Τρίτη, Απριλίου 17, 2007
Καθόμουν σκεφτικός κοντά στο παράθυρο και αναρωτιόμουν, αν όλα είχαν έρθει όπως τα περίμενα. Η ώρα πρέπει να πλησίαζε τις έξι. Αποφάσισα να περάσω λίγες ώρες με ησυχία, χωρίς να μπορεί να με ενοχλήσει κανείς. Έτσι κι έγινε. Ήξερα ότι αυτό θα με βοηθούσε σημαντικά στο να χαλαρώσω όσο μπορούσα.
Φτάνοντας σ’ εκείνο το σημείο, διέκρινα ένα πανέμορφο τοπίο. Πλησιάζοντας το γεφυράκι κοντά στην όχθη του ποταμού, ο ήλιος αντανακλούσε όλο και περισσότερο. Ξαπλώνω και η φαντασία μου αρχίζει να καλπάζει ασταμάτητα. Το περιβάλλον αρχίζει να μού δίνει τα πρώτα ερεθίσματα.
Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου, νιώθω περήφανος αλλά και φοβισμένος. Νιώθω την ομορφιά της φύσης να με κατακλύζει, αλλά δυσκολεύομαι να προσαρμοστώ κι έτσι με κυριεύει η αμηχανία.
Γυρνάω όλο τον κόσμο κι όλα γύρω μου εναρμονίζονται. Πηγαίνω σε μέρη που δεν έχω ξαναπάει, σκέφτομαι με προσοχή και προσπαθώ να εφησυχάσω τις ανησυχίες μου. Εκείνες με λυπούνται και για το καλό μου, δε με διαψεύδουν. Επομένως, όλα είναι καλά.
Η φύση μού δείχνει προσεκτικά το δρόμο κι εγώ τον ακολουθώ. Οτιδήποτε σχετίζεται με τη φύση είναι ωραίο. Όμορφο το τραγούδι της φύσης, αλλά και του ανθρώπου. Δε ξέρω για πόσο ακόμα θα κρατήσει αυτό. Εύχομαι πάντως, να μην τελειώσει αμέσως. Ξέρω πως αυτό δε γίνεται, γι’ αυτό προσπαθώ να γευτώ την κάθε χαρά της στιγμής.
Θα μπορέσω να μεταφέρω στους φίλους μου, αυτά μου τα συναισθήματα; Όχι, δε θα μπορέσω, γι’ αυτό καλύτερα μην προσπαθήσω. Γιατί αν το κάνω, θα χαλάσω οποιαδήποτε εικόνα. Κι αυτό δε θα το ήθελα σε καμία περίπτωση. Στη ζωή δε χρειάζεται μόνο να δίνεις, αλλά και να παίρνεις. Τούτη τη στιγμή που βρίσκομαι εδώ, χρησιμοποιώ τις δικές μου αξίες για να δημιουργήσω αυτό που θέλω και μού ταιριάζει περισσότερο. Υμνώ τη ζωή με το δικό μου ταπεινό τρόπο.
Σέβομαι τον εαυτό μου, το Θεό και οτιδήποτε με περιβάλλει. Νιώθω σκλάβος του Θεού, αλλά με απεριόριστες ελευθερίες. Για πρώτη φορά, ξέρω τι θέλω απ’ τη ζωή. Ίσως να ζητάω πολλά, αλλά είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρω. Ευελπιστώ σε κάθε μου προσπάθεια. Οι απαιτήσεις Του φαίνονται μικρές, είναι όμως μεγάλες. Οι σκέψεις μου αρχίζουν να μπαίνουν σε μια λογική σειρά. Για μια στιγμή καταφέρνω να αγγίξω την τελειότητα, ύστερα πάλι χάνεται. Προσπαθώ να την ξαναβρώ, αλλά μάταια. Δε γίνεται τίποτα, αν και προσπάθησα με όλες μου τις δυνάμεις.
Η φύση του μυαλού μου με ταξιδεύει σε μέρη περίεργα. Γυρνάω πίσω και όλα χάνονται μονομιάς. Ξαφνικά, εμφανίζονται βουνά, λαγκάδια, κοιλάδες, αστραπές και βροντές. Σκέψεις ταράζουν συνέχεια το μυαλό μου. Ο ήλιος χωρίζεται στα δύο. Το ύφος της μέρας αλλάζει. Ατενίζω το μέλλον με αισιοδοξία κι εκείνο μού χαμογελάει κατάματα.
Ο ήλιος προσπαθεί να παραμείνει μάταια στον ουρανό, αλλά σύντομα προσδίδει τις αδυναμίες του. Ζητά ξεκούραση και την παίρνει. Κιτρινόασπρα χρώματα προβάλλουν στον ουρανό. Τι να συμβαίνει άραγε; Τα πουλιά πετούν τρομαγμένα προς τα εμένα, ψάχνοντας κάποιο μέρος να σταθούν. Το νερό συνεχίζει να κυλάει αργά. Ευτυχώς, κανείς δε βρίσκεται για να το σταματήσει. Ο ήχος μεταφέρει τη χαρά της φύσης στα αυτιά μου. Δυο πουλιά κατεβαίνουν να πιουν νερό. Με κοιτάζουν έντρομα, αλλά γρήγορα αντιλαμβάνονται τις προθέσεις μου. Προσπαθούν ταπεινά να προστατέψουν τις όμορφες εικόνες μου κι εγώ τους το ανταποδίδω.
Ύστερα τινάζουν για λίγο τις φτερούγες τους και χάνονται αργά μεσ’ τον ορίζοντα. Την ώρα αυτή θαυμάζω το όμορφο και σέβομαι τον προορισμό του. Άρχισε πια να κάνει κρύο. Όμως, δε με πειράζει όσο θα περίμενα. Σκέφτηκα πως ίσως είχα ολοκληρώσει ένα κομμάτι απ’ τη ζωή μου. Η μέρα φεύγει, η νύκτα έρχεται.
Το μυαλό μου για λίγο σταματά, αλλά σύντομα επανέρχεται. Από τότε, κάθε φορά που έρχομαι σε τούτο το μέρος, βλέπω διαφορετικά οράματα. Μού είναι αδύνατο να τα περιγράψω με λόγια κι όμως το κάνω.
Ετικέτες: Γενναίος Καραχάλιος, Διηγήματα