Κυριακή, Απριλίου 11, 2010
Το γραφείο μου κοιτάζει τον τοίχο, το ανυπόφορο αποτέλεσμα της πιο βλακώδους συμβουλής που έχω ακολουθήσει. Θα με βοηθούσε υποτίθεται να συγκεντρώνομαι καλύτερα, όμως το μόνο που πετυχαίνει είναι να χρειάζομαι όλο το εικοσιτετράωρο τη λάμπα αναμμένη, αφού έχω το παράθυρο στην πλάτη μου και η σκιά μου πέφτει στα χαρτιά.
Άει σιχτίρ πια!
Έσβησα τη λάμπα και σηκώθηκα. Αισθανόμουν το κορμί μου, το μυαλό μου, την ψυχή μου, μουδιασμένα. Κάτι έπρεπε να κάνω. Κάτι.
Πήγα και κατούρησα.
Ένα μακρό, πλούσιο, απολαυστικό κατούρημα –μα πού χωρούσε τόσο υγρό;
Από την τουαλέτα στο μπαλκόνι. Στην απέναντι πολυκατοικία μένει ένας μπάτσος με τη γυναίκα του. Φάτσα-κάρτα έχω το καθιστικό και το σαλόνι τους. Η κουρτίνα στο σαλόνι είναι μισάνοιχτη και φαίνεται ο μπάτσος να κάθεται όλο το απόγευμα στον καναπέ και να βλέπει τηλεόραση. Δίπλα του φορτωμένα τασάκια, ποτήρι τού φραπέ, κουτιά μπύρας. Στην κουζίνα οι πόρτες είναι εντελώς ανοιχτές. Η γυναίκα τού μπάτσου τριγυρίζει από το νεροχύτη στο ψυγείο, γύρω από μια τηλεόραση που παίζει μονίμως σαπουνόπερες. Τριανταεφτά με τριανταοχτώ, καλοφτιαγμένη γυναίκα, απ’ αυτές που κάποτε λέγανε νταρντάνες. Μ’ αρέσει να τη χαζεύω. Ξεμουδιάζω.
Όμως εκείνη τη μέρα αυτό δεν μου ήταν αρκετό. Σήμερα χρειαζόμουν κάτι παραπάνω.
Έπιασα το κινητό για να τηλεφωνήσω σε μια απ’ τις καβάτζες μου. Δεν το σκέφτηκα καθόλου: η Αλεξία ήταν η αυτονόητη επιλογή.
«Θάνο; Πώς και με θυμήθηκες, ρε μαλακισμένο;»
«Σε σκεφτόμουν… Μου έλειψες νομίζω…»
Γέλασε. Και ήταν ένα αυθόρμητο, πηγαίο γέλιο. Καθόλου προσποιητό –τουλάχιστον απ’ όσο μπορούσα να καταλάβω.
«Αν σου έλειπα, θα με σκεφτόσουν και καμιά φορά ενδιάμεσα, κι όχι μόνο όταν είσαι καυλωμένος».
«Είδα μια παλιά μας συμφοιτήτρια σήμερα».
«Α, ναι; Ποια; Εκείνη τη μαλακισμένη την Κατερίνα;»
«Όχι, όχι… Δεν μπόρεσα να θυμηθώ το όνομά της… Μια χοντρούλα με ΠΟΛΥ μακριά μαλλιά από την Καλαμάτα. Η κολλητή εκείνης της Αντωνίας που παντρεύτηκε τον Γιάννη».
Σκηνή μοντάζ: Η Αντωνία να ανοίγει τα πόδια της πάρα πολύ και με ρωτάει αν μου αρέσει το στήθος της.
«Μια με πλακουτσωτή μύτη; Που είναι σαν ινδιάνα πόρνη;»
«Ναι… Πιθανόν, δηλαδή…»
«Η Βάλια είναι, ρε Θάνο. Που τα ’χε με τον Θεοδόση και γαμιόταν και με τον Νίκο από τα Γρεβενά».
Σκηνή μοντάζ: Η Αντωνία είχε πραγματικά ωραίο στήθος. Μεγάλα και στρογγυλά βυζιά. Ναι, μου άρεσαν πολύ. Πάρα πολύ.
«Είχα ακούσει ότι παντρεύτηκε έναν στρατιωτικό η τουρκομπαρόκ βλαχάρα κι έμενε στη Λήμνο. Τι σκατά γύρευε εδώ; Σου είπε;»
«Κάτι για ΑΣΕΠ ανέφερε. Πέρασε στη Νομαρχία μας και μπλα-μπλα-μπλα. Είπε και κάτι για Ξάνθη, ίσως ο καραβανάς της να είναι εκεί τώρα».
Σκηνή μοντάζ: Και απαλά. Τόσο απαλά, που νόμιζα ότι η γλώσσα μου θα τα καταστρέψει. Και κάτι ρόγες! Παίζει να είναι οι πιο τεράστιες που έχω δει.
«Δεν πιστεύω να της είπες τίποτα για μένα;»
«Όχι, όχι. Δυο λεπτά μιλήσαμε στο όρθιο –τι να της έλεγα;»
«Ανταλλάξατε τηλέφωνα και τέτοια;»
«Είσαι τρελή!»
Σκηνή μοντάζ: Η Χριστίνα να κλαίει. Η μύτη της να τρέχει. Σάλιο να στάζει από την αριστερή άκρη των χειλιών της. Κόκκινα μάτια, κόκκινη μύτη, κόκκινα λόγια. Η Αντωνία της τα είχε πει όλα με το νι και με το σίγμα. Με μια μικρή απόκλιση: Ότι εγώ της την έπεσα.
«Δε νομίζω ότι σε συμφέρει να μου μιλάς άσχημα σήμερα…»
«Μα είσαι τρελή με την καλή έννοια. Σαν τον Βαν Γκογκ!»
Γελάει. Και είναι πηγαίο και αυθόρμητο. Το ξέρω.
«Γι’ αυτό ακριβώς θέλω να μοιραστούμε ένα εξαιρετικό Pinot που μου έφερε προχτές ο Παναγιώτης από το Παρίσι. Έχω και κάτι μπριζόλες. Μέχρι να έρθεις, θα είναι έτοιμες».
Γελάει ακόμα.
«Θα πάρω και παγωτό για επιδόρπιο».
«Το μόνο που ελπίζω είναι να μην φοράς πάλι εκείνο το ηλίθιο βρακάκι-σούπερμαν».
«Μα είναι το αγαπημένο μου! Μεταδίδει ένα υπόγειο, υποσυνείδητο μήνυμα».
«Ναι πολύ υπόγειο, τι να σου πω… Βάλε τις μπριζόλες και άναψε τον θερμοσίφωνα. Θα κάνω ντους σε ’σένα. Και μην Τ-Ο-Λ-Μ-Η-Σ-Ε-Ι-Σ να φορέσεις το βρακάκι-σούπερμαν».
Ετικέτες: Διηγήματα, Φώτης Βασιλείου