Δευτέρα, Μαρτίου 29, 2010
Keyser Soze - Ο Κακομοίρης (το τελευταίο βράδι με τη Σούλα)
0 σχόλια Καταχωρήθηκε από τον/την Count_Zero στις 3:17 π.μ.Ο Κακομοίρης
(Το τελευταίο βράδυ με τη Σούλα)
03:00 πμ.
Γαμώ την κοινωνία δηλαδή! Ιούλιος μήνας, καύσωνας κι εγώ όχι air condition, ούτε καν ανεμιστήρα δεν έχω. Κι ύστερα σου λένε μπήκαμε στην Ο.Ν.Ε. Άντε τώρα να κοιμηθείς λούτσα στον ιδρώτα. Για να γαμήσεις δεν το συζητάμε καν. Κάτι μου μύρισε πριν και λέω τι έγινε, αρχίζω να σαπίζω; Τελικά ήταν η μπόχα απ’ τα μαλλιά της καλής μου. Μα τι στο διάολο; Με το λάδι απ’ τις πατάτες λούστηκε κι αυτή; Σιχάθηκα πια. Και καλά, αν ήταν μόνο η βρώμα απ’ τα μαλλιά της, που τώρα που μιλάμε πολύ πιθανό να έχει φτάσει στην είσοδο της πολυκατοικίας, ίσως και να κοιμόμουν. Αλλά είναι και η ανάσα της που μυρίζει μόνιμα κρεμμυδίλα. Δεν εξηγείται αλλιώς. Κάποιο κρεμμύδι έχει σφηνώσει στο λαιμό της. Τής είπα να το ψάξουμε.
Πάλι καλά, δε ροχαλίζει. Έτσι κι αρχίσει, με πήρε και με σήκωσε. Ροχαλίζει σαν ένα μπάρμπα που έχω στη Γαστούνη. Πού την πέτυχα ρε πούστη μου; Ο εκλεκτός είμαι; Κάτι τέτοιες ώρες εύχομαι να ’χε βαλβίδα σαν τα στρώματα θαλάσσης. Καλά, θα μου ’παιρνε ώρα να τη βρω αλλά δε γαμιέται, θα άξιζε τον κόπο. Θα την ξεφούσκωνα σαν τον Άγιο Βασίλη κι ύστερα θα την έχωνα σ’ ένα κουτί από παπούτσια στη ντουλάπα. Θα κοιμόμουν σαν άνθρωπος ρε αδερφέ και το πρωί θα βλέπαμε. Έτσι όπως τα κατάφερα όμως, θα τη φάω και σήμερα στη μάπα.
Πάντως για να λέμε και του στραβού το δίκιο, όταν πρωτοείδα στην παραλία τη Σούλα έπαθα πλάκα. Μεγάλος έρωτας μιλάμε. (Σίγουρα κάποιο βουβαλόπαιδο με κάτασπρη φόρμα adidas και ξύλινο τόξο απ’ τους μαύρους με λάβωσε μέρα μεσημέρι.) Έκανε τόπλες στον ήλιο το μωρό μου κι έτρωγε τυρόπιτα. Τα βυζιά της έμοιαζαν με μπάλες του handball. Δε συναντάς κάθε μέρα τέτοια πράμα. Πήγα να θαυμάσω από κοντά το αξιοθέατο και τι να δω; Η μούρη της είχε γεμίσει με φέτα. Αμάν λέω, τι είναι αυτό το κελεπούρι; Θυμάμαι μου χαμογέλασε κιόλας, πανάθεμά τη, και φάνηκε το τυρί που είχε μπλεχτεί στα σιδεράκια. Υπό κανονικές συνθήκες θα ’τρωγε μεγάλο δούλεμα το σούργελο, έλα όμως που ήθελα να το παίξω διανοούμενος ο μαλάκας!
Τι έγινε που είναι τροφαντή η κοπέλα; Τι κι αν έχει σιδεράκια; Σημασία έχει ο εσωτερικός της κόσμος. Όλο τέτοιες παπαριές έλεγα στον εαυτό μου και στους φίλους κι ύστερα άκουγα τον εξάψαλμο.
Δε ξέρω, ίσως έφταιγαν κάτι κουλτουριάρικα βιβλία που διάβαζα εκείνο τον καιρό, ίσως πάλι έφταιγε το ότι είχα να πηδήξω μήνες ολόκληρους. Εν πάσι περιπτώσει η μαλακία έγινε. Φορτώθηκα το ζώο κι ενώ πέρασαν δυο χρόνια από τότε, συνεχίζω το ίδιο βιολί. Ήθελα να ξέρα τι σκατά κάνω εγώ μαζί της! Αφού δεν είναι της κλάσης μου. Εντάξει, σπίτι δεν έχω, αυτοκίνητο δεν έχω, λεφτά για τσιγάρα δεν έχω, αλλά ούτε και γούστο ρε γαμώτο; Πότε θα τελειώσει αυτή η πλάκα; Υποθέτω μέχρι να βρω δουλειά. Προς το παρόν βλέπω τη μοσχαροκεφαλή της να εξέχει απειλητικά προς τη μεριά μου κι ανατριχιάζω. Κάτω απ ’το λευκό σεντόνι, μοιάζει με χιονισμένο βουνό αυτό το πράγμα. Α, ρε πουτάνα ανάγκη!
( H επόμενη μέρα )
08.00 π.μ.
Πάνω που κοιμήθηκα με ξύπνησε το καζανάκι. Ήταν το ζώο που έχεζε στο μπάνιο. Μου κάνει: «με πείραξε το σουβλάκι».
«Ποιο απ’ τα πέντε;» της λέω εγώ.
Το βούλωσε και την είδα που ξίνισε τα μούτρα της αλλά χέστηκα. Στο κάτω κάτω, αυτή μου χάλασε τη νύχτα. Για να μου τη σπάσει μετά, έβαλε ηλεκτρική σκούπα. Το ήξερε πως μου τη δίνει ο θόρυβος. Που να πάω κι εγώ με την τσίμπλα στο μάτι; Στο μπαλκόνι θα με τηγάνιζε ο ήλιος, στο μπάνιο θα με σκότωνε το μεθάνιο... Ήταν ολοφάνερο. Ήθελε να με διώξει η πουτάνα. Το πρώτο που σκέφτηκα ήταν να πετάξω τη σκούπα απ’ το μπαλκόνι. Ο λιγούρης ο απέναντι είχε παρκάρει ακριβώς από κάτω. Αλλά λέω, να του δώσω την ευκαιρία τού πούστη να πηδήξει τη Σούλα για μια γούβα στο καπό; Δε λέει.
Το μεγαλύτερο πάθος της Σούλας μετά το φαΐ ήταν οι κουρτίνες. Το ψώνιο ξόδευε κάμποσα απ’ τα λεφτά του μπαμπά της για ν’ αλλάζει ταχτικά, χρώματα και σχέδια αν και στο τέλος, πάντα μια μαλακία με φιόγκους κρεμόταν στο σαλόνι. Άμα δεν έχει γούστο ο άνθρωπος... Άνοιξα λοιπόν το κασόνι με τα χρώματα που είχαμε στην αποθήκη κι έπιασα δουλειά.
Όρεξη να υπάρχει και με μερικές λαδομπογιές κάνει θαύματα κανείς. Αφηρημένο εξπρεσιονισμό δεν ήθελε; Μια μέρα μ’ έσυρε με το ζόρι σε μια έκθεση δήθεν για να ψυχαγωγηθούμε κι εκεί που χάζευα μια γκόμενα γιατί βαρέθηκα να βλέπω ζωγραφιές από νήπια έρχεται κουνάμενη λυγάμενη και μου λέει με περίοπτο ύφος
«Αυτό άσχετε, είναι αφηρημένος εξπρεσιονισμός!»
Γι’ αυτό κι εγώ έκανα τις κουρτίνες τρικολόρε. Χάρη της έκανα. Μπόλικο πρασινάκι της τσόχας, λίγο αδερφίστικο ροζ και αρκετό μπλε για να δέσει με τα έπιπλα. Να υπογράψω δεν πρόλαβα, τα τηγάνια έφευγαν σφαίρα απ’ την κουζίνα.
Σφαίρα κατέβηκα κι εγώ τη σκάλα. Είπα, αν την ξανανέβω θα ’μαι και πολύ μαλάκας και χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα στο δρόμο άφραγκος κι άπλυτος. Σκεφτόμουν μετά μήπως τελικά είναι μαλακία που φεύγω. Που να τρέχω τώρα μες στο λιοπύρι; Δεν ανεβαίνω καλύτερα επάνω να κάνω το ψόφιο κοριό μέχρι να της περάσει η υστερία, να ξεκρεμάσω και τις γαμημένες τις κουρτίνες και ύστερα όλα μέλι γάλα; Αλλά και πάλι, πως θα συνεχίσω να μετράω μέρες με το κήτος; Τι να κάνω ρε πούστη μου;
Δεν πρόλαβα να αποφασίσω. Μια διαπεραστική φωνή μ’ έκοψε στη μέση. Η σκρόφα βγήκε στο μπαλκόνι και γκάριζε ασταμάτητα: «Ο Τάκης την έχει μικρή! Ο Τάκης την έχει μικρή!»
Οι συνταξιούχοι πετάχτηκαν έξω σαν αίλουροι λες και ήταν μείζον ζήτημα γι’ αυτούς το μέγεθος της πούτσας μου. Φορούσαν κι εκείνα τα κλασσικά τα φανελάκια τα αμάνικα και μου ’ρθε αναγούλα. Βγήκε κι ο σκατολιγούρης ο απέναντι και χαζογέλασε. Λέω έτσι είσαι ρε καριόλη; Ανέβηκα πάνω στο αμάξι του κι άρχισα να κατουράω. «Τώρα σου φαίνεται μικρή; Παλιαδερφή;» του λέω. Η Σούλα γούσταρε κι έβγαλε το σκασμό. Ο λιγούρης μπήκε μέσα για να τηλεφωνήσει στους μπάτσους. Οι γέροι με κάρφωναν ακόμα απ’ τις βεράντες και μουρμούραγαν. Περίμεναν να στραγγίξω μάλλον.
Και εκεί που τέλειωνε το show να πάνε κι οι μαλάκες οι αργόσχολοι στα σπίτια τους, περνάει μια θεια μου κακομούτσουνη που ήταν γεροντοκόρη κι έμενε εκεί πιο κάτω. Έρε πούστη γκαντεμιά! Εσύ μας έλειπες τώρα. Ούτε να κλάσουμε δε μπορούμε με το κωλόσογο!
«Φτούσου κερατά!», μου λέει, «δε σκέφτεσαι τη μάνα σου ρε;»
Να μην τα πολυλογώ, μου ’συρε τα εξ αμάξης η θεια. Δεν έλεγε να ξεκουμπιστεί. Οι γέροι άρχισαν να βρίζουν κι αυτοί. Δεν άντεξα, τους έριξα μια μούντζα και τράβηξα για την πλατεία. Τα ρούχα μου ήταν μες στη λαδομπογιά, τα δάχτυλά μου μύριζαν κάτουρο κι εγώ ήθελα απεγνωσμένα κάτι να πιω.
Στην πλατεία πέτυχα το φίλο μου τον Τσε σε αφασία. Ο Τσε όταν δε ζωγραφίζει πάνω σε χαρτόκουτα, πίνει μέχρι να ξεράσει και διατυμπανίζει ότι είναι η μετενσάρκωση του Caravaggio. Ήπια λίγο απ’ το μπουκάλι του και ξάπλωσα στον ίσκιο. Καλά την έχει ο Τσε. Ποιος ξέρει εγώ, ποιανού μαλάκα είμαι η μετενσάρκωση.
Ετικέτες: Διηγήματα, Keyser Soze
Σου μιλάει ο Ίνεκιν, ο ύπατος Διαχειριστής Ανθρώπινης Μνήμης. Θ’ αναρωτιέσαι πώς και κυρίως γιατί, έφτασα ως εδώ. Πριν σου εξηγήσω, πρέπει να καταλάβεις ορισμένα πράγματα γενικά για τους ΔΑΜ και για τη φιλοσοφία της ΔΑΔ – Διαχείρισης Ανθρώπινης Διάνοιας. Το ξέρεις πως ήταν μια αναπόφευκτη εξέλιξη της προόδου των επιστημών, που οδήγησε σε μια εντυπωσιακή ζεύξη. Στις αρχές του 21ου αιώνα οι άνθρωποι είχαν αρχίσει να τρελαίνονται με τον απίστευτο όγκο πληροφοριών που έπρεπε να δεχτούν, να επεξεργαστούν και να διοχετεύσουν με τη σειρά τους. Καθημερινά οι εξελίξεις έτρεχαν παντού, ο πλανήτης χόρευε σε ξέφρενους ρυθμούς. Οι πολιτικοί ήταν διαρκώς εκτεθειμένοι στη ροή των γεγονότων, οι επιστήμονες βίωναν μια καθημερινή απαξίωση του έργου τους, οι εργάτες ζούσαν σε καθεστώς πνευματικής υποδούλωσης και αποστέρησης.
Η αλματώδης εξέλιξη της τεχνολογίας των μικροεπεξεργαστών, παράλληλα με τις έρευνες για την ανίχνευση των εγκεφαλικών λειτουργιών, οδήγησαν τελικά σε μια λύση που αποφόρτισε χίλια δυο προβλήματα: η ανθρώπινη μνήμη επιτέλους απομονώθηκε από τις άλλες λειτουργίες. Έγινε εφικτό να αφαιρούμε και να επανεισάγουμε σε έναν εγκέφαλο επιλεγμένα τμήματα της ατομικής του μνήμης δίχως να βλάπτουμε τις λοιπές του ικανότητες, την αντίληψη και τη μάθηση. Το ξέρω πώς αυτό το τελευταίο θα σε εκπλήξει, θα μου πεις ότι τα πράγματα δε λειτουργούν έτσι σήμερα. Έχεις δίκιο. Ξέρεις, πολλές φορές στην ιστορία, τμήματα της τεχνογνωσίας που κατακτάται αποσιωπούνται, θάβονται, στο βαθμό που δεν εξυπηρετούν τους διαχειριστές της. Έτσι έγινε και με τη μνήμη. Η δυνατότητα χρησιμοποιήθηκε με ένα συγκεκριμένο τρόπο, τον τρόπο που θα οδηγούσε σε αμεσότερη αποφόρτιση των οξύτερων προβλημάτων.
Έτσι, οι εφαρμογές κατευθύνθηκαν προς την αφαίρεση της μνήμης κι όχι προς την επανεισαγωγή της. Στο κάτω κάτω ο εγκέφαλος δεν μπορούσε να μετατραπεί σε τσίρκο της εκάστοτε διάθεσης του καθένα. Η ανακάλυψη ήταν πολύ σοβαρή για να αφεθεί στα χέρια του λαού. Μπορεί να ακούγομαι αυστηρός, και σίγουρα ξέρεις καλά ότι υπάρχουν και αντίθετες απόψεις, αλλά σκέψου τα αποτελέσματα αυτών των επιλογών. Αφαιρώντας τμήματα μνήμης από ανθρώπους με τραυματικές εμπειρίες, καταφέραμε να τους κρατήσουμε υγιείς, μειώνοντας έτσι δραστικά τα προβλήματα ψυχοπαθολογίας. Αφαιρώντας τμήματα μνήμης από εγκληματίες, ουσιαστικά καταργήσαμε τις φυλακές: για μικρά αδικήματα αφαιρούμε τη γενεσιουργό τους αιτία και έτσι εξαλείφουμε την παραβατικότητα, ενώ για μεγάλα αδικήματα που επιβάλλουν σωφρονισμό, αφαιρούμε τα τμήματα εκείνα που δημιουργούν τα ψυχικά άλλοθι, και έτσι τους καταδικάζουμε να ζουν με τις τύψεις τους. Αφαιρώντας τμήματα μνήμης από τους επαγγελματίες στρατιώτες φτιάξαμε ένα στράτευμα που καλύτερο δεν θα μπορούσε να υπάρξει, κάνοντάς τους απόλυτα ταγμένους στο καθήκον, απαλλαγμένους από κάθε αμφιβολία. Αυτή ακριβώς η εφαρμογή στο στρατιωτικό πεδίο, ήταν η βάση για τη δημιουργία της επιστήμης της Διαχείρισης Ανθρώπινης Διάνοιας που τελικά οδήγησε στα πιο ουσιαστικά και γενικευμένα αποτελέσματα.
Αφού βελτιώνεται ο επαγγελματισμός των στρατιωτών, γιατί να μη βελτιώνονται και οι επαγγελματίες κάθε είδους, σκεφτήκαμε. Έτσι, μετά από χρόνια ζυμώσεων, φτάσαμε στο σημερινό μοντέλο: υποχρεωτική επιλεκτική αφαίρεση μνήμης σε τρία στάδια της ζωής, στην ηλικία των 18, των 35 και των 50 χρόνων. Δεν μπορείς να αρνηθείς ότι αυτό οδήγησε σε μια κοινωνία πολύ πιο ανθρώπινη. Η μνήμη βλέπεις είναι μια λειτουργία πολύ ιδιόρρυθμη. Οι άνθρωποι δε συγκρατούν στην ενεργητική μνήμη τις πιο χρήσιμες γι’ αυτούς αναμνήσεις. Πολλές φορές επιμένουν σε ένα περιεχόμενο οδυνηρό, βολικό, ή έστω μη λειτουργικό. Επίσης πολλές φορές οδηγούνται σε αντιφάσεις, γιατί ενεργοποιούν ορισμένες αναμνήσεις κάποιες συγκεκριμένες στιγμές, προκειμένου να αντεπεξέλθουν σε καταστάσεις, και άλλες φορές τις απωθούν στη λανθάνουσα μνήμη. Η ΔΑΔ κατόρθωσε να διαχωρίσει και να ταξινομήσει με μεγάλη ακρίβεια τις κατηγορίες αναμνήσεων και κυρίως την αλληλεπίδρασή τους. Έτσι, ένας άνθρωπος 18 ετών που πρέπει να λάβει επιστημονική κατάρτιση, δεν είναι δυνατόν να απασχολεί το νου του με το ποδήλατο που δεν του αγόρασαν οι γονείς του στα 5 του χρόνια, ούτε με την εικόνα της μητέρας του να κλαίει σιωπηλά στην κουζίνα ένα μεσημέρι που γύρισε νωρίτερα απ’ το σχολείο. Σεβόμαστε ότι όλ’ αυτά είναι οδυνηρά, γι’ αυτό και τα διαγράφουμε, δεν του χρειάζονται, δεν τον κάνουν ευτυχισμένο. Πρόσεξε όμως: αν αυτός ο άνθρωπος έχει δηλώσει ότι ενδιαφέρεται να σπουδάσει νομική, δεν μπορούμε να αφήσουμε στη μνήμη του ούτε ορισμένες ευχάριστες εμπειρίες, όπως για παράδειγμα τη φορά που ο πατέρας του δεν τον μάλωσε για μια ζημιά επειδή κατάλαβε ότι δεν ήταν εμπρόθετη. Κάθε άνθρωπος πρέπει να αφήνεται με τις αναμνήσεις που εξυπηρετούν αυτό για το οποίο προορίζεται. Η αφαίρεση αναμνήσεων στο 35ο έτος της ηλικίας δεν είναι τόσο ουσιώδης, αφορά κυρίως την απελευθέρωση ζωτικής μνήμης από ένα σωρό σκουπίδια που συσσωρεύονται με τα χρόνια: χιλιάδες άχρηστες εικόνες, ιστορίες που άκουσαν, ρουτίνες. Η τελευταία αφαίρεση στο 50ο έτος, έχει ως κύριο στόχο την αντιμετώπιση της φθοράς και της επερχόμενης κούρασης. Δεδομένου ότι ο άνθρωπος πρέπει να μείνει παραγωγικός για αρκετά χρόνια ακόμα, η αφαίρεση αυτή έχει διορθωτικό στόχο. Απαλείφουμε προσεκτικά τα πλέον δυσάρεστα γεγονότα, τις αποτυχημένες ή ημιτελείς προσπάθειες για κάτι, τα παραδείγματα ματαιότητας, τις στιγμές μοναξιάς.
Παρ’ ότι οι “τρεις αφαιρέσεις” όπως είναι ευρύτερα γνωστές, έχουν αρκετούς πολέμιους, δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι ένα άδικο ή ισοπεδωτικό σύστημα. Ασφαλώς είναι απόλυτα υποχρεωτικές και καθώς είναι συνδεδεμένες με το ασφαλιστικό σύστημα, είναι πολύ δύσκολο να τις αποφύγει κανείς. Αυτό γίνεται όμως κυρίως για λόγους ισονομίας. Από μια τέτοια δραστική επέμβαση στη ζωή των ανθρώπων δε θα μπορούσε να εξαιρεθεί κανείς, απόδειξη το ότι ακόμα και οι ανώτατοι αξιωματούχοι, πολιτικοί και επιχειρηματίες είναι υποχρεωμένοι να τις υποστούν. Όμως το ξέρεις ότι και πάλι υπάρχουν πολλά παράθυρα στο νόμο. Για παράδειγμα, αρκεί μια μόνο υπεύθυνη δήλωση για να υποστεί κάποιος μια ελαφρότερη μορφή της διαδικασίας, την αφαίρεση δηλαδή μόνο των ΔΕΑ (Δυνάμει Επικίνδυνων Αναμνήσεων), φτάνει να αποδεχτεί το γεγονός ότι θα προσαχθεί βίαια για αφαίρεση εάν παρανομήσει έστω και μία φορά καθώς και το ότι θα είναι αποκλεισμένος από μια σειρά επαγγελμάτων και δραστηριοτήτων. Επίσης, το γνωρίζεις ότι υπάρχει ειδικό καθεστώς αντιμετώπισης για συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων, όπως είναι για παράδειγμα οι καλλιτέχνες. Η κοινωνία μας τιμά τους ανθρώπους εκείνους που δέχονται να ξοδέψουν τη ζωή τους μέσα σε μια εν ζωή κόλαση, την κόλαση των αναμνήσεων, προκειμένου να μας δώσουν ιδέες, απόλαυση, ελπίδα αλλά και διδάγματα. Έτσι, οι άνθρωποι αυτοί μπορούν να ενταχθούν σε καθεστώς ΔΕΑ άνευ ειδικών περιορισμών κατ’ επιλογήν τους.
Έχεις δίκιο να ανυπομονείς τώρα. Ποτέ δε σου εξήγησα πραγματικά ποιο ήταν το έργο μου. Η εισαγωγή αυτή που έκανα όμως, ήταν επιβεβλημένη για να καταλάβεις τα επόμενα. Τώρα λοιπόν σου μιλάει ο Ίνεκιν, ο διευθυντής ενός από τα παλαιότερα Κέντρα ΔΑΔ στον κόσμο. Οι μακρόχρονες σπουδές μου στο σύνθετο αυτό αντικείμενο, που περιλάμβαναν τον πυρήνα παραδοσιακών επιστημών όπως η Ιατρική, η Ψυχολογία, η Τεχνολογία Υπολογιστών, οι Νευροεπιστήμες, η Βιοτεχνολογία και η Φιλοσοφία, σε συνδυασμό με το σφοδρό μου ενδιαφέρον γι’ αυτό, με έκαναν να θεωρούμαι αυθεντία του χώρου. Τα ερευνητικά μου ενδιαφέροντα δεν ήταν πρωτότυπα αλλά διεξοδικά, πράγμα που οδήγησε σε άριστα αποτελέσματα. Ασχολήθηκα κυρίως με την περαιτέρω διερεύνηση των αλληλεπιδραστικών ιδιοτήτων της μνήμης. Για να στο πω πιο απλά, το πώς μια συγκεκριμένη ανάμνηση εμπλέκεται με άλλες, φαινομενικά άσχετες. Είμαι ο πρώτος που εντόπισε ότι οι σχέσεις μεταξύ αναμνήσεων, βασίζονται κυρίως στο χρόνο. Όχι τόσο στο χρόνο που οι αναμνήσεις υπήρξαν ως βιώματα, αλλά στη χρονική στιγμή της σύνδεσής τους. Ένα παροντικό βίωμα, μπορεί να ενεργοποιήσει δύο ή και περισσότερες άσχετες μεταξύ τους αναμνήσεις και να δημιουργήσει αυτό που ονομάζω «παρεμβολή στο παρόν». Θα το καταλάβεις αυτό καλύτερα αν σκεφτείς πώς βλέπουμε μέσα από ένα τζάμι πάνω στο οποίο κυλάει νερό. Δεν βλέπουμε καθαρά αυτό που είναι απ’ έξω αλλά σύμφωνα με την παραμόρφωση που ορίζει η ροή του νερού. Η παρεμβολή στο παρόν είναι τις περισσότερες φορές καταστροφική καθώς οδηγεί σε ανορθολογικές αντιδράσεις. Έτσι, το ουσιαστικότερο συμπέρασμα που εξάγεται από αυτό είναι ότι αν θέλουμε να μάθουμε ποιες είναι οι δυνάμει επικίνδυνες αναμνήσεις, τότε θα πρέπει πρώτα να αναρωτηθούμε ποια είναι τα δυνάμει παρόντα, ποιες είναι οι πιθανές συνθήκες στις οποίες αν βρεθούμε εκτεθειμένοι, θα έρθουμε αντιμέτωποι με το παρελθόν.
Με τις ανακαλύψεις αυτές, αναδιαρθρώθηκε όλη η διαδικασία της αφαίρεσης μνήμης. Έως τότε, το υποκείμενο απλώς ερχόταν στο κέντρο, βγάζαμε ένα αναλυτικό αντίγραφο της μνήμης του, δημιουργούσαμε το σχέδιο αφαίρεσης και τέλος το εφαρμόζαμε εντός πολύ αυστηρών πρωτοκόλλων. Το ξέρω πως όλα αυτά τα τεχνικά που σου λέω δεν τα ξέρεις, έξω απ’ τον επιστημονικό μας κύκλο κανείς δεν τα ξέρει γιατί δε θα ήταν σκόπιμο. Πρωτόκολλο λέμε το μοντέλο που καθορίζει μια διαδικασία. Για παράδειγμα, στην κατηγορία «ευχάριστες παιδικές αναμνήσεις» μπορεί σε έναν άνθρωπο να έχουμε πολλές οικογενειακές εκδρομές στην εξοχή. Τα περιεχόμενά τους παραμετροποιούνται και ανασυντάσσονται ώσπου να αφαιρεθούν οι επαναλήψεις και να μείνει ένας μικρός αριθμός περιστάσεων που διαφοροποιούνται μεταξύ τους. Αυτές περνάνε από δεύτερο έλεγχο και απορρίπτονται αυτές που περιλαμβάνουν προβληματικές αναμνήσεις. Ο τρίτος έλεγχος αφορά στις σχέσεις των αναμνήσεων που περιέχονται σε όσες εκδρομές απόμειναν, με προηγούμενες αναμνήσεις. Απορρίπτοντας κι από εκεί ορισμένες, μας μένουν λίγες μα απόλυτα κατάλληλες εκδρομές στην εξοχή, και αυτές κρατάμε. Τα πρωτόκολλα είναι πολλά και σύνθετα και φυσικά θα ήταν αδύνατο να εφαρμοστούν δίχως τη βοήθεια υπολογιστών. Οι σχέσεις που παρουσιάζονται είναι τόσο περίπλοκες που κανένας ανθρώπινος νους δε θα μπορούσε να τις συλλάβει. Έτσι εν τέλει εμείς σαν Διαχειριστές Ανθρώπινων Αναμνήσεων δεν αξιολογούμε τις αναμνήσεις αυτές καθαυτές, αλλά τις συντάσσουμε σε αφηρημένες κατηγορίες, δίνοντας έτσι τα κατάλληλα στοιχεία στον υπολογιστή για να δημιουργήσει το σχέδιο αφαίρεσης.
Το πρόβλημα ήταν τα ποσοστά αποδοτικότητας, τα οποία άγγιζαν το 78%. Σε λειτουργικό επίπεδο αυτό ήταν πολύ ικανοποιητικό, όμως παράμεναν ανοιχτές οι πιθανότητες ένας άνθρωπος να αντιδράσει ακατάλληλα σε μια εντελώς απροσδιόριστη χρονική στιγμή, ακόμα και με τις αναμνήσεις που του είχαν απομείνει.
Η ανακάλυψή μου για την παρεμβολή του παρόντος ανέβασε την αποδοτικότητα στο 92%. Τα υποκείμενα πλέον δεν υφίστανται μια μηχανιστική διαδικασία, αλλά ερευνούνται πρώτα σε βάθος και για ικανό χρονικό διάστημα. Επειδή ο πειραματισμός σε πραγματικές συνθήκες είναι ανέφικτος, δημιουργήσαμε μια σειρά εργαστηριακών καταστάσεων, με τον γενικό τίτλο Προσομοιωτής Συνθηκών Ζωής με Επιτάχυνση. Έτσι τώρα το υποκείμενο πριν υποστεί την αφαίρεση αναμνήσεων, περνάει από μια σειρά προσομοιωμένων κρίσιμων εμπειριών έτσι ώστε να καταγραφούν οι αντιδράσεις του και να εντοπιστούν ποιες ακριβώς αναμνήσεις ενεργοποιούνται κάθε φορά. Οι εμπειρίες αυτές έχουν επίσης κατηγοριοποιηθεί σύμφωνα με το μοντέλο Κυρίαρχης Δομής Αναμνήσεων, καθώς είναι σαφές ότι κάθε πιθανό μέλλον θα μετατραπεί σε μνημονικό παρελθόν ακολουθώντας ταυτόσημο δομικό μονοπάτι για κάθε άνθρωπο.
Όλα πήγαιναν καλά, ώσπου ήρθες εσύ στο Κέντρο. Ήσουν 18 χρονών και ερχόσουν για την πρώτη σου αφαίρεση, αλλά έδειχνες αρκετά μικρότερη, σχεδόν κοριτσάκι. Εντάχθηκες στην τρέχουσα ερευνητική ομάδα 5 που την είχα αναλάβει εγώ. Οι ερευνητικές ομάδες τρέχουν παράλληλα με τις αφαιρέσεις. Αυτό σημαίνει ότι χρησιμοποιούμε τους ανθρώπους που έρχονται για να εμπλουτίσουμε τις ήδη υπάρχουσες γνώσεις και να βελτιώσουμε περαιτέρω τα πρωτόκολλα. Έτσι, έτρεξα το αδρό αντίγραφο των αναμνήσεών σου ο ίδιος, μια δουλειά ρουτίνας που σπανίως πια έκανα. Εδώ πρέπει να σου μιλήσω για τη διαδικασία Αποκατάστασης της Υποκειμενικότητας. Οι αναμνήσεις των ανθρώπων δεν είναι αντικειμενικές, δηλαδή δεν αναπαριστούν πιστά τη βιωμένη πραγματικότητα, ούτε συνεπείς μεταξύ τους, δηλαδή αναπαριστούν με διαφορετικό τρόπο δύο ταυτόσημα συμβάντα. Για παράδειγμα, ο πατέρας ενός ανθρώπου μπορεί να παριστάνεται κάποτε σαν σκύλος, άλλοτε να έχει μόνο κεφάλι σκύλου, άλλοτε να φαίνεται σαν κενό της εικόνας, άλλοτε σαν φωνή μόνο, άλλοτε σα γραπτό κείμενο, και ότι βάλει ο νους σου. Αυτές οι αναπαραστάσεις περιέχουν και τα πιο επικίνδυνα τμήματα των αναμνήσεων και πρέπει οπωσδήποτε να αντικαθίστανται από την πραγματικότητα. Ευτυχώς αυτή η διαδικασία είναι από τις πλέον τελειοποιημένες. Ο υπολογιστής, καθώς έχει στη διάθεσή του ανά πάσα στιγμή το σύνολο των δεδομένων μιας μνήμης, κάνει χιλιάδες διασταυρώσεις ώσπου την «καθαρίζει» με μεγάλη επιτυχία.
Έτρεχα τις αναμνήσεις σου και ετοιμαζόμουν να αρχίσω τη διαδικασία καθαρισμού. Ήταν μια τρέλα. Όλα ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστα κι όλα έτρεχαν με απίστευτη ταχύτητα, σαν εκατομμύρια σουρεαλιστικοί πίνακες που κάλπαζαν ξέφρενα σε λεωφόρο. Δεν υπήρχαν καν παύσεις, όπως στους περισσότερους ανθρώπους που μπορεί ένα πλάνο να διαρκέσει ώρες, ακόμα και μέρες σ’ όσους πάσχουν. Ανέτρεξα στο φάκελό σου, για να δω τα στοιχεία σου. Τέτοιες διαταραχές στις αναμνήσεις παρουσιάζονται συνήθως σε ανθρώπους με αισθητηριακά προβλήματα, κωφούς και τυφλούς, και με κάποιες παραλλαγές σε αυτιστικούς και καθυστερημένους. Δε βρήκα τίποτα. Είχες ένα τυπικό προφίλ, μέσοι όροι σε όλα. Έφτιαξα ένα αντίγραφο και πάτησα με ένταση το πλήκτρο Αποκατάστασης. Η διαδικασία ολοκληρώθηκε σε 5 μόλις λεπτά. Τίποτα, λες και δεν είχε γίνει καθόλου. Επανέλαβα τη διαδικασία απανωτές φορές, έκανα έλεγχο αξιοπιστίας, μα και πάλι τίποτα. Οι αναμνήσεις σου αντιστεκόταν στο καθάρισμα. Για μια στιγμή ένιωσα μια άγρια χαρά. Σκέφτηκα ότι έπεσα πάνω σε ένα σπάνιο περιστατικό, μια μοναδική ευκαιρία για μελέτη περίπτωσης. Αν εντόπιζα τι ήταν αυτό που είχε φορμάρει τη μνήμη σου με τέτοιο τρόπο, μπορεί να έβρισκα την απάντηση σε χίλια δυο ζητήματα. Όμως αμέσως μετά κατάλαβα ότι αυτό δεν ήταν παρά ευσεβής πόθος. Είχα δει χιλιάδες μνήμες, ήξερα όλο το φάσμα των αποκλίσεων. Η περίπτωσή σου άρχισε να φαίνεται σαν εξαιρετικά επικίνδυνη.
Ζήτησα μια προσωπική συνέντευξη μαζί σου, κατά παράβαση των διαδικασιών. Ήσουν δειλή και μαζεμένη, μια τυπική περίπτωση εφήβου. Σ’ όλες μου τις ερωτήσεις απάντησες με εξοργιστικά συνηθισμένο τρόπο. Τι θες να σπουδάσεις Όσελε; Κοσμητική μικροτεχνία, Γιατί το επέλεξες αυτό; Γιατί είναι η δουλειά του πατέρα μου και θα την αναλάβω εγώ, Αν δεν ήταν αυτή η δουλειά του πατέρα σου θα επέλεγες κάτι άλλο; Δεν ξέρω, δεν το ‘χω σκεφτεί ποτέ, Σου αρέσουν τα κοσμήματα; Αρκετά, Όχι πολύ; Μ’ αρέσει πιο πολύ να τα φοράω, Τότε γιατί να μάθεις και να τα φτιάχνεις; Δεν θα τα φτιάχνω εγώ αλλά οι εργαζόμενοι, πρέπει όμως να μάθω για να γίνω μια καλή επιχειρηματίας, Σου αρέσει να γίνεις επιχειρηματίας; Μου αρέσει να ζω όπως μου αρέσει, Τι άλλο σου αρέσει; Η μουσική, η διασκέδαση... Τ’ αγόρια; Ναι, και τα αγόρια, Τι θα ‘θελες να ‘χεις που δεν έχεις; Μια μάινα, Γιατί θέλεις μια μάινα; Για να δω αν μιλά πραγματικά, την είδα στην τηλεόραση και μου άρεσε, Τι σε δυσαρεστεί; Να είμαι άρρωστη, Με τι λυπήθηκες περισσότερο απ’ όλα; Όταν πέθανε ο Φοξ, ο γάτος μου, Πέθανε κανείς άλλος που ήταν κοντά σου; Όχι...
Αδιέξοδο, η συζήτηση δεν έβγαζε πουθενά. Ήσουν ένα απολύτως συνηθισμένο κορίτσι, από εκείνα που κυκλοφορούν κατά χιλιάδες στους δρόμους των μητροπόλεων. «Σαν τη Γιάντι» σκέφτηκα. Όμως όχι, δεν ήσουν σαν τη Γιάντι. Η κόρη μου, μόλις λίγους μήνες μικρότερή σου, ήταν πολύ πιο ενδιαφέρουσα. Μη σε πληγώνει αυτό, δε θέλω να πω ότι εσύ ήσουν ανόητη. Αντιθέτως, είχες μια μοναδική στον κόσμο μνήμη, μέσα στο καλύτερο καμουφλάρισμα: την κοινοτοπία της έκφρασής της. Η κρίση μου για τη Γιάντι δεν ήταν πατρικός κομπασμός. Είμαι αρκετά έμπειρος για να μπορώ να διακρίνω πότε ένας άνθρωπος είναι εξαιρετικός. Η Γιάντι ήταν χαρισματική από μικρή, πάντα με εξέπληττε ο τρόπος που σκεφτόταν. Με έκανε όμως να νιώθω κάτι τρομερό, κάτι που δεν ομολόγησα ποτέ σε κανέναν Όσελε, μόνο σε σένα το λέω. Κάθε φορά που ήμασταν μαζί και της έδειχνα ή της μάθαινα κάτι, κι εκείνη ανταποκρινόταν με τον γλυκύτατο και πανέξυπνό της τρόπο, η ίδια σκέψη στριφογύριζε πάντα στο μυαλό μου: αυτές οι αναμνήσεις κάποτε θα αφαιρεθούν. Ήξερα ότι τα περισσότερα από τα μοναδικά πράγματα που μοιραζόμασταν, στα 18 της χρόνια θα αποθηκευόταν στο δίσκο ενός υπολογιστή και θα κρατιόταν μακριά της για πάντα. Και τότε η αγάπη της για μένα με πλήγωνε περισσότερο, γιατί μετά την αφαίρεση σίγουρα θα μετριαζόταν, θα ερχόταν σε αυτό που ονομάζουμε «φυσιολογικά επίπεδα». Τι είναι η αγάπη αν όχι το σύνολο των αναμνήσεων από τις όμορφες στιγμές που περάσαμε με κάποιον; Δεν ήθελα η Γιάντι, η μονάκριβή μου να με αγαπά σε «φυσιολογικό επίπεδο», ήθελα να με λατρεύει για πάντα, όπως τη λάτρευα κι εγώ. Κι όμως σε μερικούς μήνες θα βρισκόταν κι εκείνη στη θέση σου. Δε γινόταν αλλιώς...
Ή μήπως γινόταν; Σαν αστραπή πέρασε απ’ το νου μου μια πιθανότητα, που κάποια άλλη στιγμή θα μου είχε φανεί ως η πλέον απαράδεκτη σκέψη. Κι όμως το σκέφτηκα, πέρασε απ’ το μυαλό μου, και δεν μπορούσα πια με τίποτα να το αρνηθώ... Η μνήμη σου Όσελε ήταν μη Αποκαταστάσιμη. Δεν ήξερα τι στην ευχή είχε συμβεί, μα είχες μια μνήμη ανερμήνευτη, ακατανόητη, και γι’ αυτό μη αφαιρέσιμη. Η λύση ήταν μονόδρομος: αντικατάσταση της μνήμης με κολάζ άλλων. Η μέθοδος αυτή είναι αποτελεσματική, ειδικά σε περιπτώσεις νοητικής υστέρησης και συναφών προβλημάτων, αλλά έχει ένα βασικό μειονέκτημα: το υποκείμενο γίνεται ένας άλλος. Ο εγκέφαλός σου δε θα είχε πλέον καμιά δική σου ανάμνηση, αλλά θα αποκτούσες μια συνολικά νέα συνείδηση. Αυτό θα σήμαινε ότι θα ήσουν ένα άτομο ικανό και με ένα εύρος επιθυμητών γνώσεων, αλλά θα έπρεπε να ξαναδιδαχτείς τα πάντα για τη ζωή σου, να γνωρίσεις απ’ την αρχή τους γονείς και τους φίλους σου κι αυτοί να γνωρίσουν εσένα.
Δεν ήσουν καθυστερημένη, ούτε έδειχνες να έχεις προβλήματα που να καλούν στη δραστική αυτή λύση, κι έτσι το συμβούλιο συνεδρίασε και αποφάσισε να σου δώσει μερικούς μήνες διορία προκειμένου να προετοιμαστείς ψυχολογικά. Αυτό με βόλευε αφάνταστα. Κανόνισα να συμπέσεις με την αφαίρεση της Γιάντι. Και δρομολόγησα το σχέδιό μου. Ναι Όσελε, σου αποκαλύπτω το μεγάλο μου μυστικό τώρα. Αφαίρεσα τις αναμνήσεις της Γιάντι ως όφειλα, με απόλυτο επαγγελματισμό. Όλοι οι έλεγχοι έδειξαν ότι πέρασε με επιτυχία όλη τη διαδικασία. Παραποίησα τους κωδικούς της μνήμης που είχα αφαιρέσει από κείνη, ώστε να δείχνουν ότι προέρχονται από διάφορα άτομα. Αφαίρεσα ολοκληρωτικά τη δική σου μνήμη και σου πέρασα τη μνήμη της Γιάντι ατόφια. Σε έκανα ένα ζωντανό δοχείο που πλέον εμπεριέχει όλα όσα δεν είναι πια η κόρη μου Όσελε. Φυσικά, αμέσως μετά τη διαδικασία ζήτησες να με δεις. Μου είπες πόσο πολύ με συμπαθείς. Πέτυχε! Η Γιάντι συνέχιζε να με λατρεύει μέσα από σένα Όσελε, και θα συνέχιζε για πάντα. Φυσικά σε κράτησα πολύ κοντά μου. Φρόντισα να γνωριστώ με το περιβάλλον σου, έγινα ο καλύτερος φίλος σου. Κι από τότε Όσελε έγινα ο δεύτερος πατέρας σου, σε έβλεπα να κάνεις τόσα όμορφα πράγματα και ένιωθα περήφανος για σένα, εκπλήρωνες όλα όσα δε θα μπορούσε να κάνει ποτέ το κοριτσάκι μου.
Κι όμως, θα μου πεις ότι όλα όσα λέω είναι προϊόντα τρέλας, αναιρούν όλα όσα υποστήριξα παραπάνω, αναιρούν όλη μου τη ζωή. Έκανα κάτι απολύτως ενάντιο με αυτό που υπηρέτησα με πάθος μια ολόκληρη ζωή, θα μου πεις. Μα δεν ξέρεις το χειρότερο Όσελε, κανείς έξω απ’ τον κύκλο δεν το ξέρει, δεν επιτρέπεται να το μάθει. Θα έχεις ακούσει τις φήμες για τους Προνομιούχους. Ο κόσμος λέει ότι υπάρχουν κάποιοι στον κόσμο που δεν υφίστανται αφαίρεση μνήμης κι όχι μόνο δεν τους επιβάλλονται κυρώσεις, αλλά ανήκουν στα ανώτατα κλιμάκια της ιεραρχίας. Λένε πως αυτοί είναι που κινούν τα πάντα, ένα κλειστό λόμπι με σχεδόν θεϊκές ιδιότητες, καθώς είναι οι μοναδικοί με άθικτη μνήμη αλλά και εξουσία. Η επιλογή γίνεται από τη νηπιακή ηλικία, σε παιδιά που επιδεικνύουν εξαιρετικές ικανότητες. Μεγαλώνουν σε περιβάλλον με πολύ αυστηρές προδιαγραφές και προορίζονται αποκλειστικά για διευθυντές των Κέντρων Διαχείρισης Ανθρώπινης Διάνοιας που διαθέτουν και ερευνητικό τμήμα. Ναι Όσελε, είμαι ένας από αυτούς, είμαι ένας από τους πέντε Προνομιούχους στον κόσμο. Ζω με τη μνήμη μου άθικτη, με τις πληγές, τις πλάνες και τις χαρές μου διάπλατες μέσα μου. Το τίμημα που πληρώνουν οι Προνομιούχοι είναι η κόλαση της διαρκούς εγρήγορσης, της αιώνιας αγρύπνιας. Δεν έχω χαρεί ποτέ το δώρο του ύπνου, δεν έχω δικαίωμα στη λήθη, ούτε στην παροδική. Για να έχω πλήρη πρόσβαση στη μνήμη, στερήθηκα για πάντα τα όνειρα.
Η Γιάντι άξιζε να γίνει σαν κι εμένα, είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Όμως υπάρχει ο όρος της μη κληρονομικής διαδοχής: ποτέ τα παιδιά των Προνομιούχων δεν γίνονται κι αυτά Προνομιούχοι. Είχα δεκαοκτώ χρόνια μπροστά μου να το αποδεχτώ και νόμιζα πως τα είχα καταφέρει, η αφοσίωσή μου στη δουλειά μου έδινε πολύ κουράγιο. Όμως όταν έφτασε η στιγμή όλα κατέρρευσαν μέσα μου, τίποτα δεν είχε πια σημασία παρά η διάσωση της Γιάντι. Και το έκανα, τουλάχιστον με τον τρόπο που μπορούσα, κι ας είμαι καταραμένος στους αιώνες, κι ας γίνω η νέα ενσάρκωση του Δαίμονα επί γης.
Όσελε θέλω να προσέξεις πολύ αυτά που θα σου πω τώρα. Αν όλος μου αυτός ο λόγος περνά αυτή τη στιγμή από τη συνείδησή σου, σημαίνει ότι έφτασε η ώρα. Σου εμφύτευσα την ανάμνηση αυτών των σκέψεων μου σε ένα αυτοεκλυόμενο κέλυφος. Είναι προγραμματισμένο να απελευθερωθεί μέσα σου μόλις ακυρωθεί από μένα αυτή η ανάμνηση της σκέψης που κάνω τώρα. Δηλαδή, τη στιγμή που θα πεθάνω. Μη με πενθείς Όσελε, όχι μην κλαις γλυκιά μου, σου έκανα το πιο σκληρό πράγμα που μπορεί να κάνει άνθρωπος σε άνθρωπο, σου όρισα μοίρα. Άκουσέ με. Πρέπει να βρεις τη Γιάντι. Φρόντισα να εκπαιδευτεί κατάλληλα και να εργάζεται τώρα στο Κέντρο. Έχει πρόσβαση στα αρχεία. Θέλω να ενώσετε τη συνείδησή της πάλι, θέλω να ενοποιήσετε τις αναμνήσεις της. Δε με ενδιαφέρει ποια από τις δυο θα το αναλάβει, είστε και οι δυο πολυαγαπημένες μου και το Έργο ανήκει και στις δυο. Η παλιά σου μνήμη Όσελε, βρίσκεται κι αυτή αποθηκευμένη άθικτη. Είναι κι αυτή εξίσου μοναδική και πιστεύω ότι ο λόγος που αντιστάθηκε τόσο, ήταν για να συναντηθεί με τη μνήμη της Γιάντι. Η μια σας λοιπόν να γίνει η παλιά Γιάντι και η άλλη η παλιά Όσελε. Στο τέλος της ανάμνησης αυτής θα βρεις όλους τους κωδικούς για να ολοκληρώσετε τη διαδικασία δίχως να σας υποπτευθεί κανείς. Μετά δε θα γίνετε ο παλιός σας εαυτός - δεν υπάρχει πια περιθώριο για κάτι τέτοιο. Η κλωστή που σας ενώνει είναι αιώνια και η Ακέραια Μνήμη θα βαραίνει εξίσου και τις δυο.
Μοναδική κληρονομιά αφήνω πίσω δυο Απόκρυφες Προνομιούχες. Πολεμήστε.
Ετικέτες: Διηγήματα, Ελένη Κονιδάρη
Απόλυτο σκοτάδι, η σιωπή δίνει το δικό της ρεσιτάλ σε ένα μέρος που δεν είχε συχνά επισκέπτες, ο αέρας ήταν στοργικός και το έδαφος φιλόξενο, το μαύρο ήταν το μόνο χρώμα που υπήρχε.
Ο Χένρικ ήταν ανάσκελα στο έδαφος με τα χέρια και τα πόδια μαζεμένα και μόνο ο σταθερός χτύπος της καρδιάς του μαρτυρούσε ότι ήταν ζωντανός. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν άλλος ένας άστεγος ή ένας μπεκρής που βρήκε ένα προσωρινό καταφύγιο για να περάσει τη βραδιά του αλλά δεν ήταν έτσι. Τα ρούχα του και το παρουσιαστικό του έδειχναν άνθρωπο που προσέχει τον εαυτό του. Τα μαλλιά του ήταν καλοχτενισμένα, τα ρούχα του μοδάτα και ατσαλάκωτα, το πρόσωπο του φρεσκοξυρισμένο και η αύρα του καλοσυνάτη.
Η ανάλαφρη ανάσα του Χένρικ έγινε πιο βαριά, η καρδιά του ανέβασε στροφές, το σώμα του άρχισε να αντιδρά στην ακινησία. Το κεφάλι του κουνήθηκε πέρα δώθε, άναρθρες κραυγές βγήκαν από το στόμα του, κούνησε τα χέρια και τα πόδια σα να βλέπει τον πλέον τρομακτικό εφιάλτη.
«Ααααααργκ!» ήταν η τελευταία κραυγή που έβγαλε πριν αφυπνιστεί. Ήταν τόσο δυνατή που τον έκανε να σηκωθεί ο μισός πάνω. Η καρδιά του χτυπούσε τόσο γρήγορα που θύμιζε μηχανή σε αγώνα ταχύτητας. Εξανάγκασε το μυαλό του να τιθασεύσει τις σωματικές του λειτουργίες. Αφουγκράστηκε τη σιωπή και κοίταξε ολόγυρα. Δεν του θύμιζε τίποτα αυτό το μέρος.
« Πού βρίσκομαι; Είναι κανείς εδώ; ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΔΩ;» φώναξε αλλά απάντηση δεν πήρε. Σηκώθηκε, έκανε μια βόλτα να ανιχνεύσει τον χώρο. Δεν σκόνταψε πουθενά αλλά δεν έβλεπε σχεδόν τίποτα, έψαξε τον αναπτήρα του, μάταια.
« Φτού ! Βρήκα την ώρα να κόψω το κάπνισμα, γαμώτο δεν βλέπω, που βρίσκομαι ; Κανένα φως ρε παιδιά! Δεν πληρώσατε τον λογαριασμό; Τί είναι εδώ; ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΔΩ;», και πάλι απάντηση δεν πήρε.
Είναι μερικές φορές, που όταν δεν παίρνεις απαντήσεις σε ερωτήματα που βασανίζουν το μυαλό σου παρασύρεσαι σε μια δίνη συναισθημάτων που για τους ψυχολόγους είναι μια αναμενόμενη διαδρομή. Έτσι και ο Χένρικ, στην αρχή εκνευρίστηκε, η οργή του ήταν τόσο μεγάλη που έψαχνε ένα αντικείμενο να σπάσει ή κάποιον να γρονθοκοπήσει. Αφού δεν βρήκε τίποτα από τα δύο μετέβηκε στην απογοήτευση και μετά στην θλίψη. Ήταν ολομόναχος σε ένα άγνωστο, ζοφερό μέρος χωρίς να θυμάται το παρελθόν, χωρίς να ξέρει το παρών, χωρίς να μπορεί να φανταστεί το μέλλον. Κάθισε κάτω, λύγισε τα γόνατα του, τα έσφιξε όσο περισσότερο μπορούσε με τα χέρια του και προσπάθησε να αμυνθεί όσο καλύτερα μπορούσε απέναντι στη θλίψη.
Ένα φτερούγισμα που άκουσε τον έκανε να αναθαρρήσει. Σηκώθηκε πάνω, έκανε κάποια βήματα τριγύρω με το κεφάλι ψηλά αλλά δεν έβλεπε τίποτα. Θα ήταν γι’ αυτόν μια παρηγοριά αν υπήρχε ένα σημάδι ζωής σε αυτό το μέρος. Σταμάτησε να προχωρά, σταμάτησε και το φτερούγισμα.
«Άκουσα φτερούγισμα ή το φαντάστηκα;» αναρωτήθηκε ο Χένρικ και ξάφνου αισθάνθηκε κάτι πάνω στο κεφάλι του. Πριν προλάβει να αντιδράσει μια δέσμη φωτός έπεσε πάνω του και είδε ένα περιστέρι να προσγειώνεται μπροστά του.
«Εσύ ήσουνα βρε;» είπε χαμογελώντας από ικανοποίηση και ασυναίσθητα έπιασε το κεφάλι του. Κοίταξε το χέρι του και είδε ότι το περιστέρι τον είχε κουτσουλίσει, το χαμόγελο της ικανοποίησης έγινε θυμός και η πρώτη του σκέψη ήταν να το πνίξει με τα ίδια του τα χέρια.
Κοιτάζοντάς το να κάθεται απέναντι του – χωρίς κανένα ίχνος φόβου – παρατήρησε ότι στο λαιμό του είχε ένα ραβασάκι. Αφού υποσχέθηκε στο περιστέρι ότι θα το πνίξει αργότερα, διάβασε το ραβασάκι που έλεγε :
“Είσαι ο εκλεκτός. Καλώς ήρθες”
Ο εκλεκτός ; Καλώς ήρθα ; Πού ήρθα ; Ποιος μου στέλνει ραβασάκια ; Είναι κανείς εδώ;
Το περιστέρι φτερούγισε και εξαφανίστηκε, το φως έσβησε, ο Χένρικ κοίταξε ψηλά να δει από πού ήρθε το φώς και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου όλα έγιναν όπως πριν. Μόνο που τώρα είχε στα χέρια του ένα σημείωμα από άγνωστο αποστολέα και μια κουτσουλιά στο κεφάλι. Προσπάθησε να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις του. Εις μάτην.
Ένας μικρός σεισμός διέκοψε τους ανώφελους συλλογισμούς. Η βοή του σεισμού που συνοδεύτηκε από τυμπανοκρουσίες πρόσθεσε την απαραίτητη ένταση και αγωνία στο σκηνικό. Ο Χένρικ είδε με έκπληξη το σκοτάδι μπροστά του να ανοίγει σαν μια τεράστια δίφυλλη πόρτα και να αποκαλύπτει ένα τοπίο που θύμιζε παράδεισο. Ένα τεράστιο κόκκινο χαλί απλώθηκε μπροστά του και άρχισε να κινείται σαν διάδρομος γυμναστικής με φορά προς το μέρος του, αιωρούμενες σάλπιγγες σάλπισαν επιβλητικά και όλα άξαφνα έγιναν φως.
Ο Χένρικ παρότι είχε μείνει ενεός, προσπάθησε να ανακτήσει την ψυχραιμία του. Διέκρινε ότι η άλλη άκρη του χαλιού μετέφερε ένα επιβλητικό γραφείο στην πίσω πλευρά του οποίου κάθονταν τρεις φιγούρες. Όταν το γραφείο έφτασε σε μια αρκετά κοντινή απόσταση είδε πλέον καθαρά ότι στη μία άκρη καθόταν ένας γέροντας ντυμένος στα άσπρα, στην άλλη άκρη ένας άλλος γέροντας ντυμένος στα μαύρα και στη μέση μια κυρία, κατά τι νεότερη, ντυμένη στα γκρίζα.
« Ποιοι είστε εσείς;» απαίτησε να μάθει ο Χένρικ με άγριο ύφος.
« Οι κριτές», αποκρίθηκε ο γέροντας ντυμένος στα άσπρα.
« Πού βρίσκομαι;» ξαναρώτησε ο Χένρικ με το ίδιο ύφος.
« Στα όρια», απάντησε αυτή τη φορά ο γέροντας που ήταν ντυμένος στα μαύρα.
« Κριτές; Όρια; Tι στο διάολο συμβαίνει εδώ; Γιατί δεν μού λέτε;», φώναξε αγανακτισμένος ο Χένρικ. Όλο το σκηνικό με την κριτική επιτροπή μπροστά του ,τις μουσικές και τα φώτα τού έμοιαζε σαν κάποιο τηλεπαιχνίδι αναζήτησης ταλέντων, μόνο που αυτός δεν είχε λάβει μέρος με την θέληση του και αυτό τον εξόργιζε.
« Σας το είπα, είναι στόκος ο άνθρωπος, δεν έχει καταλάβει τίποτα. Ή μήπως έχει καταλάβει και μάς δουλεύει; Το γραφείο πάντα έτσι ήταν; Ναι μάλλον. Τί ώρα θα τελειώσουμε; Έχω δουλειές να κάνω», είπε η κυρία κοιτάζοντας τους γέροντες δεξιά και αριστερά.
Ο γέροντας με τα άσπρα ανέλαβε τη πρωτοβουλία να εξηγήσει. « Κοιμάσαι καιρό και μας ανέθεσαν να αξιολογήσουμε το άτομο σου και να πάρουμε μια απόφαση για σένα»
«Σταμάτησα να κοιμάμαι τώρα, οπότε δεν χρειάζεται να πάρετε καμία απόφαση. Κοιτάξτε, είμαι εδώ μπροστά σας, όρθιος, σας μιλάω, με βλέπετε, χορεύω κιόλας», είπε ο Χένρικ και προσπάθησε να κάνει μια χορευτική φιγούρα. Έφαγε τα μούτρα του, πήγαινε καιρός από τότε που χόρεψε για τελευταία φορά.
«Δεν σταμάτησες να κοιμάσαι», είπε ο γέροντας με τα μαύρα αφήνοντας ένα υποχθόνιο χαμόγελο.
«Δεν σταμάτησα να κοιμάμαι; Δηλαδή … είναι όνειρο αυτό που ζω τώρα;»
«Στα όρια είσαι και εμείς θα αποφασίσουμε αν θα πας πίσω ή μπροστά», είπε πάλι ο γέροντας με τα μαύρα.
Ο Χένρικ μπλόκαρε, δεν κοιμόταν και ταυτόχρονα δεν ήταν ξύπνιος, δεν ζούσε την πραγματικότητα αλλά ούτε και το όνειρο, μια μπερδεμένη κατάσταση που δεν ήταν στο χέρι του να ξεδιαλύνει.
Τα τύμπανα άρχισαν πάλι να ηχούν, οι αιωρούμενες σάλπιγγες έκαναν πάλι την εμφάνιση τους αυτή τη φορά με ένα σμήνος πουλιών απ’ το ράμφος των οποίων κρεμόταν ένα τεράστιο πανό. Τα πουλιά πήραν θέση πάνω από τα κεφάλια των γερόντων και της κυρίας και απλώσανε το πανό να φαίνεται, έτσι ο Χένρικ μπόρεσε να δει τι έγραφε:
“Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ”
Ο γέροντας που ήταν ντυμένος στα άσπρα σηκώθηκε, έβηξε λιγάκι για να καθαρίσει η φωνή του και είπε: «Σε όλη σου τη ζωή ήσουν καλούλης, απέφυγες τα μεγάλα λάθη, δεν έκανες μεγάλο κακό σε κανέναν και οι προθέσεις σου ήταν συνήθως καλές. Γι αυτό προτείνω να γυρίσεις πίσω».
« Σάς ευχαριστώ κύριε πρόεδρε» είπε ειρωνικά ο Χένρικ.
Ο γέροντας με τα μαύρα πήρε το λόγο. «Σε όλη σου τη ζωή ήσουν μαλακούλης, γεμάτος από πολλά μικρά λάθη, δεν προσπάθησες καν να κάνεις ένα μεγάλο καλό σε κανέναν και συχνά οι προθέσεις σου ήταν κακές. Γι’ αυτό προτείνω να πας μπροστά».
Οι πιθανότητες για το πού θα πήγαινε ο Χένρικ ήταν μοιρασμένες. Όλα έδειχναν ότι η κρίση της κυρίας με τα γκρίζα θα ήταν καθοριστική.
« Εεεε λοιπόν, πώς τα καταφέρατε έτσι; Εγώ θα βγάλω το φίδι από την τρύπα; Λοιπόν, ήσουν και καλός και κακός, θα μπορούσες να είσαι και καλύτερος και χειρότερος, θα ήθελα να σε σώσω, θα ήθελα και να μην σε σώσω… Πάντα αναρωτιόμουν, τι δουλειά έχω εδώ, αφού δεν τα μπορώ αυτά. Δεν μπορώ να αποφασίσω, ποτέ δεν μπορούσα να αποφασίσω και δεν θα το κάνω ούτε τώρα!», είπε και έφυγε κλαίγοντας από ντροπή που δεν μπόρεσε να φανεί αντάξια των καθηκόντων που της είχαν αναθέσει. Οι δύο γέροντες σάστισαν με την τροπή που πήρε η διαδικασία.
Ο Χένρικ γέλασε με την όλη κατάσταση και φώναξε «ΓΙΑ ΤΑ ΜΠΑΖΑ ΕΙΣΤΕ! Τώρα; Τι θα γίνει τώρα;»
« Σύμφωνα με το πρωτόκολλο θα περάσουμε στη διαδικασία … fortune cookies » είπε ο γέροντας με τα άσπρα εμφανώς ενοχλημένος από την τροπή που πήραν τα πράγματα.
«Φότσου τι;», ρώτησε ο Χένρικ που δεν άκουσε τον γέροντα γιατί γελούσε.
«Τυχερά κουλουράκια ανόητε!», φώναξε ο γέροντας με τα μαύρα τσαντισμένος. Το να μην εξαρτάτε από αυτόν η τύχη του κάθε εκλεκτού ήταν κάτι που τον εκνεύριζε. Σπάνια συνέβαινε κάτι τέτοιο, αλλά όταν γινόταν εκνευριζόταν πολύ.
Μια αέρινη γυναικεία μορφή πέρασε μπροστά από τους γέροντες κρατώντας τον δίσκο με τα κουλουράκια και με χορευτικές σχεδόν κινήσεις έφτασε μπροστά στον Χένρικ, ακούμπησε τον δίσκο και με τις ίδιες ακριβώς κινήσεις εξαφανίστηκε.
Η τελευταία φορά που έφαγε “τυχερά κουλουράκια” ήταν πριν από τρείς εβδομάδες περίπου σε ένα εστιατόριο τέσσερα τετράγωνα πιο κάτω από το σπίτι του που είχε πάει με την γυναίκα του Έλεν.
Κοίταξε τον δίσκο και διάλεξε ένα. Το μέλλον του θα κρινόταν απ’ αυτό το κουλουράκι. Στην αρχή το δάγκωσε για να το σπάσει και στη συνέχεια έβγαλε και ξεδίπλωσε το χαρτάκι.
“Το φάρδος σου εσφύριξε
την τύχη να καλέσει
σε μονοπάτια γκαντεμιάς
ποτέ του να μην πέσει
η τύχη αποκρίθηκε
με βλέμμα όλο νάζι
από το χέρι θα πιαστούν
να διώξουν το μαράζι ”
Ο Χένρικ σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε τους γέροντες, δεν καταλάβαινε ακριβώς τι σήμαινε αυτό που διάβασε και περίμενε από στωικά την ετυμηγορία. Ο γέροντας με τα μαύρα σηκώθηκε, με αργές κινήσεις έφτασε προς το μέρος του, έσκυψε πήρε το δίσκο με τα “fortune cookies” και με μια αστραπιαία κίνηση τού τον έφερε στο κεφάλι. Ο Χένρικ σωριάστηκε στο έδαφος.
Ένα γοερό κλάμα και ένα απλό άγγιγμα στο χέρι ήταν η αιτία να ανοίξει ο Χένρικ τα μάτια του. Είδε την γυναίκα του Έλεν να είναι δίπλα του με τα μάτια κλαμένα, να κρέμεται από τα χείλη του. «Αγάπη μου ξύπνησες;»
Έσφιξε στο χέρι του το χέρι της. «Ξύπνησα αγάπη μου, κοιμάμαι καιρό;»
«Περίπου τρείς εβδομάδες… », είπε η Έλεν και συνέχισε, «θυμάσαι που γυρίζαμε από το εστιατόριο και … σε χτύπησε αυτοκίνητο; Νόμιζα ότι δεν θα ξυπνούσες ποτέ, τρόμαξα τόσο πολύ». Τον έσφιξε στην αγκαλιά της.
Ο Χένρικ κοίταξε γύρω του διαπιστώνοντας ότι βρισκόταν σε δωμάτιο νοσοκομείου, δεν υπήρχαν άλλοι ασθενείς στο δωμάτιο. Ήταν μόνο αυτός και η Έλεν. Τα δάκρυά της ήταν πλέον δάκρυα χαράς! Όλο αυτό το διάστημα ήταν πλάι του και έκλαιγε με τη σκέψη ότι ο Χένρικ μπορεί να μην τα κατάφερνε.
«Πίστευα ότι δεν θα ξανάβλεπα τα υπέροχα μάτια σου, πίστευα ότι δεν θα άκουγα ξανά την φωνή σου, Χένρικ πόσο μού έλειψες , η σκέψη ότι μπορεί να πέθαινες με τσάκιζε καθημερινά»
«Γλυκιά μου Έλεν δεν θα πεθάνω, μην ανησυχείς όλα θα πάνε καλά, τα fortune cookies είπαν ότι θα τη γλιτώσω…» είπε ο Χένρικ χαρίζοντας ένα κουρασμένο χαμόγελο και μια ζεστή αγκαλιά.
Larry Cool - Ο ιππότης Larry και ο ευλογημένος... όφις
0 σχόλια Καταχωρήθηκε από τον/την Count_Zero στις 3:13 π.μ.Larry Cool
O ιππότης Larry και ο ευλογημένος όφις του…
Ο ιππότης Λάρρυ, είς ανήρ ευρισκόμενος πάντοτε εν πλήρει ετοιμότητι δι ερωτικάς περιπετείας, ηγέρθη εκ της κλίνης αυτού κατόπιν ύπνου βαθέως και πλήρους ονείρων τε και ονειρώξεων. Τα ενύπνια άτινα επεσκέπτοντο αυτόν κατά την διάρκειαν της νυκτός διήγειρον συνήθως την ευμεγέθη ψωλήν του, ήντινα κατεπράϋνεν με ελαφράς τοπικάς μαλάξεις, άμα τη εγέρσει αυτού.
Σήμερον όμως, το όργανον τής ηδονής ηρνείτο επιμόνως να καταπραϋνθή. Ιστατο ως κεντρικόν κατάρτι πλεούσης πλησιστίου ποντοπόρου σκούνας, έχον μεταμορφώσει τα σκεπάσματα τής κλίνης του εις πέλαγος, ούτως ειπείν. Τούτον βεβαίως ωφείλετο εις το ενύπνιον, όν ήτο καλώς εγκατεστημένον εντός του εγκεφάλου του, μη δυνάμενον να εγκαταλείψει την φαιάν ουσίαν εξ ής ετρέφετο. Ηυρίσκετο είς τινα εγκεφαλικήν έλικα εσφηνωμένον, ελλοχεύον επιμόνως, ούτως ώστε να ορμήσει δριμύτερον, εις την παραμικράν χαλάρωσιν των βλεφάρων, επαναφέρον τον ιππότην εις τα χλοερά τοπία μυριάδων ανθισμένων πριγκηπικών αιδοίων.
Ισως είπει τις «τι τάχα να έχωσιν τα πριγκηπικά αιδοία, όν εκ τών λοιπών απουσιάζει» αλλά εις την ερώτησιν αύτην μόνον ο ιππότης Λάρρυ δύναται να απαντήσει. Διότι ο Λάρρυ είχεν τεραστίαν γαμιστικήν πείραν. Μυριάδας αιδοίων, καν και καν, είχεν επισκεφθεί ο μεγαλοπρεπής του ψώλος κατά την διάρκειαν του βίου του. Εγνώριζεν λοιπόν πολύ καλώς ότι έν πριγκηπικόν αιδοίον είναι -πρώτον και κύριον- μοσχομυριστόν. Αλλωστε, το δέρμα των πριγκήπων ευωδιάζει ούτως ή άλλως, πόσον μάλλον τα αιδοία των πριγκηπισσών, αι οποίαι άλλο τι δεν κάμνουν από του να τα περιποιούνται ανελλιπώς κατά την διάρκειαν της ημέρας, πολλάκις δε και της νυκτός.
Το ενύπνιον όν παρετήρει διαρκούντος του ύπνου του ο Λάρρυ, ήτο είς θαυμαστός τόπος επί του οποίου, αντί ανθέων, ήνθιζον πλείστα όσα αιδοία, άτινα ήσαν πολύχρωμα και διαφόρων μεγεθών. Μικρούτσικα ροδαλά και γαλαζωπά, σε τόνους απαλούς, αλλά και κατακόκκινα και μπλαβιά με τόσον έντονον χρώμα, ώστε να νομίζει τις ότι είναι έτοιμα να εκραγούν. Ταύτα δε όλα ευρίσκοντο εμφυτευμένα εν μέσω μουνοτριχών κυματιστών, ξανθών ως επί το πλείστον αλλά και καστανών και μελανών και χρωματιστών. Το εντελώς παράλογον της υποθέσεως είναι ότι αντί μίσχων τα αιδοία είχον χείρας με λεπτά δάκτυλα, άτινα εκράτουν κτένας πολυχρώμους επίσης και εκτένιζον τας περιβαλλούσας αυτά τρίχας.
Εκάστη χείρ εκτένιζεν μετά μεγίστης προσοχής, ουχί μόνον το αυτής αιδοίον, αλλά και τον περίγυρον αυτού, πότε πότε δε ηπλώνετο μακράν, μέχρις ότου φθάσει αιδοίον τι γειτονικόν, το οποίον περιεποιείτο επίσης μετά προσοχής. Ο ιππότης Λάρρυ ίστατο εν τω μέσω του παραμυθένιου, ούτως ειπείν, τούτου αιδοιοκόσμου πιέζων τον ψώλον αυτού, όστις επεθύμει σφόδρα να εκσφενδονισθεί ως πύραυλος. Το μόνον το οποίον τον εμπόδιζεν ήτο η αδυναμία εκλογής συγκεκριμμένης κατευθύνσεως. Δεν ηδύνατο δήλα δή να επιλέξει ποίον αιδοίον να γαμήσει πρώτον, τουτέστιν από ποίον αιδοίον να εκκινήσει τας γαμικάς του ασκήσεις.
Ο νους του έφερεν απείρους σπειροειδείς περιστροφάς χωρίς να δύναται να λάβει οριστικήν απόφασιν και, ήτο πλέον ή βέβαιον ότι θα παρεννόει εντελώς εάν δεν έδιδεν την έγκαιρον λύσιν το ξυπνητήρι, το οποίον ήρχισεν να λαλεί μανιωδώς, επί του παρακειμένου κομοδίνου ευρισκόμενον. Η ευώνυμος χείρ του ιππότου ηπλώθει χαλαρώς ως δια να χαϊδέψει αιδοίον τι, συνήντησεν όμως την αδράν επιφάνειαν του ξυπνητηριού ήτις τον επανέφερεν εις την ωμήν πραγματικότητα, όπου τα πριγκηπικά αιδοία σπανίζουν.
Προσεπάθησεν, είναι η αλήθεια, να επανέλθει εις την προτέραν κατάστασιν, αυτήν του ύπνου. Ο εγκέφαλός του όμως, όστις επεθύμει σφόδρα να απαλλαγεί του παρασίτου όν είχεν εμπλακεί εις την φαιάν του ουσίαν, τουτέστιν να εκδιώξει το ενύπνιον κακήν κακώς, τον ηγνόησεν επιδεικτικώς. Ούτω, ο Λάρρυ ηναγκάσθη επι τέλους να εγερθεί. Ηρπασεν έν λινόν προσόψιον και κατηυθύνθη προς το λουτρόν ένθα κατεσίγασεν εντός της λεκάνης την πρωϊνήν του έγερσιν, κατά τι πλουσιωτέραν κατά την ποσότητα της συνήθους.
Φρεσκολουσμένος και ενδεδυμένος εν ιαπωνικόν ελαφρύ ένδυμα, το και κιμονό επονομαζόμενον, κατηυθύνθη προς την εστίαν ίνα παρασκευάση ρόφημά τι εκ φύλλων τιλιάς, το γνωστόν τοις πάσι φλαμούρι. Το ρόφημα τούτον είναι εξαίρετον καταπραϋντικόν και ο ιππότης το εχρειάζετο αδιαμφιβόλως, κατόπιν του εξόχως διεγερτικού ενυπνίου. Συνήθως απελάμβανε ένα στιγμιαίον καφέν ώστε να διεγείρη την ψωλήν του, σήμερον όμως αύτη απήτει κατευνασμόν αντί διεγέρσεως. Ετοποθέτησεν το ρόφημα εις εν κύπελον εκ λεπτής πορσελάνης και εκάθησεν επί τινος ανακλίντρου και ερέμβαζεν. Η όψις του απέπνεεν μυστηριώδη συναισθήματα, δεδομένου ότι οι οφθαλμοί του ευρίσκοντο σχεδόν εκτός των κογχών των.
Εξαίφνης, εξετινάχθη αποτόμως. Το τηλέφωνον ήρχισεν ηχόν εκκωφαντικώς. «Ποίος με ενεθυμήθη πρωΐ πρωΐ» επρόφθασε να σκεφθεί και έλαβεν το ακουστικόν λέγων μετά μεγίστης ευγενείας:
- Παρακαλώ...
- Ο ιππότης Λάρρυ; Ηκούσθη λεπτής χροιάς φωνούλα.
- Ο ίδιος, αυτοπροσώπως. Απήντησεν ο ιππότης.
- Εδώ πριγκήπισσα Λενώρα. Θα ηδύνασθο αγαπητέ να έλθετε σήμερον ίνα γευματίσωμεν ομού;
- Βεβαίως υψηλοτάτη! Δούλος σας! Απήντησεν ο Λάρρυ, συγκρατών μετά κόπου το δέμας αυτού, ίνα μη σωριασθή επί του τάπητος.
- Ω! Δεν γνωρίζετε οποίαν χαράν μου δίδετε ιππότα! Κατά τας δύο είναι καλά; Μήπως επιθυμείτε ενωρίτερον; Ηκούσθη λέγουσα η λεπτή αρωματική φωνούλα -πριγκηπική γαρ.
- Ομορφα! Δύο ακριβώς θα ευρίσκομαι εις τα ανάκτορα.
- Μη κάμνετε τον κόπον αγαπητέ ιππότα, θα στείλω την προσωπικήν μου άμαξαν να σας μεταφέρει. Να ευρίσκεσθε δύο παρά είκοσιν έμπροσθεν της οικίας υμών.
- Ω, υψηλοτάτη! Οποία τιμή δι εμέ τον πτωχόν ιππότην!
- Ουδεμία τιμή είναι αρκετή δια το πρόσωπόν σας, πιστέ μου Λάρρυ. Θα ηδυνάμην να στείλω να σας μεταφέρουν και εκ του Βορείου Πόλου... Δύο παρά είκοσιν ακριβώς, έτσι;
- Ναι, βεβαίως.. δύο παρά είκοσιν ακριβ...
Πριν αποτελειώσει την φράσιν του ο ιππότης, η πριγκήπισσα Λενώρα -κλατς!- έκλεισεν το ακουστικόν. Το κλείσιμο του ακουστικού κατάμουτρα του συνομιλητού είναι το μόνον πριγκηπικόν ελάττωμα, δια τούτο και συγχωρητέον, εσκέφθη πάραυτα ο Λάρρυ, όστις εσχημάτισεν αυτομάτως τον αριθμόν του φενακοποιού του ίνα βελτιώσει την εμφάνισιν της κόμης και του λεπτού μύστακός του.
Εις αυτό το σημείον δυνάμεθα να παραλείψωμεν τα του θεσπεσίου γεύματος, άλλωστε, λίγο-πολύ, όλοι γνωρίζουν τι περιλαμβάνει έν πριγκηπικόν γεύμα. Εκείνον το οποίον έχει ενδιαφέρον είναι το επακόλουθον του γεύματος, εκείνον όν διημείφθη κατόπιν δήλα δή, μεταξύ του ιππότου και της πριγκηπίσσης. Αμα τη λήξει του γεύματος και την αποχώρησιν των σερβιτόρων, η πριγκήπισσα Λενώρα απώλεσεν πάσαν αιδημοσύνην και ήρθη κραδαίνουσα τας δαγκάνας του αστακού, του οποίου είχεν μόλις απολαύσει την σάρκαν, και εφώρμησεν επί των γονάτων του ιππότου. Με την μίαν εκ των δαγκανών εγαργάλη το ευώνυμον ούς αυτού και με την ετέραν τον μύστακά του, ψιθυρίζουσα:
- Τώρα αγοράκι, οι δυο μας! Τι θα μου κάνεις; Θα παίξεις με το μουνάκι μου; Θα μου το γαργαλίσεις με το μουστακάκι σου;
- Ω, αγαπητή.. ω, υψηλοτάτη Λενώρα...
- Ω, Λάρρυ, αφήστε τα σεις και τα σας... τώρα είμεθα δύο ανθρώπινα όντα λιμασμένα δια έρωτα... τίποτε περισσότερον...
- Μα...
- Δεν έχει μα και ξεμά, ορμήστε μου Λάρρυ και ξεσκίστε με! Δικαιώσατε την φήμην υμών. Επί τέλους, φθάνουν αι ευγένειαι. Αρκετά.
Ο ιππότης εκράτει ακόμη το ποτήριόν του πλήρες οίνου ξανθού και ευόσμου και ολίγον έλειψεν να καταβρέξει την πανοπλίαν αυτού. Το εγκατέλειψεν με όσην προσοχήν ημπόρει επί της τραπέζης και εφώρμησεν επί των ασθενικών πριγκηπικών βυζιών. Τι να ζουλήξει από αυτά, τα ελαχίστου μεγέθους βυζάκια, χωρίς να φοβείται ότι θα τα βλάψει; Εμπροσθεν όμως της σφοδράς επιθυμίας της μανιώδους πριγκηπίσσης, ήρχισεν μαλάζων ταύτα κατά το δυνατόν.
Εφούσκωσαν αι ρόγες και εσκληρύνθησαν ως ώριμαι φράουλαι, εφούσκωσαν και τα βυζάκια ολόκληρα και απέκτησαν χρώμα ρόδινον. Μετεμορφώθησαν ως λοφίσκοι όπισθεν των οποίων χάραζεν ροδόχρους η αυγή. Ο ιππότης εγαργάλιζεν τα όμορφα πρώην καχεκτικά στηθάκια με τον λεπτόν του μύστακα, τον άρτι περιεποιηθέντα υπό του φενακοποιού. Η πριγκήπισσα εξέβαλλεν κάθε τόσον μικράς κραυγάς χαράς καί τινα γελάκια κεχαριτωμένα, λικνίζουσα τον κορμόν αυτής δεξιά και αριστερά ξεφεύγουσα δήθεν του απειλητικού μύστακος. Ο Λάρρυ είχεν τοσούτον καυλώσει ώστε μετά κόπου συνεκρατείτο ίνα μη της τον χώσει αποτόμως. Αι πριγκήπισσαι δεν αγαπούν τα παθιασμένα γαμήσια, αυτό το εγνώριζεν καλώς.
Η Λενώρα όμως, αν και ήτο πριγκήπισσα, εξακριβωμένο αυτό, εφαίνετο απολαμβάνουσα την ιπποτικήν ορμήν και ωδήγει την χείρα του ανδρός προς τα χαμηλώτερα σημεία.
- Ω, ελάτε Λάρρυ, ελάτε πλέον. Ολο με τα βυζάκια μου θα παίζετε; Παίξτε και με κάτι τι άλλο!
- Λενώρα.. ω.. Λενώρα.. Μανάρι μου.. Μουνάρα μου.. Πες μου τι να σου κάνω τώρα..
- Να με γαμήσεις επί τέλους αγορίνα μου! Να με γαμήσεις ψωλαρά μου!
Εφώναξεν η πριγκήπισσα τόσον, ώστε θα ηδύνατο να ακουσθεί και εκτός του περιβόλου των ανακτόρων. Ο Λάρρυ προσεπάθησεν να φράξει δια της χειρός του τα χείλη αυτής, αλλά κατενόησεν εγκαίρως ότι κατά την διάρκειαν μίας τοιαύτης διεγέρσεως αι αισθήσεις είναι άκρως ωξυμέναι και, ως εκ τούτου, και ο ψίθυρος ομοιάζει με κραυγήν, οπότε εγκατέλειψεν την προσπάθειαν αποφράξεως της φωνητικής οδού της πριγκηπίσσης και, αποβάλλων πάσαν αιδώ, άρπαξεν το κάθυγρον μουνί της πρώτα με τα δάκτυλα της δεξιάς χειρός του και κατόπιν με τα ακονισμένα άκρα των οδόντων του.
Η πριγκήπισσα Λενώρα έκειτο τώρα εις υπτίαν στάσιν επί της τραπέζης, όπου ευρίσκοντο ακόμη τα κενά σκεύη του προηγηθέντος γεύματος. Οι ερασταί, εις έν διάλειμμα του επικρατούντος πάθους των, είχον την πρόνοιαν να τραβήξωσι το λινόν κατάλευκον τραπεζομάνδηλον, απελευθερώνοντες ούτωπως το ήμισυ της ξυλίνης εκ δρυός επιφανείας. Η κόμη της πριγκηπίσσης είχεν βυθιστεί εντός της κενής, ευτυχώς, σουπιέρας και τα άκρα των ποδών της εξείχον του πέρατος της τραπέζης από του γόνατος και πέραν. Ακριβώς εις την ακμήν ηυρέθη το μουνί αυτής, όν περιεποιείτο ο ιππότης μετά δακτύλων, μύστακος και γλώττης, χωρίς να καταβάλλει ιδιαιτέραν προσπάθειαν.
Μμμμμ... και μμμμ... εμούγκριζεν ούτος, αφήνων την ασθμαίνουσαν αναπνοήν του εκπνέουσαν κατά ριπάς επί του πριγκηπικού μυρωδάτου ροδαλού αιδοίου. Εκόντευε να απωλέσει παντελώς τας φρένας αυτού, δια τούτο απέφευγεν σκοπίμως να σκέπτεται με ποίαν γυνήν τυγχάνει συνευρισκόμενος. Η προτροπή της πριγκηπίσσης, να φερθεί δήλα δή προς αύτην ως εις μίαν τυχούσαν γυναίκα, τον διευκόλυνεν εις την μείωσιν του άγχους του. Τοσούτον απηλευθερωμένος ησθάνετο, ώστε ετόλμησεν να σηκώσει το πριγκηπικόν κορμί δράττων αυτό από την οσφύν και την πλάτην και να το φέρει εις θέσιν καθιστήν επί της τραπέζης. Κατόπιν, κυλίων τούτον αργά και σταθερά, το έφερεν επί των γονάτων αυτού και ύστερον επί του περσικού τάπητος ός εσκέπαζεν το δρύϊνον δάπεδον.
Η πριγκήπισσα Λενώρα το λοιπόν, ηυρέθη, δίχως να το πολυκαταλάβει, γονατιστή έμπροσθεν του ιππότου να σμιλεύει με την απαλήν μικράν και αιχμηράν γλώτταν αυτής το υπέροχον θεόρατον όργανον ηδονής του ιππότου, τουτέστιν την ψωλήν του. Ο Λάρρυ εξηκολούθη καθήμενος, σχεδόν αναπαυτικώς. Δεν είχεν πολυμετακινηθεί. Το έπραττεν τούτον σκοπίμως, ίνα μη σπαταλά δυνάμεις αι οποίαι θα του εχρειάζοντο λίαν συντόμως. Πρέπει να αναφερθή οπωσδήποτε ότι οι ερασταί εξηκολούθουν ενδεδυμένοι, αν και κάπως ακατάστατα. Ελαφρώς αναμαλλιασμένοι, με ξεσφιγμένα τα ζωνάρια και ανασηκωμένα μανίκια, ενδεδυμένοι πάντως σχεδόν απολύτως.
Αφού αφήκεν την νέαν να παίξει αρκετά με τον υπερμεγέθη πούτσον αυτού, ός είχεν αποκτήσει τοσούτον μέγεθος όν ο ιππότης αντίκρυζεν δια πρώτην μέχρι τούδε φοράν, απεφάσισεν να δράσει με την γνωστήν μέθοδον αυτού. Ανεσηκώθη αποτόμως εκ του επενδεδυμένου μετά δέρματος καθίσματος, ήρπαξεν την κόμην της πριγκηπίσσης με τρόπον ώστε να μη της προξενήσει τον ελάχιστον πόνον, εκατέβασεν με ορμήν το φόρεμα αυτής από των υπερόχων ώμων μέχρι των αστραγάλων χωρίς να το ξεσχίσει, και ανέστρεψε το απαλόν και χαλαρόν σώμα, ούτως ώστε να ευρεθή η νέα με την κεφαλήν κάτω και τα γόνατα επί των ώμων του ιππότου. Η πριγκήπισσα, ακόμη και εις την δυσμενή θέσιν εις ήν απροσμένως ηυρέθη, εξηκολούθη σμιλεύουσα τον ευμεγέθη ψώλον. Ο Λάρρυ, με την μίαν χείρα επί του ενός ώμου της πριγκηπίσσης και με την άλλην στηρίζων την οσφύν της, εδάγκωνεν όπου του εδίδετο ευκολία. Πότε το υπέροχον ροδαλόν αιδοίον της και πότε τα υπέροχα κωλομέρια.
Κατόπιν, μετ’ ού πολύ, διότι η στάσις αύτη τυγχάνει λίαν κοπιώδης όσον εξησκημένοι και να είναι οι ερασταί, απέθεσεν την γυναίκα ελαφρώς επί του δαπέδου και ήρχισεν εκδυόμενος την πανοπλίαν αυτού. Η πριγκήπισσα, με το βλέμμα ιλαρόν και γλαρόν συνάμα, παρηκολούθη τον ιππότην εκδυόμενον και εθαύμαζεν την τάξιν μεθ’ ής ετακτοποίει τα διάφορα τεμάχια της στολής αυτού επί ενός εκ των καθισμάτων της τραπεζαρίας. Οταν εξεδύθη την πανοπλίαν και απέμεινεν φορών εν κατάλευκον υποκάμισον και μίαν μακράν περισκελίδα εκ λευκού επίσης ερίου, ηγέρθη αύτη, ώρμησεν ως μαινάς, και εξέσχισεν δια των οδόντων αυτής τα εναπομείναντα εσώρουχα του ιππότου. Γυμνοί λοιπόν και οι δύο ερασταί ήρχισαν να ξιστρίζονται μεταξύ των ως ίπποι, ταλαντευόμενοι και περιστρεφόμενοι. Δεν υπήρχεν το ελάχιστον σημείον επιδερμίδος του ενός, το οποίον να μη είχεν αγγίσει με την επιδερμίδα του ο έτερος των εραστών. Επραττον ωσάν να μη υπήρχεν πλέον χρόνος επί της γης ή ωσάν να ήτο, καθείς εξ αυτών δια τον έτερον, ο τελευταίος επιζών του φύλου του επί του πλανήτου.
Είχον τοσούτον διεγερθεί, ώστε ο γάμος, τουτέστιν η είσοδος του πελωρίου πούτσου εντός του λεπτεπιλέπτου μουνιού, να αποτελεί πλέον την μοναδικήν διέξοδον, την μοναδικήν πράξιν η οποία απετέλη σκοπόν και αιτίαν ταυτοχρόνως της υπάρξεώς των. Οποία ευχαρίστησις! Οποία ηδονή! Εξεχύθη το σπέρμα του ιππότου εντός του κόλπου της πριγκηπίσσης και ανερροφήθη ακαριαίως υπ’ αυτού. Ουδεμία σταγών επερίσσεψεν. Τα χείλη των ήσαν ηνωμένα εις περιπαθείς ασπασμούς καθ’ όλην την διάρκειαν των απιθάνων περιπτύξεων και εξηκολούθουν να ευρίσκονται ηνωμένα ακόμη και κατόπιν της μαγνητικής επαφής των δύο νεανικών σωμάτων.
Απέμεινον ούτωπως επί του σπανίου εκ Περσίας τάπητος του δαπέδου επί μακρόν, μέχρις ότου ο ιππότης ήρχισεν αναρριγών και ανεσηκώθη λέγων «Σηκωθείτε ωραία Λενώρα, μην αρπάξουμε και καμμιά γρίππη!» Η πριγκήπισσα ανεσηκώθη με την σειράν της, αναζητώσα την μεταξωτήν αυτής εσθήτα. Ενεδύθη τάχιστα και παρετήρη τον ιππότην ενδυόμενο καθήμενη επί ενός χθαμαλού καθίσματος, επονομαζομένου «πουφ». Ο Λάρρυ έλαμπεν ολόκληρος, σχεδόν όσον και η αργυρά πανοπλία αυτού. Η πριγκήπισσα επίσης έλαμπεν από κορυφής μέχρις ονύχων και το βλέμμα της εσπίθιζεν ως αστραπή.
Οταν ετελείωσαν με την ένδυσιν, και την υπόδησιν βεβαίως, ετακτοποίησαν το τραπεζομάνδηλον και έκρουσεν η Λενώρα τον κώδωνα ίνα οι υπηρέται συμμαζέψουν τα κενά σκεύη εκ της τραπέζης και σερβίρουν το επιδόρπιον. Πράγματι, ήλθον και έπραξαν ό,τι ακριβώς πράττουν οι υπηρέται υπακούοντες τους ανωτέρους των. Το επιδόρπιον ήτο χαλβάς εκ σιμυγδαλίου, αρκετά γλυκύς αλλά όχι τόσον όσον τα μέλη των νεαρών εραστών, άτινα είχον κορέσει τον έρωτά των. Απεχαιρέτησεν η πριγκήπισσα Λενώρα τον ιππότην Λάρρυ διαβεβαιώνουσα αυτόν ότι θα ενθυμείται καθ’ όλην την διάρκειαν του βίου αυτής την εξαιρέτου ποιότητος περίπτυξίν των, έως του θανάτου της.
Ηπόρησεν ο Λάρρυ ερωτών «Τι μας εμποδίζει να το επαναλάβωμεν ωραιοτάτη Λενώρα;» και έμαθεν αμέσως ότι εντός ολίγων ωρών θα απεχαιρέτα την χώραν η πριγκήπισσα ίνα υπάγει εις ξένον τινά τόπον όπως υπανδρευθή ένα γερόντιον αλλά βασιλέα διότι ούτω απαιτούν οι καιροί και οι υποσχέσεις του πατρός της. Εδάκρυσεν η πριγκήπισσα ταύτα λέγουσα μετά μεγίστης ταχύτητος και ο Λάρρυ έσπευσεν και εφυλάκισεν έν δάκρυ αυτής επί της λινής επιφανείας του ρινομάκτρου του. «Τούτο το δάκρυ θα ρέει διαρκώς εντός της εμής καρδίας πανωραία Λενώρα, δεν θα στεγνώσει ποτέ όσον θα σας ενθυμούμαι» είπεν δακρύζων επίσης και σφογγίζων το ιδικόν του δάκρυ με την ξανάστροφη της παλάμης του. Αντήλλαξον απαλούς ασπασμούς και ο ιππότης εισήλθεν εις την άμαξαν της πριγκηπίσσης ίνα επιστρέψει εις το κατάλυμμά αυτού. Εσκέπτετο πολλά και διάφορα, αλλά δεν του επέρασεν από τον νουν, ούτε ξυστά ούτως ειπείν, ότι θα εσυναντούσε μετ’ ολίγων ετών και πάλιν την πριγκήπισσαν υπό εντελώς διαφόρους συνθήκας.
Ετικέτες: Διηγήματα, Μαρίνα Ροδιά
Στα 16 μου πήδηξα την κόρη του λυκειάρχη. Μεγαλύτερή μου αλλά με γούσταρε πολύ . Το ίδιο καλοκαίρι πήδηξα την ξαδέρφη της που ήρθε από την Αμερική. Τη Φαίη. Ήταν πιο άνετη. Όποτε ήθελε μου το ζητούσε αμέσως. «Τόνιιι , πλιζ …αϊ γουόντ γιου , αϊ λάικ του κις γιορ μποντι … πλιιιιιζ Τόνι.»
Το χειμώνα δεν προλάβαινα πλέον. Πήδηξα μια συμμαθήτρια μου στα αγγλικά . Μετά , την κόρη ενός φίλου του πατέρα μου. Έμειναν μια μέρα πηγαίνοντας για Ιταλία και καταφέραμε να βρούμε μια ολόκληρη ώρα για να το κάνουμε.
Μετά πήδηξα δύο αδερφές που με γούσταραν και οι δύο. Τα κορίτσια με βρίσκουν πολύ σέξι. Εγώ; Απλά είμαι ο εαυτός μου.
Μέχρι τα 18 έκανα σεξ με πολλές . Τα καλοκαίρια γύριζα συχνά με άλλο κορίτσι τα βράδια. Και τότε , ξαφνικά …γνώρισα τη Νάντια.
Πέρασε μία βδομάδα και ήμουν ακόμα μαζί της. Παράξενο σκέφτηκα. Κάτι έπαθε έλεγαν οι γονείς μου. «Κόλλησε» είπαν οι κολλητοί μου. Εγώ εκεί. Νάντια και πάλι Νάντια . Ερχόταν σπίτι . Πήγαινα στο δικό της. Τη γνώρισαν οι γονείς μου . Γνώρισα τους δικούς της. Ο πατέρας της δεν με πάει με τίποτε. Ούτε εγώ τον πάω.
Δεν είχα ακόμη το ΤΤ τότε. Είχα ένα εντούρο . Πηγαίναμε παραλία , βγαίναμε τα βράδια , κάναμε σεξ στην αμμουδιά. Γυρνούσαμε μεθυσμένοι . Κοιμόμαστε σπίτι μου , γιατί στο δικό της ο κέρβερος ο πατέρας της άρχιζε τη γκρίνια. Τον φτύνω. Τον έχω γραμμένο. Θέλω μόνο τη Νάντια και τίποτε άλλο.
Δεν μου είχε ξανασυμβεί αυτό. Ξυπνάμε και κοιμόμαστε μαζί . Φοράει τα ρούχα μου και εγώ τα εσώρουχά της (κάντο όπως ο Μπέκαμ) . Το κάνουμε στο κρεβάτι και αν βρεθούμε στο πάτωμα μπορεί να μας πάρει ο ύπνος εκεί. Γράφω με το μαρκαδόρο λέξεις στο σουτιέν της και εκείνη στα μπόξερ μου. Κάνουμε μαζί ένα τατουάζ που συνεχίζεται στα δύο κορμιά όταν αγκαλιαστούμε. Έχω γνωρίσει πολλά κορίτσια , όμως αυτό που συμβαίνει με τη Νάντια δεν θα τελειώσει ποτέ.
Κι αν χωρίσουμε κάποτε μου λέει πώς θα είναι; Θα παίρνω τον άντρα σου στη δουλειά και θα τον βρίζω . Θα έρχομαι κάτω από το σπίτι σας και θα του κατουράω το αυτοκίνητο. Θα του ξεφουσκώνω τα λάστιχα. Να ,κάτι τέτοια της λέω. Και εγώ μου λέει θα ανεβαίνω στη ταράτσα και θα γράφω βρωμόλογα στα εσώρουχα της γυναίκας σου. Θα είναι μία χοντρή και άσχημη και θα με σκέφτεσαι και θα κλαις.
Θα είναι τόσο άσχημη που δεν θα μπορείς να την πηδήξεις . Θα έχει μια φωνή σαν φώκια. Θα κάνετε δύο χοντρά παιδιά κι αυτή θα μαγειρεύει συνέχεια και θα τα μπουκώνει φαγητό. Δεν θα έχουμε ρούχα στη ταράτσα γιατί θα της πάρω στεγνωτήριο. Λέω. Θα είναι τόσο χοντρή που το αυτοκίνητό σου θα γέρνει προς το μέρος της μου λέει. Ο άντρας σου θα κλάνει . Λέω. Και σένα η δικιά σου θα ρεύεται. Μου λέει. Θα μυρίζουν τα πόδια του , πάλι εγώ . Και αυτηνής ο κώλος της. Και βάζει το χέρι στο στόμα για να κάνει ένα ππρρρρούτσσσςς.
Όμως … ένα βράδυ , έγινε αυτό που φοβόταν όλοι εκτός από μας. Τρακάραμε μεθυσμένοι. Η Νάντια χτύπησε στο μέτωπο και στο γόνατο. Εγώ έπαθα κάτι σοβαρό στη σπονδυλική στήλη. Με χειρούργησαν. Θα μείνω τρεις μήνες ακίνητος στο κρεβάτι για να κολλήσουν οι σπόνδυλοι στη σωστή θέση. Η Νάντια βγήκε σε δύο βδομάδες. Το γόνατο στο γύψο , πατερίτσες και μόλις σηκώθηκε ήρθε αμέσως να με δει. Τα πήρε ο πατέρας της και την επόμενη μέρα ήρθε κι αυτός στο θάλαμο μου. Εγώ ανάσκελα με καθετήρα στο πουλί , πριν μισή ώρα η αποκλειστική νοσοκόμα μου έβαλε μια πάπια να ….ξέρετε …και μετά με σκούπισε και με έπλυνε με ένα βρεγμένο πανί.
Αν την ξανασυναντήσεις ορκίζομαι να σου βγάλω τους ορούς και να σε αφήσω να πεθάνεις. Τον κοίταζα . Τι άλλο να κάνω ; Μόνο κοίταζα. Μη με κοιτάς εμένα έτσι , θα στο κόψω αυτό το ειρωνικό το γελάκι. Ποιο ειρωνικό ; αυτός ξέρει. Τώρα εδώ που είμαι δεν είμαι απλώς ακίνητος είμαι ακινητοποιημένος . Οι γιατροί μου έχουν δέσει τα χέρια και τα πόδια στα κάγκελα του κρεβατιού για να αποφύγουν κάθε πιθανότητα να κινηθώ. Αν έρθει ξανά εδώ η κόρη μου να της πεις ότι χωρίζετε. Καλά τώρα σ’ ακούσαμε . Ναι φίλε μου , ότι πεις , θα χωρίσω .
Στην αρχή πίστεψα ότι θα μείνω παράλυτος. Μετά , κάτι άρχισα να νιώθω «εκεί» κάτω. Έχω ένα μήνα στο κρεβάτι. Ένα ολόκληρο μήνα χωρίς σεξ. Οι αποκλειστικές που με πλένουν , αν «επιμείνουν» λίγο περισσότερο μπορεί και να ανακουφιστώ. Ευτυχώς που μου έβγαλαν τον καθετήρα τις τελευταίες μέρες . Όμως είναι από τις λίγες στιγμές στη ζωή μου που δεν μπορώ να διαχειριστώ το πουλί μου. Ειδικά τον τελευταίο καιρό ,που είναι και ο μοναδικός μου φίλος ,που μου κρατάει αναγκαστικά παρέα , νιώθω πολύ άσχημα να μη μπορώ να τον «βοηθήσω». Του μιλάω , του λέω να κάνει υπομονή , θα σηκωθώ σύντομα και θα αρχίσουμε πάλι το σαφάρι κοριτσιών. Όμως είναι ανυπόμονος. Όπως είμαι γυμνός κάτω από το τεντωμένο σεντόνι και μπορεί να έχουν έρθει οι γονείς μου και να μιλάνε με τον ορθοπεδικό που με χειρούργησε τότε μπορεί να σηκωθεί σαν περισκόπιο προσπαθώντας να έχει εικόνα για το τι γίνεται έξω από το σεντόνι.
Μια μέρα ο γιατρός σηκώνει το σεντόνι για να ενημερώσει τους γονείς μου για την πορεία της επέμβασης και τι να δει. Ένα «εμπάιρ» λίγο πιο κει από την τομή να υψώνεται αγέρωχο προς τον ουρανό. Κατεβάζει το σεντόνι σαν να μη συμβαίνει τίποτε και συνεχίζει την επιστημονική ανάλυση του προβλήματος .
Εγώ όμως υποφέρω. Τι είναι ρε παιδιά; Τίποτε δεν είναι .Τόσες νοσοκόμες, τόσες αποκλειστικές δεν μπορούν να το καταλάβουν ; Με δυο κινήσεις πάνω κάτω και όλα οκ . Είναι τόσο απλό.
Δεν έρχεται και η Νάντια. Δεν την αφήνουν οι δικοί της. Δεν θα σηκωθώ όμως ; Θα σηκωθώ. Και τότε θα την πιάσω και … ένα σαββατοκύριακο θα το κάνουμε συνεχώς. Θα το κάνουμε , θα σηκωνόμαστε να τρώμε , θα πίνουμε καφέ και μετά πάλι στο κρεβάτι. Έγκυο θα την αφήσω. Δίδυμα θα της κάνω . Μόνο να σηκωθώ και μετά δεν με κρατάει τίποτε.
Μια μέρα η Νάντια το σκάει από τους δικούς της και έρχεται να με δει. Πετάω από τη χαρά μου. Δεν θέλω να μου την «παίξει». Θα θελα μια πιπούλα. Μια τόση δα τρυφερή και απαλή πιπούλα. Δηλαδή δεν θα προλάβει να κάνει και πολλά πράγματα , με το που θα με ακουμπήσει η γλωσσίτσα της θα πλημμυρίσω το νοσοκομείο με το καταπιεσμένο σπέρμα μου.
Έρχεται στο κεφάλι μου , με φιλάει με χαϊδεύει , μου πιάνει τα μαλλιά. Νάντια πόσο θα θελα να σε πηδήξω αυτή τη στιγμή. Λύσε μου το ένα χέρι να πιάσω λίγο τον κ..ο σου . Κάτι τέτοια σκέφτομαι τώρα .
«Το ‘σκασα για να σε δω» μου λέει. «Είχα αρχίσει να ανησυχώ» είπα. Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτε άλλο τώρα , μόνο το σεξ. Θέλω να κρυφτούμε κάτω από το κρεβάτι και να το κάνουμε. Τι βασανιστήριο κι αυτό. Λοιπόν θα της πω να έρθει κάποια στιγμή που δεν έχει κόσμο εδώ ναααα … δηλαδή για την ακρίβεια χρειάζομαι επειγόντως μια πίπα.
«Θέλω να σου πω κάτι…» της λέω συνωμοτικά. Πλησιάζει το αυτί της και εκείνη τη στιγμή ανοίγει η πόρτα και μπαίνουν οι γονείς της αναστατωμένοι. «Εδώ είσαι; Γιατί κλείνεις το κινητό; Δεν σου είπαμε να μη ξαναπατήσεις εδώ το πόδι σου; Αυτός ο άνθρωπος είναι επικίνδυνος για σένα.»
Να μη μπορώ τώρα να σηκωθώ και να ρίξω μερικές γροθιές στον πατέρα της. Η Νάντια βάζει τα κλάματα . «Είναι άχρηστος …» λέει ο πατέρας της. «Όταν βγει από δω δεν θα μπορεί ούτε να περπατήσει …» και το λέει «κάπως» με ένα ειρωνικό χαμογελάκι σαν να εννοεί ότι δεν θα μπορεί να πηδήξει. Και η Νάντια κλαίει , κλαίει γοερά το μωρό μου , εδώ δίπλα στο μαξιλάρι μου , κι αυτός ο άκαρδος συνεχίζει να της λέει ,ότι θα μπορούσα να την έχω σκοτώσει και είμαι απερίσκεπτος και επικίνδυνος. Την πλησιάζουν και οι δύο και την πιάνουν μαλακά από τους ώμους για την πάρουν μαζί τους μακριά μου.
«Νάντια , Νάντια φωνάζω με όση δύναμη μου απομένει , θέλω να σου πω…» και σκύβει πάνω μου για να της πω ψιθυριστά το ένοχο μυστικό μου , αυτή τη βρώμικη σκέψη που τυραννάει το μυαλό μου , να εκλιπαρήσω για μία πίπα , μια τελευταία πίπα πριν αυτοί οι ημιάγριοι την πάρουν μακριά μου. Κολλάει το αυτάκι της στο στόμα μου και λέω ψιθυριστά : « Μία πιπούλα , δεν αντέχω άλλο …έχουν γεμίσει τα μπαλάκια μου σπέρμα , μια πιπούλα ,όποτε μπορείς , όποια ώρα είναι εύκολο , θα εκραγούν οι αδένες μου …και θα απελευθερωθούν τα σπερματοζωάρια μου και θα επιτεθούν στις νοσοκόμες , στις γιατρίνες , σε όλες τις γυναίκες που βρίσκονται στο κτίριο και δεν θα γλιτώσει καμία.»
Σκάει ένα πονηρό χαμόγελο με φιλάει και πάνε να φύγουν. «Πες μας τι σου είπε , πες μας» ωρύεται ο πατέρας της. «Πες μας τώρα …» η Νάντια δεν απαντάει κι αυτός με κοιτάζει και λέει «Φονιά , φονιά , δεν θα την ξαναδείς , σου υπόσχομαι να μη την ξαναδείς»
Φεύγουν.
Δεν ξέρω τι ελπίδες έχω μετά από όλα αυτά. Τι να κάνω; Να δοκιμάσω να κάνω καμάκι σε καμία από αυτές που με περιποιούνται. Ρε γαμώτο , τώρα όταν η άλλη σε πλένει μετά από σκ..α ,ξέρετε τι εννοώ , πώς να σε σκεφτεί σεξουαλικά όταν το πρώτο πράγμα που γνωρίζει σε σένα είναι τα σκ…. . Μπαααα ….πήρε άσχημη τροπή αυτή η σκέψη.
Σε ποιόν να το πω ; στους γονείς μου ; στους κολλητούς; Τώρα τελευταίως τους είχα κι αυτούς λίγο γραμμένους λόγω Νάντιας. Κι αν μου φέρουν εδώ καμία σκύλα , καμία λυσσασμένη πόρνη με μεγάλα βυ..α και κάτι χειλάρες έτοιμες να με αρπάξουν ; Κι αν ξενερώσω και δεν ανταποκριθώ. Και μετά αν καθίσει καμία ώρα εδώ αυτή να με «μεταπείσει»; Ρε γαμώτο , πληρωμένο σεξ εγώ; Δεν γίνονται αυτά. Πρώτος και καλύτερος θα με προδώσει «αυτός». Άντε μετά να μπορέσω «του» δώσω το ο.κ. να σηκωθεί για να τελειώνουμε.
Βράδιασε. Κάθομαι στο σκοτάδι και σκέφτομαι. Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Είμαι πιασμένος παντού. Όλο μου το σώμα είναι άκαμπτο από την ακινησία Ακούω κάτι τώρα. Μια σκιά γλιστράει στο δωμάτιο. Μπορεί να έχω και παραισθήσεις . Γυναικεία φιγούρα δείχνει. Πλησιάζει στο κρεβάτι μου. Κάνω ότι κοιμάμαι. Ανασηκώνει το σεντόνι. Δεν αναπνέω. Τα χείλη της με αγγίζουν….
Όταν ήμουν έφηβος , δηλαδή για την ακρίβεια κάπου εκεί στα 12 όταν για πρώτη φορά ένιωσα ότι ερωτεύτηκα κάποια (ας μη δώσω περισσότερα στοιχεία εδώ…) είχα αυτό το φτερούγισμα στο στομάχι , έπιανα τον εαυτό μου να μου κόβεται η αναπνοή όταν την πλησίαζα . Πήγαινα σπίτι της και μετρούσα το ανέβασμα του ασανσέρ με τους χτύπους της καρδιάς. Μετά μεγαλώνοντας , τα κορίτσια με λάτρευαν. Πέρασα πολλές νύχτες με φιλιά και εξομολογήσεις και σεξ . Όμως πάντα είχε την πρωτοβουλία «ο φίλος μου» . Έκανα σεξ «με το σπαθί μου» . Ποτέ δεν κατάφερα να έχω τόσο δυνατά συναισθήματα όσο τότε.
Τώρα , αυτό το βράδυ , ξαπλωμένος στο κρεβάτι του νοσοκομείου , ίσως περισσότερο μόνος από κάθε άλλη φορά, χωρίς καμία ελπίδα από πουθενά να λυθεί το «πρόβλημά μου» , αυτό το βράδυ , που ούτε να φιλήσω μπορώ , ούτε να χαϊδέψω , ούτε να δω , ούτε να ακούσω τον ψίθυρο , την αναπνοή της γυναίκας , αυτό το βράδυ , εκείνα τα φτερουγίσματα στο στομάχι , εκείνα τα καρδιοχτύπια ξανάρθαν.
Είμαι ξαπλωμένος , ανασαίνω βαριά , το …( πώς να το πω τώρα; Εννοώ αυτό το αόρατο πράγμα που πάλλεται στα σπλάχνα σου όταν πονάς , όταν θυμώνεις , όταν γνωρίζεις καινούρια γυναίκα , όταν έρχεσαι σε οργασμό … ) αυτή η πεταλούδα με την ανεξέλεγκτη κίνηση , «τραβάει» τα κρυμμένα συναισθήματα της πρώτης φοράς στην επιφάνεια και είναι ακριβώς όπως τότε. (τελικά «πεταλούδα» το είπα )
Θέλω να γνωρίσω αυτή τη «σκιά» που με λύτρωσε. Όταν όλα τελειώνουν ανασηκώνεται και κάνει μια κίνηση προς την πόρτα. ‘Όχι , μη , μη φεύγεις σε παρακαλώ. Φωνάζω σαν μέσα σε όνειρο. Έχω ερωτευτεί αυτή τη σκιά , έχω τρελαθεί , έχω ξεχάσει και τη Νάντια , θέλω «αυτά τα χείλη» για πάντα δικά μου.
Στέκεται για λίγο ,με κοιτάζει και τελικά πλησιάζει στο μαξιλάρι μου. Έρχεται πολύ κοντά και ψιθυρίζει ότι ξέρει τον πόνο μου , της το είπε η ίδια η Νάντια και όσο μιλάει , τόσο πονάω και θέλω να κλάψω γιατί είναι …η μητέρα της. (…η καλύτερη μου πίπα μέχρι τότε , για όσους ασχολούνται με στατιστικά )
Θα ήθελε πολύ να μη ξαναδώ την κόρη της . Με παρακαλεί θερμά να μη ψάξω ποτέ να τη βρω. Θα φύγει για σπουδές έξω και όλα θα είναι πιο εύκολα . (μη περιμένετε ερωτήσεις του τύπου «τι θα γίνει με μας όμως;» )
Δεν με ξαναενόχλησαν. Ειδικά ο τρελαμένος ο πατέρας της. Άλλωστε στο θέμα της ειρήνης δόθηκε αυτή η «ινδιάνικη» λύση . Τελικά οι γυναίκες είναι πολύ καλές στην εξωτερική πολιτική. Ξέρουν να σβήνουν φωτιές πριν ακόμα εκδηλωθούν.
Βγήκα από το νοσοκομείο κάποτε. Έψαξα τη Νάντια. Είχα συνηθίσει τόσο πολύ μαζί της που δεν αισθανόμουν ότι «σπάω» εγώ πρώτος τη «συμφωνία» . Δεν με νοιάζουν οι συμφωνίες. Θέλω τη Νάντια.
Δεν τη βρήκα. Από το σπίτι μετακόμισαν. Στη δουλειά του ντάντι της έμαθα πως ζήτησε πριν λίγες μέρες ετήσια άδεια χωρίς αποδοχές . Τη μητέρα της δεν την ξαναείδα.
Μπήκα στη ρουτίνα. Πρώτα πήδηξα μια νοσοκόμα που είχα το κινητό της. Η καλύτερη από τις αποκλειστικές. Μετά μια φίλη της. Στο καφέ που νομίζω πως έχει τον καλύτερο εσπρέσο πήδηξα μια γκαρσόνα με χαμηλοκάβαλο τζιν ως το … ξέρετε τώρα να μη επιμείνω σε περιγραφές. Μια μέρα βρήκα μια συμμαθήτρια από το κολέγιο. Είχε χοντρό κόλλημα μαζί μου και της την έδινε η Νάντια. Με πήδηξε πριν προλάβω να το σκεφτώ. Πήρε σύνταξη ο ταχυδρόμος που πηγαίνει στο γραφείο του ντάντι και τον αντικατέστησε μια νέα κοπέλα . Όταν υπέγραψα το πρώτο συστημένο , μου έδωσε το κινητό της. Μετά μου άρεσε μια κοκκινομάλλα στο τένις. Όταν παντρεύτηκε ο αδερφός μου , ένα κορίτσι στο ντιζάιν προσκλητηρίων μου έδειξε πως τα σχεδιάζει στον υπολογιστή. Ένα πρωί με βλάβη στο αμάξι , η ταξιτζού που με πήγε στο γραφείο με πίεσε να βρεθούμε το βράδυ. Πήγα να αγοράσω πουκάμισο και γραβάτα για το γάμο και η πωλήτρια με στρίμωξε στο δοκιμαστήριο. Πήγα να δω τη μητέρα ενός πελάτη μας στο νοσοκομείο και γνώρισα την κόρη του.
Δεν μπορείτε να πείτε , έχω βελτιωθεί κάπως. Έμαθα να χρησιμοποιώ άλλα ρήματα , δεν ξαναείπα «πήδηξα , πηδάω , πηδιόμαστε…»
Πέρασαν χρόνια . Σήμερα βλέπω τις γυναίκες όχι σαν κλώνους της Νάντιας αλλά σαν «εκπλήξεις» που ανάλογα με το ρίσκο και την υπομονή σου μπορείς να «δρέψεις» χαρά , να κερδίσεις «μπόνους» σε ένα περιβάλλον αγάμητων , να ζήσεις ακραία όταν το επιδιώξεις. Δεν μ’ αρέσει να τις περιγράφω ομαδικά : οι γυναίκες είναι ύπνοι, οι γυναίκες είναι θύματα της εμφάνισης , οι γυναίκες είναι έντομα που ζουν σε μια πληγή , στην πληγή του έρωτα. Θεωρώ κάθε περίπτωση ξεχωριστή και απρόβλεπτη.
Φθάσαμε στο σήμερα. Μια μέρα … συνάντησα τη Νάντια στο δρόμο. Έπεσα πάνω της. Θεέ μου , τι τυχερός που είμαι . Έχουν περάσει μερικά χρόνια όμως. Νάντια ! Μωρό μου. Τόσο καιρό χωρίς εσένα. Νάντια! Την έσφιξα πάνω μου. Αντιστάθηκε για λίγα δευτερόλεπτα. Με αναγνώρισε . Χαλάρωσε. Μετά με έσφιξε και κείνη. Ένα φιλί που δεν φαινόταν να τελειώνει και θα καθυστερούσε περισσότερο … αν η μνήμη μου δεν λειτουργούσε. Μα καλά τι έκανες; Έβαλες γέφυρα στα μπροστινά σου δόντια; Τη ρώτησα. Ναι αλλά δεν το καταλαβαίνει κανείς μου , είπε απορημένα. Εγώ το καταλαβαίνω με τη γλώσσα μου Νάντια.
Πες μου τώρα αμέσως τι άλλες αλλαγές έκανες τόσο καιρό; Ήθελε να συνεχίσει να ρουφάει τα χείλη μου και τη διέκοψα τόσο απότομα για μια γέφυρα. Πες μου Νάντια τι άλλο έκανες; Να … εεε είμαι και λίγο …παντρεμένη ξέρεις . Λίγο ; Πόσο λίγο δηλαδή; (Τι ηλίθιες ερωτήσεις κάνει ο άνθρωπος όταν έχει χάσει επαφή με το χρόνο. Γιατί εγώ εκείνη τη στιγμή ζούσα μερικά χρόνια πιο πριν.)
Έλα τώρα είμαι παντρεμένη και έχω και παιδί . Δεν περίμενα να σε ξαναδώ. Οι γονείς μου με έστειλαν στην Αγγλία για σπουδές. Άκουσαν ότι θα μείνεις ανάπηρος … ότι δεν θα …Μετά έπνιξε ένα λυγμό που ανέβαινε επικίνδυνα στο λαιμό της και σήκωσε το χέρι και μου έδειξε με το δάχτυλο τη μητέρα της με ένα αγοράκι στο καρότσι. Ήταν αρκετά μακριά για να διακρίνω αν μου μοιάζει το παιδί. (…ήμουν ακόμα εκεί εγώ , σε εκείνη τη μακρινή εποχή )
Εσύ ; με ρώτησε . Τι εγώ ; Να όπως με ξέρεις , δεν άλλαξε τίποτε. Πες μου όμως ,πως είναι ο άντρας σου; Είναι χοντρός ; Είναι μπούλης; Είναι μαμόθρεφτος; Τον ξέρω εγώ; Είναι κάποιος που τον γνωρίζαμε; Όχι . Είναι ένας συμφοιτητής μου από το πανεπιστήμιο.
Θέλω το κινητό σου , λέω. Εγώ θα γράψω το δικό σου και δε θα πάρεις , θα σε πάρω εγώ μου λέει. Γυρίσαμε και κοιτάξαμε και οι δύο μαζί τη μητέρα της που δεν μπορούσε να διακρίνει με ποιον μιλούσε η κόρη της.
Με πήρε στο τηλέφωνο μετά από δύο μέρες. Συναντηθήκαμε και την πήρα με το αμάξι. Πήγαμε παραλία. Το κάναμε στο αυτοκίνητο. Είχε ρυθμίσει την υπενθύμιση στο κινητό. Μία ώρα και είκοσι λεπτά από τη στιγμή του ραντεβού χτύπησε. Πρέπει να φύγει. Πότε θα ξαναβρεθούμε; Θα με πάρει εκείνη. Με ξαναπήρε σε λίγες μέρες. Είμαστε κάπως αλλιώς ξέρετε . Έχουμε φορτώσει και οι δύο εμπειρίες στο σκληρό μας. Κάνει πολύ καλή πίπα , αν και θα ΄θελε να δοκιμάζαμε κανένα 69 αλλά δεν βολεύει στο αυτοκίνητο.
«69 : η καλύτερη αντισύλληψη για τις γόνιμες μέρες» είπε. Της το έμαθε ένας συμφοιτητής της που μου έμοιαζε . Εγώ πάλι φιλάω κάπως αλλιώς. Ποια μου το ‘μαθε αυτό ; Δεν θυμάμαι. Όταν έχει περίοδο θέλει από …. ξέρετε τώρα , αυτή τη στάση που αν δεν… τότε δεν θεωρείται ολοκληρωμένο κανένα πορνό φιλμ. Τέλος πάντων , λεπτομέρειες τώρα , το θέμα είναι ότι περνάμε καλά. Είναι μια κατάσταση σαν να κάνουμε το χόμπι μας.
Πρώτη φορά είμαι με γυναίκα και δεν σκέφτομαι ευθύνες , προοπτικές , σκοπιμότητες. Δεν υπάρχει παράλληλη σκέψη στον επεξεργαστή μου , στη «ραμ» μου τρέχει μόνο η Νάντια και τίποτε άλλο.
Δεν με απασχολεί : «τι κάνουμε εδώ τώρα ;» Δεν απαντάω σ’ αυτή την ερώτηση. Μάλλον ενώνουμε το κομμένο νήμα. Και είναι πολύ λεπτή δουλειά σας πληροφορώ. Δεν έχω την αίσθηση της αρπαχτής . Δεν με φτιάχνει η ιδέα μερικών ασφαλών και εξασφαλισμένων πηδημάτων. Δεν ξέρω αν απλά μου αρέσει το σεξ μαζί της ή αν βιώνω και πάλι την εφηβεία μου. Το σίγουρο είναι ότι με καμία γυναίκα δεν έχω περάσει τέτοιες στιγμές όπως με τη Νάντια τώρα.
Είναι ας πούμε πολύ «πρωτότυπο» να ξέρεις τόσο καλά μια γυναίκα , να είσαι σίγουρος πως την αγαπάς και σ’ αγαπάει και εκείνη , να τη συναντάς τόσο απλά . Ίσως τώρα που το ξανασκέφτομαι , ίσως λέω να κάνουμε ένα τεστ , αν έχουμε αλλάξει , αν θέλουμε να ζήσουμε μαζί, αν είναι ακόμα τόσο δυνατό αυτό που νιώθαμε κάποτε.
Αν θελήσω να μιλήσω για τον έρωτα , να πω αυτά τα ποιητικά που διαβάζω γύρω μου καθημερινά , μάλλον θα «ξεφύγω» για λίγο , για να πω ότι είναι κάτι που το χρωστάς στο εαυτό σου. Ναι , καθένας δικαιούται μια συνάντηση με το παρελθόν. «Θέλω μια συνάντηση με τη γυναίκα που ερωτεύτηκα κάποτε» αυτό πρέπει να υπάρχει στο πίσω μέρος του μυαλού μας, γιατί είναι μια αξεπέραστη εμπειρία .
Όμως δεν είναι ακριβώς έτσι. Είμαστε εμείς, είμαστε μαζί , αλλά δεν είμαστε όπως πριν. Αυτό που ζούμε τώρα αρχίζει να γίνεται μια ερωτική παρωδία. Αν δεν είχαμε χαθεί θα είχαμε βαρεθεί; Ίσως. Θα χωρίζαμε κάποια στιγμή; Ή θα είχαμε δύο πιτσιρίκια και θα «τρέχαμε» όπως όλα τα ζευγάρια; Πάντως δέκα χρόνια χωρίς τη Νάντια είναι πολλά . Είμαι 28 . Σκέφτομαι ότι εμείς οι δύο αυτή τη στιγμή βιώνουμε ένα είδωλο του έρωτά μας. Υπάρχει η επιθυμία και το ανεκπλήρωτο που ζητάνε να ικανοποιηθούν. Και μετά ; και μετά τι ;
Πώς νοιώθει η Νάντια ; Λέει ότι της αρέσει αυτό που μας συμβαίνει. Πώς νοιώθω εγώ; Είναι αυτό που είπα πριν : το είδωλο. Είναι αυτό που συμβαίνει σήμερα σε όλους τους τομείς : προσπαθούν να σου πουλήσουν την πόρσε που οδηγούσε ο Τζέιμς Ντην για να νιώσεις κάπως … σαν αυτόν ας πούμε . Και εσύ τελικά το καταπίνεις και συμμετέχεις στο ψέμα. Χιλιάδες πράγματα γίνονται γύρω μας και είναι αντίγραφα προτύπων. Πας στο ξενοδοχείο που έμενε η Μαντόνα , κοιμάσαι στο κρεβάτι που κοιμόταν ο Μόρισον , τρως το πρωινό όπως ο Χέμινγουεη .
Πώς νοιώθεις Νάντια; Επιμένω . Πες μου πώς με βλέπεις; Δεν ξέρω τι σκέφτεσαι , αλλά εγώ αισθάνομαι μαζί σου σαν να μη άλλαξε τίποτε μεταξύ μας λέει. Θα χωρίσεις μ’ αυτόν; Μα γιατί; δεν περνάμε καλά έτσι; Νάντια σε θέλω κατάδική μου όπως τότε. Δική σου είμαι αλλά δεν μπορώ να χωρίσω. Γιατί , γιατί Νάντια; Μα είναι και το παιδί , δεν καταλαβαίνεις , δεν μπορώ να του στερήσω τον πατέρα του. Το παιδί , το παιδί , γαμώτο το παιδί , γαμώτο μου.
Γιατί να μη σε συναντήσω 3 χρόνια νωρίτερα; Δεν θα υπήρχε παιδί , δεν θα καταλαβαίναμε ότι χωρίσαμε για 10 ολόκληρα χρόνια. Νάντια σε θέλω , θέλω το κορμί σου , θέλω τη γλώσσα σου στο στόμα μου , θέλω τα παιχνίδια που κάναμε , θέλω να κοιμάμαι μαζί σου τα βράδια , Νάντια δεν μπορεί να κοιμάσαι μ’ αυτόν. Αυτά σκέφτομαι και θα κάνω καμία μα….α.
Τι μ’ έχει πιάσει ρε γαμώτο; Νομίζω πως αυτό που βιώνω είναι ψεύτικο. Τόσες εμπειρίες , τόσα κορίτσια και είμαι κολλημένος εκεί . Στο μυαλό μου υπάρχει καρφωμένο «το είδωλο». Μια πλαστική Νάντια συναντάω , μια Νάντια που την αγόρασα προχθές , από πολυκατάστημα , την έφερα σπίτι μμμμμμ… όχι, όχι φίλε δεν έχει έρθει ακόμα σπίτι, στο αυτοκίνητο την έχω.
Το ξέρω πως κάποιοι φίλοι μου θα έκαναν οτιδήποτε για να βιώσουν κάτι τέτοιο. Ιδανικές συνθήκες , μια Ναντια δική σου και ξένη , μια Νάντια για λίγο και για όλα, να λιώνει στα χέρια σου αλλά να «μη σου κολλάει» σα λιωμένο παγωτό . Όμως κάτι λείπει. Θέλω αυτό που έχασα , θέλω το εφηβικό μου «κάρμα»… όχι , όχι δεν θα το πω έτσι , θέλω το κορίτσι μου και όχι μια μητέρα που σκέφτεται τον σύζυγο και το παιδί της.
Το αποφάσισα. Νάντια χωρίζουμε. Βρεθήκαμε , μια φορά ακόμη και της το είπα. Χ-ω-ρ-ί-ζ-ου-μ-ε. Έκλαψε , έκλαψε πολύ , ίσως πολύ περισσότερο και από τότε που είχαμε χαθεί. Με κοίταξε κλαίγοντας. Με ρώτησε αν … δηλαδή αν θα μπορούσαμε ποτέ να ξαναβρεθούμε , αν θα μπορούμε να μιλάμε , να πίνουμε ένα καφέ ίσως ; όχι Νάντια , φύγε, δεν θέλω τίποτε από σένα. Μάλλον δεν έπρεπε να σε έχω συναντήσει ξανά. Φύγε Νάντια και ας πούμε ότι δεν έχουμε συναντηθεί ακόμη. Μα ένα τηλέφωνο ίσως , κάτι , μια αναπάντητη για να ξέρεις ότι σε σκέφτομαι ; Όχι , κατηγορηματικά όχι.
Κάθομαι μερικές μέρες μόνος. Μετά; Μετά πήδηξα τη μπέιμπι σίτερ ενός φιλικού ζευγαριού. Το σαββατοκύριακο πήγα με το ντάντι για μπριτζ. Εκεί γνώρισα την κόρη ενός άλλου παίκτη που δεν μπορούσε να κρύψει την αβάσταχτη βαρεμάρα της για το μπριτζ. Δεν μπορείς να το κρύψεις της είπα. Γενικά δεν κρύβω αυτό που νιώθω είπε. Θες να μου δείξεις τα … σου; Καταλάβατε τι. Δεν θα σου τα κρύψω , είπε. Πήγα στο τένις , πήγα για ιστιοπλοΐα , πήγα για σκι. Κάθε γυναίκα που γνωρίζω τώρα είναι κλώνος της Νάντιας. Τις μισώ. Νομίζω πως είναι ίδιες. Όλες νομίζουν την αγάπη λούτρινο αρκουδάκι σε θερμοκρασία ανθρώπου.
Μου έκανε μια αναπάντητη η Νάντια. Αχώνευτη γκόμενα πώς την πάτησα μαζί σου ,σκέφτηκα. Πάλι αναπάντητη. Δεν με νοιάζει. Τώρα με καλεί και το αφήνω να χτυπάει ώρα. Πατάω γες. Τι θες; Δεν σου είπα να μη με ξαναπάρεις; Θέλω να βρεθούμε. Δεν θέλω εγώ. Θέλω να μιλήσουμε σου λέω. Να πούμε τι Νάντια; Να μιλήσουμε για μας. Οκ . Θα σ ακούσω και μετά κχχχχκκκ …κομμένο , οκ; Γιου νόου ;
Βρεθήκαμε . Πολύ κλάμα . Πολλά δάκρυα. Περίμενα αυτή τη στιγμή χρόνια ,είπε. Προσπαθούσα να σε ξεχάσω για να μη υποφέρω ,συνεχίζει κλαίγοντας . Τώρα τι θες Νάντια ; Μίλα μου για τώρα . Τι θες; Είναι δύσκολο να ζήσω χωρίς το παιδί , είναι κομμάτι από τον εαυτό μου. Τον άντρα μου μπορώ να τον χωρίσω αλλά το παιδί … δεν μπορώ χωρίς το παιδί . Εδώ να δείτε δάκρυα. Κατακλυσμός. Μη είσαι τόσο ψυχρός , μη με κοιτάζεις μ αυτό το βλέμμα. Δεν μπορεί να άλλαξες τόσο. Εσύ είσαι , πάντα εσύ θα είσαι. Στο ξαναλέω θα χωρίσω για να ζούμε μαζί ,αλλά δεν μπορώ χωρίς το παιδί μου. Δεν γίνεται ούτε με υαλοκαθαριστήρες , ούτε με κλιματισμό να στεγνώσουμε εδώ μέσα. Πόσο μπορεί να κλάψει μια γυναίκα; Θέλω να τη σπρώξω να βγει από το αυτοκίνητο και να φύγω. Δεν μπορεί να έχω «αντίπαλο» ένα πλασματάκι τόσο δα. Πού να σε πάω τώρα; λέω ανόρεχτα. Δεν θα μου πεις τι θα γίνει με μας; Πρέπει να σκεφτώ ,της είπα κουρασμένα.
Σκέφτηκα. Αλλά δεν …αποφάσισα. Με ξαναπήρε. Βρεθήκαμε . Το κάναμε. Βρισκόμαστε μια φορά τη βδομάδα , μπορεί και δύο. Μιλάμε ,κάνουμε σεξ , μου λέει για το παιδί , για τη ζωή της , ακούω ακόμα και τα πανεπιστημιακά γκομενικά της και τις εμπειρίες της . Σκεφτόμαστε ξέρετε να … νοικιάσουμε ένα χώρο για μας.
Είμαι με τη Νάντια ξανά και είμαι κάπως αλλιώς. Όταν λέω αλλιώς εννοώ «αλλιώς» και από τις προηγούμενες μέρες.
Γνωρίζω κορίτσια . Προχθές πήδηξα τη γραμματέα του οδοντίατρου της μητέρας μου. Τη συνόδευσα ως εκεί γιατί αγχώνεται ακόμα και όταν κάνει τσεκαπ. Βρήκα την ευκαιρία να μιλήσω μαζί της ,όταν ο γιατρός εξέταζε τη μάμι.
Δεν ξέρω τι άλλο να σας πω. Νομίζω πως αφομοιώνω αυτή την περίεργη αίσθηση που έχω με τη Νάντια.
Αυτά ! Είμαι κάπως …αμήχανος . Θέλει να ρωτήσει κανείς κάτι;
Μόνο μη ρωτήσετε για τη μητέρα της. Οκ; Όταν υπογράφονται συνθήκες ειρήνης , οι πρωταγωνιστές παρά την επισημότητα και την τελετουργία , συνήθως στο τέλος σκέφτονται το ίδιο πράγμα : «Ουφ πάει κι αυτό».
Ετικέτες: Διηγήματα, Θεόδωρος Πρίντζης
γψφγφγφυθευνηργξ,υδτκξυλβηχψγργ,βμφγ
ΟΚ.
Γράφει!
Βρίσκομαι στο μάλλον-πιο-παρακμιακό-κωλόμπαρο-αυτής-της-πόλης. Δεύτερος όροφος παλιού νεοκλασικού με θέα τα μπουρδέλα. Καλή φάση. Κάθομαι στο μπαρ, πίνω comfort μπόμπα και μασουλάω φιστίκια. Σ’ ένα τραπέζι παραδίπλα δυο μελαμψοί τύποι με περίστροφα περασμένα στη μέση τους και ξινισμένες σκατόφατσες παίζουν ιπποποταμάκια. Οι φωνές τους μου σπάνε τα παπάρια και τους λέω να σκάσουν. Ο ψηλός με αγριοκοιτάζει, μουρμουρίζει κάτι που δεν ακούω και τραβάει το όπλο του. Έγω τότε πετάγομαι στον αέρα σαν εκείνον το μαλάκα στο Μάτριξ και του γαμάω τις κουτάλες πριν καλά καλά καταλάβει τι έγινε. Ξύνω τ’ αρχίδια μου και συνεχίζω το ποτό μου.
Κάποια φάση χαιρετάω μια καθηγήτρια μου απ’ το γυμνάσιο που κάθεται σε μια γωνιά και τρώει μια κρέπα μερέντα μπανάνα.Ύστερα πλησιάζει ο Γκούφυ χορεύοντας σάμπα, λέει ένα γεια και ψαχουλεύει τα φιστίκια μου. Τρώει ένα, τα μάτια του βγάζουν μπλε φωτιές και πετάει απ’ το παράθυρο. Μετά ανεβαίνει, τσιμπάει 100 ευρώ από ένα κουρούμπελο και του λέει να κάνει το ίδιο. Εκείνος πηδάει, τσακίζεται και τα μυαλά του απλώνονται στο δρόμο. Γαμώ τις πλάκες.
Κι ενώ έχουμε κλάσει στο γέλιο σκάει μύτη ο τελειότερος κώλος που είδαν ποτέ ανθρώπινα μάτια. Το στυλ της γκόμενας που σε κάνει να χύσεις στα βρακιά σου. Κάθεται δίπλα. Μου συστήνεται σαν Κάθυ και την κερνάω ένα chivas. Μετά την πηγαίνω σπίτι και γαμιόμαστε. Αφου τελειώσω κάνω τσιγάρο και την πέφτω.
Μετά ξυπνάω κι έξω χιονίζει. Κι είναι σαν να πέφτουν κουραμπιέδες απ’ τον ουρανό.
Πρέπει να είσαι πολύ μαλάκας για να ξυπνάς κάθε Σάββατο πρωί στις 6.30 να δεις κινούμενα σχέδια. Τι να κάνω; Είμαι πωρωμένος με τα Looney Toons. Ειδικά με το Κογιότ. Αν και διαφωνώ με την όλη του φιλοσοφία.
Να εξηγηθώ καλύτερα. Το Κογιότ κυνηγά τον Μπιπ-Μπιπ. Γνωστό αυτό, ωραία; Και κάθε φορά λίγο πριν τον φτάσει κάτι γίνεται. Ένα αμόνι, ένα χρηματοκιβώτιο, τέλος πάντων οτιδήποτε ACME πέφτει στο κεφάλι του. Κι αυτός συνεχίζει να τον κυνηγάει κι ας είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα φάει τα μούτρα του. Μαλακία δεν είναι; Εσύ θα το ‘κανες;
Θα προτιμούσα σε ένα επεισόδιο το Κογιότ να σταματήσει σε ένα εστιατόριο, να χτυπήσει πέντε έξι σουβλάκια, να την πέσει στην γκαρσόνα, να την βγάλει για σινεμά-ποτό-κρεβάτι και να αφήσει τον Μπιπ-Μπιπ μαλάκα. Και μετά ο Μπιπ-Μπιπ να πάθει κατάθλιψη και να το ρίξει στα Προζάκ.
Μόλις βγει ο Πόρκι και πει «That’s all, folks» πάω και κάνω καφέ. Γαλλικό με δυο κουταλιές ζάχαρη κι ένα γαλατάκι. Οι άλλοι καφέδες με πειράζουν πια το στομάχι. Ανάβω τσιγάρο και κοιτάζω από το παράθυρο. Είναι μια ηλίθια μέρα όχι γιατί χιονίζει αλλά γιατί είναι άνοιξη κι έχει χιόνι ενώ αυτό θα έπρεπε να λιώνει πάνω στα βουνά. Τέλος πάντων, αφού είναι έτσι λέω να αράξω να δω παπαριές στην τηλεόραση και να περιμένω τον Άι-Βασίλη. Μια και δεν ήρθε τα Χριστούγεννα ίσως έρθει τώρα.
Κάθομαι εκεί όλη την μέρα. Δεν έχω καμινάδα. Αν έρθει ο Άγιος ας χτυπήσει την πόρτα. Πίπες. Ο μόνος που χτυπάει την πόρτα είναι ο Πιτσαδώρος. Μου φέρνει μια πίτσα μπέικον-μανιτάρια-σαλάμι αέρος. Ό, τι του ζητάω σε ένα τέταρτο το χει φέρει. Θα πρεπε να χαμε τον Άι-Πιτσαδώρο όχι τον άλλο το μαλάκα. Προβληματίζομαι. Φοβάμαι. Φοβάμαι πως αν μείνει από δουλειά ο Άι-Βασίλης και γίνει πιτσαδόρος στη θέση του Πιτσαδώρου, τότε τη γάμησα.
Ο Πιτσαδώρος είναι ένα από τα τρία πρόσωπα που μου έχουν δώσει πραγματική χαρά.Τα άλλα δύο είναι ο Βέγγος και ο Δεξεροτάβλης. O Δεξεροτάβλης ήταν συμμαθητής μου στο λύκειο. Φορούσε σιδεράκια κι ήταν χοντρός. Έτρωγε τα πάντα εκτός από μπάμιες και ινδοκάρυδο. Δεν θυμάμαι αν ποτέ τον φώναξα με το πραγματικό του όνομα. Δεξεροτάβλη τον λέγαμε γιατί στο τάβλι δεν μπορούσε να σταυρώσει παιχνίδι. Από ένα σημείο και μετά δεν είχε νόημα να παίζεις μαζί του. Σαν να κλέβεις εκκλησία ήταν. Κι αντί να κερνάει τους καφέδες που έχανε στα στοιχήματα, μας έβριζε λες και φταίγαμε εμείς που ήταν μαλάκας.
Μέσα στη μαλακία που τον έδερνε ήταν όμως σοφός. Λίγο. Τουλάχιστον εγώ έτσι το έβλεπα. Θυμάμαι ένα καλοκαίρι που είμασταν αραχτοί και το κωλοβαρούσαμε. Ανακάτεβα αργά με το καλαμάκι το φραπέ μου. Εκείνος έκανε μπουρμπουλήθρες. Κάποια φάση γύρισε και μου πε: «Ρε μαλάκα, τι κάνουμε; Τρομπάρουμε όλη μέρα. Τρώμε, χέζουμε, κοιμόμαστε. Αργοπεθαίνουμε και δεν το παίρνουμε χαμπάρι».
«Έχει κι αυτό τη φάση του, είπα τότε λυμένος στα γέλια».
Τώρα δεν ξέρω. Τώρα κάθομαι όλη μέρα και περιμένω κάτι που δεν ξέρω αν θα ‘ρθει κι ούτε καν τι ακριβώς είναι. Και δεν βρίσκω ούτε λίγη πλάκα σ’ αυτό. Ρεύομαι και η γεύση του μπέικον ξανανεβαίνει στο στόμα μου. Η φιλοσοφία σε μελαγχολεί και σου γαμά το στομάχι.
Το κουδούνι χτυπάει κι εγώ λέω πως είναι η γυναίκα των ονείρων μου που θα με κάνει να νιώσω λίγο καλά. Πούτσες. Είναι ο μαλακοκαύλης ο Διαχειριστής και μου ζητάει 23 ευρώ και 58 λεπτά για ένα ασανσέρ που ποτέ δεν χρησιμοποιώ και για δυο θείες που σφουγγαρίζουν τις σκάλες μια φορά το τρίμηνο παίρνω στο κρανίο. Εσύ δε θα τα ’παιρνες; Και θέλω να του πω «Κάτσε ρε μουνί, δεν έχουμε φράγκα για τσιγάρα, ψάχνουμε με το ζόρι τα ψιλά να παραγγείλουμε μια πίτσα, δεν έχουμε γκόμενα και τέλος πάντων άει γαμήσου γιατί ξύπνησα σκατά από το πρωί και χιόνιζε και δεν ήρθε ο Άη-Βασίλης και έσυ δεν είσαι κανά καλό μουνάκι αλλά ένας μαλακοκαύλης.» Αλλά λέω μόνο «καλά» γιατί βαριέμαι. Κατί μου λέει το αρχίδι να περάσω απ’ το διαμέρισμά του ν’ αφήσω τα λεφτά, ξαναλέω «καλά» και φεύγει. Ο μαλάκας...
Ο κόσμος τελικά έχει γεμίσει μαλάκες. Για την ακρίβεια όλοι είναι μαλάκες εκτός από μένα. Και τον Πιτσαδώρο. Και τον Βέγγo. Είμαι τσατισμένος και κατεβάζω χριστοπαναγίες. Αυτή η μέρα ήταν εντελώς γαμημένη. Όχι ότι η χθεσινή ή η προχθεσινή ή όλες οι άλλες δεν ήταν αλλά να σήμερα χιόνιζε. Έχω και την κωλοκαούρα στο στομάχι και φταρνίζομαι. Ακόμα κι η τσόντα που βλέπω είναι σκατά και λέω να κοιμηθώ. Αύριο μπορεί η μέρα να ’ναι λίγο λιγότερο σκατά. Κουκουλώνομαι με το πάπλωμα και ξαναφταρνίζομαι.
Είμαι η μύγα που ακουμπάει τα σκατά.
Είμαι η μύγα που περπατά στο ταβάνι.
Είμαι σε μια μυστική βάση κάπου στη Βόρεια Κορέα. Φοράω μαύρη κολλητή στολή με ένα ασημένιο καυλί στο στήθος. Το όνομα μου είναι Πούτσαμαν και είμαι σούπερ ήρωας. Σκοπός μου είναι να δολοφονήσω τον αρχηγό μιας σατανικής οργάνωσης με το κωδικό όνομα Διαχειριστής. Τον εντοπίζω στις τουαλέτες και τον γρονθοκοπώ μέχρι θανάτου. Το αίμα του κυλάει στη χέστρα σαν αλικό ποτάμι. To κοιτάω και καυλώνω. Χάνομαι σ’ έναν ωκεανό ηδονής μα το αίσθημα μιας κάνης στα πλευρά μου με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Γυρίζω αργά και βλέπω τον Άη-Βασίλη να μου χαμογελάει. Κι ενώ είναι έτοιμος να με στείλει στον τάφο μ’ ένα καλάζνικοφ, εμφανίζεται μέσα από καπνούς ο Θου-Βου σαν από μηχανής θεός και του πετάει τον σουγιά τον θαυματουργό στο μάτι. Ο Άη-Βασίλης σωριάζεται νεκρός , ξεφουσκώνει κι εμείς πηγαίνουμε μπουρδελότσαρκα. Ο Θου-Βου διαλέγει μια μαύρη κι εγώ μια γιαπωνέζα. Τις γαμάμε και την κάνουμε για τζίσμπεργκερ και φουντούνια. Μετά χτυπάει το τηλέφωνο.
Το σηκώνω.
«Ναι;»
«Καλημέρα. Μήπως σας ξύπνησα;»
Είναι η πιο αισθησιακή φωνή που έχω ακούσει. Θα ‘ναι το γκομενάκι με κόζαρε σ’ ένα μπαρ προχθές. Πού βρήκε το τηλέφωνό μου η πουτάνα; «Όχι, εντάξει».
«Κάνουμε μια έρευνα για...»
Το κλείνω. Έρευνες και μαλακίες. Δε γαμιόμαστε να ασπρίσουμε;
Θέλω τσιγάρα. Κατεβαίνω στο ψιλικατζίδικο. Συνήθως κάνω PRINCE αλλά όταν πάω στο ψιλικτζίδικο παίρνω πάντα LUCKY STRIKE μαλακό γιατί είναι πίσω χαμηλά κι η ψιλικατζού σκύβει να μου το δώσει κι εγώ πέρνω μάτι τον κώλο της. Έχει ένα ωραίο, τουρλωτό κωλαράκι έτοιμο για τσίμπημα.. Σήμερα, τη φάρα μου, μου δεν είναι εκεί, οπότε παίρνω PRINCE και μια εφημερίδα και πληρώνω τον καργιόλη αδερφό της.
Ανεβαίνω σπίτι, κάνω ένα καφεδάκι, παίρνω την εφημερίδα και μπαίνω για χέσιμο. Λένε ότι οι καλύτερες ιδέες σου ‘ρχονται στο χέσιμο. Εμένα πάλι δεν μου ‘ρχεται τίποτα. Τελειώνω και ανοίγω το ράδιο. Πετυχαίνω Leonard Cohen σε μια κλαψομουνιά που δεν ξέρω πώς την λένε. Κάτι με «miracle». Τι μαλακίες είναι αυτές πρωινιάτικα! Το αλλάζω. Παντού πίπες. Είναι συνομωσία για να γαμάνε τις μέρες του κόσμου κι ύστερα όλοι να γίνονται πρεζάκια.
Κάνω ένα τσιγάρο κι ανοίγω την τηλεόραση.
Έχει ένα πρωινάδικο με μερικά καλά μοντέλα. Το αφήνω λίγο εκεί. Μια από αυτές μοιάζει στη Βούλα. Η Βούλα. Μεγάλος έρωτας. Αγάπη, στεναχώρια.. Αυτά παν μαζί σχεδόν πάντα Τέλος πάντων. Έφυγε κι είναι ήσυχα τώρα. Αλλάζω κανάλι και πετυχαίνω έναν αστρολόγο που μάλλον τον παίρνει από πίσω. Του έχει τηλεφωνήσει μια θεία και της λέει πίπες.
Κλικ.
Ένα παιδάκι κατουράει.
Κλικ.
Ο Τσάκωνας παπάς σε βιντεοταινία του ‘80.
Κλικ.
Ένα σαλαμάκι.
Κλικ.
Ένας παπάρας μαγειρεύει αρχίδια κόκορα με ρύζι.
Κλικ.
Ο Δεξεροτάβλης.
Στάκα!
Ρε το μουνί. Είχα να τον δω πέντε χρόνια και τώρα τον βλέπω να μιλάει σε μια ξανθιά για τα παιδικά του τραύματα. Λέει ότι τον βίασε παλιά ένας κουμπάρος του ή κάτι τέτοιο και τώρα δεν μπορεί να εκσπερματώσει. Έχει βγάλει τα σιδεράκια αλλά είναι ακόμα χοντρός. Παίρνω τηλέφωνο στην εκπομπή να παρέμβω. Τα αρχίδια με βάζουν στην αναμονή και ακούω μισό δίσκο κλασσική μουσική.
Κοντεύω να ξεράσω όταν τελικά με βγάζουν στον αέρα. Τους λέω ότι ήμουν συμμαθητής του κι ότι γενικά φερόταν πολύ μαλακομπουκωμένα και πως πάντα πίστευα πως υπήρχε επιστημονικός λόγος γι’ αυτό. Ο Δεξεροτάβλης με καταλαβαίνει κι αρχίζουμε να βριζόμοστε για πλάκα όπως στο σχολείο. Τότε ήταν κατά κάποιο τρόπο μια άσκηση ετοιμολογίας. Έχανε όποιος δεν μπορούσε να απαντήσει στη βρισιά του αλλουνού. Ήμασταν καλοί αλλά δεν φτάσαμε ποτέ στο επίπεδο του Ανανία.
Aνανίας: Είμασταν μαζί στη σχολή. Σε μια ερώτηση καθηγητή για μια εργασία απάντησε: «Και πού θέλετε να ξέρω, κύριε; Να μυρίσω το καβλί μου;». Στο πανεπιστήμιο ακόμα το θυμούνται. Αν ποτέ γράψω ένα επιστημονικό εγχειρίδιο με τίτλο «Οι Σωστές Απαντήσεις Σε Οποιαδήποτε Ερώτηση» το «Πού θέλετε να ξέρω; Να μυρίσω το καβλί μου;» θα το έβαζα πρώτο.
Φαίνεται ότι το παραγαμήσαμε γιατί κόψαν την εκπομπή στον αέρα και βάλαν τη διαφήμιση ενός απορρυπαντικού για τα πιάτα με άρωμα φρούτα του δάσους. Να δω τι άλλη μαλακία θα βγάλουνε. Πάντως με το Δεξεροτάβλη αλλάζουμε τηλέφωνα και κανονίζουμε να περάσει το απόγευμα από μένα. Φάση θα έχει. Κλείνω το τηλέφωνο και κατεβαίνω στο ψιλικατζίδικο να κάνω προμήθειες γιατί ο Δεξεροτάβλης τρώει πολύ. Mετά ανεβαίνω σπίτι και αράζω στο κρεβάτι κλάνοντας.
Είμαστε οι Καβλωμένοι Άγγελοι. Σώζουμε τον κόσμο απ’ τη συνομωσία. Φοράω μόνο ένα τζιν μπουφάν και σταράκια. Παίζω κιθάρα. Δίπλα στο μπάσο είναι ο Δεξεροτάβλης μ’ ένα μποξεράκι με ελεφαντάκια που πηδιούνται. Πίσω στα ντραμς ο Πιτσαδώρος. Δεν βλέπω καθαρά τι φοράει. Μπροστά μου η Βούλα μ’ ένα μικρόφωνο ουρλιάζει και χτυπιέται. Παίζουμε πανκ.
Το Πλήθος παραληρεί. Κάποια φάση ανεβαίνει πάνω ο Τσάκωνας-παπάς, κατουράει στη σκηνή και σοδομεί το Δεξεροτάβλη με ένα σαλαμάκι. H Βούλα με πιπώνει και ο Πιτσαδώρος αυνανίζεται. Το Πλήθος μας αποθεώνει και μας ραίνει με αρχίδια κόκορα και ρύζι.
Σηκώνομαι από το κρεβάτι κι είναι απόγευμα. Όπου να ‘ναι θα περάσει ο Δεξεροτάβλης. Βάζω στο CD player Julie London και χαζοτραγουδάω. Fly me to the moon and let me play among the stars, let me see what spring is like on Jupiter and Mars. Εκεί πάντως σιγά μη χιόνισε. Κι αφού μου το θυμίζει χτυπάω μια Mars για τη λιγούρα και περιμένω. Ο χοντρός σκάει μύτη κατά τις εφτά.
«Πού ’σαι ρε μουνί;»
«Χρόνια και ζαμάνια ρε παπαροβιόλη».
«Άει γαμήσου ρε φλώρε. Πέρνα μέσα». Τον βάζω να κάτσει στον καναπέ και του φέρνω καφέ και πιτιφούρια. Εγώ πίνω μια πορτοκαλαδίτσα.
«Λέγε μωρή μπάσταρδε. Πού χάθηκες;»
«Γερμανία. Δούλευα σ’ ένα θείο μου. Εσύ; Τι λέει;»
«Εδώ. Τελείωσα τη σχολή και λέω ότι ψάχνω δουλειά».
«Λογιστής ε;»
«Πούτσες.»
Του φαίνεται τρομερό αστείο. Γελάει.
«Τι γελάς ρε μαλάκα. Καλά, άφησες τη Γερμανία για το μπουρδέλο;»
«Τι να κάνω; Πέθανε ο θείος, μου άφησε καλά φράγκα κι είπα να ’ρθω να βρω καμιά γυναίκα.»
«Αφού δεν μπορείς να χύσεις..»
«Μαλακίες.»
«Τουλάχιστον είσαι ματσό.»
«Αρκετά.»
«Και τι λες να κάνεις;»
«Ν’ ανοίξω κανά μπαράκι. Ψήνεσαι;»
«Έλα;»
«Ψήνεσαι; Να δουλέψεις για μένα;»
«Κοίτα η μόνη σχέση που έχω με τα μπαρ είναι ότι γίνομαι σαύρα αρκετά συχνά.»
«Μου φτάνει. Έτσι κι αλλιώς την κάβλα μας θα κάνουμε.»
«ΟΚ τότε. Και τι θα κάνω;»
«Κοίτα, εγώ δεν σκαμπάζω πολλά από μουσική. Μόνο σκυλάδικα. Και δεν πολυκολλάνε σε μπαράκι. Θα είσαι ο Τιτζέης.»
Γαμιέμαι στα γέλια. Πάντως δεν είναι καθόλου κακό. Ο κάθε μαλάκας γίνεται DJ. DJ Poulos και DJ Paretaarhidiamou. To deal έγινε. Παραγγέλνω τρεις πίτσες και κόκα κόλα να το γιορτάσουμε. Μένουν μόνο μερικές λεπτομέρειες. «Και ρε μαλάκα, πώς θα το λέμε το μαγαζί;»
«Ο χοντρός έχει μπουκώσει με τα πιτιφούρια.»
«Αγκφβκ …»
«Κατάπιε πρώτα κι απαντάς μετά.»
«Η ερώτηση είναι καλή. Τι λες για το “Γαλάζιο στρείδι”;»
«Αυτό ήταν γκέι μπαρ στη Μεγάλη των Μπάτσων Σχολή!»
«Καλά λες.»
Σιωπή. Σκέψη. Προβληματισμός. Και μια φαγούρα στα αρχίδια. Ξύνομαι και περιμένω τη φλασιά. Κοιταζόμαστε. Το Ζώο πετάγεται σαν κλανιά.
«Το βρήκα! Το βρήκα! Studio 69!!!!!!!»
Μένω μαλάκας. ... Τι παπαριά πέταξε πάλι! «Ναι ρε καυλιάρη μου. Να πετάξουμε μέσα και τον Ψάλτη, το Γαρδέλη και τον Μπίλια να χορεύουν το Raspoutin.»
«Mαλακία ε;»
«Μεγάλη.»
Ξανακοιταζόμαστε. Με καμιά Παναγία δεν θα βρούμε όνομα της προκοπής. Χρειαζόμαστε ένα θαύμα. Ανοίγουμε τηλεόραση να πάρουμε καμιά ιδέα. Το “Πάρε τηλέφωνο ζωντανά κουκλίτσες” δε μας αρέσει. Ο Δεξεροτάβλης κάνει ζάπιγκ και κάποια στιγμή ρωτάει
«Πού να το βάλω;»
«Βάλ’ το στον κώλο σου.»
«Κάνουμε και χιούμορ;»
«Ό,τι μπορούμε κάνουμε.»
Ο χοντρός πάει για χέσιμο. Χτυπάει η πόρτα. Ο ΠιτσαΔώρος. θά’ ναι. Ανοίγω. Σκέφτομαι. Δε γαμιέται...
«Ρε μαλάκα Πιτσαδώρε πες κανά καλό όνομα για μπαρ.»
«Εεεε…ε… Hotellounge;»
«Γαμάτο, γαμάτο, φωνάζει το Ζώο απ’το WC, Τι θα πει;»
«Χέζε εσύ. Τι χρωστάω;»
«Δώδεκα ογδόντα.»
«Πάρε δεκατρία και thanks για το όνομα.»
Ο ΠιτσαΔώρος φεύγει. Άκουω το χοντρό να σκουπίζεται. Βάζω τους dEUS στο CD player.
«Αυτό είναι! Hotellounge. Με γεια το όνομα.»
«Κοίτα εγώ Άντζελα Δημητρίου ακούω. Είναι κρύα τα σεντόνια και τέτοια. Αλλά το ονοματάκι δεν με χαλάει.»
«ΟΚ. Έκλεισε. Πότε φεύγεις;»
«Νύσταξες ε;»
«Ε, λίγο.» Τι να του πω; Ότι μου ζάλισε τα αρχίδια; Έχει χαζέψει πολύ από την τελευταία φορά που βρεθήκαμε.
«Και οι πίτσες;»
«Σωστά.»
Είμαι με τα πόδια πάνω στο γραφείο κι ένα ταμπέλακι μπροστά μου γράφει Κος Τσόντος Γενικός Διευθυντής. Είμαι το νούμερο δύο της Ξεπαρθενιασμένης Α.Ε μιας πολυεθνικής εταιρείας που ασχολείται με μια τεράστια γκάμα δραστηριοτήτων μεταξύ των οποίων παροχή υψηλών επενδυτικών υπηρεσιών και παραγωγή σοκοφρετών με φουντούκια. Κάτι ψιλικατζήδες σαν την Virgin μας γλύφουνε τα αρχίδια. Kάποια φάση μπαίνει η Τσέχα γραμματέας μου και μου φέρνει τις παντόφλες μου κι ένα Αστερίξ.
«Κύριο Τσόντο ήθελε κάτι άλλο;»
«Όχι παιδί μου. Και μη μου περάσεις άλλα τηλέφωνα.»
«Μάλιστα κύριο Τσόντο.»
Πριν φύγει την παίρνω πάνω στο γραφείο.
Σηκώνομαι από το κρεβάτι με καούρες. Ο κύριος Ζονγκ έφυγε τελικά αργά χθες. Κάνω το καφεδάκι μου και σκέφτομαι ότι έχω δουλειές γιατί ο χοντρός δεν ξέρει τίποτα από μπίζνες και πρέπει να τα κάνω όλα εγώ. Πάντως η διάθεσή μου έχει αλλάξει προς το καλύτερο σε σχέση με τις προηγούμενες μέρες. Έχει φτιάξει και ο καιρός και έχει ήλιο και τα μουνάκια αρχίζουν να φοράνε ξώπλατα.
Το απόγευμα χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι ο Μπάμιας, πρώην συμφοιτητής. Το Μπάμιας δεν είναι παρατσούκλι. Όσο ηλίθιο κι αν φαίνεται έτσι τον λένε.
«Έλα ρε αρχίδι. Τα παρατάς όλα και περνάς από μένα.»
«Τι έγινε πάλι;»
«Έχουμε μαζευτεί τα μπακούρια και νοικιάσαμε το Fight Club, το High Fidelity και τις Διαστροφές της Αφέντρας...Μεγάλη ταινία...»
«Καλή φάση αλλά να έχω δουλειά.»
«Χτυπήσαμε γκομενάκι ρε μουνί;»
«Όχι ρε. Θα σου τα πω κάποια στιγμή από κοντά.»
«Εσύ χάνεις.»
«Εντάξει το Fight Club και το High Fidelity τα’ χω δει.»
«Τις Διάστροφες τις Αφέντρας όμως;»
«Αυτό μου έχει ξεφύγει. Κάντο μια κόπια και για μένα.»
«Καυλιάρη! Άντε τα λέμε.»
Γαμώ το μπαρ μου. Τέτοιες ευκαιρίες δεν χάνονται. Πρέπει να δω ένα μεσίτη για το μαγαζί κι ένα γιατρό για τις καούρες μου. Το δεύτερο ας περιμένει.. Πιάνω το Χρυσό Οδηγό και ψάχνω. Εδώ είμαστε. Μεσιτικό γραφείο Πίτσου. ‘Έχει κι άλλα, αλλά αυτό μου φαίνεται καλό. Το σημειώνω στην ατζέντα μου κάτω από την Πίτσα Περούτζια. .
Παίρνω τηλέφωνο και μου μιλάει μια γκόμενα. Μου λέει να περάσω και τώρα από εκεί αν θέλω οπότε βάζω το παντελονάκι μου και τα παπούτσια μου τα Diesel και είμαι έτοιμος να πάω. Το στομάχι μου έχει γίνει κώλος αλλά θα το αντέξω. Βάζω δυο Riopan στην τσέπη και κατεβαίνω.
Τα λεωφορεία έχουν απεργία και περιμένω σαν το μαλάκα δυο ώρες ταξί. Δεν περνάει τίποτα και λέω δε γαμιέται ας το κόψω με τα πόδια. Πάνω στο ένα τέταρτο περπάτημα μου έχει βγει η γλώσσα έξω κι ο Πίτσος είναι ακόμα μακριά. Κάθομαι σε ένα πεζούλι να πάρω καμιά ανάσα. Αρχίζουν να παρελαύνουν μπροστά μου τα πιπίνια με τα ξέκωλά τους που πηγαίνουν για το απογευματινό τους φραπέ. Κάθομαι και τα χαζεύω. Καλή φάση.
Τέρμα η ξεκούραση. Συνεχίζω και τα πόδια μου ψιλοπονάνε.
Κι ενώ καταριέμαι την ώρα και τη στιγμή που άφησα τον Μπάμια και τις ταινιάρες του και βγήκα στους δρόμους, στο φανάρι μπροστά μου σταματάει ο Πιτσαδώρος με το παπάκι του.
«Τι λέει; Πού πάμε;»
«Σ’ ένα μεσίτη. Κέντρο.»
«Ανέβα.»
Κωλοφαρδία μεγάλη. Ο ΠιτσαΔώρος είναι πάντα μπροστά σου στις δύσκολες στιγμές. Ένας άγγελος με πειραγμένο παπάκι και καπελάκι Πίτσα Περούτζια σε μια πόλη γεμάτη μαλάκες, χαζογκόμενες και σκυλιά που γαμιούνται στους δρόμους. Κι εγώ είμαι καβάλα σ’ αυτό το παπάκι κι οδεύω για τον Πίτσο δίχως να ξέρω αν θα σταθώ ποτέ ικανός να του το ανταποδώσω.
O ΠιτσαΔώρος μ’ αφήνει ακριβώς μπροστά από το γραφείο. Τον ευχαριστώ, ξύνω με τρόπο τα αρχίδια μου και χώνομαι μέσα. Ο Πίτσος είναι ένας κακόμοιρος τύπος γύρω στα πενήντα. Για την ακρίβεια ο πιο κακόμοιρος τύπος γύρω στα πενήντα που έχω δει ποτέ. Φοράει ένα καρό πουκαμισάκι κι είναι σαν μουνί με ιδρωμένες μασχάλες. Σχεδόν τον λυπάμαι. Μου χαμογελάει και δείχνει τα κίτρινά του δόντια. Σκέτη αηδία. Πολύ άσχημος άνθρωπος.
«Καλησπέρα.»
Η φωνή του είναι εντελώς γυναικεία. Προσπαθώ να μη γελάσω. «Γεια. Πήρα πριν τηλέφωνο...»
«Α, για το μπαρ, αγόρι μου;»
Πούστης θα ‘ναι. «Ναι...»
«Έχω κάτι που μπορεί να σας ενδιαφέρει». Μου δείχνει μια μοβ πινέζα πάνω στο χάρτη. «Εδώ είναι. Όχι πολύ μεγάλο αλλά χαριτωμένο. Μπορούμε να πάμε να το δείτε τώρα.»
«Μισό λεπτό να ενημερώσω τον συνεργάτη μου. Ίσως θέλει να το δει.»
«Όπως επιθυμείτε.»
Εντάξει, o Δεξεροτάβλης μπορεί να είναι μαλάκας και μάλιστα μεγάλος αλλά αυτός βάζει τα φράγκα οπότε πρέπει να έχει μια κάποια γνώμη και επιπλέον μόνος με τον Πίτσο δεν μένω με τίποτα. Τον παίρνω τηλέφωνο. Είναι σπίτι και τρομπάρει και λέει ότι θα περάσει σε κάνα δεκάλεπτο.
«Καφεδάκι; Μέχρι να έρθει ο συνεργάτης σας»
«Μπα. Ευχαριστώ πάντως»
«Μήπως μια πορτοκαλαδίτσα;»
«Ας πιούμε μία». (δε γαμιέται)
Η πορτοκαλαδίτσα είναι αρκετά κρύα αλλά δεν μπορώ να την ευχαριστηθώ γιατί ο Πίτσος έχει περάσει το χέρι του στους ώμους μου. Εύχομαι να έρθει σύντομα ο Χοντρός. Πάντα προτιμούσα τους μαλάκες από τους κοντοπούτανους, παπαρδέλες άσχημους που σχεδόν σου την πέφτουν. Αν συνεχίσει έτσι θα φάει μπούφλα, Κάνω πως τον ακούω, λέω συνέχεια «ναι, ναι» και με την άκρη του ματιού μου ψάχνω το γκομενάκι που μιλήσαμε στο τηλέφωνο όμως μάλλον την έχει κάνει.
O Δεξεροτάβλης έρχεται σχετικά γρήγορα και με γλιτώνει απ’ τις ορέξεις του κοντού. Γίνονται οι συστάσεις και μπαίνουμε στο αμάξι του Χοντρού ( BMW 516, το γύφτο) με κατεύθυνση τη γειτονιά που είναι το μαγαζί. Ο Πίτσος συνεχίζει το μπλα μπλα κι εμένα μ’ έπιασε κόψιμο αλλά κρατιέμαι. Ελπίζω το μαγαζί να λέει και να μην περνάω άδικα τέτοια σωματική και ψυχική ταλαιπωρία.
«Βάλε κάνα λαλά» Ο Δεξεροτάβλης όταν λέει λαλά εννοεί τραγουδάκι.
Ανοίγω το ράδιο και πετυχαίνω το Hit the road Jack σε μια πειραγμένη εκτέλεση που την ακούω πρώτη φορά. Μια γκόμενα τραγουδάει στα ισπανικά ή κάτι τέτοιο.
«Λαλά είπαμε. Όχι μαλακίες....»
Αλλάζω. Καρράς. Νύχτα ξελογιάστρα, νύχτα όμορφη. Ο Δεξεροτάβλης γουστάρει.
«Εδώ!»
Ο Πίτσος λέει τα δικά του αλλά τον γράφουμε στα αρχίδια μας γιατί ο Δεξεροτάβλης τραγουδάει κι εγώ σφίγγομαι μη χεστώ πάνω μου. Όταν φτάνουμε πετάγομαι έξω και κάνω μερικά βηματάκια πάνω-κάτω να μου φύγει το κόψιμο αλλά άδικος κόπος.
Η γειτονιά είναι τελείως παρακμιακή. Ένα καφενείο αρχαίο μπροστά μου λέγεται Ο Τάκης και κάτι παππούδες μέσα παίζουν τάβλι και μπιλότ , τρώνε υποβρύχια και βρίζονται. Κι εγώ όταν γίνω παππούλης υποθέτω έτσι θα ‘μαι. Δίπλα είναι ένα τυρογαλάδικο με την επιγραφή Ο Βουνίσιος. Και παρακάτω το πιο βρώμικο σουβλατζίδικο του κόσμου.
«Να χτυπήσουμε κάνα πιτόγυρο πριν δούμε το μαγαζί;»
Τι άλλο θα 'λεγε το Ζώο;
«Όπως θέλετε»
Σιγά μην έλεγε όχι η Αδερφάρα..
Πλησιάζουμε και βλέπουμε ότι το σουβλατζίδικο λέγεται “Τα Γαμίδια”. Δεν μπορώ να γελάσω. Αν γελάσω θα μου φύγουν. Ο Πίτσος περιμένει απ’ έξω κι εγώ μπαίνω μέσα μαζί με το Δεξεροτάβλη. Τον ακούω να παραγγέλνει μια διπλή πίτα γύρο απ’ όλα τζατζίκι καθώς χώνομαι στην ο Θεός να την κάνει τουαλέτα. Η μπόχα είναι αφόρητη, τα κωλόχαρτα πεταμένα στην λεκάνη και σκέφτομαι ότι σήμερα θα κολλήσω AIDS, ταινία και όλες τις ηπατίτιδες αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο εκτός ίσως απ’ το να πασαλειφτώ με Betadin όταν φτάσω σπίτι. Τέλος πάντων, όταν βγαίνω έξω νιώθω άλλος άνθρωπος κι ο Δεξεροτάβλης έχει τελειώσει τον πιτόγυρο.
Το μαγαζί που μας δείχνει ο Πίτσος είναι για τον πούτσο. Εντελώς. Μόνο ένας μαλάκας θα έλεγε ναι.
«Εντάξει, θα το πάρουμε!». Ο Δεξεροτάβλης προσφέρει άλλη μια απόδειξη της μαλακίας που τον έχει βαρέσει στο κεφάλι από... από πάντα.
Βασικά όχι ότι εγώ είμαι πολύ καλύτερος από το Δεξεροτάβλη. Έχω πει και έχω κάνει ένα σωρό χοντρές μαλακίες αλλά, ρε πούστη, συνήθως φέρομαι σύμφωνα με τους νόμους της λογικής και της φύσης. Σκοτώνω μια κατσαριδούλα και περιμένω όπου να ‘ναι να έρθουν να μας φαν οι αρουραίοι.
«Μα δεν βλέπεις ότι είναι χάλια;»
«Με λίγη δουλίτσα μέσα θα είναι υπέροχο», πετάγεται η Κλανιά-μεσίτης-ντιγκιντάγκας.
«Ναι, με λίγη δουλειά θα είναι υπέροχο. Εξάλλου απέναντι έχει γαμάτο γύρο».
Αυτό ήταν. Ο Χοντρός είχε ερωτευτεί τα Γαμίδια. Ότι και να ‘λεγα δε θα ‘χε νόημα. Παραδέχομαι την ήττα μου.
Οπότε σχεδόν συμφωνούμε να αγοράσουμε το στάβλο. Μένουν κάτι νομικά θέματα που θα τα φάω στη μάπα πάλι εγώ. Είμαι ψιλοτσατισμένος και όταν φτάνω το βράδυ σπίτι δεν έχω ούτε την όρεξη να δω καμιά τσοντίτσα.
Κάθομαι στο κρεβάτι. Δεν πολυνυστάζω. Βάζω ένα Jack amaretto με λίγο πάγο και ανοίγω το ράδιο. Μόνο μαλακίες πάλι. Θα προτιμούσα να πετάω φελλούς στα βαρέλια παρέα με βλάχους με τρίχες στον σκεμπέ παρά να είμαι εδώ έτσι. Όλα μου φαίνονται σχεδόν γαμημένα. Ό, τι με περιβάλει με κάνει να νιώθω ηλίθια.
Εκτός από μερικά πραγματάκια. Αυτά τα πραγματάκια δεν τα ψάχνω. Απλά όταν έρθουν προσπαθώ να κρατηθώ από αυτά. Έτσι νομίζω είναι καλύτερα. Όταν ψάχνεις κάτι και δεν το βρίσκεις νιώθεις μαλάκας. Δε ξέρω αν συμφωνείς.
Κλείνω το ράδιο και βάζω Beck στο CD player. She’ll do anything to make you feel like an asshole.
Δεν χρειάζεται μια γκόμενα για να σε κάνει να νιώσεις έτσι. Τόσα άλλα πράγματα μπορούν να σε κάνουν να νιώσεις έτσι αν τα αφήσεις. Ένας φαλλός μπορεί να διαπεράσει τα αυτιά σου οποιαδήποτε στιγμή αλλά δεν πρέπει να του επιτρέψεις να σου γαμήσει την ψυχολογία. Σωστός;
Εντάξει, πολύ φιλοσόφησα για σήμερα. Σβήνω το φως και την πέφτω για ύπνο. Οι κατσαρίδες περπατάνε στην ψυχή μου. Ελπίζω να υπάρχει μια καλή δικαιολογία που θα με κάνει να πω «δεν πειράζει».
Κάθομαι σ’ ένα παγκάκι μ’ ένα μαλάκα που μάλλον είναι ο Beck. Τρώμε μπουγάτσα και μοιράζουμε δίευρα στα πρεζάκια. Μας πλησιάζει ο Πίτσος και μας ρωτάει αν θέλουμε μαύρο. Του λέμε ναι και βγάζει μερικά τσιγαριλίκια. Τότε σηκώνεται ο Beck και του περνάει χειροπέδες ενώ εγώ δείχνω το σήμα μου. Τον αρχίζουμε στις κλωτσιές και τα γαμώσταυρα. Τον χέζω στη μάπα και του βάζω μια πορτοκαλάδα στον κώλο. Μάλλον γουστάρει Μετά τον πηγαίνουμε στο τμήμα και ο αρχηγός Δεξεροτάβλης μας κάνει ταξίαρχους.
Το πρωί με ξυπνάει ο Μπάμιας. Μου φέρνει τις «Διαστροφές της αφέντρας» σε κόπια.
«Καλή;»
«Αρχίδια. Τζάμπα λεφτά. Δύο ώρες και δεν έπεσε ένα γαμήσι. Μόνο ξύλο. Άσε που η αφέντρα ήταν τραβέλι!»
«Καλή φάση!». Αυτό το τελευταίο το λέω από την κουζίνα γιατί φτιάχνω καφέδες. Μετά αρχίζω και του λέω για τον Δεξεροτάβλη, το μπαρ, τον Πίτσο και το χέσιμο στα Γαμίδια. Με κοιτά σοβαρός. Δε γελάει και αυτό γενικά μου φαίνεται παράξενο γιατί ο Μπάμιας γελάει συχνά και στη σχολή τον φωνάζαμε και Χαχανούλη. Κάποια φάση με κοιτά και στο πρόσωπό του λίγη αγωνία και κάποια μικρά ίχνη ελπίδας.
«Θα με κάνεις μπάρμαν;»
«Έλα;»
«Είναι το παιδικό μου όνειρο». Και χαμογελάει. Πρώτη φορά τον βλέπω έτσι.
Του λέω, φυσικά, και του χαρίζω απλόχερα την ευτυχία. Μετά καθόμαστε λίγο και λέμε διάφορες βλακείες.
«Πρέπει να βρεις ένα όνομα. Κάθε σοβαρός dj έχει όνομα». Προτείνει διάφορα αλλά δεν μου αρέσει κανένα. «Τότε θα ανοίξουμε την τηλεόραση και η πρώτη λέξη που θα ακούσουμε θα είναι το όνομά σου»
Συμφωνώ με κάποια επιφύλαξη. Φαντάζεσαι να πετύχουμε Χάρυ Κλυν και να πρέπει να με λένε DJ Tarchidiatoukarabela;
Ευτυχώς πετυχαίνουμε μια τραγουδίστρια που έχει γενέθλια και σβήνει τα κεράκια.
«Αυτό είναι! Θα είσαι ο DJ Φου»
«Δεν είναι κακό»
«Αν και… δεν σημαίνει τίποτα»
«Πώς! Είναι το φύσημα του ανέμου, η θεϊκή πνοή που εμφύσησε ο Θεός στον άνθρωπο, η εκπνοή που απαλλάσσει τον οργανισμό από το διοξείδιο του άνθρακα».
Λέω και μερικές άλλες πίπες.
Ο Μπάμιας τώρα γελάει. «Εσύ, ρε μαλάκα, χαραμίζεσαι. Έπρεπε να γίνεις ποιητής»
Έπρεπε. Και εντάξει μου το ‘πανε κι άλλοι. Είχα γράψει παλιότερα, λύκειο τώρα, κάποια ποιήματα που είχαν μεγάλη επιτυχία. Αλλά ήταν τελείως βλαμμένα και πειραγμένα. Ήταν μια κάποια αντίδραση στα πετυχημένα ποιήματα που μας ανέλυε επί ώρες μια μαλάκω καθηγήτρια. Θυμάμαι ένα ποίημα μου το λέγανε Meritto και είχε μεγάλο σουξέ. Κάποια φάση το γύρισα στα πιο σοβαρά αλλά χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Ειδικά όσα έγραψα για τη Βούλα ήταν για πέταμα. Τα πέταξα.
Αποφάσισα να γράφω μόνο βλακείες αφού σ’ αυτό είμαι καλός. Βλακείες χωρίς νόημα. Η πλάκα είναι ότι μερικοί βρίσκουν νόημα. Μου το λένε και λέω «ναι, ναι είναι πολύ ωραίο νόημα» και διαδίδω ότι όντως αυτό είχα στο μυαλό μου πριν γράψω. Αλλιώς δεν πρόκειται να με νομίσουν για σπουδαίο ποιητή. Αν κι εδώ που τα λέμε σιγά μη γίνω σπουδαίος ποιητής. Το σύστημα φταίει. Αγκαλιάζει κάθε παπάρα που έχει τα κονέ, τα φράγκα και το παίζει ψαγμένος και δεν αφήνει χώρο για μας, τα αυθεντικά ταλέντα.
Είμαι στη σκηνή σε κάτι που μοιάζει με θέατρο. Φοράω ένα κουστούμι ριγέ εντελώς σικάτο κι από κάτω ένα φανελάκι που γράφει με μεγάλα ροζ γράμματα «Γαμάω και δέρνω». Μπροστά μου κάποιες χιλιάδες παππούδες με μπερέδες και κασκόλ με χειροκροτάνε όρθιοι. Μια γκόμενα έρχεται και με φιλάει. Μου δίνει ένα χαρτί που γράφει ΝΟΜΠΕΛ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΙΑΣ. Λέω «Να ’στε καλά, ρε μαλάκες» και πάω να φύγω. Ο κόσμος δεν μ’ αφήνει. Θέλει να ακούσει από μένα το ποίημα για το οποίο τιμήθηκα. Τους κάνω το χατίρι αν και βαριέμαι λίγο. Βήχω για να κάνω εντύπωση κι αρχίζω.
Μ’ ένα μανδύα
Λιτό κι απέριττο
Κι ένα ραβδί
Χάθηκα στ’ άπειρο
Να βρω το Meritto
Αυτό με τη λαβή.
Πανικός κάτω. Ο πρόεδρος της επιτροπής φωνάζει «Τώρα ας πεθάνω ο πούστης» αλλά τα σουηδικά μου είναι χάλια και δεν πολυκαταλαβαίνω. Κάποιοι κλαίνε από συγκίνηση. Άλλοι αυτοκτονούν κόβοντας τις φλέβες τους.
Ριγώ.
Προσπαθώ να περάσω μέσα από ένα πλήθος που ορμά να μ’ αγκαλιάσει. Δεν μπορώ. Μου φέρνουν κι άλλο χαρτί. Γράφει πάνω ΝΟΜΠΕΛ ΕΙΡΗΝΗΣ. Μου εξηγούν ότι το ποίημα μου γαληνεύει τις ψυχές των ανθρώπων, τους κάνει να αγαπάνε ο ένας τον άλλο, δε θέλουν να πολεμάνε πια μεταξύ τους. Αυτό το ποίημα σταμάτησε τους πολέμους. Αυτό το ποίημα είναι το πιο ιστορικό που γράφτηκε ποτέ.
«Ρε μαλάκα, ζεις;»
«Ε...»
«Τι σκέφτεσαι πάλι;»
«Να πάρω κάνα Νόμπελ»
«Και δεν παίρνεις; Κανά Grammy θες;»
«Δεν με χαλάει»
«Και φυσικά ένα Πούλιτζερ. Αυτό κι αν πρέπει να πάρεις»
«Ε, ναι αυτό οπωσδήποτε»
Το τηλέφωνο διακόπτει τον εποικοδομητικό διάλογο. Είναι λάθος.
Καθόμαστε ακόμα λίγο με τον Μπάμια και λέμε κι άλλες βλακείες να περάσει η ώρα. Κατά το μεσημέρι πηγαίνει στη μάνα του να φάει γιουβαρλάκια κι εγώ παραγγέλνω πίτσα πάλι. Αν συνεχίσω έτσι με τις πίτσες γύρω στο φθινόπωρο θα γίνω χελωνονιντζάκι. Ναι, το’ χω σκεφτεί. Στην πλάτη μου θα φυτρώσει ένα καβούκι να, θα γίνω πράσινος και θα παίζω καράτε με μεταλλαγμένους ρινόκερους κι αγριογούρουνα.
Αλλά ας σοβαρευτούμε λίγο. Ένας πετυχημένος dj και μελλοντικός νομπελίστας δεν πρέπει να ασχολείται με τα χελωνονιντζάκια. Υπάρχουν ένα σωρό άλλα θέματα όπως για παράδειγμα να κάνουμε το στάβλο που αγόρασε ο Δεξεροτάβλης μαγαζί. Το κόβω να ζοριζόμαστε κάπως...
Αν κι αυτό προς το παρόν αυτό δεν με πολυνοιάζει. Τώρα πεινάω κι όταν πεινάω το μόνο που με νοιάζει είναι να φάω. Συνειδητοποιώ ότι ο μαλάκας ξέχασα να παραγγείλω κόκα κόλα οπότε μέχρι να έρθει ο ΠιτσαΔώρος κατεβαίνω στο ψιλικατζίδικο να πάρω μία, να μπανίσω λίγο και την ψιλικατζού.
Παίρνω βαθειά ανάσα και μπαίνω στο ψιλικατζίδικο. Είναι εκεί, γυρισμένη πλάτη. Το τζιν της πέφτει χαμηλά και φαίνεται το στρινγκ της. Κόκκινο. Σκίστρα!
Τη χαιρετάω, με χαιρετάει. Λέω μια κόκα κόλα, μου τη δίνει. Πληρώνω, λέει ευχαριστώ. Αν ήμουν ο Γκουσγκούνης αυτός ο διάλογος θα ήταν αρκετός για να την γαμήσω. Γιατί, εντάξει, φαίνεται εύκολη γκόμενα. Δηλαδή αν της έλεγα «έχω και κότερο, πάμε μια βόλτα;» μπορεί να έλεγε και ναι, αλλά δεν έχω κότερο… Παίρνω την κόκα κόλα και τα ρέστα και φεύγω.
Στην είσοδο της πολυκατοικίας βλέπω τον ΠιτσαΔώρο. Του λέω «άσε, μαλάκα την ανεβάζω μόνος μου». Ένας κοινός πιτσαδόρος θα παρεξηγούνταν σίγουρα. Ο ΠιτσαΔώρος όμως όχι. Γελάει. Είναι γαμάτος τύπος. Θα μπορούσαμε να κάνουμε καλή παρέα.. Ίσως σε μια άλλη ζωή.
Μπαίνω στο ασανσέρ και τρώω εκεί ένα κομμάτι. Τα υπόλοιπα μπροστά στην τηλεόραση βλέποντας Θου-Βου για ακόμα μια φορά. Ειδικά στο τέλος είναι σκέτο ποίημα. Θα εισηγηθώ στον χοντρό ένα βράδυ όταν είναι έτοιμο το μαγαζί να πάρουμε τούρτες και να τις πετάμε στους θαμώνες. Έτσι σαν φόρο τιμής στην κορυφαία στιγμή του παγκόσμιου κινηματογράφου. Και γαμώ τα χάπενινγκ δε θα’ ναι;
Τι ιδέα έριξα πάλι!
Μού έφτιαξα το κέφι. Η αλήθεια είναι ότι και το κόκκινο στρινγκ της ψιλικατζούς συνέβαλε σημαντικά σ’ αυτό. Και γίνομαι τέρμα κεφάτος το απόγευμα όταν ο Δεξεροτάβλης μου λέει ότι βρήκε δικηγόρο να φάει στη μάπα όλα τα διαδικαστικά. Μπράβο το χοντρό. Το πήρε πολύ ζεστά. Λέει να πάμε το βράδυ στα γαμίδια να τα πιούμε. Διστάζω λίγο αλλά δε γαμιέται. Ας τα πιούμε.
Παίρνω και τον Μπάμια μαζί. Πρέπει να γνωρίσει τον μελλοντικό του εργοδότη. Αν και τα γαμίδια δεν είναι και το καλύτερο μέρος του κόσμου για επαγγελματικό meeting.
Καθόμαστε σε κάτι πλαστικές καρέκλες που κάποτε πρέπει να ήταν άσπρες. Πάνω στο τέταρτο πιάνεται ο κώλος μου. Και του Μπάμια. Ο Δεξεροτάβλης δεν παίρνει χαμπάρι και κατεβάζει μερικά παντσετάκια. Πίνουμε λίγη ρετσίνα που βρωμάει και συζητάμε για το μέλλον του Hotellounge. Τον λόγο τον έχω εγώ.
«Το μαγαζί πρέπει να είναι διαφορετικό. Εντελώς τρελό, ελαφρά ψαγμένο και ταυτόχρονα πιασάρικο».
«Να είναι σχεδόν σουρεαλιστικό».
«Έτσι ακριβώς».
«Τι είναι σουρεαλιστικό;». Ο χοντρός είναι εντελώς ανίδεος. Καλά, δεν είχα και την απαίτηση να ξέρει τι είναι σουρεαλιστικό.
Ο Μπάμιας αναλαμβάνει το δύσκολο έργο να μυήσει τον Δεξεροτάβλη στο σουρεαλισμό. «Να γίνεται ότι να ‘ναι, όποτε να ‘ναι..Ας πούμε να παίζει τζαζ και καπάκι Τερλέγκα».
«Τερλέγκα εγώ δεν βάζω στο μαγαζί. Εγώ είμαι ο dj».
«Τι λες ρε μαλάκα; Και γαμώ είναι...». Ο χοντρός υπερασπίζεται με πάθος τις αρχές του. «Θα βάζεις. Εγώ είμαι το κεφάλαιο!»
«Καλά αλλά μόνο όταν είμαι πιωμένος».
Κι αφού λύνουμε το μείζον αυτό θέμα περί Τερλέγκα και τον συναφών συνεχίζουμε με ρετσίνες. Όσο πάει βρίσκω ότι βρωμάνε όλο και λιγότερο.
H συζήτηση ξεφεύγει κι άλλο. Ο Μπάμιας μας αναλύει τα τελευταία πέντε επεισόδια στρουμφάκια που είδε, ο χοντρός έχει πέσει στο τραπέζι φωνάζοντας «Γιατί να μην μπορώ να χύσω ρε πούστη» κι εγώ θυμάμαι λίγο τη Βούλα. Ό, τι να ’ναι.
Κάποια φάση ο χόντρος σηκώνει το κεφάλι του. «Μαλάκες, δεν είμαι για να οδηγήσω», και μου πετάει τα κλειδιά της BMW.
Στο δόξα πατρί.
Βριζόμαστε. Γελάμε. Πληρώνουμε και φεύγουμε γιατί είμαστε λίγο γυαλί όλοι. Πιάνω στο ράδιο το Ain’t no sunshine anymore και οδηγάω σιγά σιγά γιατί κι εγώ είμαι λίγο πέτσα. Σιγά σιγά για τα δικά μου δεδομένα. Ο χοντρός δίπλα κοιμάται. Καλύτερα. Αν ήταν ξύπνιος θα ζητούσε Πανταζή. Ο Μπάμιας πίσω ξερνάει σε μια σακούλα. Σκέφτομαι συνέχεια. Τα πάντα. Δεν ξέρω γιατί. Βλέπω τον Σούπερ Γκούφι να πετάει πάνω από την πόλη. Κρατάει απ’ το χέρι τον ΠιτσαΔώρο. Ο ΠιτσαΔώρος μοιάζει ευτυχισμένος.
«Χέι μαδερφάκερ! Θες να 'ρθεις μαζί μας;». Μετά θυμάμαι δυο φώτα και μετά τίποτα.
Όταν αποκτώ επαφή με την πραγματικότητα είμαι σκεπασμένος ως το κεφάλι με ένα σεντόνι κι ένα καρτελάκι μου γαργαλάει την πατούσα.
«Έτσι είναι. Πίνουν τα κέρατά τους και μετά στουκάρουν σε νταλίκες».
«Πολύ δουλειά σήμερα. Πρώτα εκείνος ο πιτσαδόρος , μετά αυτοί....»
«Πουτάνα ζωή!»
«Χέσε μέσα. Άντε καλή ξεκούραση».
«Τα λέμε».
Ξυπνάω ιδρωμένος. Η Κάθυ κρατάει δυο φλιτζάνια καφέ και μου χαμογελάει.
«Ήσουν υπέροχος χθες... Είσαι ΟΚ;»
«Είδα ένα περίεργο όνειρο. Τίποτα άλλο».
«Το όνειρό σου είμαι εγώ κούκλε».
Πίνουμε τον καφέ, ξαναγαμιόμαστε και φεύγει. Έξω έχει ήλιο κι είναι ωραία και το τηλέφωνο χτυπάει κι εγώ το σηκώνω.
«Μαλάκα είδα όνειρο ότι ήμουνα πιτσαδόρος, πήγαινα πίτσες σ’ ένα μαλάκα και μετά τράκαρα και πέθανα. Δεν είναι και γαμώ τα κουφά;»
«Και σου ’πα ρε Γκούφυ, γαμώ το φελέκι μου, μη το γαμάμε με τα ξίδια. Κι εγώ κάτι τέτοιες μαλακίες έβλεπα!»
Ετικέτες: Διηγήματα, Παναγιώτης Τούτιος