Σάββατο, Μαρτίου 20, 2010
Ολα άρχισαν τη μέρα που ο Δημοσθένης παραβίασε τη πόρτα του λουτρού. Μάλλον θα είχε κυλήσει ο σύρτης προς τα κάτω, γιατί ήταν αμπαρωμένη από μέσα. Μπερδεύτηκε στα πόδια του το πενιουάρ της Μπέρτας. Το κλώτσησε. Η Μπέρτα έλειπε, έτσι έφευγε μετά το σεξ τον τελευταίο καιρό, δεν τον αποχαιρετούσε. Μισούσε τους αποχαιρετισμούς, έτσι έλεγε, μα ένα "γεια, φεύγω" τι πείραζε να ειπωθεί; Να ξέρει, να κλειδώνει την εξώπορτα τουλάχιστον.
Θυμάται καλά πως εκείνη τη μέρα πρόσεξε την αράχνη που ήταν γραπωμένη στο σιφώνι της μπανιέρας. Ηταν τεράστια για αράχνη, λεία και κάτασπρη σαν το ασπράδι ενός ραγισμένου αυγού που βράζει. Μέτρησε τα πόδια της, όταν αυτή βγήκε εντελώς απο το σιφώνι και άρχισε να περπατά μέσα στη μπανιέρα: ήταν οχτώ, άρα αράχνη.
Δεν ήθελε να σκοτώσει ένα τόσο παράξενο πλασματάκι, πήρε ένα μικρό γυάλινο βάζο από μαρμελάδα, την έκλεισε μέσα και τη πήγε στο φίλο του τον Αχιλλέα, το βιολόγο. Εκείνος θα ήξερε τί να κάνει με δαύτην. Ο Αχιλλέας ενθουσιάστηκε με το δωράκι και του είπε ότι θα το εξετάσει και θα τον πάρει τηλέφωνο να του πει λεπτομέρειες.
Η Μπέρτα, περπατώντας μια μέρα σε απαγορευμένους δρόμους, δρόμους όπου βρισκόντουσαν μαγαζάκια μεταναστών και όπου κυκλοφορούσαν γυναίκες με μπούρκα, είδε μια επιγραφή που την εντυπωσίασε «ΠΩΛΟΥΝΤΑΙ ΥΛΙΚΑ ΓΙΑ ΝΑ ΑΛΛΑΞΕΙΣ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΟΥ» και μπήκε στο μαγαζί -τι μαγαζι, μια τρύπα ήταν- να ρωτήσει τί υλικά είναι αυτά και ποια εικόνα αφορούν.
Μια γυναίκα με μπούρκα ήταν πίσω από το πάγκο. Μπορεί να ήταν και άντρας, η φωνή ήταν καταχθόνια, αλλά με καλή άρθρωση. Της έδειξε μερικές σκόνες χρωματιστές και της είπε ότι, λαβαίνοντας μια μικρή ποσότητα από μια ειδική σκόνη, μπορούσε να αποκτήσει την εικόνα της αρεσκείας της, να μεταμορφωθεί δηλαδή στο πλάσμα που ήθελε. Αν ήθελε π.χ. να γίνει λιοντάρι, αρκούσαν δυο κουταλιές του γλυκού σκόνη πορτοκαλιά σε ένα ποτηράκι με κονιάκ, ενώ, αν ήθελε να γίνει ένα μικρό ζωϋφιο, μισό κουταλάκι άσπρη σκόνη σε νερό έφτανε και περίσσευε κιόλας. Η Μπέρτα ψώνισε την άσπρη σκόνη. Οχι επειδή πίστεψε πως η σκόνη αυτή ήταν ικανή να κάνει αυτά που της είπε η γυναίκα (ή άντρας, άγνωστο αυτό) με τη μπούρκα. Τη ψώνισε επειδή, γενικά, της άρεσε να ψωνίζει για να ενισχύει οικονομικά τους φουκαράδες τους ξένους. Της άρεσε να παραμυθιάζεται κιόλας, κι έτσι, με τη σκονίτσα στη τσάντα της, είχε την ευκαιρία να ζήσει για λίγο μέσα σε ένα ακόμα παραμύθι.
Πέρασαν αρκετές μέρες από τότε και η σκόνη έμενε ξεχασμένη στο τσεπάκι της τσάντας της, μέχρι που τη θυμήθηκε το απόγευμα που πήγε στου Δημοσθένη για να γαμηθούν. Ο Δημοσθένης ήταν η αδυναμία της, είχε το καλύτερο εργαλείο, μόνο που της έμενε μια απορία: Τί να έκανε άραγε όταν έμενε με τις ώρες μέσα στο λουτρό, όπου πήγαινε μετά από κείνη, αφού είχαν ξεσκιστεί στο κρεββάτι; Αν έλυνε αυτή την απορία, θα μπορούσε να σκεφτεί ακόμα και το γάμο μαζί του, επειδή δεν ήθελε με τίποτα να παντρευτεί κάποιον που της έκρυβε τα μυστικά του. Αυτή η φάση με το λουτρό την είχε αναγκάσει να φεύγει αμέσως μετά αμίλητη, χωρίς καν να του λέει ένα "γειά".
Ετσι, ένα απόγευμα αποφάσισε να καταπιεί την άσπρη σκόνη και να ζήσει το παραμύθι της, ότι δήθεν θα γινόταν ένα μικρό ζουζούνι και θα έβλεπε με τα μάτια της αυτό που εκείνος της έκρυβε. Δυστυχώς, ξέχασε να βγάλει το πενιουάρ της πριν καταπιεί τη σκόνη -μάλλον δεν είχε πιστέψει πως όσα υποσχόταν το μαγικό αυτό ήταν αληθινά- και το πενιουάρ έπεσε στο πάτωμα, όταν εκείνο το απόγευμα η Μπέρτα έγινε ένα άσπρο παχουλό ζωϋφιάκι. Μόλις άκουσε τα χτυπήματα στη πόρτα, έτρεξε να κρυφτεί στη μπανιέρα και, όταν ο Δημοσθένης μπήκε μέσα, μισοχώθηκε στο σιφώνι, όπου εκείνος την είδε και την έχωσε στο μικρό γυάλινο βάζο -μάλλον από μαρμελάδα.
Ο Δημοσθένης ακούμπησε το βαζάκι στο ράφι και άρχισε την αγαπημένη του ασχολία. Η Μπερτα με την αλλαγμένη μορφή τον έβλεπε καθαρά με τα τεράστια μάτια της και μάλιστα εις διπλούν, καθρεφτισμένο στο καθρέφτη του λουτρού, μια και ο καθρέφτης έφτανε ίσαμε το πάτωμα. Εβλεπε τον εραστή της, πότε καθισμένο στο μπιντέ και πότε όρθιο, να αυνανίζεται μέχρις αίματος. Χωρίς να κρατά πορνοπεριοδικό, χωρίς να έχει κάποια εικόνα για βοήθημα, ο Δημοσθένης αυνανιζόταν με κλειστά τα μάτια.
Κάποια στιγμή, εκείνος έβγαλε ένα υπόκωφο ουρλιαχτό -κάτι σαν βογγητό που έμοιαζε με ψίθυρο- και στράγγιξε τη τελευταία ποσότητα σπέρματος στο νιπτήρα. Μετά, πλύθηκε και βγήκε.
Η Μπερτα-ζωϋφιο, ήξερε πως πάει να φτιάξει καφέ και να κάτσει στο καναπέ να τον πιεί διαβάζοντας τα ποδοσφαιρικά νέα. Η ίδια δεν αισθανοταν και τόσο βολικά στο βαζάκι, γλίστραγαν τα πλάγια και μόνο στον πάτο μπορούσε να βρει άνεση, δεν είχε συνηθίσει κιόλας το καινούργιο της περίβλημα. Ανακάλυψε κάτι μικρές βεντούζες στα ποδαράκια της και κατάφερε να κάνει μερικές βόλτες στη περίμετρο του μικρού βάζου. Μα.. δεν έβρισκε κι αυτός ένα μεγαλύτερο βάζο να τη χώσει; Ούτε στιγμή, βέβαια, δεν της πέρασε από το νου πως θα μπορούσε να την είχε στείλει στον άλλο κόσμο -κοινό για ανθρώπους και ζωάκια- με ένα ζούληγμα του δαχτύλου του ή με μια παντοφλιά.
Ο Αχιλλέας συνήθιζε επίσης να βολτάρει στις απαγορευμένες συνοικίες και, κάποιες φορές, ανακάλυπτε ένα σωρό μυστήρια πράγματα που τον βοηθούσαν στις έρευνές του. Συνήθως τα μυστήρια υλικά που ψώνιζε ήταν αντίδοτα σε κάτι, όπως π.χ. αντίδοτο σε δάγκωμα φιδιού ή σε τσίμπημα σφήκας. Εχοντας το παράξενο ζωϋφιο, που του είχε φέρει ο φίλος του ο Δημοσθένης στο βάζο, πάνω σε ένα πάγκο του εργαστηρίου του, έψαχνε τρόπο να το κάνει να του αποκαλύψει τα μυστικά του χωρίς να το πληγώσει. Αν δεν τα κατάφερνε, θα προχωρούσε σε τομές με το μικρό του νυστέρι. Είχε προχωρήσει αρκετά στην εξέταση του πλάσματος αυτού και είχε βρει πως μάλλον επρόκειτο για χταπόδι και όχι για αράχνη, θέλοντας όμως να βρει πρόσθετες πληροφορίες αποφάσισε να κάνει μια βόλτα στα παράξενα μαγαζάκια των αλλοδαπών μήπως ανακαλύψει κάτι τι επιπλέον που θα φώτιζε περισσότερο την έρευνά του.
Βρέθηκε έξω από το μαγαζάκι με τη ταμπέλα «ΠΩΛΟΥΝΤΑΙ ΥΛΙΚΑ ΓΙΑ ΝΑ ΑΛΛΑΞΕΙΣ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΟΥ» και μπήκε μέσα. Συζητώντας με έναν ωραίο μελαμψό νεαρό, έμαθε ότι για όλες τις μαγικές σκόνες που διέθετε το κατάστημα υπήρχε ένα και μοναδικό αντίδοτο και το ψώνισε. Την ώρα που το αγόραζε δεν είχε καμμιά ιδέα για το πού θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει, το πήρε απο συνήθεια, επειδή τον γοήτευαν γενικά τα αντίδοτα.
Ο Δημοσθένης περίμενε μια βδομάδα τηλέφωνο από το φίλο του, τον Αχιλλέα, να μάθει τί έγινε με το ζωϋφιο, τι ράτσα αράχνης ήταν τελοσπάντων, και, μια και δεν τηλεφωνουσε εκείνος, σήκωσε το ακουστικό και σχημάτισε τον αριθμό του. Το θέμα με το ζωϋφιο ήταν το πρόσχημα, ο Δημοσθένης ήθελε να μιλήσει σε κάποιον γιατί ήταν απαρηγόρητος: η Μπέρτα είχε εξαφανιστεί από τη ζωή του μετά από εκείνο το απόγευμα με τη λευκή παχουλή αράχνη.
Ο Αχιλλέας ζήτησε να μάθει λεπτομέρειες για το απόγευμα εκείνο και ο Δημοσθένης, αν και δυσανασχετώντας επειδή δεν έβλεπε το λόγο να παίρνει η συζήτησή τους τέτοιες προεκτάσεις, διηγήθηκε στο φίλο του με το νι και με το σίγμα τις κινήσεις του στο λουτρό, την αμπαρωμένη από μέσα πόρτα, πώς τη παραβίασε και μπήκε, το πενιουάρ της Μπέρτας στο πάτωμα, όλα.
Ενας καλός βιολόγος οφείλει να διαθέτει άφθονη φαντασία και ο Αχιλλέας ήταν πολύ καλός βιολόγος, αυτό να λέγεται. Μετά το τηλεφώνημα λοιπόν, έτρεξε στο εργαστήριό του, άνοιξε το καπάκι του μικρού βάζου όπου τεμπέλιαζε το ζουδάκι -μπορεί να ήταν και εξαντλημένο από τη πείνα, γιατί δεν ήξερε τι να το ταΐσει. Το ράντισε με λίγο από το αντίδοτο που είχε προμηθευτεί πρόσφατα και πήγε να κάνει ένα φραππέ, να πίνει κάτι περιμένοντας μια πιθανή αντίδραση.
Οσο κούναγε το φραππέ του, άκουσε ένα κρότο στο εργαστήριο σαν να σπάνε τζάμια και αμέσως μετά ένα γδούπο. Ετρεξε αλαφιασμένος και βρήκε τη Μπέρτα στο πάτωμα, ξερή, τη συνέφερε με το φραππέ που της έδωσε να πιει, έχοντας στάξει μερικές στάλες δυνατό ποτό μέσα, και την ξάπλωσε στο καναπέ τυλιγμένη με μια στρατιωτική κουβέρτα της αεροπορίας. «Πάω να σου ψήσω μια μπριζόλα, μάτια μου» της είπε και πήγε στη κουζίνα να εκπληρώσει την υπόσχεσή του.
Μετά τη μπριζόλα, η Μπέρτα συνήλθε εντελώς και τον ρώτησε αν αυνανίζεται μετά το σεξ. Ο Αχιλλέας απάντησε λίγο πειραγμένος για την ερώτηση αυτή «όχι βέβαια, μαλάκας είμαι;» και της εξομολογήθηκε ατάκα κι επιτόπου ότι τη γουστάριζε τρελλά και αν το ήθελε κι εκείνη να τα φτιάξει μαζί του, αν τον προτιμούσε από το Δημοσθένη φυσικά. Ηξερε καλά ότι δεν φέρονται έτσι οι φίλοι, αλλά ο Δημοσθένης δεν ήταν και τόσο φίλος, μια και μονάχα όταν είχε την ανάγκη του τον πλησίαζε, να του κλαίγεται ή να ζητά να του λύνει απορίες. «Οχι, δεν είναι φιλία αυτό» είπε από μέσα του και αγκάλιασε τη Μπέρτα, που δεν ήταν πλέον ούτε αράχνη ούτε χταπόδι αλλά μια όμορφη κανονική γυναίκα.
«Αν δεν ήμουν τόσο ρέστος από χρήμα θα σε ζήταγα σε γάμο» της πέταξε την ατάκα και η Μπέρτα την έπιασε στο φτερό και δέχτηκε, μια και η ίδια είχε τον τρόπο της με τα οικονομικά: είχε κληρονομήσει ένα ρολτόπ τίγκα στις μετοχές και στα ομόλογα. Φυσικά, δεν του αποκάλυψε το έχειν της, τον άφησε να νομίζει ότι ήταν και αυτή μια πτωχή πλην τίμια κόρη -μερικά πράγματα πρέπει να τα κρατούν μυστικά οι γυναίκες, έτσι δεν είναι;
Και γίναν γάμοι και χαρές και ξεφάντωσες πολλές
Ούτε'γώ ήμουν εκεί, ούτε σεις να το πιστέψετε! :)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Πολύ αργότερα, όταν τα ξαναβρήκαν ο Δημοσθένης με τον Αχιλλεα -γιατί "μια γυναίκα δεν μπορεί να καταστρέψει μια αντρική φιλία"- συζητούσαν για τη Μπέρτα, που είχε γίνει εντωμεταξύ μητέρα των παιδιών του Αχιλλεα. Ο Αχιλλέας ρώτησε το φίλο του γιατί αυνανιζόταν μετά το σεξ (η Μπέρτα του τα είχε πει όλα για το Δημοσθένη, χαρτί και καλαμάρι που λένε, επειδή είχε εκδηλώσει επιστημονικό ενδιαφέρον να μάθει πώς και τί ένοιωθε εκείνη ως ζωϋφιο) και ο Δημοσθένης απάντησε ότι με τον τρόπο αυτό είχε τη γυναίκα των ονείρων του με όποιο τρόπο ποθούσε, έκανε με κείνην ό,τι ήθελε, χωρίς να νοιώθει ενοχές και χωρίς να μπαίνει στον κόπο να της ζητά πράγματα για τα οποία πιθανότατα να λάβαινε άρνηση, ίσως και περιφρόνηση. «Α, κατάλαβα» απάντησε ο Αχιλλέας συμπληρώνοντας «αλλά η Μπέρτα τα κάνει όλα, ξέρεις, ηφαίστειο σκέτο η άτιμη, δεν τη προλαβαίνω λέμε!» και τότε ο Δημοσθένης χτύπησε το κεφάλι του στο τοίχο κι έπεσε το ντουβάρι και τρέχαν μετά για χτίστες και σοβατζήδες...
Ετικέτες: Διηγήματα, Μαρίνα Ροδιά