Δευτέρα, Απριλίου 16, 2007

7 ΗΜΕΡΕΣ ΨΕΜΑΤΑ (ΗΜΕΡΑ ΤΡΙΤΗ) - ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΙΔΕΡΗΣ

ΗΜΕΡΑ ΤΡΙΤΗ
Μέρες που περνούν αδιάφορα
θυμός αχόρταγος
η σιωπή του τηλεφώνου
και η πλήξη του νεκρού διαστήματος
τίποτε δεν έχει σημασία.
Μέρες που χάνονται στη τηλεόραση
η μοναξιά δεν με αγγίζει
ήλιος φεγγάρι μπερδεμένα
στο συνεχές ωράριο της θλίψης.
Βαρετές Σαββατιάτικες συντροφιές
ανιαρών ανθρώπων
και ψέματα
γλιστράνε από τα στόματα τα αχαμνά
και αίμα
σκεπάζει το γέλιο μας
τίποτε δεν έχει σημασία.
΄χρήζω βοηθείας
αλκοόλ αναμιγνύεται στο αίμα μου
και ιδού:
η χαρά και η ανοχή θα συνυπάρξουν.
Για να κοιμηθώ με γυναίκες που με αηδιάζουν
να διασκεδάζω με ανθρώπους που απεχθάνομαι
και να συνεχίσω να επιβιώνω
ελπίζοντας
στον ερχομό του καλοκαιριού.
Δεν χωρούσε αμφιβολία πως ο Στέργιος με τις περίεργες θεωρίες του μας είχε επηρεάσει όλους. Η παρουσία του από μόνη της ήταν αλλόκοτη, πόσο μάλλον οι ιδέες του για τον κόσμο και τη θρησκεία. Ήταν ένα είδος πνευματικού καθοδηγητή για τη παρέα. Το φιλοσοφικό του υπόβαθρο ήταν εντυπωσιακό. είχε μια απάντηση για όλα. Ανέπτυσσε απίστευτες δεξιότητες σε ότι κι αν καταπιανόταν –με τραγική εξαίρεση το φτιάξιμο καφέ- και δεν υπήρχε αμφιβολία πως ήταν ξεχωριστός. Το πόσο πολύ με είχε επηρεάσει το κατάλαβα εκείνο το πρωί της τρίτης ημέρας.
Η μικρή Άνθιση γεννήθηκε πέρυσι. Ήταν μια έννοια χώρου. Η αλήθεια είναι πως υπήρχε από πάντα και δεν ήταν παρά ένας τρόπος να βρίσκεσαι κάπου –χωρότροπος- σύμφωνα με ορισμένους κανόνες που περιστασιακά έβριθαν αλλαγών και μετατροπών.
είχε ένα υπέροχο μικροσκοπικό σώμα –έντονα μαυρισμένο από τον ήλιο-, μάτια που έκρυβαν μια ατελείωτη αγάπη για ζωή και ντυνόταν πάντα έτσι, ώστε να αφήνει θετικές εντυπώσεις σε αυτούς που βρίσκονταν στον χώρο που όριζε. Στη πραγματικότητα δεν είχε σώμα, μήτε μάτια και ποτέ της δεν ντυνόταν. Δεν ήταν παρά ένας πλανήτης γεγονότων.
Ίσως αναρωτιέστε γιατί σας γεμίζω με ψέματα αφού σας λεω ευθύς αμέσως της αλήθεια. Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν υπάρχει αλήθεια, ούτε και ψέματα υπάρχουν. υπάρχει μόνο μια συνεχής εναλλαγή. Είμαι λοιπόν αναγκασμένος να σας εκθέσω τα γεγονότα όπως συνέβησαν αλλά και με τον τρόπο που θα μπορούσαν να συμβούν –κι όντως συνέβησαν-, έτσι ώστε να ξεχωρίσετε μόνοι σας την πραγματικότητα που σας ταιριάζει (όσο κι αν ακόμα κι αυτό είναι προσωρινό).
Ίσως πάλι δεν έχω γίνει κατανοητός. Οφείλω να ομολογήσω πως κι εγώ –όπως εσείς τώρα και ίσως ακόμη περισσότερο- είμαι μπερδεμένος από την αμήχανη σιωπή των γεγονότων που ναι μεν αναγνωρίζω μα δυσκολεύομαι εξαιρετικά να ερμηνεύσω με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ούτως ή άλλως, η κατανόηση των γεγονότων δεν είναι αυτοσκοπός για μένα κι ελπίζω ούτε για σας. Θα προτιμούσα όσα θα πούμε να σας αφήσουν μια γλυκεία μελαγχολία, ένα Ανθισμένο χαμόγελο που κανείς δεν θα μπορέσει να ξεριζώσει για να το μυρίσει, την επιβεβαίωση μιας σκέψης που πάντα υπήρχε, κάπου κρυμμένη, πίσω από τις επιδιώξεις της καθημερινότητας.
Ας τα αφήσουμε όμως αυτά κι ας μιλήσουμε για την μικρή Άνθιση και τη τυχαία γνωριμία μας. Στη πραγματικότητα τίποτα δεν είναι τυχαίο. Αλλά κι αυτό είναι μόνο η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι πως τίποτα δεν είναι προβλέψιμο και, εν κατακλείδι, τίποτε δεν έχει σημασία. Κρατήστε το αυτό, κρύψτε το καλά στο μυστικό σας συρτάρι γιατί θα μας χρειαστεί αργότερα.
Αλήθεια, σας έχω συστηθεί; Υποθέτω πως Ότι. Το όνομα μου είναι ΝΟΤΚ-ΓΑΛΠ και δεν είμαι παρά η δημιουργία. Για να ακριβολογήσω –γιατί δεν θα ήθελα να σας δημιουργήσω σύγχυση- είμαι η δημιουργία που σταμάτησε να λειτουργεί στο χωροχρονικό επίπεδο σκέψης σας και πιο συγκεκριμένα, είμαι η δημιουργία που έχει πάρει σύνταξη. Στην ουσία, δεν είμαι παρά τα τέσσερα στοιχεία της δημιουργίας.
Εννοείται, πως το ότι δεν με αναγνωρίζετε δεν σημαίνει πως δεν Υπάρχω, ούτε έχω σταματήσει να λειτουργώ. Είναι εξαιρετικά απίθανο να σταματήσει η δημιουργία επειδή κάποιοι ασήμαντοι δεν τη γνωρίζουν. Ακόμα και η καταστροφή είναι μια μορφή δημιουργίας, άρα είμαι άτρωτο. Για την ώρα, θα υποθέσουμε πως είμαι μετουσιωμένο σε ένα –έστω σαθρό- πρόσωπο. Δεν έχει σημασία ο δέκτης. Αλλά πριν γίνει αυτό θα ήθελα να σας πω λίγα πράγματα για μένα. Θεωρείστε ένα είδος εξομολόγησης τα λόγια μου και καθώς έχω καιρό να μιλήσω ελπίζω να με συγχωρήσετε.
“Όλα τα πλάσματα της φύσης είναι αναμφίβολα- υποκειμενικοί παρατηρητές και αντιλαμβάνονται το περιβάλλον μέσα από το δικό τους σύστημα προσαρμοστικότητας. Οι άνθρωποι έχουν συνηθίσει να βλέπουν τη φύση με αειθαλή μάτια, με τα μάτια των καταστροφέων και των σωτήρων, τα μάτια της υποτιθέμενης παντοδυναμίας πάνω σε όλες τις άλλες ψυχές. έχουν τη ψευδαίσθηση πως μπορούν να καταστρέψουν και να δημιουργήσουν με την ίδια ευκολία, σύμφωνα πάντα με τη δική τους προσαρμοστικότητα. Δυστυχώς γι αυτούς, μπορούν μόνο να καταστρέφουν. Εγώ δημιουργώ, εκείνοι καταστρέφουν και –ω ποια ειρωνεία- μάλιστα τη μορφή μου που οι ίδιοι θεωρούν ιδανική. Μα δεν είναι εξαιρετικά βλακώδες;
Η οικολογία. ΄Θέλω να πω πολλά για αυτό μα θα αρκεστώ σε ελάχιστα γιατί εκνευρίζομαι και στην ηλικία μου....
Η οικολογία είναι η μεγαλύτερη από τις ψευτιές που έχουν εφεύρει οι άνθρωποι. Τι προσποίηση, ω εαυτέ μου, τι βρωμιά. Έτσι όπως οι ανθρακωρύχοι χρησιμοποιούν καναρίνια για να διαπιστώσουν αν οι στοές έχουν αρκετό αέρα –με αποτέλεσμα πολλά θύματα μεταξύ των καναρινιών- οι άνθρωποι βλέπουν με φόβο τα είδη να εξαφανίζονται από τον θαυμαστό κόσμο τους και προαισθάνονται ότι πολύ σύντομα θα έρθει και η σειρά τους. Δεν υπάρχουν άλλες ζωές που να αξίζουν το ενδιαφέρον τους, μόνο ο φόβος. Ο τρόμος που γεμίζει τις ψυχές με σκιές αμφιβολίας για την –υποτιθέμενη- παντοδυναμία. Το κάλπικο ενδιαφέρον της οικολογίας λοιπόν δεν είναι παρά ο φόβος πως το επόμενο είδος που θα εξαφανιστεί θα είναι το ανθρώπινο. Σας το ξανάλεω για να το εμπεδώσετε: η φύση δεν καταστρέφεται, το μόνο που μπορεί να καταστραφεί είναι η “φύση των ανθρώπων”.
Το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί σε μένα είναι να χάσω το μονοπώλιο.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να βάλω το δεξί μου χέρι στην αριστερή τσέπη του πουκάμισου μου, όπου σε ένα μικρό σπιράλ μπλοκάκι, ξαπλώνουν αναπαυτικά μερικές πληροφορίες σχετικές με τα περιστατικά που συνέβησαν εκείνη τη στιγμή. Ποια στιγμή; Μα πέρυσι, όταν γνωρίστηκα με τη μικρή Άνθιση.
Αναγκάστηκα να φυλακίσω αυτές τις εικόνες καθώς θα μου ήταν αδύνατο να θυμάμαι με ακρίβεια όλες τις λεπτομέρειες της συνάντησης μας. Η αλήθεια είναι πως εκείνη η στιγμή μεταλλάσσεται διαρκώς. έχω ένα βρωμερό πτώμα στιγμής στην αριστερή μου τσέπη, έχω μια νεκρή φωτογραφία και τώρα που βρώμισα το δεξί μου χέρι θα πρέπει να κάνω ένα πολύ μικρό διάλειμμα μέχρι να πλύνω και να απολυμάνω τα σημαία επαφής
Γεια σας. Με θυμάστε; Είμαι το ΝΟΤΚ-ΓΑΛΠ. Με καθαρά χέρια και φρεσκοσιδερωμένο πουκάμισο. Φυσικά ούτε σώμα έχω, ούτε χέρια, ούτε βέβαια φορώ πουκάμισο –και μάλιστα φρεσκοσιδερωμένο! Αν θέλετε μια μορφή για μένα ας πούμε πως είμαι όμορφος, διαφανής, περιστασιακά αόρατος και πολύ, πολύ νόστιμος. Ζω στη θάλασσα και...... Αλλά αρκετά με μένα.
Που Είχα μείνει; Α ναι, η μικρή Άνθιση. Η Αλήθεια είναι πως η μικρή Άνθιση δεν ήταν καθόλου μικρή. Στη στασιμότητα του χρόνου ήταν αιώνια, παντοτινή. Σε μια μέτρηση ρυθμού ανθρώπινου ήταν σχετικά μικρή –πάραυτα εξαιρετικά σημαντική- ενώ σε σχέση με εμένα σχεδόν ανύπαρκτη, μα όχι αμελητέα. Σε σχέση με μικρόκοσμους υποκειμένων ή αντικειμένων που λειτουργούν ως υποκείμενα, η διάρκεια της ήταν εξαιρετικά σημαντική. Ουσιαστικά ήταν μια αφηρημένη Άνθιση, όπως αφηρημένη –με την έννοια του Ότι συγκεκριμένα- είναι τα πάντα, όταν δεν τα εξετάζεις μέσα από κανόνες και παραμέτρους που έχουν τεθεί εκ των προτέρων από κάποιους που ήταν πιθανά ανόητοι ή έστω παλιόγεροι..... Ουπς, πως μου ξέφυγε αυτό;
Ακριβώς έτσι έχουν τα πράγματα, όπως φυσικά και εντελώς διαφορετικά. Να με συγχωρέσετε για την αφηρημάδα μου μα πάντα ξεχνώ που είχα μείνει. Τι έλεγε; Μα φυσικά. Οι Άνθρωποι που λετε, καταβάλουν μεγάλες προσπάθειες να περιορίσουν μέσα σε κανόνες κι ανόητες υποθέσεις τη λειτουργία του σύμπαντος –που αντιλαμβάνονται-, της φύσης και τελικά του ίδιου τους του εαυτού. Ανακαλύπτουν, εξηγούν και προβλέπουν τα πάντα. Φτιάχνουν νόμους για την λειτουργία μου, κανόνες απαραβίαστους, κάνουν ράνουν, για να έρθει στο τέλος κάποιος άλλος –εξίσου ανόητος- και αφού πρώτα τον περιφρονήσουν και τον κυνηγήσουν να αποδείξει πως όλα όσα υποστήριζαν ήταν απλές εικασίες. Έτσι, μια νέα πραγματικότητα θα γεννηθεί, για λίγο και βέβαια θα υποστηριχτεί με την ίδια θέρμη –από τους μέχρι τότε επικριτές της- για να έρθει κάποιος άλλος αργότερα να ανατρέψει κι αυτήν κ.ο.κ., εις τους αιώνας των αιώνων ΝΟΤΚ-ΓΑΛΠ. Μα δεν είναι πολύ αστείο;
Όμως, ήρθε η ώρα να σας μιλήσω για τη μικρή Άνθιση. Προς χάριν της επικοινωνίας θα χρησιμοποιήσω λέξεις και μεγέθη της ανθρώπινης πραγματικότητας, έτσι ώστε όσα ειπωθούν να γίνουν κατανοητά από εσάς. Ότι όμως και από τους χρόνους που πέρασαν κι έρχονται, Όχι από το υπόλοιπο σύμπαν των τεσσάρων στοιχείων, όχι και από άλλα σύμπαντα. Μόνο για λίγους.....
Ακόμη λιγότερους.......
Η μικρή Άνθιση είναι μια εικόνα, ένα γεγονός. Όταν αυτό το γεγονός έρθει σε επαφή με μια πολυ-υποκειμενική πραγματικότητα τότε γίνεται τρομερά πολύπλοκο. Ως πολυ-υποκειμενική πραγματικότητα ορίζουμε ένα οποιοδήποτε πλάσμα. Ας το ονομάσουμε πλάσμα Έ. Τα πλάσματα Χ είναι πολυυποκειμενικά διότι δεν είναι μια, ενιαία και αδιαίρετη υποκειμενική πραγματικότητα, αλλά πολλές πραγματικότητες στη συσκευασία μιας.
Μια συγκεκριμένη εμπειρία έχει πολλές μικρές Ανθίσεις για το πλάσμα Έ. Η διάρκεια της καθεμίας από τις Ανθίσεις είναι πολύ μικρότερη του ενός μικροδευτερολέπτου και φυσικά δεν είναι μια ξεκομμένη εικόνα αλλά μια αλληλουχία από αυτόνομες και αλληλεξαρτώμενες πραγματικότητες τις οποίες και θα ονομάσουμε χώρες-γεγονότων. Η μικρή Άνθιση –όπως είπαμε- διαρκεί ελάχιστα κι έπειτα πεθαίνει χωρίς όμως να χάνεται. Κατά κάποιο τρόπο θα έλεγα πως μετεμψυχώνεται. Μετατρέπεται σε κάτι που αποκαλώ “ύπον”, όμως αυτό είναι κάτι που θα δούμε αργότερα.
Φανταστείτε τώρα μια φωτογραφική μηχανή που έχει την δυνατότητα να αντικατοπτρίζει, μαζί με τις εικόνες, και την συναισθηματική κατάσταση του ατόμου που την χρησιμοποιεί. Ένα εξελιγμένο μοντέλο Κίρλιαν μηχανής τραβάει τον φωτογράφο μιας εικόνας. Οι δύο φωτογραφίες –αυτή της εικόνας και η άλλη του φωτογράφου- συνθέτουν τη μικρή Άνθιση.
Η συναισθηματική ανταπόκριση του πλάσματος Έ δεν είναι συγκεκριμένη. Ας πούμε πως το πλάσμα Έ για κάθε μια εικόνα ανταποκρίνεται με μια καμπύλη συναισθημάτων (καθώς δεν είναι μια υποκειμενική πραγματικότητα αλλά πολλές στη συσκευασία μιας). Δηλαδή η κάθε εικόνα έχει πολλές συναισθηματικές “κορνίζες”. Ονομάζουμε τώρα την κάθε μια εικόνα με μια –από τις πολλές- συναισθηματική κορνίζα, ψυχοεικόνα. Το σύνολο των ψυχοεικόνων που αποκομίζει το πλάσμα Χ από μια εικόνα είναι η μικρή Άνθιση. Ως εικόνα βέβαια, δεν ορίζουμε το σύνολο μιας εμπειρίας αλλά ένα μικρότατο κομματάκι της εμπειρίας αυτής.
Είπαμε προηγουμένως –και θα σας παρακαλούσα να μου συγχωρήσετε το φιλολογικό ύφος- πως όταν παρέλθει (μετουσιωθεί ή μετεμψυχωθεί) μια μικρή Άνθιση μετατρέπεται σε ύπον. Στην ουσία η κάθε μια ψυχοεικόνα μετατρέπεται σε ύπον, αλλά και πάλι, δεν είναι τόσο απλό. Για να ανθίσει μια εικόνα, πρέπει να έρθει σε επαφή με ένα πλάσμα Χ το οποίο θα προκαλέσει –με τις συναισθηματικές του αντιδράσεις- ψυχοεικόνες, οι οποίες με τη σειρά τους θα μετατραπούν σε ύπον. Εκείνο όμως που προκαλεί την μετάλλαξη της ψυχοεικόνας είναι η ύπαρξη ενός άπειρου αριθμού ύπον μέσα στη πολυ-υποκειμενική πραγματικότητα του πλάσματος Χ. Και είναι η ύπαρξη αυτών που καθορίζει το πλάσμα Έ ως πολυ-υποκειμενική πραγματικότητα. Η κάθε μια νέα ψυχοεικόνα επηρεάζει το κάθε ένα από τα άπειρα ύπον του πλάσματος Χ, άλλα ελάχιστα κι άλλα τραγικά. Όταν ένα ύπον δεχτεί την επίθεση μιας ψυχοεικόνας Ανθίζει (διότι δεν είναι πια νεκρό γεγονός αλλά μεταβαλλόμενη πραγματικότητα) και με τη σειρά του επηρεάζει τα άλλα ύπον. Πρόκειται δηλαδή για μια συνεχής διαδικασία μετάλλαξης σε υποσυνειδησιακό επίπεδο που χρονικά περιορίζεται μόνο από τη διάρκεια ζωής του ατόμου.
Τώρα που όλα είναι ξεκάθαρα θα σας αφήσω να τα σκεφτείτε με την ησυχία σας και θα επανέλθω με περισσότερα.....


























«Νομίζεις» σκέφτηκα μόλις συνήλθα. ευτυχώς ο Κόμης Μοντεχρήστος είχε ακουμπήσει άτσαλα το τσίγκινο τασάκι που βρισκόταν πάνω στο ηχείο και ο δυνατός μεταλλικός θόρυβος που προκλήθηκε με επανέφερε. Φαίνεται πως είχε τρομάξει και ο ίδιος από την απροσεξία του γιατί πρόλαβα να τον δω να κάνει δύο τρεις άτσαλες πιρουέτες. Επανέκτησε την ψυχραιμία του και με κοίταξε. Του ανταπέδωσα με ένα βλέμμα γεμάτο ευγνωμοσύνη αλλά αυτός δεν είπε τίποτα και βιάστηκε να τρυπώσει στη συνηθισμένη του θέση.
Οι σχέσεις μας δεν ήταν πάντα τόσο αρμονικές. Το αντίθετο θα έλεγα. Στην αρχή, δεν μπορούσα με κανένα τρόπο να συνηθίσω τη παρουσία του. Τα βράδια δεν με άφηνε να κοιμηθώ κάνοντας περίεργους θορύβους, τα πρωινά με ξυπνούσε με παράξενους μονολόγους στην άγνωστη γλώσσα του –την οποία έβρισκα άκρως ανατριχιαστική- συν την απέχθεια που έτρεφαν γι αυτόν οι φίλες μου, ε ....ήμουν αποφασισμένος να κάνω τα αδύνατα δυνατά για να τον διώξω. Το μίσος μου –γιατί με είχε κάνει να τον μισήσω- θέριευε μέρα με τη μέρα, ώσπου ένα πρωί αποφάσισα να τον δολοφονήσω. Του έστησα θανάσιμες παγίδες και ήμουν βέβαιος πως κάποια από όλες θα λειτουργούσε και θα ξεφορτωνόμουν μια και καλή τον περίεργο επισκέπτη. Μάταια. Ήταν πολύ έξυπνος για να πέσει σε παγίδα. Έβρισκε τους πιο απίθανους τρόπους για να αποφεύγει τα κόλπα μου. Τελικά τα παράτησα. Το πήρα απόφαση. Ο Κόμης Μοντεχρήστος δεν είπε τίποτα για τις παγίδες αλλά από τότε ήταν πολύ πιο επιφυλακτικός μαζί μου και πολύ πολύ προσεκτικός. Εγώ βέβαια όποτε βρισκόμασταν παρίστανα τον ανήξερο.
Σιγά σιγά άρχισα να αποκτώ πνευματική διαύγεια, αν και είναι γενικά υπερβολή να μιλήσουμε για διαύγεια το πρωινό μετά από Πάρτι. Μάλλον ήμουν στη φάση του hang over με εκλάμψεις διαύγειας.
Θυμήθηκα το ΠΑΡΤΙ. Παραδόξως ήμουν μόνος στο κρεβάτι. Κι όμως, κάτι μου έλεγε ότι Είχα έρθει σπίτι με κάποια γκόμενα. Αν και το “Είχα έρθει” είναι μάλλον πλεονασμός, πιο σωστό θα ήταν το “με είχε σύρει”. “Ίσως άρχισα τα ροχαλητά και τα τραγούδια και τα έπαιξε το κοριτσάκι” σκέφτηκα. “Καλύτερα, τώρα δεν είμαι αναγκασμένος να δω με το ούφο κοιμήθηκα για να το μετανιώσω. Τη γάμησα ή δεν τη γάμησα, ιδού η απορία;”
Αφού τελείωσα με αυτόν τον εσωτερικό μονόλογο, σηκώθηκα και προχώρησα προς την χέστρα. Το στόμα μου είχε στεγνώσει τελείως κι αν επρόκειτο να πιω ίση ποσότητα νερού με το αλκοόλ που κατανάλωσα χρειαζόμουν κουβά. Έπλυνα τα δόντια μου –ένιωσα κάπως καλύτερα-, ήπια και πέντε έξη λίτρα νερό για αρχή, έφτιαξα καφέ και άραξα. Μόλις βελτιώθηκε λιγάκι η κατάσταση μες το κρανίο μου άρχισα να θυμάμαι φάσεις και να γελάω μόνος μου. Τηλεφώνησα στον Γιώργο και φυσικά τον ξύπνησα. Ήξερα πως λογικά θα έπρεπε να είχε το βίντεο που είxαν τραβήξει από τη χθεσινή βραδιά κι έτσι μπορούσαμε να μαζευτούμε –όσοι δεν δούλευαν- να δούμε τα σκηνικά που παίχτηκαν. Ο Γιώργος δεν δούλευε. Ήταν αυτό που τότε ονομάζαμε αιώνιος φοιτητής. ταυτόχρονα ήταν και κορυφαίο στέλεχος της οργάνωσης. Δηλαδή καθυστερούσε επίτηδες τις σπουδές του για να οργανώνει τον πυρήνα της σχολής. Αυτά συνέβαιναν τότε.
“Εντάξει’ συμφώνησε. Το έκλεισα κι άρχισα τα τηλέφωνα. Βρήκα τον Νίκο (στην τσίλια, της επομένη θα κατέβαινε Κρήτη), την Ευγενία, την Έλενα που είχε κενό από το φροντιστήριο και τον Τάκη που όμως είχε ένα επείγον ραντεβού (που-δεν-παίρνει-αναβολή) με την καινούργια του γκόμενα την Εύη και έτσι δεν μπορούσε να έρθει. Πάντως πριν φύγει θα πέρναγε να μου αφήσει τον Στέργιο ο οποίος ήταν πολύ στεναχωρημένος που έχασε το ΠΑΡΤΙ.
























Μπήκε φουριόζος κουβαλώντας το ειδικό σακίδιο για τις μεταφορές του Στέργιου, αφού ο συμπαθής αστακός δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει μόνο του γιατί κινδύνευε ανά πάσα στιγμή να γίνει ψητός με μαγιονέζα. Η μόνη κοινωνική εκδήλωση έξω από τον στενό κύκλο της παρέας που μπορούσε να παρευρεθεί ο Στέργιος –χωρίς τον φόβο των Ιουδαίων- ήταν το αποκριάτικό ΠΑΡΤΙ στο οποί ντυνόταν –τι άλλο- αστακός.
Επέμενε να μου φτιάξει καφέ. ευτυχώς Είχα προνοήσει κι έτσι τη γλίτωσα. Έριξα το μπαλάκι στους επόμενους.
Πρώτο θύμα του Στέργιου ήταν η Ευγενία που ήρθε γελαστή και Δυστυχώς απληροφόρητη για τις εκπληκτικές καφεδεξιότητες του. Έτσι, παρόλο που προσπάθησα διακριτικά να την προειδοποιήσω, δέχτηκε τον καφέ κι Όχι μόνο αυτό, αλλά τον ήπιε κιόλας, σιγά σιγά, χωρίς να βγάλει άχνα και το κυριότερο, χωρίς να ξεράσει, ρίχνοντας μου βλέμματα απόγνωσης. Αυτή ήταν μια διαδικασία μύησης που έπρεπε να την περνούν όλοι στην παρέα.
Η Ευγενία έχει γενικά την τάση να βλέπει τη θετική πλευρά των πραγμάτων. Γουστάρει τους πάντες και τα πάντα αρκεί να ικανοποιούν δύο τρία χαλαρά στάνταρ που έχει θέσει (να είναι κοντοί με κοτσίδα και ψιλοφρικιά). Ότι δηλαδή ότι στους υπόλοιπους λέει Ότι. Προς θεού (τρόπος του λέγειν). Είναι ένα είδος ασύλου για πάσης φύσεως ξεπεσμένους, βρωμιάρηδες, πρεζάκια, πάνκηδες κ.ο.κ. Της πετάνε καμία μαλακία που και που κι αυτή θαυμάζει, λες και πρόκειται για τη μεγαλύτερη μαλακία του κόσμου. Τελεία.
Σε λίγο έφτασε και ο Νίκος με τον Γιώργο κι ο Στέργιος σηκώθηκε αλλά τα απιδιά είxαν γνώση και αρνήθηκαν ευγενικά υποστηρίζοντας –εντελώς άστοχα αφού και οι δυο τους όπως κι εγώ με την Ευγενία ήμασταν ακόμα λιώμα από χθες- πως είναι ώρα για ουζάκι! “Τι να κάνουμε, ας πάει και το παλιάμπελο” σκέφτηκα και γέμισα τα νεροπότηρα με ένα μπουκάλι ούζο που μου είχε απομείνει. “Άντε γεια μας” έπεσε η πρόποση και το ούζο τη λεωφόρο ταχείας κυκλοφορίας για το στομάχι μας.
Τους εξήγησα ότι περιμέναμε και την Έλενα για αν παίξουμε το βίντεο. Όπως είχαμε χαλαρώσει και γελούσαμε με το παραμικρό σαν να είμαστε μαστουρωμένοι, ο Στέργιος είχε μια ιδέα. Πρότεινε να κάνουμε πλάκα στην Έλενα πως –και καλά- δεν τη βλέπουμε. Να προσποιηθούμε πως δεν υπάρχει. Ήταν κι αυτό ένα από τα κολπάκια που χρησιμοποιούσε για να εντρυφήσουμε στις θεωρίες του. “Αν υπάρχεις μόνο για σένα κι Όχι για τους υπόλοιπους έχεις υπόσταση;” ρωτούσε συχνά πυκνά σε άσχετες στιγμές.
Για να μη μας ζαλίζει τα αρχίδια συμφωνήσαμε -χωρίς πολλά πολλά- με το σχέδιο του (άλλο που δεν θέλαμε κι εμείς) και ανοίξαμε την εξώπορτα και την πόρτα της κουζίνας για να μπει χωρίς να χρειαστεί να ανοίξουμε.
Ξεκινήσαμε το βίντεο. Η κάμερα είχε στηθεί πάνω από το μεγάλο μπαρ. Πρέπει να ήταν στην αρχή του ΠΑΡΤΙ γιατί ο κόσμος ήταν αραιός και τα παιδιά την ΣΕΟΠ που δούλευαν στη μπάρα έπιναν κάτι απανωτά σφηνάκια τεκίλα, όσο ήταν ακόμη καιρός. Περνούσαν διάφοροι, κυρίως άγνωστοι (έπεφταν οι γνωστές παρατηρήσεις: “ποιος είναι αυτός ο μαλάκας;”, “κοίτα ένα μωράκι” κ.λπ.), σε μια φάση πέρασα κι εγώ για κρασάκι.
Εντωμεταξύ, ο Στέργιος τη είχε αράξει στην συνηθισμένη του θέση, στην άκρη της ντιβανοκασέλας –παρακαλούσα να μην τα πάρει στο όστρακο και μου ψιλοκόψει το στρώμα-. Δίπλα του καθόμασταν με τη σειρά ο Νίκος, η Ευγενία και εγώ στην άλλη άκρη. Ο Γιώργος είχε καθίσει σε μια από τις ελεεινές καρέκλες μου για να διευκολύνεται στη χρήση του βίντεο. Φορούσα εκείνο το σορτσάκι που αφήνει πάντα να φαίνεται –με χαρακτηριστική ακρίβεια- σε ποιο ακριβώς σημείο και σε ποια ακριβώς κατάσταση βρίσκεται η ψωλή μου. Με την Ευγενία δίπλα μου να γέρνει ακουμπώντας άθελα της (;) τα στήθη της πάνω μου, έπρεπε διαρκώς να βρίσκω την κατάλληλη στάση για να μην φαίνεται ο ερεθισμός μου. ΄χρησιμοποιούσα τα χέρια μου ή έσκυβα το σώμα μου μπροστά. Φορούσε ένα μαύρο ολόσωμο φόρεμα –κλασικά- με μαύρες μπότες και οπωσδήποτε σουτιέν. Νομίζω ότι είχε παρατηρήσει την προσπάθεια μου και φαίνεται να το διασκέδαζε. Η κατάσταση ήταν αφόρητη, ήμουν έτοιμος να πάω να τη παίξω. Πήγα.
Όταν γύρισα οι άλλοι παρακολουθούσαν το βίντεο αλλά εκεί στο μπαρ δεν γινόταν και τίποτα σπουδαίο. Βέβαια τώρα ήταν τίγκα και τα ποτά έφευγαν με τη ταχύτητα του φωτός. Κάθισα πάλι. “κοίτα, αυτός δεν είναι ο Γιώργος” ρώτησε η Ευγενία πιάνοντας μου ταυτόχρονα το μπούτι. Την κοίταξα για μια στιγμή έκπληκτος και σηκώθηκα να φορέσω κάνα παντελόνι. Ντύθηκα και επέστρεψα. Την βρήκα να με κοιτάζει χαμογελαστή. Επιφυλάχθηκα να τη ξεμοναχιάσω αργότερα και άραξα. Τα παιδιά συνέχιζαν τον σχολιασμό –πιο βαριεστημένα τώρα- των λιγοστών φάσεων που παίζονταν μπροστά στο μπαρ. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, είδα με την άκρη του ματιού μου την Έλενα να ανεβαίνει τις σκάλες και μόλις που πρόλαβα να ειδοποιήσω την ομήγυρη, να πέσουν λίγα πνιχτά γέλια, λίγα “σκάστε ρε μαλάκες”, για να πάρουμε θέσεις ψυχραιμία-δεν-τρέχει-τίποτα, λίγο πριν η Έλενα μπει στο δωμάτιο και πετάξει τα κλειδιά της στο ηχείο που είχα για τραπεζάκι.
“Ρε μαλάκες, δεν είπαμε να περιμένετε κι εμένα” είπε και χωρίς να περιμένει απαντήσει έφερε μια καρέκλα από τη κουζίνα. Άραξε, είδε το ουζάκι, έκανε μια γκριμάτσα αηδίας και πήγε προς τη κουζίνα για να φτιάξει καφέ (προς μεγάλη απογοήτευση του Στέργιου που προφανώς δεν το είχε σκεφτεί αυτό. Κάτι πήγε να πει, αλλά του δώσαμε να καταλάβει πως καλύτερα να το βούλωνε αφού αυτός ξεκίνησε όλη την ιστορία).
Όταν γύρισε, όλοι ήμασταν –φαινομενικά- προσηλωμένοι στο βίντεο. Κάθισε. “Δεν βλέπω κανένα γνωστό” πέταξε. “Κλείστο ρε Γιώργο, μαλακίες. Δεν δείχνει τίποτα” είπα και γύρισα στο Στέργιο. Αρχίσαμε τις γνωστές μαλακίες που λέμε μετά από κάθε ΠΑΡΤΙ, με τον Στέργιο να διαμαρτύρεται που δεν τον παίρνουμε μαζί μας και την Έλενα να προσπαθεί –μάταια- να παρεισφρήσει.
Σε κάποια φάση ο Στέργιος κοιτά ίσια μπροστά –σα να παρατηρούσε κάτι μακρινό- ενώ τα μάτια του είναι καρφωμένα, με τον τρόπο που μόνο ένας αστακός μπορεί, στα φρύδια της Έλενας. Καθόταν μπροστά από το παράθυρο που βλέπει στην αυλή κι έτσι ο Στέργιος έδινε την εντύπωση πως κοιτούσε κάτι έξω. “Τι είναι αυτό στην αυλή σου;” με ρώτησε κοιτώντας την. “Που;” ρώτησα και κοίταξα τα φρύδια της Έλενας. “Να εκεί” είπε κι έδειξε με τη δαγκάνα του το πρόσωπο της. “Τίποτα μωρέ, κάτι παλιατζούρες της μάνας μου που θέλω να πετάξω” είπα και γύρισα προς την Ευγενία.
Μόλις τότε πήρε γραμμή πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Μας κοίταξε συνοφρυωμένη. “Ρε σεις, αυτά τα κλειδιά τίνος είναι;” ρώτησα κρατώντας τα κλειδιά της. “Μοιάζουν με τα κλειδιά την Έλενας” διαπίστωσε ο Γιώργος. Αγνόησα τα μπινελίκια που ακούγονταν από αριστερά μου “κάτι παίζεται, ετούτος ο καφές πάλι τίνος είναι;” “Έλα, αφήστε τις μαλακίες” έλεγε η Έλενα και συνέχισε “κάνετε πως δεν με βλέπετε μαλάκες”. “Ρε σεις τι γίνεται εδώ;” ρώτησε ο Γιώργος δήθεν ανήσυχος. “Θα έχει φαντάσματα” πέταξε ο Νίκος και έβαλε τα γέλια. “Μπορεί να μην με βλέπετε μαλάκες για να δούμε όμως, με νιώθετε” είπε η μαλακισμένη και μου τράβηξε μία τσιμπιά γάμησε τα. Πετάγομαι πάνω “Αααα” φωνάζω “κάτι με τσίμπησε”. “΄α χα χα” γέλαγαν οι μαλάκες. “Ρε κάτι με τσίμπησε” επέμεινα χωρίς να κοιτάζω την Έλενα. “Έλα ρε μαλάκα” είπε ο Γιώργος ανάμεσα στα αναφιλητά του “κάνας νευρόπονος θα ήταν”. Νέα γέλια. Τώρα η Έλενα μας κοιτούσε πολύ τσαντισμένα αλλά στο βλέμμα της είχε εγκατασταθεί και η αμφιβολία. “Καλά μαλάκα, θα δεις” αναφώνησε και μου τράβηξε μια δυνατή κλωτσιά στα αρχίδια. Είδα τον ΄Χριστό φαντάρο. “Γαμώ το ΄Χριστό σου” μου ξέφυγε και παραλίγο να προδοθώ και να τη πλακώσω στις σφαλιάρες. Άντ’’ αυτού, επανέκτησα την ψυχραιμία μου και κινήθηκα έντρομος προς το μπαλκόνι. είxαν πέσει κάτω και ξερνούσαν από τα γέλια. Ο Στέργιος ήταν έξαλλος, με τη πλάτη του στο πάτωμα και τα πόδια, τις δαγκάνες και τις κεραίες να σπαθίζουν άτσαλα τον αέρα. Με έπιασαν και μένα τα γέλια. "Μη γελάτε” τους έλεγα για να μην προδοθούμε, “κάτι με κλώτσησε στα αρχίδια, σας λεω”. Αναρωτιόμουν αν στο αστείο το θύμα ήταν η Έλενα ή εγώ που, στο κάτω κάτω, Είχα φαει και το ξύλο.






Σε αυτό ακριβώς το χωροχρονικό σημείο η Έλενα εξαφανίστηκε. Κι επειδή οι υπόλοιποι ήταν πολύ απασχολημένοι με το να γελούν εις βάρος μας, ήμουν ο μόνος από την παρέα που είδα τον ακριβή τρόπο με τον οποίο χάθηκε.
Δεν εξαφανίστηκε μυστηριωδώς, μέσα σε κάποιο σύννεφο, ούτε έγινε αόρατη με κάποιο παράδοξο στιγμιαίο τρόπο. Χάθηκε σιγά σιγά, αρχίζοντας από το πάνω μέρος του σώματος μέχρι να εξαφανιστεί οριστικά το κεφάλι, ο λαιμός, τα βυζιά (εδώ μας πήρε κάμποση ώρα) και ούτω καθ’ εξής, ώσπου έμειναν δύο Ισπανικά γοβάκια τα οποία εντελώς ξαφνικά, χωρίς καμία απολύτως προειδοποίηση, άρχισαν να χορεύουν. Τώρα πια, κοιτώντας με πιο καθαρό μυαλό το περιστατικό, μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως επρόκειτο για ένα πολύ χαριτωμένο ρυθμό, το οποίο όμως, στο συγκεκριμένο χωροχρονικό σημείο, αδυνατούσα να προσέξω.
Ο χορός των παπουτσιών συνεχιζόταν κανονικά όταν κόπασαν τα γέλια και τα σκουξίματα των παιδιών. Εγώ στεκόμουν άναυδος στην πλάτη της συντροφιάς, και παρακολουθούσα τα Ισπανικά γοβάκια να πραγματοποιούν απίθανες πιρουέτες στους ρυθμούς κάποιας ανύπαρκτης Ισπανικής κιθάρας. Τώρα που το σκέπτομαι ο ρυθμός είχε κάτι το λατινοαμερικάνικο και πιο συγκεκριμένα Περουβιανό.
Στο δωμάτιο επικράτησε απόλυτη ησυχία, σαν να κρατούσαμε την ανάσα μας. Αυτό ήταν φυσικό γιατί όντως κρατούσαμε την ανάσα μας. Ήταν μια βαριά σιωπή και το κτύπημα των τακουνιών ακουγόταν ολοκάθαρα μέσα στο δωμάτιο, μεχρί την παραμικρή ηχητική λεπτομέρεια.
Πρώτος κινήθηκε ο Στέργιος. Διέσχισε την απόσταση που τον χώριζε από τα παπούτσια, στάθηκε για λίγο γοητευμένος μπροστά τους κι έπειτα άρχισε να χορεύει μαζί τους –είναι αλήθεια αρκετά άτσαλα- προσπαθώντας να μιμηθεί τις θαυμάσιες κινήσεις του Περουβιανού χορού. Στη πραγματικότητα, είναι εξαιρετικά δύσκολο για οποιονδήποτε αστακό –ακόμα και για τον Στέργιο- να συνοδέψει δυο καλογυμνασμένα Ισπανικά γοβάκια –έστω κι αν αυτά ανήκουν στην Έλενα- κι έτσι σε κάνα τέταρτο τα παράτησε.
Ο χορός συνεχιζόταν κανονικά ενώ εμείς συζητούσαμε για το αν η Έλενα εξαφανίστηκε (κι αν εξαφανίστηκε που πήγε; Η αν είναι εκεί γιατί δεν τη βλέπουμε; πως έμαθε να χορεύει τόσο καλά; πως λέγεται η σχολή χορού που πήγε; ή τέλος πάντων, μήπως μεταμορφώθηκε σε κάτι άλλο, κι αν ναι, τι ήταν αυτό;). Τα πολλά μπινελίκια τα άκουσε ο Στέργιος με τα πειράματα του και τις φαεινές ιδέες του. Και τώρα τι θα κάναμε; Τα παπούτσια χόρευαν και ήταν μάλλον επικίνδυνο να προσπαθήσουμε να τα σταματήσουμε. Αποφασίσαμε να τα αφήσουμε ως έχουν και να πάμε για κανένα ουζάκι στην Πλάκα, αφού πρώτα περάσουμε από το σπίτι του Τάκη για να αφήσουμε τον Στέργιο.
Αυτή, για να καταλάβετε, ήταν η εποχή των πολυδιασπάσεων στην Ινδογερμανία. Τα περισσότερα έθνη-κράτη είxαν διασπαστεί σε μικρότερα αμιγή εθνοκρατίδια και σαν να μην έφτανε αυτό, είχαν επανεγκαθιδρύσει τη βασιλεία. Ήταν ένα είδος τοπικιστικού εθνικισμού. Στην Ελλάδα βέβαια δεν είχαμε βασιλιά. Δεν γουστάραμε τον Κοκό και το σόι του με τίποτα.
Τη Ηνωμένο βασίλειο είχε χωριστεί σε τέσσερα νέα κράτη με ειρηνικές διαδικασίες –μια πολύ σώφρον απόφαση των εργατικών αφού για λίγο και θα γινόταν της πουτάνας μεταξύ των εθνοτήτων της πάλαι ποτέ αυτοκρατορίας. Τα τέσσερα κράτη –που ήταν πέντε- ήταν το βασίλειο της Σκότιας, το βασίλειο της Ουαλίας, η Δημοκρατία της Β. Ιρλανδίας –που αρνιόταν πεισματικά να ενωθεί με τη νότιο- και το βασίλειο της Αγγλίας στο οποίο ο βασιλιάς ήταν ο απόλυτος μονάρχης. Μοναδική εξαίρεση στην απόλυτη εξουσία του ήταν η Βουλή των Λόρδων, ένα σώμα με περιορισμένες –κυρίως συμβουλευτικές- αρμοδιότητες. Οι λίγες δυνατότητες που παρείχε το νέο Σύνταγμα στη Βουλή των Λόρδων είxαν αφαιμαχθεί και περάσει στα χέρια των αυλικών και των κολάκων του βασιλιά. Παρεμπιπτόντως, βασιλιάς της γηραιάς Αλβιόνος, εκείνη την περίοδο, ήταν ένας Ουαλλός η αυτού μεγαλειότης του, Βασιλιάς Κάρολος Ι, ένα ιδιαίτερα γραφικός τύπος με κλασικά Αγγλικά χαρακτηριστικά, ένα ιδιαίτερο πλεονέκτημα και δύο βασικές αδυναμίες.
Το μεγάλο πλεονέκτημα του Καρόλου ήταν η έφεση του στον ύπνο, χαρακτηριστικό που τον βοηθούσε να αντεπεξέρχεται στα πολλαπλά του καθήκοντα χωρίς να χάνει ίχνος από το φλέγμα και την διορατικότητα του. Ερήμην του Καρόλου, είχε σχηματιστεί μια σκιώδης κυβέρνηση αυλικών οι οποίοι στην ουσία, διοικούσαν τη χώρα. Πάντως όταν ο Κάρολος ξυπνούσε έπαιρνε αποφάσεις που έκαναν τον ίδιο υπερήφανο και τους κατοίκους των υπολοίπων χωρών της Ινδογερμανίας –ιδιαίτερα των πρόσφατα διασπασθέντων χωρών της πάλαι ποτέ Βρετανίας- να κυλιούνται χάμω από τα γέλια. Πάραυτα, στην Αγγλία οι αποφάσεις του Καρόλου εθεωρούντο απολύτως λογικές και εφαρμόζονταν με σεβασμό και χαρακτηριστική Αγγλική ακρίβεια.
Η πρώτη αδυναμία της αυτού Μεγαλειότης του, αφορούσε την αιωνόβια μητέρα του και πρώην βασίλισσα της Αγγλίας Ελισάβετ. Η Ελισάβετ, σε όλη του διάρκεια της –διόλου ευκαταφρόνητης- ζωής της δεν είχε αφήσει τον Κάρολο να αποφασίσει για τίποτα. Ακόμα κι όταν μεγάλωσε ο Πρίγκηψ, δεν ήταν σε θέση να αποφασίσει ούτε το πως να δένει τα κορδόνια των παπουτσιών του. Με λίγα λόγια, η Ελισάβετ είχε δημιουργήσει στον Κάρολο τρομερό πρόβλημα.
Η πρώτη σημαντική απόφαση του Καρόλου ήταν όταν “πήρε απόφαση” ότι πέθανε η μητέρα του και διέταξε (άρα ξανααποφάσισε) να ταφεί με τιμές που για πρώτη φορά γνώριζε βασιλέας της Αγγλίας. Από τότε κι ύστερα όποτε η αυτού μεγαλειότης του, διατεινόταν σε δημόσιες ή ιδιωτικές συνομιλίες πως αποφάσισε για κάτι, έκανε μια μικρή παύση (Ό), κοιτούσε το ακροατήριο του (με ύφος ανθρώπου που έχει φέρει τη γκόμενα του σε οργασμό πέντε φορές ενώ αυτός δεν έχει καν χύσει και-σα να μην έφτανε αυτό- του είναι ακόμα σηκωμένη), έσκαγε ένα μικρό γελάκι (θα χύσω κι εγώ όπου νά ‘ναι) από τη δεξιά μεριά του στόματος, για να βρει μετά από λίγο την ψυχραιμία του και να συνεχίσει.
Η δεύτερη μεγάλη αδυναμία του Καρόλου οφειλόταν στο γεγονός πως οι εχθροί του –όπως έλεγε εκείνος- ή όλη η υπόλοιπη Ινδογερμανία –όπως ισχυρίζονταν αυτοί- τον κατηγορούσε πως έχει τον ίδιο βαθμό ευφυίας με τα μαρούλια (προκαλώντας μεγάλη αναταραχή στους οικολογικούς κύκλους ολόκληρης της Ινδογερμανίας) που φύονταν εσχάτως στους κήπους του Μπάκιγχαμ (από τότε που ο Μέγας μονάρχης αποφάσισε να ασχοληθεί με τη κηπουρική) και πως αδυνατεί να σκεφτεί οτιδήποτε ξεπερνά τις βιολογικές του ανάγκες. Με άλλα λόγια, πως είναι απολύτως –κι εντελώς- ηλίθιος. Αυτό βέβαια δεν θα μπορούσε να είναι αλήθεια για ένα γαλαζοαίματο γόνο κι έτσι ο Κάρολος σε κάθε του ομιλία ανέφερε ουκ ολίγες φορές την λέξη “σκέφτηκα” η παράγωγα της (φουσκώνοντας συγχρόνως σαν παγώνι σε περίοδο αναπαραγωγής) αποδεικνύοντας περίτρανα την εκπληκτική ευφυία του Βασιλικού εγκεφάλου.
Εκτός των άλλων μεγάλων προτερημάτων του ο Κάρολος ήταν πολύ καλός στο παραδοσιακό κυνήγι της αλεπούς. ΄χρόνια μετά το πέρας της βασιλείας του εμπειρογνώμονες έσπαζαν το κεφάλι τους για να ανακαλύψουν πως τα κατάφερνε και ισορροπούσε κοιμισμένος στη σέλα και ακόμα περισσότερο, πως ξυπνούσε ακριβώς την στιγμή που το εκπαιδευμένο άλογο ανακάλυπτε την αλεπού.
Ένα πρωινό που έπαιρνε το πρωινό του -και ήταν σχεδόν ξύπνιος- είχε μια καταπληκτική ιδέα (δηλαδή σκέφτηκε). Με όλη αυτή τη φασαρία που γίνονταν για κάτι μάρμαρα που ζητούσαν οι Έλληνες και τελικά αποφάσισε “αλήθεια τι αποφάσισα τελικά;” αναρωτήθηκε και έξυσε το κεφάλι του με μία φρυγανιά. “Τέλος πάντων, το θέμα ήταν πως πολύς λόγος γινόταν τελευταία για τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό. Ήρθε η ώρα να τον κατανοήσουμε και για να γίνει αυτό θα πρέπει να μάθουμε Ελληνικά”. Όλα αυτά τα σκέφτηκε μονοκοπανιά –σαν σφηνάκι τεκίλα- χωρίς να πάρει ούτε ένα υπνάκο (και αυτό ας γίνει μάθημα στους επικριτές του). Έπειτα, αποκοιμήθηκε ευχαριστημένος στην αναπαυτική πολυθρόνα του, σε μια αλέα των κήπων του Μπάκιγχαμ κρατώντας ακόμα στο χέρι, μια μισοφαγωμένη φρυγανιά.
Το απόγευμα τον ξύπνησε η αλκοολική θεία του Μαργαρίτα. Βέβαια η Μαργαρίτα δεν ήταν πλέον αλκοολική. Ήταν κι αυτή ένα από τα πολλά “θύματα” της επιβλητικής Ελισάβετ. Από τότε που “τα κακάρωσε η γριά” όπως η ίδια χαρακτηριστικά έλεγε, η Μαργαρίτα ξανάνιωσε. Τώρα σύχναζε σε Rave Parties και έπαιρνε ecstasy. Από ένα τέτοιο ΠΑΡΤΙ γύριζε και τότε όταν –εντελώς λιώμα (δεν έβλεπε τα γυαλιά της)- σκόνταψε πάνω στην πολυθρόνα του μεγάλου μονάρχη, για να πεταχτεί αυτός και να φωνάξει –εις άπταιστων Αγγλική- “Oh God, what happened?”.
“Γεια σου θεία” είπε μόλις συνήλθε και είδε την Μαργαρίτα που κυλιόταν στο χορτάρι. Ξαναξάπλωσε ανακουφισμένος. Η Μαργαρίτα άρχισε να σέρνεται προς το παλάτι.
Ενώ ο Βασιλιάς της Αγγλίας αποτελείωνε εκείνη, την μοιραία φρυγανιά, επανέφερε –σχεδόν ξανασκέφτηκε- την περίφημη ιδέα του πρωινού. Σηκώθηκε φουριόζος με μία πρωτόγνωρη ενεργητικότητα (ώστε οι υπηρέτες φοβήθηκαν ότι επρόκειτο για κρίση επιληψίας) κι έτρεξε να ειδοποιήσει τους παράγοντες του BBC για το διάγγελμα που θα εκφωνούσε.
Η ομιλία προγραμματίστηκε για την ενάτη βραδινή και θα μεταδιδόταν στην Αγγλία –σε εθνικό δίκτυο- αλλά και στη συντριπτική πλειοψηφία των χωρών της Ινδογερμανίας. Οι ομιλίες του ήταν μακράν το δημοφιλέστερο και διασκεδαστικότερο πρόγραμμα σε ολόκληρη την γηραιά ήπειρο.
Ακριβώς την προκαθορισμένη ώρα, βγήκε στην τηλεόραση η αυτού μεγαλειότης του, Βασιλιάς Κάρολος Ι και είπε τα εξής:
“Αγαπητοί μου υπήκοοι. Όπως όλοι σας γνωρίζετε είμαι θαυμαστής του Ελληνικού πνεύματος. Ότι του νέου φυσικά καθώς οι ιθαγενείς που κατοικούν τώρα στη συγκεκριμένη περιοχή δεν βέβαια είναι Έλληνες αλλά Σλαβικές, Τούρκικες, Αλβανικές και Αραβικές επιμιξίες και οπωσδήποτε ουδεμία σχέση έχουν με τους αρχαίους Έλληνες και τον πολιτισμό τους. Όμως, πολίτες της Αγγλίας, για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε βαθιά την φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων, για να εντρυφήσουμε στις αρχές του πολιτισμού που εμείς τελειοποιήσαμε, θα πρέπει να μάθουμε τη γλώσσα.
Σκέφτηκα (Ό) πολύ πάνω σε αυτό το θέμα και αποφάσισα (,,,) πως δεν είναι ιδιαίτερα ρεαλιστικό ο καθένας από εσάς να μάθει μια τόσο περίπλοκη γλώσσα. Σκέφτηκα (Ό) λοιπόν, μια πραγματικά υπέροχη ιδέα.
Το Αγγλικό έθνος είναι ένα. Ένας λαός, μια θρησκεία, ένας μονάρχης. Μια αδιάσπαστη ενότητα. Είμαστε μια ολότητα και ο καθένας από εσάς αποτελεί μια ψηφίδα στο παζλ του έθνους μας. Έτσι σκέφτηκα (Ό) πως εφόσον το έθνος μας , πολίτες της Αγγλίας, μάθει τα Ελληνικά, επαναλαμβάνω, αν ολόκληρο το έθνος μάθει Ελληνικά τότε κι ο καθένας από εσάς θα τα γνωρίζει. Έτσι, πολίτες της Αγγλίας, αποφάσισα (,,,) μετά από πολύ σκέψη (Ό), πως ο κάθε πολίτης θα μάθει από μία Ελληνική λέξη, μια κλίση, ένα άρθρο, κάτι. Με αυτό τον τρόπο θα είμαστε σε θέση να ισχυριστούμε σωστά, πως το Αγγλικό έθνος γνωρίζει τέλεια Ελληνικά. Ο κάθε Άγγλος θα πρέπει να γνωρίζει και να χειρίζεται τέλεια τη λέξη που θα του εμπιστευτούμε. Με αυτή την υπέροχη μέθοδο που σκέφτηκα (Ό) θα μπορέσουμε στο μέλλον να γίνουμε ο γλωσσομαθέστερος λαός του κόσμου, αποστομώνοντας τους εχθρούς μας που μας κατηγορούν –αδικαιολόγητα- ότι είμαστε εθνικιστές.
Μέχρι αυτή τη Κυριακή θα μπορέσετε να γίνεται κάτοχοι της μίας και μοναδικής λέξης που σας αναλογεί. Οι λέξεις θα σας αποσταλούν με e-mail μαζί με το ανάλογο πρόγραμμα εκμάθησης στο οποίο θα υποδεικνύεται ο σωστός τρόπος προφοράς και τα διάφορα νοήματα που μπορεί να πάρει η συγκεκριμένη λέξη. Αναμένω από εσάς ευσυνειδησία ανάλογη με το μέγεθος του εγχειρήματος. Για την πρακτική σας εξάσκηση αποφάσισα (.,,,) πως όταν χαιρετάτε θα πρέπει πρώτα να αναφέρετε την λέξη σας. Οι αστυνομικοί του Βασιλείου θα διαταχθούν να συλλάβουν όποιον δεν υπακούσει.
Προσωπικά αποφάσισα (,,,) να μην μάθω καμία λέξη γιατί σκέφτηκα (….) ότι ως βασιλέας αυτού του υπέροχου έθνους είμαι το έθνος. Μαθαίνοντας εσείς τη γλώσσα την μαθαίνω ταυτόχρονα κι εγώ. Αυτά σκέφτηκα (….) κι αποφάσισα (,,,) πολίτες της Αγγλίας για το Μεγαλείο και τη Δόξα του Αγγλικού έθνους”
Αυτά είπε ο Κάρολος κι έπεσαν τα συνθήματα στην τηλεόραση “Long live the King” “God save the King” κ.λπ. μαζί με πολύ γέλιο στην υπόλοιπη Ινδογερμανία.
Τέτοια μας έλεγε η Αντυ στο “γλυκύ” στη πλάκα -όπου καθόμασταν και πίναμε τα ούζα μας τρώγοντας τους φρεσκοτηγανισμένους μεζέδες- και κρατούσαμε τις κοιλιές μας να μην ξεράσουμε από τα γέλια.
Τσίμπησε λοιπόν ο καθένας από μια λέξη σε μια κάρτα που από τη μία μεριά είχε τη λέξη με τον ενδεδειγμένο τρόπο προφοράς και από την άλλη όλες τις πιθανές μεταφράσεις. Εννοείται πως οι λέξεις μοιράζονταν ανάλογα με την κοινωνική θέση του καθενός. Στην Αντυ έτυχε μια γαμημένη λέξη η “αρτηριοσκλήρωσης” ή οποία μεταφραζόταν ως arteriosclerosis ή Hardened arteries.
Για να μην σας τα πολυλογώ, η κατάσταση εξελίχθηκε πολύ άσχημα. Πολλοί αγνοούσαν τις διαταγές και ακόμη περισσότεροι δυσκολεύονταν να προφέρουν τις λέξεις με τη σωστή προφορά. Οι μπάτσοι πίεζαν και προειδοποιούσαν όσους δε υπάκουαν. Ο Κάρολος βλέποντας πως το σχέδιο του δεν δούλευε όπως το είχε σκεφτεί (Ό) αποφάσισε (,,,) να τους πιέσει ακόμα περισσότερο. Οι ενημερωτικές εκπομπές καταλάμβαναν το σύνολο του χρόνου στην τηλεόραση και είxαν μπλοκάρει σχεδόν κάθε άλλη δραστηριότητα στο διαδίκτυο. άρχισαν να συλλαμβάνονται πολίτες και να οδηγούνται στη φυλακή όπου περνούσαν από ειδικά σεμινάρια εκμάθησης. Οργανώθηκαν ομάδες αντίστασης.
Τη λύση σε αυτό το χάος ήρθε να τη δώσει η πρώην σύζυγος του Καρόλου από τον τάφο της. Οι αυλικοί ανέτρεψαν τον Κάρολο γιατί κινδύνευαν να χάσουν την ρεμούλα και έβαλαν στη θέση του τον άγνωστο γιο της ο οποίος –σύμφωνα με τους αυλικούς- ήταν απόγονος της βασιλικής οικογένειας και σύμφωνα με τον Κάρολο ένα μπάσταρδο αραπάκι.
Ο Κάρολος εκδιώχθηκε από την Αγγλία και πέρασε την Μάγχη. Απόκτησε μια εκπομπή στην Γαλλική τηλεόραση στην οποία ξόδευε το σύνολο σχεδόν του χρόνου της με το να βρίζει με τα χειρότερα λόγια το μπασταρδαραπάκι –όπως το ονόμαζε- και την νεκρή μέγαιρα που θα γελάει μέσα από τον τάφο της. Η εκπομπή του μεταδιδόταν σε όλες τις χώρες της Ινδογερμανίας –πλην του βασιλείου της Αγγλίας- και ήταν σταθερά η πρώτη σε προτίμηση εκπομπή σε όλη τη τηλεόραση.
Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μας και το ούζο πεταγόταν από τα στόματα κάθε φορά που η Αντυ έβγαζε μια κορώνα. Εντωμεταξύ είχαμε γίνει λιώμα κι αποφάσισα πως άμα δεν έφευγα εκείνη τη στιγμή θα με πήγαιναν κουβαλητό. ΄χαιρέτισα τα παιδιά –εν μέσω γέλιων και ευχών- και πήρα τον δρόμο για το σπίτι.
























Περπατούσα βιαστικά στους έρημους δρόμους . μπορούσα να ακούσω καθαρά τον ήχο των παπουτσιών μου στο πλακόστρωτο. Έφτασα γρήγορα στο σπίτι ακολουθώντας την Βείκου μέχρι Καλλιρόης και από εκεί ευθεία μέχρι τον σταθμό των λεωφορείων 731.
Η είσοδος της μονοκατοικίας ήταν σκοτεινή.. Προσπάθησα να χώσω το κλειδί στην πόρτα αλλά ήμουν ψιλολιάρδα και μου πήρε κάνα πεντάλεπτο. Μπήκα στην αυλή και ανέβηκα τις σκάλες. Σκόνταψα πάνω σε μία γλάστρα που έπεσε μες θόρυβο. Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα τα παπούτσια της Έλενας.
Αφουγκράστηκα για μια ατελείωτη στιγμή το σκοτάδι. Κινήθηκα προς τη πόρτα αλλά τώρα ήμουν πιο προσεκτικός. Έβαλα σιγά σιγά το κλειδί στη πόρτα κι άνοιξα κάνοντας όσο το δυνατόν λιγότερο θόρυβο. Από το σπίτι δεν ακουγόταν τίποτα. ευτυχώς είxαν σταματήσει τον χορό τους, φοβόμουν όμως μην ξαναρχίσουν μόλις με δουν. Βασικά, ήλπιζα να είxαν εξαφανιστεί μια για πάντα και αυτά και η Έλενα. Καθώς προχώρησα –στις μύτες των ποδιών μου- προς το κόκκινο δωμάτιο διαπίστωσα πως οι μύχιες ελπίδες μου διαψεύδονταν πανηγυρικά. Το χέρι μου πήγε στον διακόπτη. Μόλις το φως πλημμύρισε τον χώρο είδα με απόγνωση τα Ισπανικά γοβάκια να κοιμούνται ήσυχα κάτω από το παλιό γραφείο. Έκαναν σχετικά ελαφρύ ύπνο, μπορούσα να ακούσω την ψιθυριστή τους ανάσα και –κυρίως- ένα ελαφρό σφύριγμα που άφηναν να τους ξεφύγει με κάθε εκπνοή. Το ροχαλητό δυνάμωνε και χαμήλωνε ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Μου θύμιζε μια όπερα του Βέρντι που αναγκάστηκα να ακούσω πρόσφατα σε ένα σπίτι Γερμανών (ή μήπως ήταν Αυστριακοί;).
Βέβαια, έβρισκα το ροχαλητό των παπουτσιών λίγο καλύτερης ποιότητας και σκεπτόμουν “ίσως με λίγο παμ-παμ εδώ, ένα μικρό σόλο στο πιάνο θα μπορούσε να γίνει μια όπερα περιωπής που θα διέπρεπε σε όλες τις Γερμανόφωνες χώρες της Ινδογερμανίας”. Κάτι τέτοια πέρναγαν από το μυαλό μου καθώς παρακολουθούσα αφηρημένος την καθησυχαστική ακινησία των κόκκινων υποδημάτων.
Αποφάσισα να μην τα ξυπνήσω –έπ’ ουδενί- και να ετοιμαστώ να την πέσω κι εγώ στο διπλανό δωμάτιο –αναγκαστικά παρέα με τον κόμη Μοντεχρήστο. Δεν πίστευα να είχε αντίρρηση αλλά και νά ‘χε. “Στο κάτω κάτω αυτό είναι το σπίτι μου” σκέφτηκα και προχώρησα θεληματικά προς το δωμάτιο του περίεργου επισκέπτη. Εκείνη τη στιγμή “κτύπησε” ο Γκράχαμ Μπελ.
Είναι σχεδόν αδιανόητος ο φοβερός θόρυβος που μπορεί να κάνει ένα τηλέφωνο στην ησυχία ενός δωματίου που επιπλέει σε μια σιωπηλή πόλη. Την ημέρα, ο θόρυβος της συσκευής σπανίως προκαλεί όχληση και υπάρχουν περιπτώσεις που μόλις ακούγεται ή που δεν ακούγεται καθόλου. Ο θόρυβος εξαρτάται από πολλούς παράγοντες όπως το είδος του τηλεφώνου, τη περιοχή, την ώρα που γίνεται η κλήση, το άτομο που την κάνει, ακόμα και η φύση του τηλεφωνήματος παίζει κάποιο ρόλο. Εγώ για παράδειγμα, αναγνωρίζω πότε το τηλεφώνημα είναι από φίλο, πότε είναι από ένα από –τους πολλούς- πιστωτές μου, πότε παίρνει η μάνα μου για να στείλει κάνα φράγκο, πότε παίρνει η Γιώτα για να τη γαμήσω κοκ. Η ψυχολογική κατάσταση του πομπού διαφοροποιεί ανάλογα και τον ήχο του κουδουνίσματος. Αυτό βέβαια δεν συμβαίνει και με τα ψηφιακά τηλέφωνα αλλά μόνο με τα αναλογικά που είχαμε εκείνη την εποχή. Ένα τέτοιο τηλέφωνο ήταν και το δικό μου, από εκείνα τα αρχαία που μοίραζε ο ΟΤΕ και φυσικά έχει ένα τρομερό κουδούνισμα που το άκουγα ακόμα κι όταν Είχα βάλει τον ενισχυτή μου στη μέση και στο πλατό βρίσκονταν οι OFFSPRING.
Έτρεξα πανικόβλητος προς το τηλέφωνο για να μην προλάβει να ξανακουδουνίσει και μπορώ να πω ότι το πρόλαβα στο “τσακ”. Αν τα τηλέφωνα λένε σε κάθε τους κουδούνισμα “σήκωσε με ρε μαλάκα” εγώ το πρόλαβα στο “σήκω”. Ως εκ θαύματος, τα γοβάκια δεν ξύπνησαν. Σάλεψαν λίγο, άλλαξαν πλευρό –τα κοιτούσα έντρομος- κι έπειτα ξανακοιμήθηκαν, αρχίζοντας πάλι το σφυριχτό ροχαλητό τους.
Τότε και μόνο τότε, μπόρεσα να στρέψω την προσοχή μου στο τηλέφωνο και να ρωτήσω –ανακουφισμένος- “ποιος ήταν”. “Γεια σου” είπε μια γυναικεία φωνή, “ο Χρήστος είσαι, έτσι δεν είναι;” ρώτησε αβέβαια. “Ναι, εγώ είμαι” επιβεβαίωσα κατηγορηματικά.
Αφού πέρασαν λίγα λεπτά με αμοιβαίες εξηγήσεις (πάντως δεν της είπα τίποτα για τα παπούτσια της Έλενας) μου είπε πως ήταν η Έφη. Δεν Είχα καμία διάθεση να διαφωνήσω μαζί της αλλά εγώ δεν θυμόμουν καμία Έφη -κι αν θυμόμουν δεν με θυμότανε εκείνη. “Ποια Εφη;” ρώτησα. Η Εφη ήταν η κοπέλα που κοιμηθήκαμε μαζί το προηγούμενο βράδυ. Έγινα ρόμπα. Την έβαλα να μου διηγηθεί τι έγινε και μου είπε –εν ολίγοις- πως με είχε προσέξει από νωρίς. Σε κάποια φάση –αργά- ήμουν λέει με μια τρελή πάνκισα που με πότιζε διαρκώς (ποιος ξέρει τι) και με τραβολόγαγε εδώ κι εκεί. Κάποια στιγμή αυτή χάθηκε (ποιος ξέρει που και γιατί), ίσως γιατί το πήρε απόφαση πως ήταν αδύνατο να τη γαμήσω. Εγώ –λέει η Εφη- δεν φαινόμουνα και τόσο χάλια –παρόλα τα χάλια μου- και η Εφη έβαλε τον ανιψιό μου τον Δημήτρη, που τον είχε γνωρίσει πρωτύτερα, να μας συστήσει.
Φύγαμε μαζί, με ένα ταξί. Φτάνουμε λέει σπίτι, γδυνόμαστε ή μάλλον, με γδύνει και πάνω που με καβαλάει και είμαστε έτοιμοι να την κουνήσουμε την αχλαδιά, με παίρνει ο ύπνος.
Κι εκεί που τα έχει πάρει στο κρανίο –λέει- και είναι έτοιμη να φύγει, σηκώνομαι και αρχίζω να τραγουδάω τη Μασσαλιώτισσα σε άπταιστα Γαλλικά (η πλάκα είναι πως δεν ξέρω γρι Γαλλικά, μόνο ωραία Γαλλικά φιλιά δίνω) όπως και πολλά κομμάτια από παλιά Αμερικάνικα μιούζικαλ. Αυτό συνεχίστηκε για μια ώρα περίπου όταν ξαφνικά –και εντελώς απροειδοποίητα- πέρασα στις μεγαλύτερες επιτυχίες του Γαργανουράκη. Κατά τις δέκα φαίνεται ότι κουράστηκα, γιατί σταμάτησα –λέει- το τραγούδι (εκείνη ήταν καταγοητευμένη και χειροκρότησε) για να πέσω σε ένα βαθύ ύπνο συνοδευόμενο από το απαραίτητο –γαμημένο- ροχαλητό του απίθανου συνδυασμού “λίγο νερό- πολύ αλκοόλ-λιώμα στη κούραση-το σώμα ανάσκελα-και τα απαραίτητα κρεατάκια”.
Μόλις τελείωσε –λέει- η “συναυλία” έφυγε γιατί είχε κάποια δουλειά αλλά γούσταρε Ό κι εντάξει
Άμα είναι να βρεθούμε. Τι τώρα; Όχι δεν είναι πολύ αργά. Είσαι μόνος; Τι γοβάκια, Ισπανικά; Εντάξει δεν πειράζει. Ναι έρχομαι. Το θυμάμαι το σπίτι. Ναι ναι, γεια σου. Όχι γεια σου, θα τα πούμε ….
Κι εγώ ….
Μπορείς τώρα; Μήπως είναι πολύ αργά; Βασικά είναι δύο Ισπανικά γοβάκια εδώ αλλά δεν πειράζει, θα κοιμηθούμε στο διπλανό δωμάτιο. Θα έρθεις; Το θυμάσαι το σπίτι; Είσαι σίγουρη; Εντάξει, τα λέμε γεια
Ήμουν βέβαιος πως κάποια λεπτομέρεια μου διέφευγε. Το χαρακτηριστικό “χρατς χρατς” που ακούστηκε από τη γωνία του δωματίου –προερχόμενο από τον περίεργο επισκέπτη- μου υπενθύμισε την παρουσία του Κόμη Μοντεχρήστου και επιβεβαίωσε τους φόβους μου. Και τώρα;
Έβρασα νερό. Το έβαλα σε ένα πλαστικό δοχείο και το έριξα στη θέση που υπέθετα ότι βρισκόταν ο γαμημένος ποντικός. Πετάχτηκε έξω έντρομος. “Σκουίκ σκουίκ” είπε και χώθηκε άτσαλα πίσω από την κουζίνα. Σφουγγάρισα τα νερά και τακτοποίησα λίγο το δωμάτιο (εντάξει, στα πλαίσια του εφικτού). Ήμουν έτοιμος. Πάνω στην ώρα.
Ήρθε η Εφη. Φορούσε κάτι καφέ, γιγαντιαίες μπότες –που μου πήρε μισή ώρα να τις βγάλω, για να μην τα καταφέρω τελικά και να τις βγάλει μόνη της. Η Εφη –πλάκα πλάκα- ήταν καλό μουνάκι και “εντάξει” λεω στο εαυτό μου “μαλάκα, τελικά δεν τη πάτησες εχθές κι ας ήσουν λιώμα” χωρίς να ξέρω , τι μου επεφύλατε εκείνη η νύχτα......

0 Comments:

Post a Comment