Δευτέρα, Απριλίου 16, 2007
ΤΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΤΩΝ ΕΛΒΕΤΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ (ΠΕΡΙ ΕΡΩΤΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΑΗΔΙΕΣ)
Καταχωρήθηκε από τον/την Count_Zero στις 10:11 μ.μ.Το Σκηνικό
Ένα μεγάλο, μακρόστενο δωμάτιο, ένα δρύινο τραπέζι -που καταλαμβάνει σχεδόν το ένα τρίτο του χώρου- με οκτώ καρέκλες στη μία άκρη. Ένα μικρό κομμάτι του δωματίου, η κουζίνα, χωρίζεται από το υπόλοιπο με μια καμάρα και πάγκο που φτάνει περίπου ως το μέσο της καμάρας. Η κουζίνα δεν φαίνεται ολόκληρη από τη σκηνή. Αντίθετα η τραπεζαρία, το υπόλοιπο του χώρου, είναι σε πρώτο πλάνο.
Δύο εισόδοι, περίπου στο μέσο του δωματίου, η μία απέναντι από την άλλη. Δεξιά, όπως κοιτάμε την τραπεζαρία, η είσοδος, αριστερά το κελάρι και τα υπνοδωμάτια.
Τα Πρόσωπα
Διόνυσος, ο οικοδεσπότης
Αλκιβιάδης, γυναίκα μεταμφιεσμένη σε άντρα
Σωκράτης
Διοτίμα
Αριστοφάνης
Στυμφαλίδα όρνιθα Κόζιμα
Άδης
Αλλήθωρος σκύλος Κέρβερος (γυναίκα μεταμφιεσμένη σε σκύλο)
Τραγογένης Κλάους
Δούλος Πασίχρηστος
Γκοντό
... και οι γάτοι ... (άνθρωποι μεταμφιεσμένοι σε γάτους) Χανς, Μπουκόβσκι, Μπιλ Κλίντον που αρχικά κάθονται πίσω από τον Διόνυσο και τον Αλκιβιάδη αργότερα αλλάζουν διαρκώς θέσεις.
Το Συμπόσιο...
Το Συμπόσιο είχε προγραμματιστεί για την ενδέκατη μέρα της όγδοης σελήνης. Το “Στέκι του Διονύσου” ετοιμαζόταν εδώ και καιρό να υποδεχτεί τους υψηλούς καλεσμένους. Όλη η αφρόκρεμα των Ελβετών φιλοσόφων θα παρευρισκόταν στη συζήτηση για να τιμήσει, όσο ποτέ άλλοτε, τον Έρωτα.
Την προκαθορισμένη μέρα επικρατούσε άπνοια και μια διαβολεμένη ζέστη, λες και όλη η φύση αφουγκραζόταν για να ακούσει τα λόγια των μεγάλων δασκάλων. Το κρέας ψηνόταν σε σιγανή φωτιά και οι μεστές κανάτες περίμεναν υπομονετικά να σβήσουν τη δίψα των ομιλητών. Μες τη κουζίνα επικρατούσε πανδαιμόνιο με τους δούλους να πηγαινοέρχονται βιαστικά κάτω από τα απειλητικά βλέμματα και τις φωνές του Διόνυσου.
Πρώτος κατέφθασε ο Σωκράτης παρέα με τη μάντισσα Διοτίμα και τα ξύλινα πόδια του να κάνουν παράξενους (κλαπ-κλαπ, κλαπ-κλαπ) θορύβους στα μάρμαρα του καπηλειού. Πίσω του ακολουθούσε ο Αριστοφάνης, με τη Στυμφαλίδα όρνιθα Κόζιμα στον ώμο του, και ο Άδης που μπήκε φουριόζος, πέφτοντας πάνω στον Αριστοφάνη (που σκόνταψε και κόντεψε να σωριαστεί), καθώς ο αλλήθωρος σκύλος του Άδη, ο Κέρβερος, είχε μυριστεί το κρέας και μπερδεύτηκε στα πόδια του.
Ο Διόνυσος αφήνοντας την κουζίνα, τους υποδέχτηκε με εγκάρδια αγκαλιάσματα και σταυρωτά φιλιά (σκουπίζοντας ταυτόχρονα και τα λαδωμένα χέρια του στις πλάτες τους) και διέταξε τον δούλο Πασίχρηστο να προσφέρει κρασί μέχρι να ψηθεί το κρέας. Εντωμεταξύ, ο Κέρβερος, κοιτούσε απειλητικά προς τη μεριά των γάτων Μπουκόβσκι, Χανς και Μπιλ Κλίντον και προς στιγμήν απειλήθηκε σύρραξη που όμως αποφεύχθηκε με την έγκαιρη επέμβαση του δούλου Πασίχρηστου. Ο Κέρβερος κουλουριάστηκε στα πόδια του Άδη και οι γάτοι έπιασαν πάλι τις γωνίες παίρνοντας το χαρακτηριστικά βαριεστημένο ύφος που μόνο οι γάτοι ξέρουν να παίρνουν.
Στην κεφαλή του τραπεζιού έκατσε ο Σωκράτης που προσπαθούσε μάταια να βολέψει με κάποιο τρόπο τα ξύλινα πόδια του. Δίπλα του, η Διοτίμα έπιασε κουβέντα με τον τραγογένη Κλάους ο οποίος διαρκώς περνούσε αμήχανα το χέρι από τη γυαλιστερή καράφλα του. Ο τραγογένης Κλάους, το δυσλεκτικό αποπαίδι του Διονύσου, παιδί της Αριάδνης και του Θησέα. Δεξιά του Κλάους, ο Άδης κάπνιζε μανιωδώς ένα παραγεμισμένο με μαριχουάνα τσιμπούκι και κάποιες στιγμές -εντελώς ανεξήγητα- ξεσπούσε σε βροντερά χαχανητά. Από την άλλη μεριά του τραπεζιού στα αριστερά του Σωκράτη, κάθισε ο Αριστοφάνης με τη Στυμφαλίδα όρνιθα Κόζιμα, γαντζωμένη γερά στον ώμο του.
Σε λίγο έκανε την εμφάνιση του κι ο Αλκιβιάδης με δύο πορτοκαλί σουπιές που ξερνούσαν μελάνι κάτω από τη χλαμύδα του (η τελευταία λέξη της μόδας). Ο Διόνυσος του προσέφερε τη θέση στη νότια κεφαλή του τραπεζιού, απέναντι από τον Σωκράτη που παρακολουθούσε με ενδιαφέρον.
Αφού τελείωσε με τις φροντίδες του Συμποσίου, έκατσε κι αυτός ανάμεσα στον Αλκιβιάδη και τον Αριστοφάνη. Εντωμεταξύ, όλη αυτή την ώρα, ο ψωριάρικος σκύλος του Άδη, ο Κέρβερος, για κάποιον μυστηριώδη λόγο, ήταν πολύ χαρούμενος. Κουνούσε διαρκώς την ουρά του, τιναζόταν (γεμίζοντας σάλια, τρίχες και ψείρες τον χώρο και τους αξιοσέβαστους καλεσμένους) και γάβγιζε δυνατά, αν και το γαύγισμα του συγκεκριμένου τετραπόδου έμοιαζε περισσότερο με ρόγχο από τον κάτω κόσμο. Τελικά, μετά από μια ακόμα ανεξήγητη κρίση γέλιου, ο Άδης σηκώθηκε, του τράβηξε δύο γερές κλωτσιές στα πλευρά και το βρομόσκυλο το βούλωσε επιτέλους κι άραξε στα πόδια του αφεντικού του. Ο Αλκιβιάδης σταύρωσε ανακουφισμένος τις σουπιές του κι έπιασε κουβέντα με τον Διόνυσο.
Σε λίγο, ο δούλος Πασίχρηστος σέρβιρε και οι αξιότιμοι καλεσμένοι παράτησαν το κουτσομπολιό για να καταβροχθίσουν με βουλιμία το μισοψημένο κρέας. Ο τραγογένης Κλάους γέμιζε μεστά τα ποτήρια και γενικά το κέφι άναψε και μέσα σε ελάχιστο χρόνο δημιουργήθηκε μια ζεστή, Ελβετική ατμόσφαιρα
Στο Συμπόσιο ήταν επίσης προσκαλεσμένοι η Αριάδνη με τον Ερμή που όμως τελικά δεν θα ερχόντουσαν, πράγμα αναμενόμενο, λόγω των προστριβών που είχε ο τελευταίος με τη Στυμφαλίδα όρνιθα Κόζιμα. Αυτό πάντως δεν εμπόδισε την ομήγυρη να διασκεδάζει: τα χωρατά έδιναν κι έπαιρναν με κύριο αποδέκτη τον Σωκράτη που τα δεχόταν με στωική υπομονή, τα ποτήρια γέμιζαν και ξαναγέμιζαν σε χρόνο μηδέν κάτω από την άγρυπνη φροντίδα του τραγογένη Κλάους, τα χαχανητά σχεδόν σκέπαζαν τα γαυγίσματα του Κέρβερου –που είχε ξεθαρρέψει- και θα ’λεγε κανείς πως μόνο οι γάτοι δε συμμετείχαν στη γενική ευφορία καθώς είχαν κουλουριαστεί με τον ακριβή τρόπο των γάτων και μόνο σπάνια –ακούγοντας τη βροντερή φωνή του Άδη ή τις τρομερές κλανιές του- ξυπνούσαν, σήκωναν ελαφρά το κεφάλι και κοιτούσαν για λίγο με μισόκλειστα μάτια τα τεκταινόμενα, πριν ανασηκώσουν αδιάφορα τους ώμους και ξαναπέσουν στη λήθη.
Όταν πια απόφαγαν και τα κοκάλα είχαν κάνει μικρούς σωρούς στο πάτωμα (προς μεγάλη τέρψη του Κέρβερου που άρχισε να τα συγκεντρώνει σε ένα μονοσώρι πίσω από τη καρέκλα του Άδη), ο Διόνυσος σηκώθηκε και αφού ρεύτηκε απειλητικά προς τη μεριά του Κέρβερου που γρύλιζε στις γάτες, είπε μιλώντας δυνατά για να τους τραβήξει τη προσοχή:
«Αγαπητοί φίλοι. Όπως γνωρίζετε, συγκεντρωθήκαμε εδώ όχι μόνο για να περιδρομιάσουμε και να γίνουμε πίτα, αν και από μόνοι τους αυτοί οι δύο λόγοι είναι εξίσου σημαντικοί, αλλά και για να μιλήσουμε για ένα πολύ σπουδαίο θέμα, για έναν πολύ σημαντικό θεό, τον Έρωτα. Σε αυτή τη συζήτηση, θεωρώ πρέπον να τηρηθεί μία σειρά στις ομιλίες μας που θα γίνει σεβαστή από όλους, έτσι ώστε ο καθένας από εμάς να μπορεί να αναπτύξει τις απόψεις του χωρίς να παρενοχλείται από τους άλλους. Αν συμφωνείτε, μπορούμε να ξεκινήσουμε με τον αγαπητό μας Αλκιβιάδη που είναι ο νεώτερος όλων και που σίγουρα θα μπορέσει με τον ενθουσιασμό και τη ρητορική του δεινότητα να μας γοητεύσει και να μας κινήσει το ενδιαφέρον».
Ακολούθησαν επευφημίες, ο Αριστοφάνης με τον Άδη έκαναν μια μικρή εξέδρα φωνάζοντας «Αλκης, Αλκης», ο Σωκράτης μειδιούσε συναινώντας και κτυπώντας τα ξύλινα πόδια του στο πάτωμα και ο Κλάους πέρασε για μια ακόμα φορά το χέρι από τη καράφλα του. Όλοι τώρα κοιτούσαν τον Αλκιβιάδη με εξαίρεση τον Κέρβερο που καταβρόχθιζε τα κοκάλα γρυλίζοντας και ρίχνοντας άγριες ματιές προς τη μεριά των γάτων. Ο Αλκιβιάδης, ξεμπέρδεψε τις σουπιές του, κάθισε βαθιά στο ξύλινο κάθισμα, αποτελείωσε βιαστικά το μπρούσκο κρασί που περίμενε υπομονετικά στο ποτήρι κι άρχισε κάπως έτσι:
«Φίλοι μου, το θέμα για το οποίο καλούμαι να καταθέσω την άποψη μου είναι πράγματι σπουδαίο, ίσως το σπουδαιότερο, για τις ανθρώπινες σχέσεις. Είναι, αλήθεια, μεγάλη τιμή για μένα να ξεκινήσω αυτή τη κουβέντα, εγώ ο νεώτερος κι αδαής, σε μία “σύναξη σοφών”», είπε προκαλώντας γενική θυμηδία και συνέχισε, «ο Έρως, αυτός ο αρχαίος θεός που του αξίζουν οι μεγαλύτερες τιμές γιατί, μα τον Δία, γεμίζει τις ψυχές μας με τα βαθύτερα συναισθήματα. Τι θα ήταν οι ζωές χωρίς τον Έρωτα; Ποια συναισθήματα μπορούν να συγκριθούν με αυτά που Εκείνος μπορεί να προκαλέσει;».
Κοίταξε για λίγο εμφατικά το ακροατήριό του και συνέχισε: «Όμως, τι εστί Έρως, τι προκαλεί το καρδιοχτύπι, τους παραλογισμούς, τη μέθη των αισθήσεων, τη μέθεξη της ψυχής; Δεν είναι δυνατόν η γενεσιουργός αιτία του Έρωτα να είναι μονάχα το ένστικτό και η ερωτική συνεύρεση. Πρέπει να υπάρχει κάτι βαθύτερο, μια συγγένεια ψυχών ίσως. Ο Έρωτας δεν μπορεί παρά να είναι ένα ψυχοσωματικό φαινόμενο, μια ψυχοσωματική έλξη.
»Υπάρχουν λοιπόν δύο επίπεδα. Το επίπεδο της σωματικής έλξης που κινείται από τον ζωώδη, ενστικτώδη πόθο και το ψυχικό επίπεδο που οδηγείται από την αγνή, εξυψωμένη στο θείο, κι ας μου συγχωρήσουν οι θεοί αυτή μου την αγένεια, έλξη. Ο Έρως είναι ο μοναδικός από τους θεούς που διεισδύει στις ψυχές των ανθρώπων, γίνεται μέρος του εαυτού τους και έτσι, έστω προσωρινά, ο άνθρωπος γίνεται λιγάκι θεός. Τα συναισθήματα του είναι πιο έντονα από ποτέ, κάνει πράγματα που ούτε που θα τολμούσε να φανταστεί και αποκτά πρωτόγνωρες δυνάμεις. Όλα αυτά τα προκαλεί ο θεός που εισχωρεί μέσα μας. Πρώτα κυριεύει την ψυχή μας στο απόλυτα αγνό επίπεδο της νόησης και το σώμα ακολουθεί. Οι δύο εραστές έχουν μια ψυχή και μια ψυχή μονάχα είναι παράταιρο να ’χει δυο σώματα».
Αυτά είπε ο Αλκιβιάδης κι άρπαξε το ποτήρι κάνοντας μια πρόποση: «Στην υγεία του Έρωτα», είπε κι όλοι συγκατένευσαν ανεμίζοντας τα ποτήρια τους που γέμιζε διαρκώς ο τραγογένης Κλάους, το δυσλεκτικό αποπαίδι του Διονύσου. Εντωμεταξύ, η Στυμφαλίδα όρνιθα Κόζιμα έτρωγε με βουλιμία τα μακρουλά της νύχια, τα οποία όμως ξαναφύτρωναν αυτοστιγμής, ενώ ο κοπρίτης του Άδη γάβγιζε χαρούμενα πάνω από τον σωρό με τα κοκάλα συμμετέχοντας στη γενική ευθυμία. Τα γέλια και τα αστεία συνεχίζονταν με αμείωτη ένταση και μόνο οι γάτοι παρέμεναν παγερά αδιάφοροι με τα τεκταινόμενα. Μετά τον Αλκιβιάδη ήταν σειρά του Άδη να μιλήσει. Ακούμπησε απρόθυμα το μισογεμάτο τσιμπούκι του στο τραπέζι πλάι στο γεμάτο ποτήρι, ξεροκάταπιε, γέλασε δυνατά κι αφού τράβηξε μια γερή κλωτσιά στον Κέρβερο που μπλέχτηκε ακόμα μια φορά στα πόδια του ξεκίνησε με τούτα τα λόγια:
«Δε σας κρύβω πως αισθάνομαι περίεργα που βρίσκομαι σε ετούτο το Συμπόσιο». Άφησε μία βροντερή κλανιά για να επιβεβαιώσει του λόγου το αληθές και συνέχισε, «Δεν έχω αλήθεια συνηθίσει τον πάνω κόσμο και νοιώθω άβολα ανάμεσα σε τόσους ζωντανούς θνητούς. Όμως, όταν ο Διόνυσος με προσκάλεσε σε αυτή τη συζήτηση δε μπορούσα να αρνηθώ την παρουσία μου καθώς ο Έρωτας είναι ο πιο αγαπημένος και ταυτόχρονα ο πιο μισητός μου θεός.
»Γνωρίζω περισσότερο από τον καθένα σας σε τι παράτολμες και πολλές φορές σε ανίερες πράξεις οδηγεί τους ανθρώπους. Και σε ποιες τιμωρίες υποβάλλονται για τις πράξεις τους αυτές στον άλλο κόσμο. Και για να σας δώσω ένα τρανταχτό παράδειγμα που σας επηρεάζει όλους σκεφτείτε την Πανδώρα, την πρώτη θνητή γυναίκα που έφτιαξε ο Ήφαιστος από πηλό και που ήταν ερωτευμένη με τον Άρη. Ο Άρης, όλοι σας ξέρετε πόσο χαιρέκακος και πολεμοχαρής είναι, την έπεισε να ανοίξει το πιθάρι των συμφορών που της είχε εμπιστευτεί ο Δίας και το κακό έπεσε στα κεφάλια ολάκερου του ανθρώπινου γένους. Ο Δίας για να την τιμωρήσει, την καταδίκασε να μπαίνει διαρκώς σε ένα πιθάρι με δηλητηριασμένα φίδια, να πεθαίνει μέσα σε φρικτούς πόνους από τα δαγκώματα κι έπειτα να ξαναγεννιέται για να ξαναπεθάνει σε ένα αιώνιο μαρτύριο που όμοιο του μονάχα ο Προμηθέας έχει γνωρίσει!», είπε και έπιασε τη πίπα του από το τραπέζι, αφού πρώτα κατάφερε να ρίξει κάτω το ποτήρι με το κρασί και να κατατρομάξει τον Κέρβερο που λούφαξε σε μία γωνία αλλά και να ξυπνήσει τους νευριασμένους πλέον γάτους που έκαναν μια βόλτα γύρω από τον εαυτό τους πριν ηρεμήσουν και ξαναγλαρώσουν.
«Καταλαβαίνετε λοιπόν, συνέχισε απτόητος ο Άδης, πως ο Έρως, αυτός ο θεός που υμνείτε, προκαλεί μεγάλες συμφορές σε σας τους ανθρώπους αλλά και στους αθανάτους. Ακόμα κι εγώ που σας μιλώ, έπεσα στην παγίδα του και πήρα, είναι αλήθεια άθελα της, μια γυναίκα που συνεχώς γκρινιάζει και ζητά να ζήσει με τη μητέρα της. Κι ενώ ήξερα πως δε θέλει να ζήσει στο βασίλειο μου, ήξερα πως θα μου κάνει τη ζωή μαρτυρική, ο Έρωτας με τύφλωσε και την έκλεψα».
»Αυτή η στρίγγλα η πεθερά μου (είπε πολύ νευριασμένος κτυπώντας τόσο δυνατά το χέρι στο τραπέζι που αν δεν το είχε κατασκευάσει ο Ήφαιστος θα είχε διαλυθεί, κάνοντας τους να αναπηδήσουν) η Δήμητρα, με περιφρονεί γιατί λέει αυτή είναι αρχέγονη θεά κι ο Πατέρας τής Περσεφόνης είναι ο Δίας, βασιλιάς θνητών κι αθανάτων. Λες κι εγώ ο Άδης είμαι κανένα αποπαίδι. Νομίζετε πως θα ανεχόμουν αυτή τη μέγαιρα και την άλλη την ψωροπερήφανη εάν ο Έρωτας δεν είχε εισβάλει μέσα στα τάρταρα της ψυχής μου, παρά τη θέληση μου; Κι εδώ», ηρέμησε κάπως, «θα συμφωνήσω με τον αγαπητό Αλκιβιάδη», είπε και έκανε μια φιλότιμη προσπάθεια να χαμογελάσει. Έδωσε άλλη μια δυνατή κλωτσιά στον Κέρβερο και ξέσπασε σε ένα ακόμη βροντερό χαχανητό.
Έπειτα σα να θυμήθηκε, έδειξε με τη πίπα του ένα γύρω τους παρευρισκόμενους και είπε με περισπούδαστο ύφος: «Ο Έρωτας βρίσκεται στους πάντες και στα πάντα. Εισχωρεί στις ψυχές ανθρώπων και θεών, τις περισσότερες φορές όμως, με ολέθρια αποτελέσματα. Είναι πράγματι δυνατά τα συναισθήματα που προκαλεί, σε φυλακίζει στη δική του λογική. Συλλογιστείτε τις φορές που σας έχει απογοητεύσει, σκεφτείτε αυτούς που είχατε θεωρήσει ιδανικούς κι ενώ τους χαρίσατε όλο σας το είναι, απεδείχθησαν αχάριστοι ή ανόητοι. Μην ξεχνάτε λοιπόν πως ευτυχισμένο τέλος σε μια ερωτική ιστορία δεν υπάρχει και πάντα στο τέλος θα κυριαρχούν η απογοήτευση, η πίκρα, η οδύνη κι όλα τα δυνατά μεν, μα δυσάρεστα συναισθήματα που προκαλεί η απομυθοποίηση, ο χωρισμός ή ο χαμός του αγαπημένου.
»Καταλαβαίνετε τώρα πως ο Έρωτας ο πιο ισχυρός ανάμεσα στους θεούς, θεός θνητών κι αθανάτων και κανείς, μα κανείς από αυτούς που φυλακίζει στη παράλογη λογική του δεν μπορεί να διαφύγει. Αν νομίζετε ότι ο Δίας είναι πιο ισχυρός αρκεί να εξετάσετε τη συμπεριφορά του οσάκις κεραυνοβολείται από τον Έρωτα. Ώρες ώρες, νομίζω ότι τα κάνει εξεπίτηδες για να τον διαπομπεύσει».
Αυτά είπε ο Άδης και κάθισε. Είχε πέσει μια γενική κατήφεια στο τραπέζι. Οι Ελβετοί φιλόσοφοι ρούφαγαν σκεφτικοί το κρασί που σερβίριζε ο Κλάους. Ακόμα κι ο Κέρβερος φαινόταν να αντιλαμβάνεται την κατάσταση και είχε κρύψει το πρόσωπο του πίσω από τα μπροστινά του πόδια. Η Στυμφαλίδα όρνιθα Κόζιμα κοιτούσε ειρωνικά. Ο Διόνυσος σηκώθηκε, αφήνοντας προς στιγμή το μπούτι τού Αλκιβιάδη και αγνοώντας τον τραγογένη Κλάους που είχε σειρά είπε: «Ας μιλήσει η Διοτίμα κι ας ελπίσουμε πως θα έχει ισχυρά επιχειρήματα για να αντικρούσει τον Άδη».
Ο Άδης έριξε μια γρήγορη ματιά στους γάτους Μπουκόβσκι και Χανς που λαγοκοιμόντουσαν (ο γάτος Μπιλ Κλίντον είχε μεταφερθεί λίγο πιο πίσω, κοντά στη σόμπα), εκτόξευσε ένα βροντερό χαχανητό και άρπαξε την πίπα του. Άναψε τη μαριχουάνα, κοίταξε τους θνητούς χαμογελαστός μέσα από ένα σύννεφο καπνού και χώθηκε όσο πιο βαθιά μπορούσε στην καρέκλα, πατώντας ταυτόχρονα το κεφάλι του Κέρβερου που δεν έβγαλε άχνα. Η Διοτίμα σηκώθηκε, πέρασε το χέρι της στα σγουρά μαλλιά του Σωκράτη που έπαιζε νευρικά τα δάκτυλα του στο σιδερένιο τραπέζι και είπε περίπου αυτά:
«Άκουσα προσεκτικά τους προηγούμενους ομιλητές και μολονότι τους σέβομαι απεριόριστα δε θα συμφωνήσω με κανένα από τους δύο. Πάντως, αν θα έπρεπε να ταχθώ με μία από τις δύο απόψεις θα διάλεγα τη θετική, του Αλκιβιάδη. Για εμένα, ο Έρωτας δεν είναι θεός. Είναι όμως μια πολύ δυνατή ανάγκη να πιστέψουμε σε κάποιον, να αποσπάσουμε αυτά που μας λείπουν και που η έλλειψη τους καθ’ εαυτή κι όχι η ανάγκη τα καθιστά απαραίτητα. Δεν είναι τυχαία η πολυσχιδής ανομοιότητα που παρατηρείται στους εραστές είτε αυτοί είναι του ίδιου φύλου είτε έτερων φύλων οπότε είναι και φανερή. Πάρτε για παράδειγμα τον Σωκράτη με τον Αλκιβιάδη», είπε κι όλοι κοίταξαν διαδοχικά τους δύο άντρες, ακόμα κι ο γάτος Μπιλ Κλίντον έκανε μια προσπάθεια να σηκώσει το κεφάλι του για να δει τον Σωκράτη που καθόταν από την άλλη μεριά του τραπεζιού. Μόνο ο Άδης δεν κοίταξε γιατί είχε αποκοιμηθεί με το τσιμπούκι στο στόμα. Ο Κέρβερος δεν άφησε την ευκαιρία να περάσει ανεκμετάλλευτη. Έπαιρνε όσα κοκάλα χωρούσε το στόμα του, τα μετέφερε στον κήπο και τα έθαβε.
«Είναι γνωστό σε όλους μας», συνέχισε η Διοτίμα αγνοώντας το ροχαλητό του Άδη, «πως είναι εραστές. Κοιτάξτε λοιπόν πόσο διαφορετικοί είναι οι δύο τους. Δείτε τη νιότη, τη χάρη του Αλκιβιάδη», (Ο Αλκιβιάδης ίσιωσε λιγάκι τους ώμους του και πήρε ύφος και ο Διόνυσος του έσφιξε πιο γερά το μπούτι).
«Από την άλλη, ο νεαρός μας φίλος εγκολπώνει και την ύστατη ρανίδα γνώσης που θα του προσφέρει ο μεγάλος σοφός» (Ο Σωκράτης φάνηκε να κοκκινίζει).
»Ο καθένας λοιπόν ζητά από τον εραστή του αυτά που λείπουν από εκείνον, πολλές φορές χωρίς καν να το αντιλαμβάνεται. Και γιατί όχι; Άλλωστε, υπάρχουν τόσα που δεν καταλαβαίνουμε. Έτσι, ο Έρωτας παρόλο που δεν είναι θεός, είναι υπαρκτός. Είναι ένα συναίσθημα, μια δεύτερη ψυχή που ενυπάρχει στους ανθρώπους κι άλλοτε κοιμάται κι άλλοτε ξυπνά και θεριεύει, κυριαρχώντας απόλυτα στο είναι μας. Όταν βρεθεί αυτός που θα ξυπνήσει αυτή τη δεύτερη ψυχή, τη μυστική πραγματικότητα, νοιώθουμε μια πληρότητα ασύγκριτη. Όπως ο πεινασμένος νοιώθει εντονότερα την πείνα του όταν δει και μυρίσει αυτό που δεν μπορεί να γευτεί, έτσι, ακόμα κι αν απογοητευτούμε από τον σύντροφο μας, ακόμα κι αν πονέσουμε και πικραθούμε, αυτή η δεύτερη ψυχή που ξυπνήσαμε δεν περνάει στη λήθη, παρά θεριεύει ολοένα και περισσότερο και η ανάγκη μας γίνεται επιτακτικότερη».
Όσοι ήταν ξύπνιοι άκουγαν γοητευμένοι το λογύδριο της Διοτίμα. Ο Κλάους, δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του από την καλοσυνάτη μορφή της ενώ ο Σωκράτης ήταν υπερήφανος για τη φίλη του. Εντωμεταξύ, ο Κέρβερος μετά από μερικές βόλτες κατάφερε να εξαφανίσει όλα τα κοκάλα και κουλουριάστηκε ικανοποιημένος δίπλα στον Άδη που κοιμόταν μακαρίως όπως και οι γάτοι. Και η Διοτίμα συνέχισε:
«Η δυνατότητα του Έρωτα ενυπάρχει σε όλα τα υποκείμενα αλλά όχι μόνο σε αυτά. Η ίδια η φύση ερωτεύεται και προκαλεί τον Έρωτα. Έρωτα μπορεί να νοιώσουμε για ένα όμορφο ηλιοβασίλεμα στο νησί σου Διόνυσε (ο Διόνυσος παράτησε για λίγο το μπούτι του Αλκιβιάδη και κορδώθηκε ευχαριστημένος), για ένα ευωδιαστό λουλούδι, για μια χαμένη πατρίδα. Στην ουσία λοιπόν ο Έρωτας είναι μια πρωτογενής ανάγκη των ανθρώπων, ίσως η παλαιότερη, είναι η επιθυμία για ολοκλήρωση, για ένωση με την αρμονία της φύσης».
Αυτά είπε η Διοτίμα και κάθισε. Ο Κλάους επέμενε να την κοιτά επίμονα, σα μαγεμένος. Το κρασί είχε σταματήσει να ρέει και εκτός από τον Ηράκλειτο που αν ήταν παρών θα εκνευριζόταν, άρχισαν να ακούγονται και ορισμένες διαμαρτυρίες, κυρίως από την πλευρά του Σωκράτη. Ο Διόνυσος, σταμάτησε ενοχλημένος το μπαλαμούτι με τον Αλκιβιάδη, σηκώθηκε, έκανε το γύρο του τραπεζιού και τράβηξε μια γερή σφαλιάρα στον σβέρκο του τραγογένη Κλάους. Τέτοια ήταν η δύναμη της θεϊκής φάπας που ο Κλάους έπεσε με τα μούτρα στο τραπέζι και όταν σηκώθηκε ήταν γεμάτος αίματα. Το κοπρόσκυλο του Άδη γάβγισε χαρούμενα, με αποτέλεσμα να εισπράξει μία γερή κλωτσιά που το έστειλε να προσγειωθεί κοντά στον Μπιλ Κλίντον. Ο γάτος κοίταξε τον τρομαγμένο Κέρβερο αδιάφορα, σηκώθηκε, έκανε το γύρο του τραπεζιού κι άραξε πίσω από τον Διόνυσο και κάτω από τη Κόζιμα που πρόλαβε να του ρίξει μια γρήγορη ειρωνική ματιά πριν περάσει στην αγκάλη του Μορφέα. Κάτω από τις επευφημίες των ξυπνητών φιλοσόφων και το δυνατό ροχαλητό του Άδη, ο Σωκράτης πήρε τον λόγο:
«Είναι πράγματι σοφά όλα όσα ειπώθηκαν σε ετούτο το Συμπόσιο κι εγώ από τη μεριά μου δεν έχω τίποτα καινούργιο να προσθέσω. Όμως, καθώς η συντροφιά θέλει να με ακούσει, για κάποιους ανεξήγητους λόγους που με θέλουν καλό ρήτορα ενώ δεν είμαι, και για να μη γίνω περίγελος σε όσους τύχει να μάθουν γι αυτή τη συζήτηση θα σας πω μερικές από τις ιδέες μου για το θέμα», είπε και μάζεψε τα ξύλινα πόδια του πιο κοντά στο κάθισμα, παίρνοντας μια πιο βολική στάση. «Ο Έρωτας, ξεκίνησε ο Σωκράτης, είναι η προσπάθεια να καλυφθούν οι ανασφάλειες με ένα μανδύα αισθηματικότητας. Η Διοτίμα προτιμά να ονομάζει την ανασφάλεια, ανάγκη. Δε με πειράζουν τα ονόματα, ωστόσο θα μου επιτρέψετε να χρησιμοποιώ αυτόν τον όρο. Η ανάγκη υπάρχει στο πρωτογενές επίπεδο. Σε αυτό το επίπεδο ο Έρωτας δεν είναι παρά μια βιολογική ανάγκη και κατ’ αυτό το τρόπο θα πρέπει να ικανοποιείται. Όπως ακριβώς υπάρχουν δύο Αφροδίτες: η μία αρχαία, κόρη του ουρανού που ονομάζουμε ουράνια και η άλλη, κόρη του Δία και της Διώνης που ονομάζουμε Πάνδημο, υπάρχουν και δύο μορφές Έρωτα. Η Πάνδημος ανάγκη καλύπτει το βιολογικό μέρος του Έρωτα, τη βιολογική ανάγκη. Η Πάνδημος έλξη είναι μια έλξη που δεν ακολουθεί κανόνες, δε γνωρίζει φραγμούς. Πολλές φορές οι άνθρωποι αρνούνται ακόμα και την ύπαρξή της επειδή η κοινωνία μας ευνοεί το πνεύμα και υποβιβάζει το ένστικτο. Θέλουν να πείσουν πως πρόκειται για πνευματική κι όχι σωματική έλξη κι αναφέρονται σε αυτήν λες και αποτελεί την υποτίθεται εξιδανικευμένη, ουράνια έλξη. Στην πραγματικότητα, η εξομοίωση της Πάνδημου με την Ουράνια δεν είναι παρά η προσπάθεια μας να προσαρμόσουμε τον ενστικτώδη εαυτό μας σε ένα πνευματικό εποικοδόμημα που επιβάλλεται από ένα κοινωνικό αξιακό σύστημα. Στο νοητικό επίπεδο λοιπόν, ο Έρωτας αποκτά Ουράνια πνευματικό χαρακτήρα και όλη η διαδικασία γίνεται ένα μέσο κάλυψης των αδυναμιών και ανασφαλειών. Δε χρειάζεται να τα πολυπλοκοποιούμε αποδίδοντας στην ερωτική πράξη μυστικιστικό περιεχόμενο. Κάτι το οποίο θα έπρεπε να το αντιμετωπίζουμε όπως ακριβώς το φαγητό ή τον ύπνο, το χρησιμοποιούμε για να ρίξουμε προπέτασμα καπνού μπροστά από τα πραγματικά προβλήματα. Τελικά ο Έρωτας θεοποιείται. Αποκτά το χαρακτήρα πανάκειας για όλα τα προβλήματα του ανθρώπου. Όταν δεν ικανοποιηθεί, όπως γίνεται πάντα, μετατρέπεται σε, και να με συγχωρήσετε για την έκφραση, εξιλαστήρια ανάγκη. Όσον δε αφορά εμένα και τον Αλκιβιάδη έχω να ρωτήσω το εξής: μπορούν δύο διαφορετικές ανάγκες να οδηγήσουν στο ίδιο αποτέλεσμα;»
Έτσι μίλησε ο Σωκράτης και χωρίς να περιμένει απάντηση, άπλωσε τα ξύλινα πόδια του να ακουμπήσουν αυτά της Διοτίμα. Ο Άδης που ξύπνησε ρεύτηκε δυνατά και ξέσπασε σε βροντερά γέλια ξυπνώντας τούς γάτους και τον Κέρβερο που λαγοκοιμόταν στα πόδια του. Ο Τραγογένης Κλάους γέμιζε πλέον στοργικά τα ποτήρια, αφού βέβαια συνήλθε από τη μεγαλοπρεπή σφαλιάρα του Διόνυσου. Ο τελευταίος πρέπει να ήταν στο τσακίρ κέφι γιατί είχε βάλει μια κασέτα στο κασετόφωνο και βάλθηκε να τραγουδάει με τον τραγουδιστή ενώ, συχνά πυκνά, άπλωνε το χέρι του και χούφτωνε τον Αλκιβιάδη που έκανε τον ανήξερο. Ήταν όμως φανερό ότι η βάτευση του νέου δεν θα αργούσε κι έτσι ο Αριστοφάνης σηκώθηκε και προσφώνησε τον εαυτό του, καθώς κανείς άλλος δε φαινόταν διατεθειμένος να το κάνει. Ας δούμε όμως τι είπε ο μεγάλος κωμωδός κάτω από το άγρυπνο ειρωνικό βλέμμα της εριστικής Στυμφαλίδος όρνιθας Κόζιμα:
«Φίλοι μου, ο Διόνυσος, κατά πως φαίνεται, έχει ήδη ασπαστεί τη θεωρία του Σωκράτη περί Έρωτος», είπε ο Αριστοφάνης και μαζί με τον Σωκράτη κοίταξαν προς τη μεριά του ζευγαριού χαμογελαστοί.
«Υπό αυτές τις συνθήκες, με ένα τόσο γλαφυρό παράδειγμα που αποδεικνύει του λόγου το αληθές, θα μου είναι τρομερά δύσκολο να τον αντικρούσω καίτοι καθόλου δεν είναι αυτός ο σκοπός μου.
»Εάν ήμασταν σε μία άλλη εποχή και δεν ήμασταν Ελβετοί, θα σας έλεγα πως κάποτε, οι πρώτοι άνθρωποι είχαν δύο σώματα ενωμένα. Κι άλλοι ήσαν άντρες με άντρες, άλλοι γυναίκες με γυναίκες κι άλλοι άντρες με γυναίκες ενωμένοι στο ίδιο άτομο. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν πολύ ισχυροί και οι θεοί αδυνατούσαν να τους τιθασεύσουν. Έτσι οι αθάνατοι κάθισαν και σκέφτηκαν και τελικά βρήκαν ένα τρόπο να τους αποδυναμώσουν. Χώρισαν τα σώματα σε δύο ίδια κομμάτια και εκεί που ήταν η πληγή, μάζεψαν το κρέας γύρω γύρω, αφήνοντας έναν κόμπο στον αφαλό για να θυμούνται από πού προέρχονται.
»Έκτοτε λοιπόν, ο καθένας από τους πρώην σιαμαίους αναζητεί το έτερον του ήμισυ, ανάλογα αν ήταν άντρας με άντρα, γυναίκα με γυναίκα ή άντρας με γυναίκα.
»Όμως φίλοι μου, τα χρόνια πέρασαν και αυτή η ιστορία δεν είναι παρά ένας μύθος. Ένας μύθος που ίσως ενέχει μία αντιστοιχία, ένα συμβολισμό. Τι μας λέει αυτή η ιστορία, ποιες είναι οι χίλιες λέξεις αυτής της εικόνας. Είναι φανερό ότι ο άνθρωπος μετά την αποκοπή χάνει τη δύναμη του, όχι όμως γιατί πραγματικά αποδυναμώνεται, αλλά γιατί χρησιμοποιεί το δυναμικό του για να εντοπίσει και τελικά να επανενωθεί/κατακτήσει το άλλο του μισό. Η επανένωση μετατρέπεται σε γενεσιουργό λόγο ύπαρξης για τον οποίο διατίθεται σχεδόν ολόκληρη η ενεργητικότητα των ανθρώπων.
»Ίσως βέβαια αναρωτιέστε γιατί και οι ίδιοι οι θεοί πέφτουν στη παγίδα που οι ίδιοι έχουν μηχανευτεί. Μα αυτό ακριβώς είναι και το ανθρώπινό τους στοιχείο. Αυτή είναι η γήινη υπόσταση των θεών των τεσσάρων στοιχείων.
»Σκεφτείτε, οι άνθρωποι ήταν τόσο ισχυροί ώστε φόβιζαν τους θεούς! Μήπως λοιπόν ο Έρωτας δεν είναι παρά μια παγίδα των θεών, μήπως είναι ο αντιπερισπασμός που μας αποπροσανατολίζει για να μην αποκτήσουμε ποτέ θεική γνώση και δύναμη; Μήπως, άθελα μας, αυτή ακριβώς τη στιγμή παίζουμε το παιχνίδι τους; Μήπως τελικά ο Έρωτας, φίλοι μου, είναι το υπέρτατο όπλο των θεών ενάντια στους σφετεριστές θνητούς στη προσπάθεια τους να μονοπωλήσουν την αθανασία και την εξουσία; Τι είναι τάχα ο ανθρώπινος πολιτισμός αν όχι η προσπάθεια του ενός φύλου να εντυπωσιάσει το άλλο;»
Αυτά είπε ο Αριστοφάνης και κάθισε. Στο μεταξύ ο Διόνυσος γαμούσε τον Αλκιβιάδη με τον κλασικό του τρόπο: από πίσω, τραβώντας τα μακριά μαλλιά τού νέου, βρίζοντας αισχρά και χύνοντας στη γυμνή πλάτη του ποτήρια με κρασί που γέμιζε αδιάκοπα ο τραγογένης Κλάους. Η Κόζιμα παρακολουθούσε τη σκηνή αηδιασμένη. Ενοχλημένοι ήταν και οι γάτοι Χανς και Μπουκόβσκι που μετά από πολύ ώρα αναγκάστηκαν να ξυπνήσουν με τον ελλοχεύων κίνδυνο να χύσει πάνω τους ο Διόνυσος και άλλαξαν θέση παίρνοντας μαζί και τον Μπιλ Κλίντον που παρακολουθούσε τη σκηνή εντελώς ανέκφραστος. Οι τρεις γάτοι βρήκαν καταφύγιο πίσω από το Σωκράτη και τη Διοτίμα οι οποίοι βρισκόταν σε απόσταση ασφαλείας από τον τεράστιο πούτσο τού Διονύσου.
Ο Άδης, αφού απόκαμε από τα βροντερά χαχανητά, τις κλανιές και τα ρεψίματα που εκσφενδόνιζε με κάθε ευκαιρία, χάθηκε πίσω από το σύννεφο μαριχουάνας και αποκοιμήθηκε για ακόμα μια φορά, με το τσιμπούκι πάντα χωμένο στο στόμα του.
Ο Σωκράτης με τη Διοτίμα ήταν σχεδόν ξενέρωτοι και παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον τα τεκταινόμενα, παρόλο που είχαν πιει τα άντερα τους. Είναι γνωστό άλλωστε πόσο γερά ποτήρια ήταν. Ο αλλήθωρος σκύλος του Άδη, μόλις βεβαιώθηκε πως το αφεντικό του κοιμήθηκε και δεν επρόκειτο να εισπράξει καμία από τις τρομερές κλωτσιές του, έκανε το γύρο του τραπεζιού και όρμησε να κατασπαράξει τη στυμφαλίδα όρνιθα Κόζιμα, που άφησε κατά μέρος το ειρωνικό ύφος, πήρε ένα κατατρομαγμένο και πετάρισε μακριά από τα δόντια του αλλήθωρου τέρατος.
«Βρε κε κεξ κουάξ κουάξ» είπε το πτηνό και φτερούγισε τρομαγμένο.
Ο Αριστοφάνης κοίταξε προς τη μεριά του Σωκράτη κι έκανε μια γκριμάτσα αηδίας δείχνοντάς του την κατάληξη του Συμποσίου. Ο μεγάλος σοφός συναίνεσε νοερά μετακινώντας με θόρυβο τα ξύλινα πόδια του κάτω από το τραπέζι και αναδεύοντας αμήχανα το πλούσιο μούσι του.
Άξαφνα, ακούστηκαν βήματα και κάποιος φάνηκε στην αυλή του καπηλειού. Ο άντρας στάθηκε στο πλατύσκαλο. «Γεια χαρά», είπε ο Γκοντό σηκώνοντας ψηλά ένα δύσθυμο χέρι. Εκείνη τη στιγμή, ο Διόνυσος έβγαλε το τεράστιο όργανό του από το ματωμένο κώλο του Αλκιβιάδη και συστρέφοντάς τον, του τον έχωσε στο στόμα αναγκάζοντας τον να τρομπάρει βίαια. Η δύναμη και η ποσότητα του σπέρματος πέταξαν τον Αλκιβιάδη τουλάχιστον ένα μέτρο πίσω. Ο νέος πνίγηκε κι άρχισε να βήχει και να ξερνάει μέχρι που άδειασε το περιεχόμενο του στομαχιού του στο πάτωμα.
Ο Κέρβερος που σάλταρε μάταια για να φτάσει την Κόζιμα, μόλις είδε τι έγινε, κοίταξε άγρια τους γάτους και όρμηξε να φάει τα ξερατά. «Γκρρρ», έκανε προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά η απειλή του πέρασε απαρατήρητη.
«Γεια χαρά στα φιλοσοφάκια τα ζουμπουλούδικα», ξαναείπε ψευτοχαρούμενα ο Γκοντό. Ο Διόνυσος που ήταν έτοιμος να τον ξαναβάλει στον Αλκιβιάδη πρόσεξε επιτέλους τον επισκέπτη και αλλάζοντας γνώμη έκανε μια φιλότιμη προσπάθεια να κρύψει το πελώριο εργαλείο του κάτω από τη χλαμύδα.
«Γεια σου και σε εσένα», είπε ο Αριστοφάνης.
«Καλώς όρισες ξένε», είπε και ο Διόνυσος που τελικά κατάφερε να κρύψει τη ψωλή του κάτω από το τραπέζι. «Πώς σε αποκαλούν;»
«Γκοντό, φίλοι μου, είμαι ο Γκοντό».
«Μα κάθισε φίλε Γκοντό», συναίνεσε ο Σωκράτης.
«Κάτσε, κάτσε», είπαν εν χορό και του έκαναν θέση ανάμεσα στο Αριστοφάνη και τον Σωκράτη. Μες τον πανικό, μισοξύπνησε κι ο Άδης, σήκωσε νευριασμένος το κεφάλι και ξεφώνησε: «Να πάρεις τη κόρη σου και να φύγετε», και ξανάπεσε κλαίγοντας στο τραπέζι, κρύβοντας το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια.
Ο τραγογένης Κλάους βιάστηκε να φέρει ένα ποτήρι που το γέμισε με κρασί μέχρι το χείλος, ο Κέρβερος ξαναγύρισε στα πόδια του, αφού έφαγε τα ξερατά του Αλκιβιάδη και έγλυψε το πάτωμα και η Κόζιμα πήρε τη θέση της στον ώμο του Αριστοφάνη τρέμοντας ακόμα από τη τρομάρα της. «Βρε κε κεξ κουάξ κουάξ» είπε.
«Αγαπητέ Γκοντό, του απευθύνθηκε ο Αριστοφάνης, έχουμε μια κουβέντα, ένα συγκεκριμένο θέμα σε αυτό το Συμπόσιο».
«Μπα! Και τι ακριβώς κουβεντιάζετε;» ρώτησε ο Γκοντό.
«Το θέμα μας είναι ο Έρωτας φίλε μου», συνέχισε ο Αριστοφάνης, «και πραγματικά πολύ θα θέλαμε», (δίστασε λίγο και αφού κοίταξε για λίγο τη συντροφιά συνέχισε), «όσοι βέβαια είμαστε σε θέση να ακούσουμε και τη δική σου γνώμη».
«Πολύ καλά», είπε ο Γκοντό με τρεμάμενη φωνή και μίλησε.
»Ελβετοί φιλόσοφοι, εγώ ο αενάως αναμενόμενος Γκοντό ήμουν από τους λιγότερο πιθανούς επισκέπτες σε αυτό το Συμπόσιο. Πάραυτα, περνούσα από την εποχή σας και δε μπορούσα να αντισταθώ στον πειρασμό να βιώσω από κοντά την ατμόσφαιρα της συνεστίασης σας. Σας ευχαριστώ πολύ που μου δίνετε την ευκαιρία να αναπτύξω τις απόψεις μου, αν και δεν είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω τις διαλέξεις των προλαλησάντων. Βέβαια, αν κρίνω από την παρούσα κατάσταση», (έριξε μια ματιά προς τη μεριά του Διονύσου και δίπλα του τον Άδη που έκλαιγε ακόμα κι οδυρόταν), «κάποιοι από σας δε θα πρέπει να έχουν ακούσει πολλά περισσότερα.
»Αποτελώ, όπως ξέρετε, ένα είδος απραγματοποίητου Ονείρου για πολλούς ανθρώπους -κατά τον τρόπο που ο καθένας με αντιλαμβάνεται- ένας ανεκπλήρωτος πόθος, η ελπίδα που μας δίνει δύναμη να συνεχίσουμε να ζούμε, χωρίς ποτέ να πραγματοποιείται, μα και χωρίς ποτέ να διαψεύδεται. Έτσι ακριβώς, Ελβετοί φιλόσοφοι, λειτουργεί κι ο Έρωτας. Μας γεμίζει υποσχέσεις, ψευδαισθήσεις μιας ευδαιμονίας, για να έρθει το πλήρωμα του χρόνου και οι ελπίδες μας να διαψευστούν πανηγυρικά, χωρίς παραταύτα, αυτό να μας απογοητεύσει διόλου αφού είναι τέτοια η φύση και η αδυναμία του ανθρώπου ώστε θέλει πάντα να ελπίζει σε κάτι.
»Στη δική σας πραγματικότητα όλα αυτά είναι πιο έντονα. Παρατηρώ την αξιοπρόσεκτη συμπεριφορά σας σε αυτό το θέμα και είναι πράγματι απορίας άξιον το ηθικό καθεστώς που διέπει τις σχέσεις σας ή αν προτιμάτε το καθεστώς ανηθικότητας. Θεωρείτε τις γυναίκες κατώτερες και με αυτή τη δικαιολογία επιδίδεστε σε κάθε λογής ερωτική ανωμαλία μεταξύ σας και στη προσπάθεια σας να δικαιολογήσετε το παρά φύσιν υποστηρίζετε πως μονάχα ο έρωτας μεταξύ αντρών μπορεί να είναι αγνός, εξυψωμένος στο θείο. Είδα πολύ καλά τι εννοεί ο Διόνυσος με αυτούς τους όρους. Η ύπαρξη σπουδαίων γυναικών όπως η Διοτίμα (την έδειξε με το χέρι του) που σας περιτριγυρίζουν δε σας προκαλεί καμία εντύπωση. Ακόμα κι εκείνες έχουν αποδεχτεί τον ρόλο που τους επιφυλάσσει το ομοφυλοφιλικό κράτος. Και σα να μην είναι αρκετή η ομοφυλοφιλία επιδίδεστε συστηματικά σε κτηνοβασίες και μάλιστα θεοποιείτε τα εκτρώματα των ανώμαλων συνευρέσεών σας για να δικαιολογήσετε τις αηδιαστικές πράξεις της αισχρής ζωής σας. Πραγματικά, πιστεύω πως ολόκληρη η ζωή σας περιφέρεται γύρω από την αμπελοφιλοσοφία και την αρρωστημένη εμμονή για τη γενετήσια πράξη. Οι δούλοι παράγουν για σας και νοιώθετε αληθινά άχρηστοι, θα πρέπει να είναι ένα πολύ λυπηρό συναίσθημα.
»Προσπαθείτε μάταια να βρείτε κάποιο νόημα στις άχρηστες ζωές σας. Ερωτεύεστε δήθεν, ενώ στην πραγματικότητα προσπαθείτε να γεμίσετε τις κενές ψυχές σας. Πηδάτε ο ένας τον άλλο, φιλοσοφείτε τα γαμήσια και στο τέλος τους προσδίδετε εξέχουσα σημασία. Αλληλοσυγχαίρεστε για το κατόρθωμά σας να μετατρέψετε την κτηνωδία σε πνευματική τροφή και όταν βαριέστε τις κάθε λογής ανωμαλίες κάνετε κάνα πόλεμο για να βάλετε χέρι σε περισσότερα αγαθά, πιο πολλούς δούλους. Με αυτό το τρόπο, διαιωνίζετε αυτό το σύστημα που επιμένετε να ονομάζετε Δημοκρατία.
»Οι θεοί που δημιουργήσατε είναι εξίσου ανόητοι με εσάς. Έχουν τις ίδιες αδυναμίες, τα ίδια ελαττώματα και στο μόνο που υποτίθεται ότι διαφέρουν είναι η δύναμη και η αθανασία. Πρέπει να είστε πολύ ανόητοι για να πιστεύετε πως υπάρχει θεός και μάλιστα με τα χαρακτηριστικά που εσείς του αποδίδετε. Είναι αλήθεια ωραία τα παραμύθια που κατασκευάζετε, η κοσμογονία σας, όμορφοι μύθοι που δικαιολογούν τις δικές σας άτιμες κι ανήθικες πράξεις. Μα είναι τόσο θεϊκές όσο αυτό το αλλήθωρο βρομόσκυλο απέναντί μου, Η διαστροφή σας είναι αηδιαστική, ανεξέλεγκτη και, πιστέψτε με, γίνεστε γελοίοι όταν προσπαθείτε να τη δικαιολογήσετε, γι’ αυτό θα ήταν καλύτερα να αφήσετε τις συζητήσεις “περί έρωτος κι άλλες αηδίες” και να πάτε να σκαλίστε τα αμπέλια σας».
Η ατμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι. Κοίταζε άγρια ο Κέρβερος με τα αλλήθωρα μάτια του. Εξίσου αγριεμένη ήταν όλη η ομήγυρη, ο Άδης που είχε ξυπνήσει για τα καλά, ο τραγογένης Κλάους που χάιδευε νευρικά την καράφλα του, ακόμα και οι τρεις γάτοι στα μετόπισθεν είχαν πάρει στάση επίθεσης για την αντιμετώπιση του κοινού εχθρού. Μόνο ο Διόνυσος και ο Αλκιβιάδης δεν πρόσεχαν γιατί είχαν μόλις τελειώσει τη δεύτερη βάτευση, που κατά σύμπτωση τελείωσε μαζί με την ομιλία του Γκοντό, και ανάσαιναν λαχανιασμένοι, μουσκεμένοι από το κρασί και τα χύσια τού Διονύσου που μύριζαν έντονα τραγίλα.
Ο Γκοντό την ψυλλιάστηκε τη δουλειά και έκανε να φύγει διακριτικά πετώντας πίσω του ένα βιαστικό χαιρετισμό. Δεν πρόλαβε.
«Πάρτον!», γάβγισε στον Κέρβερο ο Άδης και το τρομερό τέρας όρμησε πάνω στο δύστυχο Γκοντό ξεκοιλιάζοντας τον με μια μόνο δαγκωματιά. Έπειτα έπεσαν πάνω του όλοι μαζί σαν μαινάδες: σκύλος, γάτοι, άνθρωποι και θεοί και μόνο η Στυμφαλίδα όρνιθα Κόζιμα παρέμεινε στη πλάτη της καρέκλας κροάζωντας στωικά «Βρε-κε-κεξ-κουάξ-κουάξ, βρε-κε-κεξ-κουαξ-κουάξ».
Τον ξέσκιζαν με ότι τους βρισκόταν πρόχειρο, οι γάτοι με τα νύχια, ο Κέρβερος με τις δοντάρες του, και οι άνθρωποι με ποτήρια, μαχαίρια, κουτάλια, σουπιές, ενώ ο Σωκράτης χρησιμοποιούσε τα ξύλινα πόδια του και ο Διόνυσος την τεράστια ψωλή του.
«Πουτάνα, πουτάνα!» ούρλιαζε ο Άδης.
Αφού τον έκαναν κομματάκια, τον παράτησαν ανάμεσα στους εμετούς, το χυμένο κρασί και τα σπέρματα και ξαναπήραν τις θέσεις τους για να αφήσουν τον Κέρβερο να απολαύσει το πλουσιοπάροχο γεύμα. Ο Κλάους γέμισε τα ποτήρια και ο Κέρβερος άρπαξε ένα ακόμα από τα κοκάλα του Γκοντό.
(Ο τυχαίος κι αναπάντεχος θάνατος του Γκοντό εξηγεί γιατί άργησε τόσο στο προκαθορισμένο ραντεβού του)
«Καλό σκυλάκι», είπε ο Άδης και του έδωσε μια φιλική μπουνιά. Ο Κέρβερος κούνησε την ουρά του χαρούμενα και βγήκε έξω να θάψει τα κόκαλα. Ο Άδης γέμισε το τσιμπούκι του, το άναψε και τράβηξε μια γερή ρουφηξιά.
«Στην υγειά τού Έρωτα», έκανε πρόποση η Διοτίμα και ύψωσαν τα ποτήρια.
«Στην υγειά του!», είπαν εν χορώ.
«Πού είχαμε μείνει;» ρώτησε ο Διόνυσος.
«Βρε-κε-κεξ-κουάξ-κουάξ» έκρωξε η Κόζιμα.
Μετά το ατυχές, όσο και εκτονωτικό περιστατικό, ουδείς εκ των εριτίμων προσκεκλημένων είχε διάθεση να αναπτύξει περαιτέρω τις απόψεις του. Η βρώση και η πόση όμως συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση. Τα γουρούνια χορταίνουν, οι άνθρωποι ποτέ.
Τα ξημερώματα ο αρχιδούλος Πασίχρηστος επέτρεψε στους δούλους να περάσουν μέσα για να μαζέψουν τα αναίσθητα αφεντικά τους και αυτό ήταν το τέλος του περίφημου Συμποσίου.
Ετικέτες: Διηγήματα, Χρήστος Σιδερής
Apolafstiko opws kai na 'xei!
Imakollata