Τρίτη, Απριλίου 03, 2007

Η περιπέτεια της Ναάδ

Μια φορά και έναν καιρό, δηλαδή μόλις τώρα, μια πανέμορφη πριγκήπισσα, η Νάαδ, απρόσεκτη καθώς είναι, γλυστρά και πέφτει μέσα στο πηγάδι της λήθης. Τώρα πια, δεν μπορεί να θυμηθεί απολύτως τίποτα.
Έτσι, αν και περπατά αρκετές ώρες, σ’ αυτόν τον χωμάτινο δρόμο μέσα στο δάσος, δεν νοιώθει την παραμικρή κούραση. Διότι δεν θυμάται αν πράγματι περπατούσε τόσες ώρες, ώστε να κουραστεί.
Ο ουρανός, σε όλο αυτό το όμορφο ταξίδι, έχει ένα υπέροχο μωβ-βυσσινί χρώμα που αγκαλιάζει τα λιγοστά κοσμήματα του: τα άστρα μοιάζουν πιο πολύ με μικρούς ήλιους, αφού το μικρότερο από αυτά έχει το μέγεθος του φεγγαριού όπως το ξέρουμε εμείς από την δική μας γη.
Τα δέντρα στο δάσος γύρω από τη Νάαδ περπατούν αργά, αλλάζοντας θέσεις πάνω στο χώμα κι έτσι ακόμα και τα μακρινά τοπία, ποτέ δεν είναι ίδια, ποτέ δεν γίνονται βαρετά και απλησίαστα, όσο ανιαρά απόμακρα και αν βρίσκονται στην πραγματικότητα. Και ο χωμάτινος δρόμος ακόμα, είναι ευχάριστα περίεργος: αλλάζει συνεχώς χρώμα και υφή. Κάποιες φορές είναι ξερός τελείως, δημιουργώντας σκασίματα και ρωγμές, διψώντας για λίγο νερό και κάποιες άλλες η Νάαδ βλέπει με γοργούς ρυθμούς να φυτρώνουν φυτά γύρω από τα πόδια της μεταμορφώνοντας το δρόμο σε λιβάδι άγριας βλάστησης. Και έπειτα, μια νέα διαδικασία αλλαγής και πάλι ξεκινά, ομορφαίνοντας τα πάντα.
Δεν θυμάται το λόγο που βρέθηκε εδώ, αλλά νοιώθει με σιγουριά οτι πρέπει να φθάσει στον προορισμό της – στην πόλη. Και η απόφασή της να φθάσει στο τέλος του προορισμού της είναι τόσο δυνατή, που τίποτα δεν δείχνει ικανό να την σταματήσει. Περπατά ασταμάτητα εδώ και πολλές μέρες με απόλυτη συνέπεια στο ταξίδι της: δεν σταματά ούτε για μια στιγμή να βαδίζει, δεν γυρίζει ποτέ να κοιτάξει πίσω της. Κοιτά συνέχεια μπροστά περιμένοντας να την δει.
Ταυτόχρονα με τις σκέψεις αυτές, σαν αποτέλεσμα από κάποιο μαγικό ξόρκι του μυαλού της, παρατηρεί πως κάπου πολύ μακριά, στο τέλος του χωματόδρομου, το έδαφος ανασηκώνεται. Η Νάαδ απέχει πάρα πολύ από εκεί, περίπου μία μέρα περπάτημα, όμως το τρίξιμο του εδάφους φθάνει ανήσυχο μέχρι τα πόδια της. Μέσα από το χώμα, αρχίζουν να γίνονται ορατές οι κορυφές από κάποια οικοδομήματα, που σκίζουν το έδαφος καθώς υψώνονται προς τον ουρανό με δύναμη και ταχύτητα. Παράξενο, αλλά όλη αυτή η διαδικασία είναι εντελώς αθόρυβη. Πολύ σύντομα, ένα ολόκληρο χωριό και πίσω του ένα τεράστιο γαλάζιο κάστρο βρίσκονται χτισμένα, σαν από πάντα. Η Νάαδ δείχνει ευτυχισμένη, αφού νοιώθει πως αύριο θα φθάσει στον προορισμό της.
Χαρούμενη και εντυπωσιασμένη από το θέαμα, ασυναίσθητα κοντοστέκεται για λίγες στιγμές. Είναι η πρώτη φορά σε αυτό της το ταξίδι που σταμάτησε να περπατά, έστω και για λίγο, απ’ όσο μπορούσε να θυμηθεί βέβαια. Πριν προλάβει όμως να ξεκινήσει και πάλι την πορεία της, νοιώθει πως τα πόδια της βουλιάζουν μέσα στο έδαφος. Κοιτάζει προς τα κάτω και βλέπει πως το χώμα έχει γίνει ένας πηχτός κίτρινος βάλτος που την τραβά με δύναμη μέσα του. Οσο και αν προσπαθεί, είναι αδύνατο να ξεφύγει γιατί δεν έχει από που να πιαστεί. Έτσι, αποφασίζει να περιμένει. Πολύ σύντομα, έχει βουλιάξει ολόκληρη μέσα στο βάλτο και συνεχίζει να βουλιάζει κι άλλο.
Η Νάαδ δεν θυμάται πόσος χρόνος έχει περάσει από τότε που βούλιαξε αλλά ακόμα και τώρα δείχνει υπομονή. Και ανταμείβεται γι’αυτό. Ο υγρός βάλτος αρχίζει και πάλι να σαλεύει, να μεταμορφώνεται. Με γρήγορο και σταθερό ρυθμό αρχίζει η λάσπη να αραιώνει, αν και δειλά δειλά στην αρχή, σύντομα να μετατρέπεται σε κρυστάλλινα διάφανο νερό. Κατά τη διάρκεια αυτής της αλλαγής, η Νάαδ, με ενστικτώδεις κινήσεις κολυμβητή, φτάνει ως την επιφάνεια. Εκεί, ανακαλύπτει οτι έχει πια νυχτώσει. Τώρα, ένας κορμός δέντρου έρχεται με ορμή ως την επιφάνεια του νερού ακριβώς μπροστά της και την τρομάζει. Είναι η σωτηρία της όμως, που ήρθε ανεξήγητα, όπως και ο βούρκος.
Η Νάαδ είναι επάνω στον κορμό τώρα ενώ βλέπει το έδαφος, ανήσυχο, να κινείται και να αλλάζει πάλι. Σχεδόν αστραπιαία, ανεβάζει και τα πόδια της επάνω στον κορμό, σαν να διαισθάνθηκε τι θα γίνει. Πραγματικά, μόλις που γλύτωσε. Το έδαφος έχει τώρα μετατραπεί πλέον σε βράχο.
Η αποψινή νύχτα δεν προκαλεί, δεν δείχνει να διαφέρει σε τίποτα από τις προηγούμενες για τη Νάαδ, αν και δεν μπορεί να θυμηθεί πως ήταν οι άλλες νύχτες, βέβαια. Ούτε πόσες μέρες περπατάει, αν όντως περπατάει, ούτε βέβαια γιατί προσπαθεί να φθάσει στη πόλη που είναι μπροστά της. Με αυτές τις σκέψεις να χορεύουν στο μυαλό της, ξαπλώνει δίπλα στον κορμό και αποκοιμιέται γρήγορα.
Το πρώτο πρωινό φως, ύποπτα μωβ, την ξυπνά. Σηκώνεται και κοιτά μπροστά. Η πόλη βρίσκεται στην θέση της. Η Νάαδ αρχίζει γρήγορα και πάλι το ταξίδι της. Είναι σίγουρα μια μέρα δρόμος και πρέπει να βιαστεί να έχει φθάσει ως αύριο το πρωί.
Περπατά αρκετές ώρες, μάλλον πρέπει να έχει πια φθάσει το μεσημέρι. Προσπαθεί να ανακαλύψει αν όντως έχουν περάσει πολλές ώρες αλλά δεν τα κατορθώνει επειδή δεν μπορεί να διακρίνει ποιος είναι ο ήλιος και ποια τα άστρα στον ουρανό.
Συνεχίζει να διασκεδάζει όμως με το ταξίδι της, ίσως γιατί δεν θυμάται τι κάνει σ’αυτό, άρα δεν έχει κάποιο λόγο για να στενοχωριέται.
Στον ουρανό, για πρώτη φορά, εμφανίζονται σύννεφα που παίρνουν διάφορες μορφές. Ένας τεράστιος λευκός δράκος, στο μωβ φόντο του ουρανού, κυνηγά έναν μικρόσωμο λευκό ιππότη ενώ τώρα, ένας δυνατός άνεμος παρασύρει τον γενναίο άνδρα και τον ρίχνει στο έδαφος, μερικές εκατοντάδες μέτρα μπροστά από τη Νάαδ, στο δρόμο.
Η πριγκήπισσα, έκπληκτη, τρέχει προς το μέρος του για να τον βοηθήσει, όμως εκείνος έχει αρχίσει ήδη να σηκώνεται από το έδαφος όταν η Νάαδ φτάνει δίπλα του. Ευτυχώς, δεν έχει χτυπήσει. Ο ιππότης, την ρωτάει που είναι το άλογό του, αλλά εκείνη δεν ξέρει τι να του πει. Το μόνο που τον ρωτά είναι το όνομά του.
Ο Θων, είναι υπερβολικά ανήσυχος, επειδή δεν μπορεί να βρει το άλογό του. Εκείνη προσπαθεί να τον ηρεμήσει και του προτείνει να την συνοδέψει. Τώρα, ο δείκτης του αριστερού της χεριού δείχνει την πόλη μπροστά τους. Εκεί, πιστεύει πως θα κατορθώσει ο Θων να βρει το άλογό του.
Τα απρόσμενα λόγια του ιππότη όμως, είναι δύσκολο να γίνουν πιστευτά. Ισχυρίζεται πως δεν πρόκειται ποτέ να κατορθώσει να φθάσει εκεί. Η εξήγηση που της δίνει όμως, είναι ακόμα πιο απόλυτη και δεν της αφήνει ελπίδες για να συνεχίσει προς τα εκεί το ταξίδι της.
Η Νάαδ, στεναχωριέται τόσο που αρχίζει να κλαίει. Γονατίζει κάτω και τα δάκρυά της πέφτουν επάνω στο χώμα. Σταγόνα με τη σταγόνα, σύντομα αρχίζει να τρέχει το νερό μέχρι τα πόδια του Θων. Εκείνος της ζητά τώρα να κοιτάξει προς τα πίσω. Η Νάαδ βλέπει πως πολύ μακριά πίσω της, βρίσκεται μια άλλη πόλη, θολή, σαν σε ομίχλη καλυμμένη. Ο Θων μόλις τώρα της λέει ποια είναι η αυτή η πόλη.
Εκείνη, τρομάζει ακόμα περισσότερο απ’ τα λόγια του. Γυρίζει ξανά μπροστά της και κοιτά τον ιππότη, ενώ τα δάκρυά της συνεχίζουν να τρέχουν ασταμάτητα. Τώρα έχει αρχίσει να σχηματίζεται ένα ρυάκι που σύντομα γίνεται το ποτάμι της μνήμης.
Ο Θων βοηθάει την Νάαδ να σηκωθεί και γλυκά, σκουπίζει τα δάκρυα από τα μάτια της. Έπειτα της δείχνει στο ποτάμι μπροστά της: μέσα στο νερό, σαν να έβλεπες από ψηλά μια χώρα… υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος εκεί μέσα, ξεχασμένος από πάντα, σαν τα παραμύθια που ονειρευόταν τότε που ήταν μικρή. Χαμογελώντας, με μια ανέμελη βουτιά πέφτει μέσα στο ποτάμι κρατώντας σφιχτά από το χέρι τον σωτήρα της.
Μέσα εδώ, όλα είναι πολύ πιο όμορφα. Ο ουρανός είναι γαλάζιος και τα σύννεφα χορεύουν αργά μεταξύ τους. Το χορτάρι στις πλαγιές των λόφων είναι συνέχεια πράσινο και τα δέντρα, ψηλά και αγέρωχα φαντάζουν τόσο ασφαλή έτσι ακίνητα. Το έδαφος δεν αλλάζει, αλλά γεμίζει με ηρεμία τη Νάαδ, με την σταθερότητά του. Ακόμα και ο ήλιος είναι υπέροχος, ένας λαμπρός ουράνιος δίσκος που χαϊδεύει τα πάντα.
Ο Θων κατευθύνεται μπροστά, στο λιβάδι, όπου κάτω από μια μεγάλη οξιά, τον περιμένει ένα κάτασπρο άλογο. Του μιλάει λίγο ενώ το χαϊδεύει και έπειτα ανεβαίνει επάνω του. Κάνει μια ήρεμη βόλτα προς την Νάαδ, όπου απλώνει το χέρι του και της δίνει μία μαργαρίτα. Τώρα, φεύγει για τον ουρανό, απομακρύνεται, έως ότου γίνεται ένα σύννεφο που χάνεται μακριά. Εκείνη κοιτά τον ουρανό για πολύ ακόμα, από ευγνωμοσύνη προς τον σωτήρα της, που την γλύτωσε από το χειρότερο μαρτύριο:
Η Νάαδ ήταν παγιδευμένη σε μια αστεία εποχή: το σήμερα, δηλαδή μέσα στη χώρα του καθεμέρα*. Είχε φτάσει εκεί, αφού έπεσε μέσα στο πηγάδι της λήθης.
Διότι ο καλός της ιππότης, ήξερε πολύ καλά πως η πόλη μπροστά της ήταν
η πόλη του αύριο
που είναι αδύνατο να φτάσει σήμερα. Το αναφέρει άλλωστε μία από τις γραφές του όλου**:
«Μόλις το αύριο, σήμερα γίνει,
τα πάντα όνομα να αλλάζουν, πρέπει.»
Η πόλη δηλαδή, αντίστοιχα, πρέπει να αλλάξει και αυτή όνομα, αλλιώς παραμένει η απόμακρη πόλη του αύριο. Η Νάαδ, ξέχασε να το κάνει και παγιδεύτηκε, σε μια χώρα που δεν έχει νόημα αλλά υπάρχει μόνο το κάθε μέρα. Ευτυχώς ο αγαπημένος της ιππότης, κατάφερε να της το θυμίσει και να την σώσει!
Έτσι, η Νάαδ έζησε καλά και ο Θων καλύτερα.
ΤΕΛΟΣ



* Η χώρα του καθεμέρα είναι η μόνη αστεία χώρα στο όλο. Εκεί βασιλεύει ο αυτοκράτορας μονότονος. Τον λένε έτσι, επειδή το κεφάλι του ζυγίζει μόνο ένα τόνο.
** Οι γραφές του όλου είναι επτά πανάρχαιες εντολές, που είναι γραμμένες επάνω στα σχοινιά του χρόνου τα οποία συγκρατούν το όλο ενωμένο. Κάποιοι ερευνητές θεωρούν οτι οι γραφές είναι οκτώ, αφού πρόσφατα ανακαλύφθηκε ένας αρχαίος πάπυρος που αναφέρει τη θέληση του όντος. Δυστυχώς όμως, καθώς τα σχοινιά είναι επτά, δεν μπόρεσαν να δώσουν μια λογική απάντηση σχετικά με το που είναι γραμμένη η όγδοη γραφή, οπότε δεν έχει αποδειχθεί αν όντος αυτή η γραφή της ανθρώπινης θέλησης επηρεάζει την συνοχή του όλου.

0 Comments:

Post a Comment