Κυριακή, Μαρτίου 21, 2010

Χρήστος Σιδερής - Άλλυδις (Διογένης ο Κύων)

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΝ

Το 1940 και κατά την διάρκεια του 2 ΠΠ ο Ηλίας Χατζηγεωργάκης, ένας ελαιοχρωματιστής στο επάγγελμα, εκ Βοτανικού Αθηνών, πεθαίνει όταν μία χειροβομβίδα σκάει στο πρόσωπό του. Επανανακτώντας την συνειδητότητά του, έκπληκτος, διακριβώνει ότι βρίσκεται σε έναν άλλο τόπο (άλλυδις)ο οποίος μοιάζει καταπληκτικά με τον κόσμο που ζούσε πριν το πόλεμο με τη διαφορά ότι σε αυτόν τον κόσμο ζούσαν οι νεκροί.
Οι πλειονότητα των εν λόγω αποθανώντων, τα ζόμπις τρόπο τίνι, ήταν διάσημοι και αποκαλούσαν αυτόν το μετά-κόσμο "εδώ" ενώ αναφέρονται στον κόσμο από τον οποίο προέρχονταν ως "εκεί". Ο Ηλίας Χατζηγεωργάκης παρατηρεί ότι στο "εδώ" οι θανώντες συχνά εξαφανίζονταν και συνομιλώντας με ειδήμονες και μη ανακαλύπτει ότι οι άνθρωποι του "εδώ" υπήρχαν γιατί κάποιος τους σκεφτόταν στο "εκεί". Συνειδητοποιεί ότι όταν πεθάνουν τα παιδιά του και ίσως τα εγγόνια του δεν θα υπάρχει κανείς να τον θυμάται και έτσι θα περάσει στην ανυπαρξία ή αλλιώς στο επέκεινα όπως αποκαλούσαν την μετά-μετά-κατάσταση οι κάτοικοι του "εδώ". Για να αποφύγει αυτή την τραγική κατάληξη, ο Ηλίας προσπαθεί να βρει τρόπο να στείλει ένα μήνυμα στο "εκεί" έτσι κάποιοι να τον θυμούνται και να συνεχίσει υπάρχει, ένα πράγμα σαν το άσμα του Καζαντζίδη (Υπάρχεειιιιςς, και όσο υπάρχεις θα υπάρχω!).


Επεισόδιο 2

Η αγορά ή, πιό ορθά, το τμήμα της αρχαίας αγοράς που τώρα ήταν διάσπαρτο από μάρμαρα αποτελούσε μόνιμο πόλο έλξης για μια ετερόκλητη ομάδα ατόμων, συνήθως νεοφερμένους αλλά και παλαιότερους κατοίκους του "εδώ" που επιθυμούσαν να ακροαστούν τους αρχαίους φιλοσόφους. Ο Ηλίας Χατζηγεωργάκης δεν αποτελούσε εξαίρεση. Ένιωθε ότι ελκόταν από την αγορά,όχι μόνο ένεκα της ανάγκης του να ανακαλύψει κάποιον που θα τον βοηθούσε να ανακαλύψει έναν τρόπο να στείλει να μήνυμά του στο "εκεί".
Βάδιζε σκυφτός παρλαλληλα της σιδηροκατασκευής που προστάτευε περιμετρικά την αγορά μασουλώντας ένα σουβλάκι που είχε προμηθευτεί από ένα ταχυφαγείο. Το σουβλάκι ήταν κομμάτια κρέας τυλιγμένα σε λιγδιασμένη πίτα με τζατζίκι, ντομάτα και κρομύδια και δεν θυμόταν να είχε ξαναγευτεί κάτι τέτοιο. Πάντως το έβρισκε νόστιμο και καταβρόχθιζε με βουλιμία. Έφτασε στην κύρια είσοδο και αφού έριξε μια ματιά στο συνωστισμένο πλήθος κίνησε προς το μέρος τους. Κι ενώ ο Ηλίας Χατζηγεωργάκης κοίταζε με λάγνο βλέμμα το μισοφαγωμένο σουβλάκι και ένα ρυάκι τζατζικιού άρχισε να κυλά από την άκρη του στόματός του, μια ομάδα καραφλών κρετίνων με τιράντες αποσπάστηκε από το πλήθος, τον περικύκλωσε και φωνασκώντας "κύνας, κύνας" άρχισαν να τον ραβδοκοπούν. Το σουβλάκι του έφυγε από το χέρι. Καίτοι κινήθηκε ενστικτωδώς να το ανακτήσει πολύ σύντομα εξαναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει τα άνω άκρα για να καλύψει το πρόσωπό του για να προστατευτεί από τους ραβδισμούς και έπεσε κατάχαμα δίπλα σε ένα μεγάλο πιθάρι. Με την άκρη του ματιού του είδε έναν λερό γέροντα με αεικίνητα μάτια να ξεπροβάλει από το πιθάρι. Ο γέροντας κοίταξε τον Ηλία αμφίθυμα και έπειτα έστρεψε τη ματιά του στους επιτιθέμενους που κοντοστάθηκαν.
"ΠΡΟΣΟΥΡΗΣΕ ΑΥΤΟΙΣ!"
"Τι;" ρώτησε
"ΠΡΟΣΟΥΡΗΣΕ ΑΥΤΟΙΣ!" επανέλαβε και βλέποντας ότι ο Ηλίας απομείνει ενεός ξετρύπωσε από το πιθάρι με ασυνήθιστη ενεργητικότητα, σήκωσε το χιτώνιό του και άρχισε να τρέχει πίσω από τους μελανοχιτώνες κατουρώντας τους!
Οι επιτιθέμενοι σκόρπισαν τρομαγμένοι και ο λιπόσαρκος γέροντας επέστρεψε δίπλα του φανερά ικανοποιημένος.
"ΚΥΩΝ ΚΥΝΑΝ ΠΡΟΜΑΧΕΙ", είπε και κάθισε ανακούρκουδα.
"Ευχαριστώ γέροντα" είπε ο Ηλίας αλλά ο σωτήρας του δεν απάντησε.
Τον παρατηρούσε με την άκρη του ματιού του, είχε σφαλίσει τα μάτια. Δεν του έδινε καμία σημασία. Κοίταξε το πιθάρι που ήταν τεράστιο και αδειανό. Χωρίς να μπει στον κόπο να τον κοιτάξει είπε:
"ΜΕΙΡΑΚΕΙΟΝ, ΒΛΕΠΕ ΜΗ ΕΜΠΕΣΗΣ"
Ο Ηλίας Χατζηγεωργάκης δεν ήξερε τι σήμαινε "ΜΕΙΡΑΚΙΟΝ" αλλά κατάλαβε από τα συφραζόμενα ότι ο γέροντας τον προειδοποιούσε να μην πέσει μέσα στο πιθάρι.
Πώς μπορούσε να πέσει στο πιθάρι; Κατά πως έβλεπε το πιθάρι ήταν μεν μεγάλο αλλά δεν μπορούσε κανείς να πέσει μέσα!
Αλλά τι έκανε ο γέροντας στο πιθάρι;
"ΤΟΥΣ ΜΕΝ ΔΙΔΟΝΤΑΣ ΣΑΙΝΩΝ ΤΟΥΣ ΔΕ ΜΗ ΔΙΔΟΝΤΑΣ ΥΛΑΚΤΩΝ ΤΟΥΣ ΔΕ ΠΟΝΗΡΟΥΣ ΔΑΚΝΩΝ" είπε ο γέροντας
"Να με συγχωρεί η χάρη σου γέροντα μα δεν καταλαβαίνω τίποτα!" παραδέχτηκε ο Ηλίας.
"ΚΝΩΔΑΛΟΝ;"
"Κνώδαλον!" επανέλαβε ευχαριστημένος και άπλωσε το χέρι του αποφασισμένος ότι αυτό θα ήταν το όνομα του στο "εδώ". Δεν ήξερε τι σήμαινε κνώδαλον αλλά όποιον είχε συναπαντήσει τον αποκαλούσε έτσι.
ΤΑΣ ΧΕΙΡΑΣ ΕΠΙ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΕΚΤΕΙΝΕΙΝ ΜΗ ΣΥΓΚΕΚΑΜΜΕΝΟΙΣ ΤΟΙΣ ΔΑΚΤΥΛΟΙΣ" είπε ο γέροντας και άπλωσε το χέρι του με ανοικτά τα δάχτυλα και αδράχνωντας τον ώμο του Ηλία. Το χέρι του Ηλία έμεινε μετέωρο σε θέση χειραψίας, αδυνατώντας να κατανοήσει ότι και η χειραψία ήταν ένα σχετικά πρόσφατο πολιτισμικό ιδίωμα.
Καίτοι κνώδαλον, κατά γενική ομολογία, ο Ηλίας Χατζηγεωργάκης είχε ήδη καταλάβει ότι ο γέροντας ομιλούσε κάποια διάλεκτο της αρχαίας ελληνικής και πιθανά ήταν ένας από τους φιλοσόφους που τους μάθαιναν στο σχολείο. Και κάτι του θύμιζε το πιθάρι του αλλά δεν μπορούσε να το συγκεκριμενοποιήσει.
Μάζεψε το χέρι του από την θέση χειραψίας, και έδειξε με το δάκτυλο τον σαρκίο του ηλπίζοντας ότι ο ουνιβερσαλικός τρόπος επικοινωνίας θα έκανε δουλειά.
"Ηλίας" είπε.
"ΔΙΟΓΕΝΗΣ ο ΚΥΩΝ" είπε ο γέροντας.
Διογένης ο Κύων! Βέβαια! Τον θυμήθηκε! Ο Διογένης ο κυνικός έμενε σε ένα πιθάρι στην Αθήνα, ήταν αυτός για τον οποίο έλεγαν ότι είχε ανάψει ένα φανάρι ενώ ο ήλιος σκόρπιζε το φώς του και όταν το είχαν ρωτήσει γιατί το έκανε είχε απαντήσει ότι έψαχνε για ανθρώπους. Επίσης θυμόταν άλλο ένα περιστατικό με τον Αλέξανδρο που είχε σταθεί μπροστά του στο πιθάρι και τον είχε ρωτήσει τι ήθελε να του δώσει και ο Διογένης του είχε ζητήσει να απομακρυνθεί γιατί του έκρυβε τον ήλιο. Αυτά ήταν όλα κι όλα που θυμόταν γι αυτόν τον παράξενο άνθρωπο!
Αλλά μπορούσε ο Διογένης να συνδράμει στην προσπάθεια του να περάσει ένα μήνυμα στο "εκεί"; Τον κοίταξε με ελπίδα αλλά δεν πρόλαβε να αρθρώσει λέξη.
"ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΕΡΑΝΙΖΕ ΑΠΟ ΔΕ ΕΚΤΟΡΟΣ ΙΣΧΕΟ ΧΕΙΡΑΣ" είπε ο Διογένης χωρίς να ανοίξει τα μάτια
Παρότι τα μικρά φαιά κύτταρα του Ηλία Χατζηγεωργάκη δούλευαν υπερωρίες δεν κατάλαβε τίποτα! Τι δουλειά είχε ο Έκτωρας; Μήπως παρομοίαζε τον εαυτό του με τον νεκρό Έκτωρα; Μήπως τον προειδοποιούσε να μην ζητήσει τίποτα από εκείνον; Ίσως.
"Δύνασαι ίνα ρητορεύσεις εις την νέαν ελληνικήν δάσκαλε" είπε, "ίνα... δεν καταλαβαίνω τίποτα" έκανε μία προσπάθεια να μιλήσει σε όσο πιο αρχαία διάλεκτο μπορούσε.
Αυτή τη φορά άνοιξε τα μάτια του, τον κοίταξε, έδειξε τα δόντια του και μετά άρχισε να περπατάει με τα τέσσερα και να.... γαβγίζει... μάλλον χαρωπά! Ο Ηλίας ήταν απόλυτα βέβαιος ότι αν διέθετε ουρά θα την κουνούσε! Ηταν φανερό ότι τον διασκέδαζε αφάνταστα ο νεαρός ελαιοχρωματιστής!
Αυτή η παράξενη συμπεριφορά σύντομα προκάλεσε το ενδιαφέρον του Πλάτωνα, του Πρωταγόρα και έτερων φιλοσόφων, περίεργων και περαστικών.
Ο Διογένης βλέποντας τους φιλοσόφους να κινούνται προς την μεριά του απέδειξε ότι όσοι έλεγαν ότι φορούσε μόνο έναν χιτώνα έσφαλαν. Φόρεσε το πιο περιφρονητικό ύφος που είχε στην γκαρνταρόμπα του!
Ο Πρωταγόρας κοίταξε έυθυμα τον νεαρό νεοέλληνα αλλά δεν είπε τίποτε. Ο Πλάτωνας έδειξε τον Ηλία. «ΙΔΟΥ», είπε, «ΦΥΣΙ ΚΑΙ ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΠΑΡΑΣΙΤΟΥΣ ΤΡΕΦΕΙ!»
Σιγά να μην άφηνε εκείνη την μύγα στο σπαθί του. «ΟΡΩΝ ΙΑΤΡΟΥΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥΣ ΣΥΝΕΤΟΤΑΤΟΝ ΕΙΝΑΙ ΤΩΝ ΖΩΩΝ ΝΟΜΙΖΕΙΝ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ» είπε ο Διογένης και έφτυσε τον Πλάτωνα κατά πρόσωπο.
Αυτός παρότι δεν άνηκε στην σχολή των Στωικών, σκούπισε στωικά την ροχάλα.
"ΤΗ ΔΥΣΓΕΝΕΙΑΝ ΠΟΝΗΡΟΝ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΟΙΚΟΝ ΤΗ ΠΑΡΡΗΣΙΑ" είπε υπονοώντας κάτι το οποίο ο Ηλίας αδυνατούσε να αντιληφθεί.
Ο Διογένης άρπαξε το ραβδί του και έκανε πως σηκωνόταν. Οι παριστάμενοι σκιαγμένοι σκόρπισαν σε διάφορες κατευθύνσεις. Ξανακάθισε ικανοποιημένος και στράφηκε προς το μέρος του Ηλία.
«Ηλίας λοιπόν».
«Μάλιστα πάνσοφε»
«Άσε τις μαλαγανιές μειράκιον», είπε, «ξέρεις τι λέει ο Αντισθένης για τους κόλακες;» και φυσικά επειδή ο Ηλίας δεν ήξερε ούτε ποιος ήταν ο Αντισθένης πόσω μάλλον τι έλεγε απάντησε μόνος του «ΕΙΣ ΚΟΡΑΚΑΣ Η ΕΙΣ ΚΟΛΑΚΑΣ ΕΜΠΕΣΕΙΝ, ΟΙ ΜΕΝ ΓΑΡ ΝΕΚΡΟΥΣ ΟΙ ΔΕ ΖΩΝΤΑΣ ΕΣΘΙΟΥΣΙΝ».
Ο Ηλίας δεν κατάλαβε τίποτα. «Κατάλαβα δάσκαλε» είπε.
«Κόπρανα κατάλαβες!»
Σιώπησε και έκλεισε τα βλέφαρα δίνοντας την ευκαιρία στον Ηλία να τον παρατηρήσει προσεκτικά. Τα μαλλιά του, όσα είχαν απομείνει στην κεφαλή του, ήταν σγουρά και ξανθά. Φορούσε έναν ριχτό χιτώνα και από τους ώμους του κρεμόταν παραγεμισμένο ασκί. Ήταν κοντοστούπης, μετά βίας έφτανε το ένα και εξήντα και ίσως έπασχε από λανθάνουσα οστεοπόρωση.
Ο Διογένης έχωσε το χέρι του στο ασκί και έβγαλε μια χούφτα ελιές και ένα ξεροκόματο. Χωρίς να ανοίξει τα μάτια και δίχως να του προσφέρει φαγητό άρχισε να μασουλάει απολαμβάνοντας το λιτό κολατσό, φτύνωντας τα κουκούτσια στους περαστικούς που δεν τολμούσαν να διαμαρτυρηθούν.
Αφού απόφαγε με την ησυχία του, ρεύτηκε σαν αμερικάνικη διαφήμιση της Κόκα Κόλα, σκούπισε τα χέρια του στον ήδη λιγδωμένο χιτώνα, ήνοιξε τους οφθαλμούς και κοίταξε τον Ηλία με τα γαλάζια, φωτεινά μάτια του.
«Πριν μου ζητήσεις οτιδήποτε θέλω να ικετεύσεις τον αδριάντα του Περικλέους. Προετοιμάσου για το χειρότερο!»
«Ποιον αδριάντα δάσκαλε;» ρώτησε ο Ηλίας.
Του έδειξε το άγαλμα του Περικλή.
Ο Ηλίας είχε έναν συμμαθητή που τον έλεγαν Περικλή αλλά το άγαλμα δεν απεικόνιζε αυτόν. Γιατί τού ζητούσε να προσευχηθεί στον αδριάντα του Περικλέουςμ όποιος κι αν ήταν αυτός, ο Διογένης; Μήπως τον προετοίμαζε για την άρνησή του; Ίσως πάλι δοκίμαζε την καρτερία του ζητώντας του να απαιτήσει το αδιανόητο, ένα άγαλμα να του αποκριθεί και να λύσει το πρόβλημά του; Αποφάσισε να κάνει αυτό του ζήτησε και κίνησε προς τον ανδριάντα του Περικλή όπου παρέστησε ότι μιλούσε και ότι ζητούσε να του πει όσα ήθελε να μάθει και μετά, κάτω από το προσηνές βλέμμα του Διογένη και υπό τους γέλωτες αργόσχολων που παρακολουθούσαν τα τεκταινόμενα, επέστρεψε και κάθισα δίπλα του.
«Είσαι επίμονος μειράκιον!» είπε ο Διογένης.
«Μάλιστα δάσκαλε» επιβεβαίωσε ο Ηλίας.
«Ας βαδίσουμε λοιπόν» είπε ο Διογένης και σηκώθηκε με τη βοήθεια του ραβδιού του. Όπως σηκωνόταν άφησε να του ξεφύγει μία βροντερή κλανιά. Τέσσερα πιτσιρίκια που τους χλέβαζαν από ασφαλή απόσταση άρχισαν να συλλέγουν πέτρες και να τις πετούν. Προσπάθησαν να καλυφθούν.
«Θαίδη, πρόσεχε, μην πετύχεις τον πατέρα σου!» είπε απευθυνόμενος σε ένα από τα πιτσιρίκια. Και ενώ τα τρία από τα παιδιά παράτησαν τις πέτρες και έσκασαν στα γέλια ο Θαίδης κατακόκκινος από την προσβολή μάζεψε τις μεγαλύτερες πέτρες που μπορούσε να βρει και ετοιμάστηκε να τις εκσφεντονίσει. Ο Διογένης, με ταχύτητα Ολυμπιονίκη κινήθηκε προς το μέρος τους με το ραβδί του υψωμένο απειλητικά.
Τα πιτσιρίκια, συμπεριλαμβανομένου του Θαίδη, έγιναν καπνός.
«Ο Θαίδης. Καλό παιδί. Η μητέρα του είναι εταίρα!» είπε.
Προχωρούσαν αργά, οι τρεις τους, ο Ηλίας, ο Διογένης και το πιθάρι του.
«Φοβάσαι μην σου κλέψουν το πιθάρι;» απόρησε ο Ηλίας
«Φοβάμαι μη νυστάξω!» είπε ο γέρων.
«Και γιατί μένεις σε πιθάρι δάσκαλε;»
«Χαρακτηριστικό των θεών είναι ότι δεν χρειάζονται τίποτε! Γι αυτό, και όσοι τους μοιάζουν αρκούνται στα αναγκαία», είπε χωρίς να δώσει περαιτέρω εξηγήσεις. «Από ποια Ολυμπιάδα μας έρχεσαι;»
«Ολυμπιάδά ;», απόρησε ο Ηλίας. Μήπως εννοούσε τις αθλητικές Ολυμπιάδες; Η τελευταία Ολυμπιάδα που θυμόταν είχε γίνει το 1936 στο Βερολίνο λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος!
«Αποχώρησα από το "εκεί"» είπε, «το 1940 δάσκαλε».
«Τό σαράντα και εννιακόσια και μύρια;»
"Ε! Όχι το 1940!"
«Αυτό είπα και εγώ μειράκιον! Ολυμπιάδες;!!!»
«Ε; Όχι δάσκαλε! Έτη».
«Από πότε;»
«Από πότε;»
«Ναι μειράκιον, από πότε σαράντα και εννιακόσια και μύρια;»
«Από την γέννηση του Χριστού δάσκαλε;»
«Ποιος είναι πάλι αυτός ο κύων;»
Ο Ηλίας Χατζηγεωργάκης αναγκάστηκε να στρώσει και πάλι στην δουλειά τα μικρά φαιά του κύτταρα και όλως παραδόξως θυμήθηκε ότι ο Διογένης ο κυνικός έζησε την κλασική περίοδο, ήταν σύγχρονος του Πλάτωνα, του Σωκράτη στην Αθήνα του Περικλέους! Α, ο Περικλής! Συνειδητοποίησε.
«Περίπου 2.400 έτη από την εποχή σου Δάσκαλε!»
«Τετρακόσια και μύρια; Δηλαδή, μα τον Μολλοσικό κύων, εξακόσιες και βάλε Ολυμπιάδες στο μέλλον! Και πώς πέθανες;»
«Στον πόλεμο, στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο».
«Και πέθανες στην μάχη. Εύγε! Μα τον Ηρακλή, δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος! Πολεμήσατε με τους βαρβάρους λοιπόν ή τους Μακεδόνες;»
«Οι Μακεδόνες αποτελούν τμήμα της Ελλάδας δάσκαλε», εξήγησε ο Ηλίας, «πολεμήσαμε με τους Ιταλούς και έπειτα τους Γερμανούς. Σύμμαχοί μας ήταν οι Εγγλέζοι, οι Γάλλοι και οι Αμερικάνοι. Μερικοί λέγαν πως στον πόλεμο θα έμπαινε και η Ρωσία μας δεν τους πίστεψα».
«Μα την Αθηνά! Ποιες είναι αυτές οι βαρβαρικές φυλές; Καλά είπα στον στον Ξενιάδη να με θάψει με το πρόσωπο προς τα κάτω γιατί σύντομα τα κάτω θα έρθουν πάνω!».
«Ποιος είναι ο Ξενιάδης δάσκαλε;»
«Ο δούλος μου! Τον διέταξα να με αγοράσει στο σκλαβοπάζαρο της Κρήτης όπου με είχαν πάει πειρατές μετά από ένα τρισκατάρατο ταξίδι στην Αίγινα!»
«Μα, πώς είναι δυνατόν να σε αγοράσει ο δούλος σου;» απόρησε ο Ηλίας.
«Πώς μπορεί αυτός που αγοράζει ένα λιοντάρι να είναι ο αφέντης του λιονταριού; Με ρώτησαν τι ήξερα να κάνω και τους είπα ότι αυτό που ήξερα καλύτερα ήταν να διατάζω και έπειτα υπέδειξα στον Ξενίδη να με αγοράσει γιατί κατάλαβα ότι χρειαζόταν κάποιον να του δίνει εντολές! Χρειαζόταν κάποιον να δείξει στα παιδιά του πως να γίνουν ανώτερα από εκείνον. Τουλάχιστον του αναγνωρίζω αυτό: ήταν ανδράποδο μα είχε γνώση της ασημαντότητάς του. Έτσι που λες...Αχά!». Μου έδειξε έναν ξερκιανό μελαχροινό άνθρωπο που ερχόταν προς το μέρος μας «Η Αιγυπτιακή κληματόβεργα!»
«Ποιος είναι αυτός δάσκαλε;»
«Ο Ζήνων ο Κιτιεύς μειράκιον. Γαβγίζει μα δεν δαγκώνει!»
«ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ» είπε ο Ζήνων.
«Γρουμβ» απάντησε ο Διογένης αποσπώντας το μειδίαμα του Ζήνων.
«ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ» είπε ο Ζήνων και απομακρύνθηκε με ελαφρά πηδηματάκια.
«Σπιτικός σκύλος!» παρατήρησε. «Διδάσκει ότι πρέπει να κυκλοφορούμε γυμνοί αλλά πάντα είναι ντυμένος, μένει σε σπίτι, συχνάζει σε όλα τα συμπόσια και κλέβει τις ερωμένες των φίλων του! Σπουδαίο παλικάρι! Μπάφιασα με τους θεωρητικούς, μειράκιον!»
Ο Ηλίας βέβαια, ποσώς ενδιαφερόταν για όσα του αράδιαζε ο Διογένης για τους άσπονδους φίλους του φιλοσόφους και μη. Μπορούσε να τον βοηθήσει να στείλει ένα μήνυμα στο "εκεί"; Δεν ήξερε. Τι ήταν ο Διογένης, ένας κυνικός φιλόσοφος που από ό,τι είχε καταλάβει πρέσβευε την άποψη ότι ο άνθρωπος δεν χρειαζόταν τίποτα παρά μόνο τα αναγκαία για να ζήσει, λιτό φαγητό, ένα χιτώνα, και ένα... πιθάρι.
«Δάσκαλε...» είπε
«Όχι τώρα μειράκιον, η φύσις με καλεί» είπε ο Διογένης.
Ντυμένη με αραχνούφαντο φόρεμα η νέα γυναίκα πέρασε από μπροστά τους. Ήταν εκθαμβωτικά όμορφη, με καστανούς βόστρυχους, μεγάλα μάτια λυγερή κορμοστασιά. Περπατούσε με ανάλαφρα βήματα, σα νεαρό ελαφάκι. Ο Διογένης γούρλωσε τα μάτια, παράτησε το ραβδί και το πιθάρι, κάθισε ανακούρκουδα, έπιασε το εργαλείο του, που είχε κάνει έγερση, και άρχισε να αυνανίζεται. Το σπέρμα πετάχτηκε σε μια μεγάλη απόσταση και προσγειώθηκε λευκό και παχύ σε έναν θάμνο. Δύο κυρίες του μεσοπολέμου που περνούσαν από το μονοπάτι έκλεισαν τα μάτια τους επιδεικτικά και άρχισαν να τρέχουν και να κρυφογελάνε ρίχνοντας ταυτόχρονα κλεφτές ματιές στον ξεδιάντροπο γέρων!
«Δεν ντρέπεσαι καθόλου δάσκαλε;» απόρησε ο Ηλίας. που είχε κοκκινίσει για λογαριασμό του γέροντα, όταν ο Διογένης ολοκλήρωσε το έργο του και κάλυψε με τον χιτώνα τα γεννητικά του όργανα.
«Άρτεμις!», μονολόγησε ο γέρων. «Είθε να με άφηνε να ψήσω την φρατζόλα μου στον φούρνο της!» και απευθυνόμενος στον Ηλία παρατήρησε «Μακάρι και η πείνα μου να ικανοποιούνταν τόσο εύκολα».

Ο Ηλίας Χατζηγεωργάκης άρχισε να συλλογιέται την κατάσταση. Οι νεκροί ξαναζούσαν. Ένα το κρατούμενο. Ο τόπος που ζούσαν έμοιαζε με την Αθήνα όπως την θυμόταν εκείνος,,, περίπου όπως την θυμόταν. Δύο τα κρατούμενα. Ο τόπος που βρισκόταν το "εδώ" ζωοδοτούνταν, όχι ζωοδοτούνταν, εκπορεύονταν από το "εκεί". Αυτό του θύμισε κάποιες δογματικές διαμάχες μεταξύ καθολικής και ορθόδοξης εκκλησίας. Θυμόταν αμυδρά ότι κάποιο από τα δύο δόγματα υποστήριζε ότι ο πατήρ εκπορεύει αλλά δεν εκπορεύεται του Αγίου Πνεύματος ή μήπως από τον Υιό; Ποια πρακτική διαφορά έφερε αυτό στην πίστη αδυνατούσε να καταλάβει; Μολοντούτο το ζήτημα είχε εφαρμογή στην παρούσα κατάσταση, διότι ήταν βέβαιο, με βάση τα όσα είχε πληροφορηθεί, ότι οι άνθρωποι στο "εδώ" ζούσαν επειδή κάποιοι στο "εκεί" τους σκέπτονταν, συνεπώς το "εδώ" εκπορευόταν από το "εκεί". Ίσχυε άραγε και το αντίθετο; Υπήρχε κάτι το οποίο το "εδώ" προσέφερε στο "εκεί" με τη μία ή την άλλη μορφή και τι θα μπορούσε να ήταν αυτό; Η εξακρίβωση αυτής της υπόθεσης θα συνέβαλε αποφασιστικά στην πρόθεση του να στείλει ένα μήνυμα στο εκεί, διότι αν η επικοινωνία ήταν αμφίδρομη, τότε θα μπορούσε να περάσει και το μήνυμα του. Κάπου γιατί εκεί μπερδεύτηκε λίγο γιατί θυμήθηκε ότι είχε επιχειρήσει να εκλογικεύσει τον συλλογισμό του με κρατούμενα και δεν θυμόταν πόσα είχε ήδη κρατημένα; Ένα το κρατούμενο; Δύο τα κρατούμενα; Τρία τα κρατούμενα;...
Αφού συσκέφτηκε διεξοδικά το ζήτημα αποφάσισε ότι η μαθηματική προσέγγιση του ζητήματος τον μπέρδευε χειρότερα!
Πραγματικά για τον Ηλία όλοι αυτοί οι συλλογισμοί και τα προβλήματα κατανόησης και εμπέδωσης μεταφυσικών και φυσικών θεμάτων ήταν κάτι το πρωτόγνωρο. Ποτέ δεν φημιζόταν, στο "εκεί" για την πνευματική του διαύγεια. Είχε βέβαια πάει στο σχολείο, δεν ήταν και κάνας χαζός αλλά τέτοια ζητήματα όπως αυτά που αντιμετώπιζε στο "εκεί" δεν είχαν ανακύψει ποτέ στην κανονική ζωή του.
Κάποια στιγμή και λίγο πριν απελπιστεί ολοκληρωτικά θυμήθηκε ότι είχε καταλήξει στο ότι οι σκέψεις των ζωντανών κρατούσαν εν ζωή τους αποθαμμένους. Οι σκέψεις! Τί είναι όμως οι σκέψεις;, αναρωτήθηκε εύλογα.
Πνεύμα; Τι είναι το πνεύμα; Και πώς γίνεται το πνεύμα να έχει τέτοια αποτελέσματα. Ασυναίσθητα έπιασε το χέρι του και έπειτα ζούληξε το πρόσωπό του μέχρι που πόνεσε για να βεβαιωθεί ότι έφερε σαρκίο. Αλλόκοτο, σκέφτηκε, έχω σώμα, είμαι ύλη αλλά πώς γίνεται το πνεύμα του "εκεί", οι σκέψεις τους, να γεννά ύλη στο "εδώ"; Εμάς!, κατέληξε.
Ο Ηλιάς Χατζηγεωργάκης ένιωθε πολύ αλλόκοτα από τότε που είχε αναστήθει. Ποτέ άλλοτε δεν είχε χρειαστεί να κάνει τόσους συσχετισμούς. Ένιωθε κουρασμένος, μπερδεμένος και κυρίως, απογοητευμένος. Και ενώ ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει την "μάχη"...
«Κάτι ήθελες να με ρωτήσεις μειράκιον;» είπε αναπάντεχα ο Διογένης ο Κύνας.
Ο Ηλίας, ανοιγόκλεισε τα μάτια του για να αποκτήσει επαφή με την τρέχουσα πραγματικότητα στην οποία συμπεριλαμβανόταν ένας ρακένδυτος γέρος φιλόσοφος με έκθετο πέος.
«Δάσκαλε, μού καταμαρτύρησαν ότι εδώ είναι ένα μέρος που πάνε οι άνθρωποι σαν πεθαίνουν, πως βρισκόμαστε εδώ γιατί κάποιοι “εκεί” μας σκέπτονται. Πώς γίνεται όμως να μας σκέπτονται κάποιοι και να ανασταινόμαστε ενώ μόλις παύουν να μας συλλογιόνται να διαβαίνουμε το επέκεινα;»
«Να ανασταινόμαστε μειράκιον; Και τί είμαστε τάχα, αναστενάρηδες; Άκου να ανασταινόμαστε! Δεν έχεις προσέξει ότι “εδώ”, όπως το ονοματίζεις του λόγου σου, βρίσκονται και κάποιοι που δεν υπήρχαν ποτέ “εκεί”; Πώς ανασταίνεται η αφεντιά τους μειράκιον;»
Πράγματι! Και ο Ηλίας Χατζηγεωργάκης είχε παρατηρήσει αυτή την παραμέτρο αλλά είχε προτιμήσει να την αγνοήσει. Ήταν βέβαια ήδη αρκετά μπερδεμένος και η τροπή αυτή σίγουρα θα τού προσέφερε επιπλέον πονοκεφάλους μα δεν μπορούσε να παραβλέψει τα γεγονότα και τα γεγονότα υποδήλωναν ότι έπρεπε να συμπεριλάβει στην εξίσωση την ύπαρξη μυθολογικών χαρακτήρων στο “εδώ”. Κοντολογίς, πώς ήταν δυνατόν να συνυπάρχουν απλοί άνθρωποι, διάσημότητες και θεοί της ελληνικής μυθολογίας και άλλων μυθολογιών, θρησκευτικών και μη όπως και ορισμένοι χαρακτήρες για τους οποίους είχε την υπόνοια ή την εντύπωση ότι αποτελούσαν μυθοστορηματικούς χαρακτήρες. Τί σήμαινε αυτό; Αν οι σκέψεις του "εκεί" δημιουργούσαν υλικές υποστάσεις στο "εδώ" εκ του μη-όντως τότε πόσο μετέβαλλε αυτό την θεωρία που είχε αρχίσει να σχηματοποιεί με την αμείλιτκη εκμετάλλευση των μικρών φαιών κυττάρων του; Βεβαίως, αν το καλοσκεφτόταν κανείς, ένας νεκρός του οποίου η υλική υπόσταση καταναλώνεται από τα σκουλήκια δεν είχε και μεγάλη διαφορά από κάποιον ο οποίος υπήρξε μόνο στην φαντασία κάποιου συγγραφέα ή θεολόγου ή ότι άλλο. Η συλλογιστική αυτή απείχε παρασσάγγες από τις νοητικές ικανότητες του Ηλία Χατζηκυριακάκη και τον οδηγούσε σε νοητικές σφαίρες τις οποίες πέραν της αντιλήψεώς του.
«Βλέπω μειράκιον ότι δυσκολεύεσαι να εμπεδώσεις όλες τις συνιστώσες. Θα προσπαθήσω να στο απλοποιήσω. πάρε χαρτί και μολύβο από το κιόσκι. Τι με κοιτάς μειράκιον; Αμόλα!»
Υπάκοα ο Ηλίας πήρε χαρτί και μολύβι από ένα περίπτερο και τα έδωσε στο γέροντα.
«Φοβερή εφέυρεση το χαρτί» θαύμασε ο Διογένης και σημείωσε
ΕΚΕΙ - Σκέψεις (πνεύμα) -(μετατρέπονται στο) ΕΔΩ (ως) Ύλη (όντα που υπήρχαν στο "Εκεί" ως υλικές υποστάσεις και όντα που υπήρχαν στο Εκεί ως σκέψεις)
«Μέχρι εδώ καλά;» ρώτησε τον Ηλία αλλά δεν πήρε απάντηση. «Το ερώτημα είναι αν σκέψεις ή, ακόμα καλύτερα, οι υλικές υποστάσεις του "εδώ" μπορούν να επαναπατριστούν στο "εκεί" με κάποιο τρόπο δηλαδή αν η επικοινωνία μεταξύ των δύο κόσμων είναι αμφίδρομη. Απλούστερα, αν η σύνδεση μεταξύ των περιοχών του διαγράμματος γίνεται με μονή η διπλή συνεπαγωγή;»
»Και τι συμβαίνει όταν οι σκέψεις περί τινός διακόπτονταν στο "εκεί", όταν μία περσόνα του "εδώ" εξαφανίζεται παντελώς είτε για να διαβεί οριστικά το επέκεινα είτε μέχρι να επανυλοποιηθεί ζωοδοτούμενη από τις σκέψεις των “άλλων”; Τούτο δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι συγκεκριμένες σκέψεις συγκεκριμένων ατόμων στο "εκεί συντηρούν τις περσόνες του εδώ, δεν πρόκειται δηλαδή για μια συνολική, κοινοτική ανταλλαγή, όπου το πνεύμα του "εκεί" συντηρεί συνολικά το "εδώ" αλλά για μια πιο ιδιαίτερη συσχέτιση μεταξύ σκέψεων του "εκεί" και ατόμων στο "εδώ".. Μας σκέπτονται, άρα υπάρχουμε! Και ανακύπτει το εξής ερώτημα. Οι κάτοικοι του "εκεί" υπάρχουν αφ' εαυτού;».

Ο Ηλίας Χατζηγεωργάκης κουδούνισε το κεφάλι του αλλά τούτο δεν συνεπικούρησε διόλου στην διαδικασία ανάλυσης των λεγομένων του Διογένη. Πασχίζοντας με όλο το πνευματικό του οπλοστάσιο και εξαναγκάζοντας τα μικρά φαιά του κύτταρα να δώσουν τις τελευταίες ικμάδες των δυνάμεων τους συνέχισε να ακούει τον συλλογισμό του Διογένη.

» Ας υποθέσουμε, μειράκιον, ότι κάποιος που διαδραματίζει ζωτικό η επουσιώδη ρόλο στην ζωή άλλων ανθρώπων, οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου, ένας απομονωμένο και αυτάρκες υποκείμενο! Αυτός ο άνθρωπος είναι άραγε υπαρκτός, εφόσον δεν μπαίνει σε διαντίδραση με έτερα υποκείμενα και είναι λησμονημένος ακόμα κι από αυτούς που τον δημιούργησαν; Αν όχι», κατέληξε, «οι άνθρωποι δεν υπάρχουν τεκμαρτά».

Ήταν πλέον απόλυτα σαφές ότι ο λογισμός του Διογένη του Κύων οδηγούσε τον Ηλία Χατζηκυριακάκη σε ατραπούς σκέψης που βρίσκονταν σε αναντιστοιχία με το πνευματικό του βεληνεκές!

Απτόητος ο αρχαίος φιλόσοφος συνέχισε. «Για παράδειγμα, αν κάτι υπάρχει μόνο όταν εξανθρωπίζεται το μη εξανθρωπισμένο υπάρχει η στερείται νοήματος και άρα υπάρξεως; Μήπως τελικά ο άνθρωπος κατασκευάζει με το μυαλό του τον κόσμο, είναι δηλαδή, ο κόσμος, αποκύημα της σκέψεως και άρα της φαντασίας του ανθρώπου; Και αν τούτα ισχύουν και ο κόσμος τούτος, το "εδώ" εκπηγάζει της φαντασίας των ανθρώπων και ομοίως το "εκεί" εκπηγάζει εξίσου της φαντασίας των ανθρώπων ποια είναι η διαφορά μεταξύ του “εδώ” και του “εκεί”; Γιατί το "εκεί" υπήρξε γεννεσιουργό του "εδώ" και ουχί το αντίθετο. Τι εξέλιπε από το "εδώ" για να καταστεί ισοδύναμο ή και αυτοδύναμο του "εκεί";»
»Αυτό που, εν κατακλείδι, πρέπει να αναρωτηθείς μειράκιον είναι το εξής: είναι η ιδέα του ετερόφωτου που δημιουργεί υπαρξιακή εξάρτηση ή υπάρχει όντως φυσική υπεροχή του ενός κόσμου έναντι του άλλου;
Αυτή η διατύπωση δεν περιλαμβανόταν στο μενού του λεξιλόγιου του Ηλία Χατζηγεωργάκη αλλά θα μπορούσε, αν συνόψιζε και σύμπτυσε ορθά μία σειρά από δυσνόητες περιφράσεις που διέτρεχαν εγκαρσίως τον εγκέφαλο του. Πλην όμως, τα μικρά φαιά κύτταρα του ελαιοχρωματιστή από τον Βοτανικό είχαν πέσει για ύπνο. Επιπρόσθετα είχαν σβήσει και την τηλεόραση.
«Γέροντα», είπε, «μήπως είσαι κομμουνιστής;»
«Αισθάνομαι ότι μπορώ να γαβγίσω τώρα, μειράκιον» είπε ο Διογένης ο Κύνας και δίχως να περιμένει την άδεια του Ηλία Χατζηγεωργάκη έπεσε στα τέσσερα και πήρε στο κατόπι δύο τρομοκρατημένα παιδιά αλυχτώντας τρομακτικά.

Ο Ηλίας Χατζηγεωργάκης αφού δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τα όσα τραγελαφικά έλεγε ο γέρων, έβαλε τα γέλια με όσα τραγελαφικά έκανε ο Διογένης. Και συνέχισε να γελάει ακόμα και όταν χάθηκε από τα μάτια του κυνηγώντας τα πιτσιρίκια. Σύντομα τα φωνές του Διογένη ακούστηκαν και πάλι. αυτή τη φορά έτρεχε στα δύο πόδια και δεν κυνηγούσε παιδιά. Ο λιτός χιτώνας του ήταν ανασηκωμένος και φαλλός του διογκωμένος, και κόκκινος. Έμπροσθεν αυτού έτρεχαν δύο μαύρες φιγούρες με στρατιωτικές αρβύλες, πανταλόνια και βυζιά! «Γερμανίδες σουφραζέτες στην Αθήνα!» αναφώνησε έκπληκτος ο Ηλίας.
Ο γέροντας οδήγησε τις κοπέλες προς τον Ηλία και εκείνες μην έχοντας πως να διαφύγουν του καυλοπυρρέσων γέροντα κρύφτηκαν πίσω από τον νεαρό ελαιοχρωματιστή.
«Είναι τρελός ο κωλόγερος!» είπε η μία και τον έδειξε. Το χέρι της ήταν γεμάτο δακτυλίδια και βραχιόλια λογιώ λογιώ!
Α! Δεν είναι Γερμανίδες!
«Σώσε μας!» είπε η άλλη και βρήκε καταφύγιο πίσω από την πλάτη του Ηλία.
«Είναι καλλικατζάρισσες!» είπε ο Διογένης.
«Μείνε μακρύα κωλόγερε γιατί θα σου καρφώσω την παραμάνα στο μάτι!» είπε η πρώτη και έβγαλε μια παραμάνα από το μάγουλο της!
ο Ηλίας Χατζηγεωργάκης πρόσεξε ότι κοπέλα που απειλούσε τον γέροντα είχε ακόμα δύο παραμάνες περασμένες στο στόμα και σκουλαρίκια σε σημεία που δεν φανταζόταν ότι θα έβλεπε ποτέ. Και ο συγγραφέας τολμά να παρατηρήσει ότι ο δύστυχος Ηλίας δεν είχε την πλήρη εικόνα! «Bitch!» αγρίεψε ο Διογένης και η δεύτερη κοπέλα κόλησε τα στήθη της στην πλάτη του Ηλία.
Το άγγιγμά της έκανε τον νεαρό ελαιοχρωματιστή να αισθάνεται παράξενα.
«Δάσκαλε! Σε παρακαλώ!» είπε ο παρακλητικά.
Ο Διογένης έβαλε τα γέλια. «Εντάξει μειράκιον, αστείζομαι, δεν είναι καλλικατζάρισσες» είπε και σωριάστηκε στο χώμα. «Τι είναι όμως;» αναρωτήθηκε ρητορικά ενόσω προσπαθούσε να ανακτήσει την ανάσα του.
Ο Ηλίας ένιωσε ότι η δεύτερη κοπέλα είχε ξεκολήσει το σώμα της από πάνω του. Είχε την παρόρμηση να ζητήσει από τον Διογένη να τους ξαναορμήσει για να την έχει κολημένη πάνω του αλλά ήρθε στα συγκαλά του.
«Λέγομαι Ηλίας» είπε. «Απεβίωσα το 1940».
«Ρε, μια χαρά φαίνεται για την ηλικία του!» είπε η κοπέλα με τα σκουλαρίκια απευθυνόμενη στην δεύτερη κοπέλα. Ο Ηλίας τής έριξε μια κλεφτή ματιά και η καρδιά του πετάρισε.
«Μαρία» είπε με βαριά φωνή η κοπέλα με τα σκουλαρίκια και άπλωσε το χέρι της και ο Ηλίας έκανε μια κίνηση να το φιλήσει. «Να λείπει το βύσσινο!" είπε η Μαρία. «1940 ε; Μπλιαχ!»
«Ορίστε; Ποιο βύσσινο;» απόρησε ο Ηλίας Χατζηγεωργάκης.
«Άστο μεγάλε...»
«Να σου πω καλέ», είπε η δεύτερη κοπέλα, «πώς το είπες αυτό; Απεβίωσες το 1940;»
«Ψααααααρούκλες μειράκιον», αναφώνησε ο Διογένης ο Κύων.
«Το ονοματάκι σας δεσποινίς;» τόλμησε να ρωτήσει ο Ηλίας. όχι χωρίς να κοκκινίσει από έξαψη.
«Μαρίνα καλέ».
«Χάρηκα ανυπερθέτως! Ηλίας» είπε ο Ηλίας και της φίλησε το χέρι. Η Μαρίνα τον άφησε.
«Είχα μια σόμπα που την έλεγαν Μαρίνα» είπε ο Διογένης.
«Είναι τρελός ο πορνόγερος;» ρώτησε ρητορικά η Μαρία.
Τι εννοούσατ... εννοούσες λοιπόν Ηλία;» επέμεινε ο Μαρίνα
«Ψαρούκλεεεεεεςςςς!!!!»
«Να, ξέρετε βέβαια πως είμαστε νεκροί...»
«Νεκροί; Τι λες καλέ;»
«Νεκρή να πεις τη μάνα σου παλιόπουστα! Αδελφάρα του κερατά! Κωλόμπατσε!!!» πρόσθεσε η Μαρία
«ΤΗΔΥΣΓΕΝΕΙΑΝΠΟΝΗΡΟΝΕΙΝΑΙΣΥΝΟΙΚΟΝΤΗΠΑΡΡΗΣΙΑ» είπε ο Διογένης ο Κύνας
«Τί είπε ο πορνόγερος;»

«Καλέ Μαρία. Πλάκα μας κάνουν, δεν βλέπεις πως είναι ντυμένοι! Ορίστε, το μαντέψαμε, πες μου τώρα, ποιος σας έβαλε να μας κάνετε πλάκα; Ο Σάκης; Όχι; Ο Κώστας; Ο Ανάργυρος; Έλα καλέ, πες μου...»
«Τι είναι η πλάκα;» ψέλισσε ο Ηλίας.
«Ορίστε! Στο είπα καλέ, αστείο ήταν» είπε η Μαρίνα στην Μαρία
Επιτέλους ο Ηλίας Χατζηγεωργάκης κατάλαβε. «Φοβούμαι ότι δεν αστείζομαι! Ποιο είναι το τελευταίο πράγμα που θυμάστε;»
«Ε! Ήμασταν στα Εξάρχεια...»
«Ναι ρε! Και βρίζαμε εκείνον τον μπάτσο!»
«Και μετά το καρακόλι τράβηξε κουμπούρι και αρχίσαμε να τρέχουμε προς την Ακαδημίας...»
«Ωχ! Μαρία!» αναφώνησε η Μαρίνα.
«Τί είναι ρε μαλάκα;»
«Μετά σε πυροβόλησε. Σε είδα να πέφτεις και έτρεξα προς το μέρος σου... Και μετά... δεν θυμάμαι τίποτα! Είμαστε νεκρές!»
«Γαμώ τη καταδίκη μου! Και εδώ είναι η κόλαση!» συμπλήρωσε η Μαρία
«Όχι! Όχι!» είπε ο Ηλίας. «Εδώ είναι το “εδώ”».


Σημειώσεις:
Οι αρχαίοι έλληνες γνώριζαν ότι ένα έτος διαρκεί 365 και ¼ ημέρες. Μέτραγαν τον χρόνο διαφορετικά από πόλη σε πόλη αλλά γενικά χώριζαν ένα έτος σε 12 σεληνιακούς μήνες (στην Αττική οι μήνες αυτοί ήταν: Εκατομβαιών 30, Μεταγειτνιών 29, Βοηδρομιών 30, Πυανεψιών 29 Μαιμακτηριών 30, Ποσειδαιών 29, Γαμηλιών 30, Ανθεστηριών 29, Ελαφηβολιών 30, Μουνυχιών 29, Θαργηλιών 30, Σκιροφοριών 29) οποίοι διαρκούσαν 30 και 29 ημέρες διαδοχικά ακολουθώντας την σεληνιακή ακολουθία με εκκίνηση την 16η Ιουλίου. Κάθε τρίτο, πέμπτο και όγδοο έτος προσέθεταν έναν επιπλέον μήνα για να αντιπαρέλθουν το έλλειμα των 90 ημερών που προέκυπτε από τους σεληνιακούς μήνες ανά οκταετία συμπληρώνοντας μία πλήρη οκτωχρονιά (εννεαετηρίς). Ο εμβόλιμος μήν ονομαζόταν Ποσειδαιών ύστερος (30) και τοποτετούνταν μετά τον Ποσειδαιών.
Η γενική χρονολόγηση με βάση τους Ολυμπιακούς έγινε αρχικά στην Ηλεία και επεκτάθηκε σε όλη την Ελλάδα. Ως γνωστό οι Ολυμπιακοί αγώνες ιδρύθηκαν από τον Ηρακλή αλλά η πρώτη γνωστή καταχώρηση τους, από τον σοφιστή Ιππία τον Ήλειο, έγινε μόλις τον πέμπτο αιώνα π.Χ. και αφορούσε την Ολυμπιάδα του 776π.Χ. Από εκείνη, την πρώτη καταγεγραμμένη Ολυμπιάδα άρχισε η πιο γνωστή χρονομετρική μέθοδος της αρχαίας Ελλάδας.


«Μετά σε πυροβόλησε. Σε είδα να πέφτεις και έτρεξα προς το μέρος σου... Και μετά... δεν θυμάμαι τίποτα! Είμαστε νεκρές!»
«Γαμώ τη καταδίκη μου! Και εδώ είναι η κόλαση!» συμπλήρωσε η Μαρία
«Όχι! Όχι!» είπε ο Ηλίας. «Εδώ είναι το “εδώ”».

0 Comments:

Post a Comment