Δευτέρα, Μαρτίου 29, 2010
Ο βίος εν τω άστει
1. Herr Professor
Ο βίος εν άστει ήτο ανέκαθεν χαλεπός. Πλήθος ηλεκροκινητήρων, κινητήρων εσωτερικής καύσεως, ισοσταθμιστών λαμπτήρων φθορισμού παράγουσιν ακατάπαυστον βόμβον, εξαιρόμενον κατά τακτάς ώρας και ημέρας, μηδέποτε όμως εξαλειφόμενον. Ταχυλεωφόροι και κιγκλιδώματα, τρίχρωμοι φανοί ρυθμίζοντες τήν διέλευσιν τροχοφόρων και πεζών κατ' εναλλαγήν καθιστούν την φυσικήν συνάντησιν προσφιλών προσώπων λίαν ακριβήν και σπανίαν, ως εκ τούτου δε αυτά ταύτα τα τελευταία μειούνται βαθμιαίως, υφιστάμενα την αμείλικτον φθοράν υπό της χρονικής αποστάσεως των μεταξύ των διαντιδράσεων. Η συσσώρευσις παραγώγων κεκαυμένων καυσίμων -και δη αερίας μορφής- προκαλεί συχνάκις δακρύρροιαν, ρινόροιαν, ερεθισμόν και σπασμόν των αεροφόρων οδών, ίνα μη αναφέρω τας επί της ηλιοφανείας επιπτώσεις. Η οξυγόνωσις τού εγκεφάλου καθίσταται ούτως πλημμελής. Εις αντιστάθμισμα μάς προσφέρεται πλήθος πολιτιστικών προϊόντων προς κατά μόνας κατανάλωσιν κατά τον μη εργάσιμον χρόνον μας: μουσικαί συναυλίαι, ηλεκτρονικά ψηφιακά παίγνια, προβολαί κινηματογραφικών ταινιών, εικαστικαί εκθέσεις εικόνων, παραστάσεις δραματουργημάτων, τηλεσειραί.
Δικαίως αναρωτάσθε: «Προς τι ο μυρηκασμός τετριμμένων κοινοτοπιών, αποκυημάτων σκέψεως παλαιοτέρας γενεάς στοχαστών;», ή, άλλως «Τι μάς λες ρε μεγάλε; Μας τα παν κι άλλοι! Αλλά και να μη μας τα 'λεγαν χαζοί δεν είμαστε!».
Ψυχραιμία αγαπητοί! Μετά πλήρους επιγνώσεως πως γλαύκας κομίζω καταχρώμαι τον χρόνον σας ίνα παραθέσω παραδείγματα άτινα υπέπεσαν εις την αντίληψίν μου και, προϊόντος του χρόνου, εδραιώνουν ίσως την υπόθεσιν τού πλήρους πλέον εκτροχιασμού της ανθρωπίνης επικοινωνίας μα και αντιλήψεως των πραγμάτων, αμφότερα απορρέοντα εκ της επιδράσεως τής εγκεφαλικής μα και διυποκειμενικής ανοξίας επί της ψυχοσεξουαλπνευματικής αναπτύξεως τών συμπολιτών αλλά και ημών των ιδίων. Θα παρακαλούσα δια την προσοχήν σας:
Παράδειγμα 1ον
Βιβλιοπωλείον "ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ"
Εισέρχονται δύο υποψήφιοι πελάται.
«Ψάχνουμε για...»
«Ε! Ε! Για μισό λεπτό... Είστε όλοι;»
«Όχι».
«Ε, άντε φέρτε και τους άλλους και τότε τα λέμε!»
«Μα,...»
«Βρε Ουστ από 'δω! Ποιόν εκπροσωπείτε ρε; Άντε φέρτε τους όλους!
Οι πελάται εξεδιώχθησαν σκαιώς...
Παράδειγμα 2ον
Περίπτερον. Πλησιάζει πελάτης.
«Θα ήθελα ένα Marlboro».
«Αδιαφορώ».
«Δεν είναι απάντηση επαγγελματία αυτή».
«Μα, δεν είμαι. Κατ' επάγγελμα είμαι ανθρακωρύχος. Αλλά, ξέρετε, μετά από μια κουραστική μέρα στις στοές λίγες ώρες στο περίπτερο με χαλαρώνουν».
«Κι, εγώ, μεταξύ μας, δεν καπνίζω επαγγελματικά. Μόνο για χόμπι. Και δίνω κι ένα σωρό λεφτά γι αυτό».
«Οπότε με καταλαβαίνετε».
«Απολύτως. Μόνο που, ενώ εσείς επιδίδεστε ήδη εις το χόμπι σας, στερείτε από μένα τη δυνατότητα να χαρώ το δικό μου».
«Εννοείτε πως η στήριξις μιας ερασιτεχνικής δραστηριότητος απαιτεί την εμπλοκήν επαγγελματιών;»
«Ακριβώς! Π.χ: για να λειτουργείτε ερασιτεχνικά το περίπτερό σας δεν απαιτείται η καθημερινή έλευσις ενός επαγγελματία διανομέα ημερησίου τύπου;»
«Ενδιαφέρουσα προσέγγισις. Θα έλεγα πως με προβληματίσατε αλλά θα ήμουν ψεύτης. Η αλήθεια είναι πως με αφοπλίσατε. Παρόλα αυτά δεν μπορώ να σας πουλήσω τσιγάρα μια και αυτό θα με καθιστούσε αυτομάτως επαγγελματία πρατηριούχο».
«Και, τι έχετε να μου αντιπροτείνετε;»
«Να αποταθείτε σε κάποιον επαγγελματία ή να δεχθείτε ένα πακέτο δώρο».
«Πόσο απέχει ο πλησιέστερος επαγγελματίας;»
«Περίπου 738 μέτρα».
«Ε, τότε θα προτιμήσω το δεύτερο».
«Ορίστε!»
«Ευχαριστώ! Καλή ξεκούραση».
«Παρομοίως συνάδελφε. Υγιαίνετε!»
Παράδειγμα 3ον
Καφενείον “Το Ντίτζιταλ”, κάπου στη Βάρκιζα.
«Ένα φραπέ μέτριο με γάλα».
«Γίνετε λιγάκι πιο σαφής».
«Δεν διαθέτετε μακροεντολές;»
«Όχι, μόνο γλώσσα μηχανής».
«Ένα σκεύασμα αποτελούμενον εκ 300 κ.ε. ύδατος, τριών γραμμαρίων στιγμιαίου καφέ, ισόποσης σακχάρεως, αναδευθέν υπό του περιστροφικού ηλεκτροκινήτου αναδευτήρος. Προ της προσκομίσεως ενστάλλαξις 7 σταγόνων συμπεπυκνωμένου γάλακτος. Ο αφρός από πάνω. Η ένθεσις, ή, έστω παράθεσις αναρροφητικού καλάμου θα εκτιμηθεί, πιστέψτε με».
«Αυτό θα κοστίσει».
«Θα πληρώσω!»
«Τότε ας δώσουμε τα χέρια. It's a great deal!»
Δίνουν τα χέρια επισφραγίζοντας μια ιστορική συμφωνία.
Παράδειγμα 4ον
Εις το αυτόν καφενείον, επί τη υπηρεσία ετέρου σερβιτόρου, διαθέτοντος προεπεξεργαστή μακροεντολών.
«Καλημέρα σας. Θα θέλατε κάτι;»
«Μπορώ να έχω έναν νεσκαφέ κρύο;»
«Ο νεσκαφέ είναι πάντα ζεστός, κύριε».
«Εννοώ έναν καφέ, ακριβώς όπως φτιάχνετε τον νεσκαφέ αλλά με κρύο νερό αντί ζεστού».
«Ο νες φτιάχνεται με ζεστό νερό κύριε. Με κρύο φτιάχνεται ο φραπές».
«Ναι αλλά ο φραπές έχει αφρό. Θα τον ήθελα χωρίς αφρό».
«Δεν υπάρχει αυτό που ζητάτε κύριε. Ο φραπές έχει πάντοτε αφρό. Χωρίς αφρό δεν είναι φραπές».
«Μπορείτε τότε να μου φτιάξετε έναν φραπέ αχτύπητο;»
«Οτιδήποτε σερβίρουμε είναι αχτύπητο, κύριε. Unbeatable! Δεν είμαστε ερασιτέχνες, κύριε!»
«Μα, όχι, όχι, άλλο εννοούσα. Να μην τον χτυπήσετε, αν γίνεται».
«Υπαινίσσεστε ότι είμαστε βίαιοι κύριε; Να φωνάξω τον διευθυντή;»
«Προς Θεού, δεν είναι ανάγκη! Θα μπορούσα να έχω ένα ποτήρι νερό βρύσης με την προσθήκη μίας κουταλιάς καφέ, μίας κουταλιάς ζάχαρης και, όλο αυτό, αναδευμένο με ένα απλό κουταλάκι αντί της ειδικής συσκευής;»
«Εννοείτε αυτό που οι αγγλοσάξονες καλούν " stirred! Not shaken!";»
«Ακριβώς!»
«Ποιος νομίζετε ότι είστε, κύριε; Ο James Bond;»
«Ας αρχίσουμε πάλι απ' την αρχή. Δύνασθε;»
«Καλημέρα σας. Θα θέλατε κάτι;»
«Ε-Ν-Α-Ν-Ε-Σ-Κ-Α-Φ-Ε-Α-Ν-Ε-Ι-Ν-Α-Ι-Δ-Υ-Ν-Α-Τ-Ο-Ν!»
«Μάλιστα».
Εντός δεκαλέπτου ο παραγγελθείς εκσκαφεύς έχει ήδη σταθμεύσει έμπροσθεν του καταστήματος. Αποβιβασθείς ο οδηγός παραδίδει τα κλειδιά.
«Καλοτάξιδος!»
Παράδειγμα 5ον
Αλκοολικός νυχτοφύλαξ. Μονολογεί:
Αχ, θεούλη μου! Απορώ γιατί με κρατάει ακόμα τ' αφεντικό. Με συμπαθεί φαίνεται. Αλλά ως πότε; Είναι η χιλιοστή πρώτη νύχτα που μ' εμπιστεύτηκε να τη φυλάξω και πάλι τα σκάτωσα! Δραπετεύει κι αυτή όπως κι οι άλλες. Φεύγει μπροστά στα μάτια μου κι εγώ δεν κάνω τίποτα. Και τι να του πω τώρα; θα μου πει «ρε μαλάκα, άντε σου ξεγλίστρησαν χίλιες, είπα να σου δώσω μια τελευταία ευκαιρία, μπας και... Νυχτοφύλακας είσαι εσύ ή μαλάκας;»
Αλλοίμονο μου! (Τραβά μια ακόμη γενναία γουλιά αψέντι και τραγουδά παραπονιάρικα κι απελπισμένα):
«Όμορφα πού ναι την αυγή, όταν γλυκοχαράζει
χαρά σε κείνη την καρδιά που δεν αναστενάζει.»
Παράδειγμα 6ον
Πλείστοι όσοι συμπολίται κατά τον ελεύθερο χρόνο τους μαθαίνουν πληθώρα ξένων γλωσσών. Εις αυτούς συγκαταλέγονται ο Φρειδερίκος και η Συμέλα, προσφάτως μερικώς ερασταί. Κάθε γλώσσα όμως, αγαπητοί ακροαταί, είναι ένας κώδιξ σημείων, ήτοι σημαινόντων και σημαινομένων, δυνάμει όμως, μια και η πραγμάτωσίς των απαιτεί μια κάποια διυποκειμενικότητα. Η χρόνια απομόνωσις είχε τα κατώθι ολέθρια αποτελέσματα:
Ερωτικό καβγαδάκι:
«Fuck you bitch!»
«Danke, Fritz!»
«Muchos besitos!»
«Είσαι κήτος!»
«You don' t love me any more...»
«Adios, senior!»
Η Συμέλα απέρχεται φανερά εκνευρισμένη αλλά και αμήχανη. Άλλωστε κινδυνεύει να αργήσει στο μάθημα Ουαλικών. Άμα τη επιστροφή της ίσως η κατάστασις να έχει εξομαλυνθεί.
Αγαπητοί ακροαταί, ευχαριστώ διά τον χρόνο σας. Ακολουθεί συζήτησις. Ανοιχτός εις ερωτήσεις, υπόδειξιν ετέρων παραδειγμάτων, αντιρρήσεις.
Στο αμφιθέατρο σιωπή. Μόνο ψίθυροι. Zoom στην Πάνω Αριστερή Γωνία (στο εξής Π.Α.Γ.):
Ψιθυριστής Α: «Τί πίνει ρε ο προφέσορας;»
Ψιθυριστής Β: «Γιατί ρε; Μια χαρά τα λέει!»
Ψιθυριστής Α: «Ρε μπας και την πίνετε μαζί;»
Ψιθυριστής Β: «Άμα έχεις διαφωνίες ρε στόκε πες τις δημοσίως!»
Ψιθυριστής Α: «Ναι, για να με κόψει, όπως πέρυσι. Εγώ ρε ένα πτυχίο θέλω να πάρω, να γλιτώσω από σας, να πάω να δουλέψω σαν άνθρωπος...»
Ψιθυριστής Β: «Εμ, καλά σε λέω εγώ στόκο! Με το πτυχίo του Φ.Κ.Σ ρε θα δουλέψεις; Το ντελίβερυ θα σε φάει ρεεεεε, παρ' το χαμπάρι!»
Ψιθυριστής Α: «Ναι ρε, αυτό λέω εγώ “σαν άνθρωπος”! Να μοιράζω τις πίτσες μου και μετά να 'μαι ελεύθερος. Όχι να έρχομαι εδώ κάθε πρωί να μου τα ζαλίζετε...»
Ψιθυριστής Β: «Άκου τον ρε να ξεστραβωθείς. Δίκιο έχει! Αφού έχουμε λαλήσει ως λαός».
Ψιθυριστής Α: «Χέσε με ρε τι κάνουμε ως λαός! Εγώ μια χαρά είμαι. Κι αυτόν τον πληρώνουνε να τα λέει. Εμένα με πληρώνουνε να τον ακούω;»
Ψιθυριστής Β: «Σςςςς. Κάποιος σήκωσε το χέρι...»
Zoom στον κάποιον:
«Κύριε καθηγητά, είναι βέβαιον πως όλα αυτά οφείλονται εις την ανοξίαν; Στη γειτονιά μου, που έχουμε πολλές οξυές, συμβαίνουν ορισμένα παρόμοια, π.χ. τα ταξί είναι δρομολογημένα σε προκαθορισμένες διαδρομές. Σηκώνεις το χέρι, σταματάει κι ενώ ετοιμάζεσαι να ανοίξεις την πόρτα σου λέει «Χαλάνδρι πάω». Τα λεωφορεία, απεναντίας, αν και αναγράφουν εμφανώς τον προορ...
Zoom στην Π.Α.Γ:
Ψιθυριστής Α: «Άντε γειάαα... Βάλε μου παρουσία».
Ψιθυριστής Β: «Ρε, δεν ξέρω την υπογραφή σου».
Ψιθυριστής Α: «Σταυρό βάζω ρε βλάκα! Χτεσινός είμαι;»
Ψιθυριστής Β: «Πού πάς;»
Ψιθυριστής Α: «Φαντάρος...»
2. No Name
Κάπως έτσι μου τη διηγήθηκε την παραπάνω φάση με το μάθημα στο αμφιθέατρο ο «φίλος» μου ο Κώστας ο Ντελής. Όχι ακριβώς έτσι, πάει καιρός, τα είπα με δικά μου λόγια. Φυσικά και δεν πιστεύω λέξη! Είναι από τις γνωστές γοητευτικές ιστορίες παράνοιας που σκαρώνει και μας τις ξεφουρνίζει τάχα μου για αληθινές στο καφέ μπαρ "No Name". Φροντίζει βέβαια πάντα να κρατά για πάρτη του, τεχνηέντως, τον ρόλο του μόνου άνετου και λογικού. Στην προκειμένη π.χ. αφήνει να εννοηθεί ότι είναι ο ψιθυριστής Α (Ντελής: παρατσούκλι, εκ του ντελίβερυ). Πάντως έχει φαντασία, το καλό να λέγεται! Και μας συνεπαίρνει όλους! Κι όταν λέω «φίλος» εννοώ αυτό που εγώ λέω «Φίλος Ανάγκης - Κολλητός Αυτομάτως». Φ.Α.Κ.Α. Άμα αφεθείς και ξεχάσεις τι είναι ο φίλος πιάστηκες! Τρία χρόνια τώρα τρίτο έτος, του χρόνου παίρνω πτυχίο πλάκα πλάκα- μόνο ΦΑΚες έχω κάνει εδώ πέρα. Όλοι με φωνάζουν «Ο Τουρίστας». Μόνο στο χωριό με λένε Γιάννη. Ναι, στο χωριό έχω φίλους! Κι εδώ, στην αρχή Γιάννη με ξέρανε, το λένε και τα χαρτιά μου, αλλά ποιος θυμάται πια... Τουρίστας επειδή δεν πατάω ποτέ στη σχολή. Άλλος ένας λόγος που δεν την πιστεύω την ιστορία του Κώστα. Αφού δεν παίρνουνε παρουσίες. Αλλιώς πώς περνάω μαθήματα εγώ, ένας Τουρίστας;
Λοιπόν, στο χωριό, τυχαίνει καμιά φορά και καθόμαστε με τις ώρες και δε μιλάμε καθόλου. Εδώ σκοτώνονται ποιος θα πάρει αμπάριζα. Άμα πέσει σιωπή λες και θα καταργηθεί ο νόμος της βαρύτητας και θα εκσφενδονιστούν στο υπερπέραν. Μιλάνε για όλα! Ότι βρεθεί πρόχειρο. Εγώ κάνω χάζι να τους ακούω. Μιλάω μόνο για να σώσω την κατάσταση άμα μπλοκάρει η κουβέντα και βλέπω την αγωνία τους να χτυπάει κόκκινο.
Καφέ μπαρ No Name.
Δεν είναι όνομα, κυριολεξία είναι. Απλώς έχει μια νταμπέλα που γράφει “Καφέ Μπαρ” σκέτο.
«Πού θα πάμε απόψε;»
«Πάμε No Name;»
Εμένα εδώ είναι το living room μου. Το υπνοδωμάτιό μου είναι 70 μέτρα πιο κάτω, στον 3ο όροφο. Μόλις ξυπνώ έρχομαι για φραπέ. Μετά από λίγο αρχίζουν τα τσιπουράκια. Για το μεσημέρι, απέναντι έχει ένα γυράδικο κι ένα μαγέρικο. Μετά πάλι καφέ, ανοίγω και κάνα βιβλίο. Το βράδυ αρχίζουν οι μπύρες.
Το μαγαζί είναι απλό και όμορφο. Όχι κάτι εξεντρίκ. Στρόγγυλα τραπεζάκια τρίποδα μαύρα λακαριστά. Καρέκλες σκηνοθέτη, πορτοκαλί πανί και καρυδί σκελετό. Οι τοίχοι ώχρα σαγρέ. Παράθυρα σκαφτά. Για φωτιστικά λάμπες θυέλλης, το μέταλλο μπλε. Η καλύτερή μου είναι ότι το μαγαζί μαζεύει παρολίγον σκακιστές. Έτσι βγάζω φαί, ποτά και τσιγάρα. Ξεκινώ 5-6 σιμουλτανέ. Με τον έναν βάζω στοίχημα 4 μπύρες, με τον άλλον 2 πακέτα τσιγάρα, με τον άλλον ένα γεύμα απέναντι κλπ. Μετά πάω και κάθομαι σ' ένα τραπέζι, μόνος ή με τους Φ.Α.Κ.Α. μου. Μόλις κάνει κάποιος μια κίνηση έρχεται, με φωνάζει, κάνω τάκα τάκα την δική μου και γυρνάω στο τραπέζι μου. Ξέρω ότι για κάνα μισάωρο θα σκέφτεται και θα μ' αφήσει ήσυχο. Μεγάλη επένδυση το σκάκι! Και όσο χάνουνε τόσο λυσσάνε! Την άλλη μέρα είναι στημένοι εδώ για ρεβάνς. Σίγουρο μεροκάματο!
Αλλά δεν είναι μόνο οι σκακιστές. Εδώ όλοι ή «παρολίγον» κάτι θα είναι ή κάτι «οσονούπω». Παρολίγον ίσον loosers. Οσονούπω ίσον πολλά υποσχόμενοι και κατά πάσα πιθανότητα μέλλοντες παρολίγον. Παρολίγον ηθοποιοί, φωτομοντέλα, οσονούπω σκηνοθέτες, συνθέτες, ποδοσφαιριστές, 13ηδες του ΠΡΟ.ΠΟ., ζωγράφοι. Κανείς δεν είναι π.χ. λογιστής. Κανείς δεν είναι οικοδόμος. Οοοοχι! Δουλεύει οικοδομή μέχρι να γυρίσει την πρώτη ταινία του. Κάνει το λογιστή μέχρι να γίνει Χέμινγουεϊ. Και φυσικά οι παρολίγον είναι πλέον φτασμένοι κριτικοί. Και «πατρικοί» συμβουλάτορες των οσονούπω. Αλλά μ' αρέσει που το μαγαζί δεν είναι ούτε αντεργκράουντ, ούτε πανκ, ούτε σελεμπριτοφωλιά, ούτε ελληνάδικο ούτε κάτι ξέρω-γω-τι. Είναι λίγο απ' όλα και όλοι χωράνε. Και μέσα στο παραμύθι τους είναι και λιγάκι αληθινοί. Τους γουστάρω κάπως. Η, μάλλον, δεν τους απεχθάνομαι και τόσο. Απλά είπαμε: Φ.Α.Κ.Α., ήτοι αλάργα.
No name, no style λοιπόν. Κι εδώ οφείλουμε ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Νικόλα, τον μεγάλο Νικόλα, τον άνθρωπο-μαγαζί! Μπάρμαν, DJ, γκαρσόνι όλα μαζί. Αλλά τι DJ! Από Cave σε Καρρά, μετά Nirvana, Madonna, Prince και καπάκι Αγγελόπουλο. Με πάθος! Αυτός ναι! Δε λέει μαλακίες. Άμα βάλθει να σου εξηγήσει λέει αλήθεια. «Να ρε συ, ακούω "You don't have to be rich to be my friend" και πάει ο νους μου “είμαι φτωχόπαιδο, τι θέλεις να σου κάνω; Θέλεις να πεθάνω;”. Αφού ρε εκείνο το ριφ του Blοomfield δεν είναι ολόιδιο με το πέρασμα του βιολιού στο “Θα κάνουμε έναν έρωτα όλο τρέλα”;»”
Όλα αγορασμένα από Νιγηριανούς. 50 λεπτά το κομμάτι, πώς το φέρνει ο κερατάς και τους τουμπάρει πάντα! «Hey, man, this bro is a rapper and his nickname is “50Cent”. How do ya think he feels if someone pays more than his name for his music? ». Η πειρατεία, λένε, σκοτώνει τη μουσική. Βλακείες! Ποιος έχει λεφτά ρε ν' ακούσει "νόμιμη" μουσική; Αν επιζεί η μουσική είναι γιατί κάτι μαυρούληδες παίζουν κρυφτό με τους μπάτσους. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου κάθε πέρσι και καλύτερα. «Σφίξτε το ζωνάρι» ο ένας, «Διερχόμεθα στενωπό» ο άλλος, «Παραλάβαμε καμένη γη» ο παράλλος. Εγώ ξέρω ότι ο θείος μου κι η θεία μου κάνουν από δύο δουλειές σύνολον τέσσερις- για να πληρώνουνε νοίκι, ψωμί, τυρί και σαλάμι. Και έχουν το θράσος να σου λένε ότι άμα δεν ακουμπήσεις 18 και 20 ευρά για το cd κινδυνεύει η μουσική. Σα δε ντρέπονται λέω εγώ!
Αναρωτιέμαι κι εγώ γιατί μου ήρθε να ξεκινήσω με μια από τις δεκάδες ηλίθιες ιστορίες παράνοιας που αράδιαζε ο Ντελής. Και γιατί μ' αυτή ειδικά. Σίγουρα κάποιο λόγο θα έχω αλλά δεν τον ξέρω. Να έχει να κάνει με την Ηρώ; Δε μου φαίνεται, όσο κι αν το ξεψαχνίζω. Άσε που αν και τον ξέρω απ' έξω το Φρόυντ τον βρίσκω λίγο τρόμπα. Να έχει να κάνει με κάποιο σημαίνον του περικειμένου; Ούτε το Λακάν τον πάω, αν και έχω βγάλει φράγκα απ' αυτόν. Πτυχιακές κατά παραγγελίαν. Στην αρχή έπαιρνα 200 ευρώ το κομμάτι. Όταν άρχισαν να πέφτουν τα 10ρια ανέβασα το κασέ μου στα 400. Πουλάει το 10ρι. Ανοίγει μεταπτυχιακά. Τεσπα, εμένα με βολεύουν αυτοί οι ψυχαναλυταράδες, λεφτά βγάζω. Δεν ξέρω τι κάνουν στα ιατρεία τους αλλά όταν γράφουν βιβλία είναι μόνο για προσάναμμα. Μόνο έναν σέβομαι. Τον Βίννικοτ. Δε γράφει ανοησίες. Αλλά πάλι δεν ξέρω, ίσως τον σέβομαι επειδή τον λένε Ντόναλντ. πώς να το κάνουμε, το αίμα νερό δεν γίνεται! Όπως έλεγε κι ο Ντόναλντ «κατάγομαι από την παιδική μου ηλικία». Αλλά πάλι, σκέφτομαι, ένας συνειρμός ήταν κι αυτή η ιστορία με τον προφέσορα οπότε τι να ψάχνω, ψύλλους στ' άχυρα; Ίσως να ναι από καμιά ατάκα σκόρπια...
Την Ηρώ δεν θα την έλεγες μελαγχολική. Δεν ξέρω καν αν ήταν παρολίγον ή οσονούπω. Μάλλον τίποτα απ' τα δύο, αυτοί δε βάζουν γλώσσα μέσα. Η Ηρώ ήταν Γυναίκα. Γυ-ναί-κα. Όπως ξέρετε δε λέω πολλά. Όταν έμπαινε στο No Name άστραφτε ολόκληρη. Δηλαδή ερχόταν αστραφτερή. Και δεκάλεπτο το δεκάλεπτο ξεθώριαζε. Μονάχα το βλέμμα της άστραφτε όλο και περισσότερο. Δε μιλούσε ποτέ. Άσε που εκείνη τη μέρα ήταν αλλιώς. Μπουρινιασμένη. Ήπιε; Δε φαινόταν πιωμένη. Πάντως ήταν αλλιώς. Λες και ήταν η Ηρώ Molotov. Ίσως τις άλλες μέρες να ήταν αλλιώς. Δεν ξέρω. Εγώ, είπαμε, μιλούσα μόνο όταν το χάσμα διαρκούσε και πήγαινε για big bang. Κάτι σα σέντερ μπακ. Εκείνη τη βραδιά είχα ρεπό. Πάγκος. Η συζήτηση ήταν έντονη. Έντονη δεν εννοούμε ότι είχε και πάθος. Απλώς ταχυβολία. Ποσότης. Απολάμβανα τη σιωπή μου. Η Ηρώ μάλλον δεν απολάμβανε την κουλτουρορύπανση.
«Δηλαδή ρε Γιώργο ο ιταλικός νεορεαλισμός τι παραπάνω έχει από το Φώσκολο του '60; Μην κοιτάς τώρα... Τότε ήταν τραγωδός!»
«Τώρα, για να καταλάβω, συγκρίνουμε τη “Μάμα Ρόμα” με το “Χώμα Βάφτηκε Κόκκινο”;»
«Αν το θες πες το κι έτσι. Η, ας πούμε, ο Ντε Σίκα κι ο Τζαβέλλας...»
Σε τέτοιες φάσεις αν μου απευθύνει κανείς το λόγο απλώς τον κοιτάω, τρώω ένα αμύγδαλο, πίνω μια γουλιά, ώσπου κάποιος άλλος παίρνει αμπάριζα. Αλλά εγώ είμαι ο Γιάννης ο Τουρίστας. Με ξέρουν όλοι. Την Ηρώ πόσο καλά την ξέρουν; Επιπλέον εμένα το μάτι μου δεν αστράφτει, απ' όσο ξέρω.
Κώστας: «Ηρώ εσύ τι λες;»
Βλέμμα από ποτήρι σε Κώστα, μετά στο βάθος, στάση, μετά πάλι στο ποτήρι. Γουλιά.
«Ηρώ;»
Τίναγμα μαλλιών με ελαφρό ξεφύσημα, βλέμμα στο ποτήρι, γουλιά.
«Ηρούλα, μια δραχμούλα για τη σκέψη σου...»
«Άκου, Ντελίβερη: Δεν ξέρω τι σκατά άνθρωπος είσαι αλλ...»
«Μα, ρε Ηρώ...»
«Με διακόπτεις! Έλεγα: δεν ξέρω από τι είσαι φτιαγμένος, εγώ πάντως σήμερα είμαι από βενζίνη γι' αυτό μίλα με κάναν άλλο μη χαλάσουμε τις καρδιές μας».
«Βρε Ηρώ, άκου με να...»
«Ντελίβερη, φεύγω πριν πω καμιά βαριά κουβέντα που ξέρω ότι δεν τις αντέχεις».
Φόρεσε την καπαρντίνα της. Το πρόσωπό της ξαναέλαμψε σαν μόλις να μπήκε. Περπάτησε αργά, χωρίς να δείχνει ταραγμένη μέχρι την πόρτα. Βγήκε χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει.
Αρπάζω μια χούφτα αμύγδαλα απ' το μπολ και τρέχω ξωπίσω.
«Ηρώ!»
«Τι θες κι εσύ τώρα;»
«Τίποτα. Αμύγδαλα. Πάρε για το δρόμο».
Χαμογελάει η Ηρώ! Χαμογελάει το Ηράκι!
«Ηρώ, πάμε μια βόλτα. Δεν στην πέφτω...»
«Κρίμα. Θα ήταν ωραία ρε γαμώ το! Σε γουστάρω ρε Τουρίστα. Και το είχα τόσο ανάγκη! Μου το χάλασες τώρα όμως... Πάει, κάηκε... Σςςς! Μην πεις τίποτα! Πάει. Κάηκε. Πάμε βόλτα όμως. Ακολούθα».
Τραβήξαμε προς τα κάτω. Χωρίς να καταλάβουμε βρεθήκαμε στην κρεαταγορά. Η κίνηση είχε αρχίσει. Πακιστανοί ξεφόρτωναν νταλίκες. Διαταγές, βλαστήμιες, αγκομαχητά. Κρεμούσαν τα μοσχάρια σκισμένα στη μέση ένα ένα στα τσιγκέλια. Το αίμα κυλούσε απ' τα ρείθρα στα αυλάκια.
«Γιάννη, άνοιξε το στόμα και κλείσε τα μάτια». Μού έβαλε στο στόμα το τελευταίο αμύγδαλο
«Τώρα θέλω να περπατήσω μόνη».
«Καληνύχτα Ηρώ».
«Καλημέρα Γιάννη».
«Καλημέρα Ηρώ».
«Αντίο Γιάννη».
Στάθηκα και την είδα σχεδόν να κολυμπά ανάμεσα στους πάγκους. Νταλικέρηδες και έμποροι στέκονταν σαν σε προσοχή για λίγο πριν γυρίσουν στις δουλειές τους. Ξημέρωνε. Έψαχνα που να κρυφτώ, να μη με βλέπουνε, να μου ρίξω δέκα μούντζες.
Το βράδυ στου Νικόλα ήταν ο Ντελίβερης
«Ρε, έκανα μαλακία χτες;»
«Δε με χέζεις ρε Κώστα..».
«Κερνάω ουίσκι».
«Άσε, χρωστάει μπουκάλι ο Mr. Kasparov απ το πίσω τραπέζι».
«Μα γιατί τα πήρε έτσι;»
«Δε θα μάθεις ποτέ Κώστα».
«Δε θα μου πεις;»
«Δε μου είπε».
«Ρώτα την».
«Δε θα ξανάρθει ρε βλάκα!»
«Τουλάχιστον πέρασες καλά χτες, ε; Κουφαλίτσα!»
«Καληνύχτα μαλάκα!»
«Πού πας;»
«Φαντάρος...»
Ετικέτες: Αντώνης Ε. Καναβούρας, Διηγήματα
Γράψε μας κ άλλα...