Δευτέρα, Απριλίου 16, 2007
7 ΗΜΕΡΕΣ ΨΕΜΑΤΑ (ΗΜΕΡΑ ΠΕΜΠΤΗ) - ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΙΔΕΡΗΣ
Καταχωρήθηκε από τον/την Count_Zero στις 11:40 μ.μ.ΗΜΕΡΑ ΠΕΜΠΤΗ
.
Αχ
ας ήταν μια ανάσα να γιομίσει
τα μεστά κρασοβάρελα της υπομονής
ας ήμουν αμμουδερό σκουλήκι
ξέψυχος Αυγουστιάτικος βοριάς
στα πρόσωπα των νέων που χαίρονται την θάλασσα
και τα ρύζια του γάμου της με τον ήλιο
ας ήμουν χαμένο, άμορφο πτώμα σκουριάς
τρυφερά παρατημένη ερωτική ένδεια
ας ήμουν άνεμος
ας ήμουν θεός
ας ήμουν άνθρωπος ξεχασμένος
σαν στάχυ στο έλεος του ανέμου.
Έκανε φοβερή ζέστη. Ο Νεκρός Ποιητής, χωμένος βαθιά στο κάθισμα του, παραληρούσε. Σπασμοί συντάρασσαν το ασθενικό σώμα του. Η υπηρέτρια Μαίη μπήκε φουριόζα στο καθιστικό κρατώντας προσεκτικά ένα ασημένιο δίσκο σερβιρίσματος. “Πιείτε το, θα σας κάνει καλό” είπε τείνοντας προς το μέρος του ένα φλιτζάνι με αχνιστό τσάι. Ο Νεκρός Ποιητής πήρε με δυσκολία στα χέρια του το ζεστό ρόφημα. Λίγες σταγόνες από το καυτό περιεχόμενο απορροφήθηκαν από το γκρι πουλόβερ. Έφερε το φλιτζάνι στα χείλη, έκανε ένα μορφασμό δυσαρέσκειας και το επέστρεψε στην γριά οικονόμο. Εκείνη τη στιγμή κουδούνισε δυνατά το τηλέφωνο. “Ποιος είναι;” ρώτησε η Μαίη σηκώνοντας το ακουστικό. “Κύριε, είναι ο Σε Λαβί” είπε στον Νεκρό Ποιητή. Της έκανε ένα νόημα αδυναμίας χρησιμοποιώντας λίγα αρκετά από τα πολύτιμα αποθέματα δύναμης που του είxαν απομείνει. Η Μαίη πληροφόρησε τον Σε Λαβί για την κατάσταση του κυρίου της όμως ο χρηματομεσίτης Σε Λαβί επέμεινε. “Πείτε του πως είναι απόλυτη ανάγκη να του μιλήσω”. Η Μαίη κάλυψε το ακουστικό με το χέρι της. “Είναι απόλυτη ανάγκη κύριε” είπε. Ο Νεκρός Ποιητής της έκανε ένα νόημα να φέρει το ακουστικό στα αφτιά του και να το κρατήσει εκεί. “Τι συμβαίνει” ρώτησε ξέπνοα. “Περέλ, Περέλ, πρέπει να σου μιλήσω. Είναι πολύ σοβαρό. Ζήτημα ζωής και θανάτου” “Καλά” συμφώνησε απρόθυμα ο Νεκρός Ποιητής “σε περιμένω απόψε, κατά τις εννιά”. “Θα είμαι εκεί” είπε ο Σε Λαβί και έκλεισε το τηλέφωνο. Η Μαίη έβαλε το ακουστικό στη θέση του και ο Στεφάν Περέλ έγειρε μισολιπόθυμος στην πολυθρόνα.
Τον τελευταίο μήνα η κατάσταση ήταν τραγική, στο σπίτι του Στεφάν Περέλ. Από τότε δηλαδή που αυτή η καταραμένη αρρώστια κτύπησε τον Νεκρό Ποιητή. Η στιγμή της Καταστροφής τον βρήκε πάνω στο απόγειο της δόξας. Τα βιβλία του έκαναν τρελές πωλήσεις και τον τελευταίο μήνα, η νέα του ποιητική συλλογή με τίτλο “Η μαύρη Άνοιξη του Γκράας” ήταν το νούμερο ένα σε πωλήσεις βιβλίο σε ολόκληρη την Ινδογερμανία. Νεκρός Ποιητής ήταν το ψευδώνυμο με το οποίο υπέγραφε τα βιβλία του ο Στεφάν Περέλ. Αυτό ξεκίνησε από πολύ παλιά, από τότε που ήταν νέος κι άσημος –Ότι πως είxαν περάσει και πολλά χρόνια- και συνεχιζόταν μέχρι εκείνη την περίοδο. Ήταν ένας άντρας τριάντα περίπου ετών, με μαύρα αναιμικά μαλλιά, αδύνατος ως εκεί που δεν παίρνει. Ήταν αδύνατος ακόμα και πριν τον καταβάλει η αρρώστια και τον μετατρέψει σε οστέινο περίβλημα. Τα μάγουλα του έμοιαζαν με κοιλάδες ερήμου και όταν βρισκόσουν πολύ κοντά του μπορούσες να μυρίσεις έντονα τον θάνατο. είχε ένα χρώμα κίτρινο, σαν σε προχωρημένη μεσογειακή αναιμία. Τα μάτια του είxαν χωθεί βαθιά στις κόγχες και είxαν αποκτήσει, μέσα σε αυτό το μικρό χρονικό διάστημα, ένα καταθλιπτικό κόκκινο χρώμα όταν άλλοτε τα μάτια του, ήταν ίσως το μοναδικό ενεργητικό κομμάτι αυτού του σώματος που λεγόταν Στεφάν Περέλ.
Ο Νεκρός Ποιητής είχε άπειρους θαυμαστές, ελάχιστους γνωστούς και έναν φίλο. Τα μόνα πρόσωπα που γνώριζαν την πραγματική του ταυτότητα ήταν ο εκδότης του, Αλάν Σιμόν. Ο Σε Λαβί και φυσικά η γηραιά Μαίη. Μέσα σε δύο μήνες από την στιγμή που δημοσίευσε την πρώτη ποιητική του συλλογή, το ψευδώνυμο του είχε γίνει ευρύτατα γνωστό σε ένα μικρό κύκλο ειδημόνων που ασχολούνταν με την τέχνη. Παραδόξως –για ένα νέο ποιητή- του έγιναν πολύ καλές κριτικές και το βιβλίο του με τίτλο “Νεκροφάνεια”, με την υποστήριξη των κύκλων των διανοούμενων, γνώρισε την καθολική αποδοχή του Γαλλικού αναγνωστικού κοινού. Τα βιβλία του είxαν μεταφραστεί σε όλες τις χώρες της Ινδογερμανίας και το όνομα του βρισκόταν στα στόματα όλων όσων ήθελαν να ισχυρίζονται ότι Ασχολούνται με την μοντέρνα ποίηση. Εν ολίγοις, ο Νεκρός Ποιητής είχε εκδώσει δέκα ποιητικής συλλογές και δύο θεατρικά έργα που είxαν κιόλας ανεβεί, με τεράστια επιτυχία, στο Παρισινό θέατρο.
Το όνομα που διάλεξε για να υπογράφει τα βιβλία του και η μυστικότητα που περιέβαλε την πραγματική του ταυτότητα είxαν δημιουργήσει διάφορους μύθους, από εκείνους που δημιουργούνται για ανθρώπους που εντυπωσιάζουν Ότι τόσο με την αδρή παρουσία τους αλλά με την συνεχή και μυστηριώδη απουσία τους. Ο Νεκρός Ποιητής ήταν ένας ποιητής φάντασμα, ένας άνθρωπος που δεν δεχόταν –αδικαιολόγητα- την πρωτοφανή διασημότητα του. Ποιος να ήταν άραγε; Να ήταν άντρας ή γυναίκα, νέος ή γέρος; Ήταν μερικά από τα ερωτήματα που είxαν δημιουργηθεί στο αναγνωστικό του κοινό και Ότι μόνο, καθώς το πέπλο μυστηρίου που κάλυπτε το άτομο του απασχολούσε και ανθρώπους που δεν είxαν καμία σχέση με την ποίηση αλλά ήταν σταθερά αποφασισμένοι να παραμείνουν στην επικαιρότητα με οποιονδήποτε τρόπο.
Ο θόρυβος και το ενδιαφέρον των ανθρώπων για τον Νεκρό Ποιητή έδωσε μια νέα ώθηση στην ποίηση και πλέον, το να διαβάζει ποίηση μια ουσία-αγράμματη νοικοκυρά και να προσποιείται την εντρυφής ήταν ένα συνηθισμένο φαινόμενο. Εκπομπές στην τηλεόραση φτιάχτηκαν για τον λόγο αυτό. Για να αναλύουν δήθεν, την ποίηση του. Στην ουσία έπαιζαν τον ρόλο του καθοδηγητή για όλους αυτούς που επιθυμούσαν να κατανοήσουν την ποίηση του Νεκρού Ποιητή. Λες και η ποίηση είναι συνταγές μαγειρικής. Φυσικά, ο τρόπος με τον οποίο αναλυόταν η ποίηση του Στεφάν αλλά και των υπολοίπων δημιουργών, ήταν ο τρόπος με τον οποίο το σύστημα αντιλαμβανόταν και εκμεταλλευόταν την δημιουργία του μυστηριώδους καλλιτέχνη, αναπαράγοντας με αυτόν τον τρόπο την ιδεολογία της άρχουσας τάξης και ανάγοντας την εκμετάλλευση σε μορφή τέχνης.
Η δημοσιότητα συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια. Καθώς η ταυτότητα του παρέμενε άγνωστη το ενδιαφέρον του κόσμου, αντί να φτάσει σε φυσιολογικό κορεσμό, μεγάλωσε. Τα μέσα μαζικής επικοινωνίας έδραξαν την ευκαιρία, να εκμεταλλευτούν την διασημότητα ενός ανθρώπου, που, κατά πολλούς, δεν υπήρχε, κατά άλλους ήταν νεκρός, ενώ άλλοι ισχυρίζονταν πως δεν είναι άνθρωπος αλλά θεός ή μια εξωγήινη διάνοια. Το κυριότερο ήταν ότι αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν σε θέση να υπερασπίσει τον εαυτό του. Έτσι τα ΜΜΕ, έδωσαν νέες διαστάσεις στο θέμα, μετατρέποντας το σε σαπουνόπερα, που παράλληλα με όλα τα θέματα της καθημερινότητας, απασχολούσε σε καθημερινή βάση τους κατοίκους της Ινδογερμανίας αλλά και του κόσμου ολόκληρου. Ειδικοί αναλυτές προέβλεπαν, ανέλυαν ή έκαναν εικασίες για το πρόσωπο και τις προθέσεις του καλλιτέχνη. Διοργανώνονταν συζητήσεις και σεμινάρια. Όλο και κάποιος θα πεταγόταν λέγοντας πως ο Νεκρός Ποιητής είπε το ένα ή είπε το άλλο, προσπαθώντας να ερμηνεύσει τα λόγια του σαν να επρόκειτο για τον θεϊκό λόγο, σαν να ήταν ο τελευταίος προφήτης του ενός και μοναδικού θεού της δυτικής ανασφάλειας.
Ο εκδότης του Νεκρού Ποιητή Ότι μόνο δεν έβαζε τέρμα στις εικασίες που γίνονταν για τον προστατευόμενο του, αλλά τις συντηρούσε κιόλας, υποστηρίζοντας πως τα ποιήματα στέλνονταν με μυστηριώδη τρόπο –υποστήριζε πως κάποιος άφηνε τα δακτυλογραφημένα κείμενα στην πόρτα και έφευγε χωρίς να έχει προλάβει ποτέ να του μιλήσει- ενώ στην πραγματικότητα η μεταφορά γινόταν από την γριά Μαίη η οποία παρουσιαζόταν ως καθαρίστρια και έτσι περνούσε ανυποψίαστα από θαυμαστές, δημοσιογράφους και άλλους περίεργους που συνωστίζονταν με τις ώρες έξω από το γραφείο του Αλάν Σιμόν. Υπήρχαν κάποιοι που κατασκήνωναν επί μήνες έξω από το γραφείο του εκδότη με την ελπίδα ότι κάποτε θα συναντηθούν με τον Μεσσία ή έστω με τον μυστηριώδη του αγγελιοφόρο. Δημιουργούνταν καταστάσεις παροξυσμού και μερικές φορές, όταν ο όχλος αναγνώριζε –βασισμένος σε κάποια φήμη- κάποιον ως Νεκρό Ποιητή, επικρατούσε φοβερή αναταραχή και τα ρούχα -του άμοιρου θύματος των ανυπόστατων φημών- καταξεσκίζονταν ενώ πολλές φορές, κινδύνευε και η σωματική του ακεραιότητα.
Ο Στεφάν Περέλ δεν είχε ιδέα για όλα αυτά που γίνονταν εξαιτίας του ή στο όνομα του και ήξερε ελάχιστα για την αποδοχή που είχε γνωρίσει η δημιουργία του. Όντας εντελώς απορροφημένος από την συγγραφική τέχνη, είχε χάσει προ πολλού την επαφή με την καθημερινή πραγματικότητα. Ο πακτωλός των τεράστιων ποσών που κέρδιζε από τις πωλήσεις των βιβλίων του, τα δικαιώματα από τις εταιρίες που χρησιμοποιούσαν το όνομα του και γενικά όλα του τα εισοδήματα περιέρχονταν στα χέρια του μοναδικού του φίλου Σε Λαβί, ο οποίος ήταν ο μοναδικός διαχειριστής της σεβαστής περιουσίας που είχε δημιουργηθεί.
Χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο “Νεκρός Ποιητής”, ο Στεφάν, ένιωθε πως απέτιε φόρο τιμής σε όλους τους ποιητές που πέθαναν και που –ουσιαστικά- με το ταλέντο τους, τον αυθορμητισμό και την δημιουργικότητα τους είxαν –κατά τη γνώμη του- δημιουργήσει εκείνον, ένα νέο ποιητή εκπληρωτή των προσπαθειών όλων των ποιητών που τον διαμόρφωσαν. Ο Νεκρός ποιητής ήταν η παγκόσμια συλλογική μνήμη των νεκρών ποιητών. Ο Στεφάν Περέλ δεν πίστευε ότι είχε δημιουργήσει κάτι δικό του. Πίστευε αντίθετα πως ότι έγραφε ήταν μια αναδιαπραγμάτευση πραγμάτων που είxαν ήδη γραφεί και γι αυτό δεν του άξιζε δόξα για αυτά που έγραφε, αφού δεν ανήκαν σε αυτόν αλλά σε όλους τους νεκρούς ποιητές. “Κάθε λέξη, κάθε μια από τις φράσεις που χρησιμοποιώ” έλεγε χαρακτηριστικά στον φίλο του “ είναι είτε καθ’ ολοκληρία δανεισμένη, είτε ένα είδος ποιητικού μοντάζ. Η ποίηση” συνέχιζε ο Περέλ “ είναι όπως και η μουσική πεπερασμένη. υπάρχει ένας περιορισμένος αριθμών ήχων όπως υπάρχει κι ένας περιορισμένος αριθμός γραμμάτων. Άλλωστε και η γραφή δεν είναι μια γραφική αποτύπωση ήχων” μονολογούσε. “Όλοι οι πιθανοί συνδυασμοί έχουν χρησιμοποιηθεί χιλιάδες, εκατομμύρια φορές. Είναι ουτοπία να πιστέψει κανείς ότι μπορεί να δημιουργήσει κάτι εντελώς καινούργιο και θα είναι εντελώς παράλογος όποιος υποστηρίζει ότι αυτό που κάνει είναι προϊόν της δικής του δημιουργικότητας. Πάρε εμένα” κατέληγε “όταν ήμουν νεώτερος Είχα την ψευδαίσθηση ότι δημιουργούσα κάτι καινούργιο. Αργότερα, έπεφτε στα χέρια μου κάποιο βιβλίο στο οποίο έβρισκα τα λόγια μου και που είχε γραφεί εκατό, διακόσια ή χίλια χρόνια πριν”. Τέτοια έλεγε στον φίλο του Σε Λαβί, τα απογεύματα όταν συνήθως τον επισκεπτόταν για να πιούνε τον καφέ τους. Του άρεσε πολύ να επαναλαμβάνει τον εαυτό του σε αυτό το θέμα. Ίσως το θεωρούσε μια προσωπική αποκάλυψη ή έστω, μια αλήθεια που μόνο ο ίδιος, μέσα σε αυτό το συρφετό των ευφάνταστων εγωμανών, μπορούσε να παραδεχθεί.
Αυτά βέβαια συνέβαιναν πριν η αρρώστια καταπονήσει τον ήδη ασθενικό Στεφάν Περέλ. Τον τελευταίο μήνα είxαν διακοπεί όλες οι κοινωνικές επαφές του ποιητή, αν μπορεί να ονομάσει κανείς κοινωνικές επαφές τις επισκέψεις του Σε Λαβί. Η αρρώστια εδώ κι ένα μήνα όταν άρχισε να νιώθει αδικαιολόγητα ρίγη. Αργότερα η κατάσταση επιδεινώθηκε με υψηλό πυρετό και εμετούς και έτσι η Μαίη τον έπεισε να φωνάξει γιατρό. Η αλήθεια είναι ότι δυσκολεύτηκε πολύ να τον καταφέρει γιατί ο Στεφάν είχε μια αδικαιολόγητη- φοβία για όλους τους γιατρούς, πλην του οδοντογιατρού του τον οποίο επισκεπτόταν σχεδόν κάθε έξη μήνες. Ο γιατρός Γκρενάρ δεν γνώριζε φυσικά την πραγματική ταυτότητα του. Για αυτόν, ήταν ένας παράξενος και ασθενικός νεαρός που δεν ξεμύτιζε ποτέ από το σπίτι του, μια γνώμη που είxαν υιοθετήσει και οι περισσότεροι γείτονες του Στεφάν.
Η εξέταση υπήρξε μια μαρτυρική διαδικασία για τον Στεφάν αλλά και για τον γιατρό Γκρενάρ. Ποτέ στην καριέρα του δεν είχε γνωρίσει έναν τόσο παράξενο και ιδιότροπο ασθενή. Μετά από μάχη, μισή ώρας τουλάχιστον, απεφάνθη πως ο ασθενής θα έπρεπε να εισαχθεί σε νοσοκομείο για να του γίνουν μια σειρά από εξετάσεις οι οποίες ήταν αδύνατον να πραγματοποιηθούν στο σπίτι χωρίς τον κατάλληλο εξοπλισμό. Φυσικά, σε αυτήν του την πρόταση αντιμετώπισε την σθεναρή αντίσταση του ασθενούς, η οποία όμως κάμφθηκε μετά από μίας εβδομάδας μουρμούρα της γριάς οικονόμου. Ο Στεφάν, αναγκάστηκε να πάρει το δεύτερο μπάνιο του μέσα σε επτά ημέρες και εισήχθηκε στο νοσοκομείο, αφού πρώτα πήρε την διαβεβαίωση ότι θα μπορούσε να φύγει αμέσως μετά το πέρας των εξετάσεων.
Αφού εξέτασαν σχολαστικά κάθε μέρος της φυσιολογίας του, οι γιατροί του νοσοκομείου κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν είχε τίποτα και πως ίσως το πρόβλημα του να ήταν ψυχοσωματικό. Έτσι, ο Στεφάν γύρισε σπίτι έχοντας χαραγμένο στο πρόσωπο του –παρά την μεγάλη αδυναμία του- ένα χαμόγελο θριάμβου σαν να έλεγε στη γριά οικονόμο “είδες που στα έλεγα; Οι γιατροί είναι άχρηστοι”. Και πράγματι, αυτό ακριβώς της είπε μόλις μπήκαν σπίτι. Μετά από αυτό το συμβάν ο Στεφάν συνέχισε να χειροτερεύει και παρόλο το κέφι που του είχε δώσει προσωρινά η αποτυχία της Ιατρικής επιστήμης, την στιγμή που δέχτηκε το τηλεφώνημα του Σε Λαβί, ήταν σε άθλια κατάσταση.
Σε αυτό το σημείο ίσως θα ήταν χρήσιμο να σας περιγράψω το περιβάλλον στο οποίο ζούσε και δημιουργούσε ο αποκαλούμενος Νεκρός Ποιητής, χωρίς να σας κουράσω με λεπτομέρειες που κουράζουν εξίσου κι εμένα. Φανταστείτε λοιπόν ένα σκοτεινό σαλόνι -σε μια από τις πολυθρόνες του οποίου περνούσε βυθισμένος την ώρα του-, ένα ακόμη πιο σκοτεινό υπνοδωμάτιο και μια φωτεινή κουζίνα της οποίας την αποκλειστική ευθύνη είχε η γριά Μαίη. Σε αυτά, προσθέστε το μικρό δώμα στη δυτική πλευρά του σπιτιού ακριβώς δίπλα στο υπνοδωμάτιο του Στεφάν –στο οποίο έμενε η οικονόμος και από το οποίο μπορούσε να ελέγχει ανά πάσα στιγμή την κατάσταση του νεαρού άντρα- και ένα σχετικά ευρύχωρο μπάνιο ανάμεσα στα δύο υπνοδωμάτια. Η γριά Μαίη περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας της στην κουζίνα –την ενοχλούσε φοβερά το αποπνικτικό σκοτάδι που επέβαλε ο Στεφάν στο σαλόνι- παρακολουθώντας βραζιλιάνικές σαπουνόπερες στην μικρή τηλεόραση που είχε τοποθετήσει πάνω στο ψυγείο. Ο δεύτερος όροφος της μονοκατοικίας είχε σφραγιστεί από τότε που πέθαναν οι γονείς του Στεφάν. Τα παμπάλαια αντικείμενα που επίπλωναν τον χώρο ήταν πάντα καλογυαλισμένα από τις επίμονες φροντίδες της Μαίης και το σπίτι ήταν πάντοτε τακτοποιημένο και καθαρό. Αυτό βέβαια δεν ήταν και μεγάλο όφελος για τον Στεφάν ο οποίος σχεδόν πάντα βρωμοκοπούσε αφόρητα και τις ελάχιστες φορές που έπαιρνε το μπάνιο του, το έκανε μετά από μεγάλες πιέσεις. Θεωρούσε ότι δεν λερωνόταν καθώς δεν εγκατέλειπε ποτέ το σπίτι –παρά μόνο για να κάνει μια μικρή βόλτα στο διπλανό πάρκο- και εξάλλου, έλεγε, η δουλειά του τον απορροφούσε σε τέτοιο βαθμό, ώστε το να ξοδέψει χρόνο για να πλυθεί –χωρίς μάλιστα να έχει καν λερωθεί- του φαινόταν ανόητο. Φυσικά θα ήταν κρίμα να φορτώσουμε το συγκεκριμένο ελάττωμα αποκλειστικά στον Στεφάν καθώς είναι γνωστό –τοις πάσοι- πως οι Γάλλοι είναι οι πιο βρωμιάρηδες σε ολόκληρη την Ινδογερμανία, τόσο, που μερικές φορές, νομίζουν ότι η βούρτσα δίπλα στην λεκάνη της τουαλέτας είναι για να βουρτσίζουν τα δόντια. Πάντως, η αφύσικη ζέστη που επικρατούσε εκείνο το καλοκαίρι συνέτεινε αποφασιστικά στην επιδείνωση της ασθένειας τους αλλά και στην αποκρουστική μυρουδιά που ενέπνεε ο Νεκρός Ποιητής, ο θρύλος των γραμμάτων της Ινδογερμανίας. Ακόμη και ο μοναδικός του φίλος, Σε Λαβί φρόντιζε, όταν τον επισκεπτόταν, να μένει σε μία λογική απόσταση από την περίφημη πολυθρόνα του. Ο μόνος άνθρωπος που τον ανεχόταν ήταν η Μαίη που όμως συνδεόταν μαζί του με μια διαφορετική σχέση, καθώς είχε στο παρελθόν διατελέσει υπηρέτρια, κουβερνάντα, οικονόμος και από τον θάνατο των γονιών του όλα αυτά μαζί καθώς και μητέρα αλλά και πολλά περισσότερα.
Από τη μια μεριά είναι ο Καλόγερος ή Καλόερος, ένα βουνό που ρίχνει την κλειστοφοβική ύψους εξακοσίων μέτρων σκιά του στην δεξιά μεριά του κόλπου, κρύβοντας ταυτόχρονα μια πολλά υποσχόμενη θέα των μικρών Κυκλάδων. Στην κορυφή του Καλόγερου κρύβεται ένα μεσαιωνικό κάστρο το οποίο λέγεται ότι επικοινωνούσε με το λιμάνι διαμέσω μια στοάς που ξεκινούσε από το κάστρο και κατέληγε στους πρόποδες του βουνού σε ένα σημείο που τώρα έχει βουλήσει. μέχρι πριν την τελευταία κατολίσθηση μπορούσε κανείς να δει τους σταλακτίτες που σχηματίζονταν μέσα στο λαγούμι.
Από τους πρόποδες ξεκινάει μια παραλία με χοντρά βότσαλα σχηματισμένη από τις διαδοχικές κατολισθήσεις ενός μέρους του βουνού. Τα χοντρά βότσαλα διαδέχονται μικρότερα κι έπειτα πιο μικρά, για να καταλήξει μετά από καμία διακοσαριά μέτρα σε μια μικρή απάνεμη αμμουδιά. Από πάνω της, συνωστίζονται τα καφέ, τα εστιατόρια, τα σπίτια και τα ξενοδοχεία. Μια τεχνητή προβλήτα που αρχίζει να σκορπίζεται μετριάζει την ορμή του βοριά. Πάνω από το χωριό δεσπόζει ένα μικρός λόφος που πάνω του κοιμάται ειρηνικά ένα ατελείωτο δωδεκάμετρο άγαλμα του Διονύσου. Πολύ κοντά, μπορεί κανείς να διακρίνει τα απομεινάρια του αρχαίου λατομείου που προμήθευσε με πρώτη ύλη πολλά από τα διάσημα αγάλματα της Δήλου.
Στην παραλία του Απόλλωνα είδε ο Ποσειδώνας την Αμφιτρίτη, μια από τις Νηιρίδες, να χορεύει γυμνή μαζί με τις πενήντα αδελφές της και την πήρε για γυναίκα του.
Το χωριό τον χειμώνα έχει μόλις 72 κατοίκους. Ένας από αυτούς είναι σε ημιάγρια κατάσταση –εμένα πάντως όλοι ημιάγριοι μου φαίνονταν- και κάνει διάφορες παλαβομάρες. Το αγαπημένο σπορ και κυριότερη ασχολία των κατοίκων είναι οι μηνύσεις. Επίσης, στον Απόλλωνα ζει μια Γερμανίδα που φτιάχνει κεραμικά και πιστεύει ότι είναι η μετεμψύχωση της Αριάδνης. Την λένε Λίλο και συζεί με έναν Γερμανό τον οποίο αποκαλεί Ερμή –κανείς δεν γνωρίζει το πραγματικό του όνομα- ο οποίος είναι ο εβδομηκοστός τρίτος κάτοικος του οικισμού αλλά δεν τον μετράνε γιατί περιμένουνε πότε θα τον διώξει. Γενικά στο χωριό κατοικούν διάφοροι παράξενοι τύποι συμπεριλαμβανομένου του νεαρού που μας έλεγε όλα αυτά και την οικογένειας του. Ήταν ο γιος του ξενοδόχου μας. είχε μακριά μαλλιά και χοντρές καύλες, αν έκρινα από τον τρόπο που κοίταζε την Λίνε. Το ξενοδοχείο μας ήταν ένα τοποθετημένο -στην μέση της παραλίας- ατελείωτο έκτρωμα, από το μπαλκόνι του οποίου μπορούσε κανείς να απολαύσει τον γραφικό Απόλλωνα.
Την ώρα που τελειώναμε το πρωινό μας, ο ήλιος είχε σηκωθεί μια Κρητική μπανάνα ψηλά στον ουρανό. Η Λίνε με χάιδευε απαλά πάνω από το παντελόνι. Καύλωσα. Αφήσαμε τον τυπάκο πίσω και ξεκινήσαμε για το δωμάτιο. Έκανα ντους και την σκεπτόμουνα. Μου είχε σηκωθεί ως εκεί που δεν παίρνει άλλο. Άνοιξε την πόρτα της μικρής τουαλέτας και με κοίταξε με ενδιαφέρον. Ντρεπόμουν λιγάκι. Με πλησίασε και μου χούφτωσε απαλά τα αρχίδια. Την κατάβρεξα με το φυσερό και αυτή άρχισε να φωνάζει και να γελάει. Έβγαλε βιαστικά τα ρούχα της και κόλλησε το σώμα της στο δικό μου. Φιληθήκαμε με πάθος. Το νερό έτρεχε άφθονο πάνω μας. Πλησίασα το φυσερό στο θεσπέσιο μουνάκι της ενώ συγχρόνως την μαλάκιζα τρίβοντας την κλειτορίδα της με το μεσαίο δάκτυλο του δεξιού μου χεριού, που το Είχα περάσει πίσω από την πλάτη της και με τον αντίχειρα επιχειρούσα μια μικρή δοκιμαστική διείσδυση στην κωλοτρυπίδα της. (Don’t try this at home). Ρουφούσε βαθιά τον αέρα και έβγαζε μικρές φωνές ικανοποίησης, σκέτη καύλα. Ξαφνικά ελευθερώθηκε από το αγκάλιασμα μου και άρχισε να με φιλάει με πάθος στο στομάχι προχωρώντας με την γλώσσα της προς τα κάτω. Τον πήρε απαλά στο στόμα. Δάγκωνα, ρουφούσα ένα ένα τα δαχτυλάκια της για να της δείξω την καύλα μου που ήταν τρομερή. άρχισα να φωνάζω, με πιάσανε σπασμοί. Της έβρεχα το κεφάλι με νερό. συνέχισε να περιφέρει την μεταξένια γλωσσίτσα της γύρω από το πουτσοκέφαλο ενώ την ίδια στιγμή τον μαλάκιζε δυνατά. Ήμουν έτοιμος να χύσω. Ήθελα να την κοιτώ να δέχεται το σπέρμα μου στο πρόσωπο. Απομάκρυνε λίγο το στόμα της και συνέχισε να τρομπάρει όλο και πιο βίαια. Έχυνα. Δεν έχυνα, χανόμουν, άδειαζα πάνω στο αγγελικό της πρόσωπο. Και εκείνη συνέχιζε. άρχισαν να με συνταράσσουν άγνωστες ηδονές, χτυπιόμουν και ούρλιαζα όσο πιο δυνατά μπορούσα και εκείνη γελούσε, χυμένη και χαρούμενη, συνεχίζοντας να μου κάνει βασανιστήρια ηδονής ώσπου πια Είχα αποκάμει και πονούσα. Την σταμάτησα και την έσφιξα στην αγκαλιά μου. Την σήκωσα σαν μωρό, χυμένη και χαρούμενη, και την ακούμπησα στο ξύλινο κρεβάτι. Την προσκύνησα σαν Παναγιά και έπειτα άρχισα να γλύφω το σπέρμα μου από το πρόσωπο της, κατευθύνοντας την γλώσσα μου –κι εγώ- προς τα κάτω. Το στόμα, τα θεϊκά στήθη, την κοιλίτσα της. Προσπέρασα το μουνάκι της που μύριζε γιασεμί και άρχισα να της πιπιλάω τα δάχτυλα των ποδιών. Έπειτα ανέβηκα προς τα πάνω και κοντοστάθηκα για λίγο στα γόνατα. άρχισα να κινούμαι προς το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου. Το μουνάκι της ήταν όμορφο σαν τριαντάφυλλο που είχε μόλις ανοίξει. Ήταν ευχαρίστηση για μένα να γλύψω αυτό το ονειρικό πλάσμα, να ικανοποιήσω αυτό του ουρί που βρέθηκε στην γη, και το έκανα. μέχρι που ήρθε κι εκείνη.
Για να μην σας τα πολυλογώ και σας καυλώσω, μέρες που είναι, ξεσκιστήκαμε και έπειτα εξαντλημένοι και ευτυχισμένοι κοιμηθήκαμε αγκαλίτσα.
Πως κόλλησε στο μωρό μου η ιδέα να παντρευτούμε ούτε κι εγώ ξέρω. Τη μια στιγμή είμαστε ξαπλωμένοι στην παραλία με το μπέιμπ ιδανικά ακουμπισμένο στο στήθος μου και την επόμενη κυλιόμουν στην άμμο από τα γέλια. Η Λίνε δεν γελούσε καθόλου. Αντίθετα, τα είχε πάρει στο κρανίο με την αντίδραση μου. Αφού συνήλθα, την πλησίασα με χάρη και την κράτησα στοργικά στην αγκαλιά μου. “Θέλω να παντρευτούμε” επέμεινε. “Μα πως σου ήρθε αυτή η ιδέα” την ρωτούσα. Όμως η Λίνε ήταν ανένδοτη. Δεν λεω, την γούσταρα πολύ, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη. είχα γνωρίσει αλλά..... να παντρευτούμε; Γιατί; Όμως το μωρό είχε πεισμώσει και δεν ήθελα να της χαλάσω το χατήρι –μέρες που ήταν (αλήθεια τι μέρες ήταν;)- και έτσι της λεω “Ναι, αρραβωνιάζομαι” με την προϋπόθεση να εφαρμόσω την γνωστή μέθοδο στρίβουμε-διά-του-αρραβώνος. Ότι αναγκαστικά δηλαδή, βλέποντας και κάνοντας. Δώσαμε ένα παθιασμένο φιλί πίστης και αφοσίωσης και με άφησε για να τηλεφωνήσει στην Δανία να-τους-πει-τα-ευχάριστα(;).
Μετά από μισή ώρα έντονης λογομαχίας –φανταστείτε ότι την άκουγα να φωνάζει στο τηλέφωνο από απόσταση πενήντα μέτρων και με δεδομένους τους θορύβους της παραλίας από μαλακισμένα πιτσιρίκια που έτρεχαν και ούρλιαζαν τόσο που σου έρχεται να σηκωθείς και να τους γαμήσεις το κέρατο. Μια τεράστια ουρά είχε σχηματιστεί στο μοναδικό δημόσιο τηλέφωνο του χωριού και οι περισσότεροι από αυτούς φώναζαν και έβριζαν δυνατά, αν και αρκετοί, απογοητευμένοι, το είxαν πάρει απόφαση και είxαν επιστρέψει στις θέσεις τους περιμένοντας να τελειώσει το θορυβώδες τηλεφώνημα . Με τα πολλά, η Λίνε έκλεισε –επιτέλους- το τηλέφωνο και αφού πλήρωσε και άκουσε τα εξ’ αμάξης, γύρισε στις πετσέτες μας. Αφού έμεινε για κάμποση ώρα σιωπηλή, έβγαλε το γλυκό από τον φούρνο. “Ξέρεις” μου είπε, “η αλήθεια είναι πως Είχα μια διαφωνία με τους γονείς μου γιατί –κόμπιασε λιγάκι- δεν είμαι αυτό που λένε κοινή θνητή. –Και συνέχισε- η οικογένεια μου είναι συγγενική της βασιλικής οικογένειας, για την ακρίβεια, η μητέρα μου είναι αδελφή της βασίλισσας της Δανίας. Δηλαδή είμαι ανιψιά της βασίλισσας και υποτίθεται ότι δεν μπορώ να παντρευτώ κοινό θνητό, αλλά εγώ –μου το ξέκοψε- είμαι αποφασισμένη. Μήπως έχει τίποτα τίτλους ευγενείας;” με ρώτησε με ελπίδα για να αρχίσω να γελάω. “έχω τίτλους αγένειας μωρό μου” της είπα. “Όπως και να `Έει εγώ τους δήλωσα ότι θα σε παντρευτώ -είπε-. Αύριο κιόλας. “Αύριο!” ρώτησα. “Αύριο, γιατί, δεν θέλεις;” μου επιτέθηκε. “Θέλω μωρό μου αλλά αύριο;!”
Όπως καταλαβαίνετε το θέμα έκλεισε με συνοπτικές δημοκρατικές διαδικασίες (τουτέστιν: ή με παντρεύεσαι ή σου γαμώ τον Διόνυσο). Κανονίσαμε μάλιστα και τις λεπτομέρειες (που θα μένουμε, πότε θα χέζουμε, πως θα βγάλουμε το πρώτο μας σκυλάκι, που θα αρχίζει η ελευθερία του ενός και που θα τελειώνει η τρομοκρατία του άλλου κ.λπ.). Έμαθα και κάτι ενδιαφέρον. Ότι η Λίνε δικαιούτω ένα μικρό επίδομα της τάξης –σε δραχμές- του ενός περίπου εκατομμυρίου. Τα κανονίσαμε όλα μια χαρά (και δυο τρομάρες θα συμπλήρωνα). Το μόνο που μας έμενε ήταν να βρούμε τα απαραίτητα χαρτιά για τον γάμο μας στην κάλτσα που θα κρεμούσαμε στο τζάκι και να μεγάλωνε δύο χρόνια η Λίνε μέσα στην επόμενη νύχτα (καθότι ήταν μόλις δεκάξι ετών). Κατά τα άλλα, το μωρό μου εφησυχασμένο κούρνιασε στην αγκαλιά μου με την απόλυτη βεβαιότητα ότι την επομένη θα ντυνόταν νυφούλα.
Νομίζω ότι ήταν απόγευμα. Η λήθη του χρόνου που πέρασε είναι ένα σύννεφο που κρύβει τις εμπειρίες. Νιώθω τώρα αβέβαιος για όλα αυτά που θα ήθελα να έχω ζήσει και ακόμα περισσότερο για όλα αυτά που έζησα. Άλλες φορές τα πάντα φαίνονται καθαρά –σαν να συμβαίνουν τώρα- και έπειτα ξεχνιούνται –σαν να μην είxαν ποτέ συμβεί. υπάρχουν στιγμές που αναρωτιέμαι αν πράγματι τα έζησα όλα αυτά ή αν η ζωή μας είναι σαν όνειρο που το ξεχνάς μόλις ξυπνήσεις και ας υπάρχουν στιγμές που επανέρχεται στην μνήμη σου, χωρίς αφορμή, έτσι απλά, το υποσυνείδητο μας παίζει σαν-τη-γάτα-με-το-ποντίκι με αυτό που εμείς συνηθίζουμε να αποκαλούμε πραγματικότητα. Έτσι και τώρα. έχω αυτήν την εικόνα μπροστά μου και ξέρω πως είναι σίγουρα απόγευμα, ένα αβέβαιο φεγγάρι κρέμεται πίσω από τα δέντρα μαζί με έναν ετοιμοθάνατο ήλιο.
Φορούσα ότι φοράω πάντα και ένιωθα όμορφα. Η Λίνε καθόταν σε ένα κοίλωμα του μεγάλου αγάλματος, εκεί που κάποτε ξεκινούσαν τα πόδια. Το σώμα της έγερνε πίσω, στηριγμένο στα χέρια, ενώ τα πόδια της που βρίσκονταν στο κενό παιδιάριζαν ευχαριστημένα. Κρατούσα μια παλιά Zenith χωρίς φωτόμετρο, την ίδια που μου είχε πολύ ευγενικά παραχωρήσει ο Στέργιος. Η Λίνε φορούσε ένα μονοκόμματο μαύρο φορεματάκι που της πήγαινε μούρλια και σανδάλια (το μωρό μου!!). Μια χαρούμενη ομάδα από Ιταλούς τουρίστες μας κοίταζε με ενδιαφέρον. Τους τράβηξα μερικές φωτογραφίες και αυτοί ανταποκρίθηκαν με ενθουσιασμό παίρνοντας παιχνιδιάρικες πόζες και πειράζοντας ο ένας τον άλλον. Το βλέπω καθαρά –τώρα περισσότερο από ποτέ- ήμουν ευτυχισμένος. Ίσως πάλι να εξιδανικεύω τις εμπειρίες που έχουν απέλθει και δεν μπορεί κανείς πια να τις διαψεύσει.
Οι Ιταλοί έφυγαν τελικά με ένα θορυβώδες λεωφορείο και στον χώρο του αρχαίου λατομείου επικράτησε μια γλυκεία ησυχία, ανακατεμένη με άπνοια και πάθος. Μου άρεσε να την παρατηρώ μέσα από τον φακό κι εκείνη –όλο χάρη- να παίρνει τις κατάλληλες πόζες για να τονίζει τα πιο θεϊκά από τα τέλεια χαρακτηριστικά της. Είχα ήδη τραβήξει ένα ολόκληρο φιλμ και ο ήλιος έγερνε επικίνδυνα πίσω από την Κωμιακή (το επόμενο χωριό) όταν αποφασίσαμε να φύγουμε.
Ένα λευκό Μερσεντές στάθηκε στον περιφερειακό. Τρεις άντρες με ξεπλυμένα ξανθιά μαλλιά και παρδαλά σορτσάκια κατέβηκαν βιαστικά. Κάτι στην συμπεριφορά τους έδειχνε πως είxαν σκοπό να μας μιλήσουν. Κινήθηκαν προς το μέρος μας. Από εκείνη την στιγμή λίγα πράγματα είδα και ακόμα λιγότερα κατάλαβα. Το τελευταίο πράγμα που άκουσα ήταν ένα τσιριχτό ουρλιαχτό που έβγαλε η Λίνε καθώς ένας τεράστιος Βίκινγκς την τραβούσε μακριά μου και έπειτα ένα δυνατό κρότο στο κεφάλι μου που προήλθε από την βίαιη επαφή με ένα ελαστικό ρόπαλο, κοινώς γκλομπ. Για ένα μικροδευτερόλεπτο νόμιζα πως με είχε βομβαρδίσει το Enola Gay και έπειτα τίποτα.....
Ο Στεφάν πέρασε ολόκληρο το απόγευμα καθισμένος στην συνηθισμένη του κόκκινη πολυθρόνα, κοιτώντας με μισόκλειστα, επίσης κόκκινα, μάτια μια μικρή σχισμή στις κουρτίνες από όπου γλιστρούσε μια μικρή ακτίνα φωτός. Δεν μπορούσε κανείς να ξέρει αν αυτή η επαφή με το φως ήταν ενοχλητική για τον Στεφάν ή αν θα προτιμούσε να βγει μια βόλτα στην εξοχή και αυτή η εικόνα του ήταν απολύτως ευχάριστη και αναγκαία. Το τελευταίο διάστημα βρισκόταν σε μια κατάσταση πνευματικής αποσυνθέσεως. Δεν είχε γράψει λέξη –όπως θετικά θα μας επιβεβαίωνε η γριά Μαίη- και αυτό σήμαινε πολλά, αν αναλογιστεί κανείς ότι είχε απαρνηθεί την κοινωνικότητα προς χάριν της δημιουργίας.
Κατά τις οκτώ το βράδυ η Μαίη άρχισε τις καθιερωμένες προετοιμασίες για να δεχτούν τον επισκέπτη. Οδήγησε τον Στεφάν στην κρεβατοκάμαρα του και έπειτα άνοιξε όλα τα παράθυρα του σαλονιού. Η προετοιμασία αυτή ήταν αναγκαία διότι το σαλόνι βρωμούσε από την παροιμιώδη δυσοσμία του Νεκρού Ποιητή. Τελευταία τα πράγματα είxαν χειροτερέψει κατά πολύ, γιατί ο Στεφάν ξερνούσε πάνω του, έκλανε κατά βούληση και καμία φορά χεζόταν
Αφού αερίστηκε κάπως το σαλόνι, η Μαίη σφάλισε τα παράθυρα, έκλεισε τις κουρτίνες και μετέφερε τον Στεφάν στην γνωστή του θέση. Αυτός, άφησε μια κούφια κλανιά να του ξεφύγει και βούλιαξε –σχεδόν ευχαριστημένος- στην κόκκινη πολυθρόνα. Στις εννιά ακριβώς το κουδούνι ακούστηκε και η Μαίη άνοιξε την πόρτα. “Καλησπέρα Λαβί” είπε η Μαίη. “Καλησπέρα κυρία Μαίη” ανταπέδωσε ο Σε Λαβί και την φίλησε στο μάγουλο. “Πέρασε επιτέλους νεαρέ μου” τον βίασε η Μαίη. Ο Σε Λαβί, ο μοναδικός φίλος του Νεκρού Ποιητή, έκανε ένα διστακτικό βήμα, οσφράνθηκε τον χώρο και αφού κοίταξε την Μαίη με δυσαρέσκεια –εκείνη του χάρισε μια γκριμάτσα απόγνωσης- πέρασε απρόθυμα στο σκοτεινό δωμάτιο. “Φίλε μου, έλα κοντά μου να σε δω” είπε ο Νεκρός Ποιητής. Ο Σε Λαβί έκανε τον Γερμανό και ανταποδίδοντας τον χαιρετισμό απόθεσε το σώμα του στην πιο απομακρυσμένη καρέκλα που βρήκε. Η παρουσία του φίλου του φαίνεται πως αναζωογονούσε τον Στεφάν γιατί παρουσιαζόταν ιδιαίτερα ομιλητικός για έναν άνθρωπο στην κατάσταση του. Μετά τα τυπικά, ο Σε Λαβί –που ήθελε να φύγει το συντομότερο δυνατόν- μπήκε κατευθείαν στο θέμα.
Εδώ θα πρέπει να σας πω ορισμένα πράγματα σχετικά με την φιλία των δύο αντρών. είxαν γνωριστεί στον στρατό. Ο Σε Λαβί ήταν ένας γεροδεμένος λοχίας που είχε αποσπάσει τον σεβασμό όλων. Ήταν μεγάλος σε ηλικία όταν κατατάχτηκε, σχεδόν τριάντα χρόνων, γιατί μπήκε στον στρατό μετά το πέρας των σπουδών του. Αντίθετα, ο Στεφάν ήταν ένα ασθενικό παιδί. Από εκείνα τα παιδιά που είναι καταδικασμένα να γίνουν ο περίγελος του στρατοπέδου. Η σχέση τους ήταν αυτή του προστάτη και του προστατευόμενου και ξεκίνησε εντελώς τυχαία όταν κάποιος από τις παλιοσειρές έκανε ένα από τα συνηθισμένα καψόνια στον Στεφάν. Σε Λαβί –που βρέθηκε μπροστά στην σκηνή- υπερασπίστηκε τον Στεφάν. Όχι βέβαια γιατί του είχε ιδιαίτερη συμπάθεια ή επειδή δεν ανεχόταν τα καψόνια. Απλώς υπερασπιζόμενος τον Στεφάν έδειχνε στους άλλους την πυγμή του και ένιωθε ακόμα πιο ισχυρός. Στην λογική αυτή η συνεχής ασυλία που προσέφερε στον Στεφάν ήταν ένας τρόπος να επιδεικνύει και να εδραιώνει την εξουσία του πάνω στους στρατιώτες. “Οποίος πειράξει τον Περέλ, θα έχει να κάνει μαζί μου” τους είπε και από εκείνη την ημέρα κανείς δεν τόλμησε να ξαναπειράξει τον πρώην γελωτοποιό του στρατοπέδου. Ο Σε Λαβί, με την πράξη του αυτή, κέρδισε την αιώνια ευγνωμοσύνη του Στεφάν και ακόμα περισσότερα, καθώς τον βοηθούσε επιμελώς να καταναλώνει το διόλου ευκαταφρόνητο μηνιαίο εισόδημα που εισέπραττε από την περιουσία που του είxαν κληροδοτήσει οι γονείς του. Μετά τον στρατό, ο νεαρός Περέλ κράτησε επαφή με τον λοχία του –μάλιστα τον συντηρούσε για ένα διάστημα μέχρι να βρει δουλειά, διάστημα που κράτησε δύο χρόνια γιατί ο Λαβί δεν ήταν ιδιαίτερα πρόθυμος- και βέβαια ήταν το πρώτο άτομο στο οποίο έδειξε τα ποιήματα του. Ο Σε Λαβί μυρίστηκε παραδάκι –αν υπάρχει κάτι για το οποίο δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τον Σε Λαβί είναι για έλλειψη γούστου- και κατάφερε να πείσει τον Στεφάν να δημοσιεύσει την πρώτη του ποιητική συλλογή, τα “Νεκροφάνεια” με ψευδώνυμο και με τα γνωστά αποτελέσματα. Η αδιαφορία του Στεφάν για τα χρήματα και η αδελφική τους φιλία επέτρεψε στον Λαβί να γίνει ο μοναδικός –εν λευκώ- διαχειριστής μιας περιουσίας που αυξανόταν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Τα χρόνια πέρασαν και μπορεί κανείς να πει πως ο Σε Λαβί θεωρούσε πια τον Στέφαν ως πραγματικό του φίλο. Έναν φίλο αδυσώπητα βρώμικο, παράξενο και σκοτεινό αλλά φίλο. είχε συνηθίσει την συντροφιά του και καμία φορά –όταν δεν βρώμαγε πολύ- έπαιζαν και καμία παρτίδα ντάμα. Ο Σε Λαβί συνήθιζε να γελάει πολύ με όλο τον θόρυβο που είχε δημιουργηθεί γύρω από το ψευδώνυμο που είχε επιλέξει ο φίλος του. Σκεφτόταν πως αντιπροσωπευτικότερο ψευδώνυμο θα ήταν το “Βρωμερός” από το “Νεκρός” και γελούσε με τις ώρες αλλά ποτέ του δεν εξωτερίκευσε αυτές τις σκέψεις σε κανένα και ποτέ δεν θα αποκάλυπτε το μυστικό που τροφοδοτούσε με δόξα τον Περέλ και εκείνον με πολύ και ζεστό Έρήμα. Πάντως υπήρχαν φορές που επηρεαζόταν κι ο ίδιος από τις φήμες που κυκλοφορούσαν. Εκείνες τις φορές, πήγαινε πιο πρόθυμα στο προκαθορισμένο ραντεβού τους και περνούσε την ώρα του στο σπίτι της οδού Μποκανσέ κοιτώντας με ερευνητικό βλέμμα το πρόσωπο του Στεφάν. Ανεξαρτήτως προθέσεων κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει με ακρίβεια ποιος ωφελούταν περισσότερο από αυτή την φιλία.
“Άλου φίλε μου –άρχισε ο Σε Λαβί- ξέρω πως περνάς μια δύσκολη περίοδο αλλά αυτά που θα σου πω είναι πολύ σημαντικά για να περιμένουν. Πρώτα από όλα θα πρέπει να σε ενημερώσω πως η φήμη σου είναι πολύ μεγαλύτερη από όσο πιστεύεις. Πρέπει να μάθεις πως είσαι διάσημος. Ότι απλά διάσημος, θα έλεγα ο διασημότερος εν ζωή “Νεκρός Ποιητής”. Μάλιστα πολλοί σε έχουν θεοποιήσει. Πρέπει να ξέρεις πως ο εκδότης σου κι εγώ προσπαθήσαμε πάρα πολύ να κρατήσουμε μυστική την ταυτότητα σου. Δυστυχώς, κάποιος δημοσιογράφος ανακάλυψε την οικονομική μας σχέση. Βρήκε μερικές πληρωμές του Αλάν στο όνομα μου. Εφόσον δεν έχουμε κανενός είδους άλλη συναλλαγή με τον Αλάν μπήκε σε υποψίες και πρέπει να με παρακολουθούσε για καιρό. Σε αυτό το διάστημα θα με είδε να σε επισκέπτομαι τουλάχιστον τρεις φορές. Γνωρίζω πως αυτή την στιγμή δεν είναι σίγουρος όμως είναι βέβαιο πως πολύ σύντομα θα καταλάβει πως είσαι ο Νεκρός Ποιητής. Αυτό θα ήταν καταστροφικό για εσένα που επιθυμείς να παραμείνεις ανώνυμος” είπε ψέματα ο Σε Λαβί. Στην πραγματικότητα ο εκδότης Αλάν Σιμόν και ο ίδιος είxαν από κοινού αποφασίσει πως θα ήταν καταστροφή να καταρριφθεί ο μύθος του Νεκρού Ποιητή και πως έπρεπε –πάσοι θυσία- να εξαφανιστεί ο Στεφάν μέχρι να κοπάσει ο θόρυβος και να θεωρηθεί η ιστορία του δημοσιογράφου ως μία από τις πολλές ανυπόστατες φήμες που κατά καιρούς κυκλοφορούσαν. Εάν ο Στεφάν αποκαλυπτόταν, η καχεκτική του εμφάνιση θα μπορούσε να αποτελέσει τροχοπέδη στην μυθοποίηση του. Δεν μπορούσαν να το ρισκάρουν. Έπρεπε να φύγει, ακόμα και για άλλη χώρα αν ήταν δυνατόν.
Η αποκάλυψη της διασημότητας του δεν έκανε μεγάλη εντύπωση στον Στεφάν. Όμως η πιθανότητα να ανακαλύψουν ποιος κρύβεται πίσω από το ψευδώνυμο του τον πανικόβαλε. Δεν μπορούσε να αποδεχτεί ότι θα αναγνωριζόταν για κάτι που είxαν κάνει άλλοι πριν από αυτόν και αυτός το μόνο που έκανε ήταν να πάρει τις ψηφίδες και να κατασκευάσει την δική τους ποίηση. “Είναι πολύ εύκολο, σαν να παίζεις Lego” είπε στον Σε Λαβί. “Εύκολο, ξε-εύκολο πρέπει να κρυφτείς και νομίζω πως η Ελλάδα αυτή την εποχή είναι το καταλληλότερο μέρος” είπε ο Σε Λαβί και συνέχισε “μόλις κοπάσει ο θόρυβος θα φροντίσω να μείνεις σε ένα νέο σπίτι, κάπου στην εξοχή, όπου θα είναι αδύνατο να σε ανακαλύψουν. “Ελλάδα!!!” είπε ο Στεφάν Περέλ και έκλασε ενθουσιασμένος.
Την επομένη, το μεγαλύτερο άστρο της Γαλλικής λογοτεχνίας πετούσε με κατεύθυνση την Ελλάδα με την συνοδεία της αφοσιωμένης υπηρέτριας Μαίης.
Έκανε κρύο. Τα χέρια μου ήταν δεμένα στην πλάτη. Ήμουν ακουμπισμένος σε ένα ξύλινο στύλο, στην μέση ενός δωματίου, προφανώς υπόγειου. Μπορούσα να βλέπω το αχνό φως που ξεχυνόταν από έναν μικρό φεγγίτη με χοντρά κάγκελα ψηλά στον απέναντι τοίχο. Το πάτωμα ήταν υγρό και εκείνη την στιγμή ένιωσα μικρά τερατάκια να περπατούν πάνω μου. άρχισα να ουρλιάζω. Ένιωσα ένα δυνατό χτύπημα στο κρανίο και όλα έσβησαν.
ΟΝΕΙΡΟ
Αφήσαμε στην μέση εκείνη την μάχη. Περισσότεροι από τους μισούς είxαν πεθάνει και τα κουφάρια τους ήταν σκορπισμένα στο βουνό. Από τους εναπομείναντες, ο μεγαλύτερος αριθμός ήταν σακατεμένοι και μόλις μετά βίας κατάφερναν να σέρνονται προς τα χαρακώματα. Τριανταπέντε άντρες γεροί απόμεναν. Τα πολυβόλα ξωπίσω ξερνούσαν φωτιά, οι τραυματίες έπεφταν ο έναν πίσω από τον άλλο, έτσι εύκολο στόχο έδιναν. Εμείς τρέχαμε σαν τρελοί κάνοντας ζιγκ ζαγκ, ξεχνώντας πίσω μας φίλους και συμπολεμιστές στα νύχια των εχθρικών πολυβόλων. Τα κανόνια τους διαμέλιζαν πτώματα και ζωντανούς αδιακρίτως, όλος ο ουρανός είχε σκεπαστεί από ένα μαύρο σύννεφο και η γης φωτιά, φωτιά και αίμα. Πολλοί χάνανε τα μυαλά τους ή βρίσκανε τον εαυτό τους -δεν ξέρω κι εγώ πως να το δω πια- και αντιμετωπίζανε κατάματα τον θάνατο, τρέχοντας και πυροβολώντας τις θέσεις του εχθρού που ορμούσε πάνω τους και σύντριβε τα σώματα των γενναίων μέσα σε ιαχές και βαρβαρικούς πανηγυρισμούς. Το μίσος ήταν τόσο, που θα μπορούσες να πνίξεις την Ασία μέσα του. Μα ο φόβος ήταν μεγαλύτερος.
Έξω πρέπει να κάνει ζέστη μα εγώ κρυώνω. Παίρνω εμβρυακή στάση προσπαθώντας να διαφυλάξω όσο το δυνατόν περισσότερη θερμότητα από την λιγοστή που μου έχει απομείνει. Νιώθω πως σύντομα θα αρρωστήσω βαριά, τόσο, που τίποτα δεν θα μπορεί να με επαναφέρει. Το κορμί μου συνταράσσεται από βίαια ρίγη. Το πάτωμα είναι πιο κρύο από τον θάνατο ή τουλάχιστον, το ίδιο κρύο με τον θάνατο. ακούσω ήχους εδώ και ώρες –ή μήπως πέρασαν μέρες- ακαθόριστους πια μες το παραλήρημα του πυρετού. Για πρώτη φορά στην ζωή μου επιθυμούσα το τέλος, ως ανακούφιση από τον πόνο που ένιωθα εκείνες τις στιγμές. Δεν θυμάμαι τίποτα πια. Μήτε γιατί βρισκόμουν εκεί –μήπως ήμουν πάντα εκεί;- μήτε τον τρόπο που με φέρανε, τίποτα. Το μυαλό μου ήταν ένα πορτρέτο οδύνης. Λιποθύμισα.......
ΟΝΕΙΡΟ
Τα μάτια μου γύρισαν ολόγυρα. Είδα τους συμπολεμιστές μου λουφαγμένους στα χαρακώματα, τα μάτια τους ήταν νεκρά και κοιτούσαν την κόλαση. Είδα μέσα μου το θεριό. Είδα κι άλλα θεριά να αφήνουν τα σώματα και να κινούν προς τον εχθρό. Είδα σφαίρες να καρφώνονται απάνω μου, ένιωσα να πέφτω. Πρώτα εγώ κι έπειτα το θεριό. Ύστερα σηκώθηκε κι άρχισε να τρέχει μαζί με τα άλλα θεριά. Έσπερναν θάνατο τα πυροβόλα μα οι εχθροί δεν μας έβλεπαν, μήτε νιώθανε τα πυρά μας, παρά όρθιοι, με τα χέρια ψηλά γιόρταζαν τον όλεθρο που σκόρπισαν. Κοιτάξαμε πίσω. Είδαμε τα σώματα μας τρυπημένα από σφαίρες πολλές. Μα τα θεριά μας όρθια δεν χόρταιναν την μάχη. Θες λέει να περιπλανιόμαστε για πάντα διψώντας για εκδίκηση, εμψυχώνοντας τα παλικαριά που θα έρθουν να πολεμήσουν και να πεθάνουν μετά από εμάς; Θες να υπάρχει ένας τόπος γι αυτούς που έπεσαν σε μάχη δίκαιη; Θες να μισούμε αιώνια, χωρίς σταματημό, κάθε φορά αλλότριους εχθρούς;
Κάποιος μπήκε στο δωμάτιο. Άφησε μια κονσέρβα φασόλια, ένα ξερό κομμάτι ψωμί, λίγο νερό, με έλυσε και έφυγε κλείνοντας πίσω του την πόρτα με θόρυβο. Το σώμα μου είχε μουδιάσει, σχεδόν δεν αισθανόμουν τα άκρα. Πεινούσα όμως και αφού έτριψα για λίγο τα χέρια και τα πόδια μου, καταβρόχθισα με βουλιμία τα λιγοστά φασόλια και ήπια λαίμαργα το χλιαρό νερό. Δεν χωρούσε αμφιβολία πως καιγόμουν στον πυρετό. Έριξα μια πιο προσεκτική ματιά στο δωμάτιο. Από το παράθυρο της φυλακής μπορούσα να ακούσω συγκεχυμένους θορύβους. Δεν δοκίμασα να φωνάξω γιατί το μόνο που θα κατάφερνα θα ήταν να φαω ένα ακόμη επίπονο κτύπημα στο κεφάλι. ευτυχώς τα μικρά τερατάκια με είxαν εξερευνήσει και είxαν φύγει. Ίσως είxαν πέσει για ύπνο. Στα αριστερά μου ανακάλυψα δυο ψωριασμένα τσουβάλια. Σηκώθηκα τρεκλίζοντας, αλλά δεν μπόρεσα να σταθώ στα πόδια μου και σωριάστηκα ξανά στο κρύο πάτωμα. Σύρθηκα ως εκεί και γράπωσα τα τσουβάλια. Βρήκα κάτι παλιές εφημερίδες τις οποίες έστρωσα χάμω φτιάνοντας ένα πρόχειρο στρώμα. Έσκισα το κάτω μέρος του ενός τσουβαλιού και το πέρασα στο κεφάλι μου. Το κρύο ήταν πιο δυνατό από την σιχασιά. Κατάφερα να καλύψω το μισό σώμα μου. Με μεγάλη προσπάθεια φόρεσα το άλλο τσουβάλι στα πόδια ως τη μέση και ξάπλωσα –σχεδόν ευτυχισμένος- απάνω στις εφημερίδες.
ΟΝΕΙΡΟ
Κοιτάζαμε πάνω συνοφρυωμένοι ψάχνοντας για τον θεό. Οι εχθροί λεηλατούσαν τα πτώματα μας. Αρχίσαμε να ρωτάμε φωναχτά –σαν κάτι τρελούς σε παλιές ταινίες- και οι απορίες ήταν πολλές, ολάκερο σιντριβάνι ξεπηδούσε χοροπηδηχτά από τα στόματα τα αχαμνά. Άλλοι ρωτούσαν τον θεό, άλλοι φώναζαν νεκρούς αγαπημένους, άλλοι ρωτούσαν τον διπλανό τους και άλλοι προσεύχονταν γοερά. Σηκώθηκα στητός -με έπιασε μια σιχασιά για όλους μας- και τους φώναξα “Το τέλος δεν είναι παρά η αρχή”. Οι εχθροί κοντοστάθηκαν. Γύρισαν προς το μέρος μας κι άρχισαν να γαζώνουν στα τυφλά. “Δεν ταιριάζει θάνατος σε αποθαμένους;” τους σφύριξα και σηκωθήκαμε σαν ένα σώμα χυμώντας στον εχθρό.
Δέκα από εμάς τσάκισαν μια χιλιάδα από δαύτους. Οι ρέστοι τράπηκαν σε φυγή ξεφωνίζοντας τρομαγμένοι. Καθίσαμε, ανάμεσα σε πτώματα συντρόφων και εχθρών. Κάποιος ρώτησε “τι να `χαμε απογίνει” μα κανείς δεν ήξερε να απαντήσει. Έτσι, δειλά δειλά, ένας ένας, Αρχίσαμε να περνάμε στην ανυπαρξία, όχι εμείς, μα τα θεριά που είχαμε μέσα μας.
Ετικέτες: ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ