, δεν του είπα βέβαια για ποιο λόγο ήθελα να «περάσω» ένα κείμενό μου από το «εδώ» στο «εκεί». Ήμουν πολύ επιφυλακτικός ως προς αυτό και ο Ζόχας δε με ρώτησε γιατί ήθελα να επιτύχω κάτι τέτοιο. Αρκέστηκε στα μαθηματικά.
«Αχά!», ξεφώνησε αλλάζοντας στάση, «Να ένα ενδιαφέρον ζήτημα!»
«Δε θέλω να περιαυτολογήσω αλλά ήρθες στον κατάλληλο άνθρωπο. Άκου λοιπόν.
»Ο Χρόνος «εκεί» σε σχέση με το χρόνο «εδώ» κινείται σαφώς ταχύτερα. Ο χρόνος «εδώ» όμως δεν κινείται σταθερά ούτε με την ίδια ταχύτητα. Συνεπώς ο χρόνος «εδώ» είναι σχετικός. Μάλιστα, σε κοινωνίες ανιμιστών ο χρόνος του «εδώ» και του «εκεί» συμπίπτει γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσαν οι πρόγονοι να φροντίζουν τους ζωντανούς. Καταλαβαίνεις;»
«Δεν καταλαβαίνω γρι Πάνσοφε!» παραδέχτηκα.
«Μάλιστα! Κνώδαλον!» είπε διφορούμενα. «Τέλος πάντων ανιμισμός είναι η λατρεία των ψυχών των προγόνων είναι ένα θρησκευτικό σύστημα βρε παιδί μου όπως εμείς είμαστε δωδεκαθειστές εσείς Χριστιανοί-τι-διάολο-είστε(;), αυτοί είναι ανιμιστές. Κατάλαβες;»
Έγνεψα πως καταλαβαίνω μπας και ακούσω και κάτι κατανοητό.
«Εντάξει», είπε κάπως ανακουφισμένος, «Πρόσεξε τώρα! Για να μεταφέρεις κάτι από μία χρονική συνέχεια σε μία άλλη δε διαφέρει σχεδόν καθόλου από το να μεταφέρεις κάτι από έναν τόπο σε έναν άλλο τόπο. μη βλέπεις που φαινομενικά βρισκόμαστε στον ίδιο τόπο με εκείνους. Απέχουμε χωρικά. Η χρονική υστέρηση ισούται με χωρική διαφοροποίηση. Το ερώτημα που εγκύπτει είναι ποια είναι η απόσταση ανάμεσα στο «εδώ» και το «εκεί» και πώς γίνεται να διανυθεί; Σωστά;»
«Σωστά…» είπα μουδιασμένα.
«Ωραία, δε φαντάζομαι να έχεις υπόψη σου τη μαθηματική θεωρία του Αριστόβουλου;... Ξαδελφάκι μου!» επεσήμανε.
«Όχι», επιβεβαίωσα τις αρχικές του εκτιμήσεις.
«Λοιπόν σύμφωνα με τον Αριστόβουλο στο «εκεί» αν Α=Β και Β=Γ τότε Α=Γ.
Στο «εδώ» όμως, αν Α=Β και Β=Γ τότε Α είναι διάφορο του Γ … μάλλον…».
«Μάλιστα!», είπα για να τον ενθαρρύνω.
«Ωραία, συνεπώς είναι απίθανο να προβλέψουμε πώς μπορείς να μετακινήσεις κάτι ή να μετακινηθείς εσύ ο ίδιος από το σημείο Α στο σημείο Γ διότι μόλις το επιχειρήσουμε η θέση μας αλλάζει!
«Δηλαδή;», ρώτησα τρομαγμένος.
«Δηλαδή δεν μπορείς να μεταφέρεις τίποτα από το «εδώ» στο «εκεί»!»
«Μνησθητί μου κύριε όταν έλθεις εκ της βασιλείας σου, είπα ασυναίσθητα. Και αυτό Χριστιανέ μου έκανες τόσην ώρα με τις μπερδεψοδουλειές σου να μου πεις;»
«Πρώτον», είπε ο Αριστόβουλος, «δεν είμαι Χριστιανός, είμαι εθνικός, δεύτερον αυτό που σου είπα ήταν πολύ σημαντικό αλλά είναι σαφές ότι εσύ είσαι κωθώνι και εγώ πάω να ποτίσω τις γλάστρες μου που έχουν πολύ μεγαλύτερη διανοητική ικανότητα και ευστροφία από εσένα».
«Το αυτό επιθυμώ και διά εσέ», αποκρίθηκα.

Κάθισα σε ένα παγκάκι που είχε ξεφυτρώσει ξαφνικά και προσπάθησα να συλλογιστώ όσα μου είπε ο αφιλότιμος μαθηματικός της συφοράς. Δεν έβγαζα άκρη. Καταλάβαινα ότι το «εκεί» ήταν σταθερό… Όχι! Σταθερά μεταβαλλόμενο. Αλλά το «εδώ» ήταν μεταβλητά μεταβαλλόμενο! Γιατί όμως δεν μπορούσαμε να στείλουμε ένα μήνυμα «εκεί» αφού ήταν γνωστή η οιονεί πορεία του; Και τότε μου ήρθε. Θυμήθηκα την μπαλαρίνα τού Λούνα-Παρκ και τις απότομες κινήσεις που έκανε τραντάζοντας εμένα και τη μαρία. Αν ήθελα να πυροβολήσω έναν άνθρωπο από τη μπαλαρίνα δε θα τον πετύχαινα ακόμα και αν ήμουν ο καλύτερος σκοπευτής του κόσμου γιατί ενώ θα είχα σημαδεύσει από μία θέση σωστά, τη στιγμή που θα πυροβολούσα θα βρισκόμουν σε άλλη θέση. Είχε δίκιο. Το μήνυμά μου δε θα έφτανε ποτέ «εκεί» γιατί το «εκεί» θα είχε μετακινηθεί σε σχέση με το «εδώ» και δεν υπήρχε ούτε πρόβλεψη ούτε ένδειξη για τον τρόπο με τον οποίο θα μετακινούνταν.
Έκλεισα το κεφάλι μου ανάμεσα στα χέρια μου.

Σε αυτή τη στάση με βρήκε ο Πρωταγόρας. «Τι συμβαίνει; Γιατί μηρυκάζεις φίλε μου;»
«Πάνσοφε», βαυκάλισα τα αφτιά του, «πες μου σε παρακαλώ, πώς θα μπορούσα να στείλω ένα μήνυμα στο «εκεί» ώστε οι άνθρωποι να μη με ξεχάσουν ώστε να μην εξαφανιστώ από το «εδώ» για το μη-τόπο, τη χώρα τού πότε-ποτέ;»
Με έπιασε τρυφερά από τον ώμο. «Καλέ μου φίλε», είπε ο Πρωταγόρας, «φαντάσου αν ήσουν εσύ «εκεί» και κάποιος σου έλεγε ότι υπάρχει το «εδώ», ότι οι άνθρωποι συνεχίζουν τις ζωές τους άλλυδις, σε άλλους τόπους, ότι συνεχίζουμε να ζούμε μέσα στις σκέψεις των άλλων και μόλις λησμονηθούμε εξαφανιζόμαστε, πες μου λοιπόν, τι θα έλεγες αν κάποιος σου εξιστορούσε μια τόσο ευφάνταστη ιστορία;»
«Θα έλεγα ότι είναι ντιπ για ντιπ μουρλός, Πάνσοφε! Αλλά τι μπορώ να κάνω;»
«Σημασία δεν έχει τι....» πήγε να πει ο Πρωταγόρας αλλά δεν άκουσα τη συνέχεια της φράσης.
Εξαφανίστηκα! Μετά υπήρχε κενό και μετά ήμουν σπίτι. Με περίμενε ο Κώστας, ο τρίτος μου γιος, άρτι αφιχθείς από το «εκεί». Θυμήθηκα ότι τα εγγόνια μου, τα παιδιά του Βασίλη, της Χρυσούλας και του Κώστα δε με γνώρισαν ποτέ. Πέθανα, όχι μετέβηκα προτού γεννηθούν. Πώς διάολο θα με ανακαλούσαν σαν ανάμνηση; Το τέταρτο παιδί μου, η Χρυσούλα ήταν το αποκούμπι μου, η μοναδική αιτία ύπαρξής μου στο «εδώ». Άξαφνα ο χρόνος άρχισε να κυλά γρηγορότερα. Δεν είχα καθόλου καιρό στη διάθεση μου για να πραγματοποιήσω τα σχέδια μου. Ό,τι και αν υπονοούσε ο Πρωταγόρας ο διαθέσιμος χρόνος εξέλιπε. Έπρεπε, κατεπειγόντως, να βρω έναν τρόπο να μεταφέρω το μήνυμά μου «εκεί». Βγήκα από το σπίτι και άρχισα να τρέχω δεξιά-αριστερά να ρωτώ άσχετες ερωτήσεις τον κόσμο στην αγορά και βέβαια σε ανόητες ερωτήσεις αντιστοιχούν βλακώδεις απαντήσεις.
Έχοντας φτάσει στα όρια της απόγνωσης παρατήρησα έναν τύπο που με είχε πάρει στο κατόπι! Έφερνε σε ζωγραφιές του Οδυσσέα Ανδρούτσου που θυμόμουνα απ’ το δημοτικό. Αλλά δε φορούσε φουστανέλα! Δε συστήθηκε. Με πλησίασε αποφασιστικά και με γράπωσε από τον ώμο. Μαύροι κύκλοι σκίαζαν τα μάτια του και η πρώτη σκέψη μου ήταν πως ήταν ρεμπέτης αλλά τούτος εδώ είχε μακριά, ατημέλητα μαλλιά και μουστάκα σα ρωμιός κλέφτης της Τουρκοκρατίας!
«Έμαθα.ότι θες να στείλεις ένα πακέτο στο «εκεί»» είπε.
«Όχι πακέτο καλέ, ένα γραπτό μου θέλω να στείλω!»
Με έπιασε σφιχτά από τον ώμο και με ύφος τρελού είπε «Εγώ! Είμαι ο άνθρωπός σου! Μπορεί να μπορώ… μπορεί και να μη μπορώ… αλλά αν μπορεί κάποιος… τότε εγώ μπορώ!»
«Θα πιάσει καμία μπόρα παλικάρι μου» είπα.
Γέλασε. «Καλό, μάστορα. Αλλά κοίτα, ξέρεις τι είναι το διαδίκτυο».
«Δεν ξέρω παλικάρι μου», παραδέχτηκα, «είναι κάτι για ψάρεμα;»
«Ψάρεμα!» είπε διατηρώντας το ύφος τρελού. «Καλό!» (αλλά δε γέλασε αυτή τη φορά) «Όχι! Όχι ψάρεμα, διαδίκτυο είναι ένας τόπος έξω από το «εδώ» και το «εκεί», ένας τόπος που περιέχει πληροφορίες».
«Και πώς με εξυπηρετεί αυτό γιόκα μου;»
Κοίτα, Μπάρμπα… ελπίζω όχι Βάνα Μπάρμπα (με κοίταξε)… όχι, όχι Βάνα μπάρμπα, σκέτο μπάρμπα…
Ούτε ήξερε τι έλεγε ετούτος!
«Λοιπόν Μπάρμπα», συνέχισε ακάθεκτος, «μπορούμε να ρίξουμε το γραπτό σου στο διαδίκτυο και να ελπίσουμε ότι…. Όχι όχι όχι, είναι σα να ρίχνουμε μία πέτρα στον ωκεανό τυχαία και να περιμένουμε να προσγειωθεί στον Τιτανικό!»
«Μη σώσει και προσγειωθεί πάνω στον Τιτανικό!» ξόρκισα το κακό.
Γέλασε. «Τελικά Μπάρμπα έχεις φάση!»
Αυτή τη λέξη κάπου την είχα ξανακούσει αλλά για κάποιον άλλο λόγο. Δεν έβγαζα νόημα από όσα έλεγε αλλά δεν είχα και τι άλλο να κάνω.
«Επειδή σε συμπαθώ και επειδή διαβλέπω ότι είσαι κωθώνι…
Εντάξει, εδώ ησύχασα κάπως, είχε αρχίσει να ακούγεται κάπως πιο λογικός, δεν ήξερα τι σήμαινε αλλά όσοι μου είχαν δώσει σωστές πληροφορίες κωθώνι με ανέβαζαν κωθώνι με κατέβαζαν. Ήμασταν σε σωστό δρόμο.
»θα σου εξηγήσω αναλυτικά. Τήρα! Το διαδίκτυο είναι σαν τον πλανήτη Γη με τη διαφορά ότι μόνο ελάχιστο μέρος του είναι στεριά, σχεδόν το σύνολο του είναι ωκεανός. Στις στεριές, που είναι σα νησιά και συνδέονται αναμεταξύ τους με αεροπλάνα και βαπόρια, υπάρχουν πληροφορίες που είναι γραπτά σαν και αυτό που θέλεις να βάλεις ή άλλα γραπτά ή φωτογραφίες ή βίντεο ή μουσική κ.λπ.»
«Κατάλαβα!» είπα, «είναι σαν το Λούνα Παρκ».
«Μπράβο»
«Έχει και γυναίκες με γένια;» ρώτησα
«Standard!»
«Έχει και αρκούδες που χορεύουν;»
«Απ’ όλα! Εμείς όμως και επειδή το διαδίκτυο διακινείται, δηλαδή χειραγωγείται από το «εκεί» και το περιεχόμενο του αλλάζει διαρκώς σε μορφή και μέγεθος δεν μπορούμε να ξέρουμε τι θα συμβεί όταν στείλουμε το γραπτό σου. Δηλαδή αν τώρα στοχεύσουμε ένα «νησί» μία τοποθεσία στο διαδίκτυο για να ρίξουμε την πέτρα, το κείμενό σου, αυτή η πέτρα δε θα φτάσει εκεί που πρέπει γιατί μέχρι να προσγειωθεί στον προορισμό της το διαδίκτυο θα έχει μεταβληθεί, και μπορεί, το πιθανότερο δηλαδή, η πέτρα μας να πέσει στο νερό, δηλαδή στο κενό. Με λίγα λόγια, μπορούμε να κάνουμε μία προσπάθεια αλλά δε γνωρίζουμε αν και πότε θα έχει αποτέλεσμα ούτε καν αν θα έχει, μολονότι το πιθανότερο είναι να μην έχει κανένα αποτέλεσμα. Με προσέχεις;»
……
»Αλλά ακόμα και αν υποθέσουμε ότι η πέτρα σου πέφτει σε στεριά, πράγμα που όπως σου είπα έχει απειροελάχιστες πιθανότητες, ακόμα και τότε δεν μπορούμε να ξέρουμε σε ποια ιστοσελίδα θα αναρτηθεί με τι αναγνωσιμότητα. Πρέπει να έχεις τύχη βουνό για να φτάσει η πέτρα μας στον προορισμό της!» κατέληξε. «Κατάλαβες ή θέλεις να ρωτήσεις κάτι;» με ρώτησε πολύ σοβαρά.
Επωφελούμενος από τη σοβαρότητά του, επιτέλους αποφάσισα να σοβαρευτώ κι εγώ. «Κοίτα, παλικάρι μου, εγώ να ξέρεις, είμαι από νησί! Από τη Νάξο αν την έχεις ακουστά!»
Σε αυτό το σημείο και χωρίς να υπάρχει κανένας απολύτως λόγος ο συνομιλητής μου ξέσπασε σε δυνατά γέλια έπεσε στο πάτωμα κρατώντας την κοιλιά του.
Αποφάσισα ότι είχα ελάχιστο χρόνο για να τον σπαταλώ σε συζητήσεις με σύγχρονους τρελούς και μάλιστα πεθαμένους και έκανα να φύγω.
«Περίμενε, περίμενε Μπάρμπα», είπε και έτρεξε προς το μέρος μου. «Μπορούμε να δοκιμάσουμε να αναρτήσουμε το κείμενό σου στο δίκτυο αλλά δε σου υπόσχομαι ότι θα εξυπηρετήσει τους σκοπούς σου. Σύμφωνοι;»
«Πόσο πιθανό είναι;» ρώτησα. «Όσο να κερδίσουν τον πόλεμο οι σύμμαχοι;»
«Μα, τον πόλεμο τον κέρδισαν οι σύμμαχοι!» είπε.
Δεν τον πίστευα. Αλλά γιατί,. Τι συφέρο είχε να μου πει ψέματα. Βέβαια εμείς τότε δεν πιστεύαμε με τίποτα ότι θα μπορούσε να χάσει ο Άξονας. Θα μου πεις γιατί πολεμήσαμε; Πολεμήσαμε γιατί έπρεπε να πολεμήσουμε. Καμιά φορά πρέπει να πολεμάς ακόμα και αν ξέρεις ότι θα χάσεις.
«Εντάξει», είπα, «ας το κάνουμε. Δε χάνουμε τίποτε, έτσι δεν είναι;»
«Έχεις δίκιο, δε χάνουμε τίποτε και αυτό πρέπει να γίνει προτού εξαφανιστείς εγώ ή εσύ, σωστά;»
«Θα εξαφανιστείς και εσύ;» τον συμπόνεσα.
«Ίσως» είπε αινιγματικά.
Αμφέβαλα αν θα εξαφανιζόταν, ήταν πολύ σίγουρος για τον εαυτό του και έτοιμος να κάνει πειραματισμούς βοηθώντας εμένα. Αν πίστευε ότι θα εξαφανιζόταν ίσως και να φρόντιζε πρώτα το τομάρι του. Με ρώτησε αν είχα έτοιμο το κείμενο και εγώ φυσικά δεν είχα ετοιμάσει ούτε την επικεφαλίδα και έτσι στρωθήκαμε στη δουλειά, αυτός έγραφε πάνω σε ένα παραλληλόγραμμο, κοπανώντας με τα δάχτυλα κάτι τετραγωνάκια και εγώ υπαγόρευα αυτά που διαβάζετε τώρα αλλά δεν είχα αλλάξει δύο παραγράφους όταν εξαφανίστηκα.

Την επόμενη στιγμή που θυμάμαι τον εαυτό μου ήμουν στο σπίτι μου. Δεν κοντοστάθηκα στιγμή!
Ευτυχώς με περίμενε στην αγορά. Συνέχισα την υπαγόρευση και εκείνος τη δαχτυλογράφηση (μου εξήγησε ότι χρησιμοποιούσε κάποιου είδους γραφομηχανή για να μεταφέρει το κείμενό μου) και μετά εξαφανίστηκα πάλι και όταν επέστρεψα εκείνος είχε φύγει ή μπορεί και να είχε χαθεί για πάντα. Η άμμος της κλεψύδρας μου είχε σωθεί. Έβαλα τα κλάματα.




…………….
TheJemmHadar

«Μπάρμπα, δεν ξέρω αν η προσπάθειά μας θα αποδώσει καρπούς, δεν ξέρω καν αν το κείμενό σου θα αναρτήθει τελικά σε κάποια ιστοσελίδα. Ο χρόνος μου είναι λιγοστός: δεν έχω παιδιά, δεν είμαι διάσημος, δεν έχω τίποτα και κανέναν «εκεί». Ίσως συναντηθούμε στο επέκεινα, στην χώρα του πότε-ποτέ, ίσως πάλι δε συναντηθούμε ποτέ, ίσως το επέκεινα να είναι απλά το τέλος. Όπως και να ’χει προλαβαίνω να πατήσω το κουμπί».
…Enter

0 Comments:

Post a Comment