Τετάρτη, Απριλίου 18, 2007

Το Ροκ του μέλλοντός τους

“Κι αν είμαι ροκ μη με φοβάσαι…”, μου τραγουδούσε ο Στάθης, απ’ τον καιρό που ήμασταν πιτσιρίκια.
“Και γιατί να σε φοβηθώ ρε φίλε;”, του απαντούσα εγώ.
Με τον Στάθη ζήσαμε πολλά, όλες τις μεγάλες χαρές και λύπες, ήπιαμε τόνους πίκρα (να μην πω για μπίρα), κάναμε αμέτρητα λάθη, τσακωθήκαμε για φούστες και στρογγυλές θεές, και τα λοιπά συνήθη τραγικά.
Παρ’ όλα αυτά μια χαρούλα ήταν η ζωή μας, “ρόδα, μπίρα και κοπάνα”, πάντα φευγάτη… φευγάτη όπως κάθε κοπελιά που έκανε το τραγικό λάθος να μας πλησιάσει.
Όλοι μας αγαπούσαν… “Κοπρόσκυλο”, “ανεπρόκοπο”, “τούβλο” και, άλλα οικοδομικά υλικά, με αποκαλούσε ο γέρος μου. Ο Στάθης ήταν και “ροκάς του κερατά”. Ας είναι καλά η γριά μου που πάντα με υποστήριζε: “Άσε το παιδί να κάνει τη ζωή του τώρα που είναι νέος”, του ’λεγε. Αθάνατη μάνα, όλα για το παιδί σου!… Μόνο τη νύμφη που σου φέρνει στο σπίτι την απορρίπτεις.
Θα ’μασταν γύρω στα δεκαεπτά όταν ο Στάθης το αποφάσισε: “Ρε φιλάρα, λέω να φτιάξω ένα γκρουπάκι. Να βγάλω τα απωθημένα μου ρε συ!”.
Το ’πε και το ’κανε! ο παλιομπαγάσας. Μάζεψε μερικά παιδιά, που κάτι ήξεραν από μουσική, έβαλε μπρος τις μηχανές, και μάρσαρε για το ροκ του μέλλοντός του, το οποίο θα περιελάμβανε συναυλίες ανά την υδρόγειο, ποτό, μαστούρα και άλλα απαραίτητα αξεσουάρ όπως: “θεογκόμενες”.
Μια και ’γω δεν ήξερα να παίζω κανένα μουσικό όργανο, και η φωνή μου θυμίζει γάτα όταν της τραβά κανείς την ουρά, ανάλαβα καθήκοντα μάνατζερ. Ήμουνα μάλιστα και ο νονός του γκρουπ, αφού εμπνεύστηκα το φοβερό όνομα “Υπέργεια Κατάβαση”.
Απ’ τις πρώτες κιόλας μέρες αντιλήφθηκα ότι το γκρουπ μας ήταν προορισμένο για μεγάλα πράγματα. Τα παιδιά έδεσαν μεταξύ τους πολύ εύκολα, και κάτω από το άγρυπνο βλέμμα μου, άρχισαν να κτυπούν τα ρέστα τους. Οι γείτονες του Στάθη, ήταν κι αυτοί ενθουσιασμένοι με το γκρουπ. Μάλιστα έφθασαν στο σημείο να… προσεύχονται για την επιτυχία του, αφού όλο για Παναγίες και Χριστούς, ακούγαμε να φωνάζουν απ’ όλες τις κατευθύνσεις.
Οι πρόβες, οι δοκιμές, οι… όπως και να τις λένε, κράτησαν για αρκετούς μήνες. Τα παιδιά κατέληξαν σε ένα “δανεικό” ρεπερτόριο από ελληνικά και ξένα ροκ τραγούδια, ξεσήκωσαν και ένα δυο παλιά λαϊκά στα οποία έκαναν βραχώδεις διασκευές, και αποφάσισαν ότι έφθασε η ιστορική εκείνη μέρα που θα δοκίμαζαν σε ζωντανή εμφάνιση τις δυνάμεις τους.
Παρά το ότι ήμουν ένας άψογος μάνατζερ, δεν κατόρθωσα να βρω κάποιο χώρο για να κάνουν το ντεμπούτο τους στην Αθήνα. Στην αρχή απογοητεύτηκαν, αλλά εγώ - μάνα σε τέτοια - τους έδωσα κουράγιο. “Ακόμη κι οι Μπιτλς δεν έβρισκαν στην αρχή που να τραγουδήσουν”, τους είπα, και τα χαμόγελα άνθισαν και πάλι. Έπρεπε όμως να βρω κάτι σύντομα, προτού τους πιάσει και πάλι η κατάθλιψη, γιατί έτσι και παίρναν φόρα, φόρα κατηφόρα, κι ο Θεός ο ίδιος δε θα τους σταματούσε, μια και μάλλον θα είχε σοβαρότερα πράγματα για να ασχοληθεί.
Προτού περάσει πολύς καιρός, το αστέρι μου έλαμψε διαλύοντας τα σκοτάδια τούτου του παλιόκοσμου και της παλιοκοινωνίας. Ένα ηλεκτρονικό φιλαράκι μου/με (ναι ρε, Με) είπε ότι σε ένα μπαράκι στο νησί του, εμφανίζονται κάθε βράδυ νέα γκρουπάκια, κι αν ήθελα θα μπορούσε να μεσολαβήσει στον ιδιοκτήτη για να δεχτεί… τα φώτα μας. Όπως και έγινε!
Φθάσαμε στο νησί κάποια μεσάνυχτα του Ιουλίου με όλες μας τις αποσκευές: μια κιθάρα, ένα μπάσσο, ένα μεγάλο κιβώτιο με ντραμς, τη φωνάρα του Στάθη, και τους υπνοσάκους μας. Την αράξαμε στο σαλόνι του καλωδιομένου φίλου, και κοιμηθήκαμε σαν αρνιά στο παχνί. Η μέρα που θα ξημέρωνε θα ήταν ιστορική, αφού θα σήμανε “… the end of the world as we know it!”. Το πρόσωπο της ροκ θα άλλαζε οριστικά και αμετάκλητα!
Ξυπνήσαμε πρωί πρωί, κατά το μεσημεράκι και τα παιδιά βάλθηκαν να κάνουν πρόβες, ενώ εγώ ετοίμαζα τις φραπεδιές, και η μάνα του οικοδεσπότη καταριόταν την ώρα που τον γέννησε.
Στο μπαράκι πήγαμε κατά τις οκτώ το βράδυ για μια τελευταία πρόβα, σάουντ κοντρόλ και ό,τι ήθελε προκύψει. Στην αρχή μας προέκυψαν μπίρες, μετά βότκες, μετά… ανέβηκαν φτιαγμένοι στη σκηνή.
Το πρόγραμμα άρχισε στις έντεκα, και σύμφωνα με τον τυπά που είχε το μαγαζί έπρεπε να κρατήσει μέχρι τις δύο το πρωί. Ήταν όλοι τους ντυμένοι στα μαύρα, σαν παλαίμαχοι στο στίβο της ροκ μουσικής.
“Take it easy baby, take it as it comes”, τραγούδησε με το που πήρε το μικρόφωνο στα χέρια του ο Στάθης, και τα αίματα άναψαν με μιας. Συνέχισε με μια σειρά από κλασσικά ροκ ακούσματα, το ένα καλύτερο από το άλλο: “Stairway to heaven”, “Smoke on the water”, “Paranoid”, “Born to be wild”, “The Wall”, “Catch the rainbow”… Όλοι και όλες στο χώρο κρέμονταν από τα χείλη του. Ο Στάθης είχε εκείνο το κάτι, που κάποια μέρα θα μπορούσε να τον κάνει αστέρι: μαγνήτιζε το κοινό. Το θλιμμένο του βλέμμα, η βραχνή του φωνή φαίνονταν να μαγεύουν τον κόσμο. Τα κορίτσια κινούνταν στο ρυθμό που υπέβαλε η φωνή του. Στα γρήγορα δυνατά τραγούδια χόρευαν σαν σε διονυσιακή τελετή, ενώ στις μπαλάντες κινούνταν αργά, νωχελικά, σχεδόν υπναλέα, σαν μέσα σ’ ένα όνειρο απ’ το οποίο δε θα ήθελαν ποτέ να ξυπνήσουν. Και η ώρα περνούσε, και η μουσική συνεχιζόταν, και η μαγεία κρατούσε. Ελληνικά και ξένα τραγούδια έγιναν ένα, και έλληνες κι αλλοδαποί τα απολάμβαναν το ίδιο. Ο Στάθης απ’ το “I’m your man” περνούσε στο “A man’s world”, κι από κει στο “Imagine”, και πήγαινε ακόμη πάρα πέρα σμίγοντας το τρυφερό “Να με προσέχεις” με το “Nights in white satin”, το “Πριν το τέλος” με το “The End”, το δικό του “Ζήσε τα όλα” με το “I want it all”, το “Να μ’ αγαπάς” με το “Love”… Η μουσική ήταν ο δρόμος, η φωνή του ο οδηγός, και το τέρμα μια νύχτα στον παράδεισο ή στην κόλαση καθώς, τις μοναδικές εκείνες ώρες είδα μάτια να δακρύζουν, γυναίκες και άντρες να χορεύουν σαν μέσα σε έκσταση, σώματα αφημένα στη μοίρα τους στο πάτωμα, και κάτι που μου φάνηκε σαν το μαύρο πουλί του θανάτου να τριγυρίζει στο χώρο. Και το ροκ εξακολουθούσε να κυλά, και τα βλέμματα γίνονταν όλο και πιο φλογισμένα, κι ο Στάθης χάνονταν όλο και πιο βαθιά στα τραγούδια του “…at the house of the rising sun”.
Το πότε πέρασε η νύχτα, κι ήρθε το πρωί κανείς από μας δεν κατάλαβε. Εκείνη η νυχτιά θαρρώ ήταν η πιο σημαντική της ζωής μας. Είδαμε ένα όνειρο να γίνεται πραγματικότητα!
Ο ιδιοκτήτης του μπαρ μας είπε, αν θέλουμε, να μείνουμε και να δουλέψουμε εκεί επί πληρωμή για το υπόλοιπο του καλοκαιριού. Άλλο που δε θέλαμε! Τα παιδιά δούλευαν, κι εγώ έκανα… δημόσιες σχέσεις.
Το σκηνικό της πρώτης βραδιάς επαναλήφθηκε πολλές φορές όσο ήμασταν εκεί, και όλη η νεολαία του νησιού μας είχε στο στόμα της, τόσο οι έλληνες όσο κι οι ξένοι. Όπου κι αν πήγαινες και υπήρχαν νέοι όλο για την “Υπέργεια Κατάβαση” θα άκουγες. Ήμασταν η ευχάριστη έκπληξη εκείνου του καλοκαιριού. Τέσσερις πιτσιρικάδες που έπαιζαν ροκ με την ψυχή τους, και ο άψογος… μάνατζερ!
Μια από τις πολλές φορές που ήμασταν τύφλα στο μεθύσι, κι ενώ φεύγαμε απ’ το μπαράκι μάς πλησίασε μια κοπελιά και μάς πρότεινε να πάμε σπίτι της για καφέ, κι εμείς δεχτήκαμε. Ήταν ξένη, δε θυμάμαι από που, αλλά στο πρόσωπό της υπήρχε μια οικία λάμψη, μια ηρεμία, κανένα ίχνος οργής ή ανησυχίας.
Καθίσαμε στη βεράντα του σπιτιού της που έβλεπε προς το λιμάνι, κι αρχίσαμε να συζητάμε. Μιλούσαμε στα αγγλικά μια και κείνη δεν ήξερε ελληνικά. Τι είπαμε; δε θυμάμαι! Θυμάμαι μόνο ότι μιλήσαμε πολύ, κι ότι σε κάποια φάση προσφέρθηκε να διαβάσει το μέλλον του καθενός από εμάς στην παλάμη του. Το τι είπε σε μένα ή στα άλλα παιδιά, και πάλι δε θυμάμαι. Το μόνο που θυμάμαι είναι αυτό που μας είπε ο Στάθης ότι του είχε πει: “Θα ζήσεις με το ροκ, και θα πεθάνεις με το ροκ”. “Το περίεργο είναι ότι ενώ μου το έλεγε είδα ένα δάκρυ να κυλά στο μάγουλό της”, πρόσθεσε. “Θα ζήσω με το ροκ, και θα πεθάνω με το ροκ”. Του άρεσε η φράση, και τη σημείωσε σε ένα τετράδιο - όπου έγραφε και τους στίχους του-, ακριβώς όπως του την είπε, στα αγγλικά.
Το τελευταίο βράδυ μας στο νησί, λίγο προτού αρχίσει το πρόγραμμα είδα την παράξενη εκείνη κοπελιά να με πλησιάζει σαν μια οπτασία. Μου είπε: “Πρέπει να βγάλετε δίσκο νωρίς, γιατί μετά θα είναι αργά”, και έφυγε. Τότε, εντελώς μηχανικά, συνέδεσα ένα κασετόφωνο με την κονσόλα του ήχου, αποφασισμένος να ηχογραφήσω την τελευταία εκείνη εμφάνισή μας.
Ο Στάθης, ειδικά εκείνη τη βραδιά, είπε πολλά δικά του τραγούδια, δίνοντας ίσως τις καλύτερες ερμηνείες της ζωής του. Σα να ήθελε να αποτίνει φόρο τιμής στο χώρο όπου είδε το όνειρό του να γίνεται πραγματικότητα. Καθώς ο ήλιος ανέβαινε πυρακτωμένος στον ουρανό, όλοι έλεγαν ότι εκείνη η τελευταία εμφάνιση ήταν η πιο μαγική, η πιο μοναδική.
Φύγαμε απ’ το νησί το μεσημέρι εκείνης της μέρας, και πριν το βράδυ ήμασταν στην Αθήνα. Σε λίγες μέρες θα άνοιγαν και πάλι τα σχολεία, αλλά αυτό δε σήμαινε ότι θα εγκαταλείπαμε τη μεγάλη μας αγάπη, τη μουσική. Τα παιδιά συνέχισαν να κάνουν πρόβες καθημερινά και να εισπράττουν τις μούντζες και το βρισίδι των… πιστών στον Χριστό και την Παναγία γειτόνων, ενώ εγώ προσπαθούσα να καταστρώσω στο μυαλό μου νέα σχέδια για το μέλλον του γκρουπ. Έτσι κάποια Παρασκευή πρωί, πήρα τις κασέτες από την τελευταία εκείνη συναυλία στο νησί και τις πήγα σε μια νέα ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία, νιώθοντας σίγουρος ότι η τύχη θα ήταν με το μέρος μας, αλλά…
Την ίδια μέρα ο Στάθης, που δεν ήθελε ούτε στιγμή να πηγαίνει χαμένη, αποφάσισε να δοκιμάσει τις ικανότητες του στην ορειβασία. Έτσι παρέα με κάποια άλλα παιδιά πήραν με λεωφορείο το δρόμο για τον Όλυμπο. Οι άλλοι ορειβάτες ήταν έμπειροι, και έλεγαν στο Στάθη να μη δοκιμάσει τίποτα το παρακινδυνευμένο, επειδή σε τέτοιες περιπτώσεις η ζωή σου κρέμεται από μια κλωστή. Μα, δεν τους άκουσε…
Τον βρήκαν νεκρό στο βάθος ενός γκρεμού, καταπλακωμένο από ένα μεγάλο βράχο, τον οποίο φαίνονταν να αγκαλιάζει. Στα χείλη του σα να υπήρχε ένα αχνό χαμόγελο, μου είπαν μετά. Ήταν μια υπέργεια κατάβαση!
Λίγες μέρες αργότερα, φυλλομετρώντας το τετράδιο όπου έγραφε τους στίχους του, διάβασα για πρώτη φορά τα λόγια που του είχε πει εκείνη η παράξενη κοπελιά: “You will live with rock, and die with a rock”.
Στις 20 Δεκεμβρίου του 1996 κυκλοφόρησε ένας δίσκος από το συγκρότημα “Υπέργεια Κατάβαση” με τον τίτλο “Ζήσε τα όλα”, εις μνήμην του Στάθη Ν…

0 Comments:

Post a Comment