Δευτέρα, Απριλίου 16, 2007

ΠΟΙΜΕΝΕΣ

"Ποιμένες"
ΧρήΣΤος σΙΔΕΡής
«Χειμώνιασε για τα καλά» είπε ο μπάρμπα Λευτέρης και μη περιμένοντας απάντηση χουχούλισε τα χέρια του για να ζεσταθούν. Η θερμοκρασία στο μητάτο ήταν πολύ χαμηλή και μόνο όταν μαζεύονταν κοντά στο τζάκι μπορούσαν να ζεστάνουν κάπως τη πλευρά του σώματος τους που έβλεπε στη φωτιά. Όσο για τη πλάτη, η χλαίνη από δέρμα προβάτου έκανε ότι μπορούσε μα οι τρίχες ορθώνονταν προσπαθώντας μάταια να χαρίσουν την πολυπόθητη ζέστα. Ο αέρας λυσσομανούσε, σφύριζε και ούρλιαζε σα να είχαν στήσει χορό χίλιοι διάολοι. Μόνο στην Ανατολικότερη μεριά της Νάξου, λίγο πέρα από τον Αζαλά και στη περιοχή που οι ντόπιοι ονομάζουν Φυρό Λιμνάρι μπορεί κανείς να συναντήσει παρόμοιες συνθήκες και σε αυτό το μέρος ήταν το μητάτο του κυρ-Λευτέρη. Από κάτω, μια ειρηνική υπήνεμη παραλία σκεπασμένη με ξερά φύκια και με εμφανή ακόμα την αρχαία ξεχασμένη προβλήτα, θαρρείς περιέπαιζε το υπόλοιπο τοπίο, τα σαρωμένα από τον άνεμο δέντρα, την αφρισμένη θάλασσα, τους ζαρωμένους ανθρώπους, τα τρομοκρατημένη ζώα.
«Μπεε» δήλωσε τη παρουσία του ένα αρνάκι που μόλις περπατούσε με τον ομφάλιο λώρο ακόμα κρεμασμένο από την κοιλιά του. Τα μικρά που γεννιόντουσαν εκείνο τον χειμώνα δεν είχαν καμία ελπίδα αν τα άφηναν στο κρύο. Ο κυρ-Λευτέρης άφησε το ζωντανό να τον προσπεράσει με αβέβαια βήματα και να πλησιάσει τη φωτιά. Το αρνάκι βέλασε με ευγνωμοσύνη.
«Σύρε να φωνάξεις την Λίντα. Θα ψοφήσει το κακόμοιρο αν το αφήκουμε απόξω. Άμε» απευθύνθηκε με ήσυχη φωνή στον Γιάννο, γιο του που δεν θα είχε κλείσει ακόμα τα δώδεκα.
Ο Γιάννος σηκώθηκε απρόθυμα και άνοιξε με δυσκολία την παλιά ξύλινη πόρτα. Ο άνεμος εισέβαλε με δύναμη στο μητάτο, οι φλόγες χόρεψαν, το αρνάκι βέλασε και ο κυρ-Λευτέρης αγκάλιασε το στήθος του πιο σφιχτά περιμένοντας τον Γιάννο να κλείσει επιτέλους την πόρτα.
«Λίντα, Λίντα» και ύστερα πάλι «Λιιινννττταααα, Λιιιννννττταααα» ίσα που ακούστηκε η φωνή του Γιάννου μέσα στην παροιμιώδη λύσσα του ανέμου. Και έπειτα ήχησε πάλι η φωνή του βοσκόπουλου, προσπαθώντας μάταια να διαπεράσει το ηχητικό φράγμα του ανέμου και να ακουστεί πενήντα ή εκατό μέτρα μακριά. Όσο απομακρυνόταν από το μητάτο, αντί να διαπερνά τους ήχους του ανέμου η φωνή του γινόταν μέρος εκείνης της χθόνιας ηχητικής πανδαισίας και έπειτα από λίγο ο κυρ-Λευτέρης δεν μπορούσε να ξεχωρίσει αν οι ήχοι που έφταναν στα αφτιά του προέρχονταν από τον γιο του ή από τις διαδρομές του ανέμου μέσα από τις αγριελιές. Σηκώθηκε από τη θέση του, έβαλε σε ένα μαυρισμένο μπρίκι λίγο ρακί, πρόσθεσε μια κουταλιά μέλι και την ακούμπησε σε μία σιδερένια σχάρα που βρισκόταν πάνω από τη φωτιά. Πολύ γρήγορα το ρακόμελο τσιτσίριξε, ειδοποιώντας τον ότι έπρεπε να ανακατέψει το μίγμα. Μόλις έλιωσε το μέλι, έβγαλε το μπρίκι από τη φωτιά πιάνοντας την λαβή με ένα κομμάτι βρώμικο πανί και γέμισε μια πήλινη κούπα. Άφησε το μπρίκι στην άκρη και έπιασε με τα δύο χέρια τη κούπα. Ήπιε μια μικρή γουλιά νιώθοντας το ρακόμελο να διατρέχει όλη την απόσταση από το στόμα μέχρι το στομάχι, χαρίζοντας του μια εσωτερική ζεστασιά που πολύ σύντομα απλώθηκε σε όλο του το είναι. Αναρίγησε από ευχαρίστηση.
Έξω, ο άνεμος συνέχισε τα περίεργα παιχνίδια. Ο κυρ-Λευτέρης φαντάστηκε πως άκουσε φωνές, νόμιζε ότι ο άνεμος ψιθύρισε το όνομα του και για μια στιγμή ακούμπησε κάτω την κούπα και αφουγκράστηκε την αιολική συναυλία αλλά ο ήχος έπαψε. Ξαναπήρε την κούπα στα χέρια του τη στιγμή που ακούστηκε από μακριά το αλύχτημα του σκύλου. Το πρόσωπο του μαλάκωσε. Χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του προς τη πόρτα με την σιγουριά του ανθρώπου που έχει ζήσει μία σκηνή χιλιάδες φορές, ετοιμάστηκε να υποδεχτεί τον Γιάννο με μία μισογεμάτη κούπα ρακή.
Ένας γδούπος τάραξε την παλιά πόρτα. Αυτή τη φορά γύρισε ασυναίσθητα το κεφάλι του προς τα εκεί. Τα γαβγίσματα του σκύλου ακούγονταν απέξω από τη πόρτα και ο κυρ-Λευτέρης φαντάστηκε ότι η πόρτα άνοιγε και ότι έμπαινε ο Γιάννος. Τίποτα τέτοιο δεν συνέβη.
«Μη κτυπάς το σκυλί» φώναξε ανήσυχα αλλά η φωνή του σκόρπισε χωρίς αποτέλεσμα και καλύφθηκε από το αλύχτημα της Λίντας «Κάνα Λαφιάτη θώρρησε και τρελάθηκε το βρομόσκυλο» σκέφτηκε ο κυρ-Λευτέρης και κίνησε προς τη πόρτα με τη μισογεμάτη κούπα, ακόμα στο χέρι του.
Έβγαλε το μάνταλο με το ένα χέρι και ο άνεμος όρμηξε μέσα κάνοντας την πόρτα να πάρει μία απότομη στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών και να κτυπήσει στον τοίχο του μητάτου. «Κατάρα» φώναξε ο κυρ-Λευτέρης καθώς η κούπα του έφυγε από τα χέρια και προσγειώθηκε χωρίς θόρυβο στο χωμάτινο πάτωμα. Γύρισε θυμωμένος προς τον σκύλο που του έδειχνε τα δόντια του και στρεφόταν προς την κατεύθυνση της παραλίας βγάζοντας θυμωμένους οιμαγούς.
«Τι είναι μωρή;» είπε θυμωμένα αλλά ο σκύλος δεν απάντησε παρά συνέχισε να γαβγίζει, να βγάζει σάλια και να δείχνει τα δόντια του. Ήταν η πρώτη φορά που ο κυρ-Λευτέρης έβλεπε το πιστό του μαντρόσκυλο σε τέτοια κατάσταση. Ένιωσε ανήσυχος και κάνοντας με τα χέρια του ένα αυτοσχέδιο χωνί τα προσάρμοσε στο στόμα «Γιιιααααννννοοοο, Γιιιιααααανννοοοοο» φώναξε με όση δύναμη έδιναν τα δυνατά πνευμόνια του. Ο άνεμος σφύριξε μια απάντηση και ο κυρ-Λευτέρης νόμιζε ότι ξεχώρισε δυνατές κραυγές και επικλήσεις. Αφουγκράστηκε προσπαθώντας να προσδιορίσει την κατεύθυνση της φωνής αλλά ο σκύλος τον γράπωσε γερά από το χέρι τραβώντας τον απότομα προς την παραλία που κάποιοι την λένε «κρυφό λιμανάκι» γιατί περνώντας από το μονοπάτι η θέα της κρύβεται από μια σειρά από βάτα και αγριελιές. Ο κυρ-Λευτέρης γλίστρησε και προσγειώθηκε με κόπο στο χώμα. Μάσησε μια βρισιά που απευθυνόταν στον σκύλο μα εκείνος μη δίνοντας σημασία συνέχισε να τον τραβά προς την ακτή. Μόνο όταν ο Λευτέρης σηκώθηκε και τον ακολούθησε πρόθυμα η Λίντα άφησε το χέρι του βοσκού και έτρεξε προς το κρυφό λιμανάκι.
Οι κραυγές απόκτησαν στόμα και το στόμα αυτό άνηκε στο παιδί του. Αγνοώντας τα αγκάθια που διαπερνούσαν το παντελόνι του, τον άνεμο που προσπαθούσε να τον γκρεμίσει και την σκοτεινιά της συννεφιασμένη νύχτας όρμησε πίσω από τον σκύλο γεμάτος αγωνία. Σκόνταψε, έπεσε, μάτωσε τα χέρια του και τα γόνατα αλλά συνέχισε να τρέχει πίσω από τον σκύλο τρεκλίζοντας διαπερνώντας με δυσκολία το πηκτό σκοτάδι. Ο σκύλος σταμάτησε στην άκρη της πασπάρας και γάβγισε θυμωμένα προς τη θάλασσα. Ξέπνοος και κτυπημένος σε πολλά σημεία ο Λευτέρης στάθηκε δίπλα του και κοίταξε με μάτια ορθάνοικτα το πλάσμα που είχε γραπώσει το πόδι του παιδιού του προσπαθώντας να το τραβήξει στη θάλασσα. Το τέρας με τα πλοκάμια είχε σχεδόν καβαλήσει τον βράχο για να μπορέσει να φτάσει και να γραπώσει το παιδί με το μακρύτερο πλοκάμι του, εκείνο που χρησιμεύει στην αναπαραγωγή. Ο Γιάννος κρατιόταν από μία προεξοχή της πασπάρας προσπαθώντας μάταια να αντισταθεί στη δύναμη του τέρατος. Το πόδι του στο σημείο που τον έσφιγγε το πλοκάμι είχε ματώσει. Έκλαιγε και παρακαλούσε τον πατέρα του να τον βοηθήσει. Ο κυρ-Λευτέρης ήταν στεριανός, δεν είχε βρέξει ούτε τα πόδια του θάλασσα όπως τον κορόιδευαν συχνά οι Αθηναίοι αλλά δεν πίστευε ότι κανείς Αθηναίος ή ψαράς είχε ποτέ του δει τέτοιο πράγμα, ένα τέρας που έπιανε σχεδόν το μισό λιμανάκι, ένα γιγαντιαίο καλαμάρι.
Το πρόσωπο του παιδιού ήταν μία μάσκα τρόμου. Αγωνιζόταν με όλες του τις δυνάμεις να κρατηθεί από τον βράχο αλλά ήταν ζήτημα χρόνου μέχρι η πασπάρα να θρυψαλιαστεί από τη δύναμη του κτήνους
- "Πατέρα πατέρα, σώσε με, σώσε με" ακουγόταν η σπαρακτική κραυγή του βοσκόπουλου ανάμεσα σε στριγκλιές και σπαραξικάρδιες κραυγές ανείπωτου πόνου και η καρδιά του κυρ-Λευτέρη πήγε να "σπάσει". Έκανε ένα βήμα μπροστά προσπαθώντας να αδράξει τα απλωμένα χέρια του μικρού. Ένα βήμα ακόμα και έπειτα ένα ακόμα, αργά, διστακτικά, προσπαθώντας να μην πέσει στην ίδια παγίδα. Στα ακροδάκτυλα του ένιωσε το δέρμα του γιου του, τέντωσε το σώμα του σε μία ύστατη προσπάθεια να γραπώσει γερά το παιδί. Σχεδόν τα κατάφερε. Ετοιμάστηκε να τραβήξει με όλη του τη δύναμη. Η δύναμη του ενάντια στη δύναμη του κτήνους. Θα έκανε τα πάντα για να σώσει το παιδί αλλά δεν ήξερε αν αυτό ήταν αρκετό.
Η πασπάρα αποκόπηκε, ο βραχίονας του παιδιού γλίστρησε από την κλειστή, ιδρωμένη παλάμη του. Το γιγαντιαίο τέρας άπλωσε και άλλα πλοκάμια που αυτή τη φορά γράπωσαν γερά το παιδικό σωματάκι και το τράβηξαν μέσα στην υγρή σκοτεινιά. Από το σώμα του κράκεν ξεχώρισαν δύο τερατώδη δόντια, δύο χαυλιόδοντες απλώθηκαν και ενώθηκαν μέσα στον ορυμαγδό των κραυγών του παιδιού και των αλυχτημάτων του σκύλου. Ακούστηκε ένα ανατριχιαστικός ήχος, ένας ήχος που έκανε την καρδιά του να κτυπάει με χίλιους σφυγμούς το λεπτό.
Μια απόκοσμη κραυγή βγήκε από το στόμα του κυρ-Λευτέρη. Όρμησε προς το απαίσιο τέρας ουρλιάζοντας, προσφέροντας τον εαυτό του τροφή, θυσιάζοντας Θαρρεί κανείς πως είχε χάσει τα λογικά του έτσι όπως κινήθηκε ενάντια στο τρομακτικό πλάσμα του βυθού με τις γυμνές γροθιές του, λες και το τέρας ήταν ένας αντίπαλος πυγμάχος, ένας τρωτός εχθρός. Το κράκεν ανοιγόκλεισε για μια στιγμή το τεράστιο μάτι του, σχεδόν έκπληκτο, από την απρόσμενη εξέλιξη και έπειτα άπλωσε δύο πλοκάμια προς τον επελαύνοντα εχθρό αποκόπτωντας του το κεφάλι. Η κραυγή του αποκεφαλισμένου απλώθηκε στη σκοτεινιά σχεδόν ξεπερνώντας την ορμή του λυσσασμένου ανέμου που νόμιζε κανείς ότι πολεμούσε να ξεπετσιάσει τη γη, να ξεριζώσει τα δέντρα, να μετακινήσει τους βράχους.
Ο άνθρωπος με τι σφιγμένες γροθιές και το τέρας με τα απλωμένα πλοκάμια συγκρούστηκαν σε μια άνιση μάχη, με προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα. Το μόνο που απόμεινε να ακούγεται πάνω από την ορμή του ανέμου ήταν το μάταιο αλύχτημα του πιστού σκύλου που βλέποντας την τύχη του αφεντικού του όρμηξε ίσα στο στόμα του κτήνους προσφέροντας πρόθυμα τον εαυτό του στα δόντια του.
Το τελευταίο θύμα του τέρατος ήταν το νεογέννητο αρνάκι που κοκκάλωσε όλη νύκτα δίπλα στο τζάκι προσπαθώντας μάταια να ζεσταθεί από τη σβησμένη φωτιά.


Το επόμενο πρωί βρήκε το τέρας κολλημένο στα κοραλλιογενή βράχια που επένδυαν με γραφικότητα το κρυφό λιμανάκι. Η θύελλα είχε κοπάσει και ένας αγέρωχος ήλιος είχε ξεμυτίσει πέρα από τις Μάκαρες. Το καλαμάρι, σχεδόν ακίνητο, αποκαμωμένο από την ολονύκτια πάλη του να ξεκολλήσει από τους βράχους έμοιαζε σχεδόν ψεύτικο. Που και που σάλευε και άνοιγε το τεράστιο μάτι του για να αντικρίσει τους διώκτες του που είχαν μαζευτεί πάνω από το λιμανάκι.
Όπως μου αφηγήθηκαν ώρες πολλές πετούσαν μεγάλες πέτρες στο τέρας, ώρες ατελείωτες και εκείνο τους κοιτούσε άλλοτε αδιάφορα, άλλοτε άγρια και εκσφεντονιζε πίσω τις πέτρες με τεράστια δύναμη τραυματίζοντας, ευτυχώς ελαφρά, δύο από τους βοσκούς που δεν πρόλαβαν να καλυφθούν. Μόνο τα δέκα μασούρια δυναμίτη που φέρανε από τα ορυχεία κατέβαλαν το τέρας της αβύσσου. Το χθόνιο πλάσμα άνοιξε το τεράστιο στόμα του αποκαλύπτοντας τους φρικιαστικούς του χαυλιόδοντες και σα να ήθελε να δώσει ένα τέλος και στο δικό του μαρτύριο κατάπιε τη δυναμίτιδα.
Η έκρηξη χώρισε το τέρας σε πολλά αηδιάστικα κομμάτια, μερικά από τα οποία ήταν ανθρώπινα. Ένα παχύρρευστο βρωμερό υγρό σκέπασε όλη τη περιοχή και μου είπαν ότι ακόμα και σήμερα μπορεί κανείς να οσφρανθεί τη βρώμα από τη μυρουδιά των υγρών του τέρατος. Όσοι ήταν παρόντες ένιωσαν μια ανεξέλεγκτη ανάγκη να εξαγνιστούν. Έπεσαν στα τέσσερα σα να προσεύχονταν και ανακούφισαν την ψυχή αδειάζοντας τα σωθικά τους στους υγρούς βράχους.
Κανείς δεν ήξερε να μου πει ποιες χθόνιες, ποιες τρομακτικές δυνάμεις έκαναν ένα τέτοιο πλάσμα να εξοκείλει στις όχθες του νησιού. Δεν ξέρω αν αυτή η ιστορία είναι απόλυτα σωστή, σε όλες της τις λεπτομέρειες. Αυτό μου διηγήθηκαν αυτό ανέλαβα να αφηγηθώ. Για όσους δεν με πιστεύουν τους προτείνω να επιχειρήσουν μία βόλτα στις ανατολικές ακτές της Νάξου, στη περιοχή που ονομάζεται Κρυφό Λιμανάκι. Εκεί θα μπορέσουν και εκείνοι να αισθανθούν την αισχρή μυρωδιά του κτήνους και ίσως να πιστέψουν, έτσι όπως πίστεψα κι εγώ.

0 Comments:

Post a Comment