Δευτέρα, Μαρτίου 29, 2010
Απόλυτο σκοτάδι, η σιωπή δίνει το δικό της ρεσιτάλ σε ένα μέρος που δεν είχε συχνά επισκέπτες, ο αέρας ήταν στοργικός και το έδαφος φιλόξενο, το μαύρο ήταν το μόνο χρώμα που υπήρχε.
Ο Χένρικ ήταν ανάσκελα στο έδαφος με τα χέρια και τα πόδια μαζεμένα και μόνο ο σταθερός χτύπος της καρδιάς του μαρτυρούσε ότι ήταν ζωντανός. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν άλλος ένας άστεγος ή ένας μπεκρής που βρήκε ένα προσωρινό καταφύγιο για να περάσει τη βραδιά του αλλά δεν ήταν έτσι. Τα ρούχα του και το παρουσιαστικό του έδειχναν άνθρωπο που προσέχει τον εαυτό του. Τα μαλλιά του ήταν καλοχτενισμένα, τα ρούχα του μοδάτα και ατσαλάκωτα, το πρόσωπο του φρεσκοξυρισμένο και η αύρα του καλοσυνάτη.
Η ανάλαφρη ανάσα του Χένρικ έγινε πιο βαριά, η καρδιά του ανέβασε στροφές, το σώμα του άρχισε να αντιδρά στην ακινησία. Το κεφάλι του κουνήθηκε πέρα δώθε, άναρθρες κραυγές βγήκαν από το στόμα του, κούνησε τα χέρια και τα πόδια σα να βλέπει τον πλέον τρομακτικό εφιάλτη.
«Ααααααργκ!» ήταν η τελευταία κραυγή που έβγαλε πριν αφυπνιστεί. Ήταν τόσο δυνατή που τον έκανε να σηκωθεί ο μισός πάνω. Η καρδιά του χτυπούσε τόσο γρήγορα που θύμιζε μηχανή σε αγώνα ταχύτητας. Εξανάγκασε το μυαλό του να τιθασεύσει τις σωματικές του λειτουργίες. Αφουγκράστηκε τη σιωπή και κοίταξε ολόγυρα. Δεν του θύμιζε τίποτα αυτό το μέρος.
« Πού βρίσκομαι; Είναι κανείς εδώ; ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΔΩ;» φώναξε αλλά απάντηση δεν πήρε. Σηκώθηκε, έκανε μια βόλτα να ανιχνεύσει τον χώρο. Δεν σκόνταψε πουθενά αλλά δεν έβλεπε σχεδόν τίποτα, έψαξε τον αναπτήρα του, μάταια.
« Φτού ! Βρήκα την ώρα να κόψω το κάπνισμα, γαμώτο δεν βλέπω, που βρίσκομαι ; Κανένα φως ρε παιδιά! Δεν πληρώσατε τον λογαριασμό; Τί είναι εδώ; ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΔΩ;», και πάλι απάντηση δεν πήρε.
Είναι μερικές φορές, που όταν δεν παίρνεις απαντήσεις σε ερωτήματα που βασανίζουν το μυαλό σου παρασύρεσαι σε μια δίνη συναισθημάτων που για τους ψυχολόγους είναι μια αναμενόμενη διαδρομή. Έτσι και ο Χένρικ, στην αρχή εκνευρίστηκε, η οργή του ήταν τόσο μεγάλη που έψαχνε ένα αντικείμενο να σπάσει ή κάποιον να γρονθοκοπήσει. Αφού δεν βρήκε τίποτα από τα δύο μετέβηκε στην απογοήτευση και μετά στην θλίψη. Ήταν ολομόναχος σε ένα άγνωστο, ζοφερό μέρος χωρίς να θυμάται το παρελθόν, χωρίς να ξέρει το παρών, χωρίς να μπορεί να φανταστεί το μέλλον. Κάθισε κάτω, λύγισε τα γόνατα του, τα έσφιξε όσο περισσότερο μπορούσε με τα χέρια του και προσπάθησε να αμυνθεί όσο καλύτερα μπορούσε απέναντι στη θλίψη.
Ένα φτερούγισμα που άκουσε τον έκανε να αναθαρρήσει. Σηκώθηκε πάνω, έκανε κάποια βήματα τριγύρω με το κεφάλι ψηλά αλλά δεν έβλεπε τίποτα. Θα ήταν γι’ αυτόν μια παρηγοριά αν υπήρχε ένα σημάδι ζωής σε αυτό το μέρος. Σταμάτησε να προχωρά, σταμάτησε και το φτερούγισμα.
«Άκουσα φτερούγισμα ή το φαντάστηκα;» αναρωτήθηκε ο Χένρικ και ξάφνου αισθάνθηκε κάτι πάνω στο κεφάλι του. Πριν προλάβει να αντιδράσει μια δέσμη φωτός έπεσε πάνω του και είδε ένα περιστέρι να προσγειώνεται μπροστά του.
«Εσύ ήσουνα βρε;» είπε χαμογελώντας από ικανοποίηση και ασυναίσθητα έπιασε το κεφάλι του. Κοίταξε το χέρι του και είδε ότι το περιστέρι τον είχε κουτσουλίσει, το χαμόγελο της ικανοποίησης έγινε θυμός και η πρώτη του σκέψη ήταν να το πνίξει με τα ίδια του τα χέρια.
Κοιτάζοντάς το να κάθεται απέναντι του – χωρίς κανένα ίχνος φόβου – παρατήρησε ότι στο λαιμό του είχε ένα ραβασάκι. Αφού υποσχέθηκε στο περιστέρι ότι θα το πνίξει αργότερα, διάβασε το ραβασάκι που έλεγε :
“Είσαι ο εκλεκτός. Καλώς ήρθες”
Ο εκλεκτός ; Καλώς ήρθα ; Πού ήρθα ; Ποιος μου στέλνει ραβασάκια ; Είναι κανείς εδώ;
Το περιστέρι φτερούγισε και εξαφανίστηκε, το φως έσβησε, ο Χένρικ κοίταξε ψηλά να δει από πού ήρθε το φώς και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου όλα έγιναν όπως πριν. Μόνο που τώρα είχε στα χέρια του ένα σημείωμα από άγνωστο αποστολέα και μια κουτσουλιά στο κεφάλι. Προσπάθησε να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις του. Εις μάτην.
Ένας μικρός σεισμός διέκοψε τους ανώφελους συλλογισμούς. Η βοή του σεισμού που συνοδεύτηκε από τυμπανοκρουσίες πρόσθεσε την απαραίτητη ένταση και αγωνία στο σκηνικό. Ο Χένρικ είδε με έκπληξη το σκοτάδι μπροστά του να ανοίγει σαν μια τεράστια δίφυλλη πόρτα και να αποκαλύπτει ένα τοπίο που θύμιζε παράδεισο. Ένα τεράστιο κόκκινο χαλί απλώθηκε μπροστά του και άρχισε να κινείται σαν διάδρομος γυμναστικής με φορά προς το μέρος του, αιωρούμενες σάλπιγγες σάλπισαν επιβλητικά και όλα άξαφνα έγιναν φως.
Ο Χένρικ παρότι είχε μείνει ενεός, προσπάθησε να ανακτήσει την ψυχραιμία του. Διέκρινε ότι η άλλη άκρη του χαλιού μετέφερε ένα επιβλητικό γραφείο στην πίσω πλευρά του οποίου κάθονταν τρεις φιγούρες. Όταν το γραφείο έφτασε σε μια αρκετά κοντινή απόσταση είδε πλέον καθαρά ότι στη μία άκρη καθόταν ένας γέροντας ντυμένος στα άσπρα, στην άλλη άκρη ένας άλλος γέροντας ντυμένος στα μαύρα και στη μέση μια κυρία, κατά τι νεότερη, ντυμένη στα γκρίζα.
« Ποιοι είστε εσείς;» απαίτησε να μάθει ο Χένρικ με άγριο ύφος.
« Οι κριτές», αποκρίθηκε ο γέροντας ντυμένος στα άσπρα.
« Πού βρίσκομαι;» ξαναρώτησε ο Χένρικ με το ίδιο ύφος.
« Στα όρια», απάντησε αυτή τη φορά ο γέροντας που ήταν ντυμένος στα μαύρα.
« Κριτές; Όρια; Tι στο διάολο συμβαίνει εδώ; Γιατί δεν μού λέτε;», φώναξε αγανακτισμένος ο Χένρικ. Όλο το σκηνικό με την κριτική επιτροπή μπροστά του ,τις μουσικές και τα φώτα τού έμοιαζε σαν κάποιο τηλεπαιχνίδι αναζήτησης ταλέντων, μόνο που αυτός δεν είχε λάβει μέρος με την θέληση του και αυτό τον εξόργιζε.
« Σας το είπα, είναι στόκος ο άνθρωπος, δεν έχει καταλάβει τίποτα. Ή μήπως έχει καταλάβει και μάς δουλεύει; Το γραφείο πάντα έτσι ήταν; Ναι μάλλον. Τί ώρα θα τελειώσουμε; Έχω δουλειές να κάνω», είπε η κυρία κοιτάζοντας τους γέροντες δεξιά και αριστερά.
Ο γέροντας με τα άσπρα ανέλαβε τη πρωτοβουλία να εξηγήσει. « Κοιμάσαι καιρό και μας ανέθεσαν να αξιολογήσουμε το άτομο σου και να πάρουμε μια απόφαση για σένα»
«Σταμάτησα να κοιμάμαι τώρα, οπότε δεν χρειάζεται να πάρετε καμία απόφαση. Κοιτάξτε, είμαι εδώ μπροστά σας, όρθιος, σας μιλάω, με βλέπετε, χορεύω κιόλας», είπε ο Χένρικ και προσπάθησε να κάνει μια χορευτική φιγούρα. Έφαγε τα μούτρα του, πήγαινε καιρός από τότε που χόρεψε για τελευταία φορά.
«Δεν σταμάτησες να κοιμάσαι», είπε ο γέροντας με τα μαύρα αφήνοντας ένα υποχθόνιο χαμόγελο.
«Δεν σταμάτησα να κοιμάμαι; Δηλαδή … είναι όνειρο αυτό που ζω τώρα;»
«Στα όρια είσαι και εμείς θα αποφασίσουμε αν θα πας πίσω ή μπροστά», είπε πάλι ο γέροντας με τα μαύρα.
Ο Χένρικ μπλόκαρε, δεν κοιμόταν και ταυτόχρονα δεν ήταν ξύπνιος, δεν ζούσε την πραγματικότητα αλλά ούτε και το όνειρο, μια μπερδεμένη κατάσταση που δεν ήταν στο χέρι του να ξεδιαλύνει.
Τα τύμπανα άρχισαν πάλι να ηχούν, οι αιωρούμενες σάλπιγγες έκαναν πάλι την εμφάνιση τους αυτή τη φορά με ένα σμήνος πουλιών απ’ το ράμφος των οποίων κρεμόταν ένα τεράστιο πανό. Τα πουλιά πήραν θέση πάνω από τα κεφάλια των γερόντων και της κυρίας και απλώσανε το πανό να φαίνεται, έτσι ο Χένρικ μπόρεσε να δει τι έγραφε:
“Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ”
Ο γέροντας που ήταν ντυμένος στα άσπρα σηκώθηκε, έβηξε λιγάκι για να καθαρίσει η φωνή του και είπε: «Σε όλη σου τη ζωή ήσουν καλούλης, απέφυγες τα μεγάλα λάθη, δεν έκανες μεγάλο κακό σε κανέναν και οι προθέσεις σου ήταν συνήθως καλές. Γι αυτό προτείνω να γυρίσεις πίσω».
« Σάς ευχαριστώ κύριε πρόεδρε» είπε ειρωνικά ο Χένρικ.
Ο γέροντας με τα μαύρα πήρε το λόγο. «Σε όλη σου τη ζωή ήσουν μαλακούλης, γεμάτος από πολλά μικρά λάθη, δεν προσπάθησες καν να κάνεις ένα μεγάλο καλό σε κανέναν και συχνά οι προθέσεις σου ήταν κακές. Γι’ αυτό προτείνω να πας μπροστά».
Οι πιθανότητες για το πού θα πήγαινε ο Χένρικ ήταν μοιρασμένες. Όλα έδειχναν ότι η κρίση της κυρίας με τα γκρίζα θα ήταν καθοριστική.
« Εεεε λοιπόν, πώς τα καταφέρατε έτσι; Εγώ θα βγάλω το φίδι από την τρύπα; Λοιπόν, ήσουν και καλός και κακός, θα μπορούσες να είσαι και καλύτερος και χειρότερος, θα ήθελα να σε σώσω, θα ήθελα και να μην σε σώσω… Πάντα αναρωτιόμουν, τι δουλειά έχω εδώ, αφού δεν τα μπορώ αυτά. Δεν μπορώ να αποφασίσω, ποτέ δεν μπορούσα να αποφασίσω και δεν θα το κάνω ούτε τώρα!», είπε και έφυγε κλαίγοντας από ντροπή που δεν μπόρεσε να φανεί αντάξια των καθηκόντων που της είχαν αναθέσει. Οι δύο γέροντες σάστισαν με την τροπή που πήρε η διαδικασία.
Ο Χένρικ γέλασε με την όλη κατάσταση και φώναξε «ΓΙΑ ΤΑ ΜΠΑΖΑ ΕΙΣΤΕ! Τώρα; Τι θα γίνει τώρα;»
« Σύμφωνα με το πρωτόκολλο θα περάσουμε στη διαδικασία … fortune cookies » είπε ο γέροντας με τα άσπρα εμφανώς ενοχλημένος από την τροπή που πήραν τα πράγματα.
«Φότσου τι;», ρώτησε ο Χένρικ που δεν άκουσε τον γέροντα γιατί γελούσε.
«Τυχερά κουλουράκια ανόητε!», φώναξε ο γέροντας με τα μαύρα τσαντισμένος. Το να μην εξαρτάτε από αυτόν η τύχη του κάθε εκλεκτού ήταν κάτι που τον εκνεύριζε. Σπάνια συνέβαινε κάτι τέτοιο, αλλά όταν γινόταν εκνευριζόταν πολύ.
Μια αέρινη γυναικεία μορφή πέρασε μπροστά από τους γέροντες κρατώντας τον δίσκο με τα κουλουράκια και με χορευτικές σχεδόν κινήσεις έφτασε μπροστά στον Χένρικ, ακούμπησε τον δίσκο και με τις ίδιες ακριβώς κινήσεις εξαφανίστηκε.
Η τελευταία φορά που έφαγε “τυχερά κουλουράκια” ήταν πριν από τρείς εβδομάδες περίπου σε ένα εστιατόριο τέσσερα τετράγωνα πιο κάτω από το σπίτι του που είχε πάει με την γυναίκα του Έλεν.
Κοίταξε τον δίσκο και διάλεξε ένα. Το μέλλον του θα κρινόταν απ’ αυτό το κουλουράκι. Στην αρχή το δάγκωσε για να το σπάσει και στη συνέχεια έβγαλε και ξεδίπλωσε το χαρτάκι.
“Το φάρδος σου εσφύριξε
την τύχη να καλέσει
σε μονοπάτια γκαντεμιάς
ποτέ του να μην πέσει
η τύχη αποκρίθηκε
με βλέμμα όλο νάζι
από το χέρι θα πιαστούν
να διώξουν το μαράζι ”
Ο Χένρικ σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε τους γέροντες, δεν καταλάβαινε ακριβώς τι σήμαινε αυτό που διάβασε και περίμενε από στωικά την ετυμηγορία. Ο γέροντας με τα μαύρα σηκώθηκε, με αργές κινήσεις έφτασε προς το μέρος του, έσκυψε πήρε το δίσκο με τα “fortune cookies” και με μια αστραπιαία κίνηση τού τον έφερε στο κεφάλι. Ο Χένρικ σωριάστηκε στο έδαφος.
Ένα γοερό κλάμα και ένα απλό άγγιγμα στο χέρι ήταν η αιτία να ανοίξει ο Χένρικ τα μάτια του. Είδε την γυναίκα του Έλεν να είναι δίπλα του με τα μάτια κλαμένα, να κρέμεται από τα χείλη του. «Αγάπη μου ξύπνησες;»
Έσφιξε στο χέρι του το χέρι της. «Ξύπνησα αγάπη μου, κοιμάμαι καιρό;»
«Περίπου τρείς εβδομάδες… », είπε η Έλεν και συνέχισε, «θυμάσαι που γυρίζαμε από το εστιατόριο και … σε χτύπησε αυτοκίνητο; Νόμιζα ότι δεν θα ξυπνούσες ποτέ, τρόμαξα τόσο πολύ». Τον έσφιξε στην αγκαλιά της.
Ο Χένρικ κοίταξε γύρω του διαπιστώνοντας ότι βρισκόταν σε δωμάτιο νοσοκομείου, δεν υπήρχαν άλλοι ασθενείς στο δωμάτιο. Ήταν μόνο αυτός και η Έλεν. Τα δάκρυά της ήταν πλέον δάκρυα χαράς! Όλο αυτό το διάστημα ήταν πλάι του και έκλαιγε με τη σκέψη ότι ο Χένρικ μπορεί να μην τα κατάφερνε.
«Πίστευα ότι δεν θα ξανάβλεπα τα υπέροχα μάτια σου, πίστευα ότι δεν θα άκουγα ξανά την φωνή σου, Χένρικ πόσο μού έλειψες , η σκέψη ότι μπορεί να πέθαινες με τσάκιζε καθημερινά»
«Γλυκιά μου Έλεν δεν θα πεθάνω, μην ανησυχείς όλα θα πάνε καλά, τα fortune cookies είπαν ότι θα τη γλιτώσω…» είπε ο Χένρικ χαρίζοντας ένα κουρασμένο χαμόγελο και μια ζεστή αγκαλιά.