Δευτέρα, Απριλίου 16, 2007
7 ΗΜΕΡΕΣ ΨΕΜΑΤΑ
Το βιβλίο που έxετε στα xέρια σας είναι ένα οδοιπορικό επτά ημερών. Οι χαρακτήρες και τα πρόσωπα που περιγράφονται σε αυτό και οι ομοιότητες που έχουν με πρόσωπα και καταστάσεις της καθημερινότητας είναι αποτέλεσμα σατανικής σύμπτωσης. Η ιστορία που θα διαβάσετε λοιπόν, είναι απολύτως αληθινή, στο βαθμό που κάθε τι που μπορεί να κατασκευάσει το ανθρώπινο μυαλό είναι και πραγματικό.
Τα ποιήματα που διανθίζουν τη διήγηση είναι αποσπάσματα από τη ποιητική συλλογή “Η μαύρη Άνοιξη του Γκράας” του Στεφάν Περέλ.
ΗΜΕΡΑ ΠΡΩΤΗ
Έχω μια κόλαση
βαθιά στη ψυχή μου
έχω φλόγες
στο κέντρο του κρανίου μου
έχω μάτια
και βλέπω την Άνοιξη.
Είμαι τρομαγμένος από τις επιθυμίες μου
είμαι πάντα μεθυσμένος
δεν ταξιδεύω στις πτυχές του χρόνου, να ξέρεις
βρίσκομαι παντού.
Δεν θέλησα ετούτη τη μορφή
είμαι βδέλλα συναισθημάτων
χαμαιλέων επιθυμιών.
Αν τρέμω στο άγγιγμα σου;
Εκείνη τη περίοδο της ζωής μου βίωνα μεταφυσικές εμπειρίες. Έπεφτα σε μια κατάσταση ημιύπνωσης και το μυαλό μου ή η ψυχή μου αν θέλετε, ταξίδευε σε ξένες συνειδήσεις. Όταν αναδυόμουν από τον πνευματικό βυθό ήμουν αποπροσανατολισμένος και δυσκολευόμουν πολύ να προσαρμοστώ στην τρέχουσα πραγματικότητα. Αυτό συνεχίστηκε για καιρό. Αργότερα, ήμουν σε θέση να επαναφέρομαι αμέσως μετά τη λήξη του συμβάντος. Αυτή την εμπειρία τότε την ονομάσαμε ανταλλαγή υποσυνειδήτων μα τώρα πια δεν είμαι και τόσο σίγουρος αν αυτός ο τίτλος ήταν αντιπροσωπευτικός. Βρισκόμουν αλήθεια μέσα σε ξένα υποσυνείδητα όμως δεν μπορούσα να ελέγχω τα λόγια ή τις πράξεις του “οικοδεσπότη” μου. Ήμουν ένας απλός παρατηρητής. Μπορούσα μόνο να σκέπτομαι και να βλέπω πράξεις και λόγια βγαλμένα από άγνωστα στόματα. Να κρίνω, να επικροτώ, να χαίρομαι και να θλίβομαι, ανήμπορος να κάνω το παραμικρό. Τη πρώτη ημέρα βρέθηκα στο μυαλό ενός δικαστή
Μια μεγαλοπρεπής συγκυρία συγκέντρωσε όλους εμάς -τους επιφανείς λυγμούς- σε τούτο το μέγαρο.
Ο μπάτσος με το γουνάκι μου ζήτησε να λογικευτώ. Είχα μια χλένη να σκεπάζει τη γύμνια μου. Μια λοχαγός της αεροπορίας πήρε το όργανο μου στο χέρι. Είχα στύση γρήγορα στα απαλά της χάδια και τα φιλιά της γλυκά, σα καλοφτιαγμένο ρυζόγαλο. Έχυσα, στο όμορφο στόμα και στο λευκό πρόσωπο. Ο μπάτσος με το γουνάκι ήταν έξω φρενών -μια συνυφασμένη απογοήτευση πλανιόταν στο μέγαρο. Με τράβηξαν βίαια στο διάδρομο, μου έδωσαν μαύρα, γελοία ρούχα κι ένα γουνάκι για τον ζωώδη λαιμό μου. Με οδήγησαν στην έδρα της ντροπής. Κάθισαν.
“Είμαι πρόεδρος σε τούτο το μπουρδέλο” αναφώνησα. Κτύπησα ένα καμπανάκι και κάποιος άρχισε να λεει ανοησίες. Από την πόρτα στο βάθος της αίθουσας εμφανίζονταν διάφοροι. Έτρωγα τα νύχια μου με βουλιμία κι άκουγα τον παφλασμό των κυμάτων. Άνθρωποι έρχονταν κι έφευγαν. Κάποιοι ρωτούσαν, κάποιοι απαντούσαν ενώ εγώ, αφηρημένος, κουνούσα που και που το καμπανάκι γιατί θορυβούσαν και δεν μπορούσα να ακούσω τα κύματα. Κάτι μου είπαν, κάτι είπα και η αίθουσα άδειασε. Σκεπτόμουν τη λοχαγό και μου σηκώθηκε ξανά. “Φωνάξτε μου την λοχαγό” είπα σε έναν μπάτσο.
Η λοχαγός με έγλυφε εξαιρετικά. Όταν τελείωσα για δεύτερη φορά στο στόμα της, την έγδυσα βιαστικά και είδα, τα λαχταριστά της στήθη και το προκλητικό κορμί. Ήμουν έτοιμος ξανά. Την ακούμπησα στην έδρα της ντροπής, της τράβηξα τα μαλλιά και ύγρανα το μεσαίο μου δάχτυλο στο μισάνοιχτο στόμα για να το τρίψω στην υπέροχη ήβη. Έπαιξα για λίγο με τη κλειτορίδα -που είχε ανοίξει πανιά σαν καικάκι έτοιμο για αναχώρηση- και έβρεξε χυμούς το υπέροχο μουνάκι. Έβγαλε μια μικρή φωνή -σιωπηλή προσευχή στον άγνωστο θεό- και άνοιξε το στόμα το παθιασμένο. Ήθελα να είχα κι άλλο όργανο, να το χώσω σε αυτό το θαυμάσιο στόμα κι ένα ακόμη, για τον εξαίσιο κώλο. Στα χέρια μου, μεστά τα στήθη τα άγια. Θεέ μου, κράτησε για πάντα ετούτη τη στιγμή στη σαθρή μου μνήμη. Έφυγε.
Μπερδεύτηκα στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του Μεγάρου της Ανοησίας. Ξάνοιξε ο πόνος και η ζαλάδα της ώριμης σκέψης. Στάθηκα σε μια γωνιά και στοχάστηκα, μια περασμένη οντότητα κούρνιασε στις πτυχές της νόησης. Φορούσα την χλαίνη. Έκανε κρύο ανακατεμένο με ψέματα που ειπώθηκαν και θα ειπωθούν ακόμη περισσότερα.
Ένα πελώριο φίδι έκρυβε στο πλαδαρό του κόρφο μιαν ειλλημένη απόφαση. Ήταν ένας Βόας διανόησης που ζούσε μυστικά, πίσω από τις κλειστές πόρτες του Μεγάρου της Ανοησίας. Μια μορφή ανέμου σφυροκοπούσε τα εκτεθειμένα συναισθήματα. Γλιστρούσα τις κυκλικές σκάλες βιώνοντας σμικρύνσεις καταστάσεων. Είχα μια διαρροή σκέψεων. Μικρά, αδειανά περιβλήματα που έπεφταν κάτω και φούσκωναν ώσπου έσκαζαν, κάνοντας έναν υπόκωφο κρότο. Είχα και μία διαρροή μνήμης, μια μικρή, ύπουλη τρυπίτσα στο κέντρο του μετώπου μου. Είδα, τον ελέφαντα του τρόμου -τη ψυχή μου χωρισμένη στο φόβο και τον σαδισμό-, ένα ισχνό σώμα να κρύβεται κι ένα άλλο να ποδοπατάει συνειδήσεις. Είδα, ένα κόσμο πνιγμένο στο αίμα, είδα ζωντανές καρδιές σκορπισμένες, είδα λεπρούς να κομματιάζονται από τον αγέρα, είδα κορίτσια να πεθαίνουν από έρωτα και σάλια επιληπτικών να με σκεπάζουν. Έφτασα σε ένα πλάτωμα.
“Είμαι κόμπος στο λαιμό της δικαιοσύνης” φώναξα. Κάτω αριστερά, το ξεχασμένο όνειρο του εγγυητή χαράς. Ο χορός των φωνών απεφάνθη γι αυτόν “να σταλεί για πάντα στο ίδρυμα της βίας” και το ξεχασμένο όνειρο ξεψυχούσε, με ένα καρκίνο να πληροί την ύπαρξη του και τα σκονισμένα του μάτια, καταρράκτες δροσιάς, ακόμα. Άδραξα το λεύχαιμα, το εξάμβλωμα θανάτου στη χούφτα μου και το σύντριψα. Το ξεχασμένο όνειρο χαμογέλασε ανακουφισμένο και χώθηκε βιαστικά στη ψυχή μου. Ένα μειδίαμα σκέψης. Σε λίγο όμως χάθηκε πίσω από τους αρμυρούς εφιάλτες και το μειδίαμα έλιωσε.
Είχα ένα μικρό χώρο και βημάτιζα διαρκώς. Επτά πατημένες σκέψεις αναστήθηκαν ταυτόχρονα κι έστησαν χορό στο ρυθμό των βημάτων μου. Τέσσερα σαπισμένα όνειρα -που κοιμόντουσαν στις σκάλες παρακάτω- ξύπνησαν και κοιτούσαν. Το ένα είχε το χρώμα της χλόης και μάτια γαλανά σαν ανοιξιάτικο ουρανό. Ένα άλλο είχε δυο δελφίνια ανάμεσα στα αφτιά του και κρουνούς ανέμου στη καρδιά. Τα άλλα δύο όνειρα ήσαν εφιάλτες. Οι σκέψεις σταμάτησαν τον χορό τους και περίμεναν να ξαναδώσω τον ρυθμό κρεμασμένες θαρρείς από αόρατους γάντζους, η προσμονή του καλοκαιριού, η αρχή της Άπληξης, το ταξίδι της φαντασίας, μια τυχαία γνωριμία, ένας ανεκπλήρωτος πόθος, η τέχνη της ψευτιάς και ο μόνιμος “φύλακας” φόβος. Έκοψα ένα κομμάτι κρέας από το στήθος μου κι έκλεισα τη τρύπα των ονείρων. Αν είναι να χάσω τα όνειρα μου, καλύτερα το ‘χω να πεθάνω. Όσο για τις σκέψεις, τις εφήμερες σκέψεις, ας ξεχυθούν -βίαιος στρατός ερωτημάτων- κι ας κατακλύσουν τους διαδρόμους του Μεγάρου της Ανοησίας.
Κατέβηκα τις σκάλες προσπερνώντας τα σαπισμένα όνειρα που ξεψυχούσαν. Βρέθηκα σε μια μεσαιωνική αίθουσα με δρύινα τραπέζια. Τα τραπέζια ήταν γεμάτα μπάτσους που καταβρόχθιζαν μεγάλες ποσότητες χρημάτων. Παράδες κάθε λογής κι εθνικότητας. Οι πιο εκλεκτοί για τα γουνάκια και τις γραβάτες και οι πιο παρακατιανοί για τους υπολοίπους. Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε ένα κρότος και το κτίριο τραντάχτηκε συθέμελα. Η έκρηξη έκανε τους μπάτσους να σηκωθούν συγχρονισμένα -σα μπαλέτο ρυθμικής γυμναστικής- ενώ τα γουνάκια και οι γραβάτες, αφού ξεκοκκάλισαν ότι είχε απομείνει, κρύφτηκαν γρήγορα κάτω από τα τραπέζια.
Δεν φαινόταν τίποτα στο μισοσκόταδο του μεσαίωνα. Έκανα μια βόλτα στο επεξεργασμένο δρύινο δάσος. Τα βήματα μου ακούγονταν ολοκάθαρα στην ησυχία της αίθουσας. Έσκυψα για να τους δω να κρύβονται -με τις ποντικίσιες ψυχές τους γιομάτες φόβο- μα δεν υπήρχε τίποτα κάτω από τους δρυς. Αναρωτιόμουν που να κρύφτηκαν και μπουσουλώντας, χώθηκα κάτω από ένα αιωνόβιο δέντρο. Ξάπλωσα για λίγο στη σκιά του νεκρού δάσους. Μια κρυφή καταπακτή άνοιξε κάτω από το σώμα μου, κάνοντας με να χάσω την ισορροπία μου και να πέσω στο κενό. Βρέθηκα σε ένα μικρό δωμάτιο. Από πάνω μου η σκάλα, οδηγούσε στο δρύινο δάσος. Η καταπακτή έκλεισε αυτόματα. Γούρλωσα τα μάτια μου. Κάτω από τη πόρτα αχνόφεγγε μια σχισμή φωτός. Βγήκα. Στο τέλος του διαδρόμου βρήκα μια ταμπέλα που έγραφε “ΑΙΘΟΥΣΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΕΩΣ”. Όλοι οι μπάτσοι με τα γουνάκια ήταν εκεί όπως και πολλοί μπάτσοι με μικρόφωνα. Ήταν αγανακτισμένοι και θορυβούσαν. Μόλις με είδαν έπεσαν πάνω μου σα πεινασμένα κοράκια. Κόντεψαν να με πνίξουν με τα μικρόφωνα και τα στόματα τα χυδαία που εκσφεντόντιζαν σάλια κι αηδίες προς το μέρος μου. Κατάφερα να φτάσω στο βήμα. “Καθίστε” γάβγισε κάποιος δεξιά μου. Μπροστά μου αραδιασμένα τα μικρόφωνα της λοβοτομημένης αλήθειας, τα εργαλεία του αρρωστιάρικου φόβου. “Είμαι πρόεδρος σε τούτο το μπουρδέλο” αναφώνησα
“Γράφε, καταδικάζω την τρομοκρατική ενέργεια”
“, τη στυγερή δολοφονική επίθεση που στρέφεται ενάντια στη δικαιοσύνη”
“, και ενάντια στον ίδιο το λαό. Όμως”
“, η δικαιοσύνη θα μείνει ανεπηρέαστη στο έργο της”
“, υπέρμαχος της δημοκρατίας και του Συντάγματος’
Ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. “Άντε γαμηθείτε καραγκιόζηδες” είπα και κίνησα να φύγω. Το σμήνος των χειροκροτημάτων με ακολούθησε και αχόρταγα χέρια απλώθηκαν να με αγγίξουν. “Γαμημένοι καραγκιόζηδες” ούρλιαζα ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσα να ξεφορτωθώ τα γελοία μαύρα ρούχα και το γουνάκι.
Πέρασε αρκετή ώρα -μάλλον βιαστικά- με κατεύθυνση τα τοπικά γραφεία της Ιντεραμέρικαν.
Με ξύπνησε το τηλέφωνο. Ότι είχα ανακαλύψει το κρησφύγετο της Χεζμπολάχ, σε ένα ημιθαλάσσιο σπήλαιο κάτω από του Φιλοπάππου. Κατευθυνόμουν προς τα εκεί με ένα αρχαίο φέρυ-μποατ της γραμμής Ακρόπολη- Χεζμπολάχ και ήμουν συνεπαρμένος όχι μόνο από το φαντασμαγορικό εσωτερικό του σπηλαίου αλλά, κυρίως, επειδή ανακάλυψα πως τα μέλη της οργάνωσης δεν ήταν Παλαιστίνιοι! Ναι μεν πληρώνονταν από Άραβες, όμως οι εκτελεστές ήταν Ισραηλινοί φιλοτελιστές που με αυτό τον τρόπο εξασφάλιζαν τα κεφάλαια για να εμπλουτίζουν την εξαίσια συλλογή τους!!
Ήταν η Γιώτα. Η Γιώτα μένει στη Δάφνη, τη μόνη αποπυρηνικοποιημένη ζώνη στην Αθήνα (Δάφνη: νύμφη της αρχαιότητας που μεταμορφώθηκε σε φυτό από τον Απόλλωνα επειδή δεν του κάθισε). Αποπυρηνικοποιημένη ντε. Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Ε να, αν καμία φορά σκάσει μύτη καμία πυρηνική μπόμπα στην Ελλάδα για να κάνει τουρισμό στα νησιά (γιου νόου, θάλασσα, ήλιος, σουβλάκι, κάνα περιστασιακό γαμησάκι κ.λπ.) και περάσει από την Ακρόπολη να δει το ηλιοβασίλεμα, όπως έρχεται από το αεροδρόμιο -στα σύνορα της Δάφνης- θα δει τις ταμπέλες και θα μασήσει, αν δεν θέλει φυσικά να της την πέσουνε τίποτες δημόμπατσοι. Έτσι, αν θέλει οπωσδήποτε να πάει στην Ακρόπολη -κόλλημα κι αυτό- θα πρέπει να πάει από άλλη διαδρομή. Αν πάλι γίνει καμία διαρροή στο πυρηνικό εργοστάσιο της Βουλγαρίας, πως το λένε μωρέ Κολοζνούι;- το ραδιενεργό νέφος θα σκεπάσει όλη την Ελλάδα πλην της Δάφνης. Το πολύ πολύ να ανταλλάξουνε προξενεία.
“Έλα μωρό μου, τι έγινε;” τη ρώτησα ξεψυχά προσπαθώντας να καταλάβω τι ήθελε να μου πει μέσα από τα γέλια της (το φέρυ μπόατ είχε μόλις στρίψει προς την έξοδο της σπηλιάς). Πάντως πυρηνικό ολοκαύτωμα δεν είχε γίνει. Κάτι έγινε στη τηλεόραση ή κάτι έκανε η τηλεόραση (και πάνω στο χάσιμο μου φαντάστηκα μια οργισμένη διαδήλωση δισεκατομμυρίων δεκτών με πλακάτ και ντουντούκες (τιμημένο κου-κου-ε), να διαδηλώνουν ενάντια στην εξαθλίωση της πληροφορίας, ενάντια στα σκουπίδια που είναι αναγκασμένοι να παίζουν). Μόλις το φέρυ-μπόατ έκανε επιτέλους την τελευταία στροφή και βγήκε από τη σπηλιά κατάλαβα επιτέλους τι μου έλεγε η Γιώτα. Άνοιξα τη τηλεόραση, το γαμημένο κουτί της Πανδώρας. Οι μπάτσοι με τα μικρόφωνα κόαζαν χαρουμενοθλιμμένα τα “δυσάρεστα” νέα. Έχουν αυτό το ύφος καρτερικής οδύνης όποτε μεταδίδουν τέτοιου είδους νέα, σα να τους χώνουν στο κώλο αβγά Τουρκίας. Και μόλις τελειώσουν την ατάκα, σε κοιτούν με σαφήνεια και απόλυτη ικανοποίηση, γιατί τα αβγά έχουν μπει βαθιά στον κώλο τους και κάνουν καταδύσεις στο παχύ, γαμημένο τους, έντερο. “Μα ποιος είναι αυτός με το γουνάκι” αναρωτιόμουν κι έξυνα τα αρχίδια μου με το τηλεκοντρόλ. Έλεγε ο μπάτσος με το μικρόφωνο: “βομβιστική επίθεση κατά του δικαστικού μεγάρου” και έδειχνε τις δηλώσεις κάποιου Κόκκινου που μάλλον λίγο πράσινος μου φαινόταν. Αν δεν κούναγε εμφατικά το στόμα του θα μπορούσες άνετα να τον περάσεις για ντανταϊστικό πορτρέτο μαρουλιού σε διέγερση. Όμως, κάτι μου θύμιζε αυτό το ντολμαδοπερίττωμα. Πάντως η Γιώτα ήταν πολύ χαρούμενη “έτσι, να τους γαμήσουν” έλεγε. “Γι αυτό με πήρες μωρό μου” την ρώτησα αφού είχα ξελαμπικάρει πλήρως. Εννοείται πως όχι αλλά κάπως έπρεπε να κρατάμε τα προσχήματα, δεν της πήγαινε ακόμα να λέει “έρχομαι να με γαμήσεις”, οπότε, χρειαζόταν μια δικαιολογία για την επικοινωνία μας για να καταλήξουμε τελικά εκεί που θέλουμε, στο γαμήσι δηλαδή. Βέβαια η Γιώτα είχε και ενδιαφέρον για τέτοια σκηνικά -μπόμπες και έτσι- γιατί ήταν πολιτικοποιημένη, όσο πολιτικοποιημένος μπορεί να θεωρηθεί κάποιος που είναι στη Σ.Ε.Ο.Π. Εμένα στα αρχίδια μου βομβιστές και βομβαρδισμένοι. Για ένα γαμησάκι πάντως, δεν έλεγα όχι. Τελικά, θα ερχόταν για “καφέ” σε καμία ώρα οπότε έπρεπε επειγόντως να πιω καφέ και να ξεβρομίσω λίγο τον στάβλο μου και -κυρίως- τη ψωλή μου.
Είχα ένα μικρό πρόβλημα χρόνου -είχε να συντάξει εκείνα τα ασφαλιστικά συμβόλαια- αλλά θα έβρισκα λίγη ώρα για τη Γιώτα (Πόση λίγη; Δεν ξέρω, ρωτήστε τον ψυχολόγο μου) Άλλωστε η Γιώτα είναι κλειτοριδική κι έχει ένα “ιστίο” τόσο μεγάλο, ώστε μπορώ να καθαρίζω τη μύτη μου με αυτό. Η πλάκα είναι πως δείχνει να το ευχαριστιέται. Εντάξει, δεν της έχω πει βέβαια τι κάνω εκεί κάτω. Όμως, υπάρχει κάτι ακόμα -πιο παράξενο- με τη κλειτορίδα της. Όταν απλώνω το δάχτυλο μου κοντά, ανασηκώνεται, λες και το γνωρίζει και κινεί ένα μικροσκοπικό κεφαλάκι προς το μέρος του. Δεξιά το δάχτυλο, δεξιά το κεφαλάκι, αριστερά το δάχτυλο, αριστερά το κεφαλάκι. Καμία φορά αρέσκομαι να τη μπερδεύω χρησιμοποιώντας περισσότερα από ένα δάχτυλα. Σε αυτές τις περιπτώσεις γυρνάει απεγνωσμένα αριστερά-δεξιά και -αν δεν κάνω κάτι σύντομα- πέφτει κάτω λιπόθυμη. Για να την συνεφέρω μετά χρειάζεται τεχνητή αναπνοή. Και για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεώτεροι:
ΠΩΣ ΝΑ ΚΑΝΕΤΕ ΤΕΧΝΗΤΗ ΑΝΑΠΝΟΗ ΣΕ ΚΛΕΙΤΟΡΙΔΑ
Δώστε βάση γιατί είναι θέμα πρώτων βοηθειών. Απομακρύνουμε τα χείλη χρησιμοποιώντας τους δείκτες και των δύο χεριών, εντοπίζουμε το υποκείμενο, το παίρνουμε απαλά στο στόμα και αρχίζουμε το περιμετρικό γλείψιμο. Μόλις ο ασθενής μας αρχίσει να δείχνει σημεία ζωής επικεντρώνουμε τη γλώσσα στο κεφαλάκι και όταν διαπιστώσουμε πως επανέρχεται, μια ελαφριά δαγκωματίτσα είναι αρκετή.
Σε περίπτωση που στη βουβωνική χώρα έχει βρέξει -του καλού καιρού-, είναι φθινόπωρο και τα κιτρινισμένα φύλλα σαπίζουν στο χώμα, τότε η διακριτικότητα πάει περίπατο. Περιπαθή ρουφήγματα και δαγκωματιές είναι απαραίτητα για να ξυπνήσει το μικρό υβρίδιο και να μας τραγουδήσει το “Singing in the rain”.
Με αυτά και με αυτά, έκανα ένα ντουζάκι (ευτυχώς που είχα ξεχάσει το θερμοσίφωνο ανοιχτό χθες βράδυ) και έπειτα από ώριμη σκέψη -με τον κίνδυνο να σκάσει από ώρα σε ώρα μύτη ο Στέργιος να ελλοχεύει- αποφάσισα να πιω μια μπύρα αντί για καφέ και κατέβηκα στο ψιλικατζίδικο του Γιώργου από όπου τσίμπησα μια Amstel. Όταν προσπάθησα να μπω στο σπίτι συνειδητοποίησα ότι είχα ξεχάσει τα κλειδιά. “Μα τι μαλάκας είμαι” μονολόγησα και παραδόξως η μπύρα έδειξε να συναινεί. Κοίταξα ξαφνιασμένος το κουτάκι. “Τι με κοιτάς ρε μαλάκα;” επέμεινε. Έριξα μικρά χαστούκια στο πρόσωπο μου όμως δεν υπήρχε αμφιβολία πως ήμουν ξύπνιος. Τι να είπε πει η μπύρα; “Πως είπατε;” την ρώτησα διστακτικά και όσο μπορούσα πιο ευγενικά. Σιωπή. Απόθεσα την μπύρα με προσοχή στο πεζούλι και κάθισα κι εγώ δίπλα της μήπως μπορέσω να επανεξετάσω με πιο καθαρό μυαλό την κατάσταση. “Αχ, τίποτα δεν έχει σημασία” μονολόγησε μελαγχολικά το κουτάκι κάνοντας με να πεταχτώ πάνω γιατί θυμήθηκα τον Στέργιο. Ξανακάθισα. Μη κουράζεσαι αγόρι μου, σκέφτηκα, είναι της φαντασίας σου, έχεις φλιπάρει δικέ μου -συμφώνησα με τον εαυτό μου-. Είχα πολύ σημαντικά προβλήματα να λύσω. Από στιγμή σε στιγμή θα ερχόταν το μωρό μου κι εγώ ήμουν κλειδωμένος απ ΄έξω. Ταυτόχρονα, παρακολουθούσα με την άκρη του ματιού μου τη μπύρα μπας και το βάλει στα πόδια ή μήπως κάνει καμία βαρυσήμαντη δήλωση ακόμα. Δεν κουνιόταν. Μάλλον ψόφησε, σκέφτηκα και ρώτησα σιγανά “Τι είπες;” σκύβοντας προς το μέρος της. “Κουφός είσαι, είπα τίποτα δεν έχει σημασία” ήρθε η απάντηση. Έπειτα έκανα την πιο ηλίθια ερώτηση που μπορούσα να σκεφτώ “Εσύ μιλάς;”. “Εκτός από κουφός είσαι και ηλίθιος;” ρώτησε ρητορικά η Amstel. Έκανα μια λεπτομερειακή έρευνα στο μυαλό μου -σαν ψιλοκομμένο κρεμμυδάκι- μπας και είχα φαει κατά λάθος κάνα χαλασμένο τριπάκι. “Ε, είσαι τελείως μαλάκας” απεφάνθη η μπύρα. Τότε πια ήμουν βέβαιος πως είτε αυτή η μπύρα είχε μαντικές ιδιότητες, είτε είχαμε κάποιον κοινό γνωστό. Πάντως, φαίνεται πως εκείνη πήρε τα πάνω της μετά από αυτά. “Το ξέρεις πως η μπύρα φτιαχνόταν από αρχαιοτάτων χρόνων στην Αίγυπτο” δήλωσε. Δεν σχολίασα την τρομερή αποκάλυψη. Άντ’ αυτού, αποφάσισα να κάνω κάτι και αφού έκανα λίγο βίαιο, προφορικό σεξ με τον Γιοβέχ και την οικογένεια του, άρπαξα με δύναμη την μπύρα και πριν προλάβει να πει τίποτα την πέταξα στο μπαλκόνι -ακούστηκε ένας γδούπος και μια τσιριχτή φωνή- και άρχισα να σκαρφαλώνω από τα ρολά του ισογείου καταστήματος. Λαχανιασμένος, αλλά ανακουφισμένος, με λίγες αμυχές στάθηκα για λίγο στο μπαλκόνι και αφού βεβαιώθηκα ότι δεν με είχε δει κανένας, τρύπωσα στο Πασχαλινό αβγό που διατηρούσα για δωμάτιο. Άφησα τη τσαλακωμένη μπύρα πάνω στο ηχείο που χρησιμοποιώ για τραπεζάκι και βούλιαξα σε μια πολυθρόνα (την μοναδική). Το οινοπνευματώδες -του κώλου- έβγαζε υπόκωφα βογκητά. “Λοιπόν;” ρώτησα πιο ήρεμος τώρα. “Τι λοιπόν βρε καραγκιόζη;” μου πέταξε. Βασικά μου είχε σπάσει τα αρχίδια το μαλακισμένο -και τσαλακωμένο- σκατόσπερμα. Με μια αστραπιαία κίνηση τη γράπωσα γερά κι έχωσα το πετσάκι -που έχω αντί για νύχι- του δείκτη του δεξιού μου χεριού στο ανοιχτήρι, ανοίγοντας με μια απλή κίνηση του δαχτύλου μου το γαμημένο κριθαρόζουμο. “Α να χαθείς παλιομαλάκα” άκουσα τη φωνή της να σβήνει, ενώ το περιεχόμενο της ταρακουνημένης μπύρας χυνόταν στο πρόσωπο και τα ρούχα μου. Είχα βραχεί σαν μουνάκι καυλωμένο. Έπρεπε να αλλάξω (δηλαδή να φορέσω άλλο τζην και φανελάκι) και να ηρεμήσω πριν έρθει η Γιώτα. Τελικά τον καφέ δεν θα τον γλίτωνα. Όχι ρε πούστη. Είχα ξεχάσει το πιο σημαντικό. Μπορεί να είχε τίποτα τελευταία διάσημα λόγια να πει πριν πεθάνει (αν μπορούν οι αστακοί, γιατί Όχι και οι μπύρες;), να κάνει τίποτα συμπαντικές αποκαλύψεις του τύπου: “η μπύρα είναι πολύ σημαντική για τη διατροφή” ‘η “θα προτιμούσα να ήμουν Heineken” ή “Μήπως ξέχασα ανοικτό το θερμοσίφωνο;”. Τέλος πάντων, τα ήθελε ο κώλος της.
Έφτιαξα καφέ, εξασφάλισα την απουσία του παράξενου επισκέπτη (σχετικά, γιατί η πόρτα του δωματίου του δεν κλείνει καλά), έβαλα τον καινούργιο δίσκο των Rage against the machine στο πλατό και άραξα να περιμένω τη Γιώτα που είχε ήδη -όπως όφειλε άλλωστε- αργήσει. Η τηλεόραση ήταν ακόμα ανοιχτή, έπαιζε -ως συνήθως- μαλακίες. Έκανα ζάπινγκ -το εθνικό μας σπορ- και χάζευα αφηρημένος τις εικόνες όταν θυμήθηκα ένα όνειρο που μου είχε διηγηθεί η Γιώτα κάποτε:
Ήταν λέει καθισμένη επί ώρες μπροστά στο χαζοκούτι. Τα μάτια της έτσουζαν και δεν μπορούσε να εστιάσει καλά. Αφηρημένη, με νωχελικές κινήσεις χρησιμοποιούσε συνέχεια το τηλεκοντρόλ. Σε μια στιγμή γλίστρησε -άθελα της;- κάτω από το φουστάνι. Ήταν ζεστό μες τα χέρια της και μια γλυκεία ανατριχίλα την διέτρεξε καθώς τριβόταν απαλά στο εσωτερικό μέρος των μηρών της. Τράβηξε λίγο το μικροσκοπικό κιλοτάκι και γλίστρησε τη γωνιά του μες στην ήβη της. Έτριψε λίγο τη κλειτορίδα και φύσηξε αγέρας στη χώρα της λήθης. Έβρεξε. Τώρα ήθελε πιο μέσα, είχε την ανάγκη της διείσδυσης. Με μια μικρή προσπάθεια ήταν μέσα της κατά το ένα τρίτο. Εντωμεταξύ, τα κανάλια διαδέχονταν το ένα το άλλο, οι εκφωνητές σε κατάσταση γενικής απόγνωσης παρακολουθούσαν το εξαίσιο θέαμα. Σιγά σιγά, άνοιξε η τροπική ζούγκλα και κατάπιε ολόκληρο το τηλεκοντρόλ. Κουνιόταν δαιμονισμένα τώρα κι ο πομπός μπαινόβγαινε στο σώμα της σαν έμβολο. είχε μουσκέψει τη πολυθρόνα, η κυλόττα της σκισμένη σπαρταρούσε στο μωσαϊκό και το τηλεκοντρόλ έμοιαζε με καυτό αντρικό πέος στο κόλπο της. Απέναντι, η εικόνα παρακολουθούσε συνεπαρμένη. “Πιο γρήγορα, πιο γρήγορα” έδινε εντολές και το χέρι της ανταποκρινόταν αμέσως. “Ναι ναι, γάμα με, ξέσκισε με” ψιθύρισε και έχυσε. Της πήρε σχεδόν πέντε λεπτά να βρει την ανάσα της και να ακούσει τις φωνές.
Στο μεγάλο κανάλι, σύσσωμοι οι μπάτσοι με τα μικρόφωνα, χειροκροτούσαν τον εμπνευσμένο αυνανισμό. Οι άντρες, είχαν κατεβάσει τα παντελόνια και μαλακίζονταν, με τις γλώσσες έξω και τα μάτια αλλήθωρα (εκτός από τον Χατζηνικολάου ο οποίος μαλακιζόταν μεν, αλλά ήταν σταθερά σοβαρός και δεν έβγαζε έξω τη γλώσσα). Οι γυναίκες, είχαν πάρει όλα τα διαθέσιμα μικρόφωνα και τα έχωναν σε όποια τρύπα ήταν εύκαιρη (όχι αναγκαστικά δική τους κι όχι αποκλειστικά γυναικεία). Ήταν μια γιγαντιαία τηλεοπτική παρτούζα.
Η Γιώτα έκπληκτη, έβγαλε το τηλεκοντρόλ από μέσα της, το απόθεσε με σεβασμό στο τραπέζι και άλλαξε κανάλι. Έπιασε ΑΝΤ1 και είδε τη Ρούλα Κορομηλά (μα τι κάνεις εκεί πέρα μωρή ψώλα;) με τα μπούτια ορθάνοιχτα κι ανάμεσα τους να χάσκει μια τρύπα σε μέγεθος κεντρικής σωλήνας της Ε.ΥΔ.ΑΠ ενώ στα πλάγια, δυο μπακαλιάροι πλατσούριζαν χαρούμενα. Ο Τέρενς, είχε μισοχώσει το κεφάλι του στον σεξουαλικό βόα ώσπου, σιγά σιγά, τον κατάπιε σαν κουνέλι. Η Ρούλα σπαρταρούσε από ηδονή καθώς χωνόταν βαθιά μέσα στη μήτρα της. (Συνάντησε κι άλλους φίλους εκεί ο Τέρενς. Ήταν ο Στέφανο, δίπλα στο τζάκι πίνοντας φίνο ουίσκι, ο Μαρίνος, που περνούσε και είπε να μπει κι ένας άσημος ηχολήπτης. Ήταν μια θαυμάσια συντροφιά μέχρι ....)
Έξω από τη Ρούλα γινόταν πανικός. Αυτή η καριόλα η Μαλβίνα, αφού σκότωσε τους πάντες και τα πάντα στο Mega μπούκαρε στον ΑΝΤ1, εντελώς αφηνιασμένη και κτυπούσε μέχρι θανάτου όποιον βρισκόταν στο δρόμο της. είχε βγάλει έξω από το στρατιωτικό παντελόνι μια κλειτορίδα σε μέγεθος Αφρικανικής μπανάνας και σκληρότητα ροπάλου του μπέηζ-μπολ και όποιον σκότωνε τον γαμούσε, αδιακρίτως αν ήταν άντρας, γυναίκα, μικρό παιδί, βρέφος, σκύλος, κουνέλι ή περιστέρι. Κάπου μες το πανικό, πέτυχε τη Ρούλα και αφού έβγαλε μια άναρθρη κραυγή, άρχισε να τη κτυπά στα βυζιά με όλη της την δύναμη κι έπειτα στο πρόσωπο, τη κοιλιά, τα πόδια, μετατρέποντας το λευκό δέρμα σε ασπροκόκκινο πολτό. Ήταν ήδη ετοιμοθάνατη όταν επιχείρησε να χώσει την ευμεγέθη κλειτορίδα της στο ορθάνοιχτο στόμα. Η Ρούλα δεν είχε πει όμως την τελευταία της λέξη και πριν πέσει νεκρή, δάγκωσε γερά και έκοψε την ψωλή της Μαλβίνας. Η Ρούλα πέθανε, ενώ η Μαλβίνα ξεφώνιζε και χτυπιόταν αιμόφυρτη στο πάτωμα. Μέσα από τη Ρούλα, ακούγονταν τα απελπισμένα ουρλιαχτά των τεσσάρων ψυχών που πέθαιναν από ασφυξία στον νεκρό κόλπο.
Συνέχισε το ζάπινγκ για να διαπιστώσει πως η κατάσταση ήταν παρόμοια σε όλα τα κανάλια, εκτός από το seven X που έπαιζε το “Μπλάκ Αντερ” και τα κανάλια που συνήθως βάζουν σκληρό πορνό, τα οποία είχαν ντοκιμαντέρ από τους Βουσμάνους της έρημου Καλαχάρι, το Σουδάν και άλλα επιμορφωτικά προγράμματα (τα οποία προφανώς είχαν βουτήξει από την ΝΕΤ). Η Ελεάνα στο κανάλι 5 είχε βάλει από έναν άντρα σε κάθε τρύπα που μπορούσε να σκεφτεί (γεια σου Μιχάλη, γεια σου Βασίλη), ενώ ο Μυλωνάς αργόσβηνε θαμμένος κάτω από τα βυζιά της. Τη Γιατζόγλου, τη γαμούσε ένας γάιδαρος με πούτσα σαν σιδηροτροχιά (ότι του είχε πάρει συνέντευξη). Το τεράστιο, σκούρο καφέ πουτσοκέφαλο, έκανε την εμφάνιση -σαν έμβολο- από το ξεχειλωμένο στόμα και βέβαια, πρέπει να ήταν νεκρή από ώρα. Κάπου εκεί, κτύπησε το ξυπνητήρι……
Ήρθε γύρω στις επτά (άργησε δηλαδή μόλις μία ώρα). Εξέτασε το όργανο μου για να διαπιστώσει -από πρώτο χέρι- πως ήταν ακριβώς το ίδιο που είχε πάρει στο στόμα και τη περασμένη φορά -ίσως λίγο πιο καθαρό-. Πηδηχτήκαμε γύρω στις τέσσερις φορές ή τουλάχιστον εγώ έχυσα τέσσερις φορές πράγμα το οποίο θα αποτελούσε ρεκόρ αν το έκανα με οποιαδήποτε άλλη γκόμενα εκτός από τη Γιώτα. Είναι η μοναδική γκόμενα που μπορώ να γαμήσω τόσες φορές. Ξέρει το πουτανάκι να εκμεταλλεύεται το βίτσιο μου. Κανονικά οι φορές που μπορώ να πάω με μια γυναίκα είναι σαν τα βυζιά της (ένα είναι λίγο, τρία είναι πολλά). Έτσι η Γιώτα, κρατάει πρόχειρες στο σπίτι μου τρεις, τέσσερις περούκες, αρκετές αλλαξιές ρούχα κι άπειρα παπούτσια από αυτά που με καυλώνουν. Μόλις διαπιστώσει πως το ενδιαφέρον μου ατονεί, πηγαίνει μέσα κι όταν γυρίσει είναι ένα άλλο μουνάκι. Εντωμεταξύ, το γούστο της στα παπούτσια είναι καταπληκτικό. Ξέρει η ψωλίτσα πως είναι το πρώτο πράγμα που κοιτάω. Θα μπορούσα να χύσω κοιτώντας τα παπούτσια της, θα μπορούσα να γαμήσω τα νούμερο 36 καυλιάρικα μποτάκια της, να τα ξεσκίσω μέχρι να περάσω τη ψωλή μου πέρα ως πέρα.
Κατά τις 10 έφυγε γιατί έπρεπε να συναντήσει τον γκόμενο της …..
Άκουγα περίεργους θορύβους από τη πλευρά που, λογικά, κοιμόταν ο παράξενος επισκέπτης. Ευτυχώς που δεν είχε κάνει την εμφάνιση του όσο ήταν η Γιώτα στο σπίτι. Γενικά πάντως, είχε πολύ περίεργο ωράριο. Τον περισσότερο καιρό τον περνούσε κλεισμένος στον εαυτό του και μόνο όταν επρόκειτο να φαει ή να σουλατσάρει για λίγο μέσα στο σπίτι, έκανε την εμφάνιση του στη κουζίνα ή στο σαλόνι. Δεν έβγαινε ποτέ έξω! Ήταν ένας σπιτόγατος, αν μου επιτρέπεται η έκφραση …..
Σχεδόν ένα μήνα ζούσαμε μαζί κι όλο αυτό το διάστημα δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε λέξη. Δεν γνώριζα τη γλώσσα του βέβαια, ούτε κι εκείνος τη δική μου. Οι μικρές συνεννοήσεις που είχαμε γίνονταν -κυρίως- με γλαφυρά περιγραφικό τρόπο (έπιανα τη σκούπα, για παράδειγμα) και το νόημα τους, δεν θα μπορούσε παρά να γίνει άμεσα κατανοητό από τον περίεργο επισκέπτη.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα που μου δημιουργούσε ο παράξενος επισκέπτης προερχόταν από την απέχθεια που έτρεφαν γι αυτόν τα άτομα του αντιθέτου φύλου. Τους ενοχλούσε αφάνταστα η αόριστη παρουσία του -χωρίς καν να βρίσκεται στο δωμάτιο- και -πολλές φορές- δίσταζαν να με επισκεφτούν εξαιτίας του. Κινούσε την αντιπάθεια τους χωρίς να τις ενοχλήσει στο παραμικρό, χωρίς να τις δει ή να τους μιλήσει. Ήταν μια άκρως ενοχλητική κατάσταση αλλά, προς το παρόν, δεν ήξερα πως να την αντιμετωπίσω.
Εκείνη την ώρα φαίνεται πως μόλις είχε ξυπνήσει κι ετοιμαζόταν για την καθιερωμένη του, μικρή εξόρμηση στη κουζίνα. Ετοιμάστηκα να τον υποδεχτώ.
Ένας αστείος, μεγαλόσωμος τύπος έφραζε την είσοδο του κλαμπ. Όταν ήρθε η σειρά μου , έκανε μία αρνητική γκριμάτσα δείχνοντας μου πως δεν μπορώ να περάσω. Το τελευταίο πράγμα που ήθελα, ήταν να φαω πόρτα. “Κοίτα -του λεω- με περιμένουν μέσα, πρέπει να με αφήσεις να μπω”. Με κοίταξε με ένα bacardi-Coka βλέμμα και μονολόγησε:
“Εντάξει, είναι μια συνηθισμένη δικαιολογία -ισχυρίστηκε και ήταν αλήθεια- όμως εγώ δεν μπορώ να σε βάλω. Επίσης δεν μπορώ να καταλάβω την επιμονή σου γι αυτό το είδος διασκέδασης. Γύρω σου υπάρχει μία αρμονία, η αρμονία του σύμπαντος. Την αλήθεια μπορείς να τη γνωρίσεις μόνο μέσα από την απλότητα. ΝΑ ΑΠΟΦΕΥΓΕΙΣ ΤΟ ΚΑΚΟ, ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΠΑΝΤΑ ΤΟ ΚΑΛΟ, ΝΑ ΕΞΑΓΝΙΖΕΙΣ ΤΗ ΚΑΡΔΙΑ ΣΟΥ. ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΤΡΟΠΟΣ ΤΟΥ ΒΟΥΔΑ. Είμαι Βουδιστής Ζεν -μου ψιθύρισε- Εγώ, ένας πρώην punk χωρίς όπως βλέπεις αυτό να αποκλείει οτιδήποτε. Ξέρω πως με έχεις δει να τραγουδάω στη πλατεία Κύπρου, να φτύνω, να βρίζω, να βουτάω ανάμεσα στα παιδιά χωρίς μέλλον. Και τώρα είμαι εδώ. Πορτιέρης στο BOOZE. Να ξέρεις, η δουλειά δεν παίζει κανένα ρόλο σε αυτό που θες να είσαι. Δεν είναι παρά ένας τρόπος να συντηρείσαι, για να εφαρμόζεις τις σοφές εντολές των μεγάλων δασκάλων και πριν από όλα, να τις κατανοείς:
Από κάτω
ούτε ένα μέτρο γης
για να πατούν τα πόδια.
Να είσαι, αυτό σημαίνει.
Άναψε τη φωτιά
θα σου δείξω κάτι όμορφό
μια μεγάλη μπάλα χιόνι
Απλότητα είναι η απάντηση. Σοφός είναι αυτός που δεν χρειάζεται να σκέπτεται παρά αυτά που κατανοεί και αισθάνεται. Κι αν πράγματι, κατανοείς και αισθάνεσαι, τότε είσαι ένα με την φύση, είσαι μέρος της αρμονίας του σύμπαντος.
Στη μεγάλη νύχτα
ο ήχος του νερού
λέει ότι σκέπτομαι.
Όλα αυτά, πρέπει μόνος σου να αισθανθείς την ανάγκη να τα νιώσεις, γιατί μόνο το συναίσθημα μπορεί να σε οδηγήσει στην αλήθεια, στην αρμονία. Άκουσε κι αυτό,
Ενώ είσαι ζωντανός
να είσαι νεκρός
ολοκληρωτικά νεκρός
και να ενεργείς όπως επιθυμείς
κι όλα θα πάνε καλά.
Αυτός που πεινάει τρωει κι αυτός που είναι κουρασμένος κοιμάται, καταλαβαίνεις:” τελείωσε τον μονόλογο του ενώ εγώ σκεπτόμουν <καλά κι αυτός που θέλει να χορέψει τι κάνει; Ε, τι κάνει;>. Άντ’ αυτού είπα:
“Μπορείς να είσαι ότι θελήσεις όμως εγώ είμαι μια άλλη, προσωρινή ενότητα. Η σκέψη μου είναι Άπληξη και Άπληξη θέλω να βιώνω. Και για να καταλάβεις φίλε,
ΑΠΛΗΞΗ είναι να μην έχεις πρόγραμμα στην ζωή σου κι αν έχεις να το αλλάζεις συγκυριακά.
ΑΠΛΗΞΗ είναι να κάνεις αυτό που γουστάρεις κι Όχι αυτό που υποτίθεται ότι πρέπει να γουστάρεις, όποιος κι αν το έχει πρεσβέψει.
ΑΠΛΗΞΗ είναι να ζεις στο εδώ και τώρα, όπου κι αν βρίσκεται αυτό.
ΑΠΛΗΞΗ είναι να αγνοείς τους φόβους που σου σερβίρουν καθημερινά από τα μέσα μαζικής παραπλάνησης, να γελοιοποιείς τις αδυναμίες και τις ανασφάλειες σου.
ΑΠΛΗΞΗ είναι να κάνεις αυτό που πρέπει, εκεί που δεν πρέπει ή έστω, αυτό αυτό που δεν πρέπει, εκεί που πρέπει.
ΑΠΛΗΞΗ είναι να χρησιμοποιείς τα αντικείμενα κι Όχι να σε χρησιμοποιούν.
ΑΠΛΗΞΗ είναι ο χορός, ο έρωτας, η τέχνη γενικά και εν κατακλείδι η δημιουργία.
ΑΠΛΗΞΗ είναι να χορεύεις, να κάνεις ελεύθερα έρωτα -χωρίς ηλίθιες δεσμεύσεις-, να χρησιμοποιείς τις ουσίες που σε βάζουν στο κόλπο κι Όχι αυτές που σε απομονώνουν.
ΑΠΛΗΞΗ είναι να έχεις καλούς φίλους, στην ίδια φάση με εσένα, να παρακολουθείς πλυντήριο και να πλένεις στη τηλεόραση,
ΑΠΛΗΞΗ είναι ο ρυθμός, ο έρωτας και φυσικά -και πάνω από όλα- τα ΠΑΡΤΙ. ΑΠΛΗΞΗ ΕΙΝΑΙ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ. Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΤΡΟΠΟΣ.
Όσο γι αυτό που εσύ ονομάζεις αρμονία του σύμπαντος δεν είναι καθόλου αρμονικό και φυσικά, δεν είναι -ούτε κατά διάνοια- απλό όπως νομίζεις. Αυτό που ο μπαμπάς Φρόιντ ονόμασε υποσυνείδητο, αυτό που περικλείει όλη την αλυσίδα γνώσης των έμβιων πλασμάτων από την αρχή της δημιουργίας, αυτό το κομμάτι ανεξερεύνητης ζούγκλας που μονάχα ψήγματα του γνωρίζουμε εγώ κι εσύ, δεν είναι δικό σου. Μήτε δικό μου. Μήτε κανενός. Αν θες να ξέρεις, φίλε, το υποσυνείδητο είναι μια μορφή, ένα δυνητικό μονόχνωτο ον με κινητική ενέργεια. Και δεν είναι ένα, ούτε χιλιάδες, ούτε και εκατομμύρια. Και ο αριθμός τους είναι ασύλληπτος. Ζουν στους εγκεφάλους μας και πολλαπλασιάζονται με φρενήρεις ρυθμούς. Αυτό που εσύ θα ονόμαζες ΚΑΡΜΑ δεν είναι παρά τα αδιόρατα ίχνη που αφήνουν στο συνειδητό. Κινούνται στο χωρόχρονο -και θα χρησιμοποιήσω μία έκφραση κατανοητή- από τη μία στιγμή στην άλλη. Πρέπει επίσης να ξέρεις, πως υπάρχουν περισσότερα από ένα για κάθε μια εικόνα, ίσως άπειρα. Για να διευκολύνουμε την κουβέντα μας και για να μπορέσω να προσωποποιήσω αυτό που δεν εξηγείται, θα τα βαφτίσω Ύπον. Καταλαβαίνεις φυσικά, πως σε κάθε άνθρωπο υπάρχουν μυριάδες δισεκατομμυρίων Ύπον. Καταλαβαίνεις ίσως, πως το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον, εξαρτώνται από αυτά κι εφόσον αυτά κινούνται ερήμην της δικής μας θελήσεως, ο χρόνος παύει να έχει σημασία. Ξέχασε το λοιπόν, γιατί δεν μπορείς να γνωρίσεις τα Ύπον παρά μόνο συγκεγχυμένα και γνωρίζοντας ένα από αυτά δεν ξέρεις απολύτως τίποτα. Γιατί το καθένα είναι απόλυτα μοναδικό και διαφορετικό από τα υπόλοιπα. Ξέχασε και το γαμημένο περιορισμό της γήινης πραγματικότητας, Ξέχασε ακόμη και τον περιορισμό του σύμπαντος. Τα Ύπον, σου είπα, κινούνται παντού κι αν δεν μπορείς να αντιληφθείς την ύπαρξη τους, φταινε οι δεσμοφύλακες της φαντασίας. Δεν είσαι παρά ένα από τα άπειρα πλάσματα σε άπειρα σύμπαντα. Ακριβώς, άπειρα σύμπαντα. Με μορφές ζωής και στοιχεία που αδυνατείς καν να φανταστείς πως υπάρχουν. Είναι ανόητο λοιπόν να πιστεύεις ότι μπορείς, εσύ, ένα ασήμαντο ον, να ενωθείς με την απέραντη διαφορετικότητα του σύμπαντος. Είναι πιο εύκολο για ένα μεταξοσκώληκα να γίνει DJ στο Club που δουλεύεις, παρά για έναν άνθρωπο να κατανοήσει έστω ένα απειροελάχιστο μέρος από το απέραντο πάντα που μας περιβάλει. Θα σου διηγηθώ ένα περιστατικό:
Δύο Ύπον, έμπειροι συζητητές κουβέντιαζαν στη φιλόξενη, σκοτεινή μεριά της σελήνης, Υπήρχε ένα θέμα σε ετούτο το υποσυνείδητο που αποτελούσε σχεδόν το μοναδικό αντικείμενο όλων των συζητήσεων. Ο Λαβύρινθος του εγκεφάλου ήταν απολύτως κλειστός. Κανένα Ύπον δεν μπόρεσε, εδώ και καιρό, να διασχίσει το σφουγγοειδές πλέγμα για να φτάσει στο μπροστινό πλάτωμα. “Πρώτη φορά μου βλέπω κάτι τέτοιο” είπε η δολοφονία του Αγαμέμνονα όπως την είδε ο Ευριπίδης και συνέχισε “νομίζω ότι πρέπει να σκάψουμε, το έχουμε επιχειρήσει κι άλλοτε” κατέληξε. Η φωτιά -ένας από τους τέσσερις μόνιμους κάτοικους- συμφώνησε. Ο αέρας και η θάλασσα σιώπησαν ενώ η γη, συναίνεσε νοερά. Μάζεψαν μια ομάδα κτισμάτων και κίνησαν για το αδιέξοδο, φορτωμένοι με φτυάρια κι αξίνες. “Εδώ” είπε η δολοφονία του Αγαμέμνονα και τα κτίσματα -κάτι ετοιμόρροπες πολυκατοικίες που είχε δει το υποκείμενο ξεφυλλίζοντας πρόσφατα ένα περιοδικό- άρχισαν το σκάψιμο.
Κάτι γινόταν. Έσφιξε τα δόντια από το πόνο, ο ρωμαλέος άντρας κι έκρυψε το πρόσωπο πίσω από τα χέρια του. Σηκώθηκε -τυφλωμένος από το άλγος- άρπαξε ένα μαχαίρι από τον νεροχύτη και το κάρφωσε στη πλάτη της γυναίκας που έπλενε τα πιάτα. Το τράβηξε και κτύπησε την εκτεθειμένη πλάτη, ξανά και ξανά και ξανά. Άφησε το δολοφονημένο σώμα να πέσει. Ένα μωρό έκλαιγε στη κούνια. Προχώρησε προς το καροτσάκι, το σήκωσε και σύντριψε το μαλακό του κρανίο στα στιβαρά του χέρια. Δυο παιδιά αλυχτούσαν κουβαριασμένα σε μια γωνιά, με το τρόμο ζωγραφισμένο στα αθώα τους πρόσωπα. Πέταξε το μωρό πάνω στο πτώμα της μητέρας και κίνησε προς το μέρος τους. Τα παιδιά δεν έκαναν να τρέξουν, παρά κουλουριάστηκαν όσο πιο σφιχτά μπορούσαν το ένα με το άλλο, κλαίγοντας πιο δυνατά και κλείνοντας τα μάτια, για να μην αντικρίζουν την θηριωδία του κτήνους που κάποτε αποκαλούσαν πατέρα. Έφτασε κοντά τους. Κοντοστάθηκε, για μια στιγμή κι έπειτα τα πόδια του -σαν έμβολα- κτύπησαν παντού τους κουλουριασμένους λυγμούς και τα κοκάλα τσακίζονταν από τα κτυπήματα, ώσπου οι δερμάτινες μπότες γιόμισαν ματωμένες σάρκες. Όταν τελείωσε, δεν απόμεινε παρά ένας άμορφος πολτός σε μια λίμνη αίματος.
“Λοιπόν μάγκες, αρκετά για σήμερα. Αφήστε τα εργαλεία εδώ και θα επιστρέψουμε αύριο” είπε η δολοφονία του Αγαμέμνονα όπως την είδε ο Ευριπίδης. Άφησαν τα εργαλεία κοντά στο φρεσκοσκαμμένο κρέας και κίνησαν για τη σκοτεινή πλευρά.
Ο άντρας ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Πιτσιλιές αίματος και κομμάτια σάρκας στόλιζαν τα ρούχα του. Ακούμπησε στον τοίχο ανακουφισμένος. Τα μάτια του καθάρισαν και τότε είδε, τα σκορπισμένα πτώματα της ζωής του. Έκλαψε, ο πόνος μούδιασε το κορμί, η καρδιά σταμάτησε, το αίμα κοντοστάθηκε σε μια πηγή με γάργαρο νερό να σβήσει Ό τη δίψα …..
Προχωρούσαν με κέφι όταν άρχισαν να σβήνουν τα φώτα. “Ε, παιδιά. Κάτι γίνεται” φώναξε η δολοφονία του Αγαμέμνονα και εξαφανίστηκε, αφήνοντας ένας ύστατο, βιαστικό χαιρετισμό να αιωρείται. Τα Ύπον εγκατέλειπαν τον εγκέφαλο όπως τα ποντίκια εγκαταλείπουν το πλοίο που βουλιάζει. μονάχα οι περιοριστές της ύπαρξης, οι τέσσερις δεσμοφύλακες της φαντασίας, έμειναν ως το τέλος για να ενωθούν με την αρχέγονη μήτρα.
Μετά από αυτόν το μονόλογο, το κοίταξα βαθιά στα μάτια, πίσω από τη γαμψή μύτη και το ξυρισμένο κεφάλι. “Έχε γεια, βουδιστή από βιβλίο τσέπης” του είπα ειρωνικά κι έφυγα.
“Αυτοί που ξέρουν δεν μιλούν
κι αυτοί που μιλούν δεν ξέρουν”
μου πέταξε καθώς απομακρυνόμουν.
“ΟΝΕΙΡΟ”
Με τρόμαξες καθώς άνοιξες απότομα τη πόρτα και πέρασες στο δωμάτιο. Το ρεύμα του αέρα έκανε τον ιστό μου να τρεμουλιάσει. Πέρασες και κάθισες στο τραπέζι. Έκανα μερικές μικρές επανορθώσεις. Ήταν πρωί μα πεινούσα κι έφαγα μία από τις μύγες που Είχα σαβανώσει.
Κάπνιζες ένα τσιγάρο. Μπορούσα να μυρίζω τον καπνό σου. Με έπιασε ασφυξία και μετακινήθηκα προς το κέντρο του ταβανιού. Μπορούσα να βλέπω μόνο ένα μέρος Εσύ. Γύρισες και με κοίταξες. Με σιχαίνεσαι, το ξέρω, το βλέπω στο αηδιασμένο βλέμμα σου. Μη φοβάσαι, δεν θα πέσω, τα κολλώδη πόδια μου κρατούν. Μη φεύγεις Ό
Έφυγες κι έμεινα μόνος. Γέννησα ιστό και κρεμάστηκα ως το τραπέζι. Στο τασάκι, το τσιγάρο που βιαστικά έσβησες και οι στακτές της θλίψης σου. Που να βρίσκεσαι αγαπημένη; Ξάπλωσα στο τραπέζι, μη γελάς, τέντωσα τα πόδια μέχρι να ακουμπήσει το σώμα μου. Κι έμεινα εκεί. Βυθισμένος στις μαύρες σκέψεις της ανυπόστατης αγάπης μας.
Άκουσα τη πόρτα να ανοίγει. Ήσουν Εσύ. Κρατούσες μια εφημερίδα. Προχώρησες προς το μέρος μου. Έμεινα ακίνητος, μαζεμένος, μια σταλίτσα ύπαρξης. Κάθισες στη γνωστή καρέκλα κι άπλωσες το χέρι σου στο τασάκι. σχεδόν ένιωθα την επιδερμίδα σου. «Σε αγαπώ» ψιθύρισα. Σα να άκουσες τη φωνή μου, με κοίταξες (αυτά τα μάτια τα λατρεύω έστω κι έτσι, με τον πανικό να τα σκιάζει). Σήκωσες την εφημερίδα και με σύντριψες γεμάτη αηδία.
Ετικέτες: ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ