Σάββατο, Μαρτίου 20, 2010
Και εγώ ήδη ζούσα ξανά θραύσματα μιας μακρινής ζωής. Τα θραύσματα είναι οδυνηρά κάποιες φορές όπως κάθε τι αιχμηρό, όταν το άγγιζα με λάθος τρόπο. Μεταφέρουν την παλιά ζωή κομμένη σε πολλούς μικρούς καθρέφτες. Το γυαλί αντανακλά το μακρινό παιδικό βλέμμα και τις μυστηριώδεις εικόνες της ξένης πόλης. Η μυρωδιά του κατεργασμένου δέρματος έφτανε εύκολα στο χαμηλό μπαλκόνι του ξενοδοχείου. Τύλιγε όλο το δρόμο σαν προστατευτική ανάσα και έμπαινε σε κάθε άνοιγμα της πόρτας, απότομα στα ρουθούνια, τραβώντας μέσα της όλο το αδύναμο σώμα μου. Το ξύλινο παραθυρόφυλλο έτριζε στον παραμικρό αέρα, πίσω από την πλάτη μου και ευγενείς πελάτες που χαιρετούσαν ο ένας τον άλλον με νεύματα, μπαινόβγαιναν από το απέναντι εστιατόριο.
Υπνωτισμένος κολλούσα το μικρό μου πρόσωπο στα κάγκελα με τις στριφογυριστές παραστάσεις προσπαθώντας επίμονα να σκεφτώ σε ποιο μακρινό ταξίδι θα μπορούσα να πάρω μαζί μου τις βαλίτσες εξαφανίζοντάς τις για πάντα ή πως θα μπορούσα να μαντέψω καλύτερα την πιο κρυφή, την πιο μύχια σκέψη κάθε ανθρώπου που έστρωνε προσεχτικά τα ρούχα με το χέρι του πριν μπει στο Ελληνικόν ή όταν έβγαινε.. Η οσμή της κόλλας από το εσωτερικό ταρτάν ύφασμα που έντυνε τις βαλίτσες, ο θόρυβος από τα μηχανήματα, οι μοντέρνες ζώνες που τυλίγονταν σαν μαλακές γλώσσες γύρω από τα σώματά τους, ο ηλικιωμένος ιδιοκτήτης που πηγαινοερχόταν ακατάπαυστα, ελέγχοντας την παραγωγή και το χαμόγελο που μου χάρισε ένα απόγευμα , καθώς στάθηκε στην είσοδο του καταστήματος, ανοίγοντας το πακέτο με τα τσιγάρα. Μπήκα στο δωμάτιο γρήγορα, αναποφάσιστος αν θα έπρεπε να κλάψω από ντροπή επειδή είχα συλληφθεί να κρυφοκοιτώ ή να γελάσω μυστικά ικανοποιημένος που είχα επιτέλους δεχτεί το πρώτο χαμόγελο στην πόλη της μητέρας μου. Εφόσον είχε αποφασίσει να μείνει εκεί, έστω ως ασθενής, αυτή ήταν επίσημα πλέον η πόλη της κι εγώ ο μικρός επισκέπτης στον ασθενικό κόσμο της.
Καθόταν με γυρισμένη την πλάτη προς τους θορύβους του δρόμου. Είχε το μελαχροινό κεφάλι της ακουμπισμένο μες στην παλάμη της και με το δεξί χέρι γυρνούσε αργά τις ραγισμένες σελίδες ενός παμπάλαιου φυτολόγιου, τόσο γεμάτου από αποξηραμένα λουλούδια και παλιά κλαράκια που έδειχνε έτοιμο να εκραγεί, αφήνοντας τα στεγνά του άνθη να ξεχυθούν σαν άγριες πεταλούδες στο πάτωμα.. Στο εξώφυλλο με καλλιγραφικά γράμματα αναγράφονταν το όνομα του πατέρα της και στο εσώφυλλο υπήρχε η αφιερωση στην αγαπημένη του κόρη. Η μητέρα μου το κουβαλούσε πάντα μαζί της. Τις στιγμές που έφευγε από το σπίτι, είχα την οδυνηρή αίσθηση πως εκείνο το σχεδόν διαλυμένο τετράδιο μού έλειπε περισσότερο από εκείνη. Ανοιγόκλεινα συνεχώς το συρτάρι της τουαλέττας της ελπίζοντας πως ξαφνικα οι σελίδες με τα διάφανα ραγισμένα επικαλύμματα φύλλων και οι ξινόγλυκες μυρωδιές πατημένων τριαντάφυλλων και ισχνών κινέζικων γαρύφαλλων θα εμφανίζονταν στη θέση τους, δίχως να την έχουν ακολουθήσει στριμωγμένα σε μια βαλίτσα στα συχνά ταξίδια της, κάνοντας τον ύπνο μου να τρίζει σα διάφανο χαρτί.
Δεν θα μπορούσα να βρω οποιαδήποτε γυναίκα για να πείσω τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου να με αφήσει να ξαναδώ το δωμάτιο. Τα χρήματα βοηθούν πάντα. Είχα ζητήσει τη βοήθεια της Ελισσαβέτε κι εκείνη δέχτηκε. Δεν αμφέβαλα ούτε για ένα λεπτό πως θα δεχόταν. Ανεβήκαμε μαζί ως ζευγάρι τα σκαλιά και η αμήχανη σιωπή γίνονταν συνεχώς πιο αμήχανη ανάμεσα στις βαριές μυρωδιές που σαν κισσός έπνιγαν κάθε βήμα ως την τελική άνοδο στον πρώτο όροφο. Αντρικά και γυναικεία υγρά πότιζαν κάθε χιλιοστό του τοίχου, το στρώμα έπλεε μέσα τους, τα λιγοστά έπιπλα, προσπαθούσαν να αναπνεύσουν, έξω απ’ τον ανθρώπινο ιδρώτα που έρρεε παντού. Μπορούσα να τον φανταστώ, να τον οσμιστώ, τον έβλεπα. Η Ελισσαβέτε τρομαγμένη ή αηδιασμένη μού έσφιξε το μπράτσο μα δεν έδωσα σημασία. Έφτασα στο κεφαλόσκαλο και σταμάτησα αναποφάσιστος. Σπρώχνοντας ελαφρά την πόρτα του δωματίου, πρόλαβα να δω το μελαχροινό κεφάλι γυρτό ευλαβικά στο πλάι και το φυτολόγιο κλειστό σαν ευαγγέλιο κάτω από τα χέρια . Η εικόνα ήταν φευγαλέα κι εγώ ξαφνιασμένος, ανίκανος να ανιχνεύσω γρήγορα την αληθινή φωλιά της, αισθάνθηκα στο στήθος μου το φτερούγισμα της γρήγορης κίνησης που την είχε πάρει κιόλας μακριά κι ένα ανεπαίσθητο τρέμουλο στις παλάμες.
Δε θυμόμουν ακριβώς την επίπλωση. Ίσως και τότε να ήταν τόσο φριχτή, ίσως και τότε τα έπιπλα να ήταν γεμάτα με τόσους πολλούς ρόζους, μπορεί και τότε τα δάχτυλα να κολλούσαν στις ραγισματιές τους. Ή μπορεί το διπλό κρεβάτι με τα παράταιρα κομοδίνα να έλαμπαν καινούρια αφήνοντας το ξύλο τους να ευωδιάσει απαλό λούστρο και το αγγιγμά τους να είναι λείο σαν γλυκό νερό. Τη θυμάμαι να δένει τα μαλλιά της με μια κορδέλα μπροστά από τον καθρέφτη του μπάνιου. Έριχνα κλεφτές ματιές καθώς περίμενα υπομονετικά να φύγουμε μαζί για το νοσοκομείο. Ίσως ο θάνατος να είναι πάντα αυτή η εικόνα, μια γυναίκα που χαμογελά γλυκά κι αδύναμα καθώς χτενίζει τα μαλλιά της.
Το μόνο που φαινόταν ίδιο ήταν το χρώμα που τύλιγε την κρεβατόκαμαρα. Ένα απαλό γκρι ξεκινούσε από τις γωνίες των τοίχων σκεπάζοντας σαν ελαφρύ πέπλο το φως και λεπτές βιολετιές αντανακλάσεις σκιών είχαν θολώσει τα βλέφαρα μου στον πρώτο μου ύπνο εκεί. Ζήτησα από την Ελισσαβέτε να στρώσει πρώτα το στρώμα με τα καθαρά σεντόνια. Ξάπλωσα με τα ρούχα μου. Έβγαλα μόνο τα παπούτσια μου και της ζήτησα να κάνει το ίδιο. Τα προσωπά μας αντικρυστά το ένα στο άλλο, της χαμογέλασα και μού ανταπέδωσε ντροπαλά, όμως ήξερα πως δεν ήταν καθόλου ντροπαλή. Χώθηκα στην αγκαλιά της, βυθίζοντας το προσωπό μου στη βάση του λαιμού της. «Κλείσε τα μάτια σου» μουρμούρισε. Ο παλμός του δωματίου ακούστηκε ξεκάθαρος, το ίδιο λαμπερός και δυνατός με τότε, ακριβώς ο παλμός που άκουγα χωμένος στην αγκαλιά της μητέρας μου.
*ρήση του Σατωμπριάν
Ετικέτες: Διηγήματα, Ρεγγίνα Μπούκουρα