Δευτέρα, Απριλίου 16, 2007

7 ΗΜΕΡΕΣ ΨΕΜΑΤΑ (ΗΜΕΡΑ ΕΒΔΟΜΗ) - ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΙΔΕΡΗΣ

ΗΜΕΡΑ ΕΒΔΟΜΗ
Φοβάμαι πως είμαι κάτι διαφορετικό
Όμως δεν θέλω να το σκέπτομαι
Φοβάμαι
γιατί θέλω να ζήσω και να πεθάνω
με τον τρόπο που ζω και πεθαίνω την κάθε ημέρα.

Κάποια στιγμή –και λίγο καθυστερημένα- ήρθε το πρωί. Η ημέρα των κρίσιμων απαντήσεων είχε φτάσει. Τότε βέβαια εμείς δεν το ξέραμε, αλλά ο ήλιος που έκανε ντροπαλά την εμφάνιση του ίσως γνώριζε. Το φεγγάρι που άργησε να χαθεί ίσως ήξερε. Τα νεκρά άστρα στον ουρανό μας είxαν αφήσει τα σημάδια τους. Μα εμείς δεν σηκώσαμε ψηλά τα μάτια για να δούμε.
Μας ξύπνησε το τηλέφωνο. Νύσταζα τρομερά, δεν είχαμε κοιμηθεί σχεδόν καθόλου. Παρόλα αυτά, το σήκωσα. Ήταν η Έφη. “Κανόνισε με τον Στέργιο” της είπα και καθάρισα, εξασφαλίζοντας μας μισή ώρα πολύτιμου ύπνου. Το επόμενο τηλεφώνημα μας ανάγκασε να σηκωθούμε. “Κανόνισα να συναντηθούμε στο σπίτι σου, το απόγευμα με την δύση του ηλίου” μου είπε ο Στέργιος ενώ ο Κόμης Μοντεχρήστος άρχισε τις καθιερωμένες του πρωινές βόλτες. Κανονίσαμε να έρθουν για καφέ –είχε προσκαλέσει και τον Στεφάν- σε λίγη ώρα, έτσι είχαμε λίγο χρόνο με την Λίνε στον οποίο εκμεταλλευτήκαμε δεόντως τις πρωινές μας καύλες. Έπειτα σηκωθήκαμε, πλυθήκαμε και φτιάξαμε καφέ.
Σε λίγο έσκασε μύτη ο Στεφάν και αρκετά αργότερα ο Στέργιος. Έφτιαξα ένα Γαλλικό για τον βρωμερό μας φίλο και άφησα τον Στέργιο να φτιάξει μόνος του τον καραβίσιο καφέ του. Δεν ήταν στα αλήθεια πρωί, εκείνη την ώρα, απλά ήταν η ώρα που ξυπνήσαμε.
Είχε έρθει ή στιγμή να βάλουμε σε εφαρμογή το σχέδιο που καταστρώσαμε την προηγούμενη νύχτα. Έμπασα την Λίνε στο δωμάτιο, μεταφέραμε καφέδες, τσιγάρα και ότι άλλο ήταν δυνατόν να βραχεί –ο Στεφάν μας παρακολουθούσε παραξενεμένος-, φέραμε ένα κομμάτι γερό σκοινί και πριν προλάβει να αντιδράσει τον δέσαμε στο μεγάλο χαλασμένο ψυγείο που Είχα βγάλει στην αυλή. Του ζητήσαμε προκαταβολικά συγγνώμη –ο κακομοίρης, μας κοιτούσε έντρομος- , άρπαξα την μάνικα και ο Στέργιος ξεκίνησε το νερό. ΄χρησιμοποιώντας τις δαγκάνες του με αριστοτεχνική δεξιοτεχνία του ξέσκισε τα γελοία ρούχα. Παρατηρήσαμε ότι ο φίλος μας είχε ένα αξιοσημείωτου μεγέθους μπουρί, κάταχνο από την βρώμα, που ανέδιδε μια χαρακτηριστική μυρωδιά πουτσίλας μαζί με σκατίλα και ότι άλλο απαίσιο σας έρχεται στο μυαλό. Τον περιέλουσα με Tide και χρησιμοποιώντας την σκούπα τον έτριβα από μακριά ενώ ο Στέργιος έριχνε πάνω του άφθονο νερό. Μας έβριζε χυδαία στα Γαλλικά και χτυπιόταν αλλά εγώ δεν ήξερα Γαλλικά και ο Στέργιος τον έγραφε στα τέτοια του. ήμασταν αποφασισμένοι να τον ξεβρομίσουμε. Σταμάτησε τις φωνές και τις βρισιές και άρχισε τα παρακάλια. Συνεχίσαμε χωρίς να του δίνουμε την παραμικρή σημασία. Ήταν πια σκέτο ράκος όταν τον λύσαμε και τον γυρίσαμε από την άλλη. Δεν πρόβαλε καθόλου αντίσταση.
Ο Στεφάν Περέλ έγινε κουκούλι. Ούτε στο πλυντήριο να είχε μπει. έπ’’ ευκαιρίας καθαρίσαμε και την αυλή που είχε να καθαριστεί από το προηγούμενο ΠΑΡΤΙ. “Και τώρα, μπορούμε να πιούμε τον καφέ μας” δήλωσα ενώ ο Στεφάν κοίταζε περίλυπος το πάτωμα. Τον πήρε στην άκρη ο Στέργιος –ακόμα γυμνό- και με γαλιφιές και σπουδαία επιχειρήματα (εκ των οποίων το σπουδαιότερο ήταν πως η Εφη δεν θα του καθόταν εάν δεν τον πλέναμε) τον έπεισε να καθίσει μαζί μας για να πιούμε επιτέλους τον γαμωκαφέ. Εντωμεταξύ, ο Κόμης Μοντεχρήστος ενοχλούσε τα παπούτσια της Έλενας. Τον πήρα στο κατόπι με μια σκούπα (οι σχέσεις μας δεν ήταν πάντα αρμονικές). ευτυχώς δεν τον πήρε χαμπάρι η μικρή γιατί φοβόταν τα ποντίκια.
Αφού χαλάρωσε κάπως ο Νεκρός Ποιητής τον πήρα μέσα και τον άφησα να διαλέξει ένα από τα πανομοιότυπα τζην μου και ένα από τα φανελάκια μου. Κράτησε τα σανδάλια του γιατί δεν είχα άλλα all-star του δώσω. Τα ρούχα μου, παρόλο του έπεφταν κάπως φαρδιά, του πήγαιναν αρκετά και τον βελτίωναν πολύ. Μπορώ να πω ότι φαινόταν σχεδόν ωραίος. Κάθισε.
Αυτή την φορά τα καταφέραμε να πιούμε τον καφέ μας, έστω εν μέσω καυσαερίων και να συζητήσουμε επιτέλους για το απογευματινό μας ραντεβού με την Έφη. “Ποια είναι η Έφη;” ρώτησε η Λίνε και αφού είχαμε αρκετό χρόνο στην διάθεση μας της εξηγήσαμε πως ακριβώς είχε εξελιχθεί η μικρή μας περιπέτεια. είχαμε κάποια μικρά προβλήματα συνεννόησης γιατί εγώ αναγκαζόμουν να μεταφράζω στην Λίνε και ο Στέργιος στον Στεφάν, αλλά κουτσά στραβά, τα καταφέρναμε και η ώρα περνούσε ευχάριστα, χωρίς βέβαια να μπορούμε να αποβάλουμε την μικρή αγωνία που μας δημιουργούσε το επικείμενο ραντεβού μας με την παράξενη Έφη.
Ο ήλιος είχε ψηλώσει αρκετά και μας χάιδευε ευχάριστα, δίνοντας μας την απατηλή εντύπωση πως το καλοκαίρι δεν είχε τελειώσει. είχαμε πέσει τούφα στα καθίσματα απολαμβάνοντας την αίσθηση όταν ο Στέργιος πέταξε την εξής εντυπωσιακή ατάκα. “Ξέρεις –είπε- πως η Οργάνωση κέρδισε τις εκλογές;” Έμεινα από κούπες. “Καλά τώρα ΣΟ-ΒΑ-ΡΟ-ΛΟ-ΓΕΙΣ;” ρώτησα. “Και βέβαια -ήρθε η πληρωμένη απάντηση- μα δεν άκουγες τις φωνές και τους πανηγυρισμούς Εχθές το βράδυ; Βλέπεις το αποτέλεσμα κρίθηκε την τελευταία στιγμή” κατέληξε. “Άκουγα κάτι φωνές αλλά ήταν οι δικές μας” είπα και κοίταξα πονηρά την Λίνε. “Ότι –θυμήθηκα- έχεις δίκιο, θυμάμαι τώρα κάτι κορναρίσματα και μακρινές μουσικές αλλά βλέπεις, ήμουν πολύ απασχολημένος και δεν έδωσα σημασία. Πάντως είναι υπέροχο νέο, θα πρέπει να τηλεφωνήσω αμέσως στον Γιώργο να τον συγχαρώ. Φυσικά θα κανονίσουμε και κάνα Παρτάκι να το γιορτάσουμε δεόντως” συμπλήρωσα. Είπαμε τα νέα στα παιδιά, στην αρχή δεν πολυκατάλαβαν αλλά όταν τους εξηγήσαμε τι ακριβώς είναι η οργάνωση η Λίνε ενθουσιάστηκε και ο Στεφάν μας ρώτησε “Τι είναι ΠΑΡΤΙ;”. Τον κοιτάξαμε με κατανόηση και του εξηγήσαμε ότι το ΠΑΡΤΙ είναι ο θεός που πιστεύαμε και πως πολύ σύντομα θα καταλάβαινε κι εκείνος, από πρώτο χέρι. Έτρεξα στο τηλέφωνο. Ο Γιώργος δεν ήταν σπίτι. Θα τον έπαιρνα αργότερα.
Πιάσαμε κουβέντα για ποίηση. Η Λίνε έμεινε έκθαμβη όταν έμαθε ότι ο Στεφάν Περέλ ήταν ο επονομαζόμενος Νεκρός Ποιητής. Ήξερε λίγα Γαλλικά και έτσι –μαζί με τον Στέργιο- απόλαυσαν την απαγγελία των καλύτερων αποσπασμάτων της “Μαύρης Άνοιξης του Γκράας”, της τελευταίας δηλαδή ποιητικής συλλογής του ιδιοφυούς Γάλλου δημιουργού. Δεν καταλάβαινα και πολλά πράγματα –δηλαδή τίποτα- αλλά στην απαγγελία ήταν το κάτι άλλο ο φίλος μας. Τα Γαλλικά είναι μια αισθησιακή, άκρως ερωτική, γλώσσα (είναι κρίμα να την μιλούν οι Γάλλοι). Η μικρή πάντως είχε μαγευτεί. Μας εκμυστηρεύτηκε πως από μικρή αγαπούσε την ποίηση και θαύμαζε ιδιαίτερα τον Νεκρό Ποιητή. είχε όλα του τα βιβλία. Πίστευε πως τα βιβλία του είxαν συμβάλει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στην διαμόρφωση της προσωπικότητας της. Κάθε φορά που έπρεπε να πάρει κάποια σημαντική απόφαση, κάθε φορά που ήταν θλιμμένη ή χαρούμενη, έβρισκε την λεκτική απεικόνιση των συναισθημάτων της σε κάποιο από τα βιβλία του Στεφάν. Μέσα από τις λέξεις του έπαιρνε δύναμη για να συνεχίσει να ζει.
Πιάσανε μια κουβέντα στα Γαλλικά –είμαι σίγουρος πολύ ενδιαφέρουσα- εγώ όμως βαριόμουν και έτσι τους διέκοψα για να τους ανακοινώσω πως θα πήγαινα μια βολτίτσα από το σπίτι του Γιώργου για να τον συγχαρώ και για να κανονίσουμε το μετακαλοκαιρινό ΠΑΡΤΙ. Ο Στέργιος με κοίταξε σκεφτικός. “Θα φύγω και εγώ –μου είπε- θα πάω για λίγο από το σπίτι να τσιμπήσω τίποτα”. “Τι έχει το μενού” ρώτησα χωρίς να λάβω απάντηση. Κάτι σκεπτόταν.....
΄Χαιρετίσαμε τα παιδιά, αλλά είxαν τόσο απορροφηθεί από την κουβέντα τους που δεν μας πρόσεξαν καν που φύγαμε. “Λοιπόν, πάω στον Γιώργο και θα επιστρέψω πριν έρθει η Έφη, εντάξει;”. “Εντάξει” απάντησε λιτά ο Στέργιος διατηρώντας το αινιγματικό ύφος.
Πήρα τους δρόμους. Είχα πολύ καιρό να βολτάρω στο αγαπημένο μου κλεινόν άστυ και γούσταρα. Η Νέα Σμύρνη –όπου μένει ο Γιώργος- δεν είναι και πολύ μακριά από το σπίτι μου. Πήγαινα κουλαριστά, παρατηρώντας τα πιπίνια –που με παρατηρούσαν κι αυτά, τις πολύχρωμες βιτρίνες και τα χιλιάδες πολύχρωμα αυτοκίνητα που πηγαινοέρχονταν βιαστικά στο οδόστρωμα. Το Φθινόπωρο έμπαινε με ταχείς ρυθμούς. Τα φύλλα –στα λίγα σημεία της πόλης που είxαν την τύχη να έχουν δέντρα- στρώσει ένα κίτρινο χαλί αποσυντιθέμενης φύσης στα πεζοδρόμια. Η πρώτη βροχή δεν θα αργούσε.
Έφτασα σπίτι του Γιώργου λαχανιασμένος. Η απόσταση ήταν μεγαλύτερη από ότι περίμενα και είχε μια γαμημένη ανηφόρα στο τέλος. Κτύπησα το κουδούνι. Βγήκε ο γέρος του και μου είπε –είναι αλήθεια κάπως νευριασμένος- να πάω στο Υπουργείο Πολιτισμού. “Και ποιον να ζητήσω” ρώτησα. “Τον Υπουργό” μου ήρθε η κεραμίδα. Κοίτα να δεις! Ο Γιώργος υπουργός, θα τρελαθούμε ρε πούστη! Από τη μια μέρα στην άλλη, από εκεί που χορεύαμε πόνγκο και γινόμασταν λιώμα ως εκεί που δεν παίρνει, από εκεί που μάζευε τα παιδιά σπίτι του και καπνίζανε όλη την παραγωγή της Καλαμάτας, έγινε Υπουργός!! Ποιος να το περίμενε. Βέβαια, τα παιδιά στην Οργάνωση δεν είναι τίποτα μαλάκες σκατοξενέρωτοι να μας το παίξουν τώρα –και καλά- σοβαροί. Με ΠΑΡΤΙ εγεννήθηκαν, με Πάρτι θα τους θάψουν. <Φαντάσου δηλαδή –σκέφτηκα- τώρα που είναι στην κυβέρνηση τι ΠΑΡΤΙ πρόκειται να γίνουν. Πω ρε πούστη, χαμός. Πρώτα από όλα, θα κάνουμε ένα τρομερό ΠΑΡΤΙ στο Μέγαρο της Μουσικής. Θα τους φρικάρουμε όλους τους μαλάκες της επιτροπής, θα τους φύγει η μαγκιά>. Τέτοια σκεπτόμουν και παραμιλούσα “τρομερό, τρομερό” με κοίταξε περίεργα ο ταρίφας μέσα από τον καθρέπτη και χωρίς να το πάρω χαμπάρι φτάσαμε στο υπουργείο.
Πήγα στη είσοδο και ζήτησα να δω τον Υπουργό. Ένας μαλάκας –προφανώς της παλιάς φρουράς- μου έλεγε κάτι μαλακίες του τύπου “μπορείτε να δείτε τον Υπουργό χωρίς ραντεβού” “είναι απασχολημένος τώρα” και άλλες αρχιδιές. “Κοίτα μεγάλε –του ξηγήθηκα- τυχαίνει να είμαστε κολητοί με τον “κύριο Υπουργό”, κανόνισε να μην με βάλεις και να βρεις κάνα μπελά”. Έκλασε. “Το όνομα σας κύριε;” ρώτησε ευγενικά. Του είπα το όνομα μου, του είπα και το επίθετο μου, τα διαβίβασε στην γραμματέα και έπειτα από αντίστοιχες διαπραγματεύσεις, εκείνη στον Γιώργο και τελικά αναγκάστηκαν να με αφήσουν, αφού πρώτα τους έβαλε χοντρό χέρι.
Η γραμματέας μου άνοιξε την συρταρωτή πόρτα. Μπούκαρα. Ο Γιώργος ήταν αραχτός πίσω από ένα τεράστιο οβάλ γραφείο. προχώρησα προς το μέρος του παρατηρώντας τον με καχυποψία. ευτυχώς ήταν ντυμένος νορμάλ (τι θα πει νορμάλ; Τζην, φανελάκι, all-star). Με κοίταξε και μου χάρισε ένα από τα σαρδόνια χαμόγελα του. Αφού αγκαλιαστήκαμε και γελάσαμε πολύ στα όρθια, καθίσαμε γιατί μπήκε ένας τύπος με γραβάτα για υπογραφή. Πάτησε ένα κομβίον και μπήκε ένας ακόμα ταλαίπωρος γραβατάκιας. Παραγγείλαμε καφέ. “Καλά, δεν τους αλλάξατε ακόμα αυτούς τους παπάρες;” ρώτησα. “Μην τρελαίνεσαι, σιγά σιγά –μου είπε και συμπλήρωσε- άλλωστε είναι μόνιμοι, τι θα μπορούσαμε να τους κάνουμε” αναρωτήθηκε σαν να απευθυνόταν στον εαυτό του.
Πιάσαμε κουβέντα για τις καλοκαιρινές διακοπές –του είπα για μερικές από τις φάσεις που έγιναν. “Πέρασες καλά κουφάλα” συμπέρανε. Ο Γιώργος λόγω των εκλογών δεν κατάφερε να πάει διακοπές. είχαμε να ιδωθούμε από την εξαφάνιση της Έλενας. “Αλήθεια ρε, τι έγινε εκείνη η ψυχή;” απόρησε και εγώ μοιράστηκα την απορία του γιατί η Έλενα δεν είχε δώσει κανένα σημείο ζωής και τα παπούτσια της συνέχιζαν τον ύπνο τους, παρά τις επίμονες προσπάθειες του Κόμη Μοντεχρήστου.
Εντωμεταξύ, κόσμος έμπαινε, έβγαινε, πέφτανε υπογραφές, Κτυπάγανε τηλέφωνα, χαμός. Ο Γιώργος πάντως φαινόταν να μην έχει αλλάξει καθόλου. Ο γέρος του –λέει- δεν τον άφηνε να πάει σπίτι γιατί ψήφιζε άλλο κόμμα και είχε στραβώσει που έγιναν –τα κωλόπαιδα- κυβέρνηση. Άλλο κι αυτό. Με τα πολλά Είχα ξεχάσει τον λόγο της επισκέψεως μου. Θυμήθηκα όμως και του πέταξα “και πότε θα κάνουμε το επόμενο ΠΑΡΤΙ;”. Με κοίταξε για λίγο αινιγματικά και μου είπε τις εξής μαλακίες:
“Η επανάσταση των ΠΑΡΤΙ, φίλε ΄Χρήστο, όπως βλέπεις, πέτυχε. Τα ΠΑΡΤΙ ήταν για την Οργάνωση ο πολιορκητικός κριός που άνοιξε την πόρτα της εξουσίας. Τώρα η Οργάνωση είναι στην κυβέρνηση και είναι καθήκον της να εκμαιεύσει την δυναμική της κοινωνίας ώστε να επιτευχθεί η ανάπτυξη και η ευημερία. Τα ΠΑΡΤΙ –στην παρούσα φάση- αποπροσανατολίζουν τον εργαζόμενο, τον καθιστούν λιγότερο παραγωγικό. Το νέο μας σύνθημα είναι ΔΟΥΛΕΙΑ ΔΟΥΛΕΙΑ ΔΟΥΛΕΙΑ. Με την αμέριστη συμπαράσταση όλων θα επιτύχουμε τους στόχους μας σε σύντομο χρονικό διάστημα και τότε θα γευτούμε τους καρπούς της επαναστάσεως. Πρέπει να παλέψουμε, να ξεχάσουμε τα Πάρτι και να πολεμήσουμε για τα ιδεώδη μας, με σκληρή δουλειά από όλους θα οικοδομήσουμε την κοινωνία του μέλλοντος, φίλε Χρήστο” κατέληξε. “Άντε γαμήσου ρε μαλάκα” του είπα και έφυγα κοπανώντας την πόρτα πίσω μου. Με ακολούθησε θυμωμένος. Με πρόλαβε στον διάδρομο “μην μου λες εμένα Άντε γαμήσου μου φώναξε απειλητικά. “Καλά, άντε γαμήσου” του είπα και έφυγα.
“Τι μαλακίες, τι μαλακίες” συνέχισα να παραμιλάω καθώς έπαιρνα νευριασμένος τον δρόμο του γυρισμού.








Στο σπίτι ο Στεφάν και η Λίνε κουβέντιαζαν ακόμη. Σε λίγο ήρθε και ο Στέργιος. Στήσαμε μια ξερή για να περάσει η ώρα μέχρι να έρθει η Έφη. Δεν τους είπα τίποτα για τον Γιώργο. Ο Στέργιος διάβασε τις σκέψεις μου αλλά δεν έδωσε συνέχεια γιατί κατάλαβε ότι ήμουν πολύ στεναχωρημένος. Στην ξερή, όπως ήταν φυσικό, κέρδιζε ο Στέργιος που έπαιζε ζευγάρι με τον Στεφάν. “Τι θα γίνει ρε μαλάκα, θα παίξουμε;” ρώτησα νευριασμένος και πέταξα τα χαρτιά στο πάτωμα. Εκείνη την ώρα κτύπησε το κουδούνι.
Φορούσε το κλασικό μαύρο κολάν, μια μπλούζα με ντεκολτέ “grand Canyon” που έκανε τα σάλια του Στεφάν να τρέχουν και τις καφέ γαμωμπότες. είχε βάψει τα μαλλιά της κόκκινα. Μας χαιρέτισε με ενθουσιασμό. Παρατηρούσε την Λίνε με ενδιαφέρον. Κοίταξα τον Στέργιο. Μου ανταπέδωσε το βλέμμα αλλά δεν είπε τίποτα. Γενικά τον έβρισκα πολύ ανεξιχνίαστο εκείνη την ημέρα. Έβαλα κάτι να ακούσουμε στο πικ-απ και σέρβιρα ουζάκι με πορτοκαλάδα. Ήπιαμε για λίγο σιωπηλοί. Το ούζο τελείωσε και αναγκάστηκα να δοκιμάσω για πρώτη φορά ένα νέο συνδυασμό. Ρακί με καλούα. “Ουάου, πολύ καλό –είπα και γύρισα στην Έφη- λοιπόν, τι έχεις να μας πεις αγαπητή Έφη;” ρώτησα ειρωνικά. “Πάντως –συνέχισα- ότι έχεις να πεις καλύτερα να το πεις τώρα γιατί μετά θα είναι πολύ αργά για σένα να μιλήσεις και για μας να σε καταλάβουμε (ήδη Είχα αρχίσει να την ακούσω). Περιμένουμε να μας πεις τι ζητάς για να δούμε αν μπορούμε και αν θέλουμε, να σε βοηθήσουμε” κατέληξα και η Έφη πήρε τον λόγο.
“Είμαι πολύ χαρούμενη που και τα τέσσερα άτομα που αναζητούσα βρήκαν τον ένα το άλλο. “Και τα τρία εννοείς” παρατήρησα. “Ότι και τα τέσσερα” επέμεινε εκείνη και ο Στέργιος μου έδειξε την Λίνε (ήταν κι αυτή μία από τις μικρές εκπλήξεις που δοκίμασα σε εκείνη την κουβέντα). Πολύ θα ήθελα –συνέχισε- να μπω κατευθείαν στο θέμα όμως ο λόγος που βρισκόμαστε εδώ αυτή την στιγμή έχει τις ρίζες του πολύ πίσω στο παρελθόν και από εκεί θα πρέπει να ξεκινήσω για να μπορέσετε να εκτιμήσετε σωστά την κατάσταση.
Ξέρετε όλοι σας για το θεολογικό σύστημα της αρχαίας Ελλάδος και το δωδεκάθεο. Γνωρίζετε πόσο πολύπλοκο είναι το μυθολογικό σύστημα. Εκείνο που δεν γνωρίζετε είναι πως οι θεοί των αρχαίων Ελλήνων –και αργότερα όλης σχεδόν της λεκάνης της Μεσογείου- υπήρξαν πραγματικά. Οι περισσότεροι από αυτούς, κατοικούσαν πράγματι στον Όλυμπο όπως επίσης και σε άλλα βουνά της ευρύτερης περιοχής, όχι μόνο της Ελλάδος, αλλά ολόκληρης της Μεσογείου. Δεν ήταν βέβαια θεοί. Ας τους ονομάσουμε υπάρξεις. Αυτές οι υπάρξεις βρέθηκαν τυχαία στην γη όταν ένα αποτυχημένο πείραμα πάνω στις χωροχρονικές μεταφορές τους έστειλε πάνω σε αυτόν τον αφιλόξενο πλανήτη. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν επιστήμονες που είxαν αφιερώσει ένα πολύ μεγάλο μέρος της ζωής τους σε αυτό το πείραμα αλλά και κάτοικοι των γύρω περιοχών από το –ας το πούμε- εργαστήριο τους. Ουσιαστικά το πείραμα πέτυχε –αλλά όπως λετε κι εσείς ειρωνικά- ο ασθενής πέθανε. Το εργαστήριο καταστράφηκε μέσα σε μια μεγαλοπρεπή έκρηξη, μαζί με σημειώσεις και δουλειά εκατομμυρίων γήινων χρόνων.
Για τις υπάρξεις αυτές ο κόσμος αποτελείται από απτά στοιχεία ή –σαφέστερα- η δημιουργία προϋποθέτει την ύπαρξη επτά στοιχείων. Ακόμα και να σας ονομάσω αυτά τα στοιχεία, οι λέξεις δεν θα έχουν –προς το παρόν- κανένα νόημα για σας, οπότε σα ζητώ να κάνετε μια παραδοχή, ότι δηλαδή υπάρχουν άλλοι κόσμοι με διαφορετικές δομές, λειτουργίες και διαστάσεις από τον δικό σας. Ο λόγος για τον οποίο διάλεξαν την περιοχή της Μεσογείου και πιο ειδικά της Ελλάδας, για να εγκατασταθούν είναι γιατί εκείνη την περίοδο, αυτή η περιοχή του πλανήτη δεχόταν τα μεγαλύτερα ποσά υπεριώδους ακτινοβολίας και οι υπάρξεις αυτές εξαρτούσαν την επιβίωση τους από την ακτινοβολία αυτή. Τα πλάσματα αυτά ζούσαν στον Ε Βοώτη πριν μεταφερθούν στην γη και η φυσιολογία τους ήταν τέτοια ώστε είxαν πολλά συγκριτικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τους ιθαγενείς κατοίκους και δύο τρομερά μειονεκτήματα. χάρη στην φυσική τους υπεροχή θεοποιήθηκαν, έγιναν αντικείμενα λατρείας. Οι μορφές που τους αποδόθηκαν δεν αντιστοιχούν βέβαια στις αληθινές αλλά σε εκείνες που οι γήινοι μπορούσαν να δουν. Θα ήταν αδύνατο για οποιονδήποτε ιθαγενή να δει τον πραγματικό κόσμο των επτά στοιχείων. Η πραγματικότητα ενός κόσμου ορίζεται μόνο σε σχέση με τον εαυτό του. Έτσι, τους αποδόθηκαν κυρίως ανθρωποκεντρικά χαρακτηριστικά. Βέβαια τα χαρακτηριστικά αυτά μπορεί να ποίκιλαν από τόπο σε τόπο ακόμα και από άνθρωπο σε άνθρωπο. Όμως, η φυσική τους υπεροχή δεν τους ωφέλησε καθόλου. Η ποσότητα της υπεριώδους ακτινοβολίας που έφτανε –εκείνη την εποχή- στην γη δεν ήταν αρκετή για την επιβίωση του είδους. Επίσης, η επιστροφή στον πλανήτη τους ήταν αδύνατη. Θα ήταν ουτοπία να πιστέψουν ότι, στον λίγο χρόνο που τους απέμενε, θα μπορούσαν, και μάλιστα με δεδομένη την έλλειψη του απαραίτητου τεχνολογικού εξοπλισμού, να ξαναστήσουν ένα εργαστήριο παρόμοιο με αυτό που καταστράφηκε. Ακόμα και αν έφτιαχναν ένα τέτοιο εργαστήριο ποιος τους διαβεβαίωνε ότι αυτή την φορά το πείραμα θα ήταν ελεγχόμενο και δεν θα τους έστελνε σε άλλους κόσμους, ίσως περισσότερο εχθρικούς. Οι έρευνες τους λοιπόν στράφηκαν προς άλλη κατεύθυνση. Ένας μικρός πυρήνας επιστημόνων –τα πιο λαμπρά μυαλά- εγκαταστάθηκαν στην κορυφή του Ολύμπου και άρχισαν τους πειραματισμούς με το ανθρώπινο DNA. Οι υπόλοιποι Βοώτες αφέθηκαν ελεύθεροι και ήρθαν σε επιμιξία με πολλούς γηγενείς κάτοικους στην προσπάθεια τους να δημιουργήσουν μια φυλή, ικανή να επιβιώσει σε αυτές τις συνθήκες και που μελλοντικά θα κυριαρχούσε στον πλανήτη. Εκείνο που έγινε φανερό με τις πρώτες επιμιξίες ήταν το ότι οι μιγάδες διατηρούσαν περισσότερο ανθρώπινα, παρά Βοωτικά χαρακτηριστικά. Ίσως σε αυτό να συντελούσε το περιβάλλον. Ακόμα και οι απόγονοι πρώτης γενιάς ζούσαν σε γραμμική χρονική συνέχεια και δεν θυμόνταν παρά ελάχιστα από το Βοωτικό παρελθόν τους, πόσο μάλλον οι απόγονοι δεύτερης και τρίτης γενιάς. Έτσι, παρά την φυσική τους υπεροχή, το μόνο που κατάφεραν ήταν να δημιουργήσουν μια γενιά σούπερ γήινων που οι Έλληνες ονόμασαν ημίθεους, ήρωες, νύμφες, στοιχεία και άλλα. Κατάλαβαν πως οι προσπάθειες τους σε αυτή την κατεύθυνση ήταν καταδικασμένες. Οι σπόροι που φύτευαν οικειοποιούνταν από το γήινο περιβάλλον. Ένας κόσμος που κατανοούσε τον εαυτό του ως κόσμο των τεσσάρων στοιχείων δεν μπορούσε να αυτοδιαψευστεί δημιουργώντας πλάσματα επτά στοιχείων. Παραδέχτηκαν πως παρόλη την πνευματική και σωματική τους υπεροχή ήταν καταδικασμένοι. Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να θέσουν τις βάσεις για έναν μελλοντικό κόσμο που θα εδραιωνόταν πάνω στα ερείπια του κόσμου των τεσσάρων στοιχείων. Κατασκεύασαν έναν κύβο-γονιμότητας στον οποίο ασφάλισαν πρωτοκύτταρα που θα είxαν την ικανότητα να αναπαραχθούν, σε ιδανικές συνθήκες, με μεγάλη ταχύτητα. Ως ιδανικές συνθήκες εννοούνται μεγαλύτερες ποσότητες υπεριώδους ακτινοβολίας. Τον κύβο αυτό, που οι αρχαίοι Έλληνες ονόμασαν “κουτί της Πανδώρας” τον παρέδωσαν σε εμένα ή –ας πούμε- στην πρώτη μου μετεμψύχωση.
Μίλαγε αργά, ώστε να προλαβαίνουμε να μεταφράζουμε. Μετά από την τελευταία φράση επικράτησε νεκρική ησυχία. Παρόλα τα αρχικά ειρωνικά μου βλέμματα και καθώς η στάση του Στέργιου έδειχνε πως η Έφη έλεγε όντως την αλήθεια, ένιωθα μια ανατριχίλα να διατρέχει την σπονδυλική μου στήλη και ένα ενδόμυχο φόβο για το τι θα μπορούσε να ακολουθήσει.
Ικανοποιημένη που είχε αποσπάσει την προσοχή μας η Έφη συνέχισε. “Δεν γνωρίζω πως κατέστη δυνατή η διατήρηση αυτών των μνημών μονάχα σε εμένα (<Ξέρω εγώ> σκεπτόταν ο Στέργιος). Ίσως αυτό είναι και το μόνο που δεν θυμάμαι” μονολόγησε. “Όμως διατηρώ ολοκάθαρες μνήμες από τις προηγούμενες ζωές μου. Πάντως αυτό δεν έχει σημασία” δικαιολογήθηκε στον εαυτό της.
“Οι Βοώτες, εκτός από την ελίτ των επιστημόνων που βρισκόταν στον Όλυμπο, αφέθηκαν ελεύθεροι να ζήσουν το λίγο καιρό που τους απέμενε. Έκαναν πολλές τρέλες και αρκετές από αυτές περιγράφονται πολύ γλαφυρά από τις αρχαιοελληνικές παραδόσεις, από μνημεία και κείμενα που έχουν διασωθεί ως τις μέρες μας.
Το ζητούμενο, για τους επιστήμονες μας, ήταν να εξασφαλίσουν την ασφαλή μετάβαση του κύβου γονιμότητας στην εποχή όπου θα καλούταν να διαδραματίσει τον ρόλο του. Έτσι, στην πραγματικότητα δεν το παρέδωσαν στο “αρχέτυπο” μου αλλά το έκρυψαν σε ένα ασφαλές μέρος όπου κανείς δεν μπορεί να το ανακαλύψει. Για λόγους ασφαλείας δεν θέλησαν να αποκαλύψουν την κρυψώνα στην Πανδώρα. Έφτιαξαν όμως έναν χάρτη, στηριγμένο στα επτά στοιχεία της Βοωτικής δημιουργίας, ο οποίος, εν καιρώ, θα με οδηγούσε στον κύβο-γονιμότητας, όταν οι συνθήκες θα ήταν ιδανικές. Το πρόβλημα που είxαν να επιλύσουν ήταν το πως θα έφτανε αυτός ο χάρτης στα χέρια μου χωρίς, παράλληλα, να γίνει αντιληπτός από τους ιθαγενείς.
Τα πειράματα στο γήινο DNA δεν απέδωσαν. Όσο κι αν αυτό φαίνεται παράξενο, παρά την ανωτερότητα του πολιτισμού μας, δεν καταφέρναμε να αντιληφθούμε τον κόσμο των ανθρώπων στην πραγματική του διάσταση. Ο μονοδιάστατος τρόπος σκέψης φαίνεται να είναι ένα πανσυμπαντικό πολιτισμικό μειονέκτημα. Επειδή ένας πολιτισμός είναι ανώτερος τεχνολογικά από έναν άλλο δεν συνεπάγεται αυτόματα πως ο ανώτερος εμπεριέχει τον κατώτερο.
Αντίθετα με το γήινο DNA το μεταλλαγμένο γενετικό των διακοσμικών μιγάδων ήταν πιο κατανοήσιμο. τουλάχιστον ορισμένες παράμετροι. Μετά από κοπιαστικές μελέτες κατάφεραν να επέμβουν στο DNA των απογόνων τους και να περάσουν στον γενετικό τους κώδικα ένα από τα επτά σημάδια της Βοωτικής δημιουργίας στον καθένα από αυτούς. Στο αρχέτυπο μου, την Πανδώρα, έδωσαν την σαφή εντολή να συγκεντρώσει τα σημάδια όταν οι συνθήκες θα είxαν ωριμάσει. Ουσιαστικά μου ανέθεσαν τον ρόλο να ανακαλύψω τα χαμένα μου αδέλφια. Υπολόγιζαν δε, ότι 4000 περίπου χρόνια αργότερα, το στρώμα του όζοντος θα είχε υποστεί μια φυσιολογική φθορά, αρκετή για να αυξήσει την υπεριώδη ακτινοβολία στον πλανήτη σε ανεκτά επίπεδα. Υπολόγισαν επίσης, πως στο ίδιο διάστημα θα υπήρχαν αρκετοί –ελάχιστοι αλλά αρκετοί- απόγονοι τους. Έπεσαν έξω και στις δύο υποθέσεις τους. Η καταστροφή του στρώματος του όζοντος υποβοηθήθηκε από την αλόγιστη χρήση των προωθητικών σπρέι, από εκτοξεύσεις πυραύλων και εργοστάσια που λειτουργούσαν εις βάρος του. Ήδη σήμερα οι συνθήκες είναι κατάλληλες για να τεθεί σε λειτουργία ο Βοωτικός κύβος γονιμότητας. Επίσης οι εναπομείναντες απόγονοι τους είναι πολύ λιγότεροι από ότι τους υπολόγιζαν. Είναι μαθηματικώς βέβαιον ότι εάν δεν είxαν επιταχυνθεί οι διαδικασίες καταστροφής του όζοντος το σχέδιο τους θα είχε αποτύχει. ελάχιστοι απόγονοι τους απομένουν. Για την ακρίβεια μόνο τέσσερις. Εσείς.
Οι πολλές προφυλάξεις που πήραν για να εξασφαλίσουν την κατάληξη του Κύβου ήταν αποτέλεσμα της μικρής ανθρωπολογικής μελέτης που έκαναν πάνω στην ανθρώπινη φύση. Ο κόσμος τους δεν αποτελούσε απειλή για τον γήινο κόσμο. Η αναδημιουργία του κόσμου των επτά στοιχείων είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα -για τα ανθρώπινα δεδομένα- και βασίζεται στην εξαφάνιση του κόσμου των τεσσάρων στοιχείων. Ένας κόσμος αδυνατεί να αντιληφθεί τον εαυτό του έξω από το δικό του περιβάλλον. Ο κόσμος των επτά στοιχείων δεν μπορεί και δεν χρειάζεται άλλωστε να καταστρέψει τον κόσμο των επτά στοιχείων. Άλλωστε, τα καταφέρνετε μια χαρά και από μόνοι σας. Παρόλα αυτά, η οξυδερκής ανθρωπολογική μελέτη πάνω στην ανθρώπινη φύση έδειξε ότι ο άνθρωπος δεν χρειαζόταν λόγο για να καταστρέψει και πως στις πράξεις του ο παρορμητισμός υπερνικούσε σχεδόν πάντα τον ορθολογισμό, άσχετα αν πάντοτε ισχυρίζονταν το αντίθετο.
Τα επτά σημάδια της Βοωτικής δημιουργίας σωστά συνδυασμένα σχημάτιζαν τον χάρτη που θα με οδηγούσε στον Κύβο-γονιμότητας. Διασκορπισμένα όμως, δεν είναι τίποτα άλλο από ασήμαντα συνηθισμένα σημάδια που ακόμα και αν κάποιος τα ανακάλυπτε, είτε δεν θα τα καταλάβαινε είτε δεν θα τους έδινε σημασία. Το σημείο στο οποίο –διαμέσω της γενετικής επέμβασης- “χαράχθηκαν” τα σημάδια ήταν από μόνο του μία προφύλαξη γιατί ο αμφιβληστροειδής είναι ένα σημείο της φυσιολογίας που μπορεί να σημαδευτεί ακόμα και από μία τυχαία επαφή.
Οι Βοώτες δεν ήξεραν μέχρι που θα έφτανε η τεχνολογική ανάπτυξη της γης. Δεν ήξεραν πόσο θα βοηθούσαν σε αυτό οι δικοί τους απόγονοι ή αν θα βοηθούσαν. Θεώρησαν όμως απίθανο –και σε αυτό έπεσαν μέσα- να υπερπηδήσει κάποιος όλα τα εμπόδια που έστησαν και να ανακαλύψει το Κουτί της Πανδώρας πριν την Πανδώρα.
Ένα από τα σημάδια αυτά έχει και ο καθένας από εσάς. Μπορείτε να το δείτε, ίσως και να το έχετε προσέξει χωρίς να του δώσετε σημασία- όταν κοιτάτε αφηρημένοι τον ουρανό ή μία λευκή κόλλα χαρτί. Είστε το τελευταίο παρακλάδι των οικογενειών σας. Αν δεν κάνετε απογόνους το σημάδι, μαζί με τις ελπίδες μας, κινδυνεύει να χαθεί για πάντα. έχω ήδη συγκεντρώσει τα τρία σημάδια από ισάριθμους τελευταίους απογόνους της φυλής μας. έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα παρέμεινα αδρανής βασισμένη στην “αυθεντία” των προγόνων μας. ΄χρειάστηκα ακόμα και την βοήθεια της τύχης, βρήκατε ο ένας τον άλλον”. “Τίποτα δεν είναι τυχαίο” πέταξε ο Στέργιος αλλά η Έφη τον αγνόησε. “Ξέρω -είπε- πως εσείς έχετε τα σημάδια που λείπουν για να συμπληρωθεί ο χάρτης και σας ζητώ να με βοηθήσετε.
Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, γεμάτη δέος και αμφιβολία. “Εννοείς πως δεν είμαστε αυτό που βλέπουμε;” ρώτησα. “Εννοώ ότι βλέπετε αυτό που μπορούν οι άλλοι και αυτό που θέλετε εσείς” είπε η Έφη. “Εγώ ας πούμε –συμπλήρωσε- σας βλέπω κάπως διαφορετικούς”. “Προτιμώ να μην ξέρω” της το ξέκοψα. Μέσα σε αμήχανη σιωπή παρατηρούσαμε ο ένας τον άλλο ψάχνοντας για σημάδια και αλλαγές, σαν να μην είμαστε εμείς που αστειευόμασταν λίγο πριν, μα άλλοι, ξένοι. Μόνο ο Στέργιος διατηρούσε την ψυχραιμία του, αν και δεν έβρισκα τον λόγο. Ίσως εκείνος να είχε συνηθίσει αυτήν την διαφορά, ίσως επειδή εκείνος ήταν –ούτως ή άλλως- διαφορετικός.
“Μα η οικογένεια μου είναι πολύ μεγάλη” είπε ξαφνικά η Λίνε και αφού ξεπέρασα την αρχική μου κατάπληξη κοίταξα την Έφη με την ελπίδα πως ίσως αυτή την φορά ο μύθος της καταρρεύσει. “Από την μεριά της μητέρας σου” απάντησε η Εφη και γκρέμισε τις τελευταίες μου ελπίδες. “Ωραία” παραδέχτηκα την ήττα μου “και τώρα τι κάνουμε;”. Ας της δείξουμε τα σημάδια μας –συγκατένευσε ο Στέργιος- έτσι κι αλλιώς δεν θέτουμε κανέναν σε κίνδυνο, τουλάχιστον για την ώρα” συμπλήρωσε. Επεδείκνυε μια Ολύμπια –<ωχ, τι σκέφτηκε τώρα> αναρωτήθηκα- ψυχραιμία και δεν μπορούσα παρά να τον θαυμάσω. “Συμφωνείτε όλοι” ρώτησε η Έφη. Το κουβεντιάσαμε λίγο με τα παιδιά και αποφασίσαμε να την αφήσουμε να εξετάσει τα μάτια μας. “Εντάξει της είπα. Η Έφη έβγαλε ένα μοντέρνο μικροσκόπιο από μια καφέ τσαντούλα που κουβαλούσε στην πλάτη της και εξέτασε τα μάτια μας, ένα προς ένα, ενώ συγχρόνως σχεδίαζε τα σημάδια που είxαν περάσει στο γενετικό μας υλικό πριν από σαράντα αιώνες σε ένα μικρό τετράδιο. Όταν τελείωσε, συγκέντρωσε τα σημάδια σε μια τεθλασμένη γραμμή. “κοιτάξτε” μας είπε με ενθουσιασμό δείχνοντας μας κάτι ιερογλυφικές καρικατούρες στα χαρτί. Έβγαλε από το σακίδιο της ένα μικρό κομμάτι χαρτί από έναν φάκελο, που προφανώς περιείχε τα υπόλοιπα τρία στοιχεία και άρχισε να τα συνδυάζει, ώστε να σχηματιστεί ο χάρτης που θα την οδηγούσε σε αυτό για το οποίο ζούσε για σχεδόν τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια. Έσβηνε και ξαναέσβηνε τα σημάδια γεμάτη προσμονή και αγωνία. <Μήπως κάτι πήγε στραβά>, <μήπως δεν τα είχε σχεδιάσει σωστά>. Μετά από αρκετές προσπάθειες φάνηκε να ενθουσιάζεται. Έπειτα έμεινε σιωπηλή, αινιγματική, κοιτώντας με άδειο βλέμμα το χαρτί. “ΤΙ ΛΕΕΙ;” ρωτήσαμε σε τρεις διαφορετικές γλώσσες ο Στεφάν, η Λίνε και εγώ. “Θα σας πω εγώ τι λέει –Πετάχτηκε ο Στέργιος- ΤΟ ΚΟΥΤΙ ΕΙΝΑΙ ΜΕΣΑ ΣΟΥ –και συμπλήρωσε- Η ΕΦΗ ΕΙΝΑΙ ΣΑΙΜΠΟΡΓΚ και μείναμε κόκαλο.























«Η Έφη είναι η Πανδώρα αυτοπροσώπως, είναι το άτομο που οι Θεοί-Βοώτες επέλεξαν να εμπιστευτούν το ίδιο το μέλλον του κόσμου τους, την ίδια τους την ύπαρξη. Και τι σημασία έχει αν είναι σάιμποργκ; Είμαι σίγουρος πως η Έφη μεταφέρθηκε από τον Έψιλον-Βοώτη με εκείνη την ίδια χωροχρονική δίνη που δημιουργήθηκε. Είναι εξαιρετικά απίθανο οι Βοώτες που βρέθηκαν στη γη να είχαν τις δυνατότητες να παράγουν ένα τόσο τέλειο και πολυσύνθετο μηχανισμό όπως η Έφη. Το μόνο που έκαναν ήταν να διαφοροποιήσουν τον προγραμματισμό τους, να της δώσουν μια αποστολή να εκτελέσει, αλλά το καταπληκτικό είναι ότι προγραμμάτισαν έτσι την Έφη ώστε καθ` όλη τη διάρκεια ζωής της νόμιζε πως ήταν άνθρωπος. Για πιο λόγο το έκαναν αυτό; Μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε, ίσως ήταν μια ακόμα από τις προφυλάξεις που θεώρησαν αναγκαίες. Ίσως πίστευαν ότι με αυτό τον τρόπο δεν θα γινόταν εύκολα αντιληπτή η παρουσία της. Ίσως να υπάρχουν κι άλλες Πανδώρες στη γη, ίσως πάλι υπάρχουν κι άλλοι απόγονοι των Βοωτών όπως εμείς. Είμαι βέβαιος πάντως πως η στιγμιαία σιωπή της –η Έφη αμίλητη κοιτούσε στο κενό- δεν σημαίνει πως στεναχωριέται επειδή αποκαλύφθηκε πως είναι Σάιμποργκ αλλά το ότι οι Βοώτες είχαν προβλέψει στον προγραμματισμό της απελευθέρωση νέων οδηγιών που θα ενεργοποιούνταν όταν συγκεντρώνονταν όλα τα στοιχεία του παζλ. Ο προγραμματισμός πρέπει να στηρίζεται στην οπτική επαφή. Οι καρικατούρες που βλέπετε στο τετράδιο –μας έδειξε το τετράδιο- άλλαξαν το πρόγραμμα της. Περιμένετε όμως, σε λίγο θα μάθουμε» είπε και όλοι κοιτάξαμε την Έφη περιμένοντας μια αλλαγή.
Το ότι ο Στέργιος μας έδωσε τις εξηγήσεις αυτές σε άπταιστα Βοωτικά ήταν μία παράμετρος που πέρασε απαρατήρητη. Το ότι όλοι καταλάβαμε αμέσως τι μας είπε, πέρασε επίσης απαρατήρητο. Κανένας μας δεν πρόσεξε εκείνη τη στιγμή, προσηλωμένοι όπως ήμασταν στην Έφη, καθηλωμένοι από την αναπάντεχη πλοκή αυτής της υπόθεσης, πως μπορούσαμε να διαβάζουμε τα σημάδια που είχε χαράξει το αρχέγονο ρομπότ των Βοωτών. Μόνο όταν κοίταξα την Λίνε και είδα, ασυναίσθητα, κάτι αξιοπερίεργο στην εμφάνιση της, τότε ο Στέργιος με κοίταξε, γούρλωσε περισσότερο τα γουρλωτά μάτια του, ήπιε μονορούφι το Ρακί-καλούα που είχε απομείνει στο ποτήρι και ξέσπασε σε δυνατά γέλια που τράνταζαν τις κεραίες, τις δαγκάνες, ακόμα και το τελευταίο ζευγάρι από τα πόδια του που ήταν ανθρώπινα. Και Σα να ήταν αυτό το σύνθημα, τα «φώτα» της αντιληπτικότητας μας άνοιξαν και είδαμε τους φίλους μας όπως ήταν αληθινά ή καλύτερα, όπως φαίνονταν μέσα από το πρίσμα δύο κόσμων διαφορετικών, όσο κι αλληλένδετων. Σχεδόν άνθρωποι ήμασταν, σχεδόν άνθρωποι, μα η Έφη, ήταν ένα πραγματικό έργο τέχνης, ίσως όχι τέχνης, ένα έργο ζωής, ένα κύβος ζωής. Η Έφη ήταν αληθινά το κουτί της Πανδώρας και η Πανδώρα μαζί.
Ξαφνικά σηκώθηκε, μας χαιρέτισε αδιάφορα και έφυγε. Της φώναξα αλλά δεν έδειχνε να με ακούει πια. Έκανα να την προλάβω.
«Άστη –είπε ο Στέργιος- έχει μία αποστολή να φέρει εις πέρας. Είναι ο σκοπός της ύπαρξης της, ο προορισμός της»
«Αλήθεια, πόσο περίεργο –σκέφτηκα φωναχτά- ένα Σάιμποργκ που έχει προορισμό και εμείς….. Ίσως ο δικός μας προορισμός ήταν να μεταφέρουμε το κλειδί του κόσμου των 7 στοιχείων μέχρι σήμερα. Όμως εγώ δεν νιώθω ότι εκπλήρωσα σε καμία περίπτωση τον σκοπό της ζωής μου. Αντίθετα, θέλω να πιστεύω πως έχω πολλά ακόμα να ζήσω, πολλά να μάθω, να γευτώ τη ζωή σε όλο της το μεγαλείο. Να πεθάνω ευτυχισμένος. Και ποια σημασία μπορεί να έχουν για μένα τα όσα συνέβησαν σήμερα ή και τις προηγούμενες έξι ημέρες. Ποια σημασία μπορεί να έχει το ότι υπάρχουν κόσμοι με 4, 5, 6, ή 8 στοιχεία δημιουργίας, ποια σημασία μπορεί να έχει για εμάς η Έφη που περίμενε υπομονετικά για τριάντα ολόκληρους αιώνες για να ξεκινήσεις για το ύστατο ταξίδι που της επεφύλαξαν οι κατασκευαστές της; Ποια σημασία έχουν οι αληθινές μορφές μας, η αλήθεια ενός άλλου κόσμου που αντικρίσαμε, ποια σημασία μπορεί να έχουν για εμάς οι θεοί των αρχαίων ελλήνων και δικοί μας πρόγονοι, ποια σημασία μπορεί να έχει το ότι μας χρησιμοποίησαν. Και τι θα σημαίνει τώρα γι αυτούς η εκπλήρωση του σχεδίου τους; Η δημιουργία ενός κόσμου 7 στοιχείων μετά από χιλιάδες ή εκατομμύρια χρόνια; Ποια σημασία θα έχει αυτός ο κόσμος για όλους εμάς κι όλους όσους προσωρινά δανείζονται αυτόν τον συμπαντικό βράχο. Ποια σημασία μπορεί να έχει το ότι είμαστε κλεισμένοι σε ένα περιθώριο 7 φανταστικών ημερών από αυτόν που κινεί τα νήματα αυτής της κωμωδίας;»
Και τότε θυμήθηκα αυτά που πάντοτε μας υπενθύμιζε ο Στέργιος: Τίποτα δεν είναι τυχαίο, τίποτα δεν είναι προβλέψιμο, τίποτα δεν έχει σημασία. Και σε αυτή τη σοφή τριάδα πρόσθεσα «όλα μπορούν να συμβούν» και τότε κατάλαβα ότι τα θεμελιώδη μυστικά του σύμπαντος δεν μπορούν να ειπωθούν διότι δεν υπάρχουν στέρεες αλήθειες. Και βρήκα την σοφία στην απλότητα του ΝΟΤΚ-ΓΑΛΠ. Και είδα πως η πορεία μας και ο ρόλος μας εξαρτάται αποκλειστικά από το πώς θα ζήσουμε, πως θα χαρούμε τις ελάχιστες στιγμές μας, τη μικρή παρουσία μας σε ένα ή περισσότερους κόσμους που μας έμελλε να βρεθούμε, γιατί ο ρόλος μας δεν είναι προκαθορισμένος, όμως τίποτα δεν είναι τυχαίο και όλα, μα όλα, μπορούν να συμβούν. Και δεν έχουν αξία μήτε οι ρόλοι που κάποιοι μας επεφύλαξαν όσο σπουδαίοι κι αν είναι. Έχουμε το δικαίωμα να συνεχίσουμε να ζούμε γιατί ο άνθρωπος δεν έχει σκοπό, μα έχει συναισθήματα και επιθυμίες, έχει ανάγκες και καημούς και –πάνω από όλα- έχει ένστικτα. Και όσο βαθύτερες οι ανάγκες τόσο πιο μεγάλη η ικανοποίηση, όσο εντονότερη η θλίψη, τόσο πιο μακάρια η χαρά, όσο μεγαλύτερη η τάφρος των εναλλαγών, τόσο πιο άξια η ζωή. Και θα έρθει μια στιγμή, που ο άνθρωπος θα σηκωθεί ψηλά και θα πάρει τη θέση του στον σιωπηλό ουρανό. Γιατί οι άνθρωποι που έζησαν, σαν πεθάνουν γίνονται κόσμοι που μέσα τους γράφεται η ιστορία του σύμπαντος και άλλοι, μικρότεροι άνθρωποι, αναρωτιούνται αν αυτός ο κόσμος είναι απέραντος ή αν κάποτε θα κατανοήσουν τη λειτουργία του ή αν τον ορίζει ο θεός ή μήπως υπάρχουν και άλλοι κόσμοι…..
Αυτή λοιπόν είναι η γη μας. Ένας άνθρωπος που έζησε, ένας προσωπικός κόσμος που μέσα του ζούμε και κάποτε πεθαίνουμε. Μα ήρθε η ώρα να σας αφήσω. Να ζήσω, όσο πιο έντονα μπορώ, να βιώσω τα βαθύτερα των συναισθημάτων, και να πεθάνω, για να γίνω και εγώ ένας νέος κόσμος στον χάρτη του σύμπαντος.


























“ΟΝΕΙΡΟ”
Ήμουν λεει κλεισμένος σε ένα ξύλινο φέρετρο, δύο μέτρα κάτω από το χώμα της γης των προγόνων μας, μια γη που τώρα ανήκει σε άλλους. Τα ρούχα μου είχαν λιώσει και το σώμα σάπιζε, γεννούσε σκουλήκια που το καταβρόχθιζαν με βουλιμία. Είχα σταυρώσει τα μισοφαγωμένα χέρια μου στο στήθος και κρατούσα τα μάτια ανοικτά, ακόμα και όταν τα σκουλήκια του θανάτου πλησίασαν και σκέπασαν το φως οι σκιές τους, για να ορθωθούν από την αηδία όσες τρίχες είχαν απομείνει στο κακομοιριασμένο σώμα. Τώρα πια δεν είχα μάτια, δεν μπορούσα πια να αντικρίζω την ανυπαρξία φωτός της κάσας και έτσι αρκέστηκα να σκέπτομαι, να σκέπτομαι και να σκέπτομαι, ώσπου ξεχνούσα αυτά που είχα κάποτε ζήσε και σκεφτόμουν όλο και πιο έντονα τις σκέψεις μου.
Δεν θυμόμουν πια τίποτα από τη περασμένη ζωή μου –άραγε ήμουν το κακέκτυπο του ζωντανού εαυτού μου;
Υπήρχαν στιγμές που τα σκουλήκια του θανάτου σταματούσαν το μακάβριο έργο τους. Τότε ένιωθα ήρεμος, σχεδόν ευτυχισμένος. Δεν θα αντάλλασσα εκείνες τις στιγμές με τίποτα. Εγώ να αναπνέω ήσυχα, και τα σκουλήκια –κουβαριασμένα το ένα πάνω στο άλλο με τα σπλάχνα μου- να σαλεύουν ικανοποιημένα.
Μετρούσα το χρόνο, νιώθοντας τα ολοένα και πιο μέσα μου. Ο καιρός περνούσε έτσι με μεγάλα διαστήματα θλίψης (ο πόνος είχε χαθεί) και μικρές διακοπές ευτυχίας. Τα έμβρυα της σαπίλας με είχαν σχεδόν αποτελειώσει, είχαν παχύνει αρκετά και ένιωθα τα σιχαμερά τους σώματα να πλησιάζουν το κρανία μου. Ένιωσα να μπαίνουν στο στόμα μου, να τρωνε αργά, βασανιστικά τη γλώσσα και τα ούλα μου. Τα ένιωσα κοντά στο μυαλό μου, ένα προσωρινό δισταγμό κι έπειτα οι σκέψεις έσβηναν μία μία, σαν τα φώτα της πόλης του νεκρού Αυγούστου.

0 Comments:

Post a Comment