Δευτέρα, Απριλίου 16, 2007

ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΕ ΤΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΣΟΥ

3. Χρησιμοποίησε τη φαντασία σου
Έτος 1997 - (Intel Pentium 233 MHz)
«Χρησιμοποίησε τη φαντασία σου.»
«Σχεδόν πάντα αυτή χρησιμοποιώ» είπε και χαμογέλασε αμήχανα.
Το πρόσωπο του φωτιζόταν από την οθόνη του υπολογιστή. Σε αντίθεση με το σώμα του, το κεφάλι του ήταν καλοσχηματισμένο. Θεληματικό μέτωπο, ελληνική μύτη, μελί μάτια. Τα καστανόξανθα μακριά μαλλιά κάλυπταν ένα μέρος από τους παραμορφωμένους ώμους του.
«Πάω να βάλω ένα ποτήρι νερό» είπα και σηκώθηκα περισσότερο για να συλλάβω την συνολική εικόνα. Η αναπηρική πολυθρόνα σταθμευμένη μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή, το αναμμένο εξωτερικό μόντεμ με τις ενδείξεις να τρεμοσβήνουν, το τρεμούλιασμα της οθόνης ανάλογο με την απόσταση, οι ήχοι από το πληκτρολόγιο, μοναδικοί, χωρίς φυσικές αναλογίες.
Προχώρησα προς την κουζίνα, άνοιξα το ψυγείο και γέμισα ένα μεγάλο ποτήρι νερό. «Τι νόημα είχε αυτό το ψέμα;» αναρωτήθηκα. «Του έδινε άραγε μια πρόσκαιρη ευχαρίστηση, ή μήπως επέτεινε την θλίψη του;». Δεν γνώριζα. Τον είχα εντρυφήσει στο διαδύκτιο. Ήταν δική μου ιδέα, πίστευα ότι θα μπορούσε να του δώσει μία διέξοδο στο έξω κόσμο, την ευκαιρία να επικοινωνήσει με άλλους ανθρώπους ως ίσος προς ίσους και όχι σαν ένα παραμορφωμένο σακί από κόκαλα που προκαλεί θλίψη, οίκτο ή ακόμα χειρότερα απέχθεια. Και πράγματι. Όλα πήγαιναν κατ' ευχή. Ο νέος χαώδης κόσμος του διαδυκτίου έγινε το σπίτι του, ο κόσμος του. Στο πρόσωπο του χαρασσόταν όλο και συχνότερα εκείνο το γοητευτικό χαμόγελο που έκανε και εμένα ευτυχισμένο. Και τότε ξεχνούσα την καχεξία του γιατί και εκείνος την ξεχνούσε. Έμενε μονάχα ένα καθαρό νεανικό πρόσωπο φωτισμένο από ένα λαμπρό χαμόγελο.
Και εγώ σε αγαπώ (enter)
Πρόλαβα να δω την τελευταία φράση λίγο πριν εξαφανιστεί στο πάνω μέρος του παραθύρου. Μία αλήθεια εν μέσω αναληθειών.
Θέλω να βρεθούμε
(Αυτό δεν μπορεί να γίνει)……(delete) ………..
Λοιπόν;
Κι εγώ το θέλω (enter)……
Πότε; Τόσο καιρό αισθάνομαι σα να με αποφεύγεις.
(τα ψέματα) Εγώ; Ποτέ δεν θα έκανα κάτι τέτοιο! Ποτέ! Απλώς αυτή την εποχή δεν μπορώ να έρθω στην Αθήνα. Δεν γίνεται (enter)
Πότε θα μπορείς;
Σύντομα…. Πολύ σύντομα… (enter)
Εντάξει μωρό μου. Πρέπει να κλείσω τώρα γιατί θέλει να πάρει η μαμά τηλέφωνο. Σε αγαπώ πολύ.

Κι εγώ (enter)
Ακολουθούν φωνητικές συνθέσεις. Μπορεί και να απευθύνονται σε εμένα μπορεί και όχι. Απαντάω πάραυτα.
«Και τώρα;»
«Τώρα τι; Τι μπορεί να γίνει τώρα; Πρέπει να της πεις την αλήθεια.»
Ο Ανάργυρος απέναντι μου. Σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος και έσφιξε με όση δύναμη του έδιναν οι παραμορφωμένοι ώμοι το σώμα του. Έκλεισε τα λαμπερά μάτια για λίγο και όταν τα άνοιξε ήταν γεμάτα δάκρυα. Άπλωσε τα χέρια στο Tower και έκλεισε τον υπολογιστή χωρίς να λογαριάσει τα ανοικτά προγράμματα. Χρησιμοποιώντας τα χέρια κατάφερε να γυρίσει την αναπηρική πολυθρόνα προς το μέρος μου. Με κοίταξε με φθινοπωρινά μάτια.
Ο Ανάργυρος της Σοφίας έκλεισε τα επικοινωνιακά προγράμματα του υπολογιστή, άνοιξε ένα νέο explorer και πληκτρολόγησε την σελίδα του Υπουργείου Περιβάλλοντος. Με προσοχή άρχισε να κάνει upload τα νέα links στην κεντρική σελίδα.
Ο Ανάργυρος απέναντι μου, ένα μικροκαμωμένο ανθρωπάκι, με παράλυτα πόδια, παραμορφωμένους ώμους, στενό καχεκτικό σκελετό ζαρωμένο μέσα σε μία αναπηρική πολυθρόνα.
Ο Ανάργυρος/Εγώ, γύρω στο 1,90 ψηλός κανονικής σωματικής διάπλασης, μαυρισμένος από τον καλοκαιρινό ήλιο, ευθυτενής και αγέρωχος μέσα στο φθαρμένο τζην παντελόνι του, το λευκό t-shirt και τα all-star αθλητικά παπούτσια.
Μία ολόκληρη εβδομάδα δούλευε το μοντάζ της φωτογραφίας που της έστειλε, όταν πια οι πιέσεις έγιναν αφόρητες και εκείνη του ζήτησε, περισσότερο από επίμονα, την απόδειξη της ύπαρξης του. Και εκείνος, κατασκεύασε Εκείνον/Εμένα, με μαεστρία, μέχρι που κατάφερε να κάνει το πρόσωπο του να δείχνει μαυρισμένο από τον ήλιο, μέχρι που κατάφερε να χαμογελάσει για να τον βγάλω φωτογραφία. Και η Σοφία πήρε το αποτέλεσμα και γοητεύτηκε ακόμα περισσότερο, ερωτεύτηκε ακόμα πιο πολύ, ζήτησε να αγγίξει τον Ανάργυρο/Εγώ με σάρκινα χέρια και τώρα πλησίαζε το τέλος, ένα τέλος που πιθανότατα θα ήταν επίπονο, περισσότερο από όσο έπρεπε, περισσότερο από όσο άντεχε, περισσότερο ταπεινωτικό κι από την ίδια την καχεξία.
«Και τώρα τι κάνουμε κύριε Χώουκινς» επανέλαβα εμπλουτίζοντας τη φράση με το κοινό μας αστείο, χωρίς όμως το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Άνοιξε τα βλέφαρα και τα μάτια έλαμψαν παράξενα μέσα από τον υγρό τους περίγυρο.
«Τώρα πάμε γι' άλλα» είπε και άναψε ένα τσιγάρο.

Έτος 2002 - (AMD Athlon 2,4 GHz)
«Βρήκα την λύση.»
«Τι εννοείς, βρήκες την λύση;» τον ρώτησα.
«Ανόητε, το πρόβλημα με τη web camera βέβαια. Σου είπα ότι όλες μου ζητάνε video chat»
«Ωραία. Και τι εννοείς το έλυσες;»
«Θα δεις τώρα» μου είπε και άνοιξε τον υπολογιστή του.
Η camera τοποθετημένη πάνω και αριστερά της οθόνης τέθηκε αυτόματα σε λειτουργία. Ο Ανάργυρος άνοιξε το πρόγραμμα βιντεοσκόπησης και επέλεξε video input. Η οθόνη έδειξε δύο γνώριμες φιγούρες καθισμένες δίπλα στη οθόνη του υπολογιστή, έναν ζαρωμένος στο αναπηρικό καροτσάκι και έναν δεύτερο ψηλό άντρα καθισμένο στο μπράτσο της πολυθρόνας δίπλα του . Ήμασταν εμείς.
«Κοίτα τώρα…»
Άνοιξε το προβολή και επέλεξε ιδιότητες. Στα γενικά εμφανίστηκε μία επιλογή digitalization και την διάλεξε. Ένα πρόγραμμα με όνομα Microsoft digital video pro έκανε εκκίνηση στην 21` οθόνη. Ο Ανάργυρος πάγωσε την εικόνα μας στο video και την επέλεξε σαν video file στο νέο πρόγραμμα. Έπειτα με συρμένο ποντίκι περικύκλωσε την εικόνα του σώματος του καθισμένο στην αναπηρική πολυθρόνα. Αφήνοντας εκτός περιοχής το κεφάλι. Το σώμα του και ο περίγυρος εξαφανίστηκε από την εικόνα. Έπειτα πήγε στο file, άνοιξε τα σωσμένα αρχεία που ήταν σε format jpg και επέλεξε μία εικόνα που είχε το όνομα μου. Με έκπληξη είδα ότι ήταν μία φωτογραφία μου μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή. Από την εικόνα έλειπε το κεφάλι. Έκανε import και η εικόνα μου συμπλήρωσε την δική μου. Έπειτα επέλεξε adjust και η μία εικόνα συμπλήρωσε αρμονικά την άλλη απολύτως αυτόματα.
«Ουάου!» αναφώνησα.
«Κι αυτό δεν είναι παρά η αρχή. Κοίτα τώρα» είπε και μου χαμογέλασε σαρδόνια.
Στράφηκα στην οθόνη. Πάτησε την εντολή go και το camera άρχισε να καταγράφει. Κοίταξα την εικόνα και είδα τους δύο μας καθισμένους μπροστά από την οθόνη. Για την ακρίβεια είδα τα δύο διαφορετικά κεφάλια μας μπροστά από την οθόνη και το σώμα μου εις διπλούν κάτω από τα κεφάλια. Το αναπηρικό καροτσάκι είχε εξαφανιστεί. Το δωμάτιο παρέμενε ανατριχιαστικά ανέπαφο.
«Τελευταίο πρόγραμμα της Microsoft. Βέβαια στον κινηματογράφο χρησιμοποιείται εδώ και πολύ καιρό» είπε.
«Χριστέ μου! Είναι απίστευτο!!» μου ξέφυγε.
«Και που είσαι ακόμα» είπε και άρχισε να κινεί τον κορμό του, τα χέρια και το κεφάλι.
Με μεγάλη μου έκπληξη παρακολούθησα το σώμα μου που συνοδευόταν από το κεφάλι του Ανάργυρου να παρακολουθεί με ακρίβεια τις κινήσεις του
«Απίστευτο! Πραγματικά απίστευτο!» ψέλλισα.
Χαμογέλασε και το πρόσωπο του ανέκτησε την συνηθισμένη τον τελευταίο καιρό λάμψη του «Κι όμως αληθινό» είπε και δεν μπορούσα παρά να συμφωνήσω. «Και τώρα θα μου επιτρέψεις. Έχω ένα σημαντικό ραντεβού με μία κουκλάρα στο web chat.»
«Βέβαια, βέβαια» κατάφερα να πω και σηκώθηκα από την πολυθρόνα. «Καλή επιτυχία» ευχήθηκα και προχώρησα προς την πόρτα.
«Φχαριστώ» είπε μέσα από τα δόντια του.
Πίσω μου άκουσα τον γνωστό ήχο του μόντεμ που συνδεόταν.

Έτος 2007 - (mitsuyama/intel ariston 40Ghz)
Αν και δεν μου αρέσει το e-μάτι ο Ανάργυρος επέμενε να μου δείξει τις προόδους του στον τομέα του cyber sex. Συνδεθήκαμε στον υπολογιστή του, αυτός με μία τελευταίου τύπου κονσόλα germanos2010 virtual εγώ με μία παλαιού τύπου της Microsoft. Οι ενδείξεις του modem στα δεξιά της οθόνης έδειχναν ταχύτητα ανταλλαγής πληροφοριών 876000 bytes/sec, ταχύτητα ικανοποιητική για ρεαλιστική υλοποίηση των εικονικών Εμείς. Πριν προλάβω να προσαρμοστώ στο νέο περιβάλλον τον ένιωσα να με τραβάει βίαια από το χέρι για να με οδηγήσει στην κυβερνοσκουληκότρυπα που θα μας έβγαζε στην Αθήνα. Ένιωσα ίλιγγο, αν και δεν ήταν η πρώτη φορά που έκανα αυτό το ταξίδι. Σκέφτηκα ότι μάλλον είχαμε ήδη αργοπορήσει. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο μπορούσες να στήσεις κάποιον στο κυβερνοδιάστημα με τον ίδιο τρόπο που τον έστηνες στην πραγματική ζωή.
Σε λίγο η σκουληκότρυπα μας ξέρασε με φόρα στον Αττικό ουρανό. Αν και η ταχύτητα μας μειώθηκε αισθητά, δεν μπορούσα να ελέγξω καθόλου την ψηφιακή υλοποίηση μου και άρχισα να πέφτω με επιτάχυνση 9,84m/sec. Άκουσα τον εαυτό μου να ουρλιάζει. Ο Ανάργυρος, είμαι σίγουρος γι' αυτό αν και εκείνη τη στιγμή δεν έβλεπα τίποτα, χαμογέλασε ειρωνικά κι έπειτα βούτηξε με ιλιγγιώδη ταχύτητα πίσω μου, καταφέρνοντας να με αδράξει περίπου 20 μέτρα από το πετρώδες έδαφος. Ένιωσα ανακούφιση. Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις τι επιπτώσεις θα έχει ένας εικονικός θάνατος στις εγκεφαλικές λειτουργίες. Γνώριζα ανθρώπους που είχαν πεθάνει από το σοκ του εικονικού θανάτου. Άλλοι πάλι τρελαίνονταν, ενώ ένα μικρό ποσοστό κυβερνοκαβαλάρηδων κατάφερνε όχι μόνο να επιζεί του εικονικού θανάτου, αλλά να επανα-υλοποιείται με τρόπο που θύμιζε καρτούν. Δεν ήξερα σε ποια από τις τρεις κατηγορίες άνηκα και δεν είχα καμία όρεξη να το μάθω.
Προσγειωθήκαμε ομαλά σε ένα πέτρινο αλώνι. Κοίταξα γύρω μου. Αυτό το μέρος δεν θα μπορούσε να είναι η Αθήνα! Κι όμως έβλεπα την Ακρόπολη και πίσω της μπορούσα να ξεχωρίσω και τον λόφο του Λυκαβηττού. Δυτικά και σε μακρινή απόσταση διέκρινα μια σειρά από ποστάλια και παλιά εμπορικά πλοία σκορπισμένα στη θάλασσα. Ναι, ήταν η Αθήνα! Αλλά πότε; Πως ήταν δυνατόν να προβάλεις την πληροφορία στο παρελθόν; Αυτό ήταν κάτι που αδυνατούσα να διανοηθώ όσο κι αν είχαν εξελιχθεί οι ΤΝ του δικτύου. Γύρισα προς το μέρος του.
«Μην ανησυχείς, είναι απλώς η Αθήνα του 1910» μου είπε καθησυχαστικά.
«Μα πως….πως είναι δυνατόν;» ψέλλισα.
«Δεν είναι τίποτα τρομερό και μη φαντάζεσαι ότι έχουν εξελιχτεί τόσο οι τοπικές ΤΝ» είπε και έβαλε τα γέλια. «Ίσως κάποτε, αλλά δεν το νομίζω» συνέχισε, αφού σταμάτησε να γελάει εις βάρος μου.
«Μα τότε πως;» αναρωτήθηκα δυνατά.
«Σούφρωσα το πρόγραμμα από το Υπουργείο Πολιτισμού. Μιλάμε τώρα για τρία χρόνια απασχόληση για μια ομάδα εργασίας που απασχολούσε πενήντα πανεπιστημιακούς ερευνητές με ειδίκευση στην Ιστορία της Ελλάδος στις αρχές του περασμένου αιώνα, εκατό τεχνικούς και χιλιάδες άτομα βοηθητικό προσωπικό για τα uploads. Αμέτρητα bytes και πολύ προσωπική εργασία για να δίνω τα ρομαντικά ραντεβού μου. Πως σου φαίνεται;» κατέληξε.
«Μου φαίνεται ότι έχεις τρελαθεί τελείως» είπα και ξανακοίταξα προς τον Πειραιά μη μπορώντας να πιστέψω στα μάτια μου.
«Καλά αυτό είναι standard» είπε και μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω.
Προχωρήσαμε προς ένα δασόφυτο μικροσκοπικό λόφο προς την κατεύθυνση της Ακρόπολης. Συμπέρανα ότι βρισκόμασταν σε κάποιος ύψος της Χαμοστέρνας και η υπόθεση μου επιβεβαιώθηκε όταν φτάσαμε σε ένα μικρό ακάλυπτο ποτάμι με καθάρια νερά Ήταν ο Κηφισσός! Περάσαμε ένα πέτρινο γιοφύρι και πλησιάσαμε τον λόφο. Στους πρόποδες του λόφου και δίπλα στο ποτάμι υπήρχε ένα μικρό πλάτωμα. Ο Ανάργυρος με έδειξε τα πυκνά βάτα εκεί κοντά δίνοντας μου να καταλάβω ότι από εκείνη τη θέση θα μπορούσα να τους παρακολουθώ δίχως να γίνω αντιληπτός.
«Κάτσε και περίμενε. Έρχομαι» είπε συνωμοτικά και πριν προλάβω να διαμαρτυρηθώ γύρισε την πλάτη του και έφυγε.
Στηρίχτηκα στο πέτρωμα και έκανα να ανάψω ένα τσιγάρο. Ευτυχώς συνειδητοποίησα έγκαιρα την γκάφα που πήγαινα να διαπράξω και ξαναέχωσα το πακέτο στην κωλότσεπη του τζην. Από την κατεύθυνση του λόφου ακουστήκαν χαρούμενες φωνές. Ο Ανάργυρος συνοδευμένος από μία εντυπωσιακή κοπέλα έκαναν την εμφάνιση τους. Ήταν πράγματι πανέμορφη! Υπολόγισα ότι πρέπει να ήταν περίπου είκοσι χρονών, είχε μακριά καστανόξανθα μαλλιά, καστανά μάτια. Ακόμα και πάνω από το μαύρο φόρεμα, που της πήγαινε τέλεια, μπορούσες να διακρίνεις τις καταπληκτικές της αναλογίες.
Ξάπλωσαν στο πλάτωμα κι άρχισαν να φιλιόνται με αυξανόμενο πάθος. Άθελα μου συνέχισα να παρακολουθώ την ερωτική πράξη που επρόκειτο να εκτυλιχθεί μπροστά στα μάτια μου. Έμειναν γυμνοί και εγώ βάλθηκα να παρατηρώ το τέλειο σώμα της. Το μαγιό είχε αφήσει λευκή μια μικρή ζώνη γύρω από το αιδοίο και ένα μικροσκοπικό ρόμβο κάτω από την βάση της σπονδυλικής στήλης. Ευτυχώς για το αντρικό φύλο η μόδα σε αυτόν τον τομέα δεν είχε αλλάξει πολύ την τελευταία πενταετία. Κοίταξα την στύση του Ανάργυρου προσπαθώντας να καταλάβω αν ήταν η δική του ή αν ήταν κι αυτή ένα ακόμα κομμάτι από το παζλ του e-εαυτού του. «Ένας πραγματικός Φρανγκεστάιν, να τι είναι» σκέφτηκα!
Την έκανε δική του πολλές φορές εκείνη την μέρα. Την άκουσα να ουρλιάζει από ευχαρίστηση, την είδα να σπαρταρά σαν ψάρι στα χέρια του, τους άκουσα να λένε λόγια ανήκουστα στον πραγματικό κόσμο και να κάνουν πράγματα απερίγραπτα. Όλη αυτή την ώρα που παρακολουθούσα μαγεμένος το θέαμα, παρακολουθούσα το σώμα μου να ενώνεται με αυτό το θεσπέσιο πλάσμα και ευχόμουν να ήμουν στην θέση του. Ένιωθα τον ιδρώτα να τρέχει στην πλάτη μου και το μόριο μου να σκληραίνει και να έρπεται σα να προσπαθούσε να λύσει τα δεσμά του, να δραπετεύσει από το παντελόνι. Κι όμως, παρακολούθησα μαρμαρωμένος την συνεύρεση κι όταν επιτέλους τελείωσαν όλα και την συνόδευσε στην έξοδο, έχωσα το κεφάλι μου ανάμεσα στα χέρια μου και έβαλα τα κλάματα.
Κατάφερα να επανακτήσω την ψυχραιμία μου και να φτιάξω μια νέα μάσκα/Εγώ πριν επιστρέψει ο Ανάργυρος με ένα πλατύ χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπο του. Με έπιασε φιλικά από τον ώμο
«Λοιπόν, πως σου φάνηκε;» ρώτησε ρητορικά, γνωρίζοντας εκ των προτέρων την απάντηση.
«Πιο real κι από το real thing!» είπα και προχώρησα προς την έξοδο προσπαθώντας να αποφύγω το άγγιγμα του.
«Και, το κορίτσι;» επέμεινε, σίγουρος για την ολοκληρωτική νίκη του.
«Το κορίτσι! Είσαι πολύ τυχερός, είναι υπέροχη! Πραγματικά! Από τις πιο ωραίες κοπέλες που έχω δει » είπα και το εννοούσα «Πως την λένε;» ρώτησα.
«Εύα! Ελπίζω να μην έχεις βλέψεις» είπε και με κοίταξε αμφίθυμα.
Ένιωσα να κοκκινίζω αλλά κατάφερα να αρνηθώ την κατηγορία, αν και στη πραγματικότητα θα έδινα τα πάντα για να είμαι στη θέση του.
«Απλώς, κάτι μου θυμίζει» ψέλλισα. «Επιστρέφουμε σε παρακαλώ.»
«Πάμε» είπε αυστηρά.
Κοίταξα στην οθόνη του υπολογιστή το γνώριμο περιβάλλον των Τεμπών που είχε επιλέξει ο Ανάργυρος ως τόπο εκκίνησης προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω αν ήμουν στον μέσα ή στον έξω κόσμο. Είχαμε επιστρέψει από την εικονική στην έξω-πραγματικότητα, αν και είχα αρχίσει να αμφιβάλω για το αν ήταν η μέσα-πραγματικότητα εικονική και για το ποια από τις δύο πραγματικότητες είχε μεγαλύτερη βαρύτητα. Το φανελάκι μου ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα και μια μεγάλη στάμπα λέκιαζε τον καβάλο του τζην μου. Κοίταξα τον Ανάργυρο. Ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση. Μου έριξε ένα ένοχο βλέμμα μα το χαμόγελο ευτυχίας στεφάνωσε το πρόσωπο του. Κοίταξα συνοφρυωμένος το παραμορφωμένο σώμα του. Δεν μπορούσα να ενώσω αυτές τις δύο εικόνες του σε μία, τον σακάτη που καθόταν δίπλα μου στην έξω-πραγματικότητα, με τον εύρωστο νέο άντρα που μόλις πριν λίγο παρακολούθησα να συνευρίσκεται με το πανέμορφο κορίτσι στη μέσα-πραγματικότητα. Τον ζήλευα και τον οικτιρούσα. Αποφάσισα να φύγω.
Δεν έφερε καμία αντίρρηση. Μου είχε αποδείξει αυτό που ήθελε. Ο e-κόσμος δεν υπολειπόταν σε συναισθήματα του πραγματικού, άσχετα αν ο ψηφιακός Ανάργυρος δεν ήταν παρά ένα αμάλγαμα των δυο μας ή ένας ψηφιακός Φρανκεστάιν, όπως τον αποκάλεσα ειρωνικά. Άσχετα αν η εντυπωσιακή κοπέλα με το όνομα Εύα που έκανε έρωτα μαζί του ήταν ψηφιακή υλοποίηση μιας φωτογραφίας με άλλο όνομα, μια φωτογραφίας που είχα συναντήσει σε μία από τις περιηγήσεις μου στο internet πριν από δέκα χρόνια. Απλώς, χρησιμοποιούν την φαντασία τους κι αν αυτό τους κάνει ευτυχισμένους, είναι νομίζω αρκετό!

0 Comments:

Post a Comment