Δευτέρα, Απριλίου 16, 2007

7 ΗΜΕΡΕΣ ΨΕΜΑΤΑ (ΗΜΕΡΑ ΟΓΔΟΗ) - ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΙΔΕΡΗΣ

7 ημέρες με ψέματα είναι αρκετές. Σήμερα ξημερώνει η όγδοη ημέρα, μια ημέρα σαν όλες τις άλλες. Μια ημέρα που δεν μας επιφυλάσσει πλεκτάνες για την σωτηρία κόσμων, επισκέψεις σε συνειδήσεις θεών και ανθρώπων, μήτε τις απαντήσεις σε θεμελιώδη ερωτήματα της ζωής και της ύπαρξης. Μια ημέρα μακρινή από είδαμε ως τώρα, ανεξάρτητη από τον κόσμο που έπλασε ένας νέος συγγραφέας, μία ημέρα βρώμικη σαν τις σκέψεις των παπάδων και καθαρή σαν το νερό μιας εξωτικής πηγής, εν κατακλείδι…. Μια ημέρα αλήθειας μετά από 7 ημέρες ψέματα.



















ΗΜΕΡΑ ΟΓΔΟΗ
Καθώς το απόγιομα αλλάζει την παλιά του φορεσιά
Και ο καρκίνος των οστών σαστίζει
Στη διάρκεια της νύχτας
Οι αιώνες κυλούν και χάνονται.
Η θλίψη…
Πέρα από την άκρη του νήματος
Το απύθμενο κύτος της σιωπής μας κυματίζει
Πάνω
Από το βαθύ μπλε της θάλασσας
Πίσω
Από τις νοτισμένες αρμύρες
Τα γαλανά λαγούμια των φυλακισμένων
Και τις κοίτες των χειμάρρων
Οι πιθανότητες καραδοκούν
Παραδομένες
Στην απλότητα της τύχης
Σαν δροσερά κορίτσια διψασμένα για έρωτα
Μια μικρή, ανέμελη ένδειξη
Ενώ οι νότες χόρευαν και γέλαγαν με τη καρδιά τους
Κοιμήθηκε
Στις γρίλιες του νησιού

Το πρωί ήρθε στην ώρα του.
Έκανα ένα πολύ ανήσυχο ύπνο γεμάτο εφιάλτες που έμοιαζαν πραγματικότεροι από την ζωή. Δεν έκανα έρωτα με τη Λίνε χθες βράδυ. Άλλωστε δεν νιώθαμε την ανάγκη να αγγίξουμε ο ένας τον άλλον. Σήμερα την νιώθω απόμακρη, βυθισμένη σε σκέψεις κρυφές και μυστικά ανείπωτα. Φτιάξαμε καφέ.
Μου είπε πως είχε αποφασίσει να φύγει σήμερα με τον Στεφάν. Δεν της ζήτησα εξηγήσεις μα μήτε και εκείνη ένιωσε την ανάγκη να απολογηθεί. Συνεχίσαμε να πίνουμε αμίλητοι τον καφέ μας.
Κάποια στιγμή σηκώθηκε, ετοίμασε τα λιγοστά της πράγματα, με φίλησε απαλά στο στόμα και πριν προλάβω να δω πως είχε βουρκώσει, έτρεξε στη σιδερένια πόρτα, την άνοιξε και χάθηκε για πάντα.
Ο καθρέπτης έδειχνε τον παλιό μου εαυτό. Αυτό που έχω συνηθίσει τα τελευταία 29 χρόνια. Δεν θυμόμουνα ούτε ίχνος από την γλώσσα του Έψιλον-Βοώτη και ο Κόμης Μοντεχρήστος έκοβε τις καθιερωμένες του βόλτες στο έρημο σπίτι. Το τηλέφωνο χτυπούσε. Μήπως όλα αυτά δεν ήταν παρά ένα όνειρο;
«Πως νιώθεις» ακούστηκε η φωνή του Στέργιου από την άλλη μεριά της γραμμής.
Δεν είχα όρεξη να μιλήσω σε κανένα, θα προτιμούσα να με αφήσουν να απολαύσω τη θλίψη μου.
«Έφυγε η μικρή;» επέμεινε
«Έφυγε» είπα ξεψυχισμένα
«Το ήξερα από χθες το βράδυ όμως δεν είπα τίποτα γιατί δεν ήσουν πια ο Χρήστος που ξέραμε, παλιόφιλε» ξεφώνισε ενθουσιασμένος. «Όχι –συνέχισε- είχες μετατραπεί σε κάτι άλλο. …. Όχι άσχημο μα διαφορετικό»
Μικρό κενό –μπορούσα να τον φαντασιώνομαι να χαμογελάει πονηρά.
«Γέρασες παλιόφιλε. Ψάχνουμε για το ήσυχο λιμανάκι να αράξουμε;» με ρώτησε συνωμοτικά. «Εγώ ξέρω τι θα σου φτιάξει το κέφι. Ένα ΠΑΡΤΙ, ένα παρτάκι παλιόφιλε θα σε φτιάξει καινούργιο» αναφώνησε χαρούμενος.
«Καλά -είπα ανόρεχτα- θα τα πούμε όμως το μεσημέρι, εντάξει;» του είπα για να τον ξεφορτωθώ.
«Εντάξει, παλιόφιλε, ότι πεις» είπε και μου έκλεισε το τηλέφωνο.
Πήρα το σημειωματάριο όπου αποθέτω τις σκέψεις μου και τράβηξα για το Θησείο. Ήμουν αποφασισμένος, ήταν μια ημέρα θλίψης και εννοούσα να την απολαύσω. Ο κόσμος συνωστίζονταν στην πλατεία όμως εγώ έβλεπα μονάχα το πρόσωπο της. Τα λόγια που ήθελα να της πω γίνονταν σκέψεις και έπειτα αράδες στο λευκό χαρτί. Δεν είχα προλάβει καλά καλά να γεμίσω μία σελίδα όταν εμφανίστηκαν ο Τάκης με την Εύη.
Αυτό ήταν. Και να θες να αγιάσεις δεν σε αφήνουνε. Τι να κάνω, το πήρα στη πλάκα κι εγώ. Αρχίσαμε τις ατάκες και τα γέλια, έφαγα πολύ δούλεμα ώσπου αποφάσισα να αλλάξω θέμα και πέταξα την ιδέα του Στέργιου για Πάρτι. Είχε και ο Τάκης μια καταπληκτική πρόταση. Να κάνουμε λεει, αποκριάτικο πάρτι. Τι κι ήταν φθινόπωρο. «Καλά θα έχει πολύ φάση» συμφωνήσαμε. Λοιπόν, θα καλέσουμε αυτόν, θα καλέσουμε εκείνη, όχι αυτός –έχει φαει κόκκινη κάρτα-, αυτός εντάξει, αυτός όχι, αυτές όλες μέσα, βγάζαμε τη λίστα. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να δώσω μία συμβουλή σε όσους σκέφτονται να κάνουν πάρτι. Να καλέσετε σχεδόν μόνο γυναίκες για να έχετε σχετική ισορροπία. Οι άντρες φέρνουν πάντα άντρες ενώ και οι γυναίκες έχουν τη τάση να φέρνουν άντρες, οι οποίοι το λένε με τη σειρά τους σε άλλους άντρες και οι οποίοι, φέρνουν και κανένα φίλο.

















Ένα αεροπλάνο απογειώνεται με προορισμό τη Γαλλία. Ένας άντρας παρακολουθεί χαρούμενος την απόσταση από τη γη να μεγαλώνει. Μια γυναίκα με διχασμένα συναισθήματα σφίγγεται στο μπράτσο του. Σε κάποιο δωμάτιο ενός μικρού ξενοδοχείου στη σκιά της Ακροπόλεως, μια άλλη γυναίκα αιωρείται απαγχονισμένη.






























Εκεί που πίναμε ανενδοίαστα τον καφέ μας, συνειδητοποίησα πως φτάσαμε ήδη σε ένα κρίσιμο μέρος της ιστορίας. Και επειδή κάθε ιστορία που σέβεται τον εαυτό της πρέπει να περιέχει τουλάχιστον ένα γάμο ή έστω, ένα ερωτικό δράμα, κάτι έπρεπε να γίνει επειγόντως.
Άρχισα το ψηστήρι στον Τάκη και την Εύη. «Πότε;» μα το απόγευμα της ίδιας μέρας. Έπειτα το βιβλίο θα τελείωνε. Έξάλλου για το βράδυ είχαμε ήδη κανονίσει το πάρτι. Στην αρχή τσινήσανε λιγάκι -για το γαμώτο, να κρατάμε τα προσχήματα δηλαδή- αλλά μη νομίζετε ότι δυσκολεύτηκα ιδιαίτερα να τους πείσω. Η Εύη καιγόταν από καιρό ενώ και ο Τάκης ψημένος ήταν αλλά έπρεπε να κρατήσει χαρακτήρα για να μην πέσει ΤΟ δούλεμα. Αφού όμως του το πρότεινα εγώ ο ίδιος και με την πρόφαση να-μου-κάνει-τη-χάρη συμφώνησε. «Που;» «μα φυσικά στο δημαρχείο, δεν πιστεύω να θέλετε και εκκλησία; !!!!! μην τρελαθούμε κιόλας!!!….»
Είχα πολλά πράγματα να κάνω το μεσημέρι. Έπρεπε να καλέσω κόσμο για το Πάρτι, κόσμο για τον γάμο, να μεταφέρω τα έπιπλα στην αυλή, να ετοιμάσουμε το στερεοφωνικό και τον φωτισμό και άλλα πολλά. Άστα να πάνε.
Στο δρόμο είδα στο Εξώφυλλο της Ελευθεροτυπίας το σήμα της 17 Νοέμβρη και γεμάτος περιέργεια αγόρασα μια εφημερίδα. Κάποιους είχανε τινάξει στον αέρα πάλι. Θυμήθηκα ένα προηγούμενο χτύπημα της Οργάνωσης όταν καθάρισαν ένα καθίκι εφοπλιστή. Είχα αγοράσει και τότε εφημερίδα. Τα έσουρναν θυμάμαι χοντρά στη προκήρυξη για τον καθίκι, που άφησε τόσους άνεργους, που έφαγε τόσα από το δημόσιο, που ζητάει και άλλα από το αίμα του λαού, το ένα, το άλλο. Εν ολίγοις, τον έκαναν ρόμπα. Ρωτάνε λοιπόν οι δημοσιογράφοι την θυρωρό του κτιρίου που στεγαζόταν η επιχείρηση του καθικιού για τον εργοδότη της και λεει την εξής απίστευτη ατάκα: «Ήταν καλός άνθρωπος ο μακαρίτης. Πάντα με το χαμόγελο». Βέβαια, θα μου πεις, τι να πει και η γυναίκα; «Καλά του κάνανε του πούστη» όχι μόνο θα χάσει τη δουλειά της αλλά θα πέσουν μετά να τη φάνε ζωντανή τα κοράκια, οι χαφιέδες, οι δημοσιογράφοι.
Διάβαζα τον τίτλο της εφημερίδας ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ για τους εκτελεστές της 17 Νοέμβρη και με πιάσανε τα γέλια. Ακούς εκεί δολοφόνοι!!!!!! Αυτοί είναι οι αριστοκράτες των εκτελέσεων. Οι άνθρωποι έχουν πάρει μαθήματα τρομοκρατικής δεοντολογίας στη Πάντειο και κουβαλάνε μαζί τους το σαβουάρ βιβρ των καλών εκτελεστών. Έχετε ιδέα κύριοι από πρακτικές επαναστατικών οργανώσεων που διεξάγουν ένοπλο αγώνα; Τι μαζικές δολοφονίες αμάχων, τι ληστείες, τι απαγωγές, τι τι τι !!!! Οι δικοί μας είναι η ελίτ των επαναστατικών οργανώσεων ever.
Φαίνεται ότι αυτή τη φορά η οργάνωση κατάφερε ένα καίριο πλήγμα στις παρακρατικές ομάδες που λυμαίνονται την εξουσία. Είχανε μυστικό δείπνο σε μία από τις αίθουσες της Αμερικάνικης πρεσβείας. Ήταν εκεί όλη η αφρόκρεμα του παρακράτους με αρχηγό τον αρχιτσάτσο τον πρέσβη. Θέλανε να οργανώσουν μια πολύ ισχυρή ομάδα πίεσης που θα ήλεγχε το παρακράτος και δεν θα άφηνε τη ΣΕΟΠ να προχωρήσει στις λίγες μεταρρυθμίσεις που μπορούσε. Ήταν όλοι εκεί (είχαν βγάλει και κονκάρδες –I was there- αλλά Γούντστοκ). Τι εφοπλιστές, τι μεγαλοβιομήχανοι, τι μεγαλοεκδότες, τι εκπρόσωποι των κομμάτων της ενωμένης αντιπολίτευσης. Φυσικά δεν ήταν μόνο δώδεκα. Αυτό τον τίτλο δώσαμε αργότερα κοροϊδευτικά εμείς. Μυστικός δείπνος….. Καλό ε; Πρόεδρος Δε σε αυτό το μπουρδέλο ήταν –ποιος άλλος- ο Αμερικάνος πρέσβης, που κατά τα άλλα ποτέ δεν ανακατεύεται στα εσωτερικά μίας ξένης χώρας.
Τώρα στη θέση της Αμερικάνικης πρεσβείας υπάρχει μία τεράστια τρύπα. Τους έκαναν σκόνη. Εύγε παλικάρια. ¨όχι πως θα γίνει κάτι τώρα, οι παρακρατικοί είναι σαν την λερναία ύδρα. Πάντως εύγε!!! Θα το γιορτάσουμε απόψε στο πάρτι σκεφτόμουν και βηματίζοντας βιαστικά προς το σπίτι.
Πήρα τηλέφωνο τον Στέργιο να του πω τα ευχάριστα και να του ζητήσω να έρθει να με βοηθήσει να φτιάξω το σπίτι. «Τι έγινε παλιόφιλε; Εντάξει, θα το κάνουμε το ΠΑΡΤΙ;» ρώτησε με ενθουσιασμό. «Θα γίνουν πολλά σήμερα –του είπα- πρώτα από όλα παντρεύεται ο Τάκης με την Εύη». Δεν έδειξε τόση έκπληξη όση θα περίμενα, μάλλον τον ενθουσίασε η ιδέα. «Θα μείνουμε μαζί;» ρώτησε. «Αυτό ήθελα να σου πω κολητέ, μάζεψε τα κι έλα».
Μετά από λίγο ο Στέργιος έκανε την εμφάνιση του κρατώντας τη μοναδική περιουσία του στον ώμο. Το βοήθησα να τακτοποιήσει τον καταψύκτη σε μία γωνία. Καθίσαμε.
«Παρατήρησες κάτι –είπε-. Χθες υποτίθεται ότι φτάσαμε σε μία ολοκλήρωση. Μάθαμε πως είμαστε μακρινοί απόγονοι των αρχαίων ελλήνων θεών και είδαμε πως η πραγματικότητα είναι εξαιρετικά ελαστική. Το σχέδιο που κατέστρωσαν πριν από 3 ή 4 χιλιάδες χρόνια οι Βοώτες ολοκληρώθηκε ή –αν θες- τέθηκε σε εφαρμογή, διότι δεν μπορούμε να ξέρουμε αν θα ολοκληρωθεί. Ένας πολλά υποσχόμενος έρωτας έσβησε. Κι όμως –κατέληξε- σήμερα νιώθω σαν να μην έχει συμβεί τίποτα από όλα αυτά ή σαν να είναι αναμνήσεις από κάποιο μακρινό παρελθόν, αδιάφορες πια και ίσως αστείες».
«Έχεις δίκιο –συμφώνησα- τι να είναι άραγε μια ιστορία και ποιος θα μπορούσε να οριοθετήσει το τέλος της. Γιατί η δικαίωση ενός έρωτα, ένα σημαντικό επίτευγμα η ακόμα και ο θάνατος της κυρίαρχης οπτικής θα μπορούσε να σημάνει το τέλος;. Σάμπως η γη δεν θα συνεχίσει να γυρίζει, οι άνθρωποι δεν θα συνεχίσουν να ζουν; Τι μπορεί άραγε να αλλάξει και αν αλλάξει ποια σημασία μπορεί να έχει; Ακόμα κι αν ο πλανήτης μας καταστραφεί ή αν χαθούμε σε ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα ποια μπορεί να είναι η σπουδαιότητα της θυσίας μας για το άπειρο σύμπαν ΝΤΡΟΝΓΚ» μονολόγησα αφηρημένος και σιώπησα για λίγο βυθισμένος σε σκέψεις. Γύρισε και με κοίταξε έκπληκτος και τότε συνειδητοποίησα τι είχα πει. Βάλαμε τα γέλια.
«Ίσως θα έπρεπε να γράψεις για όλα αυτά» μου είπε.
«Ναι, το σκέφτηκα και εγώ» απάντησα «ίσως κάποτε προσπαθήσω».
«Είναι και κάτι άλλο –συνέχισε εκείνος σαν να μην με άκουσε- μετά από τόσα βιβλία που έφαγα αυτό που με εντυπωσιάζει περισσότερο –αν ανατρέξω στις εικόνες που κρατώ μέσα μου- είναι πως οι ερωτήσεις για το νόημα της ζωής γίνονται σχεδόν πάντα από ανθρώπους περασμένης ηλικίας. Οι νέοι δεν χρειάζεται να σκέφτονται αυτές τις ερωτήσεις. Είναι σαν τα ψάρια. Δεν σκέφτονται διότι ξέρουν τα πάντα. Έτσι και οι νέοι, δεν σκέφτονται το νόημα της ζωής διότι αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της. Μήπως γερνάμε παλιόφιλε;» είπε και μου έκλεισε το μάτι. Γελάσαμε ξανά.
«Έτσι είναι η ζωή –συγκατένευσα-. Και μια και φτάσαμε στις εξομολογήσεις είναι και κάτι ακόμα που θέλω να σου πω. Χωρίς παρεξήγηση έτσι» του είπα και αυτός τήρησε στάση αναμονής.
«Φτιάχνεις απαίσιο καφέ» δήλωσα σοβαρά.
«Το ξέρω» απάντησε ο Στέργιος και ξεσπάσαμε σε γέλια δυνατά, μέχρι που μας ήρθαν δάκρυα στα μάτια.




















Με κούφανε η μάνα μου. Πήρε τηλέφωνο και είπε ότι το σπίτι είναι κληρονομιά της αδελφής μου και καλά θα κάνω να τα μαζεύω για να μείνω στο κάτω σπίτι. Βλέπετε η μονοκατοικία μας έχει δύο σπίτια. Το σπίτι που έμενε παλιά η οικογένεια μου –στο οποίο έμενα έπειτα εγώ- και το σπίτι που έμεναν οι μητρογραμμικοί μου πρόγονοι –και στο οποίο μέχρι τώρα κατοικούσε η αδελφή μου. Η μάνα μου λοιπόν, ακολουθώντας μια ανόητη μικρασιάτικη παράδοση έγραψε το πάνω σπίτι στην αδελφή μου και εγώ έπρεπε να μετακινηθώ στο κάτω. Πάντως δεν έκατσε και άσχημα η φάση διότι πριν μετακομίσουμε μπορούσαμε να το εγκαινιάσουμε με ένα πάρτι. Χεχε
Μεταφέραμε το έπιπλο για τα στερεοφωνικά, τα καφάσια για τα ηχεία και το μπαράκι, τα στήσαμε σε χρόνο ρεκόρ και ήμασταν έτοιμοι. Το κάτω σπίτι βέβαια δεν είναι τόσο μεγάλο όσο το πάνω αλλά είχε και πλεονεκτήματα. Είναι πιο μαζεμένο και έχει δεύτερη εξωτερική τουαλέτα. Φέραμε και τους δίσκους, συνδέσαμε τα στερεοφωνικά, βάλαμε και τα φώτα και το μόνο που είχε πια απομείνει να κάνουμε ήταν να καλέσουμε τον κόσμο για τα δύο σημαντικά γεγονότα εκείνης της νύχτας. Εντωμεταξύ, ο Κόμης Μοντεχρήστος έδειξε να ανησυχεί έντονα από τις μετακινήσεις των επίπλων και λούφαξε πίσω από την κουζίνα.
Πήρα το πολύτιμο μπλοκάκι μου και ιδού η λίστα:
Αρχίσαμε τα τηλέφωνα.
Εδώ θα πρέπει να διευκρινίσω ότι το πάρτι σε κανονικές συνθήκες δεν είναι μια διαδικασία που κρατάει μία νύχτα αλλά περίπου 2 εβδομάδες. Παίρνεις τηλέφωνα κλείνεις ραντεβού για καφέ με άτομα που έχεις να τα δεις από το προηγούμενο πάρτι, μαθαίνεις νέα, κουτσομπολιά, μια ολόκληρη ιστορία.
Έπειτα γίνεται το πάρτι.
Την επόμενη μέρα μαζευόμαστε για να καθαρίσουμε το σπίτι –αν είμαστε τυχεροί πάνω από δύο άτομα- και ξεκινάει η εβδομάδα που συζητιέται το τι έγινε στο πάρτι. Αν το πάρτι είναι καλό μπορεί να συζητιέται για πολύ περισσότερο χρόνο.
Βέβαια, αυτή τη φορά δεν είχαμε και πολύ χρόνο στη διάθεση μας καθώς ολόκληρο το βιβλίο τελειώνει σε μία εβδομάδα και καταχρηστικά παρατείνεται για μία ακόμη μέρα. Τα τηλέφωνα που κανονικά θα γίνονταν σε μία εβδομάδα έπρεπε να γίνουν όλα σήμερα και μάλιστα έπρεπε να ενημερώνουμε τα παιδιά για τον επικείμενο γάμο. Πάντως είμαι υπερήφανος που χώρεσα δύο πάρτι μέσα σε οκτώ ημέρες.
Όταν παίρνεις τηλέφωνο για να καλέσεις κόσμο σε πάρτι ακούς διάφορα. Το πιο ξενέρωτο που μπορούν να σου πουν είναι: «πάλι, πάρτι, !!!! καλά δεν έχετε άλλη δουλειά να κάνετε;». Φυσικά λένε και διάφορες άλλες σαχλαμάρες όπως: «για ποιο λόγο γίνεται;» –λες και χρειάζεσαι λόγο για να κάνεις πάρτι ή ακόμα «ποιος το κάνει;», «θα έχει κόσμο;» και διάφορες ανοησίες που με φέρνουν ένα βήμα από το εγκεφαλικό. Το να μην έρθει κάποιος σε πάρτι εγώ προσωπικά το θεωρώ τρομερή ανοησία αλλά είναι οπωσδήποτε πιθανό. Αν για παράδειγμα έχει κανονίσει εκδρομή χωρίς να το ξέρει ή αν κάτι σοβαρό του συμβαίνει, αν έχει γκόμενα/ο και θέλει να έρθει οπωσδήποτε και αυτός/η, αν πεθαίνει από ώρα σε ώρα και τέλος πάντων αν έχει ένα πολύ σοβαρό λόγο εντάξει. Αυτό το καταλαβαίνω. Αν πάλι έχει κανονίσει να πάει σε άλλο πάρτι το πρόβλημα λύνεται διότι του λεω «πάρε το άλλο πάρτι και έλα». Όμως αν λείψει αδικαιολόγητα του βάζουμε απουσία. Στις δύο ή τρεις απουσίες του βγάζουμε κόκκινη κάρτα. Αν πάλι λείψει δικαιολογημένα κάποιες φορές τρωει κίτρινη κάρτα και αν συνεχίσει στο ίδιο τροπάρι τότε αποβάλλεται. Κόκκινη κάρτα τρωει και όποιος ενοχλεί τον υπόλοιπο κόσμο με την παρουσία του, εκτός βέβαια από εμένα που μπορεί να είμαι μερικές φορές ενοχλητικός, αλλά το πάρτι γίνεται σπίτι μου και έτσι αναγκάζονται να με τρωνε στη μάπα.
Σε αντιδιαστολή, η πιο καλή ατάκα που μπορείς να ακούσεις στο τηλέφωνο είναι: «Επιτέλους !!! Το Σάββατο έτσι;» Το καλό πάρτι άνιμαλ πρέπει να ξέρει τις λεπτομέρειες, τη διεύθυνση, ρεφενέ, την ώρα, ότι μπορεί να έρθει με ότι παρέα θέλει, ότι θα περάσουμε γαμάτα και ότι αποκλείεται να χάσει αυτό το πάρτι.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση ακόμα και τα πάρτι άνιμαλ αιφνιδιάστηκαν. Οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή και καθώς δεν είχαμε πολύ χρόνο μέχρι το γάμο, έπρεπε να απαντηθούν χωρίς περιττές λεπτομέρειες. «ΤΙ, ΓΑΜΟΣ;;;;;!!!!!», «ΤΙ; !!!!!! ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΟ;» , «Τι;;;!!! ΣΤΟ ΚΑΤΩ ΣΠΙΤΙ ::::!!!!!!» ρωτούσαν και εμείς αναγκαζόμαστε να απαντούμε τηλεγραφικά: «Γάμος ναι, ο Τάκης με την Εύη, στο δημαρχείο…. Ναι στις επτά» και «Αποκριάτικο πάρτι ναι…. Κανονίστε να ντυθείτε έτσι…. Ναι ναι, στο κάτω σπίτι, είπαμε».











Πανικός, κόντεψε να έρθει η ώρα του γάμου και εμείς δεν είχαμε κάνει ούτε ένα ντουζάκι. «Ουφ, τελειώσαμε» είπα του Στέργιου και κατέβασα το ακουστικό από το τελευταίο όνομα στη λίστα. Θα ήταν και αυτός μούσκεμα στον ιδρώτα αλλά οι αστακοί δεν ιδρώνουν και έτσι με κοιτούσε ψύχραιμα με ένα χαμόγελο ενδόμυχης ικανοποίησης.





























Ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από το βουνό. Με δυσκολία το πλάσμα διέσχισε τα τελευταία μέτρα που το χώριζαν από την κορυφή. Έκανε κρύο ανάμικτο με υπομονή τριάντα αιώνων. Το πλάσμα κάθισε για λίγο να ξαποστάσει.
Ο ήλιος έδυσε. Ακούστηκε ένας δυνατός κρότος και το πλάσμα εξαφανίστηκε μέσα σε ένα σύννεφο ζωής.




























Τι πλάκα ήταν και αυτή !!!!!!
Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή. Με κάποιο μαγικό τρόπο καταφέραμε να φτάσουμε στην ώρα μας. «Μην τρέχεις» μου έλεγε ο Στέργιος. «ΤΙ λες ρε μαλάκα, θα χάσουμε το γάμο» διαμαρτυρόμουνα. «Μην τρέχεις, θα είμαστε οι πρώτοι» επέμενε. Τελικά πέρασε το δικό μου και φτάσαμε –ως συνήθως- πρώτοι και καταϊδρωμένοι. Με κοίταξε με ύφος: στα-λεγα-εγώ-μαλάκα και φυσικά είχε δίκιο. Πήραμε κάτι μπυρίτσες –εννοείται Άμστελ- και καθίσαμε στα σκαλιά του δημαρχείου.
Σιγά σιγά άρχισαν να καταφθάνουν οι προσκεκλημένοι. Χαιρετούρες, χαβαλές μπυρίτσα και άραγμα στα σκαλοπάτια. Μόνο γάμο δεν προμήνυε η συγκέντρωση μας. Όλα τα ρεμάλια, χύμα στα σκαλοπάτια να πίνουν ξύδια και να γελάνε δυνατά. Οι περαστικοί μας κοιτάζανε καλά καλά και αποχωρούσανε κουνώντας τα κεφάλια τους. Επικρατούσε μεγάλος ενθουσιασμός. Για τον επικείμενο γάμο αλλά κυρίως για το πάρτι που θα ακολουθούσε.
Το KLR του Τάκη έφτασε στο δημαρχείο μέσα σε χειροκροτήματα. Γενική ευθυμία και ζητωκραυγές. Ο Τάκης και η Εύη είχανε ντυθεί λες και πηγαίνανε σε γάμο. Μέχρι γραβάτα φορούσε το άτομο. Η Εύη, με το κλασικό, απείρου βάθους ντεκολτέ –αμάν ρε Εύη, άμα είναι βγάλτα έξω να βλέπουμε τουλάχιστον τι χάνουμε.
Είχαμε μια ψιλοδιαφωνία με τον κλητήρα διότι δεν μας άφηνε να μπούμε όλοι μέσα και τελικά συμφωνήσαμε να μπουν μόνο δύο από εμάς ως μάρτυρες. Μέχρι να ολοκληρωθεί η τελετή όσοι κάθονταν απέξω είχαν γίνει λιώμα και μόλις βγήκαμε αρχίσανε τα ποδοσφαιρικά συνθήματα: «Και τώρα, μπορείτε, να πα να γαμευθείτε» έλεγαν. Τι χειροκροτήματα, τι ιαχές, σφυρίγματα, χαμός. Το ευτυχές ζεύγος ανέβηκε στη μηχανή και έφυγε. Οι υπόλοιποι τραγουδήσαμε κάνα δύο τραγουδάκια για-το-γαμώτο και αφού ανανεώσαμε το ραντεβού μας για το βράδυ, σκορπιστήκαμε σε μεγάλες παρέες προς τα σπίτια μας.
Είχα παραξενευτεί λιγάκι με τη συμπεριφορά του Στέργιου. Περπατούσε σφυρίζοντας αδιάφορα και δεν έδειχνε να ενοχλείται στο παραμικρό για τον γάμο του κολητού του. Το αντίθετο θα έλεγα. Βέβαια το τελευταίο διάστημα είχαμε δεθεί εμείς οι δύο, με τις κοινές μας περιπέτειες και ίσως, είχα σε κάποιο βαθμό αναπληρώσει τον Τάκη. Το σίγουρο ήταν ότι –και να ήθελε- τώρα πια δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα. Αφού όμως ήταν ευχαριστημένος από αυτή την εξέλιξη (όπως φαινόταν) τότε δεν-έτρεχε-τίποτα. Εγώ πάλι γούσταρα να μείνουμε μαζί, αφού με τον Στέργιο στο σπίτι ήταν μάλλον απίθανο να βαρεθώ. Τώρα μάλιστα που δεν θα ξαναέφτιαχνε καφέ ήταν σχεδόν ακίνδυνος.
Από την άλλη σκεφτόμουν ότι αυτή η αλυσίδα των γεγονότων που ξεκίνησε από τον καυγά του Τάκη με τον Στέργιο ή ακόμα και πιο πριν, όταν ο Τάκης γνώρισε την Εύη, οδήγησε –μέσα από μια αλυσίδα γεγονότων- στη σημερινή εξέλιξη. Πόσο διαφορετική θα ήταν άραγε η εβδομάδα που πέρασε αν ο Τάκης δεν γνώριζε την Εύη. Τότε δεν θα είχε μαλώσει με τον Στέργιο, ο Στέργιος δεν θα έφευγε από το σπίτι, δεν θα γινόταν σχεδόν ανθρώπινος, δεν θα έπιανε δουλειά στο καράβι, και εγώ τώρα μπορεί να ήμουνα κομματάκια σε καμιά χωματερή. «Πως θα εξελισσόταν αυτή η ιστορία;» αναρωτιόμουν.




























Το σπίτι ήταν έτοιμο. Δεν είχαμε τίποτα να κάνουμε και έτσι πήγαμε μία βόλτα ως τον Σκλαβενίτη να αγοράσουμε μερικά ποτά, πολλά αναψυκτικά, πλαστικά ποτηράκια και άλλα μπινελίκια χρήσιμα στο ΠΑΡΤΙ. Όταν γυρίσαμε θυμηθήκαμε ότι έπρεπε να ντυθούμε και μιας έπιασε πανικός. Ανοίξαμε ντουλάπες, ντιβανοκασέλες, κομοδίνα μπας και μας φανεί χρήσιμη κάποια από τις παλιατζούρες που φυλάει επιμελώς η μάνα μου στα πιο απίθανα μέρη.
΄Όταν κτύπησε το τηλέφωνο δεν ήμουν σε θέση να αντιμετωπίσω ψύχραιμα αυτά που μου είπε ο Τάκης στο τηλέφωνο. Ήταν τρελαμένος και ισχυριζόταν ότι η Εύη ήταν στο νοσοκομείο και πως από ώρα σε ώρα, θα του χάριζε τον πρώτο διάδοχο. «Έλα-μουνί-στο-τόπο-σου-και-πούτσο-μη-γυρεύεις» είπα μόλις συνειδητοποίησα τι μου έλεγε. «Άκουσες ρε μαλάκα;» ρώτησα τον Στέργιο. «Άκουσον άκουσον» αναφώνησε εκείνος ενθουσιασμένος. Γυρνάω στον Τάκη «Σοβαρά ρε θηρίο; !!! Καλά…. Πως;!!! Σήμερα παντρευτήκατε και προλάβατε να μείνει έγκυος;. Και σα να μην φτάνει αυτό, θα γεννήσει κιόλας;;!!!».
«Ε, να» μου λέει «ήθελε να γεννήσει σε αυτό το βιβλίο διότι ποιος ξέρει αν θα είμαστε στο επόμενο».
«Έχεις δίκιο» συμφώνησα «αυτό δεν το είχα σκεφτεί». «Λοιπόν εντάξει, έχουμε λίγη ώρα, προλαβαίνουμε να έρθουμε από το νοσοκομείο να σας δούμε, ίσως μας δανείσουν και καμία ιατρική φόρμα να ντυθούμε για το πάρτι» είπα και κλείσαμε το τηλέφωνο. «Πάμε;» ρώτησα τον Στέργιο.
Πήραμε ένα ταξί που μας άφησε έξω από το «μητέρα». Σε όλη τη διαδρομή ο Στέργιος τραγούδαγε παράφωνα.
«Α ρε μεγάλε Τάκη» του έδωσα το χέρι μου μόλις τον είδα. Είχε ένα χαμόγελο μέχρι τα αφτιά και η μύτη του είχε προσγειωθεί στο πάνω χείλος, σαν διαστημόπλοιο στην επιφάνεια της σελήνης. «Μπράβο κολητέ» είπε και ο Στέργιος και τον αγκάλιασε με τις χερούκλες του. «Χμμμμ, και πως θα το βγάλετε το σκυλάκι σας;» πέταξα στα αστεία και γελάσαμε περισσότερο από το άγχος παρά από εύθυμη διάθεση. «Τι γίνεται κοντεύει;» ρώτησα τον Τάκη που φαινόταν πολύ ανήσυχος. Τα-είχε-δει-όλα ο φουκαράς αλλά τι να κάνεις, έτσι είναι αυτά τα πράγματα.
Μια χαμογελαστή νοσοκόμα με κάτι στην αγκαλιά της έκανε την εμφάνιση της από το βάθος του διαδρόμου. «Καλό σημάδι» σκεφτήκαμε όλοι ταυτόχρονα. «Να σας ζήσει, να σας ζήσει» είπε από μακριά, προφανώς περιμένοντας τον Τάκη να πέσει τίποτα «ψιλά» για το «καλό». Πλησιάζει λοιπόν η νοσοκόμα με το φασκιωμένο μωρό, προχωράμε κι εμείς προς το μέρος της –ο Τάκης ανακουφισμένος, ο Στέργιος στο τσακίρ του κεφιού και εγώ απλά περίεργος. Τι να δω!!!!!! Ένας μικρός, ανθρωπόμορφος αστακός μας κουνούσε χαρούμενος τις κεραίες του, ένας μικρός τερατόμορφος αστακός, όπως έλεγε αργότερα ο Στέργιος. «Ε, όχι ρε πούστη!!!!!» πρόλαβα να πω πριν λιγοθυμήσω.
Με συνεφέρανε με σκαμπίλια. Ευτυχώς είχαν πάρει το μικρό τερατάκι και δεν διέτρεχα άμεσο κίνδυνο να ξανατεζάρω. «ΤΙ έπαθες ρε μαλάκα; είσαι καλά;» ρωτούσες ανήσυχος ο Τάκης. Κοίταξα τον Στέργιο που είχε σκύψει δήθεν τρομαγμένος πάνω μου αλλά μόλις δεν τον έβλεπε ο Τάκης μου έκανε αστείες γκριμάτσες. Ήταν κατενθουσιασμένος ο πούστης.
«Καλά είμαι ρε Τάκη, αλλά πρέπει να φύγουμε» είπα και σηκώθηκα απότομα.
«Δεν πρόλαβες να δεις το παιδί, θες να πάμε μέσα» επέμεινε ο Τάκης και κατάλαβα ότι μόνο εγώ και αυτός ο πούστης ο αστακός μπορούσαμε να δούμε την αληθινή μορφή του παιδιού.
«Όχι, όχι, δεν προλαβαίνουμε, πρέπει να γυρίσουμε σύντομα σπίτι» είπα ψέματα, αν και όντως έπρεπε να φύγουμε σύντομα αν θέλαμε να βρούμε κάτι αποκριάτικο στην σαβούρα της μάνας μου. Τράβηξα τον Στέργιο, σχεδόν σπρώχνοντας τον, προς την έξοδο.
«Ρε πούστη» του είπα μόλις μείναμε μόνοι «δεν έχεις τον θεό σου».
«Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται πάντα κρύο» αναφώνησε καταχαρούμενος και σταμάτησε ένα ταξί.



















Δεν ξέραμε τι να ντυθούμε. Ο Στέργιος είχε άλλη μια φαεινή ιδέα που όμως με βρήκε κάθετα αντίθετο. Να ντυνόμασταν λεει ο ένας τον άλλο. Δηλαδή εγώ να είμαι αυτός και αυτός να είναι εγώ. Και δεν εννοούσε βέβαια εξωτερική αλλαγή. Δεν ήξερα που το πήγαινε και θεώρησα καλό να προφυλάξω τον κώλο μου. Με την παλαβομάρα που τον δέρνει όλα ήταν πιθανά.
Τελικά ντυθήκαμε –τι άλλο;- κωλόχαρτα, βάλαμε στην τηλεόραση μια ελληνική ταινία για να χαλαρώσουμε, γεμίσαμε δύο νεροπότηρα βότκα-πορτοκάλι και καθίσαμε κοντά στο έπιπλο του DJ.
«Και δεν μου λες τώρα;» άρχισα τη κουβέντα «μετά από το τελευταίο σου κατόρθωμα τι συμπέρασμα περιμένεις να βγάλω, πως όλες οι γυναίκες είναι πουτάνες;» ρώτησα αγανακτισμένος.
Με κοίταξε παιχνιδιάρικα «Μπορεί όλες οι γυναίκες να μην είναι πουτάνες, αλλά το σίγουρο είναι ότι όλες οι πουτάνες είναι γυναίκες». Μετά από αυτό το βούλωσα.
Γύρω στις 12 παρά, άρχισαν να καταφθάνουν τα παιδιά με πρώτους των Αλέξανδρο και την Αναστασία. Μας βοήθησαν να μεταφέρουμε πάνω την τηλεόραση και τις καρέκλες. Σε λίγο κατέφθασαν και ο Κώστας (ντυμένος βάτραχος μεταμορφωμένος σε πρίγκιπα), ο Νίκος (ντυμένος πασπαρτού), η Δήμητρα (ιστιοπλοϊκό –απλά είχε προς τα πάνω τη μύτη της), ο Μιχάλης (φαντάρος), ο Τάκης (θήραμα και η Πόλυ –η κοπελιά του τότε- κυνηγός), ο Μάκης σείχης και πολλοί άλλοι.
«Να σου πω» ρώτησα τον αστακό, « έχεις τίποτα τελευταία διάσημα λόγια;»
«Όχι» απάντησε.
Κλείσαμε τα φώτα, Έβαλα mansun στο πλατό, δυνάμωσα το ήχο και το πάρτι άρχισε.















«Δεν μου λες….. Μπορώ να βγάλω τώρα τη στολή του αστακού;» με ρώτησε ζοχαδιασμένος ο Τάκης.

0 Comments:

Post a Comment