Δευτέρα, Απριλίου 16, 2007

Ο ΣΕΝΑΡΙΟΘΡΑΥΣΤΗΣ

Χρήστος Σιδερής
«Ο σεναριοθραύστης»
Ο καλοντυμένος κύριος διάβαζε με διφορούμενο ύφος τις δεμένες φωτοτυπίες Α4 καθισμένος στην αναπαυτική πολυθρόνα του πολυτελούς γραφείου που βρισκόταν στους υψηλότερους ορόφους ενός κρυστάλλινου ουρανοξύστη. Πάνω στο εξαιρετικά πολυτελές γραφείο ανέμεναν υπομονετικά ένας σύγχρονος υπολογιστής, μία τηλεφωνική συσκευή σταθερής τηλεφωνίας, το κινητό του και μια στοίβα παρόμοιες φωτοτυπίες Α4 δεμένες σε τόμους με θερμοκόλληση ή σπιράλ.
Ο καλοντυμένος κύριος σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του με το τελευταίο χαρτομάντιλο που έβγαλε από ένα πακετάκι σόφτεξ, πέταξε το χαρτομάντιλο στον κάλαθο πλάι στο γραφείο μαζί με το σακουλάκι, γάβγισε στο εσωτερικό τηλέφωνο μία διαταγή στην ιδιαιτέρα να μειώσει την θερμοκρασία στο κλιματιστικό, άναψε ένα τσιγάρο και με φανερά δύσθυμη διάθεση, συνέχισε την ανάγνωση του τόμου.
Ο καλοντυμένος κύριος έκλεισε με αγανάκτηση τον τόμο και φανερά εκνευρισμένος τον πέταξε με αξιοπρόσεκτη ευστοχία στον κάλαθο δίπλα στο γραφείο του. Κοίταξε με τρόμο τη μεγάλη στοίβα στο δεξί άκρο του πολυτελούς γραφείου.
Ο καλοντυμένος κύριος άδραξε ένα δεύτερο τόμο. Σταδιακά το δύσπιστο βλέμμα του μετατράπηκε σε βλέμμα απόγνωσης. Έκλεισε τον τόμο και τον ακούμπησε πάνω στο μεγάλο τασάκι. Έβγαλε ένα τσιγάρο απ’ το πακέτο, το άναψε και κατόπιν με φανερά εκδικητική διάθεση έβαλε φωτιά στον τόμο. Παρακολούθησε με ικανοποίηση τον τόμο να καίγεται.
«Ξανθή» ούρλιαξε στο εσωτερικό τηλέφωνο, «Έλα εδώ αμέσως.»
Η μεσόκοπη ιδιαιτέρα εισέβαλε στο πολυτελές δωμάτιο διατηρώντας την αξιοπρέπεια της. Ήταν μια μεσόκοπη κοντόχοντρη γυναίκα με καστανά μαλλιά και γυαλιά με χοντρό σκελετό. Ο καλοντυμένος κύριος την παρακολούθησε καθώς πλησίαζε το πολυτελές γραφείο. Στάθηκε δίπλα του κοιτώντας με απάθεια τον καμένο τόμο στο σιδερένιο τασάκι.
«Δε μου λες καλή μου, αυτά εδώ είναι τα σενάρια που εγκρίθηκαν;» τη ρώτησε ο καλοντυμένος κύριος με προσποιητά μειλίχιο ύφος.
«Μάλιστα κύριε Διαθεσόπουλε» απάντησε η μεσόκοπη ιδιαιτέρα.
«Είσαι απόλυτα σίγουρη καλή μου;» επέμεινε ο καλοντυμένος κύριος.
«Απόλυτα κύριε! Τα έφερε το απόγευμα ο Ζαχαρόπουλος. Έχω και το φάκελο στα γραφείο μου. Αν θέλετε να σας τον φέρω»
«Όχι όχι καλή μου. Άστο καλύτερα» είπε φανερά απογοητευμένος ο καλοντυμένος κύριος. «Μπορείς να πηγαίνεις.»
«Μάλιστα» αποκρίθηκε ο μεσόκοπη ιδιαιτέρα και επιχείρησε να απομακρυνθεί. Πριν όμως φτάσει στην πόρτα η φωνή του καλοντυμένου κυρίου την πρόλαβε αναδιατυπώνοντας την ερώτηση.
«Απόλυτα σίγουρη;»
«Χίλια τοις εκατοί κύριε!»
«Καλώς. Ευχαριστώ. Κλείσε τη πόρτα σε παρακαλώ….»
Η μεσόκοπη ιδιαιτέρα βγήκε από το πολυτελές γραφείο και έκλεισε την βαριά πόρτα όχι όμως πριν προλάβει να ακούσει τη φωνή του καλοντυμένου κύριου: «Και να μην με ενοχλήσει κανείς. Κατάλαβες; Κανείς!»
Ο καλοντυμένος κύριος κοίταξε με απόγνωση την μεγάλη στοίβα με τα σενάρια. Έσβησε το τσιγάρο, έξυσε το κεφάλι του αμήχανα με το ένα χέρι, έτριψε τα μάτια του με τις γροθιές του, κούρδισε τα αφτιά του, έβαλε το δάκτυλο στη μύτη βγάζοντας ένα κακάδι που το κοίταξε περίεργα πριν το σκουπίσει με μια κόλα Α4 που ξεκόλλησε από το επόμενο σενάριο.
Ο καλοντυμένος κύριος πάτησε και πάλι το κομβίο της ενδοσυνενόησης. «Πες τους να μου φέρουν ένα ουίσκι με πάγο» είπε.
«Μάλιστα» ακούστηκε η φωνή της μεσόκοπης ιδιαιτέρας.
Πολύ γρήγορα ακούστηκαν και τα διστακτικά κτυπήματα στη ξύλινη θύρα
«Περάστε» φώναξε ο καλοντυμένος κύριος. Μια όμορφη νεαρή κοπέλα έκανε την εμφάνιση της με ένα δίσκο που περιείχε μία παγωτιέρα, ένα ποτήρι και ένα μπουκάλι σπέσιαλ ουίσκι. Ο καλοντυμένος κύριος δεν έδειξε να προσέχει την εμφάνιση της κοπέλας.
«Το ουίσκι σας κύριε Διαθεσόπουλε.»
«Αφήστε το εδώ» της είπε δείχνοντας την άκρη του γραφείου που βρισκόταν εγγύτερα στην καρέκλα του. Η όμορφη κοπέλα άφησε το μπουκάλι, τον πάγο και το ποτήρι σκύβοντας τόσο ώστε να αποκαλύψει ένα μέρος του μπούστου της που κρυβόταν ελάχιστα από το ιδιαίτερα ανοικτό ντεκολτέ της. Απογοητευμένη που η προκλητική εμφάνισή της δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα (ακόμα και η πολύ κοντή μίνι φούστα της πέρασε παντελώς απαρατήρητη) η νεαρή γραμματεύς βγήκε από το πολυτελές γραφείο κλείνοντας δυνατά τη πόρτα. Ο καλοντυμένος κύριος έβαλε με τα χέρια ένα παγάκι στο ποτήρι, αγνοώντας την ειδική λαβίδα και το γέμισε μέχρι τη μέση με σπέσιαλ ουίσκι.
Το ποτήρι έχει άδειασε και ο καλοντυμένος κύριος έσπευσε να το γεμίσει μέχρι τη μέση αφήνοντας το αναμμένο τσιγάρο στο τασάκι. Με φανερά καλύτερη διάθεση κοίταξε το μεγάλο σωρό με τα σενάρια. Ήπιε μια ακόμα τζούρα από το ποτό του και χωρίς να σβήσει το τσιγάρο γράπωσε το πάνω πάνω σενάριο από τη στοίβα. Κοίταξε παραξενεμένος τον τόμο προσπαθώντας να εντοπίσει το εξώφυλλο όπου βρίσκονται το όνομα του έργου και του συγγραφέα. Έπειτα από ένα στιγμιαίο δισταγμό, έβγαλε το τσαλακωμένο φύλο από τον κάλαθο, το άνοιξε προσεκτικά κάνοντας μια γκριμάτσα αηδίας και διάβασε τα στοιχεία. Άφησε την κόλα στο πάτωμα δίπλα του και άρχισε την ανάγνωση του νέου τόμου.
Ο καλοντυμένος κύριος σηκώθηκε από την καρέκλα του απόλυτα ψύχραιμος κρατώντας στο χέρι το σενάριο. Μόλις έφτασε στο ύψος του γραφείου και σα να τον έπιασε αμόκ προσπάθησε λυσσωδώς να σκίσει στα δύο το σενάριο. Δεν τα κατάφερε καίτοι προσπάθησε επίμονα. Τελικά αποφάσισε να αποκολλήσει μερικές σελίδες τις οποίες έσκισε σε μικρά κομματάκια. Συνέχισε να σκίζει λίγες λίγες τις σελίδες μέχρι που το σενάριο μετατράπηκε σε χοντρό χαρτοπόλεμο στο πάτωμα του πολυτελούς γραφείου.
Το χέρι του καλοντυμένου κυρίου άρπαξε το επόμενο σενάριο. Από το μπουκάλι έλειπε λίγο περισσότερο ουίσκι.
Ο καλοντυμένος κύριος κρατώντας με δυσκολία την αυτοκυριαρχία του άνοιξε το παράθυρο του γραφείου και πέταξε το σενάριο έξω. Το σενάριο ταξίδεψε στον αέρα για να προσγειωθεί στο κεφάλι ενός ανέμελου διαβάτη ο οποίος έπιασε το κεφάλι του και έπεσε κάτω. Μόλις ο διαβάτης συνήρθε κάπως, κοίταξε ψηλά το πολυτελές γυάλινο κτίριο και έπειτα μάζεψε τα σκορπισμένα φύλλα του αντικείμενου που τον κατακεραύνωσε.
Το χέρι του καλοντυμένου κυρίου γράπωσε άλλο ένα βιβλίο ενώ ο καπνός πρόδιδε ότι τα τσιγάρα συνέχιζαν να διαδέχονται το ένα το άλλο και η στάθμη της μπουκάλας με το σπέσιαλ ουίσκι μειωνόταν με αυξανόμενο ρυθμό.
Ο καλοντυμένος κύριος, έχοντας φανερά ικανοποιημένο ύφος, σαν να του ήρθε μόλις μία πολύ καλή ιδέα, σηκώθηκε κρατώντας το σενάριο και κατευθύνθηκε προς μία πόρτα που βρισκόταν δεξιά του πολυτελούς γραφείου. Άνοιξε το φως εμφανίζοντας μια υπερπολυτελή τουαλέτα. Ο καλοντυμένος κύριος έκανε ρολό το σενάριο το έχωσε στην τρύπα της λεκάνης και πάτησε το καζανάκι. Ο καλοντυμένος κύριος με νευρικές κινήσεις πάτησε ξανά και ξανά το καζανάκι προσπαθώντας μάταια να προκαλέσει την εξαφάνιση του σεναρίου. Έπειτα προσπάθησε χρησιμοποιώντας το πόδι του να το σπρώξει στη τρύπα αλλά φαίνεται ότι αυτό ήταν αδύνατο. Το καζανάκι κόλλησε ενώ η λεκάνη αποκολλήθηκε από τη θέση της. Το νερό αρχίζει να χύνεται στο πάτωμα. Ο καλοντυμένος κύριος με τα ταλαιπωρημένα ρούχα παράτησε απογοητευμένος τις προσπάθειες σφάλισε τη πόρτα της τουαλέτας και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του.
Ο σωρός των σεναρίων είχε μειωθεί αισθητά. Για την ακρίβεια είχε απομείνει ένα τελευταίο σενάριο. Η μία μπουκάλα με το σπέσιαλ ουίσκι ήταν πλέον κενή και δίπλα της βρισκόταν μία δεύτερη που κόντευε κι αυτή να αδειάσει. Στάχτες και αποτσίγαρα ήταν σκορπισμένα στο γραφείο. Στο άδειο τασάκι ένα αναμμένο τσιγάρο σκόρπιζε τον καπνό του. Από την πόρτα της τουαλέτας έβγαινε νερό που μούσκευε τη μοκέτα. Τα σενάρια-χαρτοπόλεμος σκέπαζαν μεγάλο μέρος του πατώματος ενώ στον κάλαθο των αχρήστων βρίσκονταν τα υπολείμματα από τουλάχιστον τρεις ολοσχερώς καμένους τόμους. Ο κύριος που ήταν κάποτε καλοντυμένος τώρα ήταν σε άθλια κατάσταση. Τα ρούχα του ήταν λερωμένα, το σακάκι κείτονταν στο πάτωμα, η γραβάτα είχε απανθρακωθεί μαζί με τα βιβλία στον κάλαθο, το πουκάμισο είχε βγει από το παντελόνι.
Ο κάποτε καλοντυμένος κύριος κοίταξε με απόγνωση το τελευταίο σενάριο. Πλησίασε την καρέκλα του στο γραφείο. Έξυσε το κεφάλι του, έτριψε τα μάτια του, κούρδισε τα αφτιά του, έβαλε το δάκτυλο στην μύτη βγάζοντας ένα κακάδι το οποίο σκούπισε επιδεικτικά στο παντελόνι. Κοίταξε το ύστατο σενάριο και με μία έκφραση ανυπόκριτης αντοχής έπιασε γερά τον τόμο και τον τράβηξε με κόπο προς το μέρος του. Με θολά μάτια κοίταξε το εξώφυλλο και εντελώς αναπάντεχα έβαλε τα κλάματα.
Ο πρώην καλοντυμένος κύριος κάλυψε με τα χέρια του τα μάτια αφήνοντας ένα μικρό φεγγίτη ανάμεσα στα δάκτυλα από όπου το ένα του μάτι προσπαθούσε να διαβάσει τις αράδες. Η γκροτέσκα φιγούρα του πρώην καλοντυμένου κυρίου ολοκληρωνόταν από την λάμψη τρέλας που μπορούσε να διακρίνει στα μάτια του και ο πιο άπειρος παρατηρητής. Προσπάθησε να σηκωθεί απότομα αλλά η καρέκλα τον ενοχλούσε. Την άρπαξε και την πέταξε έξω από την τζαμαρία που θρυμματίστηκε. Έπιασε το σενάριο και με τα δύο χέρια, το πέταξε κάτω και άρχισε να το ποδοπατάει πάνω στο βρεγμένο πάτωμα (από τα νερά της τουαλέτας που έχουν ήδη αρχίσει να πλημμυρίζουν τον χώρο). Έπειτα άδραξε την οθόνη του υπολογιστή και την εκσφεντόνισε στην πολυτελή ντουλάπα που βρισκόταν στον απέναντι τοίχο. Η οθόνη έσπασε κάνοντας έναν δυνατό κρότο. Ο πρώην καλοντυμένος κύριος όμως δεν είχε ακόμα ολοκληρώσει το καταστροφικό του έργο. Έσκισε το πουκάμισο του, αναποδογύρισε το γραφείο, έσπασε τα κάδρα από τους τοίχους και επιχείρησε μερικές επίπονες κλωτσιές στο πεσμένο γραφείο, τα ντουλάπια και τους τοίχους βγάζοντας άναρθρες κραυγές.
Ο ταλαιπωρημένος άντρας καθισμένος ανακούρκουδα στο βρεγμένο πάτωμα πάτησε το κομβίον του τηλεφώνου εσωτερικής επικοινωνίας που παραδόξως λειτουργούσε ακόμα.
«Για έλα μέσα σε παρακαλώ» είπε στην γραμματέα του ξεψυχισμένα.
«Μάλιστα κύριε. Αμέσως» ακούστηκε η ανήσυχη φωνή της ιδιαιτέρας.
Η πόρτα άνοιξε και η μεσόκοπη ιδιαιτέρα μπήκε στο κατεστραμμένο γραφείο. Το πρόσωπο της άκαμπτο, δεν πρόδιδε ίχνος έκπληξης παρόλο που τα παπούτσια της πλατσούριζαν στη βρεγμένη μοκέτα. Τον πλησίασε
«Φώναξε κάποιον σε παρακαλώ να σταματήσει το νερό στην τουαλέτα.»
«Μάλιστα κύριε. Τίποτα άλλο;»
«Ναι. Θέλω να πάρεις τηλέφωνο τον διευθυντή του καναλιού και τον σκηνοθέτη» είπε ο πρώην καλοντυμένος κύριος .
«Μάλιστα κύριε. Και τι να τους πω;»
«Πέστους ότι δε μου άρεσαν τα σενάρια…»

0 Comments:

Post a Comment