Δευτέρα, Μαρτίου 29, 2010
γψφγφγφυθευνηργξ,υδτκξυλβηχψγργ,βμφγ
ΟΚ.
Γράφει!
Βρίσκομαι στο μάλλον-πιο-παρακμιακό-κωλόμπαρο-αυτής-της-πόλης. Δεύτερος όροφος παλιού νεοκλασικού με θέα τα μπουρδέλα. Καλή φάση. Κάθομαι στο μπαρ, πίνω comfort μπόμπα και μασουλάω φιστίκια. Σ’ ένα τραπέζι παραδίπλα δυο μελαμψοί τύποι με περίστροφα περασμένα στη μέση τους και ξινισμένες σκατόφατσες παίζουν ιπποποταμάκια. Οι φωνές τους μου σπάνε τα παπάρια και τους λέω να σκάσουν. Ο ψηλός με αγριοκοιτάζει, μουρμουρίζει κάτι που δεν ακούω και τραβάει το όπλο του. Έγω τότε πετάγομαι στον αέρα σαν εκείνον το μαλάκα στο Μάτριξ και του γαμάω τις κουτάλες πριν καλά καλά καταλάβει τι έγινε. Ξύνω τ’ αρχίδια μου και συνεχίζω το ποτό μου.
Κάποια φάση χαιρετάω μια καθηγήτρια μου απ’ το γυμνάσιο που κάθεται σε μια γωνιά και τρώει μια κρέπα μερέντα μπανάνα.Ύστερα πλησιάζει ο Γκούφυ χορεύοντας σάμπα, λέει ένα γεια και ψαχουλεύει τα φιστίκια μου. Τρώει ένα, τα μάτια του βγάζουν μπλε φωτιές και πετάει απ’ το παράθυρο. Μετά ανεβαίνει, τσιμπάει 100 ευρώ από ένα κουρούμπελο και του λέει να κάνει το ίδιο. Εκείνος πηδάει, τσακίζεται και τα μυαλά του απλώνονται στο δρόμο. Γαμώ τις πλάκες.
Κι ενώ έχουμε κλάσει στο γέλιο σκάει μύτη ο τελειότερος κώλος που είδαν ποτέ ανθρώπινα μάτια. Το στυλ της γκόμενας που σε κάνει να χύσεις στα βρακιά σου. Κάθεται δίπλα. Μου συστήνεται σαν Κάθυ και την κερνάω ένα chivas. Μετά την πηγαίνω σπίτι και γαμιόμαστε. Αφου τελειώσω κάνω τσιγάρο και την πέφτω.
Μετά ξυπνάω κι έξω χιονίζει. Κι είναι σαν να πέφτουν κουραμπιέδες απ’ τον ουρανό.
Πρέπει να είσαι πολύ μαλάκας για να ξυπνάς κάθε Σάββατο πρωί στις 6.30 να δεις κινούμενα σχέδια. Τι να κάνω; Είμαι πωρωμένος με τα Looney Toons. Ειδικά με το Κογιότ. Αν και διαφωνώ με την όλη του φιλοσοφία.
Να εξηγηθώ καλύτερα. Το Κογιότ κυνηγά τον Μπιπ-Μπιπ. Γνωστό αυτό, ωραία; Και κάθε φορά λίγο πριν τον φτάσει κάτι γίνεται. Ένα αμόνι, ένα χρηματοκιβώτιο, τέλος πάντων οτιδήποτε ACME πέφτει στο κεφάλι του. Κι αυτός συνεχίζει να τον κυνηγάει κι ας είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα φάει τα μούτρα του. Μαλακία δεν είναι; Εσύ θα το ‘κανες;
Θα προτιμούσα σε ένα επεισόδιο το Κογιότ να σταματήσει σε ένα εστιατόριο, να χτυπήσει πέντε έξι σουβλάκια, να την πέσει στην γκαρσόνα, να την βγάλει για σινεμά-ποτό-κρεβάτι και να αφήσει τον Μπιπ-Μπιπ μαλάκα. Και μετά ο Μπιπ-Μπιπ να πάθει κατάθλιψη και να το ρίξει στα Προζάκ.
Μόλις βγει ο Πόρκι και πει «That’s all, folks» πάω και κάνω καφέ. Γαλλικό με δυο κουταλιές ζάχαρη κι ένα γαλατάκι. Οι άλλοι καφέδες με πειράζουν πια το στομάχι. Ανάβω τσιγάρο και κοιτάζω από το παράθυρο. Είναι μια ηλίθια μέρα όχι γιατί χιονίζει αλλά γιατί είναι άνοιξη κι έχει χιόνι ενώ αυτό θα έπρεπε να λιώνει πάνω στα βουνά. Τέλος πάντων, αφού είναι έτσι λέω να αράξω να δω παπαριές στην τηλεόραση και να περιμένω τον Άι-Βασίλη. Μια και δεν ήρθε τα Χριστούγεννα ίσως έρθει τώρα.
Κάθομαι εκεί όλη την μέρα. Δεν έχω καμινάδα. Αν έρθει ο Άγιος ας χτυπήσει την πόρτα. Πίπες. Ο μόνος που χτυπάει την πόρτα είναι ο Πιτσαδώρος. Μου φέρνει μια πίτσα μπέικον-μανιτάρια-σαλάμι αέρος. Ό, τι του ζητάω σε ένα τέταρτο το χει φέρει. Θα πρεπε να χαμε τον Άι-Πιτσαδώρο όχι τον άλλο το μαλάκα. Προβληματίζομαι. Φοβάμαι. Φοβάμαι πως αν μείνει από δουλειά ο Άι-Βασίλης και γίνει πιτσαδόρος στη θέση του Πιτσαδώρου, τότε τη γάμησα.
Ο Πιτσαδώρος είναι ένα από τα τρία πρόσωπα που μου έχουν δώσει πραγματική χαρά.Τα άλλα δύο είναι ο Βέγγος και ο Δεξεροτάβλης. O Δεξεροτάβλης ήταν συμμαθητής μου στο λύκειο. Φορούσε σιδεράκια κι ήταν χοντρός. Έτρωγε τα πάντα εκτός από μπάμιες και ινδοκάρυδο. Δεν θυμάμαι αν ποτέ τον φώναξα με το πραγματικό του όνομα. Δεξεροτάβλη τον λέγαμε γιατί στο τάβλι δεν μπορούσε να σταυρώσει παιχνίδι. Από ένα σημείο και μετά δεν είχε νόημα να παίζεις μαζί του. Σαν να κλέβεις εκκλησία ήταν. Κι αντί να κερνάει τους καφέδες που έχανε στα στοιχήματα, μας έβριζε λες και φταίγαμε εμείς που ήταν μαλάκας.
Μέσα στη μαλακία που τον έδερνε ήταν όμως σοφός. Λίγο. Τουλάχιστον εγώ έτσι το έβλεπα. Θυμάμαι ένα καλοκαίρι που είμασταν αραχτοί και το κωλοβαρούσαμε. Ανακάτεβα αργά με το καλαμάκι το φραπέ μου. Εκείνος έκανε μπουρμπουλήθρες. Κάποια φάση γύρισε και μου πε: «Ρε μαλάκα, τι κάνουμε; Τρομπάρουμε όλη μέρα. Τρώμε, χέζουμε, κοιμόμαστε. Αργοπεθαίνουμε και δεν το παίρνουμε χαμπάρι».
«Έχει κι αυτό τη φάση του, είπα τότε λυμένος στα γέλια».
Τώρα δεν ξέρω. Τώρα κάθομαι όλη μέρα και περιμένω κάτι που δεν ξέρω αν θα ‘ρθει κι ούτε καν τι ακριβώς είναι. Και δεν βρίσκω ούτε λίγη πλάκα σ’ αυτό. Ρεύομαι και η γεύση του μπέικον ξανανεβαίνει στο στόμα μου. Η φιλοσοφία σε μελαγχολεί και σου γαμά το στομάχι.
Το κουδούνι χτυπάει κι εγώ λέω πως είναι η γυναίκα των ονείρων μου που θα με κάνει να νιώσω λίγο καλά. Πούτσες. Είναι ο μαλακοκαύλης ο Διαχειριστής και μου ζητάει 23 ευρώ και 58 λεπτά για ένα ασανσέρ που ποτέ δεν χρησιμοποιώ και για δυο θείες που σφουγγαρίζουν τις σκάλες μια φορά το τρίμηνο παίρνω στο κρανίο. Εσύ δε θα τα ’παιρνες; Και θέλω να του πω «Κάτσε ρε μουνί, δεν έχουμε φράγκα για τσιγάρα, ψάχνουμε με το ζόρι τα ψιλά να παραγγείλουμε μια πίτσα, δεν έχουμε γκόμενα και τέλος πάντων άει γαμήσου γιατί ξύπνησα σκατά από το πρωί και χιόνιζε και δεν ήρθε ο Άη-Βασίλης και έσυ δεν είσαι κανά καλό μουνάκι αλλά ένας μαλακοκαύλης.» Αλλά λέω μόνο «καλά» γιατί βαριέμαι. Κατί μου λέει το αρχίδι να περάσω απ’ το διαμέρισμά του ν’ αφήσω τα λεφτά, ξαναλέω «καλά» και φεύγει. Ο μαλάκας...
Ο κόσμος τελικά έχει γεμίσει μαλάκες. Για την ακρίβεια όλοι είναι μαλάκες εκτός από μένα. Και τον Πιτσαδώρο. Και τον Βέγγo. Είμαι τσατισμένος και κατεβάζω χριστοπαναγίες. Αυτή η μέρα ήταν εντελώς γαμημένη. Όχι ότι η χθεσινή ή η προχθεσινή ή όλες οι άλλες δεν ήταν αλλά να σήμερα χιόνιζε. Έχω και την κωλοκαούρα στο στομάχι και φταρνίζομαι. Ακόμα κι η τσόντα που βλέπω είναι σκατά και λέω να κοιμηθώ. Αύριο μπορεί η μέρα να ’ναι λίγο λιγότερο σκατά. Κουκουλώνομαι με το πάπλωμα και ξαναφταρνίζομαι.
Είμαι η μύγα που ακουμπάει τα σκατά.
Είμαι η μύγα που περπατά στο ταβάνι.
Είμαι σε μια μυστική βάση κάπου στη Βόρεια Κορέα. Φοράω μαύρη κολλητή στολή με ένα ασημένιο καυλί στο στήθος. Το όνομα μου είναι Πούτσαμαν και είμαι σούπερ ήρωας. Σκοπός μου είναι να δολοφονήσω τον αρχηγό μιας σατανικής οργάνωσης με το κωδικό όνομα Διαχειριστής. Τον εντοπίζω στις τουαλέτες και τον γρονθοκοπώ μέχρι θανάτου. Το αίμα του κυλάει στη χέστρα σαν αλικό ποτάμι. To κοιτάω και καυλώνω. Χάνομαι σ’ έναν ωκεανό ηδονής μα το αίσθημα μιας κάνης στα πλευρά μου με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Γυρίζω αργά και βλέπω τον Άη-Βασίλη να μου χαμογελάει. Κι ενώ είναι έτοιμος να με στείλει στον τάφο μ’ ένα καλάζνικοφ, εμφανίζεται μέσα από καπνούς ο Θου-Βου σαν από μηχανής θεός και του πετάει τον σουγιά τον θαυματουργό στο μάτι. Ο Άη-Βασίλης σωριάζεται νεκρός , ξεφουσκώνει κι εμείς πηγαίνουμε μπουρδελότσαρκα. Ο Θου-Βου διαλέγει μια μαύρη κι εγώ μια γιαπωνέζα. Τις γαμάμε και την κάνουμε για τζίσμπεργκερ και φουντούνια. Μετά χτυπάει το τηλέφωνο.
Το σηκώνω.
«Ναι;»
«Καλημέρα. Μήπως σας ξύπνησα;»
Είναι η πιο αισθησιακή φωνή που έχω ακούσει. Θα ‘ναι το γκομενάκι με κόζαρε σ’ ένα μπαρ προχθές. Πού βρήκε το τηλέφωνό μου η πουτάνα; «Όχι, εντάξει».
«Κάνουμε μια έρευνα για...»
Το κλείνω. Έρευνες και μαλακίες. Δε γαμιόμαστε να ασπρίσουμε;
Θέλω τσιγάρα. Κατεβαίνω στο ψιλικατζίδικο. Συνήθως κάνω PRINCE αλλά όταν πάω στο ψιλικτζίδικο παίρνω πάντα LUCKY STRIKE μαλακό γιατί είναι πίσω χαμηλά κι η ψιλικατζού σκύβει να μου το δώσει κι εγώ πέρνω μάτι τον κώλο της. Έχει ένα ωραίο, τουρλωτό κωλαράκι έτοιμο για τσίμπημα.. Σήμερα, τη φάρα μου, μου δεν είναι εκεί, οπότε παίρνω PRINCE και μια εφημερίδα και πληρώνω τον καργιόλη αδερφό της.
Ανεβαίνω σπίτι, κάνω ένα καφεδάκι, παίρνω την εφημερίδα και μπαίνω για χέσιμο. Λένε ότι οι καλύτερες ιδέες σου ‘ρχονται στο χέσιμο. Εμένα πάλι δεν μου ‘ρχεται τίποτα. Τελειώνω και ανοίγω το ράδιο. Πετυχαίνω Leonard Cohen σε μια κλαψομουνιά που δεν ξέρω πώς την λένε. Κάτι με «miracle». Τι μαλακίες είναι αυτές πρωινιάτικα! Το αλλάζω. Παντού πίπες. Είναι συνομωσία για να γαμάνε τις μέρες του κόσμου κι ύστερα όλοι να γίνονται πρεζάκια.
Κάνω ένα τσιγάρο κι ανοίγω την τηλεόραση.
Έχει ένα πρωινάδικο με μερικά καλά μοντέλα. Το αφήνω λίγο εκεί. Μια από αυτές μοιάζει στη Βούλα. Η Βούλα. Μεγάλος έρωτας. Αγάπη, στεναχώρια.. Αυτά παν μαζί σχεδόν πάντα Τέλος πάντων. Έφυγε κι είναι ήσυχα τώρα. Αλλάζω κανάλι και πετυχαίνω έναν αστρολόγο που μάλλον τον παίρνει από πίσω. Του έχει τηλεφωνήσει μια θεία και της λέει πίπες.
Κλικ.
Ένα παιδάκι κατουράει.
Κλικ.
Ο Τσάκωνας παπάς σε βιντεοταινία του ‘80.
Κλικ.
Ένα σαλαμάκι.
Κλικ.
Ένας παπάρας μαγειρεύει αρχίδια κόκορα με ρύζι.
Κλικ.
Ο Δεξεροτάβλης.
Στάκα!
Ρε το μουνί. Είχα να τον δω πέντε χρόνια και τώρα τον βλέπω να μιλάει σε μια ξανθιά για τα παιδικά του τραύματα. Λέει ότι τον βίασε παλιά ένας κουμπάρος του ή κάτι τέτοιο και τώρα δεν μπορεί να εκσπερματώσει. Έχει βγάλει τα σιδεράκια αλλά είναι ακόμα χοντρός. Παίρνω τηλέφωνο στην εκπομπή να παρέμβω. Τα αρχίδια με βάζουν στην αναμονή και ακούω μισό δίσκο κλασσική μουσική.
Κοντεύω να ξεράσω όταν τελικά με βγάζουν στον αέρα. Τους λέω ότι ήμουν συμμαθητής του κι ότι γενικά φερόταν πολύ μαλακομπουκωμένα και πως πάντα πίστευα πως υπήρχε επιστημονικός λόγος γι’ αυτό. Ο Δεξεροτάβλης με καταλαβαίνει κι αρχίζουμε να βριζόμοστε για πλάκα όπως στο σχολείο. Τότε ήταν κατά κάποιο τρόπο μια άσκηση ετοιμολογίας. Έχανε όποιος δεν μπορούσε να απαντήσει στη βρισιά του αλλουνού. Ήμασταν καλοί αλλά δεν φτάσαμε ποτέ στο επίπεδο του Ανανία.
Aνανίας: Είμασταν μαζί στη σχολή. Σε μια ερώτηση καθηγητή για μια εργασία απάντησε: «Και πού θέλετε να ξέρω, κύριε; Να μυρίσω το καβλί μου;». Στο πανεπιστήμιο ακόμα το θυμούνται. Αν ποτέ γράψω ένα επιστημονικό εγχειρίδιο με τίτλο «Οι Σωστές Απαντήσεις Σε Οποιαδήποτε Ερώτηση» το «Πού θέλετε να ξέρω; Να μυρίσω το καβλί μου;» θα το έβαζα πρώτο.
Φαίνεται ότι το παραγαμήσαμε γιατί κόψαν την εκπομπή στον αέρα και βάλαν τη διαφήμιση ενός απορρυπαντικού για τα πιάτα με άρωμα φρούτα του δάσους. Να δω τι άλλη μαλακία θα βγάλουνε. Πάντως με το Δεξεροτάβλη αλλάζουμε τηλέφωνα και κανονίζουμε να περάσει το απόγευμα από μένα. Φάση θα έχει. Κλείνω το τηλέφωνο και κατεβαίνω στο ψιλικατζίδικο να κάνω προμήθειες γιατί ο Δεξεροτάβλης τρώει πολύ. Mετά ανεβαίνω σπίτι και αράζω στο κρεβάτι κλάνοντας.
Είμαστε οι Καβλωμένοι Άγγελοι. Σώζουμε τον κόσμο απ’ τη συνομωσία. Φοράω μόνο ένα τζιν μπουφάν και σταράκια. Παίζω κιθάρα. Δίπλα στο μπάσο είναι ο Δεξεροτάβλης μ’ ένα μποξεράκι με ελεφαντάκια που πηδιούνται. Πίσω στα ντραμς ο Πιτσαδώρος. Δεν βλέπω καθαρά τι φοράει. Μπροστά μου η Βούλα μ’ ένα μικρόφωνο ουρλιάζει και χτυπιέται. Παίζουμε πανκ.
Το Πλήθος παραληρεί. Κάποια φάση ανεβαίνει πάνω ο Τσάκωνας-παπάς, κατουράει στη σκηνή και σοδομεί το Δεξεροτάβλη με ένα σαλαμάκι. H Βούλα με πιπώνει και ο Πιτσαδώρος αυνανίζεται. Το Πλήθος μας αποθεώνει και μας ραίνει με αρχίδια κόκορα και ρύζι.
Σηκώνομαι από το κρεβάτι κι είναι απόγευμα. Όπου να ‘ναι θα περάσει ο Δεξεροτάβλης. Βάζω στο CD player Julie London και χαζοτραγουδάω. Fly me to the moon and let me play among the stars, let me see what spring is like on Jupiter and Mars. Εκεί πάντως σιγά μη χιόνισε. Κι αφού μου το θυμίζει χτυπάω μια Mars για τη λιγούρα και περιμένω. Ο χοντρός σκάει μύτη κατά τις εφτά.
«Πού ’σαι ρε μουνί;»
«Χρόνια και ζαμάνια ρε παπαροβιόλη».
«Άει γαμήσου ρε φλώρε. Πέρνα μέσα». Τον βάζω να κάτσει στον καναπέ και του φέρνω καφέ και πιτιφούρια. Εγώ πίνω μια πορτοκαλαδίτσα.
«Λέγε μωρή μπάσταρδε. Πού χάθηκες;»
«Γερμανία. Δούλευα σ’ ένα θείο μου. Εσύ; Τι λέει;»
«Εδώ. Τελείωσα τη σχολή και λέω ότι ψάχνω δουλειά».
«Λογιστής ε;»
«Πούτσες.»
Του φαίνεται τρομερό αστείο. Γελάει.
«Τι γελάς ρε μαλάκα. Καλά, άφησες τη Γερμανία για το μπουρδέλο;»
«Τι να κάνω; Πέθανε ο θείος, μου άφησε καλά φράγκα κι είπα να ’ρθω να βρω καμιά γυναίκα.»
«Αφού δεν μπορείς να χύσεις..»
«Μαλακίες.»
«Τουλάχιστον είσαι ματσό.»
«Αρκετά.»
«Και τι λες να κάνεις;»
«Ν’ ανοίξω κανά μπαράκι. Ψήνεσαι;»
«Έλα;»
«Ψήνεσαι; Να δουλέψεις για μένα;»
«Κοίτα η μόνη σχέση που έχω με τα μπαρ είναι ότι γίνομαι σαύρα αρκετά συχνά.»
«Μου φτάνει. Έτσι κι αλλιώς την κάβλα μας θα κάνουμε.»
«ΟΚ τότε. Και τι θα κάνω;»
«Κοίτα, εγώ δεν σκαμπάζω πολλά από μουσική. Μόνο σκυλάδικα. Και δεν πολυκολλάνε σε μπαράκι. Θα είσαι ο Τιτζέης.»
Γαμιέμαι στα γέλια. Πάντως δεν είναι καθόλου κακό. Ο κάθε μαλάκας γίνεται DJ. DJ Poulos και DJ Paretaarhidiamou. To deal έγινε. Παραγγέλνω τρεις πίτσες και κόκα κόλα να το γιορτάσουμε. Μένουν μόνο μερικές λεπτομέρειες. «Και ρε μαλάκα, πώς θα το λέμε το μαγαζί;»
«Ο χοντρός έχει μπουκώσει με τα πιτιφούρια.»
«Αγκφβκ …»
«Κατάπιε πρώτα κι απαντάς μετά.»
«Η ερώτηση είναι καλή. Τι λες για το “Γαλάζιο στρείδι”;»
«Αυτό ήταν γκέι μπαρ στη Μεγάλη των Μπάτσων Σχολή!»
«Καλά λες.»
Σιωπή. Σκέψη. Προβληματισμός. Και μια φαγούρα στα αρχίδια. Ξύνομαι και περιμένω τη φλασιά. Κοιταζόμαστε. Το Ζώο πετάγεται σαν κλανιά.
«Το βρήκα! Το βρήκα! Studio 69!!!!!!!»
Μένω μαλάκας. ... Τι παπαριά πέταξε πάλι! «Ναι ρε καυλιάρη μου. Να πετάξουμε μέσα και τον Ψάλτη, το Γαρδέλη και τον Μπίλια να χορεύουν το Raspoutin.»
«Mαλακία ε;»
«Μεγάλη.»
Ξανακοιταζόμαστε. Με καμιά Παναγία δεν θα βρούμε όνομα της προκοπής. Χρειαζόμαστε ένα θαύμα. Ανοίγουμε τηλεόραση να πάρουμε καμιά ιδέα. Το “Πάρε τηλέφωνο ζωντανά κουκλίτσες” δε μας αρέσει. Ο Δεξεροτάβλης κάνει ζάπιγκ και κάποια στιγμή ρωτάει
«Πού να το βάλω;»
«Βάλ’ το στον κώλο σου.»
«Κάνουμε και χιούμορ;»
«Ό,τι μπορούμε κάνουμε.»
Ο χοντρός πάει για χέσιμο. Χτυπάει η πόρτα. Ο ΠιτσαΔώρος. θά’ ναι. Ανοίγω. Σκέφτομαι. Δε γαμιέται...
«Ρε μαλάκα Πιτσαδώρε πες κανά καλό όνομα για μπαρ.»
«Εεεε…ε… Hotellounge;»
«Γαμάτο, γαμάτο, φωνάζει το Ζώο απ’το WC, Τι θα πει;»
«Χέζε εσύ. Τι χρωστάω;»
«Δώδεκα ογδόντα.»
«Πάρε δεκατρία και thanks για το όνομα.»
Ο ΠιτσαΔώρος φεύγει. Άκουω το χοντρό να σκουπίζεται. Βάζω τους dEUS στο CD player.
«Αυτό είναι! Hotellounge. Με γεια το όνομα.»
«Κοίτα εγώ Άντζελα Δημητρίου ακούω. Είναι κρύα τα σεντόνια και τέτοια. Αλλά το ονοματάκι δεν με χαλάει.»
«ΟΚ. Έκλεισε. Πότε φεύγεις;»
«Νύσταξες ε;»
«Ε, λίγο.» Τι να του πω; Ότι μου ζάλισε τα αρχίδια; Έχει χαζέψει πολύ από την τελευταία φορά που βρεθήκαμε.
«Και οι πίτσες;»
«Σωστά.»
Είμαι με τα πόδια πάνω στο γραφείο κι ένα ταμπέλακι μπροστά μου γράφει Κος Τσόντος Γενικός Διευθυντής. Είμαι το νούμερο δύο της Ξεπαρθενιασμένης Α.Ε μιας πολυεθνικής εταιρείας που ασχολείται με μια τεράστια γκάμα δραστηριοτήτων μεταξύ των οποίων παροχή υψηλών επενδυτικών υπηρεσιών και παραγωγή σοκοφρετών με φουντούκια. Κάτι ψιλικατζήδες σαν την Virgin μας γλύφουνε τα αρχίδια. Kάποια φάση μπαίνει η Τσέχα γραμματέας μου και μου φέρνει τις παντόφλες μου κι ένα Αστερίξ.
«Κύριο Τσόντο ήθελε κάτι άλλο;»
«Όχι παιδί μου. Και μη μου περάσεις άλλα τηλέφωνα.»
«Μάλιστα κύριο Τσόντο.»
Πριν φύγει την παίρνω πάνω στο γραφείο.
Σηκώνομαι από το κρεβάτι με καούρες. Ο κύριος Ζονγκ έφυγε τελικά αργά χθες. Κάνω το καφεδάκι μου και σκέφτομαι ότι έχω δουλειές γιατί ο χοντρός δεν ξέρει τίποτα από μπίζνες και πρέπει να τα κάνω όλα εγώ. Πάντως η διάθεσή μου έχει αλλάξει προς το καλύτερο σε σχέση με τις προηγούμενες μέρες. Έχει φτιάξει και ο καιρός και έχει ήλιο και τα μουνάκια αρχίζουν να φοράνε ξώπλατα.
Το απόγευμα χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι ο Μπάμιας, πρώην συμφοιτητής. Το Μπάμιας δεν είναι παρατσούκλι. Όσο ηλίθιο κι αν φαίνεται έτσι τον λένε.
«Έλα ρε αρχίδι. Τα παρατάς όλα και περνάς από μένα.»
«Τι έγινε πάλι;»
«Έχουμε μαζευτεί τα μπακούρια και νοικιάσαμε το Fight Club, το High Fidelity και τις Διαστροφές της Αφέντρας...Μεγάλη ταινία...»
«Καλή φάση αλλά να έχω δουλειά.»
«Χτυπήσαμε γκομενάκι ρε μουνί;»
«Όχι ρε. Θα σου τα πω κάποια στιγμή από κοντά.»
«Εσύ χάνεις.»
«Εντάξει το Fight Club και το High Fidelity τα’ χω δει.»
«Τις Διάστροφες τις Αφέντρας όμως;»
«Αυτό μου έχει ξεφύγει. Κάντο μια κόπια και για μένα.»
«Καυλιάρη! Άντε τα λέμε.»
Γαμώ το μπαρ μου. Τέτοιες ευκαιρίες δεν χάνονται. Πρέπει να δω ένα μεσίτη για το μαγαζί κι ένα γιατρό για τις καούρες μου. Το δεύτερο ας περιμένει.. Πιάνω το Χρυσό Οδηγό και ψάχνω. Εδώ είμαστε. Μεσιτικό γραφείο Πίτσου. ‘Έχει κι άλλα, αλλά αυτό μου φαίνεται καλό. Το σημειώνω στην ατζέντα μου κάτω από την Πίτσα Περούτζια. .
Παίρνω τηλέφωνο και μου μιλάει μια γκόμενα. Μου λέει να περάσω και τώρα από εκεί αν θέλω οπότε βάζω το παντελονάκι μου και τα παπούτσια μου τα Diesel και είμαι έτοιμος να πάω. Το στομάχι μου έχει γίνει κώλος αλλά θα το αντέξω. Βάζω δυο Riopan στην τσέπη και κατεβαίνω.
Τα λεωφορεία έχουν απεργία και περιμένω σαν το μαλάκα δυο ώρες ταξί. Δεν περνάει τίποτα και λέω δε γαμιέται ας το κόψω με τα πόδια. Πάνω στο ένα τέταρτο περπάτημα μου έχει βγει η γλώσσα έξω κι ο Πίτσος είναι ακόμα μακριά. Κάθομαι σε ένα πεζούλι να πάρω καμιά ανάσα. Αρχίζουν να παρελαύνουν μπροστά μου τα πιπίνια με τα ξέκωλά τους που πηγαίνουν για το απογευματινό τους φραπέ. Κάθομαι και τα χαζεύω. Καλή φάση.
Τέρμα η ξεκούραση. Συνεχίζω και τα πόδια μου ψιλοπονάνε.
Κι ενώ καταριέμαι την ώρα και τη στιγμή που άφησα τον Μπάμια και τις ταινιάρες του και βγήκα στους δρόμους, στο φανάρι μπροστά μου σταματάει ο Πιτσαδώρος με το παπάκι του.
«Τι λέει; Πού πάμε;»
«Σ’ ένα μεσίτη. Κέντρο.»
«Ανέβα.»
Κωλοφαρδία μεγάλη. Ο ΠιτσαΔώρος είναι πάντα μπροστά σου στις δύσκολες στιγμές. Ένας άγγελος με πειραγμένο παπάκι και καπελάκι Πίτσα Περούτζια σε μια πόλη γεμάτη μαλάκες, χαζογκόμενες και σκυλιά που γαμιούνται στους δρόμους. Κι εγώ είμαι καβάλα σ’ αυτό το παπάκι κι οδεύω για τον Πίτσο δίχως να ξέρω αν θα σταθώ ποτέ ικανός να του το ανταποδώσω.
O ΠιτσαΔώρος μ’ αφήνει ακριβώς μπροστά από το γραφείο. Τον ευχαριστώ, ξύνω με τρόπο τα αρχίδια μου και χώνομαι μέσα. Ο Πίτσος είναι ένας κακόμοιρος τύπος γύρω στα πενήντα. Για την ακρίβεια ο πιο κακόμοιρος τύπος γύρω στα πενήντα που έχω δει ποτέ. Φοράει ένα καρό πουκαμισάκι κι είναι σαν μουνί με ιδρωμένες μασχάλες. Σχεδόν τον λυπάμαι. Μου χαμογελάει και δείχνει τα κίτρινά του δόντια. Σκέτη αηδία. Πολύ άσχημος άνθρωπος.
«Καλησπέρα.»
Η φωνή του είναι εντελώς γυναικεία. Προσπαθώ να μη γελάσω. «Γεια. Πήρα πριν τηλέφωνο...»
«Α, για το μπαρ, αγόρι μου;»
Πούστης θα ‘ναι. «Ναι...»
«Έχω κάτι που μπορεί να σας ενδιαφέρει». Μου δείχνει μια μοβ πινέζα πάνω στο χάρτη. «Εδώ είναι. Όχι πολύ μεγάλο αλλά χαριτωμένο. Μπορούμε να πάμε να το δείτε τώρα.»
«Μισό λεπτό να ενημερώσω τον συνεργάτη μου. Ίσως θέλει να το δει.»
«Όπως επιθυμείτε.»
Εντάξει, o Δεξεροτάβλης μπορεί να είναι μαλάκας και μάλιστα μεγάλος αλλά αυτός βάζει τα φράγκα οπότε πρέπει να έχει μια κάποια γνώμη και επιπλέον μόνος με τον Πίτσο δεν μένω με τίποτα. Τον παίρνω τηλέφωνο. Είναι σπίτι και τρομπάρει και λέει ότι θα περάσει σε κάνα δεκάλεπτο.
«Καφεδάκι; Μέχρι να έρθει ο συνεργάτης σας»
«Μπα. Ευχαριστώ πάντως»
«Μήπως μια πορτοκαλαδίτσα;»
«Ας πιούμε μία». (δε γαμιέται)
Η πορτοκαλαδίτσα είναι αρκετά κρύα αλλά δεν μπορώ να την ευχαριστηθώ γιατί ο Πίτσος έχει περάσει το χέρι του στους ώμους μου. Εύχομαι να έρθει σύντομα ο Χοντρός. Πάντα προτιμούσα τους μαλάκες από τους κοντοπούτανους, παπαρδέλες άσχημους που σχεδόν σου την πέφτουν. Αν συνεχίσει έτσι θα φάει μπούφλα, Κάνω πως τον ακούω, λέω συνέχεια «ναι, ναι» και με την άκρη του ματιού μου ψάχνω το γκομενάκι που μιλήσαμε στο τηλέφωνο όμως μάλλον την έχει κάνει.
O Δεξεροτάβλης έρχεται σχετικά γρήγορα και με γλιτώνει απ’ τις ορέξεις του κοντού. Γίνονται οι συστάσεις και μπαίνουμε στο αμάξι του Χοντρού ( BMW 516, το γύφτο) με κατεύθυνση τη γειτονιά που είναι το μαγαζί. Ο Πίτσος συνεχίζει το μπλα μπλα κι εμένα μ’ έπιασε κόψιμο αλλά κρατιέμαι. Ελπίζω το μαγαζί να λέει και να μην περνάω άδικα τέτοια σωματική και ψυχική ταλαιπωρία.
«Βάλε κάνα λαλά» Ο Δεξεροτάβλης όταν λέει λαλά εννοεί τραγουδάκι.
Ανοίγω το ράδιο και πετυχαίνω το Hit the road Jack σε μια πειραγμένη εκτέλεση που την ακούω πρώτη φορά. Μια γκόμενα τραγουδάει στα ισπανικά ή κάτι τέτοιο.
«Λαλά είπαμε. Όχι μαλακίες....»
Αλλάζω. Καρράς. Νύχτα ξελογιάστρα, νύχτα όμορφη. Ο Δεξεροτάβλης γουστάρει.
«Εδώ!»
Ο Πίτσος λέει τα δικά του αλλά τον γράφουμε στα αρχίδια μας γιατί ο Δεξεροτάβλης τραγουδάει κι εγώ σφίγγομαι μη χεστώ πάνω μου. Όταν φτάνουμε πετάγομαι έξω και κάνω μερικά βηματάκια πάνω-κάτω να μου φύγει το κόψιμο αλλά άδικος κόπος.
Η γειτονιά είναι τελείως παρακμιακή. Ένα καφενείο αρχαίο μπροστά μου λέγεται Ο Τάκης και κάτι παππούδες μέσα παίζουν τάβλι και μπιλότ , τρώνε υποβρύχια και βρίζονται. Κι εγώ όταν γίνω παππούλης υποθέτω έτσι θα ‘μαι. Δίπλα είναι ένα τυρογαλάδικο με την επιγραφή Ο Βουνίσιος. Και παρακάτω το πιο βρώμικο σουβλατζίδικο του κόσμου.
«Να χτυπήσουμε κάνα πιτόγυρο πριν δούμε το μαγαζί;»
Τι άλλο θα 'λεγε το Ζώο;
«Όπως θέλετε»
Σιγά μην έλεγε όχι η Αδερφάρα..
Πλησιάζουμε και βλέπουμε ότι το σουβλατζίδικο λέγεται “Τα Γαμίδια”. Δεν μπορώ να γελάσω. Αν γελάσω θα μου φύγουν. Ο Πίτσος περιμένει απ’ έξω κι εγώ μπαίνω μέσα μαζί με το Δεξεροτάβλη. Τον ακούω να παραγγέλνει μια διπλή πίτα γύρο απ’ όλα τζατζίκι καθώς χώνομαι στην ο Θεός να την κάνει τουαλέτα. Η μπόχα είναι αφόρητη, τα κωλόχαρτα πεταμένα στην λεκάνη και σκέφτομαι ότι σήμερα θα κολλήσω AIDS, ταινία και όλες τις ηπατίτιδες αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο εκτός ίσως απ’ το να πασαλειφτώ με Betadin όταν φτάσω σπίτι. Τέλος πάντων, όταν βγαίνω έξω νιώθω άλλος άνθρωπος κι ο Δεξεροτάβλης έχει τελειώσει τον πιτόγυρο.
Το μαγαζί που μας δείχνει ο Πίτσος είναι για τον πούτσο. Εντελώς. Μόνο ένας μαλάκας θα έλεγε ναι.
«Εντάξει, θα το πάρουμε!». Ο Δεξεροτάβλης προσφέρει άλλη μια απόδειξη της μαλακίας που τον έχει βαρέσει στο κεφάλι από... από πάντα.
Βασικά όχι ότι εγώ είμαι πολύ καλύτερος από το Δεξεροτάβλη. Έχω πει και έχω κάνει ένα σωρό χοντρές μαλακίες αλλά, ρε πούστη, συνήθως φέρομαι σύμφωνα με τους νόμους της λογικής και της φύσης. Σκοτώνω μια κατσαριδούλα και περιμένω όπου να ‘ναι να έρθουν να μας φαν οι αρουραίοι.
«Μα δεν βλέπεις ότι είναι χάλια;»
«Με λίγη δουλίτσα μέσα θα είναι υπέροχο», πετάγεται η Κλανιά-μεσίτης-ντιγκιντάγκας.
«Ναι, με λίγη δουλειά θα είναι υπέροχο. Εξάλλου απέναντι έχει γαμάτο γύρο».
Αυτό ήταν. Ο Χοντρός είχε ερωτευτεί τα Γαμίδια. Ότι και να ‘λεγα δε θα ‘χε νόημα. Παραδέχομαι την ήττα μου.
Οπότε σχεδόν συμφωνούμε να αγοράσουμε το στάβλο. Μένουν κάτι νομικά θέματα που θα τα φάω στη μάπα πάλι εγώ. Είμαι ψιλοτσατισμένος και όταν φτάνω το βράδυ σπίτι δεν έχω ούτε την όρεξη να δω καμιά τσοντίτσα.
Κάθομαι στο κρεβάτι. Δεν πολυνυστάζω. Βάζω ένα Jack amaretto με λίγο πάγο και ανοίγω το ράδιο. Μόνο μαλακίες πάλι. Θα προτιμούσα να πετάω φελλούς στα βαρέλια παρέα με βλάχους με τρίχες στον σκεμπέ παρά να είμαι εδώ έτσι. Όλα μου φαίνονται σχεδόν γαμημένα. Ό, τι με περιβάλει με κάνει να νιώθω ηλίθια.
Εκτός από μερικά πραγματάκια. Αυτά τα πραγματάκια δεν τα ψάχνω. Απλά όταν έρθουν προσπαθώ να κρατηθώ από αυτά. Έτσι νομίζω είναι καλύτερα. Όταν ψάχνεις κάτι και δεν το βρίσκεις νιώθεις μαλάκας. Δε ξέρω αν συμφωνείς.
Κλείνω το ράδιο και βάζω Beck στο CD player. She’ll do anything to make you feel like an asshole.
Δεν χρειάζεται μια γκόμενα για να σε κάνει να νιώσεις έτσι. Τόσα άλλα πράγματα μπορούν να σε κάνουν να νιώσεις έτσι αν τα αφήσεις. Ένας φαλλός μπορεί να διαπεράσει τα αυτιά σου οποιαδήποτε στιγμή αλλά δεν πρέπει να του επιτρέψεις να σου γαμήσει την ψυχολογία. Σωστός;
Εντάξει, πολύ φιλοσόφησα για σήμερα. Σβήνω το φως και την πέφτω για ύπνο. Οι κατσαρίδες περπατάνε στην ψυχή μου. Ελπίζω να υπάρχει μια καλή δικαιολογία που θα με κάνει να πω «δεν πειράζει».
Κάθομαι σ’ ένα παγκάκι μ’ ένα μαλάκα που μάλλον είναι ο Beck. Τρώμε μπουγάτσα και μοιράζουμε δίευρα στα πρεζάκια. Μας πλησιάζει ο Πίτσος και μας ρωτάει αν θέλουμε μαύρο. Του λέμε ναι και βγάζει μερικά τσιγαριλίκια. Τότε σηκώνεται ο Beck και του περνάει χειροπέδες ενώ εγώ δείχνω το σήμα μου. Τον αρχίζουμε στις κλωτσιές και τα γαμώσταυρα. Τον χέζω στη μάπα και του βάζω μια πορτοκαλάδα στον κώλο. Μάλλον γουστάρει Μετά τον πηγαίνουμε στο τμήμα και ο αρχηγός Δεξεροτάβλης μας κάνει ταξίαρχους.
Το πρωί με ξυπνάει ο Μπάμιας. Μου φέρνει τις «Διαστροφές της αφέντρας» σε κόπια.
«Καλή;»
«Αρχίδια. Τζάμπα λεφτά. Δύο ώρες και δεν έπεσε ένα γαμήσι. Μόνο ξύλο. Άσε που η αφέντρα ήταν τραβέλι!»
«Καλή φάση!». Αυτό το τελευταίο το λέω από την κουζίνα γιατί φτιάχνω καφέδες. Μετά αρχίζω και του λέω για τον Δεξεροτάβλη, το μπαρ, τον Πίτσο και το χέσιμο στα Γαμίδια. Με κοιτά σοβαρός. Δε γελάει και αυτό γενικά μου φαίνεται παράξενο γιατί ο Μπάμιας γελάει συχνά και στη σχολή τον φωνάζαμε και Χαχανούλη. Κάποια φάση με κοιτά και στο πρόσωπό του λίγη αγωνία και κάποια μικρά ίχνη ελπίδας.
«Θα με κάνεις μπάρμαν;»
«Έλα;»
«Είναι το παιδικό μου όνειρο». Και χαμογελάει. Πρώτη φορά τον βλέπω έτσι.
Του λέω, φυσικά, και του χαρίζω απλόχερα την ευτυχία. Μετά καθόμαστε λίγο και λέμε διάφορες βλακείες.
«Πρέπει να βρεις ένα όνομα. Κάθε σοβαρός dj έχει όνομα». Προτείνει διάφορα αλλά δεν μου αρέσει κανένα. «Τότε θα ανοίξουμε την τηλεόραση και η πρώτη λέξη που θα ακούσουμε θα είναι το όνομά σου»
Συμφωνώ με κάποια επιφύλαξη. Φαντάζεσαι να πετύχουμε Χάρυ Κλυν και να πρέπει να με λένε DJ Tarchidiatoukarabela;
Ευτυχώς πετυχαίνουμε μια τραγουδίστρια που έχει γενέθλια και σβήνει τα κεράκια.
«Αυτό είναι! Θα είσαι ο DJ Φου»
«Δεν είναι κακό»
«Αν και… δεν σημαίνει τίποτα»
«Πώς! Είναι το φύσημα του ανέμου, η θεϊκή πνοή που εμφύσησε ο Θεός στον άνθρωπο, η εκπνοή που απαλλάσσει τον οργανισμό από το διοξείδιο του άνθρακα».
Λέω και μερικές άλλες πίπες.
Ο Μπάμιας τώρα γελάει. «Εσύ, ρε μαλάκα, χαραμίζεσαι. Έπρεπε να γίνεις ποιητής»
Έπρεπε. Και εντάξει μου το ‘πανε κι άλλοι. Είχα γράψει παλιότερα, λύκειο τώρα, κάποια ποιήματα που είχαν μεγάλη επιτυχία. Αλλά ήταν τελείως βλαμμένα και πειραγμένα. Ήταν μια κάποια αντίδραση στα πετυχημένα ποιήματα που μας ανέλυε επί ώρες μια μαλάκω καθηγήτρια. Θυμάμαι ένα ποίημα μου το λέγανε Meritto και είχε μεγάλο σουξέ. Κάποια φάση το γύρισα στα πιο σοβαρά αλλά χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Ειδικά όσα έγραψα για τη Βούλα ήταν για πέταμα. Τα πέταξα.
Αποφάσισα να γράφω μόνο βλακείες αφού σ’ αυτό είμαι καλός. Βλακείες χωρίς νόημα. Η πλάκα είναι ότι μερικοί βρίσκουν νόημα. Μου το λένε και λέω «ναι, ναι είναι πολύ ωραίο νόημα» και διαδίδω ότι όντως αυτό είχα στο μυαλό μου πριν γράψω. Αλλιώς δεν πρόκειται να με νομίσουν για σπουδαίο ποιητή. Αν κι εδώ που τα λέμε σιγά μη γίνω σπουδαίος ποιητής. Το σύστημα φταίει. Αγκαλιάζει κάθε παπάρα που έχει τα κονέ, τα φράγκα και το παίζει ψαγμένος και δεν αφήνει χώρο για μας, τα αυθεντικά ταλέντα.
Είμαι στη σκηνή σε κάτι που μοιάζει με θέατρο. Φοράω ένα κουστούμι ριγέ εντελώς σικάτο κι από κάτω ένα φανελάκι που γράφει με μεγάλα ροζ γράμματα «Γαμάω και δέρνω». Μπροστά μου κάποιες χιλιάδες παππούδες με μπερέδες και κασκόλ με χειροκροτάνε όρθιοι. Μια γκόμενα έρχεται και με φιλάει. Μου δίνει ένα χαρτί που γράφει ΝΟΜΠΕΛ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΙΑΣ. Λέω «Να ’στε καλά, ρε μαλάκες» και πάω να φύγω. Ο κόσμος δεν μ’ αφήνει. Θέλει να ακούσει από μένα το ποίημα για το οποίο τιμήθηκα. Τους κάνω το χατίρι αν και βαριέμαι λίγο. Βήχω για να κάνω εντύπωση κι αρχίζω.
Μ’ ένα μανδύα
Λιτό κι απέριττο
Κι ένα ραβδί
Χάθηκα στ’ άπειρο
Να βρω το Meritto
Αυτό με τη λαβή.
Πανικός κάτω. Ο πρόεδρος της επιτροπής φωνάζει «Τώρα ας πεθάνω ο πούστης» αλλά τα σουηδικά μου είναι χάλια και δεν πολυκαταλαβαίνω. Κάποιοι κλαίνε από συγκίνηση. Άλλοι αυτοκτονούν κόβοντας τις φλέβες τους.
Ριγώ.
Προσπαθώ να περάσω μέσα από ένα πλήθος που ορμά να μ’ αγκαλιάσει. Δεν μπορώ. Μου φέρνουν κι άλλο χαρτί. Γράφει πάνω ΝΟΜΠΕΛ ΕΙΡΗΝΗΣ. Μου εξηγούν ότι το ποίημα μου γαληνεύει τις ψυχές των ανθρώπων, τους κάνει να αγαπάνε ο ένας τον άλλο, δε θέλουν να πολεμάνε πια μεταξύ τους. Αυτό το ποίημα σταμάτησε τους πολέμους. Αυτό το ποίημα είναι το πιο ιστορικό που γράφτηκε ποτέ.
«Ρε μαλάκα, ζεις;»
«Ε...»
«Τι σκέφτεσαι πάλι;»
«Να πάρω κάνα Νόμπελ»
«Και δεν παίρνεις; Κανά Grammy θες;»
«Δεν με χαλάει»
«Και φυσικά ένα Πούλιτζερ. Αυτό κι αν πρέπει να πάρεις»
«Ε, ναι αυτό οπωσδήποτε»
Το τηλέφωνο διακόπτει τον εποικοδομητικό διάλογο. Είναι λάθος.
Καθόμαστε ακόμα λίγο με τον Μπάμια και λέμε κι άλλες βλακείες να περάσει η ώρα. Κατά το μεσημέρι πηγαίνει στη μάνα του να φάει γιουβαρλάκια κι εγώ παραγγέλνω πίτσα πάλι. Αν συνεχίσω έτσι με τις πίτσες γύρω στο φθινόπωρο θα γίνω χελωνονιντζάκι. Ναι, το’ χω σκεφτεί. Στην πλάτη μου θα φυτρώσει ένα καβούκι να, θα γίνω πράσινος και θα παίζω καράτε με μεταλλαγμένους ρινόκερους κι αγριογούρουνα.
Αλλά ας σοβαρευτούμε λίγο. Ένας πετυχημένος dj και μελλοντικός νομπελίστας δεν πρέπει να ασχολείται με τα χελωνονιντζάκια. Υπάρχουν ένα σωρό άλλα θέματα όπως για παράδειγμα να κάνουμε το στάβλο που αγόρασε ο Δεξεροτάβλης μαγαζί. Το κόβω να ζοριζόμαστε κάπως...
Αν κι αυτό προς το παρόν αυτό δεν με πολυνοιάζει. Τώρα πεινάω κι όταν πεινάω το μόνο που με νοιάζει είναι να φάω. Συνειδητοποιώ ότι ο μαλάκας ξέχασα να παραγγείλω κόκα κόλα οπότε μέχρι να έρθει ο ΠιτσαΔώρος κατεβαίνω στο ψιλικατζίδικο να πάρω μία, να μπανίσω λίγο και την ψιλικατζού.
Παίρνω βαθειά ανάσα και μπαίνω στο ψιλικατζίδικο. Είναι εκεί, γυρισμένη πλάτη. Το τζιν της πέφτει χαμηλά και φαίνεται το στρινγκ της. Κόκκινο. Σκίστρα!
Τη χαιρετάω, με χαιρετάει. Λέω μια κόκα κόλα, μου τη δίνει. Πληρώνω, λέει ευχαριστώ. Αν ήμουν ο Γκουσγκούνης αυτός ο διάλογος θα ήταν αρκετός για να την γαμήσω. Γιατί, εντάξει, φαίνεται εύκολη γκόμενα. Δηλαδή αν της έλεγα «έχω και κότερο, πάμε μια βόλτα;» μπορεί να έλεγε και ναι, αλλά δεν έχω κότερο… Παίρνω την κόκα κόλα και τα ρέστα και φεύγω.
Στην είσοδο της πολυκατοικίας βλέπω τον ΠιτσαΔώρο. Του λέω «άσε, μαλάκα την ανεβάζω μόνος μου». Ένας κοινός πιτσαδόρος θα παρεξηγούνταν σίγουρα. Ο ΠιτσαΔώρος όμως όχι. Γελάει. Είναι γαμάτος τύπος. Θα μπορούσαμε να κάνουμε καλή παρέα.. Ίσως σε μια άλλη ζωή.
Μπαίνω στο ασανσέρ και τρώω εκεί ένα κομμάτι. Τα υπόλοιπα μπροστά στην τηλεόραση βλέποντας Θου-Βου για ακόμα μια φορά. Ειδικά στο τέλος είναι σκέτο ποίημα. Θα εισηγηθώ στον χοντρό ένα βράδυ όταν είναι έτοιμο το μαγαζί να πάρουμε τούρτες και να τις πετάμε στους θαμώνες. Έτσι σαν φόρο τιμής στην κορυφαία στιγμή του παγκόσμιου κινηματογράφου. Και γαμώ τα χάπενινγκ δε θα’ ναι;
Τι ιδέα έριξα πάλι!
Μού έφτιαξα το κέφι. Η αλήθεια είναι ότι και το κόκκινο στρινγκ της ψιλικατζούς συνέβαλε σημαντικά σ’ αυτό. Και γίνομαι τέρμα κεφάτος το απόγευμα όταν ο Δεξεροτάβλης μου λέει ότι βρήκε δικηγόρο να φάει στη μάπα όλα τα διαδικαστικά. Μπράβο το χοντρό. Το πήρε πολύ ζεστά. Λέει να πάμε το βράδυ στα γαμίδια να τα πιούμε. Διστάζω λίγο αλλά δε γαμιέται. Ας τα πιούμε.
Παίρνω και τον Μπάμια μαζί. Πρέπει να γνωρίσει τον μελλοντικό του εργοδότη. Αν και τα γαμίδια δεν είναι και το καλύτερο μέρος του κόσμου για επαγγελματικό meeting.
Καθόμαστε σε κάτι πλαστικές καρέκλες που κάποτε πρέπει να ήταν άσπρες. Πάνω στο τέταρτο πιάνεται ο κώλος μου. Και του Μπάμια. Ο Δεξεροτάβλης δεν παίρνει χαμπάρι και κατεβάζει μερικά παντσετάκια. Πίνουμε λίγη ρετσίνα που βρωμάει και συζητάμε για το μέλλον του Hotellounge. Τον λόγο τον έχω εγώ.
«Το μαγαζί πρέπει να είναι διαφορετικό. Εντελώς τρελό, ελαφρά ψαγμένο και ταυτόχρονα πιασάρικο».
«Να είναι σχεδόν σουρεαλιστικό».
«Έτσι ακριβώς».
«Τι είναι σουρεαλιστικό;». Ο χοντρός είναι εντελώς ανίδεος. Καλά, δεν είχα και την απαίτηση να ξέρει τι είναι σουρεαλιστικό.
Ο Μπάμιας αναλαμβάνει το δύσκολο έργο να μυήσει τον Δεξεροτάβλη στο σουρεαλισμό. «Να γίνεται ότι να ‘ναι, όποτε να ‘ναι..Ας πούμε να παίζει τζαζ και καπάκι Τερλέγκα».
«Τερλέγκα εγώ δεν βάζω στο μαγαζί. Εγώ είμαι ο dj».
«Τι λες ρε μαλάκα; Και γαμώ είναι...». Ο χοντρός υπερασπίζεται με πάθος τις αρχές του. «Θα βάζεις. Εγώ είμαι το κεφάλαιο!»
«Καλά αλλά μόνο όταν είμαι πιωμένος».
Κι αφού λύνουμε το μείζον αυτό θέμα περί Τερλέγκα και τον συναφών συνεχίζουμε με ρετσίνες. Όσο πάει βρίσκω ότι βρωμάνε όλο και λιγότερο.
H συζήτηση ξεφεύγει κι άλλο. Ο Μπάμιας μας αναλύει τα τελευταία πέντε επεισόδια στρουμφάκια που είδε, ο χοντρός έχει πέσει στο τραπέζι φωνάζοντας «Γιατί να μην μπορώ να χύσω ρε πούστη» κι εγώ θυμάμαι λίγο τη Βούλα. Ό, τι να ’ναι.
Κάποια φάση ο χόντρος σηκώνει το κεφάλι του. «Μαλάκες, δεν είμαι για να οδηγήσω», και μου πετάει τα κλειδιά της BMW.
Στο δόξα πατρί.
Βριζόμαστε. Γελάμε. Πληρώνουμε και φεύγουμε γιατί είμαστε λίγο γυαλί όλοι. Πιάνω στο ράδιο το Ain’t no sunshine anymore και οδηγάω σιγά σιγά γιατί κι εγώ είμαι λίγο πέτσα. Σιγά σιγά για τα δικά μου δεδομένα. Ο χοντρός δίπλα κοιμάται. Καλύτερα. Αν ήταν ξύπνιος θα ζητούσε Πανταζή. Ο Μπάμιας πίσω ξερνάει σε μια σακούλα. Σκέφτομαι συνέχεια. Τα πάντα. Δεν ξέρω γιατί. Βλέπω τον Σούπερ Γκούφι να πετάει πάνω από την πόλη. Κρατάει απ’ το χέρι τον ΠιτσαΔώρο. Ο ΠιτσαΔώρος μοιάζει ευτυχισμένος.
«Χέι μαδερφάκερ! Θες να 'ρθεις μαζί μας;». Μετά θυμάμαι δυο φώτα και μετά τίποτα.
Όταν αποκτώ επαφή με την πραγματικότητα είμαι σκεπασμένος ως το κεφάλι με ένα σεντόνι κι ένα καρτελάκι μου γαργαλάει την πατούσα.
«Έτσι είναι. Πίνουν τα κέρατά τους και μετά στουκάρουν σε νταλίκες».
«Πολύ δουλειά σήμερα. Πρώτα εκείνος ο πιτσαδόρος , μετά αυτοί....»
«Πουτάνα ζωή!»
«Χέσε μέσα. Άντε καλή ξεκούραση».
«Τα λέμε».
Ξυπνάω ιδρωμένος. Η Κάθυ κρατάει δυο φλιτζάνια καφέ και μου χαμογελάει.
«Ήσουν υπέροχος χθες... Είσαι ΟΚ;»
«Είδα ένα περίεργο όνειρο. Τίποτα άλλο».
«Το όνειρό σου είμαι εγώ κούκλε».
Πίνουμε τον καφέ, ξαναγαμιόμαστε και φεύγει. Έξω έχει ήλιο κι είναι ωραία και το τηλέφωνο χτυπάει κι εγώ το σηκώνω.
«Μαλάκα είδα όνειρο ότι ήμουνα πιτσαδόρος, πήγαινα πίτσες σ’ ένα μαλάκα και μετά τράκαρα και πέθανα. Δεν είναι και γαμώ τα κουφά;»
«Και σου ’πα ρε Γκούφυ, γαμώ το φελέκι μου, μη το γαμάμε με τα ξίδια. Κι εγώ κάτι τέτοιες μαλακίες έβλεπα!»
Ετικέτες: Διηγήματα, Παναγιώτης Τούτιος