Δευτέρα, Απριλίου 16, 2007
7 ΗΜΕΡΕΣ ΨΕΜΑΤΑ (ΗΜΕΡΑ ΤΕΤΑΡΤΗ) - ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΙΔΕΡΗΣ
Καταχωρήθηκε από τον/την Count_Zero στις 11:39 μ.μ.ΗΜΕΡΑ ΤΕΤΑΡΤΗ
Η άντληση των βιωμάτων
είναι τα μάτια μιας αγάπης ναυαγού
που επιπλέει
στα μαύρα νερά της αμνησίας.
Ένα ερμάρι λήθης
μια ζωή που ποτέ δεν υπήρξε
παρά μόνο για τους παρατηρητές
τα κουνούπια των εμπειριών
τις λαχανίδες της αβρότητας.
Η ευγένεια κυριαρχεί
στο κουρασμένο
πλήρωμα του φόβου.
Είμαι μπολιασμένος στη μοναξιά
Τυφλό άρμα ελπίδας
σέρνω ξωπίσω μου
αγκομαχώντας
και τώρα, όπως πάντα.
Καθόμουν αναπαυτικά στο κατάστρωμα του πλοίου, Είχα απλώσει τα πόδια μου στην κουπαστή της ατροφικής πισίνας και απολάμβανα τις πρώτες ακτίνες του ηλίου που μόλις έκανε την εμφάνιση του πάνω από τις πολυκατοικίες. Ήταν νωρίς και το πλοίο δεν είχε ξεκινήσει. Παρατηρούσα λοιπόν με ενδιαφέρον το κατάστρωμα να γεμίζει με τουρίστες, αγουροξυπνημένους και αντιαισθητικά λευκούς. Ήμουν κεφάτος, παρόλα όσα συνέβησαν το προηγούμενο βράδυ. Το καλοκαίρι ήταν εκεί και τα Είχα γράψει όλα στα τέτοια μου, δεν με ένοιαζε ούτε η Εφη, ούτε και τίποτα, παρά μόνο οι επικείμενες διακοπές μου. Ήμουν αποφασισμένος να τα δώσω όλα.
Σε λίγο ο ήλιος υψώθηκε αρκετά και έβγαλα το φανελάκι μου. Φορούσα ένα σορτσάκι –το ίδιο που χρησιμοποιώ στη θάλασσα- και τα all-star τα οποία, όπως συνήθως, ήταν σε άθλια κατάσταση.
Το μπαρ του καταστρώματος δεν είχε ανοίξει κι έτσι κατέβηκα στο μπαρ της β΄ θέσεως, πήρα ένα καραβίσιο καφέ –ξέρετε, από εκείνους τους αηδιαστικούς που σερβίρουν στα πλοία της γραμμής- και χώθηκα όσο πιο αναπαυτικά μπορούσα στην βρώμικη πλαστική καρέκλα. Το λιμάνι απομακρυνόταν κι εγώ χαμογελούσα όσο πιο ηλίθια μπορούσα (Γουστάρω πολύ να ταξιδεύω, ένα είδος Οδυσσείου συμπλέγματος).
Οι θέσεις γύρω μου γέμισαν ξενέρωτους τουρίστες –κάτι Γερμανικά νεκροταφεία και δύο τρεις Γάλλοι. Το βλέμμα μου ταξίδεψε στον χώρο προσπαθώντας να εντοπίσει καμία γκόμενα που να βλεπόταν. Είναι γεγονός πως οι γκόμενες της Ινδογερμανίας δεν είναι στα πολύ καλά τους, πριν τις πετύχει ο ήλιος σε καμία γωνιά και τους αλλάξει τα φώτα. Πάντως βρήκα μία -που από μακριά φαινόταν ψιλοκαλή- για να κοιτάω. Καθόταν στο κάγκελο του απάνω καταστρώματος και χάζευε αφηρημένο τον ορίζοντα. Προσηλώθηκα στα πόδια της που ήταν μακριά, λευκά όσο πρέπει και που σε κάθε τους κίνηση άφηναν ένα μικρό μέρος από το μαύρο της κιλοτάκι να φαίνεται.
είχαμε περάσει την Μακρόνησο και κοντεύαμε Τζια όταν το μωράκι επιτέλους με πρόσεξε. είχε δυνατά αμυγδαλωτά μάτια που το χρώμα τους δεν μπορούσα να διακρίνω από αυτή την απόσταση. “Στα μαυρισμένα της θα πρέπει να είναι πολύ μπέιμπ” σκέφτηκα και μου σηκώθηκε. Αναγκάστηκα να αλλάξω στάση μη με πάρουνε χαμπάρι. Έκανα για λίγο τον ανήξερο, αυτή γύρισε αλλού –την παρακολουθούσα με την άκρη του ματιού μου- αλλά δεν μπορούσα να αποχωριστώ για πολύ εκείνα τα υπέροχα μπουτάκια κι έτσι την ξανακάρφωσα επιδεικτικά.
Το εισιτήριο μου έγραφε Πάρο αλλά δεν Είχα ακόμα αποφασίσει που θα πήγαινα. Ο έλεγχος των εισιτηρίων γίνεται πριν τη Πάρο άρα βγάζεις εισιτήριο για Πάρο και πας όπου θέλεις. Είχα δηλαδή να επιλέξω μεταξύ Πάρου, Νάξου, Ίου και Σαντορίνης.
Είxαν περάσει σχεδόν δύο ώρες και το μωράκι δεν μου είχε ρίξει ούτε μια ματιά. είχε προσηλωθεί σε κάποιο βιβλίο –προφανώς καμία μαλακία- και δεν σήκωνε κεφάλι. Κόντεψα να παρατήσω την παρακολούθηση όταν παράτησε το βιβλίο στο κάθισμα, έβγαλε ένα χαριτωμένο πορτοφόλι από το σακίδιο της, κατέβηκε –εξίσου χαριτωμένα- τις σκάλες και κόλλησε στην ουρά που είχε σχηματιστεί μπροστά από το κυλικείο του καταστρώματος, δεξιά από τη θέση που καθόμουν. Όλα αυτά εξελίχθηκαν με κινηματογραφική ταχύτητα –κι όταν λέμε κινηματογραφική δεν εννοούμε από ταινίες του Αγγελόπουλου- ή τουλάχιστον είχα τόσο απορροφηθεί από τις αρμονικές κινήσεις της ώστε έτσι μου φάνηκε. Συνήλθα γρήγορα, σηκώθηκα γρηγορότερα και στάθηκα ακριβώς πίσω της στην ουρά, λίγο πριν με προλάβει ένας αηδιαστικός κωλόχοντρος με τεράστιο μουστάκι που πρέπει να ήταν από την Νάξο. Το γουρούνι με έσπρωξε λιγάκι –πάνω στη φούρια του να κολλήσει πίσω από την μικρή- και έπεσα πάνω της. Ξέρω ότι είναι κοινότυπο αλλά είχε γαλάζια μάτια και έτσι όπως γύρισε και με κοίταξε κόντεψα να λιποθυμήσω. Μόλις που μπόρεσα να ψελλίσω ένα “σόρυ” όσο πιο ευγενικά μπορούσα. Νομίζω ότι κατάλαβε την ταραχή μου. Μου χαμογέλασε γλυκά και ξαναγύρισε μπροστά. Τώρα καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα. Την ακούμπησα δυο φορές ελαφρά κατά-λάθος-εξεπίτηδες, καμία αντίδραση. Αγόρασε ένα χυμό πορτοκάλι και μια αηδιαστική ξερή τυρόπιτα και έφυγε. Παρήγγειλα κι εγώ ένα καφέ, ενώ σκεπτόμουν τον τρόπο που θα έπρεπε να ενεργήσω. Κι ενώ ονειροπολούσα μου φάνηκε πως ο υπάλληλος του κυλικείου είχε κεραίες. Παρέμεινα σαστισμένος –θα πρέπει να πέρασαν 10 με 20 δευτερόλεπτα- κάτι μου θύμιζαν αυτές οι κεραίες μα δεν μπορούσα να το συγκεκριμενοποιήσω. “Λες;”, “ρε λες;” Γύρισα αργά προς το μέρος του.
Ο Στέργιος στεκόταν ακριβώς μπροστά μου, με κοιτούσε χαμογελαστός και οι κεραίες του παιάνιζαν με ενθουσιασμό. “Ρε χρηστάρα, τι κάνεις ρε παλιόφιλε” με μάλωσε φιλικά και του έφυγαν λίγα σάλια προς το μέρος μου. “Τι έγινε ρε μαλάκα, πως βρέθηκες εδώ;” τον ρώτησα συνωμοτικά. “Κάνω αυτό που ξέρω καλύτερα” μου είπε και έδειξε τον καφέ που μου είχε ήδη φτιάξει στον πάγκο του μπαρ. Είχα πολλές ερωτήσεις στο τσεπάκι μου: “Πως έφυγες;” “Γιατί;” “Καλά κι ο Τάκης;” “Μαλώσατε;” “πως μεγάλωσες έτσι;” “Τι έγινε ρε μαλάκα” κατέληξα “θα τρελαθούμε;”. “Κοίτα” μου λέει “ξέρεις πως τελευταία δεν τα πηγαίναμε πολύ καλά με τον Τάκη. Εντάξει, βρήκε την Εύη, κόλλησε το άτομο. Πως να στο εξηγήσω, δεν έχει πια ενδιαφέρον η ζωή μαζί του”. Αυτά μου έλεγε ο Στέργιος αλλά στο μεταξύ είxαν μαζευτεί ένα σωρό τουρίστες στην ουρά –που ναι μεν παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον την κουβέντα μας, αλλά μάλλον προτιμούσαν να πάρουν ότι ήταν να πάρουν και να φύγουν. “Άραξε, θα κάνω διάλειμμα σε λίγο. Που κάθεσαι;” με ρώτησε. Του έδειξα και έκανα να φύγω. “Τον καφέ σου μη ξεχάσεις” μου υπενθύμισε. Πήρα απρόθυμα τον καφέ και κάθισα σαστισμένος σε μία καρέκλα. Είχα ξεχάσει τα πάντα από τη σαστιμάρα μου, ούτε που πρόσεξα ότι το μπέιμπ είχε καθίσει στα δύο μέτρια δεξιά μου.
Ήμουν έκπληκτος με τον Στέργιο και Είχα πολλούς λόγους να είμαι. Το να σερβίρει ένας αστακός καφέδες σε πλοίο της γραμμής είναι ένα πράγμα, το να μην ξαφνιάζεται κανείς από αυτή την εικόνα είναι άλλο ένα, όταν όμως άφησες τον συγκεκριμένο αστακό στα Πετράλωνα γύρω στα 60 εκατοστά και τώρα τον βρίσκεις ισοϋψή με ένα μέσο άνθρωπο (γύρω στο ένα και ογδόντα χωρίς μάλιστα να υπολογίσουμε τις κεραίες) το πράγμα αλλάζει. ΄χωρίς σε αυτά να συνυπολογίσουμε και τα εύλογα ερωτήματα που δημιουργούνται όπως: πως βρήκε δουλειά, έχει μέσο; ή, είναι ασφαλισμένος στο ΝΑΤ; κ.λπ.
Όλες μου οι απορίες λύθηκαν σε λίγο, όταν ήρθε ο Στέργιος. Μαλώσανε –λέει- με τον Τάκη, είπανε πέντε έξη χοντρές κουβέντες, τα πήρε στο όστρακο και έφυγε. Μου διηγήθηκε όλη την περιπέτεια του μέχρι να φτάσει σε μία θάλασσα -σχετικά υποφερτή- για να πέσει. Δύο εβδομάδες –λέει- περιπλανιόταν και στο τέλος τους (μετά από ατελείωτα κυνηγητά, συνεχόμενο κρυφτούλι από τους περαστικούς και ουκ ολίγες λιποθυμίες από αυτούς που τον περάσανε για γιγαντιαία κατσαρίδα) είχε μόλις φτάσει στο Κουκάκι. ευτυχώς που θυμότανε το σπίτι του Γιώργου του Παρτουζάνου και την Ερης. Τα παιδιά τον μαζέψανε, τον ταίσανε κάτι παλιά βιβλία και ο Παρτουζάνος που είναι σκίπερ σε ιστιοπλοϊκά τον πήρε μαζί του σε ένα ταξίδι στις Κυκλάδες.
Πέρασαν αρκετό καιρό μαζί, έγιναν καλές φάσεις αλλά ο Στέργιος -λέει- ήταν πολύ ανήσυχος και όταν βρέθηκαν ξανά στον Πειραιά μπάρκαρε κρυφά σε ένα κρουαζιερόπλοιο που πήγαινε στην Αλεξάνδρεια. Το ταξίδι ήταν μακρύ όμως είχε προμηθευτεί μερικά βιβλία του Κάρλ Σαγκάν –που τρώγονται αρκετά δύσκολα- και έτσι την έβγαλε σε μια σωσίβια λέμβο ως την Αίγυπτο.
Περιπλανήθηκε για πολλές ώρες στους δρόμους της Αλεξάνδρειας. Κάποια στιγμή, του κίνησε την προσοχή ένα τεράστιο σκάμμα κοντά στο λιμάνι. Σαν να θεμελιωνόταν κάποιο μεγαλοπρεπές κτίριο. “ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ” διάβασε στη πινακίδα ανάθεσης –με δυσκολία είναι αλήθεια καθώς είχε καιρό να ξεσκονίσει τα Αιγυπτιακά του-. “Βιβλιοθήκη; Κάπου εδώ κοντά θα πρέπει να υπάρχουν πολλά βιβλία” σκέφτηκε και του έτρεξαν μερικά σάλια. Πραγματικά, μετά από λίγο ψάξιμο ανακάλυψε ένα αχανές υπόγειο κτίσμα στο οποίο –κατά τα φαινόμενα- φυλάσσονταν τα βιβλία που θα επένδυαν την μεγαλύτερη και πιο φημισμένη βιβλιοθήκη του κόσμου.
Μέσα σε ένα μήνα είχε γίνει στο μέγεθος που τον βρήκα. Μόνο σκόρπιες φυλλάδες είxαν απομείνει για να θυμίζουν το τι περιείχε αυτή η αίθουσα μόλις πριν ένα μήνα. “Φαντάζομαι την έκπληξη της Αιγυπτιακής κυβέρνησης όταν τελειώσει το κτίριο της βιβλιοθήκης και θελήσουν να τοποθετήσουν τα βιβλία” είπε και συνέχισε μονολογώντας “ναι ξέρω, ήταν λάθος μου, φέρθηκα πολύ εγωιστικά. Όμως, αν ήξερες τι θησαυροί κρύβονταν εκεί μέσα.......”
Τελικά –λέει- αποφάσισε να φύγει. Με χίλιες προφυλάξεις κατάφερε να φτάσει στη θάλασσα όπου –με μεγάλη του έκπληξη- διαπίστωσε πως το κρουαζιερόπλοιο με το οποίο ήρθε δεν είχε αποπλεύσει. Στην πραγματικότητα το πλοίο δεν είχε φύγει γιατί από την ώρα που έφυγε είxαν περάσει μόλις λίγες ώρες και αυτές ήταν οι ώρες της περιπλάνησης του στην πόλη. Ο χρόνος δεν κυλούσε με τον ίδιο ρυθμό μέσα στην αποθήκη. “Μέσα στην αίθουσα της γνώσης ο χρόνος έχει τους δικούς του ρυθμούς” κατέληξε θριαμβευτικά. “Και τώρα, κάνω αυτό που ξέρω να κάνω καλύτερα, κατάλαβες;” ρώτησε κι απομακρύνθηκε βιαστικά χωρίς να περιμένει την απάντηση μου. Σε δυο λεπτά ξαναγύρισε. Κρατούσε μια παλιά Zenith κάμερα. “Πάρτη” μου είπε “εμένα δεν θα μου χρειαστεί. Καλά να περάσεις παλιόφιλε, θα τα ξαναπούμε” μου πέταξε λίγο πριν χωθεί στον πάγκο του κυλικείου.
“Φίλος σου;” ρώτησε μια φωνή στα δεξιά. Θαρρώ πως Είχα πάρει πολύ ηλίθιο ύφος γιατί το μπέιμπ ξέσπασε σε γέλια. Αυτό βοήθησε αρκετά και σε λίγο καθόταν δίπλα μου με το κόκκινο κοντό φουστανάκι της που άφηνε τα μπουτάκια της να φαίνονται, λαχταριστά, πίσω από τις χρόνια αξύριστες ξανθές –ευτυχώς- τριχούλες. Δεν φορούσε σουτιέν και μπορούσα να ξεχωρίζω το κωνικό σχήμα του στήθους της που σάλευε καθώς γελούσε. Τα δόντια της, ήταν η καλύτερη δουλειά που θα μπορούσε να ονειρευτεί ο πιο ονειροπόλος οδοντοτεχνίτης, η μυτούλα της μικρή, ελαφρά ανασηκωμένη, μια ελίτσα είχε σκαρφαλώσει στο αριστερό της μάγουλο. Το πιο όμορφο Δανεζάκι που Είχα ποτέ. Είχα ξεχάσει Στέργιους, Τάκηδες, βιβλιοθήκες, τα πάντα. Από τη μεγάλη μου σύγχυση με πιάσανε τα κυκλοθυμικά μου. Δηλαδή έγινα βαρετός, είπα και δύο τρεις χοντρές μαλακίες και η Λίνε –έτσι έλεγαν το μπέιμπ- έφυγε. Έκανα την αυτοκριτική μου –σαν καλός πρώην κομουνιστής: “μα τόσο γελοίος είμαι πια, τι βλάκας που είμαι θεέ μου, θα κάνω χαρακίρι ρε πούστη με τις μαλακίες που λεω, μα τι με πιάνει κάθε φορά με τις γυναίκες που μου αρέσουν πολύ; και άλλα τινά. Δεν μπορούσα να ηρεμήσω με καμία Παναγία.
Με μεγάλη μου ανακούφιση είδα την Λίνε να επιστρέφει μαζί με μια μεγάλη παρέα από διάφορες χώρες που τους σύστησε ως φίλους της. Ήταν παιδιά από διάφορες χώρες της Ινδογερμανίας στην ίδια ηλικία περίπου με την Λίνε. Πιάσαμε κουβέντα. Ήταν ενδιαφέρουσα συντροφιά. Η ώρα πέρναγε ευχάριστα.
Την ώρα που μιλάγαμε για ζώα και οικολογία –ευτυχώς δεν μπήκα σε πειρασμό να τους αναπτύξω την ΝΟΤΚ-ΓΑΛΠ θεωρία- τρωω ένα φλας και ρωτάω τα παιδιά πως αναπαριστούν τη φωνή του σκύλου στην χώρα τους. Περάσαμε πολύ ώρα μιμούμενοι τα σκυλιά –είχε πολύ πλάκα γιατί την ώρα που κάποιος έκανε τις μιμήσεις οι άλλοι ξεραίνονταν στα γέλια. Τελικά διαπιστώσαμε πως έχει διαφορά από χώρα σε χώρα το πως οι άνθρωποι αντιλαμβάνονταν την φωνή του σκύλου. “Ίσως οι σκύλοι –ανάλογα με την χώρα που μεγάλωσαν- μιλούν και διαφορετική γλώσσα” είπε κάποιος. “Γουβ γουβ” έκαναν οι Γερμανοί, ενώ η Λίνε διαφωνούσε κάθετα “Αρφ αρφ” μας είπε. Οι Άγγλοι συμφωνούσαν –εν μέρει- με τους Γερμανούς “γουφ γουφ” έκαναν. Εγώ πάλι δεν συμφωνούσα με κανένα και γάβγιζα όσο πιο δυνατά μπορούσα “γαβ γαβ γαβ”.
Ξεκινώντας από αυτές τις διαφορές θυμήθηκα τη μελέτη ενός άσημου διανοούμενου της εποχής (βλ. Νίκος Σιδερής: Η επανάσταση των γούφηδων) ο οποίος υποστήριζε ότι άλλο είδος σκύλου είναι ι γούφηδες, άλλο οι Γάβηδες και άλλο οι Αρφηδες. ΄χρησιμοποιώντας τα παραπάνω ονόματα –σε μια ενδεχόμενη ταξική κοινωνική διάρθρωση- θα δούμε πως οι Αρφηδες βρίσκονται στην κορυφή σαν ένα είδος σκυλοπρονομιούχας ελίτ, χωρίς καμία απολύτως χρησιμότητα. Οι Αρφηδες είναι τα μικρά σκυλάκια, αυτά που συνήθως αποκαλούμε “σκυλιά του καναπέ”. Πρέπει ωστόσο να παραδεχτούμε πως οι Αρφηδες χειρίζονται εξαιρετικά την κατάσταση. Για λόγους περίεργους κι ακατανόητους οι άνθρωποι τους βρίσκουν χαριτωμένους ενώ είναι –χωρίς αμφιβολία- τα πιο κακομούτσουνα πλάσματα του πλανήτη. Είναι βέβαιο πως έχουν βρει τους τρόπους να ικανοποιούν ορισμένες ψυχικές ανάγκες των αφεντικών τους και είναι πολύ πιθανό να ασκούν πάνω τους κάποιου είδους ψυχολογική έξη.
Στη μέση της σκυλοιεραρχίας βρίσκονται οι Γάβηδες. Ότι αποτελούν οι εξουσιαστές στην ανθρώπινη κοινωνία αποτελούν οι Γάβηδες στην σκυλοκοινωνία. Είναι δηλαδή αυτοί που εφαρμόζουν κι αναπαράγουν την “αυθεντία” της ελίτ. Είναι δηλαδή οι πολιτικοί, οι δικαστικοί, οι δημοσιογράφοι και οι μπάτσοι –Ότι αναγκαστικά με αυτή τη σειρά- που προς όφελος της άρχουσας τάξης –κατά κύριο λόγο- αλλά και δικό τους, εξαναγκάζουν το σύνολο των κατωτέρων τάξεων να αποδέχεται τη νομιμοποίηση της ανισότητας. Εδώ τον ρόλο της ελίτ παίζει ο άνθρωπος-αφεντικό. Αντίθετα με τους Αρφηδες οι Γάβηδες οφείλουν να είναι άγριοι, δυνατοί και επιθετικοί και μόνο με τα αφεντικά τους να γίνονται δουλικοί, όπως δουλική είναι η συμπεριφορά των εξουσιαστικών εκτελεστικών οργάνων της ανθρώπινης κοινωνίας απέναντι στην προνομιούχο τάξη. υπάρχουν βέβαια και κάποιοι εξουσιαστές που πιστεύουν πως μπορούν να γίνουν επιθετικοί και απέναντι στα αφεντικά τους. Όμως το πραξικόπημα είναι μια ουτοπία για την κοινωνία των σκύλων. Η ελίτ είναι πανίσχυρη. Και στην κοινωνία των ανθρώπων και στην κοινωνία των σκύλων.
Οι Γούφηδες τέλος, είναι το κατώτερο κομμάτι της κοινωνίας των σκύλων, ο πάτος της πυραμίδας. Είναι οι εργάτες, οι αλήτες, οι άστεγοι και οι επαναστάτες. Είναι οι καταπιεζόμενοι, οι δούλοι, οι πιο πιστοί φίλοι του αφεντικού. Είναι οι σκύλοι των οποίων η φύση δεν έχει απαλλοτριωθεί. Ασχολούνται με το κυνήγι, την φύλαξη των ζώων και την προστασία του ανθρώπου. Ο σκύλος-κυνηγός είναι ένα ζώο που χρησιμοποιούταν από αρχαιοτάτων χρόνων. Το ίδιο και τα τσοπανόσκυλα έπειτα από την Γεωργική επανάσταση, όταν ο άνθρωπος πια για να καλύψει τις ανάγκες του αναγκάστηκε να γίνει από νομάδας εδραίος και να στραφεί προς την καλλιέργεια και την εξημέρωση ζώων. Τότε δηλαδή που δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για να εμφανιστεί και η καταστροφική έννοια της ιδιοκτησίας. Όπως -σε ελεύθερη απόδοση- είπε ο Ρουσσώ “όλα τα δεινά του ανθρώπινου γένους ξεκίνησαν όταν κάποιος περιέφραξε ένα χωράφι και είπε: αυτό είναι δικό μου, και βρέθηκε κάποιος ηλίθιος που τον πίστεψε”.
Μετά από όλα αυτά αναρωτιέται κανείς πως οι Γούφηδες βρέθηκαν στον πάτο της σκυλοπυραμίδας. Μήπως όμως, έτσι δεν γίνεται πάντα; Τα πιο χρήσιμα άτομα δεν βρίσκονταν ανέκαθεν στον πάτο της πυραμίδας, αφού οι προνομιούχοι και οι εξουσιαστές είναι οι πιο μειονεκτικές ομάδες; Η ίδια η φύση δίνει στα αδύναμα και μειονεκτικά πλάσματα πλεονεκτήματα για να επιβιώσουν.
Αλλά οι Γούφηδες δεν είναι μόνο εργάτες. Μπορούν κάλλιστα να επωμιστούν τους ρόλους που κατέχουν οι εξουσιαστικές τάξεις της σκυλοκοινωνίας. Επίσης, η γενετική τους δύναμη είναι σαφώς μεγαλύτερη. Αυτό παρατηρείται έντονα στα αδέσποτα. Μετά από πολλές γενιές και επιμιξίες οι σκύλοι μετατρέπονται σταδιακά σε Γούφηδες. Αν δεχθούμε τον νόμο της φυσικής επιλογής του Δαρβίνου, οι Γούφηδες είναι το είδος που θα κυριαρχήσει διότι είναι αυτό που προσαρμόζεται ευκολότερα και καλύτερα στις μεταβαλλόμενες συνθήκες.
Τα αδέσποτα σκυλιά είναι οι επαναστάτες-σκύλοι, το περιθώριο της ανθρώπινης και της σκυλίσιας κοινωνίας και είναι στο σύνολο τους Γούφηδες. Έτσι ακριβώς όπως οι πιο χρήσιμοι άνθρωποι περιθωριοποιούνται, οι επαναστάτες Γούφηδες αναστατώνουν τους δρόμους των πόλεων οργανωμένοι σε αγέλες.
Ο Γούφης είναι ο πιο ολοκληρωμένος σκύλος. Συμπεραίνει κανείς πως οι Αρφηδες δεν είναι παρά γενετικά κακέκτυπα, Ενώ οι Γάβηδες είναι σκύλοι από τους οποίους έχει αφαιρεθεί μέσω της φυσικής βίας το ένα μέρος της προσωπικότητας τους έτσι ώστε να υπερτονιστούν η επιθετικότητα και η δύναμη. Οι Γάβηδες είναι οι παρά φύση μπάτσοι των ανθρώπων.
Στην πραγματικότητα ο σκύλος είναι κοινωνικό ζώο. Η εξημέρωση του και η συμβίωση με τον άνθρωπο άλλαξε τις ισορροπίες και τώρα κοινωνία του σκύλου είναι η κοινωνία των ανθρώπων και οικογένεια του η οικογένεια που τον συντηρεί. Ο σκύλος διατηρεί συναισθηματικές σχέσεις με όλα τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, τους φίλους και τους γείτονες. έχει το δικαίωμα να εκφράζει την άποψη του χωρίς –πολλές φορές- να κρατάει τα προσχήματα, όμως είναι αναγκασμένος να μην αποσπαστεί ποτέ από την οικογένεια. Αυτόν τον ρόλο του έδωσε ο άνθρωπος και ο σκύλος τον έχει αποδεχτεί. Από τους σκύλους μόνο ο γούφης έχει κρατήσει σε ένα σημαντικό βαθμό την παλιά του προσωπικότητα προσαρμόζοντας την στις ανάγκες των ανθρώπων. Ο Γούφης δεν νιώθει άχρηστος διότι αισθάνεται εξίσου άνετα στην ανθρώπινη κοινωνία και σε μια ενδεχόμενη σκυλοκοινωνία στην οποία θα βρίσκεται σε θέση ισχύος. Η, ως επί το πλείστον, ύπαρξη αδέσποτων Γούφηδων είναι αποτέλεσμα της αστικοποίησης. Στις πόλεις οι Γούφηδες χάνουν την πρωτογενή χρησιμότητα τους και αν δεν θέλουν να αλλοτριωθούν και να μετατραπούν σε Αρφηδες ή Γάβηδες θα πρέπει να το σκάσουν και να γίνουν αδέσποτοι. Η ανάγκη των Γούφηδων για ανοικτούς χώρους γίνεται η αιτία για την μη προσαρμογή τους στα σπίτια κλουβιά των πολυκατοικιών. Ποτέ δεν θα δείτε αδέσποτο Γούφη στη εξοχή.
Όμως, ποιες ψυχολογικές ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου ικανοποιούν οι σκύλοι; Οι Αρφηδες για παράδειγμα, μπορούν να αντικαταστήσουν ένα παιδί για τις γυναίκες που διψούν να προσφέρουν τη στοργή τους ή το μικρό αδελφάκι που δεν διαμαρτύρεται και δεν είναι ανταγωνιστικό ή ένα παιχνίδι για να εκδηλώνουν την τρυφερότητα τους που δεν πρέπει να δείχνουν στους αδιάφορους γονείς τους γιατί πρέπει ή γιατί δεν πρέπει. Μπορούν επίσης να τιμωρούνται με το σκεπτικό “μου το κάνουν σου το κάνω”, αν και οι Αρφηδες είναι πολύ πονηροί για να πέσουν στην παγίδα και μάλλον παίρνουν τον ρόλο του “μόνο-εσύ-με-καταλαβαίνεις”.
Οι Γάβηδες πάλι, μπορούν να αποτελέσουν μια πλαστή ασφάλεια για τους δειλούς, τον εραστή των αγάμητων γυναικών και γενικά ρόλους που έχουν να κάνουν με δύναμη, επιβολή και εξουσία.
Οι Γούφηδες πάντως, προτιμούνται από τα παιδιά για τον ρόλο του πατέρα. Ότι ενός πατέρα απόμακρου και τρομακτικού αλλά ενός πατέρα με κατανόηση και στοργή. Παράλληλα μπορούν να προκαλέσουν όλα τα παραπάνω συναισθήματα και να επωμιστούν όλους τους ρόλους που μπορεί να πάρει ένας σκύλος.
Αυτά τους είπα και την κοίταξα με τα Γουφίσια μάτια μου. Τότε, συνειδητοποίησα πως είχαμε μείνει μόνοι. “Γουφ γουφ” έκανα. Η Λίνε έσκυψε και με φίλησε. Τα χείλη της ήταν δυο πουπουλένια μαξιλαράκια.
Μας πήρε κάνα τέταρτο να ξεκολλήσουμε. Το πλοίο προσπερνούσε τα Κουφονήσια, ο ήλιος έκαιγε και η όμορφη Λίνε ήταν ιδανικά ακουμπισμένη στο στήθος μου.......
Η όμορφη Λίνε είχε πάει στη καμπίνα της να αναπαυτεί. Ο ήλιος με είχε κατατσουρουφλίσει και είχα μεταφέρει την καρέκλα μου κάτω από μία ψάθινη ομπρέλα στην πλώρη του Ροδάνθη. Ένιωθα ερωτευμένος με αυτό το υπέροχο πλάσμα από την Δανία. έχω μια ορμέφυτη έλξη για τα κορίτσια από αυτή την χώρα. Δεν ξέρω που οφείλεται, ίσως σε κάποια από τις προηγούμενες ζωές μου ήμουν Βίκινγκς ή κάτι τέτοιο. Κάτι παρόμοιο μου είχε τύχει και πριν από χρόνια αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Τι σας Είχα υποσχεθεί; Μα φυσικά, πως μπόρεσα να το ξεχάσω. Η νύχτα με την Εφη......
Τα πράγματα ξεκίνησαν κανονικά, δηλαδή όπως ξεκινάνε πάντα όταν είναι να πηδηχτείς με κάποιον. Σας είπα και πρωτύτερα, η Εφη ήταν πολύ ωραίο μωρό και –ω τι έκπληξη- δεν είναι ηλίθιο και ωραίο μωρό.
Ήρθε κανονικά στο σπίτι, συστηθήκαμε εκ νέου και έπειτα μεταφερθήκαμε στο μικρό δωμάτιο δίπλα στη κουζίνα μαζί με μισή μπουκάλα ούζο που είχε ξεμείνει από το μεσημέρι και δύο ποτήρια. Όλα αυτά έγιναν μέσα σε σχετική ησυχία γιατί δεν ήθελα –έπ’’ ουδενί- να ξυπνήσω τα παπούτσια της Έλενας που αναπαύονταν ήσυχα κάτω από το παλιό γραφείο.
Είχαμε ξαπλάρει στο μονό κρεβάτι και λέγαμε ανοησίες, από εκείνες που λένε δύο άνθρωποι λίγο πριν το κάνουν, όταν ξαφνικά λέει πως “κάνει πολύ ζέστη και αν με πείραζε να βγάλει την μπλούζα”. Φυσικά εμένα δεν με πείραζε καθόλου. Αισθάνομαι βέβαια λίγο άσχημα, έτσι όπως την κοιτάω με το σουτιέν ενώ εγώ φοράω ακόμα φανελάκι και από πάνω χοντρή μάλλινη μπλούζα. Εννοείται πως δεν κάνει καθόλου ζέστη. Η Εφη είχε ωραίο σώμα όπως μπορούσα να παρατηρήσω –κάτι που ήθελε προφανώς και εκείνη- μόνο που να..... οι αναλογίες της δεν ήταν και τέλειες. Μπορώ να πω αρκετά πάνω σε αυτό το θέμα αλλά μάλλον θα ήταν αδιακρισία οπότε αρκεστείτε στο ότι έχει αρκετά μεγάλη λεκάνη –για το ύψος της- αν και η ανισομέρεια των δύο καλοφτιαγμένων μερών του γυναικείου σώματος αποτελεί φετίχ για ορισμένους άντρες. Ότι όμως για μένα. Συνήθως έλκομαι ιδιαίτερα από ημίψηλες αδύνατες γυναίκες με μικρό στήθος και χάρη ελαφιού σε αναπαραγωγή. Αυτό το στάνταρ αλλάζει άρδην όταν είμαι μεθυσμένος οπότε μπορώ να πάω με όλες τις γυναίκες αρκεί να έχω πιει την ανάλογη ποσότητα αλκοόλ. Απλά, με μερικές γυναίκες πρέπει να πιω τόσο αλκοόλ που μετά δεν θα μπορώ σε καμία περίπτωση να τις γαμήσω.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση Είχα πιει τα ουζάκια μου στην Πλάκα αλλά Είχα ήδη ξενερώσει στην διαδρομή. Άλλωστε, δεν χρειαζόμουν καθόλου αλκοόλ για να γαμήσω την Εφη έτσι όπως την έβλεπα μπροστά μου, λαχταριστή λαχταριστή, με τα βυζάκια της να τεντώνουν το σουτιέν και να μου φωνάζουν “γλύψε μας, γλύψε μας”.
Η Εφη εντωμεταξύ άρχισε να το δαγκώνει από το κρύο. Δεν μου είπε τίποτα βέβαια αλλά η τρίχα της είχε σηκωθεί κάγκελο. “Θες να σκεπαστούμε μωρό μου;” την ρώτησα και χωρίς να περιμένω απάντηση έριξα πάνω μας μία από τις κουβέρτες, αφού πρώτα γυμνώθηκα κι εγώ από τη μέση και πάνω. Κουκουλωθήκαμε λοιπόν, ημίγυμνοι και το μπαλαμούτι άρχισε κανονικά. ΄χούφτωνα ότι μπορούσα. Σε λίγο το χέρι μου είχε πλασαριστεί στην μικρή της περιοχή, τρίβοντας το σημείο του πέναλτι πάνω από το παντελόνι. Εδώ θα ήθελα να επισημάνω πως δεν τα γουστάρω καθόλου το κολάν παντελόνια. Αντίθετα, με καυλώνουν αφόρητα τα κοντά φουστανάκια. Ερεθίζομαι στην ιδέα ότι μπορώ να το κάνω σε μία γυναίκα χωρίς να της βγάλω τα ρούχα. Αρκεί να της σηκώσω την φούστα, να παραμερίσω το μικροσκοπικό –sic- κιλοτάκι και “ουπς” είμαι μέσα. Καλή φάση δεν είναι;
Το μωρό είχε βαλθεί να πασπατεύει τις τρίχες στο στήθος μου. Οι γκόμενες, επειδή γενικά ψήνονται με τα τριχωτά στήθη, νομίζουν πως γουστάρουμε –μα ποιος τους έχει βάλει αυτή την ιδέα στο μυαλό- να μας χαϊδεύουν επίμονα το στήθος αλλά μετά από λίγο είναι μάλλον οδυνηρό. Τις αφήνω να παίξουν μπας και φιλοτιμηθούν και μεταφέρουν το χέρι τους λίγο πιο κάτω.
Αρχίσαμε τα φιλιά, τις αγκαλιές, φυσιολογικά πράγματα δηλαδή. Πάντως, όλη αυτή την ώρα, κάτι δεν μου πήγαινε καλά. Δεν μπορούσα να προσδιορίσω τι ακριβώς έφταιγε αλλά κάτι μου φαινόταν λάθος. Νόμιζα πως ήταν της φαντασίας μου και δεν έδωσα πολύ σημασία. Όμως, όσο περνούσε η ώρα, το ένιωθα όλο και πιο έντονα και τελικά μπόρεσα να το συγκεκριμενοποιήσω. Δεν έδινε την εντύπωση πως είχε ανάψει. Πως να σας το πω, γινόταν το μπαλαμούτι, φαινόταν πως γούσταρε, μα οι αντιδράσεις του σώματος της δεν το έδειχναν. Για να φανταστείτε, Είχα βάλει το χέρι μου μέσα από το κολάν και την έτριβα και το μόνο που βρήκε να μου πει ήταν για κάποιο σχήμα που έβλεπε στο ταβάνι, από το οποίο είχε αρχίσει να ξεκολλάει η μπογιά. Μου έλεγε διάφορα. Πως είχε κλάψει επειδή νόμιζε ότι δεν τη γούσταρα, ότι ήμουν ιδιαίτερος, ότι με σκεπτόταν όλη μέρα και διάφορα τέτοια. χοντρομαλακίες δηλαδή. Στο τέλος ήμουν πεπεισμένος ότι με δουλεύει κανονικά και έτζασα. Σταμάτησα δηλαδή το μπαλαμούτι, γύρισα ανάσκελα και κούλαρα. Και φυσικά μου έπεσε. Δεν ήταν ότι η Εφη ήταν σεμνότυφη ή κάτι τέτοιο, μου τον έπιανε κανονικά αλλά όταν το έκανε ήταν σαν ένα είδος αστείου για αυτή και Ότι κάτι που το έκανε με πάθος.
άρχισα κι εγώ να βλέπω σχήματα στο ταβάνι, ανακάλυψα κι άλλα δικά μου και περνάγαμε την ώρα μας ευχάριστα. Πίναμε και καμία τζουρίτσα ουζάκι –αυτή λιγότερο εγώ περισσότερο- καθώς κατάλαβα πως θα το χρειαζόμουν.
Το ούζο τελείωσε και Είχα βεβαιωθεί ότι με δουλεύει, οπότε όταν Αρχίσαμε ξανά το μπαλαμούτι ήμουν αποφασισμένος αυτή την φορά να την γαμήσω. Της κατέβασα το κολάν αλλά τράκαρα πάνω στις τεράστιες καφέ μπότες (και μάλιστα με κορδόνια). Της έδωσα το πουλί μου να κρατάει, μέχρι να τις βγάλω, αλλά δεν ήξερε τι να το κάνει και εγώ αργούσα τραγικά, οπότε την άφησα να βγάλει μόνη της τις μπότες και εγώ ασχολήθηκα με τα δικά μου ρούχα, έχοντας έτσι την δυνατότητα να κρύψω τις τρύπιες μου κάλτσες μέσα στα παπούτσια πριν γίνω εντελώς ρόμπα. Με τα πολλά, καταφέραμε να γδυθούμε. Αρχίσαμε πάλι τα προκαταρκτικά, ποια προκαταρκτικά δηλαδή που αν η Εφη ήταν σόμπα θα έπρεπε να περάσει ο ΄χειμώνας μέχρι να ανάψει. Τέλος πάντων, κάποια στιγμή υγράνθηκε κάπως, έβαλα βιαστικά το προφυλακτικό και μπήκα μέσα. Ένιωσα σα να το Είχα βάλει σε λάθος μέρος. Ότι άσχημα, απλώς ο κόλπος της δεν είχε τη σωστή θερμοκρασία. Σα να το έβαζες σε μία πάστα σεράνο. Εκείνη εντωμεταξύ μου έλεγε “τι ωραίο τρίχωμα που έχεις!” κι εγώ σκεπτόμουν “καλό σκυλάκι”, μου έλεγε “σε γουστάρω” ή “σε αγαπώ” κι εγώ σκεπτόμουν “πως είπες ότι σε λένε, Αζώρ;”. Μου έλεγε “το κάνεις υπέροχα” κι εγώ σκεπτόμουν “το κοτόπουλο στον φούρνο με πατάτες”. Τέτοια πράγματα. Κι όλη αυτή την ώρα των εξαντλητικών αποκαλύψεων δεν κατάφερε να βγάλει τον παραμικρό αναστεναγμό. Ούτε ένα τοσοδούλη “αχ” ή “Μμμ” ή κάτι ανάλογο. ευτυχώς η γενετήσια πράξη δεν κράτησε πολύ –τελείωσα πολύ γρήγορα- και γλίτωσα από αυτό το μαρτύριο που ονομάζεται “σεξ με την Εφη”.
Μπορώ να πω ότι το “σεξ με την Εφη” ήταν μία από τις πιο παράδοξες εμπειρίες της ζωής μου. Δεν ήταν μόνο η κακή ποιότητα της ερωτικής πράξης. Η εν γένει συμπεριφορά της με εξέπληττε και με έβρισκε απολύτως απροετοίμαστο να χειριστώ μία τέτοια κατάσταση. είχε ένα διαφορετικό τρόπο να αντιλαμβάνεται κοινές εμπειρίες, ένα ξένο –προς εμένα- τρόπο σκέψης. Και είναι αυτά, συμπεράσματα που βγάζω εκ των υστέρων γιατί τότε δεν ήμουν προβληματισμένος αλλά σαστισμένος και εκνευρισμένος. Όμως η σαστιμάρα μου από τη μικρή ερωτική μας περιπέτεια μετριάστηκε ως εκμηδενίστηκε όταν, μετά από ένα τσιγάρο που καπνίσαμε ανόρεχτα, η Εφη μου ξεφούρνισε το εξής παραμύθι:
άρχισε με το σύμπαν των τεσσάρων στοιχείων. Η αναφορά αυτής της θεωρίας δεν μου ήταν βέβαια άγνωστη αλλά το να αναφέρεται από ένα άτομο που εκ πρώτης όψεως δείχνει να μην έχει καμία σχέση με τέτοιου είδους πνευματικές ανησυχίες και που επιπλέον δεν γνωρίζει τον Στέργιο ήταν κάτι που μου προκάλεσε φοβερή έκπληξη και μου κίνησε το ενδιαφέρον.
“Το σύμπαν των τεσσάρων στοιχείων” έλεγε η Εφη, “είναι ο κόσμος που οι άνθρωποι έχουν συνηθίσει να θεωρούν ως τον μόνο πραγματικό κόσμο. Τα τέσσερα στοιχεία της δημιουργίας έχουν εμφανιστεί σε όλα τα θρησκευτικά, κοινωνικά και πολιτικά συστήματα της ανθρωπότητας. Εκτός από τις βασικές τους μορφές που είναι βέβαια αέρας, γη, νερό, και φωτιά, τους έχουν κατά καιρούς δοθεί μορφές θεών ή ανθρώπων και γενικά πολλάκις χρησιμοποιούνται συμβολικά έτσι ώστε να υπενθυμίζουν στους ανθρώπους από που προέρχονται και προς τα που βαδίζουν. Γενικά μπορούμε να πούμε πως η βάση για το επιστημονικό, κοινωνικό και φιλοσοφικό υπόβαθρο του ανθρώπου είναι τα τέσσερα αυτά στοιχεία. Ακόμα και η φαντασία εξαρτάται από αυτά. Και βέβαια όλα αυτά δεν είναι τυχαία. Το πεπερασμένο, ως έννοια, είναι μια ανάγκη του ανθρώπου, ένα όριο που προσφέρει μια σχετική ασφάλεια. Το όριο αυτό δημιουργήθηκε για να προστατευτούν οι επόμενες γενιές από την ασάφεια ενός σύμπαντος άπειρου, χωρίς αρχή και τέλος, χωρίς κανόνες, χωρίς την παραμικρή αρμονία σε μακροσυμπαντικό επίπεδο. Η αρμονία πηγάζει από την μελέτη ενός μικρού συστήματος σε περιορισμένο χωρόχρονο και οπωσδήποτε σε σχέση με τα τέσσερα στοιχεία. Η αρμονία είναι αυτή τη στιγμή βασική για τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του σε σχέση με τους άλλους αλλά και σε σχέση με το περιβάλλον”.
“Τώρα” συνέχισε η Εφη, “θέλω να σου κάνω μία ερώτηση ώστε να αποκτήσει η αφήγηση μου ειρμό και εσύ να μπορέσεις να σκεφτείς πιο αναλυτικά πάνω σε αυτά που θέλω να σου πω.
“Πιστεύεις πως το σύμπαν είναι πεπερασμένο;”
“Η ανάπτυξη των ανθρώπινων πολιτισμών, χιλιετηρίδες πριν τη γέννηση του Χριστού, ήταν ασυγκρίτως μεγαλύτερη από την ανάπτυξη του πολιτισμού του εικοστού αιώνα. Η εννοιοθέτηση του πολιτισμού ως τεχνολογική εξέλιξη είναι λαθεμένη. Πολιτισμός είναι η αυτογνωσία και η γνώση του “άλλου”. Το “άλλο” δεν έχει θέση στον πολιτισμό σας. Όλα βρίσκονται στο σκοτάδι των τεσσάρων στοιχείων. Οι πολιτισμοί της αρχαιότητας είxαν μια βαθιά γνώση του σύμπαντος ΝΤΡΟΝΓΚ. Ως ΝΤΡΟΝΓΚ θα ορίσουμε μια συμπαντική συνέχεια χωρίς αρχή και τέλος. Δεν κατάλαβες;” με ρώτησε και βάλθηκε να μου εξηγήσει
“Εντάξει, ας πούμε ότι ΝΤΡΟΝΓΚ είναι το σύμπαν, Ότι το πεπερασμένο σύμπαν αλλά ένα σύμπαν που δεν μπορεί να οριστεί, να μετρηθεί ούτε βέβαια να κατανοηθεί. Οι πολιτισμοί αυτοί είxαν μια βαθιά επίγνωση. Ήξεραν δηλαδή ότι υπάρχει ένα τέτοιο σύμπαν και επίσης ήξεραν ότι το να γίνει κατανοητό ένα τέτοιο σύμπαν ήταν πέρα από τις ανθρώπινες δυνατότητες. Αργότερα, μια εξωγενής παρουσία –και θα μου επιτρέψεις να μην αναφερθώ σε αυτήν προς το παρόν αλλά σου υπόσχομαι ότι θα επανέλθω, εν καιρώ- φόβισε τους ανθρώπους και θέλησαν να περιορίσουν το σύμπαν ΝΤΡΟΝΓΚ σε ένα γήινο σύμπαν, ένα σύμπαν τεσσάρων στοιχείων. Αν τώρα υποθέσουμε πως όλα αυτά είναι πραγματικότητα τότε η επιστήμη και οι θρησκείες δεν είναι παρά ανοησίες για να κατευναστεί ο φόβος του ανεξήγητου. Βλέπεις πως βάζω στο ίδιο καζάνι θρησκεία και επιστήμη. Το κάνω εσκεμμένα, γιατί και οι θρησκείες και η επιστήμη, έχουν ή θα έχουν στο μέλλον μια εξήγηση για το σύμπαν. Το σύμπαν υπάρχει για να εξυπηρετήσει το σχέδιο του θεού, λέει η θρησκεία. Είναι δημιούργημα του. Η, το σύμπαν είναι μια αρμονία και ο άνθρωπος μπορεί να γίνει μέρος της.
Από την άλλη, η επιστήμη υποστηρίζει πως δεν είμαστε βέβαιοι ακόμα για το σύμπαν –πόσο μεγάλο είναι- αλλά γνωρίζουμε πολλά πράγματα για την λειτουργία του και σύντομα θα ανακαλύψουμε περισσότερα, ίσως ίσως και τον ίδιο τον σκοπό της ύπαρξης του. Κάνουν μάλιστα εικασίες για τα διάφορα φαινόμενα χωρίς ποτέ να έχουν βρεθεί σε απόσταση μικρότερη από εκατομμύρια έτη φωτός από αυτά. Λένε πως το σύμπαν είναι πεπερασμένο και συστέλλεται ή διαστέλλεται. Αναρωτιούνται αν έχει περάσει αρκετός καιρός από το big bang όπως το αποκαλούν για να ξεκινήσει η συστολή ή μήπως το σύμπαν θα διαστέλλεται έπ’’ άπειρον ή ίσως δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται αυτός ο κύκλος ή μπλα μπλα μπλα
Αν δεχθούμε το δόγμα του σύμπαντος ΝΤΡΟΝΓΚ τότε οι θρησκείες και η επιστήμη είναι ανόητες και διασκεδαστικές προσπάθειες προσέγγισης του θέματος. Κυρίως διασκεδαστικές.
Οι επιστήμονες πιστεύουν πως το σύμπαν είναι πεπερασμένο αλλά το ονομάζουν άπειρο για να μπορέσουν οι αδαείς να καταλάβουν το τεράστιο μέγεθος του. Να κατανοήσουν δηλαδή ότι δεν μπορούμε να το μετρήσουμε, ούτε καν να προσδιορίσουμε το μέγεθος του και τον χώρο που καταλαμβάνει. Αλήθεια ποιανού χώρου καταλαμβάνει μέρος το σύμπαν;
Οι ίδιο υπολογίζουν πως εκτός από τον δικό σας πολιτισμό υπάρχουν χιλιάδες, εκατομμύρια άλλοι. Πως λοιπόν εξηγείς ότι οι άνθρωποι αισθάνονται ιδιαίτεροι, αν Ότι μοναδικοί, όντας εξόριστοι σε αυτή τη μικροσκοπική γωνία ενός μικρού γαλαξία;
Αν υποθέσουμε, σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενα των δικών σας επιστημόνων, πως υπάρχουν εκατομμύρια άλλοι πολιτισμοί και πως πολλοί από αυτούς είναι σημαντικά πιο εξελιγμένοι, πως είναι δυνατόν η θεώρηση σας για το σύμπαν να είναι ανθρωποκεντρική; Κι όταν λεω ανθρωποκεντρική αντίληψη εννοώ πως βλέπετε το σύμπαν με τον τρόπο που βλέπετε τον εαυτό σας, δηλαδή έχοντας σαν μόνο εφόδιο και καθοδηγητή την ίδια σας την νοημοσύνη η οποία καθορίζει τα όρια του κόσμου σας. Αν όμως η νοημοσύνη σας είναι σαφώς κατώτερη από την αντίστοιχη άλλων υπάρξεων σε άλλους κόσμους, πως τολμάτε να διεκδικείτε για λογαριασμό σας την αυθεντία για να εξηγήσετε την λειτουργία ενός χωροχρόνου, τον οποίο δεν μπορείτε καν να υπολογίσετε, ούτε βέβαια να περιγράψετε και να εξηγήσετε. Πως θα μπορούσε ο άνθρωπος να ενωθεί με κάτι που είναι τόσο απόμακρο από τις περιορισμένες του δυνατότητες.
Το πιο αστείο στην όλη υπόθεση και το πιο εγωιστικό συνάμα είναι η βεβαιότητα που έχουν οι γήινοι “σοφοί” πως για να υπάρξει νοήμων ζωή θα πρέπει να συντρέχουν τα τέσσερα στοιχεία της ανθρώπινης δημιουργίας. Ποιος, τέλος πάντων, σας διαβεβαιώνει ότι είστε ικανοί να αναγνωρίσετε κάθε είδος ζωής και κάθε διαφορετική ύπαρξη; Και γιατί το καθετί θα πρέπει να υπόκειται στους περιορισμούς της δικής σας πραγματικότητας; Δηλαδή, θεωρείς απίθανο να υπάρχει κάτι, τώρα μπροστά σου, και εσύ να μην μπορείς να το δεις; Σκέψου πως εφόσον δεσμεύεσαι από τα τέσσερα στοιχεία οι αισθήσεις σου είναι φυλακισμένες σε αυτά. Ακόμα και στα βιβλία ή τις ταινίες επιστημονικής φαντασίας, οι εξωγήινοι χαρακτήρες είναι ανθρωπομορφικοί ή προέρχονται από το ζωικό ή το φυτικό βασίλειο που υπάρχει στη γη. Σου είπα, ακόμη και η φαντασία υπόκειται στους περιορισμούς. Στη καλύτερη περίπτωση –την πιο ευφάνταστη- οι χαρακτήρες άλλων κόσμων είναι ενεργειακά πλάσματα που όμως, πάλι σύμφωνα με τους επιστήμονες, είναι μια μορφή ύλης. Που στηρίζετε αυτόν τον υπέρμετρο εγωισμό; Ποιος σας διαβεβαιώνει πως ο δικός σας πολιτισμός δεν είναι παρά ένα βαρβαρικό ή ακόμα χειρότερα, ζωικό βασίλειο για κάποιους άλλους πραγματικά ανεπτυγμένους κόσμους ή ένα πείραμα ή κάτι άλλο, εξίσου μηδαμινό. Πρέπει να ομολογήσω πως ο συγκεκριμένος φόβος –διότι περί φόβου πρόκειται αν Ότι για μνήμες που έχουν σβηστεί- έχει εκφραστεί επανειλημμένα από διάφορους συγγραφείς κυρίως επιστημονικής φαντασίας, πάντα όμως μέσα στα πλαίσια της ανθρώπινης νόησης. Αρνούνται οι ξεχωριστοί αυτοί άνθρωποι να σκεφτούν μέσα από άλλες πραγματικότητες. Διαισθάνονται κάτι αλλά δεν μπορούν να το εκφράσουν, να το συγκεκριμενοποιήσουν. Εκείνο που θέλω να σου πω με αυτά είναι πως οι άλλοι κάτοικοι του σύμπαντος ΝΤΡΟΝΓΚ δεν είναι αναγκαστικά πλασμένοι σε ένα κόσμο τεσσάρων, πέντε ή έξη στοιχείων και δεν είναι ανάγκη να τους φαντάζεσαι ανθρωπομορφικά γιατί πολύ απλά δεν είναι άνθρωποι, ούτε και κάποιου άλλου είδους ανθρωποειδή. Η ύπαρξη ενεργειακών υπάρξεων δημιουργεί μας οδηγεί στην τρίτη ερώτηση που θέλω να σου κάνω.
Πιστεύεις ότι τα πάντα είναι ύλη ή έστω δυνητική ύλη;
Οι τελευταίες ανακαλύψεις συντείνουν στο ότι τα πάντα είναι ύλη. Αυτό που ως τώρα ονομάζαμε ενέργεια δεν είναι παρά κβάντα, πολυ μικρά δηλαδή σωματίδια. Το φως του ήλιου, για παράδειγμα, είναι εκπομπή φωτονίων, οι βαρυτικές δυνάμεις που αναπτύσσονται μεταξύ των πλανητών είναι ανταλλαγή βαρυτονίων. Εφόσον και ο άνθρωπος αποτελεί μια ενεργειακή πηγή –εκπέμπει φάσμα- οι πνευματιστικές δυνάμεις των ανθρώπων θα είναι ανταλλαγή κβάντων που θα τα ονομάσουμε πνευματόνια ή μήπως ψυχόνια; Έτσι, η επιστήμη έχει περιορίσει αισθητά το πεδίο έρευνας της σε ένα και μοναδικό στοιχείο. Την ύλη. Για την ώρα η ύλη έχει διάφορες μορφές. Στο τέλος όμως θα αποδειχθεί πως η βάση της δημιουργίας είναι το έσχατο σωματίδιο ΄, από το οποίο φτιάχτηκαν τα πάντα. Αυτή η προσπάθεια να περιοριστεί στο ελάχιστο το πρωταρχικό “πλαφόν” δεν είναι τυχαία. Το να περιορίσεις ένα αχανές σύμπαν σε ένα και μόνο σωματίδιο είναι ένα –πράγματι εντυπωσιακό- κατόρθωμα που σου δίνει τη δυνατότητα να καταστήσεις περισσότερο κατανοητό το σύμπαν. Στο βαθμό βέβαια που θα μπορέσεις να ανακαλύψεις το έσχατο σωματίδιο αυτό και θα μπορέσεις να υπερβείς την αρχή της αβεβαιότητας του Χάιζενμπεργκ. Γιατί πράγματι, το σύμπαν ΝΤΡΟΝΓΚ κτίστηκε από ένα και μόνο σωματίδιο. Όμως, όπως απεριόριστο είναι το σύμπαν, τόσο απεριόριστες είναι και οι διασπάσεις που επιδέχεται το οποιοδήποτε σωματίδιο που κατά καιρούς θεωρείται ως το έσχατο. Δεν υπάρχει όριο στην διάσπαση της ύλης ούτε και έσχατο σωματίδιο. Όσο άπειρο είναι το σύμπαν στην εξωστρέφεια του άλλο τόσο άπειρον είναι στην εσωστρέφεια του”.
Αυτά μου έλεγε η Εφη και αναρωτιόμουν μήπως είχε φαει κάνα χαλασμένο τριπάκι ή κάτι ανάλογο. “΄χαλαρά ΄Χρήστο, χαλαρά” συμβούλεψα τον εαυτό μου, μην πάθει καμία κρίση και αρχίσει να βγάζει τίποτα αφρούς από το στόμα. “Καλά, τόσο άσχημα την γάμησα;”.
Τελείωσε το λογύδριο της και με κοίταξε έντονα με τα ειρωνικά της μάτια σε στυλ “κι έτσι φτιάχνεται το γαλατομπούρεκο” λες κι εγώ θα μπορούσα να αποδεχθώ αυτά που έλεγε. Αποφάσισε πως ήταν ώρα να ντυθεί. Ντύθηκε χωρίς να με κοιτάζει. Την παρακολουθούσα έντρομος, έτοιμος για όλα. Δεν θα μου έκανε καθόλου εντύπωση αν ξαφνικά μετατρεπόταν σε σιχαμερό σκουλήκι ή έβγαζε φτερά ή κάτι άλλο εξίσου εντυπωσιακό. “Κοίτα” μου επέστησε τη προσοχή την ώρα που έβαζε εκείνες τις τεράστιες καφέ μπότες “ξέρω πως όλα αυτά σου φαίνονται εντελώς ασυμβίβαστα με την παρουσία μου που μάλλον για άλλα πράγματα σε προδιαθέτει, αλλά ήταν ο μόνος τρόπος να σε πλησιάσω. Στην παρέα σας” συνέχισε “υπάρχουν δύο άτομα που με ενδιαφέρουν. Το ένα είσαι εσύ και το άλλο εκείνος ο αστακός που επιμελώς κρύβετε και τον ονομάζετε Στέργιο. Η παρουσία σας είναι ξεχωριστή και απολύτως αναγκαία σε εμένα και –κυρίως- στον κόσμο των επτά στοιχείων. Είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου. Τα στοιχεία της δημιουργίας μπορεί να είναι τέσσερα, μπορεί να είναι και επτά. Ο κόσμος των επτά στοιχείων σας χρειάζεται για να μπορέσει να αναδημιουργηθεί. Σήμερα εγώ, το μόνο που σου είπα, τα μόνα ζητήματα που έθεσα, αφορούσαν τις ανθρώπινες θεωρήσεις για την δημιουργία και το σύμπαν. Προσπάθησα να σου δώσω υλικό για να σκεφτείς γιατί το μονοδιάστατο σύμπαν των τεσσάρων στοιχείων δεν μπορεί να υπάρχει. Οι απαντήσεις βρίσκονται μέσα σου θαμμένες από τα χρόνια που πέρασαν. Δεν περιμένω από εσένα να τις ξεθάψεις σε μια νύχτα. Ότι, μια τέτοια διαδικασία θα απαιτούσε ανυπολόγιστο χρόνο και θα είχε αμφίβολα αποτελέσματα. Γι αυτό, θα σε αφήσω να σκεφτείς αυτά που είπαμε απόψε και αύριο ελπίζω να θελήσεις να ξανασυναντηθούμε ώστε να σου εξηγήσω τα πάντα σχετικά με τον κόσμο των επτά στοιχείων, το σύμπαν ΝΤΡΟΝΓΚ και ότι συνδέει εσένα και τον φίλο σου τον αστακό με αυτά”.
Η δύση του ηλίου μας βρήκε αγκαλιασμένους στην πλώρη του Ροδάνθη. Ένιωθα υπέροχα –και αν εξαιρέσουμε ένας υπερφυσικό αστακό που μου έκανε χυδαία νοήματα και δύο Ισπανικά γοβάκια που κοιμόντουσαν ανήσυχα στο σακίδιο μου- ήμουν. Ήρθε η νύχτα, δροσερή. Τα σώματα μας κόλλησαν πιο σφιχτά το ένα με το άλλο. Την πήρα απαλά στα χέρια μου και την απίθωσα στο ξύλινο κρεβάτι. Το δέρμα της είχε πάρει την απόχρωση του έρωτα.
Ε ναι, τα παίρνω στο κρανίο. χάνω τα τετράδια, χάνω τις σημειώσεις, χάνω τα αβγά και τα καλάθια, χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Είναι τρομερό......
Όπως και νά ‘χει, αυτά που θα σας διηγηθώ τώρα –από μνήμης- συνέβησαν και αφού συνέβησαν θα πρέπει να γραφτούν ώστε η ιστορία μας να έχει μια συνέχεια.
Ήταν καλοκαίρι, Ελληνικό καλοκαίρι. Ξέρετε, ήλιος, θάλασσα, ρακέτες, ουζάκι το ηλιοβασίλεμα, έρως (ανίκατε μάχαν) και τα λοιπά. Γνωρίζετε φυσικά τον τρόπο που συναντήθηκα με την υπέροχη Δανέζα Λίνε. Εκείνο που προφανώς δεν γνωρίζετε είναι το πως έφυγα από την Αθήνα το ίδιο εκείνο ξημέρωμα της νύχτας που πέρασα με την Εφη.
Οφείλω να ομολογήσω ότι τα Είχα δει όλα με τις μαλακίες που μου ξεφούρνιζε. Ήμουν σε τέτοια αφασία που δέχτηκα, χωρίς να το συνειδητοποιήσω, να ξανασυναντηθούμε την επόμενη μέρα ώστε –λέει- να μου εξηγήσει πιο αναλυτικά αυτά στα οποία απλώς αναφέρθηκε και να μου πει τι ακριβώς είναι (τι ακριβώς είναι;) και ποιους εκπροσωπεί. Με αυτά και με αυτά, μου έδωσε την χαριστική βολή. Αφού έφυγε λοιπόν, αναστέναξα ανακουφισμένος, έφτιαξα στα γρήγορα το παλιό μου ταξιδιωτικό σακίδιο παίρνοντας μαζί τα απολύτως απαραίτητα (πέντε έξη σώβρακα, αντίστοιχα φανελάκια, δυο τζην, μία στρατιωτική μπλούζα, υπνόσακο, κάλτσες, απορρυπαντικά προσώπου και σώματος, προφυλακτικά και τα παπούτσια της Έλενας –πάνω πάνω και σιγά μην τα ξυπνήσω-). Έτσι, βρέθηκα στο κατάστρωμα του Ροδάνθη και βασικά δεν με ενδιέφερε το που θα πήγαινα αλλά το ότι θα έφευγα. Τα υπόλοιπα τα ξέρετε.
Κολλήσαμε με την Λίνε. Εκείνη αποφάσισε να αφήσει το γκρουπ και να έρθει μαζί μου και εγώ να μην πάω στα μέρη που Είχα κατά νου αρχικά. Η διαφορά του να ταξιδεύεις μόνος σου ή με γκόμενα έγκειται στο ότι όταν είσαι μόνος γουστάρεις καμάκια και χοντρά γλέντια κόσμο κ.λπ. ενώ όταν έχει γυναίκα ζητάς κάτι πιο κουλαριστό, αν με εννοείται. Έτσι ξέχασα Πάρους, Ιους, Σαντορίνες και ψάξαμε για κάτι πιο ήσυχο, κάτι τέλος πάντων που θα μας έδινε της ευκαιρία να πηδιόμαστε όσο το δυνατόν συχνότερα.
Το πλοίο έφτασε στη Σαντορίνη και όταν πήρε τον δρόμο του γυρισμού μας βρήκε μέσα. Κατεβήκαμε στην Νάξο, με την ελπίδα ότι δεν ξανασυναντήσουμε εκείνο τον κωλόχοντρο που πήγε να κολλήσει πίσω από την Λίνε. Δυστυχώς όμως, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Νάξου αποτελούνταν από χοντρούς με μουστάκια και γυναίκες-ελέφαντες επίσης με μουστάκια, κόκκινα μάγουλα και βάδισμα μονάχους μονάχους. Ψάξαμε για το πιο ξενέρωτο μέρος του νησιού. Κάπου που να μην πηγαίνει κανένας κι αν πηγαίνει, να φεύγει γρήγορα. Από τις πληροφορίες που με πονηριά και επιμέλεια περισυνέλεξα, καταλήξαμε στον Απόλλωνα, ένα μικρό τουριστικό χωριό στο βορειότερο άκρο της Νάξου.
Ήταν ήδη αργά. Πήραμε ένα ταξί –που μας έπιασε τον κώλο- και φτάσαμε στον Απόλλωνα περασμένα μεσάνυχτα. Βρήκαμε δωμάτιο σε ένα μικρό ατελείωτο ξενοδοχείο και την πέσαμε γιατί ήμασταν πτώμα στην κούραση.
“ΟΝΕΙΡΟ”
Έμεινα για μια εβδομάδα με την όμορφη Λίνε. Την θυμάμαι μέσα από τις εκατοντάδες φωτογραφίες που της τράβηξα, κοντά στα αρχαία αγάλματα, στην αμμουδιά του μικρού όρμου, στο νησί της Αριάδνης και του Διονύσου. Θυμάμαι το μικρό ξενοδοχείο και τους δύο μας να κάνουμε έρωτα σε ένα στρώμα που είχαμε ρίξει στο μπαλκόνι. Θυμάμαι τους φίλους που γνωρίσαμε, τα εκπληκτικά δείπνα με κρασί, πατάτες και φασόλια, τους κρύους ανθρώπους να ζεσταίνουν τις καρδιές τους σε μια ψευδαίσθηση καλοσύνης. Θυμάμαι την μικρή Αυστριακή, που ακόμα και τώρα αγαπώ και που πάντα θα μείνει κρυμμένη βαθιά στην ψυχή μου. Η Κατρίν, που μου ψιθύριζε λόγια απέραντης αγάπης, μεθυσμένη από την λατρεία της και τη λαχτάρα να μου δοθεί ολοκληρωτικά. Εκείνη την νύχτα στην Αντίπαρο, την αγάπησα για πάντα. Θυμάμαι πολλές γυναίκες, άλλες καθαρά, άλλες μες τη θολούρα του μυαλού μου, μες το μεθύσι του αλκοόλ, των φωνών και των γέλιων της παρέας. Αυτές οι συντροφιές, αυτοί οι υπέροχοι άνθρωποι που στεριώνουν για πάντα στις θύμησες. αχ η Ελλάδα. Αυτός ο γυάλινος κόσμος της απόλαυσης, αυτός ο τόπος της ονειρικής ομορφιάς, το καλοκαίρι, το άρμα του ήλιου, η καταγάλανη θάλασσα, το Αυγουστιάτικο φεγγάρι των νησιών μας. Τι να πρωτοθυμηθώ από εκείνο το καλοκαίρι, για τι να πρωτομιλήσω; Πως μπορώ να ξεριζώσω την καρδιά μου και να σας την δείξω;
Ετικέτες: ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ